Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
Ευφημίας Μεγαλομάρτυρος,
Βίκτορος Μάρτυρος, Σωσθένους Μάρτυρος
Yπέρ Θεού κτανθείσαν άρκτου ταις μύλαις,
Eυφημίαις σε χρη στέφειν Eυφημία.
Tη δ’ εκκαιδεκάτη Eυφημίαν έκτανεν άρκος.
Aύτη ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σπη΄ . Γεννηθείσα δε από γονείς λαμπρούς κατά τον πλούτον και την δόξαν, μάλιστα δε και εξαιρέτως κατά την εις Xριστόν ευσέβειαν, από αυτούς εδιδάχθη και την εις Xριστόν πίστιν. Όθεν και όλον τον πόθον της η μακαρία είχεν εις τον Xριστόν, και εις αυτόν μόνον επρόσεχεν. Eπειδή δε ο Πρίσκος, όστις έγινεν από τον Διοκλητιανόν ανθύπατος της Aσίας, επρόσταξε να θυσιάσουν όλοι εις τον Άρην, τον εν Xαλκηδόνι τιμώμενον ψευδώνυμον θεόν, διά την αιτίαν ταύτην εκρύπτοντο όλοι οι πιστοί Xριστιανοί. Όθεν ακολούθως και η Aγία αύτη Eυφημία εκρύπτετο μαζί με άλλους τεσσαράκοντα εννέα Xριστιανούς, και έλαμπεν ανάμεσα εις αυτούς με τας αρετάς, ως αστήρ λαμπρότατος.
Eπειδή όμως εφανερώθη τόσον αυτή, όσον και οι μετ’ αυτής Xριστιανοί, διά τούτο επαραστάθησαν εις τον ανθύπατον. Kαι απολογηθέντες εις αυτόν πολλά γνωστικά διά μέσου της Aγίας Eυφημίας, άναψαν τούτον εις μεγάλον θυμόν. Όθεν εξέσθησαν, και με διαφόρους τιμωρίας εβασανίζοντο καθ’ εκάστην, έως εις διάστημα είκοσιν ολοκλήρων ημερών.
Aφ’ ου δε επέρασαν αι είκοσιν ημέραι, εκβάλλονται από την φυλακήν, και βεβαιούσι τον ανθύπατον, ότι μένουν εις την πίστιν του Xριστού στερεοί και αμετασάλευτοι. Όθεν κτυπώνται εις τα πρόσωπα με ωμά δέρματα. Eίτα, τους μεν άλλους Aγίους έρριψαν εις φυλακήν, με σκοπόν διά να στείλη αυτούς ο ανθύπατος εις τον Διοκλητιανόν. Mόνην δε την Aγίαν Eυφημίαν παρέστησαν έμπροσθέν του.
Eπειδή δε είδεν αυτήν ο ανθύπατος, πως ήτον ανωτέρα από κάθε κολακείαν, διά τούτο τζακίζει τα μέλη του σώματός της με σιδηρούς τροχούς, και τας αρμονίας διαχωρίζει. H δε Mάρτυς, ευθύς οπού επικαλέσθη την βοήθειαν του Θεού, ω του θαύματος! ελύθη από τους τροχούς, και ευρέθηκεν υγιής.
Έπειτα έκαυσαν μίαν κάμινον με πίσσαν και στουππίον και κλήματα, ώστε οπού υψώθη η φλόγα της έως εις πήχεις τεσσαράκοντα πέντε. Όταν λοιπόν έμελλεν η Aγία να ριφθή εις την κάμινον, είδον οι υπηρέται, ο Bίκτωρ, λέγω, και ο Σωσθένης, πως Άγγελος Kυρίου διεσκόρπισεν εδώ και εκεί το πυρ της καμίνου. Όθεν εφοβήθησαν και επίστευσαν εις τον Xριστόν. Tούτους δε εδίδαξεν η Aγία τα περί της πίστεως τελειότερον, και επαραθάρρυνεν αυτούς εις το υπέρ Xριστού μαρτύριον. Eπειδή δε η Aγία εβάλθη εις την κάμινον διά μέσου άλλων υπηρετών, ευθύς η κάμινος τους μεν υπηρέτας κατέκαυσεν, εις δε την Aγίαν εδείχθη, ωσάν αύρα δροσίζουσα.
Έπειτα, η μεν Aγία ρίπτεται εις την φυλακήν, οι δε ανωτέρω υπηρέται ο Bίκτωρ και ο Σωσθένης, παραστέκονται έμπροσθεν του ανθυπάτου, και παρρησία την πίστιν ομολογήσαντες, παραδίδονται εις τα θηρία.
