π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
ΟΙ «ΝΑΖΙ», «ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΕΣ», «ΚΑΤΑΔΟΤΕΣ», «ΒΑΣΑΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ»
ΤΟΥ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ : «ΝΑΖΙΣΜΟΣ ΜΕ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ»
Οι «Ναζί»
Αναφέραμε ήδη ότι οι μεθοδεύσεις για να «ζωγραφιστεί» η ναζιστική εικόνα τού εντεταλμένου της Εκκλησίας της Ελλάδος για θέματα αιρέσεων και παραθρησκείας άρχισε ήδη από το έτος 1993. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε την «ολοκλήρωση» αυτού τού σχεδίου.
Ισχυρισμοί
Γράφει λοιπόν το δημοσίευμα:
«Από τις 11 έως τις 16 Νοεμβρίου 1993, παραδείγματος χάριν, το μοναστήρι της Πεντέλης φιλοξένησε δεκάδες ειδικούς, ιερωμένους και επιστήμονες με κοινές αγωνίες και πολιτικοφιλοσοφικές απόψεις. Από την ατζέντα μαθαίνουμε ότι οι περισσότεροι εισηγητές προέρχονταν από τη γερμανία. ΚΟΙΝΟΣ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗΣ, Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ. Ένας μάλιστα από τους τακτικότερους συνεργάτες και καλεσμένους στα συμπόσια τού πατέρα Αλεβιζόπουλου, ο δικηγόρος τού Αμβούργου Ralf Abel, που δραστηριοποιείται επί χρόνια σε “θεολογικά ζητήματα”, από τις 31 Οκτωβρίου 1991 κατέχει τον. . . Επίσημο τίτλο τού Ναζί, σύμφωνα μετά απόφαση τού Περιφερειακού Δικαστηρίου τού Αμβούργου. Αυτόματα έρχεται στο νου η ιστορία τού Αννόβερο και τού Αμβούργου. Άλλωστε, ο Πέτρος Κουναλάκης δεν έχει και πολλές αμφιβολίες: «Και τώρα με τις αιρέσεις τα ίδια κάνει, είναι αδίστακτος, συνεργάζεται με τον οποιονδήποτε. Είναι φανατικός, επικίνδυνος».
Όλοι λοιπόν οι εισηγητές τού «Γ’ Διεθνούς Εξειδικευμένου Συνεδρίου Συλλόγων Πρωτοβουλίας Γονέων» με θέμα «Ανθρώπινα δικαιώματα και αξίες, κοινωνικά προβλήματα λόγω εξαρτήσεως από ολοκληρωτικές αιρέσεις και νέα θρησκευτικά κινήματα στην Ευρώπη» (Πεντέλη, Νοέμβριος, 1993), έχουν ως κοινό παρανομαστή την ακροδεξιά τους τοποθέτηση». Μάλιστα ο Ralf Abel, από τις 31.10.1991, «κατέχει τον επίσημο τίτλο τού Ναζί, σύμφωνα μετά απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Αμβούργου».
Η «πληροφορία» δόθηκε για πρώτη φορά στο Β. Ραφαηλίδη, ο οποίος, προκειμένου να «καταγγείλει» για λογαριασμό των νεοφανών αιρέσεων τον άνθρωπο, στον οποίο η Εκκλησία ανέθεσε το έργο της απολογητικής, κάτω από τον τίτλο «Πατήρ Αντώνιος Αλεβιζόπουλος ο Μέγας», τόνισε: «Ε και; Φασίστες πάντως δεν είμαι, ούτε κάλεσα εγώ στην Ελλάδα τους Ralf Abel και Thomas Gandow, καταδικασθέντες από δικαστήριο τού Αμβούργου για φιλοναζιστική δραστηριότητα. . . » (Έθνος 7. 2. 1995).
«Τακτικότερος συνεργάτης». Κατ’ αρχή παρατηρούμε πως ο ισχυρισμός ότι ο καθηγητής Abel είναι «από τους τακτικότερους συνεργάτες και καλεσμένους μας στα συμπόσια» είναι εντελώς ανυπόστατος. Πριν από το συνέδριο της Πεντέλης δεν γνώριζα τον καθηγητή Abel. Ούτε πριν, ούτε μετά το συνέδριο επικοινώνησα μαζί του. Άλλωστε, ο Abel δεν προτάθηκε ως εισηγητής στο συνέδριο από εμάς· εμείς παρακαλέσαμε να οριστεί ένας από τους πλέον εξειδικευμένους ερευνητές επί νομικών θεμάτων επί πανευρωπαϊκού επιπέδου και τα ξένα μέλη της προπαρασκευαστικής επιτροπής του Συνεδρίου επρότειναν τον Δρ. Abel ως τον κορυφαίο νομικό επιστήμονα σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε σχέση με τις ολοκληρωτικές νεοφανείς αιρέσεις.
«Δημοσιογραφική επιπολαιότητα». Δεν προτιθέμεθα να γίνουμε εμείς απολογητές ενός μοναδικού Expert σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όπως είναι ο καθηγητής Ralf Abel. Όμως υστέρα από τα ανέντιμα αυτά δημοσιεύματα, ειδοποιήσαμε τον καθηγητή Abel, ο οποίος μας απέστειλε την ακόλουθη απάντηση, με ημερομηνία 13. 2. 1995:
«Αγαπητέ Δρ. Αλεβιζόπουλε. . . Οι ισχυρισμοί που μεταξύ άλλων γράφονται για το πρόσωπο μου είναι ψευδείς και ανυπόστατοι. Εδώ πρόκειται μάλλον για πηγές της Σαηεντόλοτζυ (ιδιαίτερα από τη λεγόμενη ΜΠΡΟΣΟΥΡΑ ΜΙΣΟΥΣ ΤΗΣ ΣΑΗΕΝΤΟΛΟΤΖΥ, Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΗΚΕ στη ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΜΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ, ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ).
