ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Μια ακόμη τραγική ιστορική φιγούρα, η οποία «κείται… εις σημείον αντιλεγόμενον»: ο αυτοκράτορας Ιουλιανός! Περίπου ένα αιώνα μετά το θάνατόν του, ο «εθνικός»1 βυζαντινός ιστορικός Ζώσιμος (5ος αιώνας) τον ονομάζει «Μέγαν». Οι χριστιανοί όμως βυζαντινοί χρονογράφοι θα τού επιφυλάξουν όχι και τόσον κολακευτικούς χαρακτηρισμούς, μολονότι η Ανατολή γενικότερα δεν κατεδίκασεν τη μνήμην του με τον ίδιον σκληρόν τρόπον, όπως συνέβη στη Δύση. Κι’ αυτό, διότι η εκτίμηση, που έτρεφεν η Ανατολή για την ελληνική φιλοσοφίαν, στην οποίαν ο Ιουλιανός προσπάθησε να στηρίξει το όλο μεταρρυθμιστικόν έργον του, δεν ήταν απόβλητη από την ανατολική χριστιανικήν παράδοση, ο δε Ιουλιανός κατανοήθηκε μέσα από την εύλογη για τον 4ον αιώνα γενικότερη διαλεκτική μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού.
Στην κοινή γνώμην όμως πέρασαν αυτά τα δύο άκρα: άλλοι να καίνε λιβανωτόν αποθεώνοντας τον Ιουλιανό μέχρι σήμερον, όπως οι οπωσδήποτε γραφικοί αρχαιολάτρες των ημερών μας και άλλοι – δυστυχώς «χριστιανοί» αυτοί -, να τον καταναθεματίζουν και να τον λιθοβολούν! Λίγοι μόνον είναι σε θέση να τον ερμηνεύσουν ιστορικώς σωστά, αλλά και να τού δείξουν εκείνην την «ανθρώπινην κατανόηση», την οποίαν αυτός τόσον πολύ χρειαζόταν και που ποτέ δεν τη γνώρισεν, ούτε όσον ήταν εν ζωή, ούτε και μετά θάνατον.
Πόσοι, αλήθεια, μύθοι και θρύλοι2 δεν πλάστηκαν γύρω άπ’ την ζωήν, τη δράση και το θάνατόν του! Αλλά και στα νεότερα ακόμη χρόνια δεν έγινεν ο νεαρός αυτός αυτοκράτορας θέμα στη λογοτεχνίαν; Από τους δικούς μας π.χ. ο Καβάφης θα τον στιχουργήσει. Ο Κλέωνας Ραγκαβής θα γράψει το δράμα «Ιουλιανός ο Αποστάτης». Κι’ άπ’ τους ξένους, ο Ίψεν θα συνθέσει το δικόν του «Αυτοκράτορας και Γαλιλαίος», αλλά και ο Merejkovski θα φιλοτεχνήσει την τριλογίαν του3: «Ο Χριστός και ο Αντίχριστος», «Ιουλιανός ο Αποστάτης» και «Οι αναστημένοι Θεοί».
Εξ’ άλλου, η παλατιανή βρεφική οικογενειακή τραγωδία του, στην οποία θα αναφερθούμεν, αλλά και τα όσα αυτός εβίωσεν σ’ όλην την παιδικήν, εφηβικήν και νεανικήν του ηλικίαν, κάνουν πειστικήν και γι’ αυτό αποδεκτήν τη γνώμην τού βυζαντινολόγου Α. Pigagnol, ότι όλ’ αυτά «επηρέασαν την προσωπικότητα τού νεαρού Ιουλιανού, δημιουργώντας του βαθέως τραυματικήν ψυχολογίαν και καθόρισαν τόσον την συμπεριφοράν του, όσον και την εσωτερικήν αυτοκρατορικήν πολιτικήν του».
Η γνωριμία του, έπειτα, στην πιο κρίσιμην περίοδον της ζωής του, όπως θα δούμε, με τον Εφέσιο νεοπλατωνικό φιλόσοφον και θεουργό Μάξιμον4, ο οποίος, κατά τον επίσης διάσημο βυζαντινολόγον Ε. Stein, θεωρείται ένας «από τους πλέον δραστήριους απατεώνες όλων των εποχών», παγίδεψεν τελεσίδικα και ολοκληρωτικά τον άδολο νεαρόν πρίγκηπα, που έκανεν το μεγάλον «έγκλημα» να ζητάει σαν επαίτης λιγοστά ψιχία αγάπης και να θέλει δίπλα του την παρουσίαν προσώπων, που να τού δείξουν έστω λιγοστήν κατανόηση και συμπάθειαν.
Μόνο λαβαίνοντας υπ’ όψη αυτά τα ψυχολογικά δεδομένα άπ’ το μέχρι της ενηλικίωσης του κλίμα κατατρεγμού και διώξεων του, μπορούμε να καταλάβουμε πως και γιατί ο οραματιστής αυτός νεαρός αυτοκράτορας κατά τη βραχύβια βασιλείαν του προέβη στο τελευταίον όσον και μάταιον εγχείρημα για την ανασυγκρότηση της φθίνουσας εθνικής θρησκείας.
Η παιδική, εφηβική και νεανική ηλικία τού Ιουλιανού:
Επομένως, η ιστορία της παιδικής, εφηβικής και νεανικής ζωής του οπωσδήποτε μας χρειάζεται5, γιατί αυτή μας δίνει το κλειδί για την κατανόηση της ψυχολογίας και προσωπικότητας, καθώς και για την ερμηνείαν τού έργου του, όπως και το δικαίωμα ν’ απαντήσουμεν στο ερώτημα: Γιατί, λοιπόν, δεν ήταν «Μέγας» ο Ιουλιανός;
Ο Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός ο κατά τους αρχαιολάτρες «Μέγας» και κατά τους χριστιανούς «Παραβάτης» ή «Αποστάτης» γεννήθηκεν στην Κωνσταντινούπολη6 το 331, ή μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου τού 332 και πέθανεν κατά τη διάρκειαν εκστρατείας του, στη Μεσοποταμίαν, στα σύνορα Βυζαντίου – Περσίας, στις 26 Ιουνίου τού 363, σε ηλικίαν 32 ετών.
Ως ρωμαίος αυτοκράτορας ανήκεν εις τη δυναστείαν των δευτέρων Φλαβίων: ήταν εγγονός τού Κωνσταντίου τού Χλωρού και της Θεοδώρας, ανεψιός Κωνσταντίνου Α’ τού Μεγάλου, γυιός τού Ιουλίου Κωνσταντίου, ετεροθαλλούς αδελφού τού Μεγάλου Κωνσταντίνου και της Βασιλείας, ετεροθαλλής αδελφός τού Γάλλου και εξάδελφος τού αυτοκράτορα Κωνσταντίου Β’ (337 -361).
Ο Ιουλιανός δεν εγνώρισε μητέρα, διότι αυτή πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, «κόρη και νέα», κατά τη διατύπωση τού ίδιου8. Ήταν δε αυτός περίπου 6 ετών, όταν, το 337, έγινε θεατής μιας νέας οικογενειακής τραγωδίας, της δυναστικής σφαγής όλων των συγγενών εκ πλαγίου Κωνσταντίνου τού Μεγάλου, η οποία εξόντωση, μάλλον κατά διαταγήν, ή ενθάρρυνση, ή, τουλάχιστον, ανοχήν τού Κωνσταντίου Β’9, ακολούθησεν το θάνατον τού Μεγάλου Κωνσταντίνου και η οποία στέρησεν τον Ιουλιανόν από όλους τους άρρενες συγγενείς του, εκτός τού ετεροθαλλούς αδελφού του Γάλλου. Ο μικρός Ιουλιανός διέφυγεν της σφαγής λόγω ανηλικιότητας και μάλλον με την επέμβαση τού επισκόπου Αρεθούσης Μάρκου10.
Ήταν δε προικισμένος με πρόωρην ευαισθησίαν, την οποίαν όξυνεν και ενέτεινεν η στέρηση της φυσικής στοργής των γονέων του. Ο δε μικρόψυχος και φιλύποπτος αυτοκράτορας – εξάδελφός του Κωνστάντιος Β’, εμερίμνησε δια την εκπαίδευσή του. Ενδιεφέρετο αυτός κυρίως να αφυπνίσει μέσα στον Ιουλιανόν τον ζήλο για τα γράμματα, ελπίζοντας ότι έτσι θα μειώσει ένα ενδεχόμενον ενδιαφέρον του για το θρόνον11, ώστε να μην χρειασθεί να σκοτώσει κι’ αυτόν, όπως τον πατέρα του, μια και εξεδήλωνε για τον μικρόν πρίγκηπα συμπάθειαν η σύζυγος τού Κωνσταντίου Β’, η Ευσεβία, η οποία απεδείχθη ο φύλακας άγγελος τού μικρού Ιουλιανού. Ο τελευταίος αυτός όντως είχεν υψηλές επιδόσεις εις την σπουδήν και απεδείχθη ταλαντούχος.
Τα πρώτα δε γράμματα του τα δίδαξεν ο σκύθης ευνούχος Μαρδόνιος, ο οποίος υπήρξε δούλος της οικογένειας τού μικρού Ιουλιανού, ξεκληρισμένης πια. Ο Μαρδόνιος κατέβαλεν συνδυασμένες και σύντονες προσπάθειες να εμπνεύσει στον ανήλικο μαθητήν του το πάθος για τον Ελληνισμόν και την ειδωλολατρίαν. Ο ίδιος, όταν ακόμη ζούσεν η μητέρα τού Ιουλιανού, είχε χρηματίσει παιδαγωγός της και της είχε μάλιστα διδάξει τα ομηρικά έπη12.
Κατ’ εντολή, λοιπόν, τού αυτοκράτορα ο Ιουλιανός συνοδευόμενος από το Μαρδόνιον εστάλη εις Νικομήδειαν, κειμένην παρά τη θάλασσαν τού Μαρμαρά, δια να ανατραφεί χριστιανικά από τον αρειανόν επίσκοπο Νικομήδειας Ευσέβιον13, στενόν συγγενή της μητρός του. Στον Ευσέβιο, λοιπόν, ανετέθη η κηδεμονία του. Αλλά μετατεθείς μετ’ ολίγον εκείνος εις την επισκοπήν Κωνσταντινούπολης (338), αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τη Νικομήδεια για τη νέα θέση του.
Έτσι, τα πρώτα σπέρματα μιας χριστιανικής παίδευσης ρίχτηκαν στην ψυχήν τού Ιουλιανού από τον αρειανόν ιερωμένον και, παράλληλα, εκείνος παραδόθηκεν εξ ολοκλήρου στα χέρια τού σοφού δούλου της οικογένειας του. Ο Ιουλιανός δέθηκεν αμέσως με το Μαρδόνιο, «μοναδικόν άνθρωπον, που τού υπενθύμιζεν κάτι από την ανεπίστρεπτα χαμένην οικογενειακήν ατμόσφαιραν». Από την πλευράν του ο Μαρδόνιος, που, αποκλεισμένος όπως ήταν, ως ευνούχος, από τη σφαίρα της φυσιολογικής ζωής, είχεν κτίσει ένα κόσμο δικόν του «με τα δανεικά βιώματα των ομηρικών ηρώων, είδε μια μοναδικήν ευκαιρία να σμιλεύσει, σύμφωνα με την κοσμοθεωρίαν του την ψυχήν τού ασυνήθιστα προικισμένου αυτού παιδιού, που αφηνόταν στα χέρια του με όλον τον άδολον ενθουσιασμόν της παιδικής του ηλικίας»14.