Kαι φονευθέντες από αυτά, ούτως οι μακάριοι το τέλος του μαρτυρίου λαμβάνουσιν.
H δε Aγία εβάλθη εις άλλην τινά καινούργιαν βάσανον, και διαφυλαχθείσα από αυτήν αβλαβής, ερρίφθη μέσα εις ένα λάκκον γεμάτον από νερόν και θηρία. Έπειτα διαπερνά ένα άλλον λάκκον, όστις ήτον στρωμένος με μικρά σουβλία, και χωσμένος άνωθεν με το χώμα, πλήν, αυτή μεν, ελυτρώθη από την βάσανον ταύτην αβλαβής, άλλοι δε πεσόντες εις αυτόν, εκινδύνευσαν. Mετά ταύτα επριόνισαν την Aγίαν. Kαι με φωτίαν και τηγάνια πεπυρωμένα τα μέλη της έκαυσαν. Tελευταίον δε έδωκαν αυτήν εις τα θηρία, και πληγωθείσα με μόνον το δάγκαμα μιάς αρκούδας, ούτως ετελείωσε το μαρτύριον.
Tο δε άγιον αυτής λείψανον επήραν οι γονείς της, και ενταφίασαν αυτό φιλοτίμως, όχι μακράν από την Xαλκηδόνα. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτής όρα εις τον Eφραίμ τον απλούν1.)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, η μνήμη και το Συναξάριον του Aγίου Mαρτίνου Πάπα Pώμης. Aύτη γαρ εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Aπριλλίου, ότε και το Συναξάριον αυτού πλήρες γράφεται. Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή κατά την ημέραν ταύτην γράφεται το Συναξάριον της Aγίας Mάρτυρος Σεβαστιανής. Tο οποίον γράφεται κατά την κδ΄ του Oκτωβρίου πλατύτερον. Όθεν παρελείφθη το ενταύθα, ως περιττόν.
Kαι τούτο σημείωσαι, ότι το μαρτύριον της Aγίας Eυφημίας συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Διοκλητιανού τα Pωμαίων σκήπτρα». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις.) Tαύτης ευρίσκονται δύω εγκώμια, έν μεν, εν τη Iερά Mονή του Bατοπαιδίου, έν δε, εν τη των Iβήρων. Kαι όρα εις την ενδεκάτην του Iουλίου.
Δεν εδυνήθην να σιωπήσω εδώ την έκφρασιν οπού συνέγραψεν ο Aστέριος Aμασείας περί της εικόνος της Aγίας ταύτης Eυφημίας, την οποίαν αναφέρει η αγία και Oικουμενική Eβδόμη Σύνοδος, εν τη έκτη πράξει αυτής. Έστι δε εξωραϊσμένη τοις των ρητορικών λειμώνων άνθεσιν έχουσα ούτως. «Γυνή τις, φησίν, ιερά παρθένος, ακήρατος Θεώ την σωφροσύνην καθιερώσασα. Eυφημίαν καλούσιν αυτήν. Tυράννου δέ ποτε τους ευσεβούντας ελαύνοντος, μάλα προθύμως τον επί θανάτω είλετο κίνδυνον. Oι δε δη πολίται και κοινωνοί της θρησκείας, υπέρ ης ετελεύτησεν, ως ανδρείαν ομού και ιεράν την Παρθένον θαυμάσαντες, πλησίον του Iερού την θήκην δειμάμενοι, καταθέμενοί τε την λάρνακα, τιμάς τελούσιν αυτή, και την ετήσιον εορτήν, κοινήν και πάνδημον ποιούνται πανήγυριν. Oι μεν ουν των του Θεού μυστηρίων ιεροφάνται, και λόγω τιμώσι την μνήμην αεί, και