Η δημοσιογραφική επιπολαιότητα και ανευθυνότητα σε τέτοιο βαθμό, με αφήνουν εμβρόντητο. Αντί να γίνεται αντικειμενική έρευνα, όπως φαίνεται, υιοθετούνται ανεξέλεγκτοι ισχυρισμοί, σύμφωνα με τις δοξασίες τού Hubbard. ΑΥΤΟΙ ΠΑΛΙ ΒΑΣΙΖΟΝΤΑΙ ΣΕ ΛΕΠΤΟΜΕΡΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΝΑΖ1ΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ και οι οποίες χρησιμοποιούνται για να αποδυναμώσουν, με τη λεγόμενη μαύρη προπαγάνδα, αρμόδιους κριτικούς της Σαηεντόλοτζυ και άλλων λατρειών, μέσω κατευθυνόμενων συκοφαντιών.
Κανονικά θα ήταν καθήκον ενός ελεύθερου Τύπου να ξεσκεπάζει τέτοιου είδους εκστρατείες λασπολογίας και ΝΑ ΔΙΑΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ ΤΕΤΟΙΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΣΚΟΠΩΝ.
Οι δημοσιογράφοι θα έπρεπε να καταδικαστούν μέσω ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ να μην επαναλάβουν και να ανακαλέσουν. Οι ακόλουθοι ισχυρισμοί θα έπρεπε να μην επαναληφθούν και να ανακληθούν:
– Ότι δήθεν ο Thomas Gandow και εγώ είχαμε δικαστεί από δικαστήριο τον Αμβούργου για φιλοναζιστικές δραστηριότητες.
– Το ότι εγώ φέρω από τις 31. 10. 1991 τον επίσημο τίτλο ενός Ναζί.
– Ότι ο κοινός παρονομαστής των δικών σας εισηγητών είναι η ακροδεξιά τους τοποθέτηση».
Συνοψίζοντας παρατηρούμε ότι ο διάσημος Γερμανός καθηγητής υπογραμμίζει ότι οι ισχυρισμοί των δημοσιογράφων είναι ψευδείς, θεμελιώνονται στη «Μπροσούρα Μίσους» της Σαηεντόλοτζυ (Hate and Propaganda Sanctioned and Promoted by the German Media and Government, έκδ. Διεθνής Εκκλησία της Σαηεντόλοτζυ 1993), η οποία, στη σελίδα 55, αναφέρει ότι δήθεν ο Ralf Abel καταδικάστηκε από το «Regional Court of Hamburg», πράγμα που συνιστά καθαρό ψεύδος.
Έτσι η εφημερίδα είναι εκτεθειμένη στο κοινό 19 διαφορετικών Ευρωπαϊκών Χωρών και προπαντός απέναντι στους πονεμένους γονείς, που έχασαν τα παιδιά τους στις ως άνω ομάδες και γι’ αυτό ήλθαν στο συνέδριο μας. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε όλες τις δυτικοερωπαϊκές χώρες, η εφημερίδα τίθεται αβασάνιστα στο πλευρό των ολοκληρωτικών αιρέσεων και όχι στο πλευρό των θυμάτων και των οικογενειών τους.
Η «πηγή» πληροφοριών: Όλα δείχνουν ότι ο δημοσιογράφος στηρίχθηκε σε ένα έντυπο που η κυκλοφορία του απαγορεύθηκε με δικαστική απόφαση, επειδή περιέχει ψεύδη, κινείται στο ναζιστικό πνεύμα και στη ναζιστική φιλοσοφία.
Τα στοιχεία της εισαγγελικής έρευνας αποδεικνύουν ότι κινητοποιήθηκαν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο οι μυστικές υπηρεσίες της Σαηεντόλοτζυ, οι έλληνες πράκτορες του DSA (Department of Special Affaires), ήρθαν σε επαφή με δημοσιογράφους, κατάφεραν να μεταστρέψουν τουλάχιστο δύο από αυτούς σε συμμάχους και ανέλαβαν να «συγκεντρώσουν» το «κατάλληλο υλικό» για το άρθρο. Μάλιστα ένας έλληνας πληροφοριοδότης έλαβε και βραβείο επειδή «οι πληροφορίες του έχουν οδηγήσει σε ένα άρθρο σε πανελλαδική εφημερίδα εναντίον τού καταπιεστικού αυτού στοιχείου και έχουν βοηθήσει πολλές ακόμη ενέργειες από συμμάχους μας» (“Έπαινος Χρήστου Ζάρρα από DSA – Greece με ημερ. 9. 3. 1995).
Θεωρούμε ότι η εφημερίδα όφειλε πριν από το δημοσίευμα να απαιτήσει από τους πληροφοριοδότες της την υποτιθέμενη απόφαση τού δικαστηρίου του Αμβούργου που δήθεν καταδίκασε τον Abel ως «ναζί» και να τη μελετήσει προσεκτικά. Αλλά αν υπήρχε τέτοια καταδίκη δεν θα την ανέφερε από την αρχή και επακριβώς η «Μπροσούρα μίσους»; Όμως εκεί παρατίθεται μόνο ο αναπόδεικτος ισχυρισμός:
«Ralf Abel: Abel, a Hamburg lawyer, is chairman of the support group for a German ideological organization. This ideological organization, according to an October 31,1991 judgement from the Regional Court of Hamburg, may be labeled a Nazi sect. For the past decade, Abel promoted that certain religions should have limits placed on their right to freedom of religion. He obtained his law degree with a thesis on this subject and contributed to a book on the Scientology religion in which he claimed that legislation was needed to deal with it».