Έτσι άρχισεν η αργή μύηση τού Ιουλιανού στον ποιητικόν και μυθολογικόν κόσμον τού Ομήρου. Ο Ιουλιανός ανταποκρίθηκεν σε τέτοιον σημείον στις φιλοδοξίες τού παιδαγωγού του, «ώστε σε όλην την κατοπινήν του ζωήν, κάθε φοράν, που ήθελε να συνειδητοποιήσει και να εκφράσει μίαν οριακήν κατάσταση, αυθόρμητα στρεφόταν προς τα ομηρικά επη»14. Έτσι, ο Μαρδόνιος ενστάλαξεν στην ψυχήν τού μαθητή του την ηρωϊκήν και κλασσικήν αντίληψη και τρόπον ζωής.
Αλλ’ αυτό το ευτυχισμένον όνειρον και ταξείδι τού μικρού Ιουλιανού στην αρχαιότητα διακόπηκεν το 342, όταν, με το θάνατον τού Ευσεβίου, αρχίζει η περίοδος των αναγκαστικών μάλλον παρά οικειοθελών περιπλανήσεών του, οφειλόμενων κυρίως στην καχυποψίαν τού εξαδέλφου του αυτοκράτορα, ο οποίος άλλοτε τον κρατούσεν κοντά του «προς ευχερή ελέγχον», κι’ άλλοτε τον εξόριζεν σε απομεμακρυσμένα μέρη.
Έτσι, κατά διαταγήν τού Κωνστάντιου, στέλλεται στην Καππαδοκίαν και συγκεκριμένα στο κτήμα Μάκελλον της ορεινής Καππαδοκίας, παρά την Καισάρειαν, σ’ αυτό το «φρούριον της λήθης», όπως θα το ονομάσει ο ίδιος αργότερα. Εκεί είχε μεν τη χαρά να ξανασυναντήσει τον ετεροθαλλή αδελφόν του Γάλλον, αλλά γέμισεν απογοήτευση διαπιστώνοντας ότι άβυσσος διανοητική, ψυχολογική και τοιαύτη χαρακτήρος τον χώριζεν άπ’ αυτόν. Γι’ αυτό και αντέδρασεν ο Ιουλιανός μ’ ένα «κλείσιμον στον εαυτόν του», δεδομένου και τού ότι περιβαλλόταν από δούλους – κατάσκοπους τού αυτοκράτορα, χωρίς να έχει έστω κι’ ένα άνθρωπο γύρω του, που να δείξει στον έφηβό μας κατανόηση και στον οποίο να μπορεί αυτός ν’ ανοίξει την ψυχήν του. Η κατάσταση αυτή κράτησεν περίπου 6 χρόνια.
Η συνεχής, λοιπόν, μελέτη ήταν μια χρήσιμη επιλογή, διέξοδος και λύση για τις δύσκολες στιγμές που περνούσεν τότε ο έφηβός μας. Επιφορτισμένος εκεί για την εκπαίδευσή του ήταν επίσης ένας κληρικός, ο Γεώργιος15 εξ Αγκύρας, τον οποίον αργότερα, το 361, ως αρειανόν πλέον αντιπατριάρχην Αλεξάνδρειας, θα λυντσάρει ο εξαγριωμένος όχλος της Αλεξάνδρειας, όχι πάντως και τόσον άδικα, αφού εκείνος όφειλεν την κοινωνικήν του άνοδον στη δραστηριότητά του ως καταδότη.
Ο νεαρός Ιουλιανός φαίνεται ότι αντιλήφθηκεν έγκαιρα την ποταπή φύση τού Γεωργίου και δεν άφησεν την ψυχήν του να διαφθαρεί. Πάντως ο κληρικός αυτός ήταν ένας άπ’ τους παράγοντες, που οδήγησαν αργότερα τον Ιουλιανόν στην αρνητική θρησκευτικήν του επιλογήν έναντι τού Χριστιανισμού. Όμως, όσον αυτός έμεινεν στην Καππαδοκίαν, επωφελήθηκεν, σαν καλός μαθητής, από την σπουδαία βιβλιοθήκην τού Γεωργίου, δια την οποίαν γράφει: «πολλή τις ην και μεγάλη βιβλιοθήκη Γεωργίου, παντοδαπών μεν φιλοσόφων, πολλών δε υπομνηματογράφων ουκ ελάχιστα δε εν αυτοίς και τα των Γαλιλαίων πολλά και παντοδαπά βιβλία». Ο ίδιος δε ομολογεί για τον εαυτόν του χαρακτηριστικά: «Άλλοι μεν ίππων, άλλοι δε ορνέων, άλλοι δε θηρίων ερώσιν εμοί δε βιβλίων κτήσεως εκ παιδαρίου δεινός εντέτηκεν πόθος».
Σημειωτέον επίσης ότι στην Καππαδοκίαν ο Ιουλιανός έλαβεν και το χριστιανικό βάπτισμα και επί πλέον εισήλθεν εις τας τάξεις τού λεγόμενου κατώτερου χριστιανικού κλήρου χειροθετηθείς αναγνώστης.
Αργότερον, το έτος 348, έρχεται στη γενέτειράν του, την Κωνσταντινούπολη, και μαθητεύει στον αξιόλογο ρήτορα και φιλόλογο Νικοκλή τον Σπαρτιάτην16 «ειδότα της Ομήρου γνώμης τ’ απόρρητα», και στο χριστιανό ρήτορα Εκηβόλιον17, υπό τους οποίους συνέχισεν τις εγκύκλιες σπουδές του ιδίως στη γραμματικήν και ρητορικήν. Όπως δε οι Έλληνες, γενικότερα, συνήθιζαν τότε, έτσι κι’ αυτός περιφρονούσε την σπουδήν της λατινικής. Είναι δε ο πρώτος που όταν έγινεν αυτοκράτορας, χρησιμοποίησεν την ελληνικήν σε επίσημα κρατικά κείμενα.
Τρία χρόνια μετά, το 351, έρχεται νέα διαταγή τού αυτοκράτορα να εγκαταλείψει την πρωτεύουσαν, ως επικινδύνως δημοφιλής σ’ αυτήν και να εγκατασταθεί και πάλιν στη Νικομήδειαν. Τότε και εκεί ήταν που ο νεαρός Ιουλιανός δοκίμασεν την πρώτην του ηθικήν κρίση. Στην αρχήν, απογοητευμένος από την συνεχιζόμενην καχύποπτην επιτήρηση και το φθόνον τού Κωνσταντίου και νοιώθοντας αδυναμίαν και εγκατάλειψη, σκέφθηκε για μια στιγμή να γίνει μοναχός, ξύρισεν το κεφάλι του και άρχισε να ζεί ασκητικήν ζωήν.
Είχεν ήδη ρητήν εντολήν τού Κωνσταντίου να μη παρακολουθεί στη Νικομήδειαν τα μαθήματα τού διάσημου καθηγητή Λιβάνιου, τού σημαντικότερου τότε εκπρόσωπου της ειδωλολατρίας, ο οποίος εκείνον τον καιρόν εδίδασκεν σ’ αυτήν την πόλη. Ο διακαής όμως πόθος του έκανε τον Ιουλιανό να βρει μια λύση: πλήρωνε ένα μαθητήν τού Λιβάνιου, για να τού στενογράφε τις παραδόσεις τού ειδωλολάτρη σοφού, ώστε να μπορεί ο Ιουλιανός να διαβάζει ακόμη και την τελευταία λέξη, που πρόφερεν ο διάσημος αυτός σοφιστής. Έτσι, ο Ιουλιανός έζησε με απόλυτον τρόπον αυτήν τη νεανικήν πνευματικήν εμπειρίαν εκ της μελέτης των μαθημάτων τού Λιβανίου, η οποία τού καλλιέργησεν περαιτέρω το θαυμασμό για την κλασσική διανόηση και για τα πρότυπα τού αρχαίου κλασσικού βίου.
Στο διάστημα που είχεν εγκατασταθεί στη Νικομήδειαν ήταν που ο περίπου εικοσαετής πλέον Ιουλιανός ήλθεν σε μίαν πρώτην επαφή με τον «Ελληνισμόν», σαν θρησκευτικοφιλοσοφικόν σύστημα υπό την τότε μορφήν του, το νεοπλατωνισμόν και μάλιστα υπό την Ιαμβλίχειαν εκδοχήν του.
Στην Πέργαμον, πιο συγκεκριμένα, όπου παρά την αυτοκρατορικήν απαγόρευση έσπευσεν ο Ιουλιανός, γνωρίστηκεν και άκουσεν τα μαθήματα τού πιο διάσημου διάδοχου τού Ιάμβλιχου, τού Καππαδόκη Αιδέσιου18, ο οποίος γέρων πλέον εδίδασκεν ακόμη, βοηθούμενος άπ’ τους δύο μαθητές του, Ευσέβιον τον Μύνδιον και Χρυσάνθιον19 τον Σαρδιανόν. Χωρίς να περάσει ούτε ένας μήνας μαθητείας σ’ αυτούς τους δασκάλους, ο νεαρός φοιτητής μας μεταβαίνει στη γειτονικήν Έφεσον, όπου σε μίαν υπόγειαν σπηλιά μυήθηκεν κρυφά στα μυστήρια τού Μίθρα άπ’ τον προαναφερθέντα νεοπλατωνικό φιλόσοφον και ιεροφάντη Μάξιμον. Κατά δε την πρώτην αυτήν επισφράγιση και επιβεβαίωση τού θρησκευτικού βιώματος της μυστικιστικής ψυχής του, ο Ιουλιανός, όπως λέγει ο ίδιος, είχε για πρώτην του φοράν την ευκαιρία «δαίμοσιν ομιλήσαι». Σημειωτέον, ότι κατ’ αυτήν τη μύησή του η ατμόσφαιρα ήταν πανηγυρική, με κεραυνούς, φωτοχυσίες, επικλήσεις πνευμάτων και μαγικές πράξεις. Τότε πίστευσεν ο μυηθείς ότι ο Θεός Ήλιος τον προόρισε να σώσει την αυτοκρατορίαν από τους εχθρούς της, κυριότερον των οποίων εθεώρει το Χριστιανισμόν. Έκτοτε δε, ζούσεν ως εφιάλτην το χριστιανικό βάπτισμα, το οποίον, ως είπομεν, είχεν ήδη λάβει. Με την επιστροφήν του στη βάση του, στη Νικομήδειαν, εξακολούθησε να εκφράζεται και συμπεριφέρεται εξωτερικά σαν χριστιανός, αν και οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις και η θρησκευτική του βεβαιότητα ήσαν άλλες.
Όταν, το 354, θανατώνεται ο αδελφός του Γάλλος και κατόπιν, με την σειράν του, διατάσσεται κι’ ο ίδιος να λογοδοτήσει στον αυτοκράτορα, ένοιωσε φοβερόν ψυχολογικό μαρτύριον κατά τους 6 μήνες της απομόνωσής του σ’ ένα χωριό δίπλα στο Μιλάνον. Καθημερινά εβίωνεν τον θάνατόν του. Ήταν ένας μελλοθάνατος, ή μάλλον ένας ζωντανός νεκρός. Και εκεί περίμενε με όση φιλοσοφικήν απάθειαν τού ήταν δυνατόν, την θανατικήν εκτέλεσή του, έρχεται παραδόξως η διαταγή να μεταβεί με πλοίον στην Αθήνα. Είχε μεσολαβήσει και τη φοράν αυτήν προς χάρη του η Ευσεβία, η δεύτερη γυναίκα τού αυτοκράτορα, η οποία ήταν Ελληνίδα και καταγόταν άπ’ τη Θεσσαλονίκην και η οποία, κατά την ομολογίαν τού νεαρού μας πρίγκηπα, τού στάθηκεν, ως προαναφέραμεν, ο φύλακας άγγελός του. Η Ευσεβία συμπαθούσεν τον Ιουλιανόν και αντιλαμβανόμενη ίσως καλύτερον άπ’ τον σύζυγόν της τις πολιτικές ανάγκες, απέβλεπεν σ’ αυτόν σαν στο διάδοχον τού θρόνου.
