της Ειρήνης Κασάπη, Υπ. Δρος Θεολογίας.
Η στάση του Μεγάλου Πέτρου
έναντι του ρωσικού μοναχισμού
Η μεταρρυθμιστική πνοή της διακυβερνήσεως του Μ. Πέτρου δεν άφησε κανέναν τομέα του ρωσικού κράτους ανεπηρέαστο και το εισαχθέν νέο, εκκοσμικευμένο, δυτικότροπο μοντέλο, που επέβαλε, επέφερε εν τέλει οριστικό και αμετάκλητο πλήγμα στο παλαιό, παραδοσιακό και συντηρητικό μοσχοβίτικο κοσμοείδωλο συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσικής Εκκλησίας.
Με τις μεταρρυθμίσεις του Μ. Πέτρου η Μόσχα έπαψε να είναι η πρωτεύουσα του ρωσικού κράτους παραχωρώντας την θέση της στην νεοϊδρυθείσα Πετρούπολη. Οι Βογιάροι και η παλαιά μοσχοβίτικη αριστοκρατία απώλεσαν την προηγούμενη σπουδαιότητά τους. Ο στρατός αναδιοργανώθηκε κατά το σουηδικό και γερμανικό πρότυπο και ο κρατικός μηχανισμός στο σύνολό του προσαρμόστηκε στα δυτικοευρωπαϊκά σχήματα.1
Ακολούθως και η Εκκλησία άρχισε να θεωρείται απλώς άλλο ένα κρατικό ίδρυμα, που μέσω της διδασκαλίας της όφειλε να διαμορφώνει νομοταγείς υπηκόους και ηθικούς πολίτες. Δεν αποτελούσε πλέον θεανθρώπινο οργανισμό με σωτηριολογικές προεκτάσεις, αλλά ένα ακόμη όργανο του Κράτους, ταγμένο αποκλειστικά στο να προσανατολίζει τους πολίτες υπέρ των ενδιαφερόντων και των συμφερόντων του.
Ως κρατικό εργαλείο η Εκκλησία δεν ήταν δυνατόν να διατηρεί την αυτονομία της, ούτε να κατέχει κάποια εξαίρετη θέση η κάποια παράλληλη εξουσία κατά την αρχή της βυζαντινής συναλληλίας. Για τον λόγο αυτό ο Πέτρος σύντομα κατάργησε το Πατριαρχείο και με εκκλησιαστικό διάταγμα το 1721 συνέστησε ως ανώτατο διοικητικό όργανο της Εκκλησίας της Ρωσίας την ανίσχυρη και πλήρως ελεγχόμενη από το κράτος Ιερά Διοικούσα Σύνοδο2, καθιστάμενος έτσι ο απόλυτος μονάρχης, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονταν εξ ολοκλήρου η κοσμική και η πνευματική εξουσία.
Τα διατάγματα του Μ. Πέτρου για τον μοναχισμό
Την ίδια σκοπιμότητα εξυπηρετούσαν και τα διατάγματα που εκδόθηκαν και αφορούσαν τον μοναχισμό και την ίδια κοσμοθεωρία αδιαμφισβήτητα εξέφραζαν. Οι μοναχοί θεωρούνταν από τον Πέτρο άνθρωποι ανωφελείς, οκνηροί, παραδομένοι στην νωθρότητα και τις προλήψεις,3 οι οποίοι παρασιτικά κατεσθίοντές τους ξένους κόπους4 συνιστούσαν εχθρούς του Θεού.5 Οι μεταρρυθμιστικές του κινήσεις συνεπώς αποσκοπούσαν στην ένταξη ακόμα και αυτών των ησυχαζόντων, στην δράση υπέρ του κράτους.
