ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ
Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Η φυγή προς τη Σμύρνη – Οι αγριότητες
Έχουν γραφεί πολλά για τις «βαρβαρότητες» των Ελλήνων μαχητών κατά την υποχώρησή τους, ιδίως από ιστορικούς που θέλουν να είναι αρεστοί στους ισχυρούς και όχι στη συνείδησή τους. Ή, που βασίζουν τις μαρτυρίες τους σε όσα οι Τούρκοι μεθοδικά αποκαλύπτουν ή σε όσα ξένοι παρατηρητές – όργανα των κυβερνήσεών τους – καταμαρτυρούν εις βάρος του ελληνικού στρατού.30 Όπως ασέλγησαν οι κυβερνήσεις Γαλλίας, Ιταλίας, εν μέρει και Αγγλίας εις βάρος της Ελλάδος, ασέλγησαν και οι παρατηρητές – όργανά τους εις βάρος της ιστορικής αλήθειας.
Ο Χαρ. Τριανταφυλλίδης, που με νηφάλια σκέψη έχει καταγράψει τα όσα έζησε στο ημερολόγιό του και κατόπιν σε ώριμη πια ηλικία, μετά από μια λαμπρή σταδιοδρομία, τους έδωσε μορφή ογκώδους συγγραφής παρατηρεί:
«Η διέλευσίς μας εκ των χωρίων εγένετο ησύχως. Δεν είδα πράξεις βίας κατά των Τούρκων κατοίκων, εκτός της αναζητήσεως τροφής, κυρίως οπωρικών εις τας εκτεταμένας καλλιεργείας… Ούτε έτυχε να πυροβοληθώμεν υπό των κατοίκων. Κάτω του Ουσάκ δεν υπήρχε ωργανωμένη αντίστασις των Τούρκων κατοίκων. Αν συνέβαινε τούτο θα υφιστάμεθα πολλάς απωλείας, ιδία την νύκτα, όταν εκοιμώμεθα εις τους αγρούς, χωρίς τας αναγκαίας προφυλάξεις. Ουδεμία φρουρά ωργανούτο, διότι είμεθα ασύνδετοι και ασύντακτοι».
Ίσως η καλή συμπεριφορά των Τούρκων αγροτών έναντι των φευγόντων Ελλήνων μαχητών να οφείλεται και στην πολιτική της Αρμοστείας, η οποία είχε κάνει το παν για την ανάπτυξη της τοπικής αγροτικής οικονομίας με την εφαρμογή νέων μεθόδων και τη χρησιμοποίηση νέων μέσων καλλιεργείας. Από την άλλη, ο πανικός, η εξάντληση, η πείνα και η δίψα, κυρίως όμως η βιασύνη των Ελλήνων στρατιωτών τους έκοβε κάθε διάθεση για βιασμό γυναικών.31 Ο Αμερικανός πρόξενος πάνω στο θέμα αυτό είναι κατηγορηματικός:
«Προσπαθούσαν (οι Έλληνες μαχητές) να διαφύγουν από έναν αμείλικτο εχθρό, απ’ τον οποίο δεν μπορούσαν να περιμένουν κανένα οίκτο, εάν αιχμαλωτίζονταν. Όσοι από αυτούς διέφυγαν, εκάλυψαν την απόσταση απ’ το μέτωπο μέχρι την παραλία μέσα σε χρονικό διάστημα εξαιρετικά μικρό. Ολόκληρος ο Μουσουλμανικός πληθυσμός ανάμεσα στον οποίο περνούσαν ήταν εχθρικός και καλά εξωπλισμένος. Φαίνεται απίθανο να βρήκαν (οι Έλληνες) καιρό να διαπράξουν σοβαρές σφαγές ή να είχαν την διάθεση και την ψυχραιμία να σταματήσουν στο δρόμο και να κακοποιήσουν γυναίκες. Μπορεί