Αυτό σημαίνει: «Abel, ένας δικηγόρος από το «Αμβούργο, είναι πρόεδρος μιας βοηθητικής ομάδας για μια γερμανική ιδεολογική οργάνωση. Αυτή η ιδεολογική οργάνωση, σύμφωνα με μία απόφαση ενός περιφερειακού δικαστηρίου του Αμβούργου στις 31 Οκτωβρίου 1991, μπορεί να ονομασθεί ναζιστκή αίρεση. Στην τελευταία δεκαετία ο Abel προσπαθεί να επιβάλει την άποψη ότι ορισμένες θρησκείες πρέπει να έχουν όρια αναφορικά με τη θρησκευτική ελευθερία. Πήρε το διδακτορικό δίπλωμα της νομικής με μία διδακτορική διατριβή σε αυτό το θέμα και συνέβαλε σ’ ένα βιβλίο για τη θρησκεία της Σαηεντόλοτζυ, το οποίο ανέφερε ότι χρειάζεται νόμος για να το επιβάλει αυτό».
Εδώ το δημοσίευμα μιλάει για μια «ναζιστική αίρεση» και για μια «βοηθητική ομάδα» στην οποία είναι πρόεδρος ο Abel. Πως ονομάζεται αυτή η «ναζιστική αίρεση» και ποια είναι η «βοηθητική ομάδα» για την οποία γίνεται λόγος; Η «Μπροσούρα μίσους» της Σαηεντόλοτζυ δεν την κατονομάζει. Ποιο ήταν το περιφερειακό δικαστήριο, ποιο ήταν το αντικείμενο της δίκης και ποιό αριθμό πήρε η απόφαση για να την αναζητήσουμε; Η «Μπροσούρα μίσους» δεν δίνει τέτοιες πληροφορίες· αναφέρει μόνο «πολλούς ψιθύρους»!
Ρωτάμε το δημοσιογράφο της Ελευθεροτυπίας: Εάν εμείς τού φέρναμε ένα αγγλικό κείμενο, το οποίο εμείς δημοσιεύσαμε και το οποίο ισχυρίζεται ότι ο πρόεδρος του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» καταδικάστηκε από κάποιο δικαστήριο ως ναζιστής, θα δημοσιεύσει αμέσως την πληροφορία και μάλιστα ως δική του «εξακριβωμένη» θέση; Ύστερα από αυτή την επιπολαιότητα και ανευθυνότητα, ποιος σοβαρός άνθρωπος θα μπορούσε να εμπιστευθεί την υπεύθυνη ενημέρωση του σε τέτοια δημοσιεύματα;
Το «έγκλημα».
Η Σαηεντόλοτζυ μας πληροφορεί ότι το «έγκλημα του Abel», που τον αποδεικνύει «ναζιστή», είναι η θέση του, ότι πρέπει να περιοριστεί δια νόμου η θρησκευτική ελευθερία κάποιων «θρησκειών». Αλλά αυτό το συμμερίζεται και το Ευρωκοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Επιτροπή Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 9 της «Συμβάσεως της Ρώμης» μιλάει επίσης για περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως και το άρθρο 13 του Ελληνικού Συντάγματος. Μήπως το Ευρωκοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Επιτροπή Υπουργών και η Ελληνική Δημοκρατία διαπνέονται από τα ναζιστικά ιδεώδη; Τι λέει για όλα αυτά ο αξιολύπητος δημοσιογράφος μας;
Η Επιτροπή Υπουργών του «Συμβουλίου της Ευρώπης» δια του ύπ’ άριθ. 7030/21. 2. 1994 έγγραφου της αποφαίνεται:
«Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι βάσει της Συνθήκης (της Ρώμης) η ελευθερία της συνειδήσεως και της θρησκείας και ένας αριθμός άλλων ελευθεριών που εξασφαλίζονται από τη Συνθήκη, ΕΙΝΑΙ δυνατό να περιοριστούν και οι αρμόδιες Εθνικές Αρχές έχουν διακριτική ευχέρεια επί τού θέματος» («Δελτίο Ενημερώσεως Θρησκευτική Ελευθερία και Ανθρώπινα Δικαιώματα», έκδ. ΠΕΓ, 2-3/1995). Μήπως λοιπόν και όλα τα μέλη της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι «ναζιστές»;
Όπως αναφέραμε, στις 9 Νοεμβρίου 1991, ειδική Διακομματική Επιτροπή της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής οργάνωσε ειδική «Ακρόαση» υπό την προεδρία της σοσιαλίστριας βουλευτού Δρ. Edith Niehnes, με βασικούς ομιλητές και τους Δρ. Abel και Thomas Gandow. Μήπως και ολόκληρη η Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή αποτελείται από «ναζιστές»;
Στο Αρχείο μας έχουμε τα πρακτικά της Συνεδρίας (Hearing) της 9-10-1991 και τις εισηγήσεις των δύο αυτών Expert και κατανοούμε γιατί πολεμήθηκαν με τέτοιο ανέντιμο τρόπο από τη σαηεντόλοτζυ. Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να πάρει μία γεύση, όταν μελετήσει τη σχετική ερευνά μας, που δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό «Ο Εφημέριος» (1993-1995).