Έτσι, αρχής γενομένης το 1701 με το Monastyrskij Prikaz, όλη η μοναστηριακή περιουσία, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων των μονών και των μοναστηριακών γαιών, πέρασε στην διαχείριση του κράτους6 και οι κληρικοί και οι διαμένοντες στα εκκλησιαστικά κτήματα υπήχθησαν στην κρατική δικαστική δικαιοδοσία7. Στην συνέχεια με το διάταγμα του 1723 απαγορεύτηκε η κουρά νέων μοναχών εν γένει, αλλά το μέτρο αυτό σύντομα καταργήθηκε και επετράπη τελικώς η κουρά νέων μοναχών με την προϋπόθεση αυτοί να έχουν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους και να έχουν υπηρετήσει ως δόκιμοι μοναχοί επί τρία έτη,8 ενώ με παρόμοια διατάγματα δεν επιτρεπόταν πλέον η ελεύθερη διακίνηση και η έξοδος των μοναχών από τις μονές τους, επιβαλλόταν αυστηρώς το κοινοβιακό σύστημα, αφαιρούνταν από τους μοναχούς όλα τα δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας καθώς και το δικαίωμα να συντάσσουν διαθήκη, ενώ η ίδρυση νέων μονών επιτρεπόταν μόνο ύστερα από εξασφάλιση άδειας από την Σύνοδο και τον ίδιο τον τσάρο, ενώ οι μικρότερες μονές είτε συγχωνεύονταν είτε μετατρέπονταν σε ενορίες και σχολεία.9
Τέλος με το διάταγμα «Objavlenie» του 1724 τα μοναστήρια αντιμετωπίζονταν ως ευαγή ιδρύματα, τα οποία ήταν προορισμένα να είναι αρωγοί του κράτους στην κοινωνική του αποστολή. Οριζόταν ότι οι μονές έπρεπε να περικλείουν στα όρια τους νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, ενώ από εκείνη την περίοδο κατέστη κανόνας το φαινόμενο ασθενείς, τραυματίες στρατιώτες, αλλά ακόμα και ψυχασθενείς εγκληματίες να αποστέλλονται εκεί για θεραπεία. Υπό το πρίσμα της χρησιμοθηρικής θεωρήσεως της πραγματικότητας από τον Μ. Πέτρο στο διάταγμα συστηνόταν στους απλοϊκούς και αμόρφωτους μοναχούς να ασχολούνται με την καλλιέργεια της γης και τα διάφορα μαστορέματα, ενώ στις γυναίκες μοναχές προτεινόταν η δημιουργία και η παραγωγή εργοχείρων. Αντιθέτως οι μοναχοί, οι οποίοι προορίζονταν να καταλάβουν υψηλές θέσεις στην εκκλησιαστική ιεραρχία όφειλαν να φροντίζουν συνεχώς για την μόρφωσή τους και την περαιτέρω πνευματική τους καλλιέργεια. Η συγκεκριμένη τάξη μοναχών εξάλλου έπρεπε απαραιτήτως να περιλαμβάνει στους κόλπους της πρόσωπα γνωστά στην Κυβέρνηση και να προέρχονται αποκλειστικά από την Μονή-πρότυπο του Αλεξάνδρου Νέφσκυ, η οποία και είχε δημιουργηθεί γι αυτόν ακριβώς τον σκοπό10.
Τα ανωτέρω μέτρα προκάλεσαν αντιδράσεις και δυσαρέσκεια ανάμεσα στους μοναχούς και οι επιστολές διαμαρτυρίας κατά του προσώπου του11 υποχρέωσαν τον αυτοκράτορα Πέτρο να εκδώσει και νέα διατάγματα, με τα οποία απαγορευόταν στους μοναχούς η φύλαξη μελάνης και χαρτιού και η χρήση τους χωρίς την παρουσία του ηγουμένου της μονής.12 Παρά τις αντιδράσεις, εν τούτοις, τα μέτρα εφαρμόστηκαν και κατάφεραν καίριο πλήγμα κατά του μοναχισμού. Επιπλέον τα ίδια μέτρα αμετάβλητα η με τροποποιήσεις εφαρμόστηκαν και από τους διαδόχους του Πέτρου, με συνέπεια η μοναστική τάξη να αποδυναμωθεί και ο αριθμός των μονών και των μοναχών να μειωθεί στα τέλη του ΙΗ και τις αρχές του ΙΘ αι. περισσότερο από το ήμισυ σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο 13.
Τα αίτια της πολιτικής του Μ. Πέτρου έναντι της Ρωσικής εκκλησίας και του μοναχισμού
α) Η ιδιοσυγκρασία του Μ. Πέτρου
Τα αίτια της πολιτικής του Μ. Πέτρου έναντι της Εκκλησίας και του μοναχισμού, αλλά και της αναπτύξεως αυτής της αποκλίνουσας από τα καθιερωμένα πρότυπα της μοσχοβίτικης καθεστηκυίας τάξεως κοσμοθεωρίας πρέπει να αναζητηθούν αφ ενός στην ιδιοσυγκρασία του Μ. Πέτρου, όπως αυτή διαμορφώθηκε από το περιβάλλον, μέσα στο οποίο αυτός ανατράφηκε και ανδρώθηκε, και αφ ετέρου στις ιστορικές συνθήκες που την δεδομένη χρονική στιγμή ευνοούσαν τον εξευρωπαϊσμό του παλαιού ρωσικού κράτους.
