Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Δοσιθέου, καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Τατάρνης Εὐρυτανίας
Μετὰ τὰ Σεπτεμβριανὰ τοῦ ‘55 λειτουργοῦσε στὸ ναὸ τῆς Παναγίας στὸ Νιχώρι τοῦ Βοσπόρου ὁ- μακαρίτης τώρα – μητροπολίτης Χαλδίας Κύριλλος. Ὁ διάκονος – ποὺ ζῆ καὶ μοῦ τὸ διηγήθηκε – φόρεσε γαλάζια στολή, γιατὶ αὐτὴν εἶχε. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Λειτουργίας κάποιοι τραμποῦκοι μπῆκαν στὸ Ναό. Εἶδαν τὸ διάκο μὲ τὰ μπλέ, ἐφρύαξαν. Δημιούργησαν ἐπεισόδιο. Νὰ βγάλη ὁ διάκος τὰ γαλάζια γιατὶ θὰ τὰ κάνουμε γυαλιά-καρφιά. Τὰ ἔβγαλε. Φόρεσε ἄμφια ἄλλου χρώματος καὶ ἡ Λειτουργία συνεχίσθηκε.
Ἡρωισμὸς εἰς πράξεις δύο
Γράφει ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πέργης κ. Εὐάγγελος στὸ θαυμάσιο βιβλίο του .Ἐκ Φαναρίου.:
Μὰ καὶ κάποιος ἄλλος μοῦ μίλησε γιὰ τὸ τότε τοῦ ναοῦ τῆς Βλάγκας. Ὁ Ἰωάννης Καλαμάρης, ὁ ἐκπαιδευτικός. Ὕστερα ἀπὸ σαραντατρία χρόνια (1955-1997). Πῶς τόκρυψε ὣς τώρα; Εἶχε καταλάβει τὸ χῶρο ὁ στρατὸς γιὰ φύλαξη καὶ προστασία του, μετὰ τὴν καταστροφή. Ἀνάμεσά του κι ὁ Γιάννης Καλαμάρης. Ἔφεδρος τότε ἀξιωματικός. Ὅπου μιὰ μέρα βλέπει τὸν ἱερέα πατέρα μου νὰ στέκεται μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια του στὸ χῶρο τῆς καμένης ἁγιατράπεζας, μὲ στημένες σκηνὲς γύρω της καὶ σ’ ὅλο τὸ χῶρο τοῦ Ἱεροῦ. Τὸν πλησίασε καὶ μιλώντας του στὴ γλώσσα μας, τὸν παρηγόρησε, λέγοντάς του πὼς ὅλα μὲ τὸν καιρὸ θὰ σιάξουν. Κι ὁ ναὸς θὰ ξαναγίνει. Κι ὁ ἴδιος θὰ ξαναλειτουργήσει στοὺς Ἁγίους Θεοδώρους, πατώντας, μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ δύναμη, στὸ ἴδιο σημεῖο, ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ περίλυπος, καὶ μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, ὀπτασιαζότανε τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Δὲν ἀμφέβαλλε γιὰ ὅλ’ αὐτὰ ὁ πατέρας μου. Μόνο τὸν ἐντυπωσίασαν δυὸ πράγματα. Πῶς ἕνας τοῦρκος ἀξιωματικὸς τοῦ μίλησε τὴ γλώσσα του, καὶ πῶς ἀμέσως ἐκπληρώθηκε ἡ παράκλησή του. Νὰ διαλυθοῦν τὰ τσαντίρια. (σκηνές) ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ Ἱεροῦ. Γιὰ τὸ πρῶτο μᾶς εἶχε κάνει λόγο ἐκεῖνον τὸν καιρό, ὄχι φυσικὰ ἐπώνυμα. Τὸ δεύτερο ἔμεινε κρυφὸ σαραντατρία χρόνια..
Εἶμαι στὴν εὐχάριστη θέσι νὰ συμπληρώσω τὰ γραφόμενα. Εἶναι ἡ δευτέρα πράξις ἑνὸς ἀγνώστου ἡρωισμοῦ. 6 Ἰουλίου τοῦ 2000 σ.ἔ. Σαράντα πέντε χρόνια μετά. Ταξιδεύω μὲ τοὺς Πολίτες ἐκδρομεῖς ἀπὸ Μυτιλήνη γιὰ Χίο. Κάθομαι μόνος σ’ ἔνα πάγκο τοῦ πλοίου καὶ κοιτάζω κατὰ τὰ Μικρασιατικὰ παράλια. Ρεμβάζω κι ἀναπολῶ. Προσπαθῶ νὰ μαντέψω ποιά εἶναι τὰ βουνὰ ποὺ σιγά-σιγὰ περνοῦν μπροστὰ στὰ μάτια μου καὶ χάνονται.
