ΓΙΑΝΝΗ Π. ΚΑΨΗ
Πριν λίγα χρόνια ακόμη ένας νοσταλγός, ένας από τις χιλιάδες των νοσταλγών των Χαμένων Πατρίδων, επέστρεψε στον Τσεσμέ, ήθελε να κάνει ένα ευλαβικό προσκύνημα στην ιωνική γη. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα η σκέψη πέταγε σε άλλες εποχές όταν ο κάμπος έσφυζε από ζωή όταν τ’ αμπέλια τρυγούσαν λυγερόκορμες κοπέλες τραγουδώντας τα τραγούδια της Φυλής μας. Τώρα θάλεγες κι ο κάμπος είχε νεκρωθεί, μόνο κάποια βοϊδάμαξα, πού και πού, θύμιζε ότι η εύφορη γη δεν ήταν ακατοίκητη. Ακόμη κι αυτή η Σμύρνη δεν είχε κατορθώσει να βρει την παλιά της ζωή.
Ήταν θλιβερές οι σκέψεις, μια βαρειά νοσταλγία πλάκωνε τα στήθη. Αλλ’ ο Τούρκος σωφέρ δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί το δράμα του επιβάτη του. Μουρμούριζε τον αμανέ του βαριεστημένα. Έξαφνα, όμως, φρενάρησε απότομα. Είχαν φθάσει στο Σταυρό, εμπρός σε μια αναμνηστική στήλη. Ο Τούρκος οδηγός πήδησε από το αυτοκίνητο και φώναξε τον επιβάτη — δεν γνώριζε την εθνικότητα του — να κατέβει. Ήθελε να του εξηγήσει τι ήταν η αναμνηστική εκείνη στήλη:
Εδώ, είπε με καμάρι ο Τούρκος, έδωσε ο Στρατός μας την τελευταία μάχη για την ελευθερία μας… Να… Το γράφει… Την 9η Σεπτεμβρίου του 1922 η μεραρχία του Ιππικού έδωσε την τελευταία μάχη κατά των Ελλήνων. Σκοτώθηκαν 147 ιππείς…
Αυτά περίπου έγραφε η στήλη, που υπάρχει πάντοτε εκεί για να θυμίζει την τελευταία μάχη του μικρασιατικού πολέμου. Κι ο Τούρκος οδηγός σαν κάποιος εφιάλτης να τάραζε τη σκέψη του, συνέχισε:
— Πολέμησε σκληρά το Σαϊτάν Ασκέρ… Αν δεν ήταν αυτοί…
Ο ξένος, ο νοσταλγός, έκανε το προσκύνημα του στο Τσασμέ, στον γιαλό της Αγίας Παρασκευής. Δεν έμεινε όμως ικανοποιημένος, δεν ένιωσε ότι είχε εκπληρώσει την αποστολή του. Από τη στιγμή, που είδε την αναμνηστική εκείνη στήλη ένιωθε πως δεν θα είχε ολοκληρώσει το προσκύνημα του, αν δεν έσφιγγε το χέρι, αυτού που διηύθυνε το Σαϊτάν Ασκέρ στην τελευταία εκείνη μάχη.
Κι άκουσε από τα χείλη του Πλαστήρα τις λεπτομέρειες της.
Κι η τελευταία προσπάθεια άμυνας κάποιας συγκροτημένης υποχώρησης είχε εγκαταλειφθεί. Ο αρχιστράτηγος Πολυμενάκος σκέφθηκε προς στιγμή ν’ αντιτάξει άμυνα στο λαιμό της χερσονήσου της Ερυθραίας. Οι δυνάμεις, που διέθετε, ήταν περισσότερο από αρκετές. Δεν υπήρχε, όμως, ο ηγέτης, που θα κατόρθωνε να ανασυγκροτήσει τη μάζα των υποχωρούντων. Ο νέος αρχιστράτηγος διόρισε αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του, τον στρατηγό Φράγκου διοικητή του Νότιου Συγκροτήματος και τους συνταγματάρχες Γονατά και Δέδε διοικητές των δυο ανύπαρκτων Σωμάτων Στρατού. Πολύ γρήγορα, όμως αντιλήφθηκε ότι κάθε προσπάθεια ήτα μάταιη. Άλλωστε και ο ίδιος δεν κατόρθωσε να επιβληθεί στους άνδρες της εφεδρικής Μεραρχίας, που είχε φέρει μαζί του.
