Ιωάννη Μηλιώνη
μέλους της ομάδος εργασίας της ΠΕΓ
ΟΙ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΜΟΥ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟ
α. Στο δρόμο της αναζήτησης
Το καλοκαίρι του 1981 ένα περίεργο έντυπο με αρχαία αιγυπτιακά σχέδια και ακατάληπτο ως επί το πλείστον κείμενο μου κίνησε την περιέργεια κι υπήρξε η αφορμή της εμπλοκής μου σε μια σειρά «σεμινάρια γνωστικής ψυχολογίας», στην αρχή, τα οποία κατέληξαν στην ένταξή μου σε μια νεογνωστική, αποκρυφιστική, παραθρησκευτική οργάνωση.
Στα πλαίσια αυτού του νέου μου ενδιαφέροντος και κάτω από τη «διακριτική», πλην όμως, ασφυκτική πνευματική μεθόδευση του αλλοδαπού αρχηγού της οργάνωσης, στην Ελλάδα, σταμάτησα την εργασία μου — διέλυσα ένα προσοδοφόρο, μικρό διαφημιστικό γραφείο και εγκατέλειψα την θέση του καθηγητού ιδιωτικής σχολής —, παντρεύτηκα, για τις ανάγκες της οργάνωσης —, μετακόμισα στην συμπρωτεύουσα, για να διαδώσω την νέα μου πίστη και σε άλλους — και γενικά ανέλαβα την χρηματοδότηση της κίνησης σε μεγάλο βαθμό — πάνω από 350.000 δρχ., την περίοδο 1981-1983.
Περί τα μέσα του 1983, μετά από 2 ετών διακριτικές προσπάθειες των δικών μου κι αφού και προσωπικά διεπίστωσα σοβαρές αντιφάσεις στις διδασκαλίες της οργάνωσης και ανακολουθία στον τρόπο ζωής και πολιτείας των αρχηγών της στο εξωτερικό, εγκατέλειψα την κίνηση.
Επί δύο χρόνια προσπάθησα να ξαναβρώ τον εαυτό μου μετά από αλλεπάλληλες μετακομίσεις σε άλλες πόλεις — Βόλος, Χαλκίδα — και μόλις το 1986 μπόρεσα να επανενταχθώ ολοκληρωτικά στο κοινωνικό σύνολο, να ξαναρχίσω την εργασία μου και να αποκτήσω μια ομαλή οικογενειακή ζωή.
Ένα εξάμηνο μετά την απεμπλοκή μου από την οργάνωση ήλθα σε επαφή με την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη που κάλυψε σταδιακά τις πνευματικές μου ανάγκες και αναζητήσεις.
Σήμερα, μετά 5 μόλις χρόνια Ορθόδοξης λειτουργικής ζωής — τολμώ να το ελπίζω — είμαι σε θέση να κατανοήσω τις βασικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Νεογνωστικισμού και να δηλώσω με έμφαση ότι ενώ η πρώτη περιλαμβάνει το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας, ο δεύτερος αντιπροσωπεύει το ευαγγέλιο του όφεως. Πιστεύω ακόμη ότι δεν θα είχα ποτέ οδηγηθή στην πλάνη των Νεογνωστικών αν είχαν υπάρξει κάποιες προϋποθέσεις πλατύτερης ενημέρωσής μου πάνω στην πίστη, αλλά περισσότερο στην λειτουργική ζωή της εκκλησίας στην οποία είχα βαπτισθή.
Στην οικογένειά μου, μια τυπική αστική οικογένεια του μεσοπολέμου, διδάχθηκα να αγαπώ τον Θεό και τον Χριστό, από μια Καθολική μητέρα που ενώ πίστευε δεν είχε και πολλές σχέσεις με την εκκλησία του δόγματός της. Ο πατέρας μου με έπαιρνε, σαν παιδί, μερικές φορές στην εκκλησία τις Κυριακές κι αυτές με το ζόρι. Τα Χριστούγεννα ήταν για την οικογένεια μας η ημέρα του έλατου και των δώρων.