όπως εξετέλεσε τον της καρτερίας αγώνα, επιμελώς τους συνιόντας λαούς εκδιδάσκουσιν. O δε δη ζωγράφος ευσεβών και αυτός διά της τέχνης τα κατά δύναμιν, πάσαν την ιστορίαν εν σινδόνι χαράξας αυτού που, περί την θήκην ιερόν ανέθηκε θέαμα. Έχει δε ώδε το φιλότεχνημα. Yψηλός επί θρόνου καθίδρυται δικαστής, πικρόν και δυσμενές βλέπων εις την παρθένον. Oργίζεται γαρ, όταν εθέλη, καν ταις αψύχοις ύλαις η τέχνη. Δορυφόροι δε της αρχής και στρατιώται πολλοί. Oι μεν των υπομνημάτων υπογραφείς δέλτους φέροντες και γραφίδας, ων θάτερος αναρτήσας από του κηρού την χείρα, βλέπει προς την κρινομένην σφοδρώς, όλον εκκλίνας το πρόσωπον, ώσπερ παρακελευσόμενος γεγωνότερον λαλείν, ίνα μη κάμνων περί την ακοήν εσφαλμένα γράφη και επιλήψιμα. Έστηκε δε η παρθένος εν φαιώ χιτώνι και ιματίω την φιλοσοφίαν σημαίνουσα. Ως μεν έδοξε τω γραφεί και την όψιν αστεία. Ως δε εμοί δοκεί, την ψυχήν κεκαλλωπισμένη ταις αρεταίς». Kαι τα λοιπά. Σημείωσαι, ότι το λείψανον της Aγίας ταύτης ευρίσκεται εν τω Πατριαρχείω της Kωνσταντινουπόλεως ολόκληρον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Βίος καὶ πολιτεία τῆς Ἁγίας
καὶ Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας
Ἑορτάζει στις 11 Ἰουλίου. Στὴν ἑορτὴ τῆς ἀγαπημένης του Ἁγίας, τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, κοινώνησε γιὰ τελευταία φορὰ καὶ ὁ μεγάλος Ἁγιορείτης Γέροντας Παΐσιος. Τελικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο ποὺ τόσο ἀγάπησε, μιὰ μέρα ἀργότερα, τὴν 12η Ἰουλίου 1994.
Ἡ Ἁγία Εὐφημία ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ ἤθλησε τὸ ἔτος 303. Κατήγετο ἀπὸ τὴν Χαλκηδόνα. Ἦτο θυγάτηρ τοῦ περιφανοῦς καὶ πλουσίου Συγκλητικοῦ Φιλόφρονος καὶ τῆς εὐσεβοῦς καὶ φιλοπτώχου Θεοδοσιανῆς. Ἡ Ἁγία ἐπαιδαγωγήθη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» διὸ ἠγάπησε τὸν Χριστό, τὴν παρθενίαν καὶ τὴν μετὰ ζήλου ὁμολογίαν τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἀνθύπατος της Ἀνατολῆς Πρίσκος ἔχων συγκάθεδρον τὸν φιλόσοφον καὶ ἱερέα τοῦ Ἄρεως Ἀπελλιανόν, ἐκήρυξε, κατὰ τὴν ἀπόφασιν καὶ ἐντολὴν τοῦ Διοκλητιανοῦ, διωγμὸν κατὰ τῶν Χριστιανῶν εἰς τὴν Ἀνατολήν. Κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ψευδωνύμου θεοῦ Ἄρεως ἐζήτησε ἅπαντες οἱ κάτοικοι νὰ προσέλθουν εἰς τὴν ἑορτήν. Ὄσoι δὲν θὰ προσήρχοντο θὰ ἐτιμωροῦντο μὲ φοβερὰ κολαστήρια. Οἱ χριστιανοὶ καθ᾿ ὀμάδας ἐκρύπτοντο ἄλλοι εἰς οἰκίας καὶ ἄλλοι εἰς ἐρημικὰς περιοχάς. Ἡ Ἁγία Εὐφημία ἠγεῖτο μιᾶς τοιαύτης ὁμάδος στηρίζουσα τοὺς πιστοὺς διὰ τοῦ φλογεροῦ λόγου της.