Ήταν καλοκαίρι τού 355 και ο νεαρός φοιτητής ξεκίνησε για την Αθήναν, την πνευματικήν πρωτεύουσαν τού αρχαίου κόσμου και εστίαν της «εθνικής» θρησκείας. Εκεί συνδέθηκεν αμέσως με τον ειδωλολάτρην Ιερέα της Ελευσίνας, ο οποίος μάλλον τον εμύησεν και στα ελευσίνια μυστήρια, με τα οποία, όπως τού είχαν αναπτύξει ο Χρυσάνθιος και ο Μάξιμος, ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη η νεοπλατωνική φιλοσοφία. Σαν φοιτητής δε στην Αθήνα παρακολούθησεν επίσης τις παραδόσεις τού εκ των διασημότερων ρητόρων τού 4ου αιώνα, τού χριστιανού Προαιρέσιου20. Ακόμη διήκουσεν των μαθημάτων τού νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πρίσκου21 καθώς και τού περίφημου σοφιστή Ιμέριου22. Την ιδίαν εποχήν σπούδαζαν στην Αθήνα ως νέοι και οι μέλλοντες μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ο δεύτερος μάλιστα, γνωρίσας εκ τού πλησίον τον Ιουλιανόν, προέλεγεν ότι ο ανήσυχος και πάντοτε ταραγμένος αυτός νεανίας θα προξενήσει στο μέλλον μεγάλον κακόν23.
Όμως, το ευτυχές όνειρον των Αθηνών κράτησε για τον Ιουλιανό μόνον τρεις μήνες. Νέα διαταγή να επιστρέψει στο Μιλάνον, όπου και πάλιν ένοιωθεν αιχμάλωτος και μελλοθάνατος. Αλλά, για μια ακόμη φοράν τη επεμβάσει της Ευσεβίας21 η τύχη τού χαμογέλασεν. Ο αυτοκράτορας επείσθη από εκείνην να τον προτείνει στον στρατόν, ο οποίος και τον ανακήρυξεν καίσαρα (6 Νοέμβρη 355), καθώς και να τού δώσει ως σύζυγον την αδελφήν του Ελένην, να τον στείλει δε με 360 στρατιώτες στη Γαλατίαν. Εκεί, ως καίσαρας πια, εσημείωσεν ο Ιουλιανός σειράν στρατιωτικών επιτυχιών παρ’ όλες τις αντιξοότητες.
Στη Γαλατία δε, έζησεν πληρέστερα τα νεανικά του οράματα για την αποκατάσταση της «εθνικής» θρησκείας και συνδέθηκεν περισσότερο με τη λατρείαν τού Θεού Ηλίου, για την οποίαν, άλλωστε, είχαν επιδείξει ιδιαιτέραν ευαισθησίαν οι άμεσοι πρόγονοί του Κωνστάντιος ο Χλωρός και Μ. Κωνσταντίνος, πριν ο τελευταίος πιστέψει στο Χριστιανισμόν.
Η ανακήρυξη τού Καίσαρα Ιουλιανού
σε Αυτοκράτορα -Αύγουστον –άπ’ τον στρατόν
Αλλά, μετά τις λαμπρές νίκες τού νεαρού Καίσαρα στη Γαλατίαν, ο φιλύποπτος και ζηλόφθονος αυτοκράτορας τον διατάζει να τού στείλει τους επίλεκτους στρατιώτες του, γιατί, όπως τουλάχιστον ισχυρίσθηκεν, τους είχεν ανάγκην ο ίδιος για το ανατολικό μέτωπον κατά των Περσών.
Τότε ήταν που οι στρατιώτες τού Ιουλιανού, οι οποίοι «δεν ήσαν ικανοί ν’ αντιληφθούν τις αξίες της περίπλοκης ρωμαϊκής ιεραρχίας και εμπνέονταν αποκλειστικά από τις ικανότητες, την ανδρείαν και τον ανθρωπισμόν τού Ιουλιανού, έκαναν πραξικόπημα» και τον ανακήρυξαν στο μικρό τότε Παρίσι (Λουτέσια) και παρά τη θέλησή του, Αύγουστον, σύμφωνα με το βαρβαρικόν στρατιωτικόν έθιμον, δια της υψώσεώς του δηλαδή επί ασπίδος. Ο Ιουλιανός στέλνει αμέσως επιστολήν στον αυτοκράτορα Κωνστάντιον, τού περιγράφει ακριβώς τι συνέβη και τού ζητεί να τον αναγνωρίσει ως νεότερον Αύγουστον. Με την σειράν του ο Κωνστάντιος σχίζει οργισμένος την επιστολήν και τού απαντάει μ’ ένα απαράδεκτον και απρεπέστατο γράμμα, που όμως ο Ιουλιανός το διάβασε στο στράτευμά του κι’ αυτοί τόσον ερεθίστηκαν, ώστε ολίγον έλλειψε να σκοτώσουν τον γραμματοκομιστήν τού Κωνστάντιου.
Ο Ιουλιανός δεν ένοιωθεν πλέον καμιά δέσμευση προκειμένου να βαδίσει κατά τού αυτοκράτορα. Άλλωστε, τόσον η Ευσεβία όσον και η Ελένη είχαν σχεδόν συγχρόνως πεθάνει και κάθε συναισθηματικός δεσμός του με τον Κωνστάντιον είχεν σπάσει. Κι’ ενώ ο στρατός τού στρατοπρόβλητου αυτοκράτορα εβάδιζεν κατά τού Κωνστάντιου, ο τελευταίος αυτός ασθενήσας πεθαίνει, αφού προηγουμένως υπέδειξεν σαν διάδοχόν του τον τελευταίον επιζώντα της δυναστείας των Φλαβίων, δηλαδή τον Ιουλιανόν.
Η είδηση γοργόφτερα φθάνει στον Ιουλιανόν, ο οποίος και ανακουφίστηκε, αφού έτσι δεν θα χρειαζόταν πλέον να στρέψει τα όπλα κατά τού εξαδέλφου του και να τον σκοτώσει. Ο ίδιος επίστευεν ότι οι Θεοί, στους οποίους υποτασσόταν, τού τα έφεραν δεξιά και τον οδήγησαν στο ύπατον αξίωμα τού Κράτους, για να τους υπερασπίσει πιστά. «Οι ουράνιες δυνάμεις τού είχαν φανερώσει τη βούλησή τους: ήταν ο εκλεκτός τους και τού ανέθεταν την αποστολήν της σωτηρίας της αυτοκρατορίας». Και τώρα, να που τελείωσεν η περίοδος των διώξεών του, σηκώθηκαν άπ’ τη μέση όλα τα εμπόδια και άνοιξεν ο δρόμος για την άνοδόν του στον αυτοκρατορικό θρόνον: Ο Ιουλιανός είναι αυτοκράτορας χωρίς αντίπαλον!
Η ιδεολογία, τα σχέδια και η πολιτική τού Ιουλιανού
με την άνοδόν του στον αυτοκρατορικό θρόνον
Με τη θριαμβευτική, λοιπόν, είσοδόν του στην Κωνσταντινούπολη ο νεαρός αυτοκράτορας έθεσεν σε εφαρμογήν τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Είχε δε στο νουν του, όπως θα δούμεν στην συνέχειαν, ένα πολυδιάστατον και πολύμορφον παραδοσιακόν, αλλά ταυτόχρονα νεωτερικόν πρόγραμμα. Απόλυτος στόχος του ήταν μεν η αναβίωση των πατροπαράδοτων θεσμών, όμως η μέθοδος, με την οποία θέλησε να τους εφαρμόσει, ήταν ριζοσπαστική «με εντυπωμένην την σφραγίδα τού συγχρόνου του πνεύματος», εκείνου δηλαδή τού 4ου αιώνα. Εύστοχα, λοιπόν, παρετηρήθη ότι σαν γνήσιος γόνος της κωνσταντίνειας δυναστείας, είχεν έμφυτο μέσα του το σπέρμα τού νεωτερισμού.
Ο ίδιος ο Ιουλιανός προσπαθούσε να δικαιολογήσει το νεωτερισμόν της από τού Χριστιανισμού αποστασίας του ως εξής: «Κωνσταντίνος οικτρότατα νεωτερίσας δια τας φίλας αυτω ανοσιουργίας, απέστη των θεών, υφ’ υμών των Γαλιλαίων εξαπατηθείς, άτε δη και παιδείας αμέτοχος και μήτε τοις ρωμαϊκοίς εμπεδωθείς, μήτε τοις ελληνικοίς νόμοις και έθεσιν, εγώ δε της ελληνικής και ρωμαϊκής παιδείας άκρως επειλημμένος και της των παλαιών ανδρών θεολογίας, Έρμου τε, φημι, και Ορφέως και Πλάτωνος εξησκημένος, ούχ ήκιστα δε και ταίς ιουδαϊκαίς γραφαίς ομιλητικώς, και την τούτων τερθρείαν εξουθενηκώς, πάλιν επί το πατροπαράδοτον και αρχαιότατον και θεοφιλές τοις ανθρώποις έθος τε και σέβας ανατρέχειν διακελεύσομαι, μακρά χαίρειν ειπών ταις των απαίδευτων κενολογίαις»25. Τα ίδια έγραφεν ο Ιουλιανός και προς την Σύγκλητον της Ρώμης και εμέμφετο τού γενάρχου της δυναστείας, Κωνσταντίνου Α’ τού Μεγάλου, ότι «ενεωτέρισεν» ανατρέψας τους καθεστώτας νόμους και τα παλαιά εθη26.
Είχεν, επομένως, ο Ιουλιανός, αμέσως με την ανάρρησή του στο θρόνον, απηρτισμένην ιδεολογίαν καθώς και έτοιμον και ολοκληρωμένον, ως προεσημειώσαμεν, σχέδιον, που φιλοδοξούσε να αγκαλιάσει όλους τους τομείς της ζωής και διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι το είχεν εκπονήσει ο ίδιος από πριν. Μάλλον, δηλαδή, κατά τα έτη των μακροχρόνιων σπουδών του είχε μελετήσει, σκεφθεί και βρεί τις προσωπικές του λύσεις σ’ όλα αυτά τα προβλήματα της κοινωνίας και τού κράτους.
Επί πλέον δε, είχε δικτυωθεί με πάμπολλους και διάσπαρτους ανά την αυτοκρατορία διανοούμενους, μάλλον όμως οργανωμένους φορείς τού «εθνισμού», οι οποίοι είχαν παύσει μεν να μονοπωλούν το θρησκευτικόν συναίσθημα τού λαού, άλλ’ επεδίωκαν την εκ μέρους τους κατ’ αποκλειστικότητα εκπροσώπηση τουλάχιστον της θύραθεν παιδείας, με μίαν ιδιοκτησιακήν ψυχολογίαν και αντίληψη περί των αγαθών τού θύραθεν πολιτισμού και ηρνούντο στους Χριστιανούς το δικαίωμα συμμετοχής στη θύραθεν παιδείαν.