να παραδεχθεί κανείς ότι έκαψαν και ερήμωσαν τον τόπο από τον οποίο περνούσαν. Οι Έλληνες ισχυρίσθηκαν ότι ήσαν στρατιωτική ανάγκη να το κάμουν αυτό32 και νομίζω ότι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μια τέτοια ανάγκη αν είναι δυνατόν κατ’ αρχήν – να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο. Ήταν πρόδηλα δικαιολογημένοι (οι Έλληνες) να ερημώσουν τον τόπο ανάμεσα σ’ αυτούς και τους Κεμαλικούς που προήλαυναν εναντίον τους, παρ’ όσο ο δικός μας Sherman στην ¨Πορεία του προς τη Θάλασσᨻ.33
Η γενιά μου είχε το θλιβερό προνόμιο να ζήσει τις φρικτές σκηνές της Κατοχής και της μακράς εμφυλιακής εποχής, κι όσοι τουλάχιστον διατηρούμε τη νηφαλιότητά μας, ξέρουμε καλά τι σημαίνει φονικό ένστικτο, όταν αυτό παροξυνθεί από το βρασμό ό,τι λογής παθών. Έχω ζήσει μια θλιβερή σκηνή, που ανάλογη έχει περιγράψει και ο Σερραίος συγγραφέας και δημοσιογράφος Δημήτριος Αραμπατζής. Ήταν – αν θυμάμαι καλά – θέρος του 1946, όταν ήδη είχε αρχίσει συστηματικά άλλ’ όχι επίσημα, η αλληλοσφαγή. Ένα πρωί σε μια «αλάνα» του Περιστερίου ένα αυτοκίνητο του Δήμου Αθηναίων άδειασε καμμιά δεκαπενταριά σώματα και κομμένα κεφάλια. Ήταν «αμητός» ενός αλληλοσκοτωμού ανάμεσα σε Δεξιούς και Αριστερούς. Μανάδες και άλλοι συγγενείς έσπευσαν να βρουν το κεφάλι που ταίριαζε σε κάθε κορμί. Παρότι παιδί, έκανα μια σκέψη που με συνοδεύει σ’ όλη μου τη ζωή: πώς μέσα σ’ αυτό το σωρό των αποκεφαλισμένων κορμιών, μπορεί να βρει κανείς ποιο κεφάλι είναι δεξιό και ποιο αριστερό; Άπειρες φορές έχω τονίσει πως ο πόλεμος δεν έχει τίποτα γοητευτικό. Και ο στρατός, από κάθε άποψη, είναι ένα φονικό εργαλείο. Από τη στιγμή, όμως, που στη φονική διαμάχη εμπλέκεται το λαϊκό στοιχείο, τότε κανείς δεν μπορεί να βάλει φραγμό στη φρίκη.
Τα παραπάνω δεν γράφτηκαν για να δικαιολογηθούν κάποιες αγριότητες εκ μέρους Ελλήνων˙ τουναντίον γράφτηκαν για να δικαιολογηθούν οι πολλές αγριότητες εκ μέρους Τούρκων αμάχων και μαχητών εναντίον Ελλήνων στρατιωτών και των Ελλήνων κατοίκων της Μ. Ασίας.
Ο G. Horton παραθέτει στο βιβλίο του ένα περιστατικό που του διηγήθηκε ο αιδεσιμώτατος Danid Getchell: βρισκόταν σε μια πόλη της Ν. Μικράς Ασίας και κοιμόταν σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο. Ξύπνησε από έναν τρελό θόρυβο. Σηκώθηκε και, όπως διηγείται ο Horton υπήρξε θεατής φρικτής σκηνής:
«… απ’ το παράθυρο, είδε όλους τους Χριστιανούς κατοίκους να τρέχουν με ορμή προς τον σιδηροδρομικό σταθμό κουβαλώντας μαζί τους όσα πράγματά τους είχαν προφθάσει ν’ αρπάξουν. Ρώτησε τι συνέβαινε και του είπαν ότι οι Τούρκοι έρχονταν. Πήγε ο ίδιος στο σταθμό και είδε μια μακριά σειρά βαγονιών, επάνω στα οποία ένα μικρό απόσπασμα Ελλήνων στρατιωτών προσπαθούσε να επιβιβάσει το τρομαγμένο πλήθος. Ενώ το εγχείρημα ήταν υπό εκτέλεση, εβγήκαν από τα σπίτια των όλοι ένοπλοι οι Μουσουλμάνοι χωρικοί και άρχισαν να πυροβολούν τους στρατιώτες και το τραίνο. Επακολούθησε μάχη κατά τη διάρκεια της οποίας ο τους στρατιώτες του σκοτώθηκαν. Οι στρατιώτες όμως αγωνίστηκαν με γενναιότητα και τελικά κατώρθωσαν να διαφύγουν με τους περισσότερους Χριστιανούς».34
Αν η παρουσία του ελληνικού στρατού ήταν καταπιεστική, όπως γράφεται από ιστορικούς «νέας κοπής», τότε ασφαλώς στα χέρια των Τούρκων χωρικών δεν έπρεπε να υπάρχει κανένα ίχνος φονικό. Πολύ περισσότερο όπλα και μάλιστα σύγχρονα. Οι διαταγές, όμως, του Στεργιάδη ήταν για μεν τους Έλληνες αυστηρές, για δε τους Τούρκους θωπευτικές. Έτσι πίστευε η Αρμοστεία ότι θα πετύχει την αρμονία, τη συνύπαρξη Τούρκων και Ελλήνων. Αλλά και τα όντως προστατευτικά μέτρα του Στεργιάδη υπέρ του τοπικού τουρκικού πληθυσμού καθώς και η αναπτυξιακή πολιτική συναντούσαν την καχυποψία των αδιάλλακτων Τούρκων που τα εξελάμβαναν ως μέσα δελεασμού του μουσουλμανικού πληθυσμού αλλά και τη δυσαρέσκεια του τοπικού ελληνικού πληθυσμού, που έβλεπε (ή έτσι πίστευε) ότι ο Στεργιάδης είναι περισσότερο περιποιητικός έναντι των Τούρκων απ’ ό,τι έναντι των Ελλήνων.
Ωστόσο, υπάρχουν καλοδιαφημισμένοι συγγραφείς, ξένοι και «δικοί», που προσγράφουν στους Έλληνες ό,τι είναι πασίγνωστο πως έπρατταν παλαιόθεν οι Τούρκοι εις βάρος των Ελλήνων. Ένας τέτοιος συγγραφέας από τον Άγιο Φραγκίσκο των ΗΠΑ, ο Ρίτσαρντ Ράινχαρντ, γράφει για τα όσα διέπραξαν οι Έλληνες τον Μάιο του 1921:
«Οι Έλληνες αφορμή ζητούσαν για να συλλάβουν και να εξορίσουν τους Τούρκους, χωρίς να κάνουν καμιά διάκριση. Επίσημα όργανα του κράτους, υπάλληλοι, μουφτήδες, δικαστές, καϊμακάκηδες συλλαμβάνονταν χωρίς συγκεκριμένη κατηγορία για να τους στείλουν μακριά στην εξορία σ’ ένα από τα νησιά του Αρχιπελάγους» («Οι Στάχτες της Σμύρνης», σ. 321).
Και για να φανεί ότι η αγριότητα είναι στοιχείο βιωματικό των Ελλήνων, από την πέννα του «διάσημου» αυτού συγγραφέα δεν γλυτώνουν ούτε οι αρχαίοι Σπαρτιάτες:
«Ο ταγματάρχης σήκωσε το ανέκφραστο, ωχρό πρόσωπό του και κοίταξε το Δημήτρη με την κακία ενός Σπαρτιάτη αρχηγού» (όπ. π. σ. 251).