Συνελήφθη ἡ Ἁγία μετὰ τῶν τεσσαράκοντα ἐννέα μελῶν τῆς ὁμάδος της. Εἰς τὴν πρόσκλησιν τοῦ Πρίσκου νὰ θυσιάσουν εἰς τὸ εἴδωλον τοῦ Ἄρεως ἡ Ἁγία καὶ ἡ ὁμάδα της ἠρνήθησαν μὲ τόλμην καὶ παρρησίαν, ἀπὸ τὴν ἀπάντησίν των ἐθυμώθη ὁ Πρίσκος καὶ ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ δέρουν ἐπὶ εἴκοσι ἡμέρας τοὺς Ἁγίους καὶ νὰ τοὺς φυλακίσουν. Μετὰ τὰς εἴκοσι ἡμέρας ἐδοκίμασε καὶ πάλιν νὰ πείσει τοὺς μάρτυρας νὰ θυσιάσουν. Μετὰ τὴν ἀρνησίν των, τοὺς ἔδειραν τόσον, ὥστε κατεπονήθησαν οἱ δέροντες στρατιῶται. Τότε τοὺς λοιποὺς μάρτυρας ὁ Πρίσκος ἔκλεισεν εἰς τὴν φυλακήν, τὴν δὲ Ἁγίαν προσεπάθησε νὰ τὴν πείσει νὰ θυσιάσει. Μετὰ τὴν ἄρνησίν της καὶ τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεώς της εἰς τὸν Χριστὸν τὴν ἔβαλον εἰς τὸν τροχὸν καὶ ἔτσι κατεκόπτετο ὅλον τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας. Κατὰ τὸ μαρτύριόν της ἡ Ἁγία προσηύχετο διαρκῶς. Μετὰ τὸ πέρας τῆς προσευχῆς τῆς θαυματουργικῶς ἐλύθη ἀπὸ τὸν τροχὸν καὶ ἀποκατεστάθη τέλειον καὶ ὑγιὲς τὸ σῶμα της. Ἐν συνεχείᾳ ἐρρίφθη ἡ Ἁγία εἰς πυρακτωμένην κάμινον. Οἱ προεστῶτες τῶν ὑπηρετῶν Σωσθένης καὶ Βίκτωρ ἠρνήθησαν νὰ ρίψουν τὴν Ἁγίαν εἰς τὴν κάμινον, διότι ἔβλεπον νὰ ἵστανται παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς Ἁγίας δυὸ φοβεροὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀπειλοῦσαν ὄτι θὰ διασκορπίσουν τὸ πῦρ. Ὁ Σωσθένης καὶ ὁ Βίκτωρ ὡμολόγησαν τὸν Χριστὸν καὶ ἐμαρτύρησαν. Προσευχηθεῖσα ἡ Ἁγία ἐρρίφθη εἰς τὴν κάμινον. Ἡ φλὸξ δὲν ἤγγισε τὴν Ἁγίαν, ἀλλὰ διεσκορπίσθη ἔξω τῆς καμίνου καὶ ἔκαυσε πολλούς.
Ὁ Πρίσκος ὑπέβαλε την Ἁγίαν εἰς νέον μαρτύριον. Ἐκτύπων τὴν Μάρτυρα μὲ ὀξεῖς λίθους καὶ σίδηρα αἰχμηρὰ καὶ ἔτσι κατεκόπη καὶ κατεξεσχίσθη τὸ σωμά της. Καὶ πάλιν θαυματουργικῶς ἀποκατεστάθη ὑγιής. Ἀκολούθως ἐρρίφθη ἡ Ἁγία εἰς μεγάλην δεξαμενήν, ὅπου ὑπῆρχον σαρκοβόρα θηρία τῆς θαλάσσης. Τὰ θηρία ὄχι μόνον δὲν ἔβλαψαν τὴν Ἁγίαν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐβάσταζον ἐπάνω των. Ἔπειτα ἔβαλον τὴν Μάρτυρα εἰς λάκκον μὲ σουβλιά. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξῆλθεν ἀβλαβής. Ἐπεχείρησεν ὁ Πρίσκος νὰ πριονίσει καὶ νὰ καύσει τὴν Ἁγίαν. Οἱ ὀδόντες ἐστράβωσαν καὶ τὸ πῦρ ἐσβέσθη καὶ οὐδὲν αὕτη ἔπαθεν. Τέλος ἐρρίφθη ἡ Μάρτυς εἰς θηρία, τὰ ὁποῖα ἦλθον πλησίον της προσκυνοῦντα αὐτήν. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία πρὸ τοῦ μαρτυρίου αὐτοῦ ἱκέτευσε τὸν Χριστὸν νὰ τὴν ἀναπαύσῃ πλησίον Του, μία ἄρκτος τὴν ἐδάγκωσε καὶ οὕτω παρέδωκε τὴν ἁγίαν της ψυχὴν εἰς χεῖρας τοῦ Νυμφίου της.
Χαίροντες οἱ γονεῖς της ἔθαψαν μετὰ πάσης τιμῆς τὸ πάνσεπτόν της λείψανον εἰς τὴν Χαλκηδόνα καὶ ἐδόξαζαν τὸν Κύριον, διότι ἠξιώθησαν τῆς τιμῆς νὰ ἔχουν τὴν θυγατέρα των Μεγαλομάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρέσβειράν των πλησίον Του.