Μόλις, λοιπόν, ο Ιουλιανός πάτησεν το πόδι του στα ανάκτορα, πρώτα – πρώτα κατέλυσεν τη θεοκρατικήν Αυλήν και εσάρωσεν τα πολυάριθμα παράσιτά της, αλλά και τα «παράσιτα τού θεού», που τη λυμαίνονταν και που είχαν βρει διέξοδον άπ’ τον κοινωνικόν αποκλεισμόν και την κοινωνικήν περιθωριοποίησή τους στην εκκλησιαστικήν σταδιοδρομίαν. Περαιτέρω, επέβαλε λιτότητα, απομάκρυνεν τον εσμόν των αυλικών και κολάκων, κατάργησεν το περσικόν αυλικόν τελετουργικό, μετέβαλε δε και την εθιμοτυπίαν. Ήθελεν ο ίδιος να ενσαρκώσει το φωτισμένον ηγεμόνα τού Πλάτωνα και κάλεσεν κοντά του λαμπρούς ρήτορες και θεωρούμενους διάσημους θεολογο-φιλοσόφους και ιατρούς, όπως π.χ. το Θεμίστιον27, τον Πρίσκον, το Μάξιμον, τον Ορειβάσιον28, και κάποιους άλλους.
Αυτό όμως που θα πρέπει να παρατηρήσουμεν, κατά πρώτον, είναι ότι η εσωτερική πολιτική που άσκησεν έκτοτε ο Ιουλιανός, καθ’ όλην τη βραχύβια βασιλείαν του ήταν καθαρά προσωπικής έμπνευσης και προέλευσης και είχεν αυθόρμητο χαρακτήρα και πηγαία φύση. Τις προσωπικές δε ακριβώς αντιλήψεις του και πεποιθήσεις, τα βιώματα του και την αυστηρώς ατομικήν ιδεολογίαν του θέλησε να επιβάλει και εφαρμόσει στην αυτοκρατορίαν, κάνοντας τα όλ’ αυτά πολιτικήν πράξη. Και ναι μεν μέχρι τότε επικρατούσεν στην αυτοκρατορίαν ένα καθεστώς απολυταρχικού χαρακτήρα, όπου και υπογραμμιζόταν η «ιερατική φύση τού βασιλικού θεσμού», άλλ’ επί Ιουλιανού έγινεν απόπειρα να επιβληθούν ακριβώς και μόνον τα αυστηρώς προσωπικά βιώματα και η προσωπική του ιδεολογία.
Ως προείπομεν, ο Ιουλιανός νεωτερίζων επέστρεφεν εις το παρελθόν και εζήτησε ν’ αποκαταστήσει το καταλυθέν από το Μ. Κων-σταντίνον «εθνικό» θρήσκευμα. Αλλά την παλινόρθωση αυτήν την εστήριξεν πάνω στη διδασκαλίαν των νεοπλατωνικών φιλοσόφων, οι οποίοι αποπειράθηκαν ν’ αποπνευματίσουν αυτό δια στοιχείων θρησκευτικών ή φιλοσοφικών όλως ξένων προς το δημώδη «Εθνισμόν». Οι νεοπλατωνικοί αυτοί αναμιγνύοντας με την ελληνική φιλοσοφίαν τη χαλδαϊκή μυστηριακή θεουργίαν, προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν συμβολικά τους μύθους περί Θεών και να αποπνευματίσουν το ειδωλολατρικό θρήσκευμα, προκειμένου να το αντιπαρατάξουν κατά τού Χριστιανισμού. Ο δε Ιουλιανός επρέσβευεν τέτοιον «πνευματικόν Εθνισμόν» βασιζόμενον δηλαδή, όχι μόνον επί φιλοσοφικών ιδεών, αλλά και επί της θεουργίας και της μαγείας των ανατολικών θρησκευμάτων. Ζητούσεν συγκεκριμένα ο Ιουλιανός να στηριχθεί επί τού «πνευματικού μονοθεϊσμού», εδέχετο δε ότι για κάθε έθνος υπάρχει και ιδιαίτερος θεός με ιδιαίτερην παράσταση. Έτσι δικαιολογούσεν ύπαρξη ιδιαίτερου θρησκεύματος για κάθε έθνος. Επίσης κατέρριπτεν και τον ανθρωπομορφισμόν τού ελληνικού θρησκεύματος. Γι’ αυτόν δεν είχαν σημασίαν τα αγάλματα τού Πραξιτέλη και τού Φειδία, ούτε οι μύθοι των ποιητών. Γι’ αυτό και το θρήσκευμα, που διέδιδεν ο Ιουλιανός γινόταν ακατάληπτο δια τον πολύν όχλον, ο οποίος έκυπτεν και προσκυνούσεν τα είδωλα.
Ο Ιουλιανός, λοιπόν, ήθελε να εμφανισθεί σαν ο δυναμικός θρησκευτικός και πνευματικός μεταρρυθμιστής της αυτοκρατορίας, με απόλυτον στόχον την αναβίωση τού «Ελληνισμού» και της εθνικής θρησκείας. «Ελληνισμόν» δε ονόμαζεν ο Ιουλιανός το ιδεολόγημά του, ό,τι δηλαδή μέχρι τότε ονομαζόταν κυρίως «Εθνισμός». Η ιδεολογία βέβαια τού «Εθνισμού» προϋπήρχεν τού Ιουλιανού και ήταν επίσης δισκελής: και σαν Παιδεία και σαν Θρησκεία. Αυτός δε ο «Εθνισμός» ή «Ελληνισμός» αυτοπροσδιοριζόταν και σε σχέση με το ρωμαϊκόν πολιτισμόν, ο οποίος εθεωρείτο στοιχείον ξένον προς την Παράδοση, συνυφασμένον «αποκλειστικά με το μηχανισμόν της στρατιωτικής και διοικητικής διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας».
Υπήρχεν στην Ανατολή μία «εθνική» ιθύνουσα τάξη, που δεν ήταν παρά μία ελίτ διανοουμένων, θεωρούσεν ότι το ύψιστον ιδεώδες της, ο «Ελληνισμός», ταυτιζόταν «με τα επιτεύγματα τού αρχαίου κλασσικού και μετακλασικού πολιτισμού στο πεδίον τού λόγου και της τέχνης» (Ρ. Athanassiadi – Fowden, ένθα ανωτ.).
Εξ άλλου, μια μεγάλη μερίδα άπ’ τους κύκλους αυτούς των διανοουμένων τού 4ου αιώνα δεχόταν ότι η ουσία αυτών των φαινομένων τού πολιτισμού ήταν «καθαρά θρησκευτική με την έννοιαν ότι “ιερά και λόγοι” θεωρούνταν “αδελφά, οικεία και συγγενή” και ότι χωρίς το πνευματικόν υπόβαθρον της αρχαίας θρησκείας, τα οικοδομήματα του λόγου και της τέχνης ήσαν καταδικασμένα να καταρρεύσουν» (P. Athanassiadi – Fowden, ένθα άνωτ.). Έτσι εξηγείται το ότι κυρίαρχον στοιχείον της εσωτερικής πολιτικής τού Ιουλιανού ήταν η αναχρονιστική και αντιρρεαλιστική προσπάθεια του να αναβιώσει την εθνική θρησκείαν.
Θεωρούμενος δε μέσα στα οπωσδήποτε ευρύτερα πλαίσια τού «Εθνισμού» ο «Ελληνισμός» τού Ιουλιανού σαν δικής του έμπνευσης πολιτιστική και ειδικότερα ενοθεϊστική θρησκειακή σύνθεση, είχε Θεό μιθραϊκό, θεολογία νεοπλατωνικήν και οργάνωση χριστιανικήν, ενώ διατήρησεν πολλά στοιχεία του ειδωλολατρικού Πανθέου: ο βασιληάς Ήλιος ήταν ο υπέρτατος Θεός, η ελληνική φιλοσοφία ήταν η πνευματική υποδομή της νέας θρησκείας και η λατρεία των ειδώλων η μόνη παραδεκτή διάπλαση των ηθών. Τη θεολογίαν δε τού «Ελληνισμού» του ο Ιουλιανός την αποκρυστάλλωσε με τους δυο δογματικούς ύμνους του «Προς τη μητέρα των θεών» και «Προς το Βασιλέα Ήλιον». Αυτή του δε η θεολογία είναι ένα κράμα νεοπλατωνισμού και μιθραϊκών στοιχείων.
Έτσι, ο Ιουλιανός διατήρησεν το ειδωλολατρικόν τελετουργικόν των θυσιών και τις θεουργίες, καθόρισε δε στο ιερατείον ευρύτερα διδακτικά και τελετουργικά καθήκοντα, ενώ μεμφόταν τους χριστιανούς για την πίστη τους. Ωστόσον, ο ίδιος είχε βαθιά γνώση τού Χριστιανισμού και μεγάλο θαυμασμό για την κοινωνικήν αλληλεγγύην των Χριστιανών. Από δε τους “εθνικούς” Έλληνες συγγραφείς είχεν ιδιαίτερην προτίμηση και ευαισθησίαν στον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα και τον Ιάμβλιχον, ενώ απέρριπτεν τον Επίκουρον και τον Πύκρωνα. Απλούστατα, ο «Ελληνισμός» του δεν ήταν και τόσο γνήσια ελληνικός: ούτε σαν θρησκεία, ούτε σαν φιλοσοφία, αφού θρησκευτικά ήταν μιθραϊκός και φιλοσοφικά Ιαμβλίχειος, δηλαδή όχι κλασσικός, άλλ’ ελληνιστικός και ανατολίτικος.
O Geffcken τονίζει για τον Ιουλιανό ότι «ο ενθουσιώδης αυτός φίλος τού Ελληνισμού, είναι κατά το ήμισυ Ανατολίτης»28“, ενώ ένας άλλος βιογράφος του λέγει ότι «ο Ιουλιανός παρουσιάζεται στον ορίζοντα σαν ένα φευγαλέον και φωτεινόν σημάδι, πίσω από το οποίον είχεν ήδη εξαφανισθεί το αστέρι της Ελλάδας»288.
Ωστόσον, ο Ιουλιανός θεωρούσεν προϋπόθεση για την αναζωπύρωση αυτού τού «Ελληνισμού» του τη δια μέτρων διοικητικής μεταρρύθμισης ενίσχυση της αυτονομίας των πόλεων, που σήμαινεν αποκέντρωση της αυτοκρατορικής διοίκησης, η οποία, σημειωτέον, έπασχεν τότε άπ’ το διοικητικόν συγκεντρωτισμόν, που εχρονολογείτο άπ’ την εποχήν ήδη τού Διοκλητιανού. Αναθρεμμένος, δηλαδή, ο Ιουλιανός με την κλασσικήν ελληνικήν παράδοση είχεν την πεποίθηση, ότι η αυτοκρατορία ήταν «μια ομοσπονδία ημιαυτόνομων πόλεων με συνείδηση της ιστορικής τους αποστολής και όχι μια απολυταρχική μηχανή, που καταβρόχθιζεν εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις» (P. Athanassiadi – Fowden, ενθα άνωτ.). Πάντως, σύμφωνα και με τα δεδομένα της κοινωνικής δομής τού ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας, «οι φορείς αυτού τού ελληνικού πολιτισμού ήταν οι πόλεις, που ακόμη και μετά την κατάλυση της πολιτικής ανεξαρτησίας των Ελλήνων, διατήρησαν στα πλαίσια της οικουμενικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την αυτοδιοίκησή τους» (P. Athanassiadi – Fowden, ενθα άνωτ.). Γι’ αυτό και ο Ιουλιανός έστρεψεν ευθύς εξ αρχής την προσοχήν του προς τις πόλεις της αυτοκρατορίας, των οποίων «ψυχήν» ή «ρίζαν» θεωρούσεν τις επαρχιακές βουλές. Τούτων δε «οφθαλμούς» ονόμαζεν τα ιερά της ειδωλολατρίας.
