Όσιου Εφραίμ τού Σύρου
Λόγος εις πατέρας τελειωθέντας
Πονεί η καρδιά μου, συμμερισθείτε τον πόνο μου, αδελφοί, ευλογημένοι δούλοι τού Θεού. Ελάτε, ακούστε, θλίβεται η ψυχή μου, πονούν τα σπλάχνα μου. Πού είναι τα δάκρυα και πού είναι η κατάνυξη, ώστε να λούσω το σώμα μου με δάκρυα και στεναγμούς; Ποιος θα μπορούσε να με μεταφέρει σέ ακατοίκητο τόπο, όπου δεν υπάρχει θόρυβος πού να σταματά τα δάκρυα, ούτε πάλι υπάρχει ταραχή πού να εμποδίζει το κλάμα; Και έτσι, αφού ύψωσα τη φωνή μου, έκλαψα απευθυνόμενος πρὸς τον Θεό, με πικρά δάκρυα, και είπα με στεναγμούς, «Θεράπευσέ με, Κύριε, για να θεραπευθώ, επειδή η καρδιά μου πονεί πάρα πολύ, και οι στεναγμοί της δε με αφήνουν ούτε μια στιγμή να βρω ανακούφιση. Διότι βλέπω, Δέσποτα, ότι τούς Αγίους σου τούς παίρνεις από τον μάταιο κόσμο, σαν εκλεκτό χρυσάφι, και τούς φέρνεις στην ανάπαυση της ζωής. Όπως ακριβώς ο συνετός και φρόνιμος γεωργός, όταν δει ότι οι καρποί ωρίμασαν καλά, τούς τρυγά αμέσως, για να μην τούς βλάψουν κάποια χτυπήματα πού είναι καταστρεπτικά γι’ αυτούς, έτσι και σύ, Σωτήρ μου, συλλέγεις τούς εκλεκτούς σου πού κοπιάζουν ζώντας αγία ζωή».
Αλλά εμείς οι ράθυμοι καταντήσαμε πλαδαροί κατά την προαίρεση, εξαιτίας τής τόσης σκληρότητας μας, και ο καρπός μας έμεινε για πάντα ανώριμος, επειδή δεν έχουμε διάθεση, ώστε να ωριμάσει καλά με τα αγαθά έργα, και να τρυγηθεί οσίως, και να αποθηκευτεί στην αποθήκη τής ζωής· διότι ο δικός μας ο καρπός δεν έχει δάκρυα, ώστε να τον ωριμάσουν· ούτε ωστόσο έχει κατάνυξη, ώστε να γίνει θαλερός από την πνοή των δακρύων· ούτε πάλι έχει ταπείνωση, για να κάνει σκιά από πάνω του στον πολύ καύσωνα· ούτε έχει ακτημοσύνη, ώστε να μην πιεσθεί από τούς εχθρούς του και πέσει· ούτε έχει την αγάπη τού Θεού, τη δυνατή ρίζα, πού κρατάει τον καρπό· ούτε αμεριμνία από τα γήινα πράγματα· ούτε ωστόσο αγρυπνία· ούτε άγρυπνο νου, πού προσέχει στην προσευχή. Αντί γι’ αυτές τίς ωραίες και καλές αρετές έχει τα αντίθετα: φοβερή οργή και θυμό πού χτυπάει τον καρπό, ώστε να γίνει άχρηστος. Η πολυκτημοσύνη πού πιέζει τον καρπό με το βάρος της, ώστε να πέσει κάτω η μεγάλη ακηδία, όλες αυτές οι συμφορές, πώς να αφήσουν τον καρπό να ωριμάσει σύμφωνα με το θέλημα τού Θεού και να γίνει χρήσιμος στον Κύριό του, τον ουράνιο γεωργό;
Αλίμονο, αλίμονο, ψυχή μου, φώναξε και χύσε δάκρυα, επειδή στερήθηκες σε σύντομο χρονικό διάστημα από τέλειους πατέρες και όσιους ασκητές. Πού είναι οι πατέρες; Πού είναι οι άγιοι; Πού είναι οι άγρυπνοι; Πού είναι οι προσεκτικοί; Πού είναι οι ταπεινοί; και πού είναι οι πράοι; Πού είναι οι άνθρωποι της ησυχίας; Πού είναι οι εγκρατείς; Πού είναι οι ευλαβείς; και πού είναι οι ακτήμονες; Πού είναι οι άνθρωποι τής κατανύξεως, οι ευάρεστοι στον Θεό; Αυτοί πού στέκονταν ενώπιον τού Θεού προσευχόμενοι με καθαρή προσευχή, σαν άγγελοι τού Θεού, ποτίζοντας σχεδόν τη γη με τα γλυκά δάκρυα τής κατανύξεως; Πού είναι οι φιλόθεοι, οι γεμάτοι από αγάπη Θεού, πού δεν απέκτησαν διόλου κανένα φθαρτό πράγμα πάνω στη γη, αλλά σηκώνοντας το σταυρό τους διαρκώς, ακολουθούσαν τον Σωτήρα, βαδίζοντας με ασφάλεια την στενή οδό, προσέχοντας με ακρίβεια να μην πέσουν σε γκρεμούς, σε τόπο έρημο, απάτητο, άνυδρο και σκοτεινό, αλλά να είναι στον ίσιο δρόμο της αλήθειας των εντολών τού Θεού, πάντοτε γεμάτοι από το φωτισμό των προσταγμάτων τού Χριστού, διανύοντας τη ζωή τους με καλεί πολιτεία και υπηρετώντας με ζήλο τον Θεό, δοκιμάζοντας εκούσια θλίψεις, σ’ αυτή τη μάταια ζωή; Γι’ αυτό ο Θεός, επειδή τούς αγαπά υπερβολικά, τούς συγκέντρωσε στο λιμάνι της ζωής και στην αιώνια χαρά, για να χαίρονται εκεί και να απολαύσουν την τρυφή, εκεί στον παράδεισο της τρυφής και στον ουράνιο νυφικό θάλαμο, μαζί με τον αθάνατο Νυμφίο, μέσα στη μεγαλύτερη χαρά πού υπάρχει.