Στα 11 χρόνια μου, με δική μου πρωτοβουλία ζήτησα να παρακολουθήσω κατηχητικό στην ενορία μου — κάποιοι από τους φίλους μου το παρακολουθούσαν — αλλά μετά από 2-3 φορές επενέβη «προοδευτικό» μέλος της οικογένειάς μου και το κατηχητικό σταμάτησε. Το ίδιο συγγενικό μου πρόσωπο είχε φροντίσει να με εγγράψει από νωρίς στα εκπαιδευτικά και ψυχαγωγικά προγράμματα της Χ.Α.Ν. κι αργότερα στο Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, όπου παρέμεινα επί 12 χρόνια και είχα σημαντική εξέλιξη.
Δύο από τους θείους μου υπήρξαν μέλη του τεκτονισμού σε υψηλούς μάλιστα βαθμούς. Έτσι, στα 18 μου χρόνια, πέρασα από την «λευκή τελετή λυκιδέως», μια τελετή για την είσοδο των παιδιών των τεκτόνων στην «Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδος». Τότε πίστευα ότι η μασονία είναι μια οργάνωση επαγγελματικής αλληλοβοήθειας μόνο κι ότι η παρουσία μου εκεί ήταν μια εξασφάλιση για την επαγγελματική μου σταδιοδρομία. Οι επισκέψεις μου στη «στοά» ήταν στο σύνολο τρεις, εκείνη την εποχή. Από τότε, δεν είχα άλλη επαφή με τους μασόνους.
Ένα μεγάλο μέρος της θρησκευτικής μου ενημέρωσης το οφείλω αναμφισβήτητα στο σχολείο, στο μάθημα των θρησκευτικών, μία φορά την εβδομάδα. Σήμερα σκέπτομαι ότι αν είχε λείψh έστω και η μία αυτή ώρα την εβδομάδα, εγώ δεν θα είχα την παραμικρή πλέον πρόσβαση στα της πίστης μου, την στιγμή που το οικογενειακό μου περιβάλλον δεν ήταν κατάλληλο για την διαμόρφωση μιας θρησκευτικής παιδείας στα πλαίσια της Ορθοδοξίας. Ακόμη κατανοώ πλήρως την προσπάθεια που καταβάλλεται από κάποιους αντίχριστους κύκλους για την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία ή την αντικατάστασή του με παραθρησκευτικές κι αποκρυφιστικές διδασκαλίες κάτι πολύ συχνό στις μέρες μας.
Στη διάρκεια της δωδεκάχρονης προσκοπικής «θητείας» μου επαφή είχα με την εκκλησία την Μεγάλη Εβδομάδα για την «τήρηση της τάξης» στις Λειτουργίες και κάποιες Κυριακές, πριν την Κυριακάτικη συγκέντρωση της Ομάδος. Τις Κυριακές αυτές, ο εκκλησιασμός γίνονταν ομαδικά, εν στολή και δεν διαρκούσε περισσότερο από μια ώρα, φεύγαμε πολύ πριν το τέλος της λειτουργίας.
Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο της εποχής εκείνης έχει παραμείνει έντονα στη μνήμη μου και πιστεύω ότι διαμόρφωσε αρκετά την στάση μου απέναντι στον κλήρο.
Ως αρχηγός Ομάδος προσκόπων, συνόδευσα μια Κυριακή πρωί περί τα 15 άτομα στην εκκλησία και μετά το Ευαγγέλιο, μάζεψα την Ομάδα — για να μη «χάσουμε και το δικό μας πρόγραμμα» — και αποχωρήσαμε. Δεν είχαμε απομακρυνθεί όταν ο νεωκόρος μας πρόλαβε λέγοντας μου: «Σε Θέλει ο Αρχιμανδρίτης». Άφησα την Ομάδα και έσπευσα στην εκκλησία για να δεχθώ απρόοπτα από τον προϊστάμενο του Ναού, μέσα στο Ιερό, διαρκούσης της Λειτουργίας, μια τρομερή κατσάδα, «γιατί πήρα τα παιδιά του κόσμου από την Εκκλησία». Στην πνευματική κατάσταση της εποχής εκείνης, μου ήταν αδύνατον να αντιληφθώ τον λόγο για τον οποίο ο αγαθός γέροντας μου είχε βάλει εκείνες τις φωνές… Μου έκανε μόνον εντύπωση το γεγονός ότι ενώ έβγαινε κατά διαστήματα στην Ωραία Πύλη για τις ανάγκες της Λειτουργίας, μόλις τελείωνε, ξαναρχόταν κοντά μου και συνέχιζε να μου φωνάζει. Η έλλειψη διάκρισης του γέροντα αφ’ ενός κι η κάπως θεατρική αυτή συμμετοχή στη Λειτουργία υπήρξε για μένα ουσιαστική αιτία που χαρακτηρίζει την μετέπειτα στάση μου.