Γενικότερα μέτρα τού Ιουλιανού
κατά τού Χριστιανισμού και των Χριστιανών
Είναι χαρακτηριστικόν ότι ο νεαρός αυτοκράτορας έβγαλεν ειδικό νόμο να ονομάζονται οι χριστιανοί «Γαλιλαίοι»29. Ήθελεν έτσι να παραστήσει το Χριστιανισμόν ως ασήμαντην αίρεση και όχι ως καθολική θρησκείαν και Εκκλησίαν.
Στην συνέχειαν, απομάκρυνεν άπ’ τις υψηλές πολιτικές θέσεις κι’ άπ’ τα ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα τους υψηλόβαθμους Χριστιανούς. Αντικατέστησε δε με «εθνικά» σύμβολα, τα χριστιανικά. Για να αποδιοργανώσει μάλιστα πάση θυσία την Εκκλησίαν, ανακάλεσεν άπ’ την εξορίαν όλους τους επίσκοπους των διάφορων θεολογικών τάσεων, αιρέσεων και σχισμάτων, ελπίζοντας να αναρριπίσει έτσι τις εσωτερικές εκκλησιαστικές διαμάχες και να δίνει την εντύπωση ανεξίθρησκου. Είχε, δηλαδή, προβλέψει ότι η ανοχή, που προσέφερεν στους διάφορους θρησκευτικούς ηγέτες θα αύξανεν τις μεταξύ τους έριδες, θα διασπούσεν το Χριστιανισμόν και, έτσι, δεν θα είχεν πλέον ο ίδιος να αντιμετωπίσει το πλήθος ενωμένον, αφού, κατά τον ιστορικόν Αμμιανόν, ο Ιουλιανός «εγνώριζεν από προσωπικήν πείραν ότι κανένα θηρίο δεν είναι τόσον ολέθριο για τους ανθρώπους, όσον οι περισσότεροι Χριστιανοί για τους ομοθρήσκους τους».
Αμέσως δε μετά εστράφη και προς τους Εβραίους και διότι κι’ αυτοί μισούσαν εξ ίσου μ’ αυτόν τον Χριστιανισμόν και διότι πίστευεν ότι ο Θεός τους ήταν δυνατό να ενταχθεί στο σύστημά του. Τους παρότρυνε, μάλιστα, με πνεύμα φαινομενικής ανεξιθρησκείας να αρχίσουν να ασκούν την πατρογονικήν τους θρησκεία με ελευθερίαν και, επί πλέον, διέταξεν τον άμεσον συνεργάτην του Αλύπιο30 να επιληφθεί τού έργου της ανοικοδόμησης τού ιουδαϊκού ναού στα Ιεροσόλυμα, που επί αιώνες εκείτο εις σωρόν ερειπίων. Ήθελεν ο Ιουλιανός να αποδείξει έτσι, κολακεύοντας τους Εβραίους, σφαλεράν την προφητείαν τού ίδιου τού Ιησού Χριστού, ο οποίος είχεν προείπει ότι αυτός ο ναός θα γκρεμισθεί και θα μείνει ερειπωμένος εις τους αιώνες. Άλλ’ οι εργασίες ανοικοδόμησης σταμάτησαν λόγω επισυμβάντος σεισμού και εκδήλωσης πυρκαϊάς31.
Επίσης, κατά τον Αμμιανόν, άμα τη ανόδω του εις το θρόνον ο Ιουλιανός εξέδωσεν πολλούς νόμους για την «παλινόρθωση της παραδοσιακής ειδωλολατρικής θρησκείας». Έτσι ετέθησαν και πάλιν σε λειτουργίαν όλοι οι εγκαταλελειμμένοι ειδωλολατρικοί ναοί και τα εξοχικά χορταριασμένα υπαίθρια ιερά. Ολ’ αυτά τέθηκαν υπό την επίβλεψη και επιστασία ντόπιων ιερέων. Δόθηκε μάλιστα προτεραιότητα στην αναστήλωση των εθνικών ναών σε σχέση με οποιανδήποτε άλλην οικοδομική δραστηριότητα. Έτσι, επισκευάστηκεν ο Παρθενώνας, το ιερόν τού Ασκληπιού και της Υγείας και πλήθος άλλων ναών σε Μακεδονίαν, Ήπειρον και Πελοπόννησον, κ.λπ. Αλλά και αρχαίες πόλεις με ιστορική δια την ειδωλολατρίαν σημασίαν, που με το πέρασμα των αιώνων είχαν ερειπωθεί, αναγείρονταν, όπως π.χ. η Νικόπολη, η Ελευσίνα, αλλά και η Αθήνα, άπ’ την οποίαν ποτέ δεν είχεν εκλείψει το αρχαίον πνεύμα, τότε επίσης αναζωογονήθηκεν. Επί πλέον, ξαναζωντάνεψαν οι πανηγύρεις, καθώς και οι δελφικοί και ολυμπιακοί αγώνες, αλλά και εκείνοι τού Αργούς, της Αντιόχειας και τού Άκτιου.
Με αυτήν τη δραστηριότητα ο Ιουλιανός δεν εστόχευεν απλά και μόνον στην αναβίωση της εθνικής λατρείας. Ταυτόχρονα ίδρυεν κατά πόλεις ορφανοτροφεία, ξενοδοχεία, πτωχοκομεία και ησυχαστήρια, στα οποία να μπορούν να αποσύρονται όσοι έχουν φιλοσοφικήν προδιάθεση και προκειμένου να μελετούν, αλλά και για να κάνουν αυτοσυγκέντρωση και πνευματικήν περισυλλογήν. Τοποθετούσε δε επί κεφαλής των φιλανθρωπικών αυτών ιδρυμάτων τους κατά τόπους αρχιερείς της ειδωλολατρίας.
Ο ίδιος παρότρυνεν τους τελευταίους αυτούς να επιδεικνύουν φιλανθρωπίαν, η οποία, όπως τους έγραφεν σε προσωπικές του επιστολές, είναι το πιο θεάρεστον έργον, που μπορούν οι αρχιερείς αυτοί να επιτελέσουν. Περί δε της οφειλόμενης επίδειξης μεγαλοψυχίας και περί τού καθήκοντος της ελεημοσύνης, τους γράφει: «Φαίην δ’ αν, ει και παράδοξον ειπείν, ότι και τοις πολεμίοις εσθήτος και τροφής όσιον αν είη μεταδιδόναι˙ τω γαρ ανθρωπίνω και ου τω τρόπω δίδομεν».
Επίσης, σε όλην την αυτοκρατορίαν εγκαθίδρυσεν «διδασκαλεία, βήματα, προεδρίας και υφεδρίας»32 για τη θρησκευτικήν και ηθική διαπαιδαγώγηση των υπηκόων του. Σ’ αυτά μορφωμένοι ιερείς των ειδώλων δίδασκαν το λαόν τις «αξίες» τού «Ελληνισμού». Αυτούς δε τους διόριζεν αυτοπροσώπως ο αυτοκράτορας.
Εμπνεόμενος, περαιτέρω, άπ’ το παράδειγμα τού Χριστιανισμού και τού Μιθραϊσμού, δημιούργησε ένα φιλοσοφικόν ιερατείον, τού οποίου την ιεράρχηση και τον κοινωνικόν ρόλον προσδιόριζεν ο ίδιος. Ήδη ο νενεοπλατωνικός Ιάμβλιχος, τού οποίου την φιλοσοφίαν ακολουθούσεν ο Ιουλιανός είχε δώσει το πρότυπον τού ιδανικού ιερέα, τόσον στο έργον του «Πυθαγορικός βίος», όσον και στο «Περί των αιγυπτίων μυστηρίων». Σ’ αυτά ο Ιάμβλιχος «παρουσιάζει ενα ανθρώπινον τύπον, προικισμένο με εξαιρετικήν καλοσύνην και κάθε είδος σοφίας, που ζει με μοναδική φροντίδα την προσέγγιση τού θείου και τη βοήθεια των συνανθρώπων του. Αυτός ο επιστήμων θεουργός, που, ως βαθύς γνώστης των νόμων της “κοσμικής συμπάθειας”, έχει την τέχνη να επικοινωνεί με τις δυνάμεις της φύσης, αποτελεί ένα είδος δεσμού ανάμεσα σε ανθρωπότητα και θεότητα».
Ο Ιουλιανός, δηλαδή, αποπειράθηκε να οργανώσει τον «Εθνισμόν» ως Εκκλησίαν με συγκροτημένην Ιεραρχίαν και βαθμούς ιερωσύνης. Κατά δε την συγκρότηση της Ιεραρχίας της ειδωλολατρικής Εκκλησίας, την οποίαν διοργάνωσεν κατά μίμηση της χριστιανικής, ο ίδιος ο Ιουλιανός επέλεγεν τους κατά τόπους αρχιερείς της άπ’ τους οπαδούς τού νεοπλατωνισμού τού Ιαμβλίχου κι’ αυτοί, με την σειράν τους, διόριζαν Ιερείς στην περιοχήν της δικαιοδοσίας τους. Σημειωτέον ότι για όλους τους βαθμούς της Ιεραρχίας αυτής διεκήρυξεν ο Ιουλιανός ότι δεν λαμβάνεται καθόλου ύπ’ όψη η κοινωνική καταγωγή και προέλευση και οικονομική κατάσταση τού ειδωλολάτρη κληρικού: «καν πένης η τις, καν δημότης, έχων εν εαυτώ δύο ταύτα, το τε φιλόθεον και το φιλάνθρωπον, Ιερεύς αποδεικνύσθω».
Θα πρέπει να παρατηρήσουμεν στο σημείον αυτό ότι συνήθως ο Ιουλιανός προβάλλεται άπ’ τους αρχαιολάτρες ως ανεξίθρησκος. Και ο ίδιος ήθελε να θεωρείται έτσι. Είναι όμως γεγονός ότι η οικτρά αποτυχία του στα σχέδια του τον έκανε να εκμανεί και να αρχίσει ένα ακήρυκτο διωγμόν κατά των Χριστιανών. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ακριβώς ομιλεί περί διωγμού και μάλιστα χειρότερου των διωγμών τού χριστιανικού παρελθόντος. Ο ενδιαφερόμενος για τους διωγμούς αυτούς τού Ιουλιανού ευρίσκει πολλές πληροφορίες και λεπτομέρειες στο έργον τού Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ιστορία της Εκκλησίας Αντιοχείας, σελίδες 225 – 243, εν Αλεξάνδρεια, 1951. Μεταξύ δε άλλων μέτρων κατά των Χριστιανών, απαγορεύθηκε σ’ αυτούς να ασκούν ελευθέρια επαγγέλματα, στερήθηκαν κάθε παρρησίας, απομακρύνθηκαν «συλλόγων, αγορών, πανηγύρεων, δικαστηρίων αυτών, διότι οποίος ήθελε να κινήσει δίκην, έπρεπε να προσφέρει θυσίαν στους βωμούς των θεών»33. Επίσης, εσύροντο ως υπόδικοι και εθανατώνονταν όχι μόνον οι συνεργήσαντες σε καταστροφές «εθνικών» βωμών και ναών, αλλά και οι απλώς κατηγορηθέντες.