Σε ένα πόλεμο ποτέ δεν λείπουν οι αγριότητες. Το σημαντικό, και για μένα καθαγιαστικό, είναι ότι οι μεν ανώτατες ελληνικές αρχές τις καταδίκασαν, ενώ οι απλοί μαχητές τις στιγμάτισαν. Ο Λαυριώτης πολεμιστής Αθαν. Αργυρόπουλος, στον οποίο συχνά έχουμε αναφερθεί, γράφει πως κατά την υποχώρηση από την Άγκυρα, στις 4 Σεπτεμβρίου έπεσαν σ’ ένα χωριό με αμπελώνες και το ρήμαξαν. «Παραμείναντες την ημέραν εκεί, εις όλα τα χωριά που διαβαίνουμε, βάζομε φωτιά και τα καταστρέφομεν τελείως». Και παρακάτω στην ίδια σελίδα: «Εκεί παραμένομε εις τα υψώματα εις διαφόρους χαράδρας, ευρίσκομε πολλά γυναικόπαιδα εκ των καμένων χωριών και άπειρα πρόβατα και άλλα κτήνη, καθώς και τρόφιμα και τα παίρνουμε όλα, με άλλους λόγους τους ελευθερώνουμε!!!» (όπ. π. σ. 71). Ασφαλώς, πρόκειται περί λεηλασίας, που δίνεται με τρόπο χλευαστικό αλλά δεν γίνεται υπαινιγμός για βιασμό γυναικών. Έχουμε αναφερθεί ήδη εισαγωγικά στο «Ημερολόγιο εκστρατείας» του Αραχωβίτη πολεμιστή Γιάννη Κουτσονικόλα, ο οποίος ειλικρινέστατα ομολογεί ότι κατά την οπισθοχώρηση, στις 18 Αυγούστου, «εκκινήσαμεν, κατέβημεν κάτω σε κάτι χωριά τα οποία κάψαμε». Αυτό, δυστυχώς δεν το επιβάλλει η αγριότητα των στρατιωτών αλλά του πολέμου. Είναι στρατιωτική τακτική. Οι μεγαλύτερες αγριότητες έγιναν στη διάρκεια συγκρούσεων. Ο ίδιος μαχητής γράφει για ό,τι έγινε στο Σαλιχλή:
«Μόλις έφεξε, ο μην 22, αμέσως οι Τούρκοι κάτοικοι εστασίασαν και εχθρικόν Ιππικόν και πυροβολικόν έβαλεν, έγινε μεγάλος αιφνιδιασμός, φωνή, θρήνος κάψαμε το (Σαλιχλή) το βράδυ μείναμε απέξω σε κάτι λεύκες οπισθοφυλακή με το 5/42 Ευζώνων όλην την νύκτα εις το πόδι».35
Ο εκδότης και σχολιαστής του βιβλίου Στάθης Ασημάκης, που έχει μελετήσει και καταγράψει στο ίδιο βιβλίο (σσ’. 241- 290) όλα τα σχετικά ημερολόγια και ντοκουμέντα μαχητών της εκστρατείας, στηριζόμενος στη σπουδαία εργασία του Τιμολέοντος Κατσουράδη («Τα Απομνημονεύματα των Στρατιωτικών πρωταγωνιστών της Μικρασιατικής Εκστρατείας», εκδ. «Συλλογές», Αθήνα 2005) γράφει στη δική του εισαγωγή για τις «προβοκάτσιες» που έγιναν εξ αρχής εις βάρος των Ελλήνων μαχητών:
«Σκηνοθετούσαν μάλιστα φανταστικά επεισόδια, για πρόκληση δυσμενών σχολίων σε βάρος του Ελληνικού Στρατού, πλην όμως δεν κατόρθωσαν να το πετύχουν αυτό. Ο Ελληνικός Στρατός, μέχρι και του τελευταίου στρατιώτη, συμπεριφέρθηκεν άψογα με ιπποτισμό και αξιοπρέπεια προς όλους τους κατοίκους κάθε εθνικότητας και θρησκεύματος και απέκτησε ακέραιη την εμπιστοσύνη τους εντός πολύ λίγου χρονικού διαστήματος, πράγμα που αναγνωρίστηκε διεθνώς» (στο βιβλίο του Γ. Κουτσονικόλα, όπ. π. σ. 33).
Ωστόσο, τα πράγματα εκτραχύνθηκαν όταν με την ύπουλη τακτική ξενικών παραγόντων στη Σμύρνη και εκτός αυτής, άρχισε η δράση των τσετών, που δρούσαν στα νώτα των Ελλήνων στρατιωτών. Κι αλίμονο σ’ αυτούς που έπεφταν στα χέρια τους.