Εκτός από την «Ακρόαση» της Ομοσπονδιακής Βουλής, το κόμμα της SPD πραγματοποίησε από 15-16 Νοεμβρίου 1991 ένα συνέδριο στο Chemnitz με θέμα «Αιρέσεις και ειδικές κοινότητες στις νέες Ομόσπονδες Χώρες, αιρέσεις της νεότητας, ψυχολατρείες, αποκρυφισμός». Και σ’ αυτό το συνέδριο βασικοί ομιλητές ήσαν και ο Thomas Gandow και ο Δρ. Ralf Abel.
Ο Gandow, με την ιδιότητα τού προέδρου της «Πρωτοβουλίας Γονέων και θυμάτων εναντίον ψυχικής εξαρτήσεως στο Βερολίνο» είχε τη βασική εισήγηση: «Παρουσίαση των διαφόρων κινήσεων» (βλ. Επίσημο τόμο τού συνεδρίου: Sekten und Sondergemeinschaften in der neuen Bundeslandern, έκδ. Friedrich Ebert Stiftung, Chemnitz 1991, σ. 25-34). Η βασική ομιλία τού Δρ. Abel είχε ως θέμα: «Νομικά Προβλήματα» (Sekten. . . , σ. 108-116).
Τίθεται και πάλι το ερώτημα: «Πως είναι δυνατό οι Γερμανοί σοσιαλιστές να καλέσουν ναζιστές και μάλιστα 15 ημέρες μετά την «καταδίκη τους από δικαστήριο του Αμβούργου»; Πως ήταν δυνατό να κληθεί ένας «ναζιστής» νομικός να μιλήσει για «νομικά προβλήματα», τα οποία δημιουργούν νεοφανείς θρησκευτικές ομάδες και για την αναγκαιότητα να ληφθούν μέτρα εναντίον τους; Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την εισήγηση του καθηγητού Abel:
«Μεγάλες παρεξηγήσεις υπάρχουν επίσης στο ζήτημα, κατά πόσον η Σαηεντόλοζυ είναι “Εκκλησία”. Ο όρος “Εκκλησία” δεν έχει οριστεί και δεν προστατεύεται. Αν γράψετε κάπου “Persil“, αυτός είναι ένας όρος από το χώρο της οικονομίας που προστατεύεται και δεν επιτρέπεται να τον χρησιμοποιήσετε. Αλλά αν γράψετε “Εκκλησία”, αυτός είναι ένας ελεύθερος όρος που μπορείτε να τον χρησιμοποιήσετε κατά βούληση. Ένα υπερβολικό παράδειγμα που χρησιμοποιώ πάντοτε: Μπορείτε να πάρετε ένα οίκο ανοχής στο St. Pauli και να γράψετε πάνω από την πόρτα “Εκκλησία” και ότι αυτό που συμβαίνει εκεί να το χαρακτηρίσετε ως θρησκευτική δραστηριότητα˙ αυτό εξαρτάται εντελώς από σας, αυτό μπορείτε να το κάνετε, φυσικά κανένας δεν θα σας πιστέψει.
Σε άλλες περιπτώσεις είναι πολύ πιο δύσκολο και στην περίπτωση των Σαηεντολόγων είναι το πιο δύσκολο, γιατί αναμφισβήτητα έχουν μια ορισμένη ιδεολογική δομή. Αλλά γι’ αυτό το λόγο, η Σαηεντόλοτζυ δεν αποτελεί Εκκλησία, όπως εμείς κατανοούμε αυτό τον όρο. Και αν υπογραμμίζεται συνεχώς και διαδίδεται διαρκώς ότι αναγνωρίσθηκε από τόσα πολλά δικαστήρια ως Εκκλησία, αυτό είναι απλά ψευδές.
Ορισμένα δικαστήρια σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποίησαν απλώς κανόνες που χρησιμοποιούνται για σωματεία, ακόμη και θρησκευτικά ή κοσμοθεωριακά, αλλά μια επίσημη αναγνώριση ενός σωματείου ως Εκκλησία δεν υπάρχει καθόλου σε μας, εκτός εάν πρόκειται για Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.
Η Σαηεντόλοτζυ, με την επιχειρηματολογία της, κακομεταχειρίζεται δικαστικές αποφάσεις. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το ότι σε μία περίπτωση, ένα δικαστήριο του Αμβούργου, επέτρεψε την καταχώρηση ενός σωματείου. Στο μεταξύ η Κυβέρνηση της χώρας αφαίρεσε αυτό το δικαίωμα τού σωματείου, πράγμα για το οποίο θα υπάρξει νομική διαμάχη στα Διοικητικά Δικαστήρια, που θα διαρκέσει πολλά έτη. Η απόφαση τού δικαστηρίου τού Αμβούργου δεν είναι τελεσίδικη.
Εδώ ενήργησε μια κυβέρνηση χώρας και είπε: Η Σαηεντόλοτζυ δεν είναι σωματείο. Και αυτό εγώ το θεωρώ ότι βασίζεται σε προσεκτική παρατήρηση. Το να είναι κάτι σωματείο, έχει πλεονεκτήματα. Ένα σωματείο δεν χρειάζεται τη διαφάνεια που χρειάζεται μια οικονομική επιχείρηση. Μια οικονομική επιχείρηση πρέπει να φανερώσει πολλά. Γι αυτό και για ψευδοθρησκευτικές ομάδες είναι πολύ καλύτερο να εμφανίζονται ως σωματεία. Αλλά κατά κανόνα δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις ή δεν υφίστανται πλέον και όντως θα έπρεπε κανείς να τις εξαναγκάσει, όπου εμφανίζεται αυτή η περίπτωση, να παρουσιαστούν όπως οικονομικές επιχειρήσεις και κατ αυτό τον τρόπο να προσαρμοστούν στους ανάλογους κανονισμούς.