Ένα ακόμη παρόμοιο γεγονός πολύ αργότερα, ολοκλήρωσε την εικόνα. Στη διάρκεια του γάμου φιλικού μου προσώπου — στην εκκλησία πλέον πήγαινα μόνο με κοινωνικές ευκαιρίες γάμων – βαπτίσεων — ένας από τους ιερείς, δημόσια, επέκρινε την σύνοδό μου που φορούσε έξωμο φόρεμα.
β. Πως μυήθηκα στην παραθρησκεία
Ταυτόχρονα με την έλλειψη ουσιαστικής ποιμαντικής φροντίδας στη ζωή μου, η παρουσία ενός πλήθους «θεωριών» ψευδοεπιστημονικού περιεχομένου που προβάλλονται μαζικά από τον Τύπο και ιδιαίτερα από τα περιοδικά ποικίλης ύλης, ερχόταν να γεμίσει το κενό που άφηνε η απουσία της πραγματικής πνευματικότητος. Η παραφιλολογία, πρωτίστως η λεγόμενη «επιστημονική φαντασία» είχε το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης, πιστεύω, στην διαμόρφωση του κατάλληλου κλίματος για να δεχθώ τους κάθε λογής υπαρξιακούς προσανατολισμούς. Σε έναν κόσμο φανταστικό, επιστημονικά εξελιγμένο, που πιστεύεται πως όλα είναι δυνατά για τα «εξελιγμένα» όντα, είτε από άλλους πλανήτες προέρχονται αυτά, όπως λένε, είτε από τη Γη μας, ο αποκρυφισμός φορά το «επιστημονικό» προσωπείο του και οι «πανάρχαιες διδασκαλίες» σερβίρονται ξαναζεσταμένες όπως το καλεί η Εποχή.
Παράλληλα, ψευδοερευνητές τύπου Ντένικεν εκδίδουν βιβλία για περίεργα, ανερμήνευτα «φαινόμενα», ενώ φευδοθιβετιανοί τύπου Ράμπα και ψευδοσαμάνες τύπου Καστανέντα γεμίζουν τα ράφια των βιβλιοπωλείων και τα κεφάλια των πνευματικά αστήρικτων.
Το σκηνικό αυτό είναι το πρώτο στάδιο για την εισαγωγή των αφελών στην παραθρησκεία, με τα εκατοντάδες της πρόσωπα και με τα προσωπεία της ψυχολογίας, φιλοσοφίας, φυσικής ιατρικής, γυμναστικής κλπ.
Επιστημονική παραφιλολογία υπήρξε για μένα ο πρώτος και βασικός μεγάλος μου έρωτας και τα περί τα U.F.Ο άσκησαν μεγάλη γοητεία επάνω μου μέχρι και σε μεγάλη ηλικία. Έτσι, όταν ξανασυνάντησα αυτά τα θέματα στα πλαίσια της νέας μου πνευματικής ενασχόλησης μέσα στη νεογνωστική κίνηση η χαρά μου συναγωνίζονταν την βεβαιότητα ότι αυτή ήταν η θρησκεία και η διδασκαλία που μου ταίριαζαν καλύτερα, μιας και η διδασκαλία αυτή προσανατολίζει τον καθένα να ακολουθή τον «προσωπικό του δρόμο» και ενθαρρύνει, δήθεν, την «ελεύθερη έρευνα» στα φυσικά και μεταφυσικά πράγματα, χωρίς δογματισμούς. Το πάντρεμα, λοιπόν, του μεταφυσικού με το «επιστημονικό» πραγματοποιείται στις οργανώσεις αυτές κατά τον πλέον έξυπνο τρόπο — υπάρχει ακόμη και συγκεκριμένη πρακτική, με ειδικά μάντρα (ήχους ή φθόγγους) για την επίκληση εξωγήινων που σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις της οργάνωσης εμφανίζονται με τα διαστημόπλοιά τους.