Θαρρώ ότι καλύτερη μαρτυρία δεν μπορεί να υπάρξει από αυτή του Σμυρνιού ζωγράφου και συγγραφέα Ν. Καρτσωνάκη – Νάκη που έζησε αυτές τις φρικτές καταστάσεις:
«Έτσι γινότανε ο πόλεμος στη Μικρά Ασία. Πίσω από τις γραμμές του Ελληνικού Στρατού, αλωνίζανε οι Τσέτες στρατιώτες. Άμα τους πιάνανε, ασελγούσανε απάνω τους, κατόπιν τους πεταλώνανε, τους στήνανε όρθιους και τους διατάζανε οϊνάγιν – χορεύετε. Αν είχανε ειδικά πρόχειρους τίποτα γύφτους, τους βάζανε να παίζουνε νταούλια και τους ζουρνάδες για να χορέψουνε οι πεταλωμένοι στρατιώτες μας. Μετά τους περιχύνανε πετρέλαιο, τους κρεμάγανε στα δέντρα από τις αμασκάλες και τους βάζανε φωτιά. Έτσι σκοτώσανε τον ξάδερφό μου Πλάτωνα Μαραφέτη».36
Ο ίδιος συγγραφέας, μαχητής τότε στον ελληνικό στρατό, σε άλλη σελίδα του βιβλίου του γράφει πως όταν η μονάδα του έφθασε στο Μπιλιτζίκ, το βυζαντινό Βηλέκωμα, απ’ όπου ξεκίνησαν αρχικά οι Οθωμανοί για να πάρουν την Προύσα, έδωσαν μάχη γερή κι έφθασαν στο χριστιανικό χωριό Κιουπλή, που είχαν εγκαταλειφθεί. Οι Τούρκοι, όμως, είχαν αφήσει εικόνα τρόμου:
«Πάνω στα σιδερένια παράθυρα μαγαζιών, οι Τούρκοι είχανε γράψει:
Προχωρείτε γκιαούρηδες. Σας έχουμε ανοίξει τους λάκκους σας. (…)
Στους δρόμους βρίσκαμε σκορπισμένα ιερά σκεύη των εκκλησιών και κομμάτια από άμφια. Στην έξοδο των στενών του Κιουπλή μας περιμένανε οι Τούρκοι με πυροβολικό» (όπ. π. σ. 84).
Όλα αυτά βέβαια θα μπορούσαν να αποδοθούν στο ξύπνημα του ενστίκτου της εκδικήσεως. Ήταν κι αυτό. Αλλά πάνω από αυτό ήταν το σχέδιο της εξαφανίσεως του χριστιανικού στοιχείου από τη Μικρά Ασία. Σχέδιο παλιό, που ο Κεμάλ του έδωσε νέα διάσταση. Ο βιογράφος του Χ.Κ. Άρμστρογκ γράφει πως μετά την ολοκληρωτική εκδίωξη του ελληνικού στρατού, οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να σφάζουν τους χριστιανούς. Άκουγε την κραυγή της οδύνης:
«Στους δρόμους και στις προβλήτες οι Τούρκοι ξετρύπωναν τους Έλληνες, όπως πίστευαν ότι κι εκείνοι σκότωναν τους Τούρκους τις μέρες που ήταν παντοδύναμοι».
Αυτό οπωσδήποτε είναι εκδίκηση. Το παρακάτω είναι πολιτική:
«Ο Μουσταφά Κεμάλ την άκουσε (την κραυγή οδύνης) για ένα λεπτό και μετά σήκωσε τους ώμους του. Οι Έλληνες έπρεπε να φύγουν. Δεν θα έπρεπε να μείνουν στην Τουρκία χριστιανοί προδότες. Κι αυτή η μέθοδος ήταν εξίσου καλή με την άλλη. Οι νεκροί δεν δημιουργούν προβλήματα».37
Βέβαια, μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) έγινε μια προσπάθεια να κατασιγάσουν τα πάθη και να βρεθεί ένα modus Vivendi. Αυτό ξύπνησε σε κάποιους ημεδαπούς το ραγιαδικό ή γενιτσαρικό γονιδιακό υλικό που κουβαλούν πατρογονικώς μέσα τους και άρχισαν μια προσπάθεια συμψηφισμού, ότι δηλαδή οι Τούρκοι έκαναν ό,τι τους κάναμε κι εμείς. Αυτό συνιστά ιστορική βλασφημία. Ο Γ. Θ. Γιαννόπουλος τοποθετεί το ζήτημα με τρόπο ψυχρό σε βάση σωστή:
«Υπήρχαν άλλωστε (τότε και αργότερα), και εκείνοι, οι οποίοι, είτε από γρακυλισμό, είτε από κομματικό πάθος, είτε από αδυναμία ορθής εκτιμήσεως των πραγμάτων ή των δολιοτήτων των Ευρωπαίων μισελλήνων, είτε ακόμη και από ένα κατανοητό αίσθημα νοσταλγίας κάποιων Μικρασιατικών Ελλήνων, προσεπάθησαν να ¨εξηγήσουν συμψηφιστικώς την γενοκτονία και τα λοιπά αίσχη του κεμαλισμού με ακρότητες Ελλήνων ¨κατακτητών¨ εις βάρος Τούρκων» (όπ. π. σ. 133).