Ειδικά εκπαιδευτικά μέτρα κατά των Χριστιανών
Σπουδάζοντας όμως και μελετώντας ο Ιουλιανός τους αρχαίους συγγραφείς δεν προσεκολλάτο στην αισθητικήν επιφάνειαν ή και την ηθική διδασκαλίαν τους. Αυτά τα θεωρούσεν ως τον φλοιόν «τού μεταφυσικού καρπού, που προσέφερεν η ελληνική σκέψη» στο μελετητήν.
Διεπίστωσεν επίσης ότι οι χριστιανοί διδάσκαλοι διδάσκουν τους νέους τα αρχαιοελληνικά συγγράμματα ελκύοντας την προσοχήν στη γλωσσική μορφήν και την κοινότοπην ηθικολογίαν. Έφθανε δε στο εξής συμπέρασμα: «Αν (οι χριστιανοί διδάσκαλοι) θέλουν να διδάσκουν, πρέπει πρώτα να πείσουν όντως τους μαθητές τους ότι ούτε ο Όμηρος, ούτε ο Ησίοδος, ούτε κανείς από τους συγγραφείς, που εξηγούν και τους οποίους έχουν καταδικάσει ως ασεβείς, ανόητους και πλανεμένους ως προς τα θεία, είναι πραγματικά τέτοιος. Επειδή μάλιστα αποζούν άπ’ αυτά, που εκείνοι έχουν γράψει, ομολογούν ότι είναι αισχροκερδέστατοι και έτοιμοι να υπομείνουν τα πάντα για λίγες δραχμές». Γι’ αυτό και στέλνει ο Ιουλιανός τους χριστιανούς διδασκάλους «εις τας των Γαλιλαίων εκκλησίας εξηγησομένους Ματθαίον και Λουκαν»34.
Ευρισκόμενος, λοιπόν, στην Άγκυρα, μητρόπολη της ασιατικής Γαλατίας και κέντρον της λατρείας της Κυβέλης, εξέδωσεν το περίφημο διάταγμα, δια τού οποίου απαγόρευσεν στους χριστιανούς δασκάλους τη διδασκαλίαν των ελλήνων συγγραφέων, αλλά και στους χριστιανούς εν γένει να σπουδάζουν τα ελληνικά γράμματα. Στο παράλογον αυτό μέτρον προέβη ο Ιουλιανός, επειδή πίστευεν, κατά το Λιβάνιον35, ότι είναι «αδελφά λόγοι τε και θεών Ιερά», ότι, δηλαδή, δεν ήταν δυνατό να χωρισθεί η ελληνική Παιδεία από την ελληνικήν πολυθεϊστική θρησκείαν. Ο «Έλληνας» δεν ηδύνατο να μη είναι «εθνικός», δηλαδή ειδωλολάτρης, διότι «Ελληνισμός» και Χριστιανισμός δεν συμβιβάζονται μεταξύ τους!
Ο ίδιος έλεγεν προς τους χριστιανούς: «Ημέτεροι οι λόγοι και το ελληνίζειν, ων και το σέβειν θεούς˙ υμών δε η αλογία και η αγροικία και ουδέν υπέρ το, «Πίστευσον», της υμετέρας εστί σοφίας»35. Είναι φανερόν ότι ο Ιουλιανός επεδίωξε δια της ενεργείας του αυτής να στερήσει το χριστιανισμόν της εκ της ελληνικής Παιδείας πνευματικής δύναμης. Εγνώριζε δε ότι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, όπως π.χ. ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος, οι συμμαθητές του στην Αθήνα, άριστα συνεδύαζαν Χριστιανισμόν και Ελληνισμόν και διέπρεπαν δια της ελληνικής Παιδείας. Ο Ιουλιανός άπ’ όλους τους χριστιανούς δασκάλους, που απέλυσεν από τις θέσεις τους έκανεν εξαίρεση μόνον στο φίλον του Χριστιανόν καθηγητήν των Αθηνών Προαιρέσιον, τον οποίον, επειδή εκτιμούσε βαθιά, δεν απομάκρυνεν της καθηγητικής έδρας και ο οποίος όμως, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον εκπαιδευτικό νόμο τού Ιουλιανού, παρητήθη οικειοθελώς άπ’ την καθηγητικήν του θέση.
Περιττόν να σημειώσουμεν ότι το παράλογον αυτό μέτρον τού Ιουλιανού κατά των χριστιανών καθηγητών προκάλεσε γενική διαμαρτυρίαν των Χριστιανών και ώθησεν τον επίσκοπο Λαοδικείας Απολλινάριον σε φιλολογικήν εργασίαν, προκειμένου να εξουδετερωθεί η απαγόρευση τού Ιουλιανού. Ο επίσκοπος Απολλινάριος ήταν γυιός τού ομώνυμου πρεσβύτερου Λαοδικείας Απολλινάριου, ανδρός ελλογιμώτατου, ο οποίος εκπαιδεύθηκε μεν στην Αλεξάνδρειαν και είχε διδάξει τα γραμματικά στη Βηρυτόν και Λαοδίκειαν. Αυτός έγραψε Γραμματικήν κατά το χριστιανικόν τύπον, μια διασκευήν της Πεντατεύχου σε στίχους εις εξάμετρον. Τα υπόλοιπα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης τα διασκεύασεν σε 24 άσματα. Αυτό το τεράστιον ποίημα ομηρικού τύπου το ετιτλοφόρησεν: «Εβραϊκή Αρχαιολογία». Αυτά, κατά τους ιστορικούς Σωκράτην και Σωζόμενον36. Κατά τους ίδιους, ο Απολλινάριος (πατέρας) , συνέθεσε λυρικά και δραματικά έργα εκ της Αγίας Γραφής, κατά τον τρόπον τού Πινδάρου και Ευριπίδη. Δυστυχώς δεν εσώθη τίποτε άπ’ όλην αυτήν τη δημιουργίαν. Ο δε ομώνυμος γυιός του, Απολλινάριος, άριστα εκπαιδευθείς περί τη φιλολογία, φιλοσοφίαν και θεολογίαν, έγινεν, ως είπομεν, επίσκοπος Λαοδικείας και θέλοντας ν’ αντιδράσει κατά των μέτρων τού Ιουλιανού, εξέθεσεν το κείμενον της Καινής Διαθήκης εις αρχαίαν ελληνικήν υπό μορφήν πλατωνικών διαλόγων, την ιστορίαν της Παλαιάς Διαθήκης από το Μωϋσή μέχρι τον Σαούλ σε μέτρον ηρωικό, μετέφρασε δε τους ψαλμούς εις αρχαίαν ελληνικήν εν εξαμέτρω. Επίσης, έγραψεν τραγωδίες και λυρικά ποιήματα37.
Η απογοήτευση και του ίδιου τού Ιουλιανού
Εκτός της γενικότερης, χαρακτηριστική ήταν η αποτυχία τού Ιουλιανού και όταν επισκέφθηκεν και έμεινε για ένα διάστημα στην Αντιόχειαν, την οποίαν μάλιστα προτίθετο να κάνει έδρα διαμονής του και ίσως και πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας. Με βαθειά, λοιπόν, θλίψη παρατηρούσεν ο Ιουλιανός ότι όχι μόνον οι «άθεοι», δηλαδή οι χριστιανοί, όπως ο ίδιος τους αποκαλούσεν, επειδή δεν πίστευαν στους “θεούς” αλλά και οι «εθνικοί» Αντιοχείς τον απεστρέφοντο38 και συμπαθούσαν τη χριστιανική θρησκείαν, «Χριστόν δε αγαπώντες είχαν αυτόν πολιούχον, αντί τού Διός και τού Δαφναίου Απόλλωνος».
Οι «Εθνικοί» εφαίνοντο αδιάφοροι στις θρησκευτικές δραστηριότητες και προσπάθειες τού Ιουλιανού. Εκτός τού διδασκάλου του, τού Λιβάνιου, ο Ιουλιανός δεν βρήκε κανέναν στην Αντιόχειαν που να τού είναι αφοσιωμένος, ή να τον συμπαθεί. Αισθάνθηκεν ξένος στην πόλη αυτήν. Είδε το λαόν αφοσιωμένο με μανίαν στις ιπποδρομίες και τα θεάματα, που ήταν η καθημερινή απασχόληση των Αντιοχέων. Θέατρα και ιπποδρομίες τα απεχθάνετο ο Ιουλιανός. Κι αυτό προκαλούσεν την αγανάκτηση των Αντιοχέων, χριστιανών και εθνικών»39.
Αλλά και η εξωτερική εμφάνιση τού φιλόσοφου και θρησκόληπτου αυτοκράτορα προκαλούσε τα σκωπτικά σχόλια και ευφυολογήματά τους. Ενώ οι Αντιοχείς απέδιδαν μεγάλην σημασίαν στην εξωτερικήν εμφάνιση, εις τα λουτρά και την καθαριότητα τού σώματος40 και υπήρχαν, κατά τη διατύπωση τού Λιβάνιου, «όσαι οικίαι τοσαύται κρήναι», ο Ιουλιανός απέφευγεν το λουτρόν, ήταν πάντα ατημέλητος, είχε μακρόν πώγωνα, όπως οι φιλόσοφοι, είχεν τα δάκτυλα ακάθαρτα άπ’ τη μελάνην και τα νύχια μακρά. Έδιδεν την εντύπωση απάνθρωπου, την εικόνα αγροίκου, την εμφάνιση άγριου και ανήμερου ανθρώπου41.
Βλέποντας μάλιστα οι Αντιοχείς τον αυτοκράτορα καθημερινά να προσφέρει προσωπικά θυσίες, να σφαγιάζει κατά εκατοντάδες κριούς, πρόβατα, αίγες, πτηνά και βόδια ιδίως λευκά, εξέφραζαν φόβους, μήπως εκλείψει το γένος των λευκών βοδιών. Οι εκατόμβες και σε άλλην περίπτωση, εκείνην τού Μάρκου Αυρήλιου, είχαν δώσει αφορμή να γραφεί ένα επίγραμμα, το οποίον οι Αντιοχείς επαναλάμβαναν χλευαστικά και για τον Ιουλιανόν: «Οι λευκοί ταύροι χαιρετίζουν τον καίσαρα Μάρκον. Αν επανέλθει νικητής, θα καταστρέφουμε»!