Ακόμη, η έλλειψη και στοιχειώδους προηγούμενης πνευματικής ζωής δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα εντυπωσιασμού στον νεόφυτο της οργάνωσης όταν, μετά τις πρώτες δοκιμές χαλάρωσης – συγκέντρωσης, βιώσει τυχόν κάποιες από τις λεγάμενες «αστρικές» ή και γενικά, «παραψυχολογικές εμπειρίες». Οι εμπειρίες αυτές, όμοιες κατά κανόνα με τις ψυχεδελικές εμπειρίες που έχουν οι χρήστες ψυχοφαρμάκων και άλλων αντίστοιχων ουσιών, εντυπωσιάζουν συνήθως τον νεόφυτο και τον πείθουν ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο κι ότι προοδεύει στα μεταφυσικά ενώ πολλές από τις καταστάσεις αυτές για μεν την επιστήμη εντάσσονται στον χώρο της ψευδαίσθησης ή της παραίσθησης για δε την Εκκλησία ανάγονται σε δαιμονιώδεις καταστάσεις. Στα πλαίσια αυτών των σχετικών πρακτικών, είχα κι εγώ τις αντίστοιχες «εμπειρίες» μου που τότε με είχαν πείσει ότι η οργάνωση ήταν ο μόνος αληθινός δρόμος.
Η ενθάρρυνση για προσφορά είναι ένα άλλο μέσον με το οποίο η οργάνωση προσπαθεί να σε φέρει κοντά της. Σε έναν χριστιανικό χώρο όπως η Ελλάδα, είναι φυσικό κάθε διδασκαλία που αναφέρεται στην προσφορά να εκλαμβάνεται σαν θετική διδασκαλία. Έτσι, η οργάνωση μας προέτρεπε να δίνουμε στον συνάνθρωπο αγάπη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο να του δίνουμε αυτή την ίδια τη διδασκαλία που τόσο μας είχε βοηθήσει να «γνωρίσουμε τον εαυτό μας» κι έτσι «να γίνουμε καλύτεροι». Η οργάνωση, λοιπόν, ταύτιζε «την αγάπη για την ανθρωπότητα» με τον προσηλυτισμό και άλλων στις διδαχές της. Και, βέβαια, οι οικονομικές και άλλες υλικές παροχές ήταν πάντα το μέσον με το οποίο η κίνηση θα γινόταν πιο δελεαστική και αξιόμαχη στο χρηματιστήριο των ιδεών και των δογμάτων. Κι ακόμη, ο ελεύθερος χρόνος, στην αρχή κι όλος ο χρόνος αργότερα του πιστού γίνονταν προσφορά σ’ αυτού του είδους την αντίληψη περί αγάπης προς τον συνάνθρωπο, από τον οποίο σε χώριζε, στην ουσία, η διδασκαλία περί Κάρμα και το δόγμα περί του προσωπικού δρόμου του καθενός μας.
γ. Το νέο δόγμα
Η άγνοια βασικών δογμάτων της Ορθοδοξίας επέτρεψαν στην οργάνωση να δελεάσει πολλούς από μας με την χριστολογία της. Παρουσιάζοντας τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, αρχικά, σαν τον μεγαλύτερο «αβατάρ (διδάσκαλο, πνευματικό οδηγό) που γνώρισε ποτέ ο κόσμος» πράγμα, που, φυσικά, δεν θα επιχειρούσε αν ασκούσε τον προσηλυτισμό της σε κάποια από τα κράτη του Ισλάμ — μας καθησύχασε αρχικά για να μας σερβίρει στη συνέχεια το δόγμα της περί «χριστικής κατάστασης» — δόγμα κοινό στον αποκρυφισμό, στην Θεοσοφία και σε κάποιες από τις ανατολικές θρησκείες — όπου οι πάντες μπορούν να γίνουν θεοί και αβατάρ. Έτσι έγινε σταδιακά αποδεκτός και στην δική μου συνείδηση ο αρχηγός και μεσίας της οργάνωσης σαν ο Χριστός αυτής της συγκεκριμένης εποχής, της υδροχοϊκής εποχής, ενώ ο Κύριος Ιησούς παραμερίστηκε στην προηγούμενη εποχή, των Ιχθύων.