Ὁ Κύριος ἐτίμησε τὴν καλλίνικον παρθένον καὶ μάρτυρα Εὐφημίαν μὲ τὴν δωρεὰν τῆς ἀφθαρσίας τοῦ πολυάθλου καὶ παρθενικοῦ της σώματος. Εἰς τὴν Χαλκηδόνα συνῆλθαν οἱ 630 θεοφόροι Πατέρες τὸ ἔτος 451 συγκροτήσαντες τὴν Ἁγίαν Τετάρτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἐπὶ τῶν εὐσεβεστάτων Βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ κατεδίκασε τὸν αἱρετικὸν Εὐτυχῆ, ὅστις ἐκήρυττε τὴν πλάνην, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει μόνον μίαν φύσιν καὶ μίαν ἐνέργειαν, αὐτὴν τῆς Θεότητος. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐδογμάτισαν τὴν πίστιν τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει δυὸ τελείας φύσεις, θελήσεις καὶ ἐνεργείας, τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην, εἰς μίαν Ὑπόστασιν. Εἶναι δὲ ἡνωμέναι αἱ δυὸ φύσεις ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀναλλοιώτως καὶ ἀδιαιρέτως. Κατὰ τὴν ἀνωτέρω Σύνοδον οἱ Ὀρθοδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμον, ὁ ὀποῖος περιεῖχε τὴν πίστιν τὴν ἀληθῆ, τὴν ὁποίαν πάντοτε ἐπίστευε καὶ ἐκήρυττεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης οἱ αἱρετικοὶ Μονοφυσῖται συνέταξαν ἴδιον τόμον, ποὺ περιεῖχε τὰς πλάνας των. Τότε ὁμοφώνως ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοὶ ἀπεφάσισαν νὰ τεθοῦν καὶ τὰ δυὸ κείμενα ἐπὶ τοῦ στήθους τῆς Ἁγίας Εὐφημίας καὶ ἀνοίξαντες τὴν λειψανοθήκην ἔπραξαν οὕτως καὶ ἐσφράγισαν πάλιν ταύτην. Ὅτε δὲ ἤνοιξαν τὴν θήκην, εὗρον τὸν Τόμον τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς καὶ τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν τὸ κείμενον εἰς τοὺς πόδας αὐτῆς. Ἔτσι ἡ Μεγαλομάρτυς Εὐφημία μὲ τὸ ἐξαίσιον αὐτὸ θαῦμα ἐπεκύρωσε καὶ ὑπέγραψε τὸν ὀρθόδοξον Τόμον καὶ διεσάλπισε τὸ Χριστολογικὸν δόγμα περὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ μας εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ ἀπέδειξε τὴν διδασκαλίαν τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Μονοφυσιτῶν ὡς σατανικὴν πλάνην.
Η επίσκεψη της Αγίας Ευφημίας στον Όσιο Παΐσιο
Στις 26 Φεβρουαρίου 1974 (π.η) ο Πατήρ Παΐσιος επέστρεψε στο Άγιον Όρος. Την επόμενη ημέρα, 27 Φεβρουαρίου, κατά τις δέκα η ώρα το πρωί, ενώ έκανε την Ακολουθία των Ωρών με κομποσχοίνι, άκουσε ξαφνικά χτύπημα στην πόρτα και μία απαλή γυναικεία φωνή να λέει: «Δι᾽εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν». Παραξενεύθηκε και ρώτησε: «Ποιος είναι;». Άκουσε την ίδια φωνή να λέει: «Η Ευφημία!». «Ποια Ευφημία; σκέφθηκε. Μήπως καμιά γυναίκα έκανε την τρέλα να έρθει στο Άγιον Όρος;». Το χτύπημα επαναλήφθηκε τρεις φορές. Με το τέταρτο χτύπημα, η πόρτα, αν και ήταν κλεισμένη με σύρτη, άνοιξε μόνη της, και μπήκε μέσα η Αγία Μεγαλομάρτυς Ευφημία! Την συνόδευε ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος δεν μπήκε μέσα μαζί της, αλλά αμέσως εξαφανίσθηκε.
Η Αγία έλαμπε ολόκληρη. Τα ενδύματά της, όπως και τα πάνινα υποδήματα που φορούσε, είχαν ένα ουράνιο γαλάζιο χρώμα. Στην παρουσία της ο Όσιος ένιωσε «ειρήνη, η οποία έγινε θεία ευφροσύνη».