Αν κάποιες καταστροφικές λατρείες θέλουν να εμφανιστούν ως “μειονότητες που διώκονται”, μπορείτε δίκαια να ξεκινήσετε από τη θέση ότι πρόκειται για προπαγάνδα που χρησιμοποιείται για να απομακρύνει την προσοχή από τις στρατηγικές της, που εξελίσσονται με βάση ακριβείς οδηγίες.
Ο όρος “διωκόμενη μειονότητα” δεν λέει τίποτα! Και η Μαφία είναι μία διωκόμενη μειονότητα. Όταν δούμε τα πράγματα από αυτή τη πλευρά, όταν κανείς ασκήσει κριτική σ’ αυτές τις ομάδες και προσπαθήσει να περιορίσει τη δραστηριότητά τους, αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, είναι σαν να πολεμάει κανείς τη μαφία. Αυτό δεν έχει τίποτε να κάνει μ’ εκείνο που εμείς κατανοούμε ως διωκόμενη μειονότητα.
Μια που μιλούμε για τέτοιες σαφείς εκφράσεις απόψεων, καταλήγουμε στο δικαίωμα της ελευθέρας εκφράσεως. Και εδώ πολλοί άνθρωποι έχουν δυσκολίες, επειδή προ παντός οι Σαηεντολόγοι, αλλά και ο Υπερβατικός Διαλογισμός, οι Χάρε Κρίσνα, η ΕΑΡ κ.α. Λογίζονται όπως ομάδες που κάνουν μηνύσεις με το παραμικρό. Αυτές οι ομάδες προσπαθούν να μεταδώσουν ένα είδος συναισθήματος απειλής. . . Πιστεύω ότι δεν χρειάζεται κανείς να φοβηθεί. Μπορείτε βασικά να εκφράσετε ελεύθερα τη γνώμη σας και μάλιστα με μεγάλη σαφήνεια και πολύ έντονα να πείτε ποια άποψη έχετε για ορισμένες ομάδες.
Αν επί παραδείγματι κάνω ένα παραλληλισμό μεταξύ μαφίας και Σαηεντόλοτζυ, τότε αυτό είναι μια γνώμη που κανένας δεν μπορεί να μου την απαγορεύσει. Που και που έγιναν διακανονισμοί. Όλα είναι άσκοπες προσπάθειες. Είμαι ειδικός και γνωρίζω το αντικείμενο, γι’ αυτό δεν μπορώ να το αγνοήσω αυτό. Αλλά εκπροσωπώ και Πρωτοβουλίες Πολιτών και αυτοί προέβησαν σε διακανονισμούς. Σ’ αυτούς μπορούσα να πω με πολύ σαφήνεια: Δεν χρειάζεσθε να φοβάσθε καθόλου. Και τότε γράψαμε, το πολύ-πολύ στείλαμε μια επιστολή, ότι θεωρούμε πως δεν υφίσταται αντικείμενο. Και η υπόθεση τελείωσε εκεί. Τίποτε δεν ακολούθησε και αυτό δεν θα ήταν νομικά δυνατό.
Εκεί όπου πριν από πολλά χρόνια λόγου χάρη οι Σαηεντολόγοι υπέβαλαν μήνυση για δήλεν διέγερση τού λαού, το πράγμα έγινε μπούμερανγκ. Η εισαγγελία τού Μονάχου συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα για την έρευνα της υποθέσεως, προκειμένου να εξετάσει κατά πόσον ο πάστορας Haack ή άλλοι ήσαν πραγματικά κακοποιοί και ενήργησαν κατ’ οίκον έρευνα ακόμη και στους Σαηεντολόγους. Αυτό επετρέπετο γιατί η εισαγγελία είναι υποχρεωμένη να βρει και τα ελαφρυντικά σημεία. Τότε η εισαγγελία βρήκε πολύ επιβαρυντικό υλικό εναντίον της Σαηεντόλοτζυ που περιελήφθη σε μια απόφαση 75 σελίδων που έκλεινε την υπόθεση (και αυτό είναι πολύ, γιατί συνήθως είναι μόνο μερικές), η οποία περιελάμβανε και γύρω στις 150 σελίδες πρωτότυπο υλικό και έτσι ο πυροβολισμός χτύπησε τόσο πολύ σε αντίστροφη κατεύθυνση, ώστε οι Σαηεντολόγοι στη συνέχεια θα σκεφθούν πολύ να ξαναβαδίσουν αυτό το δρόμο.
Σ’ αυτά τα παραδείγματα γίνεται ίσως σαφές ότι αυτή η φαινομενική απειλή μηνύσεων δεν πρέπει να εκλαμβάνεται στα σοβαρά. Τότε μόνο έχει κανείς άδικο, αν κατασκευάζει ένα ισχυρισμό για κάποιο γεγονός, που είναι αποδεδειγμένα λαθεμένος ή η ορθότητά του δεν μπορεί να αποδειχθεί».