Φαίνεται όμως, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός «βαστούσε γερά μέσα μου» γιατί, θυμάμαι, παραμονή Χριστουγέννων, στο κέντρο μου, που ίδρυσα στη Θεσσαλονίκη «οδήγησα μια αλυσίδα» δικής μου εμπνεύσεως — οι «αλυσίδες» είναι ειδικές πρακτικές, του εσωτερικού κύκλου μύησης, που περιλαμβάνουν ομαδικές επικλήσεις και άλλες αποκρυφιστικές διαδικασίες — και παρά το αυστηρά καθορισμένο τυπικό των πρακτικών αυτών, εγώ την αφιέρωσα στον «Διδάσκαλο Ιησού Χριστό» που γεννιόταν την ώρα εκείνη. Πιστεύω ότι στις δύσκολες εκείνες ημέρες της αποστασίας μου ο Θεός δεν με εγκατέλειψε ούτε στιγμή παρά την υποτυπώδη θρησκευτική μου παιδεία.
Ένα άλλο σημείο που εκμεταλλεύθηκε η οργάνωση στην περίπτωσή μου — και πιστεύω και σε άλλες περιπτώσεις γενικά — ήταν η επιθυμία μου να βελτιώσω τον εαυτό μου, να απαλλαγώ από τα ελαττώματά μου. Στο σημείο αυτό η οργάνωση προβάλλει ότι ο εγωισμός (ή υπερηφάνεια) είναι από τα βασικότερα ελαττώματα και προτρέπει, δήθεν, προς την ταπείνωση για να διακηρύξει αμέσως μετά ότι ο απαλλασσόμενος από τα ελαττώματα γίνεται ο «υπεράνθρωπος, που λαμβάνει ρομφαία πυρός και κάθεται στον θρόνο και κυβερνά». Ακόμη, η οργάνωση διακηρύσσει ότι η λαγνεία είναι ένα από τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα κι ο άνθρωπος πρέπει να φθάσει στον τέλειο εξαγνισμό, αλλά σαν λύση προτείνει την «σεξουαλική αλχημεία», δηλαδή, τον σεξουαλικό υπερκορεσμό.
Πολύ σύντομα κατενόησα ότι δεν είμασταν «ελεύθεροι αναζητητές της αλήθειας» αλλά οπαδοί ενός συγκεκριμένου δόγματος, έτσι όπως το είχε διαμορφώσει ο αρχηγός της κίνησης. Όμως την εποχή εκείνη, η οργάνωση φαινόταν να είναι το παν την στιγμή που οι γέφυρες με τον παλιό κόσμο είχαν κοπεί κι η κίνηση προσφερόταν να καλύψει την κάθε ανάγκη μου. Ήταν η οικογένειά μου, η φιλική μου συντροφιά, ο χώρος όπου δεχόμουνα την αναγνώρισή μου, το πεδίο της πνευματικής μου αναζήτησης. Η οργάνωση φρόντιζε να με αποδεσμεύσει από κάθε άλλη, εκτός αυτής, εξάρτηση διαβολοποιώντας τα πάντα και καλλιεργώντας ένα έντονο κλίμα δεισιδαιμονίας όπου παντού καιροφυλακτούσαν αγαθά και κακοποιά πνεύματα και θεοί και δαίμονες απέναντι στους οποίους πρέπει να βρίσκεται κανείς συνεχώς σε επιφυλακή. Έτσι ο «νεοφώτιστος» προγραμματίζεται αρχικά από την ίδια την διδασκαλία και ενθαρρύνεται στον αυτοπρογραμματισμό αργότερα με ειδικές πρακτικές όπως η «μετατροπή των εντυπώσεων» κατά την οποία υποχρεούται να «επεξεργάζεται» στην αρχή διανοητικά και αργότερα «συνειδητά» (αυτόματα, χωρίς σκέψη), τις θετικές ή αρνητικές εντυπώσεις που τον προκαλούν και να επιλέγει την εκάστοτε αντίδρασή του.