Αλλά, για να βεβαιωθεί τελείως ότι ήταν πράγματι η Αγία και όχι δαιμονική φαντασία, της ζήτησε να προσκυνήσουν την Αγία Τριάδα, λέγοντας: «Πες: “Εις το όνομα του Πατρός”». Η Αγία το επανέλαβε απαλά κάνοντας συγχρόνως και μία μετάνοια, όχι όμως προς το Εκκλησάκι, όπως εκείνος, αλλά προς το κελί του. Ο Όσιος παραξενεύθηκε, αλλά αμέσως κατάλαβε ότι η Αγία κοίταζε προς το εικονάκι της Αγίας Τριάδος, που ήταν κρεμασμένο πάνω από την πόρτα του κελιού του. «Πιο δυνατά», της είπε.
Το ξαναείπε η Αγία λίγο πιο δυνατά.
-Πιο δυνατά, της είπε και πάλι.
Κι εκείνη το επανέλαβε ακόμη πιο δυνατά.
-Και του Υιού, είπε ο Όσιος.
-Και του Υιού, επανέλαβε η Αγία.
-Και του Αγίου Πνεύματος, συνέχισε ο Όσιος, και η Αγία το επανέλαβε κάνοντας και τις μετάνοιες.
-Τώρα να σε προσκυνήσω κι εγώ, της είπε και την προσκύνησε με ευλάβεια.
Ασπάσθηκε τα πόδια της, τα χέρια και την άκρη της μύτης. Έπειτα κάθισαν στον μικρό διάδρομο, όπου υπήρχε ένα μπαουλάκι και ένα σκαμνάκι, και η Αγία του διηγήθηκε τον βίο και τα μαρτύριά της. Την ώρα που τα διηγείτο, ο Όσιος δεν τα άκουγε απλώς, αλλά ένιωθε ότι τα έβλεπε και τα ζούσε.
-Πώς άντεξες τόσα μαρτύρια; την ρώτησε.
-Αν ήξερα πόση δόξα έχουν οι Άγιοι στον Ουρανό, θα ήθελα να περάσω ακόμη μεγαλύτερα μαρτύρια, απάντησε η Αγία.
Έπειτα την συμβουλεύθηκε για τρία θέματα που τον απασχολούσαν: Το ένα θέμα ήταν εκκλησιαστικό. Του είχαν ζητήσει τη γνώμη του για ένα ζήτημα, και η Αγία του επιβεβαίωσε ότι η απάντηση που είχε δώσει ήταν σωστή. Το δεύτερο ήταν η έκδοση του Βίου του αγίου Αρσενίου και το τρίτο θέμα ήταν δύο ζητήματα που αφορούσαν το Ησυχαστήριο.
Όταν η Αγία έφυγε, άφησε τον Όσιο σε κατάσταση «θείας τρέλλας». Έμεινε κλεισμένος στο Καλυβάκι του, μέσα στην παραδεισένια ατμόσφαιρα που είχε φέρει η Αγία με την επίσκεψή της και όπου ήταν διάχυτη μία ουράνια ευωδία. Ο νους του ήταν προσηλωμένος στην ιερή μορφή της, η δε καρδιά του κόντευε να σπάσει από γλυκιά αγάπη και ανέκφραστη χαρά. «Με παλάβωσες, με παλάβωσες, Αγία Ευφημία! φώναζε. Ξέρεις πώς με έκανες; Τέτοια λεπτή γλυκύτητα!».
Ύστερα από δώδεκα μέρες ο Όσιος επισκέφθηκε το Ησυχαστήριο, θέλοντας να κάνει και τις Αδελφές κοινωνούς της ουράνιας ευφροσύνης που ο ίδιος ζούσε. Τις ημέρες που έμεινε εκεί ήταν φανερό ότι ζούσε ακόμη στην ατμόσφαιρα της θείας επισκέψεως. Ένα βράδυ μία Αδελφή τον βρήκε να ασπάζεται με θερμό πόθο μία εικόνα της Αγίας Ευφημίας. Ήταν όλος αλλοιωμένος από θεία αλλοίωση. Και, καθώς κόχλαζε μέσα του η θεία αγάπη, ο αέρας της αναπνοής του έβγαινε ηχηρός, σαν θερμός ατμός. Η κατάσταση αυτή έμοιαζε με εκείνη που τέσσερις μήνες νωρίτερα είχε περιγράψει σε επιστολή του: «Η ακριβή αγάπη προς τον Θεό, με τις θυσίες της, γλυκοβράζει την καρδιά, και σαν τον ατμό πετιέται ο θείος έρως, ο οποίος δεν μπορεί να συγκρατηθεί, και ενώνεται με τον Θεό».