Μαρτυρούνται όμως και φοβερές νυκτερινές θυσίες και φρικτές νεκρομαντείες, κατά τις οποίες εσφάζοντο παιδιά και παρθένες νεανίδες για να γίνουν οι σχετικές μαντείες και προβλέψεις42. Πάντως, τελικά, Χριστιανοί και «εθνικοί» της Αντιόχειας συνενώθηκαν με κοινήν απέχθειαν προς τον Ιουλιανόν και έλεγαν, μάλιστα, το εξής: «Το “Xι” ουδόλως αδίκησεν την πόλη μας, ούτε το “Κάππα”». Ο Ιουλιανός στην αρχή δεν είχεν εννοήσει τις αινιγματώδεις αυτές λέξεις. Αλλά, στην συνέχειαν, εξακρίβωσεν ότι το μεν «Χι» εδήλωνε το Χριστόν, το δε «Κ» τον Κωνστάντιον43. Έλεγαν, λοιπόν, οι Αντιοχείς ότι δεν είδαν κακόν εκ τού Ιησού Χριστού, ήτοι τού Χριστιανισμού, τον οποίον πολεμούσεβ ο Ιουλιανός, ούτε εκ τού αυτοκράτορα Κωνστάντιου. Ετόνιζαν, επίσης, ότι ένα μόνον κακόν έπραξεβ ο Κωνστάντιος, ότι έκανε Καίσαρα τον Ιουλιανόν και δεν τον εφόνευσεν. Και επειδή τον αποκαλούσαν «τέρας μυθολογικόν», «κύκλωπα» και «τράγον» και τού συνιστούσαν να φτιάξει σχοινιά άπ’ τα μακριά γένεια του, ο ίδιος έλεγε για τα ευτράπελα και τα σκώμματα, με τα οποία οι Αντιοχείς έβαλλαν κατ’ αυτού; Πως, λοιπόν, να υποστώ μετ’ ολίγον τα βέλη των Περσών;44
Γενικοί χαρακτηρισμοί και τελικές κρίσεις
για το πρόσωπον και το έργον τού Ιουλιανού
Ο Ιουλιανός, ικανός στρατιωτικός και άνθρωπος μορφωμένος και καλλιεργημένος, απέτυχεν ως πολιτικός, διότι εστήριξεν το πρόγραμμα του στην ανεδαφική νοσταλγίαν τού σβεσθέντος πλέον και διαρρεύσαντος οριστικά παρελθόντος. Ενώ όμως είναι έντιμος, η αποτυχία του τον εξερέθισεν και τον οδήγησεν εις μία λύση δια της τακτικής των διωγμών κατά των Χριστιανών. Είναι γεγονός ότι παρά τις προαναγγελίες του περί ανεξιθρησκείας, επέδειξε θρησκευτικό φανατισμόν, τον οποίον δεν είχαν οι προκάτοχοί του. Έτσι όμως ανάγκασεν και τους Χριστιανούς να επιδείξουν μετέπειτα παρόμοιαν στάση, για να μη επιτραπεί πλέον στον «Εθνισμόν» να συνεχίσει την αγρίαν συμπεριφοράν του. Ύπ’ αυτό το πρίσμα θα πρέπει να ερευνάται και να κατανοείται και η μετέπειτα πολιτική τού Θεοδοσίου Α’ τού Μεγάλου κατά τού «Εθνισμού». Επειδή, δηλαδή, υπήρχεν το προηγούμενον τού Ιουλιανού, ο Θεοδόσιος Α’ έσκλήρυνεν την στάση του κατά τού «Εθνισμού», την οποίαν πιπιλίζουν και αναμασσούν και κραδαίνουν ως επιχείρημα οι αρχαιολάτρες των ημερών μας, λησμονούντες το τι είχεν προηγηθεί με την άνοδον στο θρόνον τού Ιουλιανού.
Ως φιλόσοφος, τώρα, ο αυτοκράτορας παρουσίασεν αξιόλογην συγγραφική δραστηριότητα, που βρίσκεται σε άμεσην σχέση με την στοχαστικήν αναζήτηση και με την πολιτικήν πράξη της σύντομης βασιλείας του. Το συγγραφικόν του έργον παρουσιάζει σαφή εικόνα της προσωπικότητας και της παιδείας τού ανήσυχου αυτοκράτορα. Στο «Κατά Γαλιλαίων» σύγγραμμά του που αμεσότερα μας ενδιαφέρει, και που μόνον αποσπάσματα του σώζονται, επιχειρεί εύφυώς την καταπολέμηση τού Χριστιανισμοΰ και αποδεικνύεται καλός γνώστης όχι μόνον της διδασκαλίας43, αλλά και των εσωτερικών προβλημάτων της Εκκλησίας. Ειδικά, λοιπόν, το έργον του «Κατά Γαλιλαίων»46 εθεωρείτο καλύτερον τού αντίστοιχου έργου τού νεοπλατωνικού Πορφυρίου και των Χριστιανών. Αλλ’ ήδη και τα δύο έχουν απολεσθεί, πλην ορισμένων αποσπασμάτων τους, ως παρετηρήσαμεν.
Στον αγώνα του, έπειτα, εναντίον της νέας πίστεως, τού Χριστιανισμού, ο Ιουλιανός, είπαμεν, ήταν ο εκφραστής μιας μορφωμένης «εθνικής» ελίτ, χωρίς όμως λαϊκή βάση, της πνευματικής αριστοκρατίας των νεοπλατωνικών φιλοσόφων και ρητόρων, που επιβίωναν πολύ δύσκολα, στα μεγάλα ελληνιστικά – αστικά κέντρα της Ανατολής. Σ’ αυτά και ιδιαίτερα στην Αντιόχειαν, που διάλεξε για έδραν του και ίσως για πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας, αντιμετώπισεν σοβαρές αντιδράσεις και δοκίμασεν απογοητεύσεις. Η από τα κάτω ανεπάρκεια τού αγώνα του φάνηκεν καθαρά, όταν αποπειράθηκε να οργανώσει το εθνικόςν Ιερατείο με πρότυπον τη χριστιανικήν εκκλησιαστικήν Ιεραρχίαν. Ο προσωπικός του ζήλος, έπειτα, και η συμμετοχή του στις θυσίες ζώων προς τους θεούς, προκάλεσαν το χλευασμόν και την αντίδραση όχι μόνον των Χριστιανών, αλλά και την απογοήτευση των κυριότερων εκφραστών της «εθνικής» ιδεολογίας για τη ματαιότητα τού εγχειρήματος. Οι ίδιοι οι «εθνικοί» έβλεπαν μάλλον με περιέργειαν εκείνην την ακατανόητον δι’ αυτούς θρησκευτικήν κίνηση τού Ιουλιανού και των περί αυτόν ολίγων φιλοσόφων και ρητόρων. Ο ίδιος ο Ιουλιανός δεν εβράδυνε να αντιληφθεί ότι ευρίσκετο εντός, αν μη εχθρικού, τουλάχιστον αδιάφορου περιβάλλοντος. Αισθανόταν ξένος στο περιβάλλον της Αυτοκρατορίας του.
Εξ άλλου, ούτε η προσωπική του ιδεολογία δεν ταυτιζόταν με την αρχαίαν πίστη τού Εθνισμού, άλλ’ ούτε και μ’ εκείνην των συγχρόνων ειδωλολατρών. Ούτε, δηλαδή, οι ίδιοι οι «εθνικοί» καταλάβαιναν την σκέψη του. Κι’ ενώ στην αρχήν ενθουσιάστηκαν μαζύ του, μετά μειδιούσαν και μόνον ακούγοντάς τον. Γι’ αυτούς τα λόγια του ήταν γρίφος και η προσπάθειά του για νεκρανάσταση της ειδωλολατρίας ματαιοπονία.
Γενικότερον, λοιπόν, ο ενθουσιασμός του για την αναβίωση της αρχαίας «εθνικής» θρησκείας με στήριγμα την ελληνική φιλοσοφίαν ήταν ανεδαφικός, επειδή ήταν πλέον αδύνατη η ανάσχεση της ευρύτατης κοινωνικής επιρροής τού Χριστιανισμού. Η γαλατική δυτική εμπειρία του, στην οποίαν αναφερθήκαμε, ήταν τελείως ξένη προς την Ανατολήν, όπου όλες οι κοινωνικές δομές είχαν διαποτισθεί με το Χριστιανισμόν. Η τεχνητή θρησκεία του «δεν ανταποκρινόταν σε ψυχικές ανάγκες τού λαού και δεν τον προσήλκυεν». Η όλη προσπάθεια, ως ετονίσαμεν, είχε χαρακτήρα αριστοκρατικό, μιας ελίτ διανοούμενων, ξένης προς τα πραγματικά προβλήματα τού λαού και στον ψυχισμόν του. Είλκυαν βέβαια οι θεουργίες, αλλά κι’ αυτές μόνον τους λίγους μυημένους. Ο λαός, όσος δεν είχεν προσέλθει στο Χριστιανισμόν, ενδιεφέρετο για τις ιπποδρομίες και τα θέατρα, τα οποία όμως ο αυτοκράτορας περιφρονούσεν. Ούτε οι ίδιοι οι ιερείς των ειδώλων αισιοδοξούσαν για τη δυνατότητα αναζωογόνησης της αρχαίας θρησκείας. Τούτο το γεγονός απηχεί ο θρυλούμενος χρησμός τού μαντείου, που διέσωσεν η χριστιανική παράδοση:
«Είπατε τω βασιλεί˙ χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος εχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν απέσβετο και λάλον ύδωρ»47.
Τελευτώντες, επαναλαμβάνομεν τα λόγια τού Boissier48: «Τα σχέδια τού Ιουλιανού προορίζονταν να ναυαγήσουν, γιατί ο κόσμος δεν είχε να χάσει τίποτε από την αποτυχίαν τους».
1. Στη μελέτην αυτήν, το επίθετον «εθνικός» δεν έχει φυλετικήν σημασίαν, αλλά πολιτιστικήν και μάλιστα θρησκευτικήν. Σημαίνει απλώς «ειδωλολάτρης». Και «εθνισμός» σημαίνει ειδωλολατρίαν.
2. R. Brawn – J. Richer, L’ Empereur Julien. De 1′ histoire a la legende: 331 -1715, Paris 1978.
3. Οι τίτλοι της τριλογίας αυτής, που εκδόθηκεν στο Παρίσι, είναι: Le Christ et Ante-Christ, 1892. Julien Apostat, 1894 και Les Dieux ressuscites. 1896.
4. Περί τού Μαξίμου τούτου ιδέ και Κ. Praechter. Realencyclopadie d. class. Altertum-swissenschaft. Neue Bearb. 1894, XIV, 2563 ff. και Ε. Greffcken, Der Ausgang des griech. – rom Heidenlums, 1920. Επίσης, J. Bidez, La vie de Γ empereur Julien, 1932,169/70 και 304. Ο λαοπλάνος αυτός και θεουργός Μάξιμος επηρέασεν πολύ βαθιά την ψυχήν τού απελπισμένου Ιουλιανού. Αποτέλεσμα της επήρειας εκείνου ήταν να εμπνεύσει στο νεαρόν Ιουλιανόν περιφρόνηση, αποστροφήν και θανάσιμο μίσος προς τη νέα θρησκείαν τού Χριστιανισμού, που ήταν η θρησκεία τού δολοφόνου της οικογένειας του και προσωπικού του διώκτη αλλά και θαυμασμόν προς την αρχαία θρησκείαν, που εις την τότε φάση της συνταίριαζεν «άφθονη μυστικοπάθειαν και θαυματοποιίαν με τη διαύγειαν τού αρχαίου ορθολογισμού, που και τα δύο μαζύ καθησύχαζαν τις ψυχικές ανησυχίες τού Ιουλιανού». Ο ίδιος Μάξιμος υπέβαλεν στον Ιουλιανόν, εκστρατεύοντα κατά των Περσών, την ιδέαν και τον έκανε να πιστέψει ότι ήταν ενσάρκωση τού Μεγάλου Αλεξάνδρου. «Ενόμιζε κατά την Πυθαγόρου και Πλάτωνος δόξαν εκ μετενσωματώσεως την Αλεξάνδρου έχειν ψυχήν, μάλλον δε αυτός είναι Αλέξανδρος εν ετέρω σώματι. Αύτη η οίησις αυτόν εξηπάτησεν…» (Σωκράτους, Έκκλ. Ιστορία, 3, 21). Και μόνον αυτό αποδεικνύει ότι ο εν λόγω θεουργός υπήρξεν «απατεώνας με πατένταν»!