Ο Πέτρος γεννήθηκε την 30η Μαΐου 1672 και ήταν γιος του τσάρου Αλεξίου Mihajlovic (1645-1676) από την δεύτερη σύζυγό του Ναταλία Kirillovna Nariskina. Αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του το έτος 1676 ο Πέτρος κατέστη μάρτυρας όλων των θλιβερών γεγονότων που προηγήθηκαν και ακολούθησαν την αυτοκρατορική διαδοχή. Αρχικά σημειώθηκαν αντεγκλήσεις εξαιτίας της ανεπάρκειας του τσάρου Θεοδώρου Mihajlovic (1676-1682) να κυβερνήσει το ρωσικό κράτος και έπειτα, μετά τον θάνατο και του Θεοδώρου, ξέσπασε αιμοσταγής σύγκρουση μεταξύ των συγγενών της πρώτης συζύγου του τσάρου Αλεξίου Miloslavskij και των Nariskin για τα δικαιώματα πάνω στον κενό θρόνο. Αρχικώς το γένος Nariskin επικράτησε με την υποστήριξη πολιτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων, αλλά και χάρη στις ενέργειες του πατριάρχη Ρωσίας Ιωακείμ (1674-1690) και ο ανήλικος Πέτρος με την επιτροπεία της μητέρας του ανέλαβε τελικώς την διακυβέρνηση του κράτους (1682). Σύντομα όμως οι Miloslavskij με την βοήθεια του τάγματος των Στρελίτσων επέβαλαν στον θρόνο συγκυβερνήτη τον Ιωάννη και επίτροπο την Σοφία (1682-1689), την ετεροθαλή αδελφή του Πέτρου από τον πρώτο γάμο του τσάρου Αλεξίου, παραμερίζοντας με αυτόν τον τρόπο τον Πέτρο και την μητέρα του. Εν τούτοις νέα επανάσταση το 1689 έδωσε αφορμή να συγκρουστούν εκ νέου οι δυό οικογένειες με θετική έκβαση υπέρ του Πέτρου αυτή την φορά. Η Σοφία εκθρονίστηκε και εγκλείστηκε σε μοναστήρι και με την αδιαμφισβήτητη υποστήριξη του πατριάρχη Ιωακείμ πάλι ο Πέτρος ανέλαβε την εξουσία, δεδομένου ότι ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωάννης ήταν ανίκανος να κυβερνήσει, επειδή έπασχε από νοητική στέρηση.14
Αν και ο Πέτρος τελικώς εξουδετέρωσε τους πολιτικούς του αντιπάλους διαλύοντας το σώμα των Στρελίτσων και απμονώνντας την Σοφία στην μονή Novodevicij, καθιστάμενος έτσι απόλυτος κυρίαρχος της χώρας, εικάζεται από τους ιστορικούς ότι τα ανωτέρω γεγονότα στιγμάτισαν την προσωπικότητα του νεαρού τσάρου. Από την μια πλευρά αισθάνθηκε βαθιά αποστροφή για το παραδοσιακό μοσχοβίτικο αυτοκρατορικό περιβάλλον, αφού το ταύτισε με την συντηρητική οικογένεια των Miloslavskij και τον πολιτικό αγώνα εναντίον του, και από την άλλη ήρε την εμπιστοσύνη του προς τους εκκλησιαστικούς παράγοντες εξαιτίας της εμπλοκής τους επίσης στα ανωτέρω γεγονότα. Και αυτός ακόμη ο πατριάρχης, ο οποίος εξ αρχής στάθηκε στο πλευρό του Πέτρου, τον απογοήτευσε εν τέλει, όταν προσπάθησε να χρησιμοποιήσει προς ίδιον όφελος την δυσαρέσκεια του τσάρου κατά των εκκλησιαστικών προσώπων που στράφηκαν εναντίον του κατά την διάρκεια των γεγονότων του 1689.15
β) Η αρνητική στάση του Ρώσου πατριάρχη έναντι της κοσμικής εξουσίας
Συγχρόνως με τα παραπάνω ο νέος πατριάρχης Ρωσίας Αδριανός (1690-1700) ήταν πολύ διαφορετικός από τον φιλικώς διακείμενο προς τον τσάρο προκάτοχό του Ιωακείμ. Οπαδός της υπεροχής της ιερατικής έναντι της κοσμικής εξουσίας, αν και περισσότερο στην θεωρία παρά στην πράξη, επιθυμούσε να έχει όλα τα προνόμια που απολάμβανε η Ρωσική Εκκλησία κατά το παρελθόν, διαπνεόταν από αντιδυτικό πνεύμα και επέμενε στην τόσο απεχθή για τον Πέτρο παραδοσιαρχία του μοσχοκεντρικού κρατικού μορφώματος.