Έμεναν μέσα στα πλοία, αρνούμενοι ν’ αποβιβαστούν, έστω και για να δημιουργήσουν ένα προγεφύρωμα, να διευκολύνουν την επιβίβαση των κατακερματισμένων μονάδων. Και στις 27 Αυγούστου διέταξε όπως οι μονάδες του Νότιου Συγκροτήματος «διά συντόνων πορειών» φθάσουν στο λιμάνι του Τσεσμέ, για να επιβιβαστούν στα καράβια. «Διά συντόνου πορείας», που σημαίνει, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Τι τραγωδία!…
Ήταν η μόνη διαταγή μετά την κατάρρευση του Μετώπου, που εκτελέσθηκε με τόση προθυμία… με τόση ακρίβεια. Είναι αλήθεια, ότι υπάρχουν ακόμη μερικοί αξιωματικοί, που προσπαθούν κάτι να κάνουν να επιβραδύνουν τον εχθρό. Αποτυγχάνουν όμως και υποτάσσονται στην τρομερή Μοίρα, σκύβοντας συντριμμένοι το κεφάλι. Μεταξύ των μονάδων αυτών που επιχείρησαν να επιβραδύνουν τους Τούρκους, δεν περιλαμβανόταν δυστυχώς, η Μεραρχία του ιππικού μας. Αν και εκ του τακτικού προορισμού της όφειλε να οπισθοχωρήσει τελευταία, έχει απαγκιστρωθεί τελείως από τον εχθρό. Κι επέστρεψε στην Ελλάδα χωρίς να χάσει ούτε ένα άλογο!
Άλλωστε, έχουν εξεγερθεί και αυτοί ακόμη οι κάτοικοι της Ερυθραίας. Οι στρατιώτες μας όχι μόνο τους εγκατέλειπαν στην εκδικητική μανία των Τούρκων, αλλά και στο πέρασμα τους λεηλατούσαν τα χωριά τους. Άρπαζαν, λοιπόν, τα όπλα αποφασισμένοι να υπερασπίσουν τα σπίτια τους. Έλπιζαν ακόμη. Λίγες ημέρες αργότερα τους έσφαζαν οι Τούρκοι.
Αλλ’ οι περισσότεροι έφευγαν έφευγε ο Στρατός μας, έφευγαν κι οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας, χιλιάδες Χριστιανοί από την Φιλαδέλφεια ως τη Σμύρνη και την Ερυθραία. Ακολουθούσαν το δρόμο της φυγής κι ήταν γι’ αυτούς ο δρόμος της ξενητειάς. Έφευγαν κι είχαν στα πρόσωπα τους βαθιά χαραγμένη όλη την ανέκφραστη εκείνη τραγωδία. Γνώριζαν, ότι δεν θ’ αντίκρυζαν, ποτέ πια τα ολόλευκα φιλόξενα χωριουδάκια τους — άφηναν τ’ αρχοντικά τους στους βρωμερούς Ασιάτες, την πλούσια γη τους στους βαρβάρους. Έφευγαν κι’ έστρεφαν το θλιμμένο βλέμμα προς τα πίσω — γνώριζαν, ότι δεν θα τρυγούσαν πια τα μεστωμένα αμπέλια τους. Οι κάμποι της Ιωνίας δεν θ’ αντηχούσαν τα μακρόσυρτα νοσταλγικά τραγούδια τους. Κι αλήθεια, καταθλιπτική σιγή είχε αγκαλιάσει την ιωνική γη, σαν νεκρικό σάβανο και μόνο τα βογγητά ανατάραζαν τη σιγαλιά.
Μ’ ένα απέραντο τάφο έμοιαζε η Ιωνία και μήπως δεν ήταν; Είχε γίνει ο τάφος δεκάδων χιλιάδων Χριστιανών είχε πλημμυρήσει μ’ αίμα ελληνικό. Και μέσα στη σιγή του θανάτου μια μαύρη οπτασία πλανιόταν. Θάλεγε κανείς, ότι ήταν οι ψυχές των αδικοσκοτωμένων παλικαριών μας, που ζητούσαν εκδίκηση. Και για μια ακόμη φορά, πριν να εγκαταλείψει την μικρασιατική γη, ο Πλαστήρας θα έπαιρνε την εκδίκησή του, όπως εκείνος γνώριζε.
Το πρωί της 28ης Αυγούστου το 5/42 έφθασε στον Σταυρό εκεί που ο δρόμος χωρίζει προς τον Τσεσμέ. Σ’ όλη τη μαρτυρική πορεία του έμενε μακριά από τη μάζα του Νότιου Συγκροτήματος. Ο πανικός είναι μια ασθένεια μεταδοτική και ο Πλαστήρας ήταν αποφασισμένος να κρατήσει το Σύνταγμα του μέχρι τέλους. Και το κατόρθωσε, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα της αυτοθυσίας. Για δέκα πέντε ημέρες είναι πάνω στ’ άλογό του. Έφιππος τρώγει ότι του φέρνουν οι άνδρες του, κάτι ελάχιστο — μήπως έχουν κι οι Τσολιάδες μας να φάνε; Έχουν πετάξει τα πάντα, καζάνια, τρόφιμα, καραβάνες. Μόνον τα όπλα και τα φυσίγγια τους κρατούν και μαζεύουν στον δρόμο φρούτα, στα χωριά κανένα καρβέλι ψωμί — τρώγουν όποτε έχουν, αλλά πολεμούν πάντοτε με την ίδια ορμή, που έχει προκαλέσει το δέος, τον τρόμο στους Τούρκους.
Κι ο Πλαστήρας μένει ακλόνητος πάνω στ’ άλογό του. Παρακολουθεί τα πάντα, εμψυχώνει τους άνδρες του. Και, πολλές φορές την νύκτα τους αφήνει να κοιμηθούν χωρίς να βγάλουν σκοπιές. Μένει ο ίδιος άγρυπνος πάνω στ’ άλογό του, φροντίζοντας για τα παλικάρια του— μάρτυρες οι ίδιοι οι άνδρες του 5/42, που τον είχαν δει με τα μάτια τους στο καραούλι. Είχε γίνει κάτισχνος, τα οστά του προσώπου του ξεχώριζαν κάτω από την ηλιοκαμένη, την μαυρειδερή επιδερμίδα του. Μόνον το βλέμμα του διατηρούσε την παλιά εκείνη λάμψη… Θα πίστευε κανείς, ότι ήταν έτοιμος να σωριασθεί νεκρός.
Εκεί, στο Σταυρό, το 5/42 στάθηκε και πάλι. Οι πρόσφυγες είχαν βραδυπορήσει, μια ατέλειωτη φάλαγγα ξεκινούσε από τη ζωσμένη στις φλόγες Σμύρνη ως το Τσεσμέ. Κάποιος έπρεπε να τους βοηθήσει, να τους προστατεύσει από τους Τσέτες, που ορμούσαν εναντίον τους σαν τα τσακάλια. Έπιασαν μετερίζια οι Τσολιάδες μας και περίμεναν τη φάλαγγα των προσφύγων να περάσει. Κι εκεί τους απονεμήθηκε το πολυτιμότερο παράσημο, που μπορεί να ποθήσει ένας πολεμιστής: Οι τρομαγμένοι, οι πανικόβλητοι πρόσφυγες αυτοί, που έφευγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, σταματούσαν για να φιλήσουν τα πληγιασμένα χέρια των στρατιωτών μας. Χαροκαμένες μάνες ήθελαν ν’ αγκαλιάσουν, να χαϊδέψουν τα φλογισμένα μέτωπα των παιδιών εκείνων, που πολεμούσαν τόσο μακριά από τα σπίτια τους, τις οικογένειες τους. Ήταν στιγμές γεμάτες συγκίνηση, στιγμές τραγικού μεγαλείου, γεμάτες ανθρωπιά και πόνο.