Το βόλεμα λοιπόν στην οργάνωση είναι ένα βασικό στοιχείο για την παραμονή του θύματος σ’ αυτήν ακόμη κι όταν υπάρχουν οι διάφορες αντιρρήσεις και αμφιβολίες.
Ένα άλλο από τα τεχνάσματα που η οργάνωση χρησιμοποιούσε ήταν η καλλιέργεια ενός κλίματος φόβου απέναντι στον υποτιθέμενο «διωγμό» που η κρατούσα θρησκεία θα εξαπέλυε εναντίον μας αν πληροφορείτο την ύπαρξη της οργάνωσης και την διδασκαλία μας. Αν και η μόνη πολεμική που εγώ προσωπικά δέχθηκα στις διαλέξεις μου ήταν δύο ή τρεις αδύναμες αντιπαραθέσεις, υπό μορφήν ερωτήσεων, τις οποίες εξουδετέρωσα εύκολα, μιας και οι άνθρωποι που τις επιχείρησαν εστερούντο στοιχείων επί της διδασκαλίας. Μου έδωσαν την δυνατότητα να μπερδέψω τα πράγματα τη στιγμή που το ακροατήριο αγνοούσε τα βασικά δόγματα της Ορθοδοξίας. Κάποτε, πάλι, ο ιερεύς της ενορίας όπου είχα το Κέντρο, με κάλεσε να συζητήσουμε, αλλ’ εγώ απέφυγα την πρόσκληση.
δ. Η επιστροφή
Η πιο σοβαρή αντιπαράθεση απόψεων υπήρξε του π. Αντωνίου, όταν κάποτε, άγνωστος σε μένα τότε, μου τηλεφώνησε και επί μία ώρα προσπάθησε να ευαισθητοποιήσει τις διαφορές μεταξύ της Ορθοδοξίας και των δασκαλιών της οργάνωσης. Η προσπάθεια αυτή μου είχε δημιουργήσει, θυμούμαι, μεγάλη πίεση γιατί δεν κατανοούσα την ανάγκη μιας τέτοιας αντιπαράθεσης την στιγμή που ήμουν πεπεισμένος ότι «όλες οι θρησκείες οδηγούν τελικά στην αλήθεια» κι ότι «εμείς, οι Γνωστικοί δεν προσπαθούμε να πείσουμε κανένα. Έρχεται σε μας μόνος όποιος είναι έτοιμος γι’ αυτό». Βέβαια η διακριτική παρουσία του π. Αντωνίου και της «Πανελληνίου Ενώσεως Γονέων για την Προστασία της Οικογένειας και του Ατόμου» συνόδευσε την περαιτέρω πολιτεία μου με την μορφή βιβλίων και συμβουλών προς τους δικούς μου, μέχρι να ωριμάσει μέσα μου ο Κύριος τη στιγμή της αποδέσμευσής μου από την πλάνη.
Το πιο βασικό στην φάση αυτή της ζωής μου ήταν το γεγονός ότι ποτέ δεν είχα υποψιασθή, μέχρι την στιγμή εκείνη, ότι στην Ορθοδοξία υπάρχει μια ανεξάντλητη παρακαταθήκη πνευματικότητος, μυστηριακής ζωής, υγιούς μεταφυσικής εμπειρίας — που ο πιστός μπορεί να γευθή αν ο Θεός επιτρέψει κι αν είναι προς το συμφέρον του —, αληθινής ταπείνωσης και αγάπης ενώ στον αποκρυφισμό μόνο μιζέρια και εγωισμό και διαμονιώδεις καταστάσεις μπορεί να αποκομίσει ο «αναζητητής».
Όλα τα ανωτέρω τα είχα ακούσει από μικρό παιδί να λέγονται άπειρες φορές· ήταν όμως σα να τα ανακάλυπτα για πρώτη φορά μόνο όταν επιθύμησα να ζήσω λειτουργικά εν Ιησού Χριστώ, μέσα στην Ορθόδοξο Εκκλησία.