Ο Πέτρος, αντιθέτως, ήταν αποφασισμένος να μετατρέψει την Ρωσία σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος και να θέσει τέλος στο κράτος της Μόσχας και σε ο,τι αυτό αντιπροσώπευε. Εντυπωσιασμένος από την επαφή του με την Δύση και επηρεασμένος από τις συναναστροφές του με τους προτεστάντες συνεργάτες του ήθελε να εφαρμόσει στην Ρωσία το δικό του μεταρρυθμιστικό όραμα, όντας πεπεισμένος ότι διαφορετικά η Ρωσία είναι καταδικασμένη να υποδουλωθεί στην προηγμένη Ευρώπη.16 Επίσης επιθυμούσε να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του και τις δυό εξουσίες, ιερατική και κοσμική, αναλαμβάνοντας υπό την διοίκησή του και τα εκκλησιαστικά πράγματα και θέτοντας τοιουτοτρόπως υπό τον πλήρη έλεγχό του την Ρωσική Εκκλησία.
Η διαφορετικότητα των χαρακτήρων και των επιδιώξεων των δυό ανδρών και η αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ τους κατέστη η τελική αφορμή, ώστε ο τσάρος να απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από τον κανονικό τρόπο διοικήσεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας και να εισαγάγει στην Ρωσία, μετά τον θάνατο του πατριάρχη, το προτεσταντικό μοντέλο εκκλησιαστικής διακυβερνήσεως που γνώρισε κατά την διάρκεια της επαφής του με την Δύση. Ο τσάρος από αρχική αδυναμία και εν τέλει από ουσιαστική απροθυμία δεν βιάστηκε να πληρώσει τον κενό πατριαρχικό θρόνο, αλλά το 1721 αποφάσισε την ίδρυση τελικώς της Ιεράς Διοικούσας Συνόδου που συνίστατο από έναν πρόεδρο (Στέφανος Javorskij), δυό αντιπροέδρους, τέσσερις συμβούλους, τέσσερα μέλη και τον όμπερ-προκουρόρ, τον αντιπρόσωπο του τσάρου.
Ο τελευταίος έχοντας τον ρόλο του οφθαλμού του τσάρου στην Σύνοδο έλεγχε ολοκληρωτικά και διηύθυνε κατά την βούληση του τσάρου τις εκκλησιαστικές υποθέσεις, αφού καμιά απόφαση της Συνόδου δεν θεωρούνταν έγκυρη χωρίς την δική του υπογραφή.18 Η εξέλιξη αυτή, παράλληλα με την επαναφορά του Monastyrskij Prikaz (1701) και τις αποφάσεις τις σχετικές με τα μοναστήρια, αποδυνάμωσε την Εκκλησία και την κατέστησε απροστάτευτη στον ανεξέλεγχτο κρατικό παρεμβατισμό, ικανοποιώντας την βούληση του τσάρου να έχει κυριολεκτικά τα πάντα υπό τον πλήρη έλεγχό του. Τέλος δημιούργησε ιστορικό προηγούμενο που υιοθετήθηκε στην συνέχεια και από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Εκκλησία της Ελλάδος και την συνοδική οργάνωσή της έπειτα από την πραξικοπηματική ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της το 1833.19
Συνοψίζοντας, άκρα ορθολογιστής και πρακτικός νους, ο Μ. Πέτρος οδηγήθηκε μέσω συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών να απορρίψει το παραδοσιακό μοσχοβίτικο ορθόδοξο πρότυπο και να ενστερνιστεί για το Κράτος του και την Εκκλησία του κράτους του το δυτικό-προτεσταντικό μοντέλο. Απόρροια αυτής της αποδοχής υπήρξε η εκκλησιαστική του πολιτική και ειδικότερα η στάση του έναντι του ρωσικού μοναχισμού. Αδυνατώντας να κατανοήσει την φύση του προσπάθησε να τον εντάξει στις παραγωγικές δυνάμεις του κράτους του, για να μην υποχρεωθεί να τον αφανίσει τελείως ως μη έχοντα άλλο λόγο υπάρξεως. Παρομοίως αναγνωρίζοντας στην Εκκλησία μόνο την ηθική και κοινωνική της διάσταση, την κατέστησε ένα ακόμη κρατικό κοινωφελές ίδρυμα, αποστερώντας την έτσι παντελώς, έστω και προσωρινα, από τον αληθινό προορισμό της, το σωτηριολογικό.