5. Ν. Η. Baynes, “The early Life of Julian the Apostate”, εν Journal of Hellenic Studies 45 (1925), 352-354.
6. Ο Ιουλιανός σε επιστολήν του προς Αλεξανδρείς ονομάζει την Κωνσταντινούπολη πατρίδα του (εν Juliani imperatoris quae supersunt praeter reliquias apud Cyrillum omnia, recensuit Fridericus Carolus Hertlein. vol. I-II, Lipsiae 1875 -76, II, 567.
7. Ιουλιανού, Επιστολή 58 (Hertlein).
8. Ιουλιανού, Μισοπώγων (Hertlein, II, 454). 1
9. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία, 3, 1 και εξ.
10. Ένεκα του μίσους που αργότερα έτρεφεν κατά των Χριστιανών ο Ιουλιανός, έμεινεν αδιάφορος και απαθής, όταν έμαθεν τα παθήματα του επισκόπου Αρεθούσης Μάρκου, στον οποίον όφειλεν την ιδίαν του την ζωήν (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος δ’, εν Migne, Patr. Gr. 35,616 -618 και Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία, 3,7).
11. Ο Κωνστάντιος ήθελεν «περί τα βιβλία πλανάσθαι αυτόν (τον Ιουλιανόν) και αργείν μάλλον η τού γένους και του Βασιλέως υπομνήσκεσθαι».
12. Ιουλιανού, Μισοπώγων, εκδ. Hertlein, 11,452 -454.
13. Α. Lichtenstein, Eusebios von Nikomedeia, Diss. Leipzig 1903. J. Quasten, Patrology, 3, 190 – 193. H. G. Opitz, Urkunden zur Gesch. des arian. Streites (Athanas. Werke, 3,1), 1934 -1935.
14. P. Athanassiadi – Fowden, Julian and Hellenism (Oxford, 1981) και «Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους», τόμος Ζ’, σελ. 59 – 63, Εκδοτική Αθηνών. Αθήναι 1978.
15. J. Gummerus, Die homousianische Partei, 1900. Και– Ο. Bardenhewer, Geschichte der altkirchl. Literatur, 2 Aufl. 1913/32.3. 264 f.
16. P. Wolf, Vom Schulwesen der Spatantike, Stud, zu Libanius, Baden – Baden 1952,37 ff.
17. Ο χριστιανός ρήτορας Εκηβόλιος το έτος 361 μετεστράφη στον «Εθνισμόν» (Λιβανίου, Λόγ. 18,12. Σωκράτους, Έκκλ. Ιστορία, 3.1.10 και 13. 5).
18. Κ. Praechter. Schulen und Richtungen (Genethl. C. Robert 1910), 109,1,155.
19. Υπήρξεν διδάσκαλος τού Ευνάπιου, ο οποίος εις το «Βίος Σοφιστών» (σελ. 107 και έξης στην έκδοση J. F. Boissonade, Amsterdam 1822) τον βιογραφεί και μας δίνει κατάλογον των συγγραμμάτων του (ένθα ανωτ. σελ. 113), εκ των οποίων, δυστυχώς ουδέν διεσώθη.
20. W. Christ, W. Schmid, Ο. Stahlin, Geschichte der griech. Literatur bis auf die Zeit Justinians, 2, 2,986.
21. H. Dorrie, “Priscus”, εν Der kleine Pau-lv. Band. 4.1144.
22. Christ -Schmid, ένθα ανωτ. 2, 2,1000 ff. Και· Ed. Norden, Die antike Kunstprosa vom 6 Jahr. bis in die Zeit der Renaissance, 2 Aufl. 1909, 448 ff. Και· C. Teuber, Quaest. Him. Diss. Breslau 1882. D. Serruys, Philologie et linguistique, Paris 1909,475 ff. F. G. E. Rizzo, εν Rivista di Filologia e di Istruzione Classica, Torino, 26,1898,513 ff. E. Richtsteig, Jahresber. d. Schles. Ges. f. vaterl. Kultur., 96, 1918, 4,1 ff, τού ιδίου, εν Byzant. – neugriech. Jahrb. 2,1921,1 ff. J. Mesk, εν Wiener Studien, Zeitschrift fur klassische Philologie, Wien 44,1924/25,160 ff. J. D. Meerwaldt, Mnemosyne. Bibliotheca Classica Batavica. Leiden, 4 Ser. 7,1954,19 ff. S. Eitrem -L. Amundsen, Class, et Mediaev. 17, 1956, 23 ff.
23. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ε’, εν Migne, Patr. Gr. 35, 692, 699. Πρβλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Οι τρεις Ιεράρχαι και ο Ιουλιανός ο Αποστάτης, Αθήναι 1920.
24. Περί αυτής και της ωραιότητας της ιδέ Αμμιανού Μαρκελλίνου, Rerum Gestarum, 18, 3, 2. Περί της επιρροής της επί τού Αυτοκράτορα: Αθανασίου, Προς μον. 6. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία, 2, 2, 4, 6. Περί τού ρόλου της στην ανάδειξη τού Ιουλιανού: Αμμιανού Μαρκελίνου, Rerum Gestarum, 15, 2, 8. 8, 3. Περί της ατεκνίας της: Φιλοστοργίου, 4, 7 και Αμμιανού, 16, 10, 18. Προς τιμήν της ο Ιουλιανός το 356/57 συνέταξε Πανηγυρικόν (Λόγος 3).
25. Συμεώνος Μεταφραστού, Βίος και μαρτύριον τού Αγίου μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου, εν Migne, Patr. Gr. 115,1184.
26: Αμμιανού Μαρκελλίνου, Rerum Gestarum, XXI, 10.
27. Πλείονα περί Θεμίστιου παρά τω W Stegemann, εν Realencyclopadie d. class. Altertumswissenschaft, V, A, 1642 ff. και παρά G. Downey – A. F. Norman, Leipzig 1965/70.
28. F. Kudlien, “Or(e)ibasios”, εν Der kleine Pauly, B. 4,334 – 335.
28α. Kaiser Julianus, 126. 10
28β. Negri, “Julian”, II, 632.
29. «Γαλιλαίους αντί Χριστιανών ονομάσας τε και καλείσθαι νομοθετήσας» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος δ’, εν Migne, Patr. Gr. 35,601).
30. Περί τού Αλυπίου ιδέ Αμμιανού Μαρκελλίνου, Rerum Gestarum, 23, 1,2 και Λιβανίου, Επιστ. 327. Δια την αποστολήν του δε εις Ιεροσόλυμα προς ανέγερση εβραϊκού ναού, ιδέ: Ιουλιανού, Επιστ. 29, 30,134 και Αμμιανού Μαοκελλίνου. Rerum Gestarum, 23,1, 3.
31. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Κατά Ιουδαίων Λόγος ε’, εν Migne, Patr. Gr. 48, 900, 901. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία, 3, 20. Σωζόμενου, Εκκλ. Ιστορία, 5, 22. Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία, 3,20.
32. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος δ’, εν Migne. Patr. Gr. 35, 648. Πρβλ. Ιουλιανού, Επιστολαί, 5, 21, 56, Hertlein, II, 484 και Σωζόμενου, Εκκλ. Ιστορία, 5,16.
33. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εγκωμιαστική εις τους αγίους μάρτυρας Ιουβεντίνον και Μαξιμίνον τους μαρτυρήσαντας επί Ιουλιανού τού Αποστάτου, εν Migne, Patr. Gr. 50, 573 και Γρηγορίου Θεολόγου, Migne, Patr. Gr. 35,629.
34. Για τους ίδιους έλεγεν: «ει μεν οίονται σοφά, ων είσιν εξηγηταί και ώσπερ προφήται κάθηνται, ζηλούτωσαν αυτών πρώτον την εις Θεούς ευσέβειαν ει δε εις τους τιμιωτάτους υπολαμβάνουσιν πεπλανήσθαι, βαδιζόντων εις τας των Γαλιλαίων εκκλησίας, εξηγησόμενοι. Ματθαίον και Λούκαν».
35. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος δ’, εν Migne. Patr. Gr. 35. 636,637.
36. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία, II, 16. III, 15-16, εν Migne. Patr. Gr. 67,361 – 364 και 417 – 424. Σωζόμενου, Εκκλ. Ιστορία, V, 18. VI. 25. εν Migne. Patr. Gr. 67, 1269 – 1272 και 1630 – 1631. J. Draseke, Apollinaris von Laodicea (T.U.. VII), Leipzig 1892, σελ. 3 -4, 7 – 9, 15 – 17, 63 – 80. Η. Litzman, Apollinaris von Laodicea und seine Schule, Tubingen 1904, σελ. 1 -3,9 – 10,44 – 46,150 – 152. P. Allard, Julien Apostat. II. σελ. 369 – 371.
37. Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία, 3,16.
38. Ιουλιανού, Μισοπώγων, Hertlein, II, 461.
39. Ιουλιανού, Μισοπώγων, Hertlein, II, 437. Πρβλ. Λιβανίου, Επιτάφιος έπί Ίουλια-«ω. Forster. II. 310.
40. Ιουλιανού, Μισοπώγων, Hertlein, II. 441.
41. Ιουλιανού, Μισοπώγων, Hertlein, II. 436,441.
42. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος δ’, εν Migne, Patr. Gr. 35, 625. Πρβλ. Σωκράτους. Εκκλ. Ιστορία, 3, 31. Θεοδωρήτου, Εκκλ Ιστορία, 327. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος εις τον μακάριον Βαβύλαν, Migne, Patr. Gr. 50,555.
43. Ιουλιανού, Μισοπώγων, Hertlein, II, 460,461.
44. Αμμιανού Μαρκελλίνου, Rerum Gestarum, XXII, 14. Ζωναρά, Επιτομή Ιστοριών, ιγ’, 12. Ιουλιανού, Μισοπώγων, Hertlein. II. 435 και 443.
45. Αναφέρεται ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έστειλεν στον Ιουλιανό χριστιανικόν κείμενον προκειμένου να εκφέρει ο αυτοκράτορας κρίση επί τού κειμένου. Ο Ιουλιανός με τη σειράν του απήντησεν ως εξής στο Γρηγόριον λακωνικά και με αρκετή δόση υπεροψίας: «Ανέγνων, έγνων, κατέγνων». Όποτε και ο Γρηγόριος τού ανταπαντά εξ ίσου λακωνικά: «Ανέγνως, άλλ’ ουκ έγνως. Ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως».
46. Πιθανώς το έργον αυτό επεγράφετο «Λόγοι κατά Γαλιλαίων». Ήταν δε διηρημένον σε τρία ή επτά βιβλία. Μέρος τού συγγράμματος διασώθηκε εις την αναίρεση, που τού έκανεν ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας (Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, εν Αλεξάνδρεια 1933, σελ. 396 και εξής).
47. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία, 3, 1. Λέγεται (Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, εκδ. Βόννης, I, 653. Συμεών Μεταφραστού, Migne, Patr. Gr. 115,1185) ότι ο Ιουλιανός έστειλεν στο μαντείον των Δελφών τον ιατρόν και φίλον του Ορειβάσιον να ζητήσει χρησμόν και έλαβεν την ανωτέρω απάντηση.
48. Boissier, La fin du Paganisme, 1,142.
Το κείμενο είναι πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέως κ.Χρίστου Βασιλειάδη και υπόκειται στο νόμο περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας (Ν. 2121/1993). Για αναδημοσιεύσεις επικοινωνήστε με την ιστοσελίδα μας