Σχολιάζοντες υπογραμμίζουμε ότι αυτές τις θέσεις του Καθηγητού Abel, βάσει των οποίων χαρακτηρίζεται από τη σαηενόλοτζυ ναζιστής, τις υιοθέτησε και τις δημοσίευσε το γερμανικό σοσιαλιστικό κόμμα και τις πρόβαλλε ως στρατηγική αντιμετωπίσεως της Σαηεντόλοτζυ. Δεν πρέπει λοιπόν να ονομάσουμε και τους Γερμανούς σοσιαλιστές ναζί;
«Όχι ο Abel, η οργάνωση». Αυτοί που κρύβονται πίσω από το δηλητήριο τού «Ιού» της «Ελευθεροτυπίας», δεν κατέθεσαν τα όπλα ύστερα από τη δική μας απάντηση. Έτσι στο φύλλο της 26ης Φεβρουαρίου 1995 «απαντούν»:
«Παρά το μέγεθός της, η απάντηση τού κ. Αλεβιζόπουλου στα δημοσιεύματα μας αποσιωπά τα ουσιώδη στοιχεία του ρεπορτάζ. . . Αρκείται να πιστοποιήσει το ποιόν τού Ralf Abel. . . Ρωτώντας τον ίδιο». Στο φύλλο της 12ης Μαρτίου επανέρχεται και προσθέτει:
«Επειδή ο π. Αλεβιζόπουλος επιμένει στις “σοσιαλιστικές” πεποιθήσεις τού Γερμανού προσκεκλημένου του Ralf Abel, σημειώνουμε απλώς ότι δικαστήριο τού Αμβούργου (31.10.91) θεώρησε ότι η οργάνωση στην οποία ανήκει ο Abel, η Deutsche Unitarier Religionsgemeinschaf (DUR) μπορεί να καλείται ατιμώρητα “ναζιστική αίρεση” (Nazi-Sekte). Η απόφαση (3 έ 22/91) δημοσιεύτηκε στο νομικό περιοδικό Neue Juristische Wochenschrift (τ. 32, 1992, σ. 2035)».
Προφανώς τα πρόσθετα «στοιχεία» εδόθησαν από τη Σαηεντόλοτζυ, ύστερα από επιμονή του «Ιού». Η καθυστέρηση οφείλεται στο ότι έπρεπε να ζητηθούν από το Ευρωπαϊκό Κέντρο (Δανία), στο οποίο ανήκει η Mission Ελλάς (Κ.Ε.Φ.Ε.).
Ξαφνικά ο Δρ. Abel δεν κατέχει «τον επίσημο τίτλο του ναζί, σύμφωνα μετά απόφαση τού Περιφερειακού Δικαστηρίου του Αμβούργου», ούτε «καταδικάστηκε από δικαστήριο του Αμβούργου για φιλοναζιστική δραστηριότητα», ούτε είναι «πρόεδρος μιας βοηθητικής ομάδας για μια γερμανική ιδεολογική οργάνωση. . . Που μπορεί να ονομασθεί ναζιστική αίρεση». Το Δικαστήριο του Αμβούργου «θεώρησε ότι η οργάνωση στην οποία ανήκει ο Abel. . . Μπορεί να καλείται ατιμώρητα “ναζιστική αίρεση”»!!
Τι απεφάσισε το Δικαστήριο; Δεν έχουμε καμία διάθεση να ασχοληθούμε με τις σχέσεις του Abel με οποιαδήποτε οργάνωση. Μας ενδιαφέρουν μόνο οι εξειδικευμένες νομικές γνώσεις του σε θέματα νεοφανών αιρέσεων. Όμως επειδή είναι πάγια η τακτική των ομάδων αυτών και ιδιαίτερα της Σαηεντόλοτζυ, να αντιστρέφουν τα πράγματα, αναζητήσαμε και μελετήσαμε με προσοχή την ως άνω απόφαση του Εφετείου τού Αμβούργου. Στην απόφαση δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε το όνομα του Ralf Abel, ούτε, φυσικά, το όνομα του Thomas Gandow. Το αντικείμενο της δίκης σε πρώτο βαθμό ήταν ένα δημοσίευμα (Presseerklarung) που ασκούσε κριτική εναντίον της «Γερμανικής Ενωτιστικής θρησκευτικής Κοινότητας», τη χαρακτήριζε «ναζιστική αίρεση» και πέρα από αυτή την κρίση, περιελάμβανε και ισχυρισμούς γεγονότων.
Έτσι και η σχετική απόφαση του Δικαστηρίου σε πρώτο βαθμό περιλαμβάνει δύο σκέλη:
1. Ο όρος «ναζιστική αίρεση» αποτελεί έκφραση γνώμης (Meinungsdusserung) και «αξιολογική κρίση» (Werturteil), η οποία μπορεί να αποτελεί υπερβολική κριτική, αλλά δεν αποδεικνύεται ότι από την πλευρά τού αναγνώστη μπορεί να θεωρηθεί ως «ισχυρισμός γεγονότων». Δεν έχει συνεπώς σημασία από απόψης γενικότερης αξιολόγησης και δεν λογίζεται ευρέα αποδεκτή. Επομένως κινείται εντός των ορίων τού Συνταγματικού Δικαιώματος της ελευθερίας τού τύπου και της ελευθερίας εκφράσεως της προσωπικής γνώμης.
2. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σημείο, ισχυρισμοί γεγονότων (Tatsachenbehauptungen), το δικαστήριο απεφάνθη ότι το δημοσίευμα περιείχε ισχυρισμούς επί γεγονότων, «τους οποίους το πρωτοδικείο απαγόρευσε και τους θεώρησε ανακριβείς» (die das Landgericht verboten hat una von deren Unrichtigkeit demgemdss ausgesprochen ist).