Το βιβλίο αυτό σε δεύτερη έκδοση κυκλοφορήθηκε το 1992. Έκτοτε τα φαινόμενα γραικυλισμού επιταχύνθηκαν. Διότι είναι πολλοί αυτοί που βιάζονται να παίξουν το ρόλο του άμοιρου Αμοιρούτζη.38 Αναγκαζόμαστε να διασπάσουμε την αφήγηση των στρατιωτικών γεγονότων, που ήσαν γεγονότα φυγής, και να αναφερθούμε στις ένθεν και ένθεν αγριότητες, διότι τα περισσότερα θλιβερά περιστατικά εκ μέρους των Ελλήνων έγιναν στη διάρκεια της υποχωρήσεώς τους, όταν κυριαρχούσε σε κάθε μαχητή το ένστικτο του αγριμιού εν φυγή, ενώ τα όσα έγιναν εκ μέρους των Τούρκων ήσαν μελετημένα και προσχεδιασμένα και είναι αφελές νέοι και παλαιοί μελετητές να εφαρμόζουν την τακτική του «ίσα βάρκα, ίσα νερά».
Για να φανεί το μέγεθος της αφελείας – των μεν πολιτικών το εννοώ, των δε ιστορικών όχι – , θα παραθέσουμε κι ένα ακόμη στοιχείο. Το 1972, στο κορύφωμα της Απριλιανής δικτατορίας, νεαρός ερευνητής – που ασφαλώς αργότερα θα έγινε πανεπιστημιακός καθηγητής – δημοσίευσε δύο φοβερά ντοκουμέντα για τις τουρκικές αγριότητες στη Βιθυνία. Η μία στέλλεται από το Άγιο Όρος στις 20 Νοεμβρίου 1920 από τον μοναχό Δαμασκηνό προς κάποιον συγγενή του που λεγόταν Πασχαλίδης. Από αυτή αποσπώ την ακόλουθη περικοπή:
«Αναγινώσκων δε τα γραφόμενα είδον ταύτα αυτοί οι οπαδοί του Σατανά Κεμάλ συνέλαβον όλους από τας ακτάς του ποτ. Σαγγαρίου τους κατέσφαξαν και έρριψαν εις τον ποταμόν τα πτώματα, τους δε Γκεϊβελίδες όλους μεταφέροντες εις Εσμέ τους απέκλεισαν εις τρεις οικίας και επυρπόλησαν αυτάς αύτανδρον τους δε λοιπούς μετέφερον εις ορτάκιοϊ και εκλέγοντες τους πλουσιωτέρους και ανδριωτέρους περίπου 600 τους απέκλεισαν εις την Εκκλησίαν και ταύτην επυρπόλησαν αύτανδρον τους δε επιλοίπους τους κατέβασαν εις Πουρχανιέ συνάμα δε και τους Κιουπλιότας και Σισλιότας ομού συναθροίσαντες και τους Πουρχανιελίδες όλους ομού δέροντες σπρόχνοντες σύροντες εις τον ποταμόν Καράκαγια τους δυστυχείς εθέρισαν δια μυδραλιοβόλων και έπειτα δια πεταιλέου (= πετρελαίου) κατέκαυσαν αυτούς ω της ωμότητος των αιμοβόρων θηρίων τους δε πολυπαθείς ημών χουδιλίδες συνέλαβον όλους εισβάλοντες εις τας οικίας και μετέφερον αυτούς εις το εσμέρ δερέ είναι δε πασίγνωστον τι τους εποίησαν εις τον δρόμον. Εις το εσμέρ δερέ λοιπόν όλους τους κατέσφαξαν έμπροσθεν τριών Ιερέων (ο δε τρίτος πιστεύω είναι ο Μητροφάνης) και έπειτα αφ’ ου πρώτον έκοψαν τας χείρας των Ιερέων κατόπιν τους κατέσφαξαν και έρριψαν όλους εις τον καταρράκτην άλλ’ άραγε τους απεβίωσαν ή τους αφήκαν να βασανίζωνται καταπληγωμένοι οι δυστυχείς τις είδεν;».39
Η τραγωδία που υπέστη το Ορτάκιοϊ περιγράφεται σε άλλη επιστολή την οποία στέλλει από την ΚΠολη κάποιος Θεόφιλος Παπαδόπουλος στις 15 Μαρτίου 1921. Παραθέτουμε απόσπασμα και από την επιστολή αυτή, διατηρώντας την ορθογραφία της, όπως ορθά πράττει και ο Πασχ. Κιτρομηλίδης:
«Αι επιθέσεις κατά του Ορτάκιοϊ αρξάμεναι την 31ην Μαρτίου 1920 τρίτην ημέραν του Πάσχα συνεπληρώθησαν την 27ην Ιουνίου. Κατά τας δύο πρώτας επιθέσεις αν και ελεηλάτησαν οι αντάρται και κατέκαυσαν το Ορτάκιοϊ, από το χωριό μας ηρκέσθησαν να λάβωσι χρήματα και να φύγωσι. Κατά την τρίτην όμως επίθεσιν ο διαβόητος κακούργος Κιαούρ Αλής (λαζός) συνοδευόμενος υπό 200 συμμοριτών ελθών εκ Νικομηδείας εις Κέϊβεν (= Γκέιβε) συνέλαβε τους αυτόθι ευρισκομένους εβδομήκοντα Χριστιανούς μεταξύ των οποίων και ο Κύριλλος εφένδης και τους εφόνευσεν αμέσως. Αυθυμερόν περί ώραν 1ην της νυκτός Τουρκιστί ανελθών δια Βουρχανιέ εις Χουδίον, υπό την πρόφασιν ότι απεφασίσθη η εξορία των κατοίκων εις Ταρακλή, αμέσως συνέλεξε τους κατοίκους όλους δια στρατιωτών, των ιερέων τη συνεργασία και των συνοίκων Τούρκων, και τας μεν γυναίκας και τα παιδιά ενέκλεισαν εις τν εκκλησίαν τους δε άνδρας εις το Καφενείον και αφού πρότερον παρέδωσαν αυτώ ό,τι εις χρήμα ή πολύτιμα αντικείμενα είχον τας μεν γυναίκας τας μετέφερεν έμπροσθεν της οικίας του Τσαλίκη και τας εφόνευσεν εκεί, τους δε άνδρας εις το Καρίς από κάτω. Από τους άνδρας κατώρθωσε να διαφύγη ο Σάββας του Εκμεκτζή Γιάνι, από δε τας γυναίκας η κόρη του Οβεζκή Μιχαήλ πηδήσασα από τον αυλόγυρον της εκκλησίας εις τους κήπους και η οποία μας διηγήθη την φοβεράν τραγωδίαν.
Ο Αλής ανελθών εις τον Αρχιερατικόν θρόνον, και έχων τα γυναικόπαιδα πέριξ του εκήρυξεν ότι αυτός είναι ο θεός των Γκιαούρηδων.