Έφυγαν απ’ αυτό τον κόσμο και πήγαν πρὸς τον άγιο Θεό, έχοντας μαζί τους έτοιμες τις λαμπάδες τους. Δεν υπάρχει τώρα σ’ εμάς η αρετή εκείνων, ούτε υπάρχει σ’ εμάς η άσκηση εκείνων. Δεν υπάρχει τώρα σ’ εμάς η εγκράτεια εκείνων, δεν υπάρχει σ’ εμάς η ευλάβεια εκείνων, δεν υπάρχει σ’ εμάς η πραότητα εκείνων, δεν υπάρχει σ’ εμάς η ακτημοσύνη εκείνων. Δεν υπάρχει σ’ εμάς η αγρυπνία εκείνων, ούτε υπάρχει σ’ εμάς αγάπη πρὸς τον Θεό. Δεν υπάρχει τώρα σ’ εμάς ευσπλαχνία τού Χριστού, ούτε υπάρχει σ’ εμάς στοργή και συμπόνια για τα μέλη τού Χριστού.
Απεναντίας όλοι είμαστε άγριοι, όλοι ανήμεροι, και δεν ανεχόμαστε διόλου ο ένας τον άλλο. Οι γλώσσες μας είναι πυρωμένα βέλη, που εκτοξεύονται κάθε στιγμή από τον ένα στον άλλο. Όλοι ζητούμε τιμή· όλοι αγαπούμε τη δόξα· όλοι είμαστε φιλοκτήμονες· όλοι είμαστε πλαδαροί· όλοι είμαστε νυσταλέοι· όλοι είμαστε δύστροποι. Στην φλυαρία είμαστε ζωηροί, στις προσευχές οκνηροί. Να περιφερόμαστε από τόπο σε τόπο είμαστε αποφασιστικοί, να μείνουμε στον τόπο της ησυχίας μας είμαστε αδύναμοι. Στις απολαύσεις είμαστε ολοπρόθυμοι, στην εγκράτεια σκυθρωποί· στην αγάπη ψυχροί και στο θυμό θερμοί· στα καλά έργα οκνηροί και στα κακά έργα πρόθυμοι.
Ποιος λοιπόν δε θα θρηνήσει και ποιος δε θα κλάψει για τη διάθεσή μας πού είναι γεμάτη από νωθρότητα; Εκείνοι οι πατέρες, πού έγιναν πριν από μας ευάρεστοι στον Κύριο και έδωσαν τούς εαυτούς των, δεν ήταν έτσι νωθροί. Ούτε είχαν δυό λογισμούς οι τέλειοι, αλλά είχαν ένα λογισμό μόνο, το πως να σωθούν· ήταν καλός καθρέφτης για όλους αυτούς πού τούς έβλεπαν. Ένας απ’ αυτούς μπορούσε να παρακαλεί τον Θεό για τη σωτηρία πολλών ανθρώπων δύο πάλι απ’ αυτούς είχαν τη δύναμη να στέκονται ενώπιον τού Θεού με άγιες προσευχές, ώστε να ικετεύσουν οσίως τον φιλάνθρωπο Θεό, ακόμη και για χιλιάδες ανθρώπους.