Σχόλιο τού καθηγητού Abel.
Μετά την νέα δημοσίευση, ενημερώθηκε με φαξ ο καθηγητής Abel, ο οποίος όμως απουσίαζε. Του απεστάλη η είδηση και η απάντηση, με ημερομηνία 20. 3. 1995 ανέφερε:
«Αγαπητέ Δρ. Αλεβιζόπουλε,
το φαξ σας της 12ης τρέχοντος μηνός μου απεστάλη. Παρ όλο ότι βρίσκομαι μακρυά και δεν έχω εδώ το αρχειακό υλικό, σας αποστέλλω την ακόλουθη πληροφόρηση:
1. Σχετικά με τους Γερμανούς Unitarier (D.U.) πρόκειται για μια μικρή, στη Γερμανία, αναγνωρισμένη από την Πολιτεία θρησκευτική κοινότητα (σε πολλά Ομόσπονδα Κρατίδια αποτελεί “Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου”) με φιλελεύθερη ανεκτική κατεύθυνση. Με αυτήν συγγενεύουν η “Ενωτιστική Εκκλησία της Τρανσυλβανίας” στη Ρουμανία και η Unitarian Universalist Association στις Η. Π. Α.
2. Η κοινότητα τού Αμβούργου των D. U. Συμμετείχε ενεργά στο Παγκόσμιο Συνέδριο της IARF (International Association of Religious Freedom) τού 1991 στο Αμβούργο. Στο προσκήνιο υπήρχε από μέρους της Ριζοσπαστικής Αριστεράς Πλευράς μία καμπάνια με φέιγ βολάν γενικά εναντίον αυτού τού Συνεδρίου, ιδιαιτέρως δε εναντίον των D. U. ως συνδιοργανωτές. Ο κύριος ομιλητής αυτής της Συνέλευσης, Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος, καθηγητής Δρ. Hans Kiing, δέχθηκε επίσης επίθεση και απήτησαν άπ’ αυτόν να ματαιώσει τη συμμετοχή του· Ο Kiing, έπειτα από έρευνα των κατηγοριών, διατήρησε την υπόσχεςή του και έτσι έκανε την εισήγηση του σύμφωνα με το πρόγραμμα.
3. Οι θρησκευτικές Κοινότητες των D.U. υπέβαλαν μήνυση εναντίον των δυσφημιστικών φέιγ βολάν που ήταν γεμάτα από ψευδείς ισχυρισμούς και έντεχνα σκορπισμένα υπονοούμενα και προχώρησαν σε ασφαλιστικά μέτρα εναντίον μιας σειράς των ψευδών ισχυρισμών. Τα αιτήματα των ασφαλιστικών μέτρων βρήκαν κατά το μέγιστο μέρος απήχηση στο δικαστήριο.
Όμως ο ισχυρισμός (ναζιστική αίρεση) θεωρήθηκε από το δικαστήριο ως απλή ΕΚΦΡΑΣΗ ΓΝΩΜΗΣ ΦΤΩΧΗ ΣΕ ΟΥΣΙΑ, η οποία ως τέτοια ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΒΑΣΙΚΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΜΗ (Απαγορεύσιμοι είναι μόνο ισχυρισμοί πραγματικών γεγονότων). Αυτό ήταν και το αντικείμενο της δίκης ενώπιο τού Εφετείου, στην απόφαση τού οποίου αναφέρεται η Εφημερίδα (3 U 22/91 OLG Hamburg).
Εκεί αννεζητήθη μόνο η αξιολόγηση, κατά πόσον επρόκειτο για ισχυρισμό πραγματικών γεγονότων ή για έκφραση γνώμης. Στην απόφαση, το Εφετείο τού Αμβούργου επιβεβαίωσε τη γνωστή φιλελεύθερη στάση του, βασισμένη στην ευρύτατη νομολογία τού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, αναφορικά με την ελευθερία της γνώμης. Πέρα από αυτό ο ακροδεξιός ολοκληρωτισμός, την εποχή που εκδόθηκε η απόφαση δεν ήταν πολιτικό θέμα, συνεπώς ο ισχυρισμός ότι κάποιος είναι «Ναζί» δεν περιείχε τότε για το δικαστήριο συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία θα μπορούσε να λάβει υπόψη.
Το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με το περιεχόμενο των ισχυρισμών, επειδή, κατά την άποψη τού δικαστηρίου, αυτό ήταν άνευ σημασίας σε μία συνοπτική διαδικασία.
Γι’ αυτό το λόγο η αναφερόμενη απόφαση δεν περιέχει ΚΑΝΕΝΟΣ ΕΙΔΟΥΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ σε ό,τι αφορά την D. U.
4. Η απόφαση έγινε γνωστή επειδή η προφορική διαδικασία συνέπεσε χρονικά με άλλα προσωρινά μέτρα, στα οποία ήταν αναμεμιγμένη η Σαηεντόλοτζυ, στα οποία εγώ εμφανίστηκα ως δικηγόρος της πλευράς των επικριτών εναντίον της Σαηεντόλοτζυ. Ο εκπρόσωπος τύπου της Σαηεντόλοτζυ τού Αμβούργου Riedl παρακολούθησε και την όλη προφορική διαδικασία σε ό,τι αφορά την D. U. Και γι αυτό το λόγο πρέπει να ξέρει εξ ιδίας αντίληψης ότι οι ισχυρισμοί εναντίον της D. U. Είναι ανυπόστατοι και ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε την υπόθεση αυτή αποκλειστικά με ευρύτατη αντίληψη περί ελευθερίας εκφράσεως γνώμης.