Ποιά εἶναι τὰ χωριά. Μὲ πλησιάζει ἕνας κύριος, μέλος τῆς ἐκδρομῆς. Συστήνεται. Ἰωάννης Καλαμάρης, συνταξιοῦχος διδάσκαλος. Μένει στὴν Ἀσιατικὴ πλευρά. Στὴν Χαλκηδόνα; Στὸ Μόδι; Δὲν θυμᾶμαι καλά. Μόλις πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν εἶχα διαβάσει τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Πέργης. Θυμήθηκα ἀμέσως τὴν περίπτωσι. Τὸν ἐρωτῶ λοιπόν:
Καὶ πῶς καταφέρατε νὰ διώξετε τοὺς Τούρκους στρατιῶτες ἀπ’ τὸν καμένο ναό;..
Θὰ τὸ πῶ τώρα σὲ σένα, πάτερ, ὕστερα ἀπὸ 45 χρόνια. Δὲν τὸ ἔχω πῆ ποτὲ σὲ κανένα. Ἤμουν ἔφεδρος ἀξιωματικός. Προϊστάμενός μου ἦταν ἕνας Τοῦρκος λοχαγός, μέθυσος στὸ ἔπακρον. Τὸν λέγω. Σᾶς παρακαλῶ, βγᾶλτε τοὺς στρατιῶτες ἀπ’ τὸν ναό. Εἶναι ἀσέβεια. Εἶναι χῶρος ἱερὸς γιὰ τοὺς Χριστιανούς. Ἄρχισε νὰ μὲ βρίζη. Θὰ μείνουν ἐκεῖ. Ἐγὼ διατάζω. Ἔφυγε νευριασμένος. Λέγω στοὺς στρατιῶτες. Κατὰ διαταγὴν τοῦ λοχαγοῦ, θὰ βγῆτε ὅλοι ἔξω. Ὑπάκουσαν. Ἔβαλα καὶ φρουρὸ στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ πρωὶ ἔρχεται ὁ λοχαγός. Βλέπει τὴν ἐκκλησία ἄδεια, τὰ τσαντίρια μαζεμένα, βάζει τὶς φωνές. Μὲ καλεῖ ὠργισμένος στὸ γραφεῖο του. Μὲ ἐπιπλήττει. Ποιός εἶσαι σὺ ποὺ δὲν σέβεσαι τὶς διαταγές μου; Θὰ σὲ τιμωρήσω, θὰ σὲ στείλω στὴν Ἀνατολή, θὰ σοῦ ξηλώσω τὰ γαλόνια. Μὰ ἐγώ, πάτερ, ἐγνώριζα ἕνα μυστικό του. Κάποτε μεθυσμένος, τύφλα, μπῆκε σ’ ἕνα συνεργεῖο αὐτοκινήτων καὶ ἔκαμε μὲ τὸ στανιὸ περιτομὴ σ’ ἕνα ἀρμενάκι. Ἡ πληγὴ κακοφόρμησε καὶ τὸ παιδὶ ἀρρώστησε βαρειὰ καὶ μᾶλλον πέθανε.
Μοῦ τὸ εἶχε ἐξομολογηθῆ ὅταν βρισκόταν στὴ συνήθη του κρασοκατάνυξι. Τοῦ λέγω λοιπόν. Ἂν διάταξης νὰ μποῦν καὶ πάλι στρατιῶτες στὴν Ἐκκλησία θὰ σὲ καταγγείλω γι’ αὐτὸ ποὺ ἔχεις κάνει. Αὐτὴ ἡ ἀπειλὴ ἔσωσε τὴν κατάστασι. Ἀναλογίσθηκε τὴν θέσι του. Καὶ οἱ στρατιῶτες δὲν ξαναμπήκαν στὸ ναό, μέχρι ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Βλάγκα. Αὐτὸ καὶ γιὰ ὅσους μιλοῦν γιὰ ρωμηοὺς προδότες ἐπειδὴ ὑπηρετοῦν στὸν Τούρκικο στρατό. Γιατὶ ὅλα τὰ ἀνισόρροπα ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα λέγονται καὶ γράφονται.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μιὰ γοργόνα στὸν Κεράτιο», ἐκδ. Ἱ. Μ. Τατάρνης Εὐρυτανίας.