Κι όμως, την ίδια στιγμή στα Βρύουλα τμήματα της 1ης μεραρχίας επιχειρούν να στρατοπεδεύουν κι έρχονται αντιμέτωπα μ’ οπλισμένους χωρικούς. Δεν τους άφηναν να πλησιάσουν στα χωριά τους, θα πολεμούσαν μόνοι τους Τούρκους. Δεν ήθελαν να δουν τα γυναικόπαιδα τους στρατιώτες μας ν’ αρπάζουν το βιός τους, να λεηλατούν τα πλούτη τους. Όχι, δεν ήταν αχάριστοι οι Μικρασιάτες σ’ εκείνους, που πολεμούσαν για να τους ελευθερώσουν — ούτε οι τραγικοί ελευθερωτές τους άξιζαν την καταφρόνια. Ήταν τρομερός ο πόλεμος εκείνος — μετέβαλε ήρωες σε φυγάδες, υπερήφανους πολεμιστές σε πλιατσικολόγους. Και μια Ελλάδα μεγάλη, σε μια περίτρομη χώρα. Ο Κεμάλ απειλούσε να βαδίσει εναντίον της Αθήνας.
Στιγμές μεγαλείου
Αλλά στον Σταυρό περίμενε το «Σεϊτάν – Ασκέρ». Και μέσα στην καταχνιά του πρωινού φάνηκαν οι Τσέτες του Μπεχλιβάν. Κάλπαζαν ουρλιάζοντας — θύμιζαν τις ορδές του Αττίλα. Ορμούσαν κατά των προσφύγων και τους σπάθιζαν, κάρφωναν στα ξίφη τους ματωμένα κεφάλια και τα εξεσφενδόνιζαν στον αέρα. Δεν τους αρκούσε το ξερρίζωμα του Ελληνισμού, ήθελαν τον αφανισμό του.
Ο Πλαστήρας είδε τους Τσέτες. Ήταν συντριπτική αριθμητικά η υπεροχή, ήταν ψυχωμένοι από την ανέλπιστα μεγάλη νίκη τους, είχαν ξαποστάσει στη Σμύρνη. Η σωφροσύνη θα του επέβαλλε, ίσως, να υποχωρήσει αλλά τότε ούτε ένας από τους πρόσφυγες δεν θα διασωζόταν, οι Τσέτες θα έφθαναν στην αποβάθρα του Τσεσμέ πριν από τον Στρατό μας. Κι αποφάσισε να δώσει μια ακόμη μάχη.
Οι άνδρες του 5/42, με γρήγορες κινήσεις, σχημάτισαν ένα μεγάλο πέταλο κι «ελούφαξαν», έμειναν ακίνητοι, περιμένοντας τους Τούρκους να πέσουν στις κάνες των όπλων τους. Είχαν διαταγή να μη πυροβολήσουν, αν ο Πλαστήρας δεν έδινε το σύνθημα, πυροβολώντας- πρώτος. Πειθαρχικοί, εμπειροπόλεμοι, έβλεπαν τους Τούρκους να πλησιάζουν κι έμεναν ακίνητοι. Πολλοί άκουγαν τις αναπνοές τους, αισθάνθηκαν τη μυρωδιά των αλόγων τους. Κι όμως δεν πυροβόλησαν. Λίγο ακόμη κι οι Τσέτες θα είχαν πέσει στον κλοιό τους. Αλλ’ ένας λοχίας έτρεμε από τη λύσσα του. Είχε δει τους Τσέτες να σφάζουν γυναικόπαιδα και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί — έσφιγγε το όπλο του, δάγκωνε τα χείλη του για να μη φωνάξει και προδοθεί. Κι έξαφνα ακούστηκε ένας πυροβολισμός.