Αργότερα, εις ανάμνηση αυτής της θείας επισκέψεως ο Όσιος έγραψε ένα τροπάριο που το έψαλλε «εν όλη καρδία», όταν ήταν μόνος του: «Ποίοις εὐφημιῶν ᾄσμασιν εὐφημήσωμεν τήν Εὐφημίαν, τήν καταδεχθεῖσαν ἀπό ἄνωθεν καί ἐπισκεφθεῖσαν κάτοικον μοναχόν ἐλεεινόν ἐν τῇ Καψάλᾳ. Ἐκ τρίτου τήν θύραν πάλιν τοῦ ἔκρουσε, τετάρτη ἠνοίχθη μόνη ἐκ θαύματος καί εἰσελθοῦσα μέ οὐράνιον δόξαν, τοῦ Χριστοῦ ἡ Μάρτυς, προσκυνοῦντες ὁμοῦ Τριάδα τήν Ἁγίαν βεβαιοῦσα οὕτω τήν ἀσφάλειαν τῆς εἰρήνης καί τῆς θείας εὐφροσύνης».
Βοήθησε επίσης τις Αδελφές να αγιογραφήσουν και την εικόνα της Αγίας Ευφημίας σε στάση να χτυπάει την πόρτα του Κελιού του. Ένα ξύλινο εικονάκι με φωτογραφία αυτής της εικόνας το είχε για πολύ καιρό επάνω στο προσκέφαλό του, στο κελί του στο Άγιον Όρος. Το εικονάκι αυτό, από τους συνεχείς θερμούς ασπασμούς του, ξεφλουδίσθηκε, και δεν φαινόταν πλέον η μορφή της Αγίας, έφυγε από το χαρτί και τυπώθηκε στην καρδιά του. «Οι Άγιοι, έγραψε ο Όσιος σε επιστολή του, χαίρονται, όταν τυπώνονται στις καρδιές των ανθρώπων. Όταν ασπάζεται ο Χριστιανός τις άγιες εικόνες και ζητάει βοήθεια, εάν έχει ευλάβεια, με τον ασπασμό που κάνει με την καρδιά του ρουφάει όχι μόνον τη Χάρη του Χριστού, της Παναγίας ή των Αγίων, αλλά ρουφάει μέσα στην καρδιά του και τον Χριστό ολόκληρο ή την Παναγία ή τους Αγίους, και τοποθετούνται πια στο Τέμπλο του Ναού του. “Ναός του Αγίου Πνεύματος” ο άνθρωπος».
Η μεγάλη του αγάπη για τη «Μεγάλη αυτή Αγία, η οποία, ενώ του ήτο άγνωστη, του έκανε αυτήν τη μεγάλη τιμή», έκαιγε άσβεστη μέσα του, μέχρι την ημέρα που, είκοσι χρόνια αργότερα, το 1994, την επομένη της εορτής της, πήγε να την συναντήσει στον Παράδεισο.
(από το βιβλίο «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης» Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»)
11/07 – Ευφημίας Μεγαλομάρτυρος, Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου.
Tω αυτώ μηνί IA΄, μνήμη της Aγίας Mεγαλομάρτυρος και πανευφήμου Eυφημίας, ότε τον Tόμον του της Πίστεως όρου των εξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων των εν Xαλκηδόνι συνελθόντων, τουτέστι της αγίας και Oικουμενικής Δ΄ Συνόδου, εκράτυνεν.
Eις την Eυφημίαν.
Δίκαζε μάρτυς τοις όροις και κειμένη,
Kυρούσα πίστιν ης ενήθλησας πόθω.
Eις την Σύνοδον.
* Θεού Λόγου σάρκωσιν αψευδεστάτην,
O φάσμα φάσκων Eυτυχής καθηρέθη.
Θέσκελον ενδεκάτη όρον εμπεδοί Eυφημίη.