Προς εξόντωσιν των καταφυγόντων εις τα δάση απεστέλλοντο αποσπάσματα εις τας παρόδους των δασών και έπειτα έθετον πυρ εις αυτά. Τους ευρισκομένους εις τα βάθη των δασών ανεκάλυπτον καταδιώκοντες αυτούς δια κυνηγετικών κυνών».40
Μετά την παράθεση των επιστολών αυτών, που συνοδεύονται από πλουσιώτατο σχολιασμό, εισαγωγή, σημειώσεις κ.λ.π., ο ερευνητής, σαν ανεξάρτητη, μελέτη, παραθέτει έναν επίλογο που εκφράζει το πνεύμα της ελληνοτουρκικής προσεγγίσεως, ευαγγελιστής του οποίου μεταπολεμικά υπήρξε ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο οποίος μετά τη «Συμφωνία του Έβρου» απέσυρε, εν ονόματι της ελληνοτουρκικής συγκαρδιώσεως, την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο και απογύμνωσε στρατιωτικά το νησί. Παραθέτουμε μια περικοπή από τον επίλογο αυτό, διότι όσα γράφτηκαν τότε, γράφονται και λέγονται ανελλιπώς και σήμερα, παρά την τραγωδία της Κύπρου, παρά το τραγικό γεγονός των Υμίων, παρά τις καθημερινές αναρίθμητες παραβιάσεις, παρά τις, βάσει σχεδίου, εισβολές μεταναστών εξ ανατολών, έτσι που η Ελλάς να κυριευθεί όχι στρατιωτικά αλλά πληθυσμιακά, όπως είχε πει κάποτε προειδοποιητικά ο άλλοτε Τούρκος πρωθυπουργός Οζάλ. Γράφει, λοιπόν, στην τότε μελέτη του ο καθόλα αξιόλογος ερευνητής:
«Η Μικρασιατική Καταστροφή και η ανταλλαγή πληθυσμών άλλωστε δημιούργησε και τις πρακτικές προϋποθέσεις για την επιτυχία μιας τέτοιας ελληνοτουρκικής συνεννόησης, όπως έγκαιρα το αντιλήφθηκαν οι Βενιζέλος και Ατατούρκ. Από την εποχή που δύο σχεδόν εκατομμύρια πανάρχαιου ελληνισμού εγκατέλειψε τις εστίες του στ’ ανατολικά του Αιγαίου και ήλθε να ενσωματωθή σαν τα υπόλοιπα έθνη – κράτη της σύγχρονης Ευρώπης – ιδίως όπως διαμορφώθηκαν μετά τις πολιτικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η νέα αυτή εθνική υπόσταση είχε ως συνέπεια την εγκατάλειψη των παλαιότερων εθνικιστικών επιδιώξεων της Ελλάδας που αποτελούσαν την κύρια αιτία προστριβών, συγκρούσεων και ανταγωνισμών με την Τουρκία.
Ο νεοελληνικός εθνικισμός επαναπροσανατολίστηκε με στόχους την οργάνωση της εθνικής ζωής κατά τα πρότυπα της ευρωπαϊκής οικογένειας των εθνών, την ειρηνική συνύπαρξη με τα γειτονικά έθνη και την εσωτερική οικονομική ευημερία, κοινωνική πρόοδο και πολιτιστική ακμή. Πολιτική μας επιδίωξη θα πρέπη να είναι η απερίφραστη διακήρυξη αυτών των εθνικών προθέσεων προς την Τουρκική πλευρά ώστε να κερδίσωμε την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία της».41
Αυτό πράττουμε, με κάποια διαλείμματα εσωτερικής δημαγωγίας, από Παπαδοπούλου κι εντεύθεν. Το τι εισπράττουμε καθημερινώς, το βλέπουν οι πάντες πλην αυτών που αφελώς ή επωφελώς πιστεύουν πως όταν εμείς μεταμορφωθούμε σε αμνό, ο «Σταχτής Λύκος» θα μεταμορφωθεί σε… βοσκοπούλα. Οι Τούρκοι, τους οποίους πάντα εκτιμώ για τη σαφήνειά τους, έχουν μια εύγλωτη παροιμία: «Οσμανλή νταβραντή / ντουνιαλάρ καππαντή» (=Όταν ο Τούρκος νταβραντίσει, δηλαδή ενδυναμωθεί, τότε όλος ο ντουνιάς θα καταπλακωθεί). Ένα πάντως, δεν πρέπει να παραβλέπεται: οι πολιτικοί δικαιούνται να είναι αφελείς, αιθεροβάμονες ή πομφολυγοθήρες˙ οι ιστορικοί όχι.
Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: “Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922”. Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Γ.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.