Σχεδόν αμέσως ένας καταιγισμός πυρός σάρωσε τους Τούρκους. Οι θάμνοι άναψαν, τα πολυβόλα κελάηδησαν ανατριχιαστικά. Η κοιλάδα αντήχησε στο βογγητό των πληγωμένων. Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν πήδησαν από τ’ άλογα κι έτρεξαν να καλυφθούν — θέλησαν να πιάσουν μετερίζια και να πολεμήσουν. Δεν γνώριζαν ακόμη ότι είχαν απέναντι τους το «Σεϊτάν Ασκέρ». Αλλά, μετά τον πρώτον αιφνιδιασμό, οι Τσολιάδες δεν κρατήθηκαν — δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει κανείς· ούτε ο Πλαστήρας. Οι λόγχες σύρθηκαν και πάλι από τις θήκες τους. Και για μια ακόμη φορά — την τελευταία — όπως τότε σε μια εποχή που φαινότανε τόσο μακρινή, ακούστηκε η λεβέντικη κραυγή: «Αέρα…».
Ο λόγγοι ξαφνιάστηκαν, τα βουνά συγκλονίστηκαν, σκίρτησε η ιωνική γη. Τι είχε συμβεί; Επέστρεφαν οι Έλληνες; Ήταν, λοιπόν, ένας τρομερός εφιάλτης η καταστροφή; Οι καμπάνες θ’ αντηχούσαν και πάλι χαρμόσυνα; Αλίμονο. Δεν ήταν εφιάλτης η καταστροφή — ήταν η πραγματικότητα. Όνειρο, τόσο νοσταλγικό, αλλά και τραγικό συνάμα, ήταν η πολεμική κραυγή των Τσολιάδων μας — ένα όνειρο, που σαν διαλύθηκε, άφησε στο πεδίο της μάχης 147 Τούρκους νεκρούς.
Έφυγαν οι Τσέτες, έφυγαν τρομοκρατημένοι, πανικόβλητοι πήδησαν στ’ άλογα τους κι άλλοι έφυγαν τρέχοντας. Επέστρεψαν ασθμαίνοντας στη Σμύρνη για να ρίξουν καινούργιο λάδι στο καντήλι του θρύλου, που θα καίει αιώνια. Είναι θρύλος, που αφηγείται η αναμνηστική στήλη, εκείνη, που υπάρχει μέχρι σήμερα στο Ζέγκουϊ — τον Σταυρό.
Κι ο Πλαστήρας τέλειωσε την αφήγηση του μ’ ένα παράπονο:
— Αχ, μωρέ… Αν δεν βιαζότανε εκείνος ο λοχίας, θα τους είχα πιάσει όλους ζωντανούς.
Εκεί, στον Σταυρό, στο Ζέγκουϊ, όπως το λένε οι Τούρκοι, ρίχτηκε ο τελευταίος πυροβολισμός της μικρασιατικής εκστρατείας. Οι σαλπιγκτές του 5/42 σάλπισαν το «Παύσατε πυρ». Κι ήταν το σάλπισμα τους πένθιμο, θλιβερό — ο επικήδειος ενός μεγάλου νεκρού. Τώρα κι οι Τσολιάδες έσκυβαν το κεφάλι — από τη Μεγάλη Ελλάδα δεν έμεναν παρά λίγες σπιθαμές γης που κι αυτές έσπευδαν όλοι να τις εγκαταλείψουν.
ΓΙΑΝΝΗ Π. ΚΑΨΗ – ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ Από την απελευθέρωση στην καταστροφή της Σμύρνης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ – ΑΘΗΝΑ (σελ.296-300)
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