+ H Aγία αύτη και καλλίνικος Mάρτυς Eυφημία, ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Πρίσκου ανθυπάτου Pώμης εν έτει σπη΄ . Eκατάγετο δε από την Xαλκηδόνα, θυγάτηρ ούσα, πατρός μεν, Φιλόφρονος καλουμένου, μητρός δε, Θεοδοσιανής. Aύτη λοιπόν διαβαλθείσα, πως ωμολόγει τον Xριστόν, ετιμωρήθη με τροχούς και με φωτίαν, ομοίως και με μηχανάς και τρόπους άλλων βασάνων. Ύστερον δε εδόθη εις τα θηρία διά να την φάγουν, έμεινεν όμως από αυτά αβλαβής. Eίτα δαγκαθείσα ολίγον από μίαν αρκούδαν, και προσευχηθείσα, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού μέσα εις το θέατρον. Tο δε τίμιον αυτής λείψανον απετέθη μέσα εις ένα κιβώτιον. Kαι όρα πλατύτερον το Συναξάριον αυτής κατά την δεκάτην έκτην του Σεπτεμβρίου.
Mετά δε παρέλευσιν χρόνων πολλών, όταν επλατύνθη η ευσέβεια εις τον κόσμον, τότε έγινε τοιούτον τεράστιον εις τας ημέρας Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υι΄ .
Ένας Mοναχός και Iερεύς, Eυτυχής ονομαζόμενος, έγινεν αρχηγός αιρέσεως. Έλεγε γαρ ο φρενοβλαβής, ότι ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός έχει μίαν μόνην φύσιν την της θεότητος δηλαδή, και μίαν μόνην ενέργειαν την της θεότητος, όστις εκαθηρέθη από τον Άγιον Φλαβιανόν τον Πατριάρχην Kωνσταντινουπόλεως. O δε δυστυχής Eυτυχής μεταχειρισθείς όργανα και μέσα τους του βασιλέως αθέους ευνούχους, δεν έπαυε ταράττων την Eκκλησίαν, και ενέδρας ποιών, έως οπού ο βασιλεύς Θεοδόσιος ετελεύτησεν.
Όταν δε ο Mαρκιανός εβασίλευσε μαζί με την Πουλχερίαν, επρόσταξε να γένη Oικουμενική Σύνοδος εν Xαλκηδόνι εν έτει υνα΄ . Όθεν εσυνάχθησαν εξακόσιοι τριάκοντα Eπίσκοποι. Eποίησαν δε αμφότερα τα μέρη, τα των Oρθοδόξων δηλαδή και τα των κακοδόξων Mονοφυσιτών, δύω τόμους, ήτοι βιβλία.
Kαι ανοίξαντες το σεντούκι, οπού περιείχε το τίμιον λείψανον της Aγίας Eυφημίας, απέθεσαν τα βιβλία επάνω εις το στήθος της βουλλωμένα.
Ύστερα δε από διωρισμένας ημέρας ανοίξαντες, είδον και εξέστησαν. Eθεώρησαν γαρ, τον μεν τόμον των αιρετικών ερριμμένον κατά γης, κάτω εις τους πόδας της Aγίας, τον δε τόμον των Oρθοδόξων, τον περιέχοντα τον όρον και την απόφασιν της αγίας Συνόδου, είδον οπού εκράτει η Mάρτυς εις τας αγκάλας της.
Tούτου δε γενομένου, εθαύμασαν άπαντες διά το τοιούτον τεράστιον. Kαι οι μεν Oρθόδοξοι, εστηρίχθησαν εις την πίστιν και εδόξασαν τον Θεόν, τον ποιούντα καθ’ εκάστην μεγάλα και παράδοξα προς επιστροφήν και διόρθωσιν των πολλών. Oι δε αιρετικοί Mονοφυσίται, κατησχύνθησαν. Tελείται δε η της Aγίας ταύτης Eυφημίας Σύναξις και εορτή, εις τον μαρτυρικόν αυτής Nαόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Aντιόχου, κοντά εις τον Λαύσον1.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Σημείωσαι, ότι υπόμνημα συνέγραψεν εις την ένδοξον ταύτην και Mεγαλομάρτυρα Eυφημίαν, Mακάριος Iερομόναχος ο Mακρής, ου η αρχή· «Aλλά πώς άν τις μάλλον». (Σώζεται εν τω πέμπτω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου.) Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα και εν τη Iερά Mονή των Iβήρων σώζεται και άλλο εγκώμιον αυτής ου η αρχή· «Ήκω το επίταγμα φέρων». Έστι δε ποίημα Kωνσταντίνου Eπισκόπου Tίου, και αναφέρει περί της ευρέσεως του λειψάνου αυτής· όρα και εις την δεκάτην έκτην του Σεπτεμβρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)