Έτσι, σήμερα όντας αμαρτωλός, ανήκοντας όμως στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, ελπίζω κι εύχομαι για τον εαυτό μου, τους δικούς μου, τον κόσμο ολόκληρο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη συμφορά για τον άνθρωπο από την αίρεση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη συμφορά από το να μη μπορείς να δης την πηγή του φωτός και της σωτηρίας· να νομίζεις ότι βαδίζεις στο φως, όταν βυθίζεσαι όλο και περισσότερο σε πυκνότερο σκοτάδι.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
31η Μαΐου 1941: Γέννηση.
1949-1952. Βασική ἐκπαίδευση (Δημοτικό): Ἰόνιος Σχολή.
1952-1960. Βασική καί Μέση ἐκπαίδευση (Δημοτικό καί ὀκτατάξιο Γυμνάσιο – Λύκειο): Κολλέγιο Ἀθηνῶν.
1960-1962. Σπουδές στή Σχολή Γραφιστικῆς τοῦ Α.Τ.Ο. (Ἀθηναϊκός Τεχνολογικός Ὅμιλος – Σχολές Δοξιάδη).
1962-1963. Στρατιωτική θητεία (Σχεδιαστῆς Μηχανικοῦ).
1963-1968. Ἐργασιακή ἀπασχόληση ὡς γραφίστας καί ἐπιμελητής ἐκδόσεων στό «Συγκρότημα Ἑλένης Βλάχου» («Εἰκόνες» – «Μεσημβρινή»), στόν Δημοσιογραφικό Ὀργανισμό Λαμπράκη («Ταχυδρόμος») καί στόν Ὀργανισμό Ἐκδόσεως Διδακτικῶν Βιβλίων (Ο.Ε.Δ.Β.).
1968-1975. Ἐλεύθερος ἐπαγγελματίας, ἰδιοκτήτης «Δημιουργικοῦ Γραφείου», σέ συνεργασία μέ γνωστές ἑταιρίες γιά τήν παραγωγή διαφήμισης καί παροχή ὑπηρεσιῶν γραφικῶν τεχνῶν.
1975-1980. Καθηγητής Γραφικῶν Τεχνῶν, Φωτογραφίας καί Διαφήμισης στό Ἐργαστήριο Ἐλευθέρων Σπουδῶν «Ὅμηρος».
1980-1988. Καθηγητής Γραφικῶν Τεχνῶν, Φωτογραφίας καί Ἠλεκτρονικῶν Ὑπολογιστῶν στό Ἐργαστήριο Ἐλευθέρων Σπουδῶν «Πετρά».
1988-1994. Διευθυντής τοῦ «Ἐργαστήριο Γραφικῶν Τεχνῶν» τοῦ Ἐργαστηρίου Ἐλευθέρων Σπουδῶν «Πετρά».
1994-2005. Ἰδιοκτήτης – Διευθυντής τῆς Σχολῆς Η/Υ καί Γραφικῶν Τεχνῶν «Ἅγιος Ἰωάννης» (St. John’s).
1982-2013. Συνεργάτης τοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, ἐπί θεμάτων ἀποκρυφισμοῦ καί παραθρησκείας καί μέλος τῆς Π.Ε.Γ. (Πανελλήνιας Ἕνωσης Γονέων γιά τήν προστασία τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πολιτισμοῦ, τῆς Οἰκογενείας καί τοῦ Ἀτόμου).
Συγγραφική – Ἐκδοτική δραστηριότητα.
Συγγραφεύς τοῦ ἐγχειριδίου: «Ναί ἤ ΟΧΙ στό Χάρι Πότερ;».
Συγγραφεύς τῆς σειρᾶς τῶν τριῶν βιβλίων «Ὁ Νίκ Μάρβελ…».
Ἀρθρογράφος καί βασικός συνεργάτης στή σύνταξη κι ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ «Διάλογος».
Ἀρθρογράφος ἐπί τριετίαν (2019-2022) στην εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος».
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ , Ένα καυτό, ποιμαντικό πρόβλημα
Έκδοσις Π.Ε.Γ. Αθήνα 1989
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