Αλίμονο, αλίμονο, ψυχή μου, σε τι καιρούς είμαστε; Αλίμονο, αγαπητοί μου, σε τι βούρκο κακών βρεθήκαμε εμείς τώρα;
Το αγνοούμε θεληματικά. Επειδή δηλαδή δεν είναι άγρυπνο το μάτι τής ψυχής μας, από την πολλή τύφλωση και από τούς μετεωρισμούς, γι’ αυτό το λόγο δεν είμαστε σέ θέσει να αντιληφθούμε τη θλίψη πού είναι μπροστά μας. Να, οι όσιοι και οι δίκαιοι διαλέγονται τώρα και συναθροίζονται στο λιμάνι της ζωής, για να μη βλέπουν τη θλίψη και τα σκάνδαλα πού έρχονται σ’ εμάς εξαιτίας των αμαρτιών μας. Εκείνοι διαλέγονται, και εμείς νυστάζουμε· εκείνοι αρπάζονται, και εμείς σερνόμαστε στον μάταιο κόσμο· εκείνοι συναθροίζονται, και εμείς κοιμόμαστε· εκείνοι πηγαίνουν πρὸς τον Θεό με παρρησία, και εμείς μετεωριζόμαστε από τούς περισπασμούς, πάνω στη γη. Η παρουσία του Κυρίου είναι πολύ κοντά, και εμείς διστάζουμε· η ουράνια σάλπιγγα είναι έτοιμη να ηχήσει με το πρόσταγμα τού Θεού και να συνταράξει τα σύμπαντα με τη φοβερή κραυγή της, για να αναστήσει τούς νεκρούς, ώστε ο καθένας να πάρει την αμοιβή του σύμφωνα με τις πράξεις του· οι ουράνιες δυνάμεις των Αγγέλων στέκονται έτοιμες στα τάγματά τους, για να προσέλθουν με φόβο μπροστά στον Νυμφίο πού έρχεται με δόξα, πάνω στα σύννεφα των ουρανών, να κρίνει τούς ζωντανούς και τούς νεκρούς, και εμείς δείχνουμε απιστία.
Τί λοιπόν θα συμβεί σ’ εμάς την ώρα εκείνη, αδελφοί; Πώς θα απολογηθούμε εκεί, στον Θεό, για την αμέλεια πού δείξαμε για τη σωτηρία μας; Αν δε δείξουμε προθυμία και δεν κλάψουμε τώρα, χωρίς να ντρεπόμαστε, μετανοώντας αληθινά, με ταπείνωση ψυχής και με πολλή πραότητα, πόσο μέλλει να θρηνήσει ο καθένας από μάς την ώρα τής θλίψεως; και μετανοιωμένος να πει ο καθένας μας με πικρά δάκρυα· «Αλίμονο σ’ εμένα τον αμαρτωλό, τί μού συνέβη ξαφνικά; Πώς πέρασε η ζωή εμένα του χαύνου; Δεν αντιλήφθηκα διόλου, πως μου έκλεψαν τον καιρό εμένα τού απρόσεκτου. Που είναι εκείνες οι ήσυχες μέρες, πού εγώ τις έζησα μέσα στους ρεμβασμούς, οι μέρες για να μετανοήσω και να δείξω τη μετάνοιά μου φορώντας πένθιμο ένδυμα και ρίχνοντας στο κεφάλι μου στάχτη;». Και δε θα προκύψει καμιά ωφέλεια από τα πολλά λόγια. Όταν επίσης θα δούμε τούς Αγίους να πετούν με δόξα, μέσα σε φως, στα σύννεφα τού ουρανού, για να προϋπαντήσουν τον Χριστό τον Βασιλέα της δόξης, και τούς εαυτούς μας τούς δούμε να είναι μέσα στη μεγάλη θλίψη, ποιος τότε θα βαστάξει εκείνη την ντροπή και εκείνο τον φοβερό εξευτελισμό; Ας προσέξουμε, αδελφοί, ας προσέξουμε, αγαπητοί, ας προσέξουμε, φιλόθεοι, παιδιά αγαπημένα από τον Θεό Πατέρα, ας έλθουμε στον εαυτό μας και ας συγκεντρώσουμε λίγο τους λογισμούς μας από τη μάταια ζωή· ας ικετεύσουμε γονατιστοί τον Θεό με πολλά δάκρυα· ας τον παρακαλέσουμε με προθυμία, χωρίς να ντρεπόμαστε, για να μας σώσει από την άσβεστη φωτιά και την πικρή κόλαση. Ας μη χωρισθούμε από αυτόν τον καλό μας Κύριο, που μάς αγάπησε και πρόσφερε για μάς τον εαυτό του στο σταυρό.
Σας παρακαλώ όλους, και όλους σας ικετεύω εγώ ο ανάξιος και αμαρτωλός, να χύσετε δάκρυα στην προσευχή σας και στην καθαρή δέησή σας και για μένα, ώστε και εγώ να αποκτήσω κατάνυξη και να χύσω δάκρυα μαζί σας, και να φωτισθεί λιγάκι η τυφλή μου καρδιά, και να ζητήσω από τον Θεό, τον άγιο Σωτήρα, να μού χαρίσει τέλεια προθυμία ώστε να μετανοήσω γρήγορα, όσο ακόμη υπάρχει καιρός να δεχθεί τα δάκρυά μου, και να σωθώ μαζί σας, αδελφοί, και εγώ πού είμαι ανάξιος για τη ζωή.
Σας παρακαλώ, αγαπητοί, δεχθείτε την προτροπή τού αμαρτωλού Εφραίμ, τού χαύνου αδελφού σας, και ας φροντίσουμε όλοι, όσο έχουμε καιρό, να κάνουμε να εκδηλώσει την ευσπλαχνία του ο άγιος Θεός. Διότι να, ο Κύριος στέκεται κοντά στις θύρες, για να κάνει τη συντέλεια τού μάταιου αυτού κόσμου.
ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ – ΕΡΓΑ – ΤΟΜΟΣ Β’ –
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ» (σελ. 9-16)
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ:
Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