Σημειώσεις
1. Vernadskij G. V., Russkaja Istorija, εκδ. Agraf, Moskva 2001, σσ. 158-160.
2. Φειδάς Βλ. Ιω., Εκκλησιαστική ιστορία της Ρωσσίας, (988-1988), Εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1988, σ. 301 (στο εξής: Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία).
3. Massie R. K., Peter the Great. His life and world, εκδ. Ballantine Books, New York 1980, σ. 809 (στο εξής Massie, Peter the Great).
4. «cuzdye trudy pojadajusih…» (Znamenskij P. V., Istorija Russkoj Cerkvi, ucebnoe rukovodstvo, εκδ. Bibliotheque Slave de Paris/ Krutickoe Patriarsee Podvor e, Moskva 2000 9, σ. 438 (στο εξής: Znamenskij, Istorija Russkoj Cerkvi).
5. Massie, Peter the Great, σ. 809.
6. Massie, Peter the Great, σ. 809.
7. Ας σημειωθεί ότι η εκκλησιαστική και η μοναστηριακή περιουσία αποτελούσε από παλαιότερα σημείο τριβής μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας και το Monastyrskij Prikaz είχε εφαρμοστεί και στο παρελθόν, αλλά καταργήθηκε το 1667 με ενέργειές του πατριάρχη Νίκωνα. Βλ. Ιorinsky M. T., Russia. A history and an interpretation in two volumes, εκδ. The Macmillan Company, vol.1, New York 1960 (6) σ. 410.
8. Znamenskij, Istorija Russkoj Cerkvi, σ. 438-439.
9. Znamenskij, Istorija Russkoj Cerkvi, σ. 438-439.
10. Znamenskij, Istorija Russkoj Cerkvi, σ. 439.
11. Σύντομα ο Πέτρος έλαβε τον χαρακτηρισμό του τσάρου-αντίχριστου μέσω των φυλλαδίων του μοναχού Αβραάμιου. Βλ. Smolic Ι.Κ. Istorija Russkoj Cerkvi (1700-1917), cast’ pervaja Spaso-Preobrazenskij Valaamskij Monastyr’, Moskva 1996, σ. 61 (στο εξής: Smolic, Istorija Russkoj Cerkvi).
12. Znamenskij, Istorija Russkoj Cerkvi, σ. 440.
13. Κατά τους καταλόγους του 1764 από τις 963 μονές διατηρήθηκαν μόλις 452 στις αρχές του ΙΘ α?. και από τους 12.444 μονάζοντες μόλις 5.105. Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, σσ. 314-315.
14. Visnjakov S.A., Istorija gosudarstva i kul’ tury Rossii v kratkom izlozenii socioku’l turovedenie Rossii, ucebnoe posobie, aκδ. Flinta/ Nauka, Moskva 2001, σ. 34.
15. Ο πατριάρχης Ιωακείμ δεν δίστασε να εμπλέξει το όνομα του Σιλβέστρου Medvedev στους αντιπάλους του τσάρου, με σκοπό να μειώσει το αυξημένο κύρος που απολάμβανε ο τελευταίος στους αυτοκρατορικούς κύκλους και έτσι να αποσοβήσει την πιθανότητα ανατροπής του ίδιου από τον πατριαρχικό θρόνο. Βλ. Smolic, Istorija Russkoj Cerkvi, σ. 59.
16. Υποστηρίζεται ωστόσο από τους ερευνητές ότι ο Πέτρος υιοθέτησε την ευρωπαϊκή κουλτούρα, για να βοηθήσει το κράτος του μόνο την δεδομένη χρονική στιγμή σε αντίθεση με τους διαδόχους του που συνέχισαν ως αυτοσκοπό να μιμούνται οτιδήποτε δυτικό ακρίτως και αφελώς. Οπωσδήποτε πάντως ο Πέτρος υπήρξε ο πρώτος διδάξας αυτόν τον νέο τρόπο ζωής και ο εισηγητής του προτεσταντικού προτύπου στην Εκκλησία και το Κράτος. Βλ. Vernadskij G. V., Nacertanie Russkoj Istorii Lan’, Sankt-Peterburg 2000, σσ. 232-235.
17. Smolic, Istorija Russkoj Cerkvi, σσ. 59-60.
18. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, σσ. 301-304.
19. Παπαδόπουλου Χρυσοστόμου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ. Α , Αθήναι 1920, σ. 71.