Ο Riedl όμως παρ’ όλο που εγνώριζε την αλήθεια, με επιδέξιες διατυπώσεις διέδωσε τον ψευδή ισχυρισμό, ο οποίος “έφθασε” τώρα και στην Αθήνα, αναφορικά με την παλαιότερη σχέση μου με την D. U. , που δεν ήταν ούτε υποτιμητική ούτε κάτι το μυστικό, αλλά πάντοτε κάτι γνωστό στους εκκλησιαστικούς συναγωνιστές (εναντίον των αιρέσεων) Bendrath, Gandow κ. Σ. Κ. , με τη σαφή πρόθεση να με καταστήσει αμφιλεγόμενο πρόσωπο και να με συκοφαντήσει (σύμφωνα με το σύνθημα: Αν δεν μπορεί να βρει κανείς κάτι αρνητικό σε ένα επικριτή, τότε το κατασκευάζει).
5. Η Εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία ή δεν ερεύνησε όπως πρέπει αυτά τα περιστατικά ή τα αποσιωπά. Πρέπει επομένως να αναρωτηθεί κανείς κατά πόσον και ποια σκοπιμότητα κρύβεται πίσω από αυτά. Αν η Εφημερίδα πρέπει να καταφύγει σε τέτοιες αναλήθειες, για να θεμελιώσει την άποψή της, τα επιχειρήματά της δεν θα είναι σοβαρά. Ας αντιπαρατεθεί η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία με αυτά που εγώ και οι άλλοι ΕΙΠΑΜΕ στην Αθήνα.
Με φιλικούς χαιρετισμούς δικός σας Καθ. Δρ. RaljAbel».
Ύστερα από την αντιστροφή αυτή, το «δηλητήριο» πλέον τού «Ιού», αποδεικνύεται εντελώς ακίνδυνο. Αφήνουμε τον αναγνώστη να κρίνει κατά πόσον θα μπορούσε να εμπιστευθεί δημοσιογραφικές «έρευνες» σαν κι’ αυτή της «Ελευθεροτυπίας». Η απάντηση τού καθηγητού Abel απεστάλη στην «Ελευθεροτυπία», αλλά δεν εδημοσιεύθηκε.
3. Τα «Κλειστά συνέδρια»
Αναφέρει το ίδιο δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας: «Από τις διαφημισμένες πρωτοβουλίες τού κ. Αλεβιζόπουλου είναι η διασύνδεση του με αντιαιρετικούς διεθνείς παράγοντες. Η διοργάνωση κλειστών πολυήμερων συνεδρίων βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των φιλοδοξιών του».
Τα συνέδρια μας, στα οποία αναφέρεται ο δημοσιογράφος, ήταν κλειστά, τούτο έγινε επειδή επρόκειτο για εξειδικευμένα συνέδρια και συνδιασκέψεις, αλλά και για λόγους ασφαλείας των γονέων που έχουν παιδιά-θύματα μέσα στις ολοκληρωτικές ομάδες, που δημιουργούν κοινωνικά προβλήματα. Εγώ ο ίδιος είχα παρευρεθεί λίγους μήνες πριν σε παρόμοιο συνέδριο στη Βαυαρία, όπου τέτοιες ομάδες επεδίωξαν να τρομοκρατήσουν με μηνύσεις γονείς, που έξέφρασαν ελεύθερα τις απόψεις τους. Σε παγκόσμιο Συνέδριο Συλλόγων Πρωτοβουλίας Γονέων στο Παρίσι (1981) απρόσκλητοι, Σαηεντολόγοι προσπάθησαν να φωτογραφήσουν τους γονείς, προκειμένου να τους εκβιάσουν μέσω των παιδιών τους που ήσαν θύματα για να διακόψουν τη συνεργασία με άλλους γονείς και με Πρωτοβουλίες Γονέων (ADFI, FAIR, CAN, ΠΕΓ κ.ο.κ.).
Σε παρόμοιο συνέδριο στη Μόσχα, μια από τις ομάδες αυτές, κάλεστην αστυνομία να συλλάβει μέσα στην αίθουσα του συνεδρίου Ρώσο γονέα!
Όταν το 1995, με εντολή τού εισαγγελέα άρχισε διεξοδική έρευνα για δύο παραθρησκευτικές ομάδες, θύματα απείλησαν τους γονείς τους ότι αν δραστηριοποιηθούν εναντίον της οργάνωσης η τού «Δασκάλου» θα αυτοκτονήσουν!
Η μανία των ομάδων αυτών να ματαιώσουν τα συνέδρια μας στη Πεντέλη και στη Μυτιλήνη, οι μεθοδεύσεις μυστικών υπηρεσιών που χρησιμοποιούν, ακόμη και για τη διάβρωση άντιαιρετικών συνεδρίων, οι ειδικοί πράκτορες που παρακολουθούν τις κινήσεις μας και τους γονείς που έρχονται να ζητήσουν βοήθεια και η πνευματική τρομοκρατία που ασκείται στους γονείς, μέσω των παιδιών τους-θυμάτων, μας ανάγκασε να λάβουμε μέτρα προστασίας των ξένων εισηγητών και ιδιαίτερα των γονέων.
Τα στοιχεία της εισαγγελικής έρευνας μιλούν με σαφήνεια για τέτοιες μεθοδεύσεις διαβρώσεως των συνεδρίων τού ARM Greece, όπως αποκαλείται η όλη απολογητική προσπάθεια μας.
4. «Χαφιές στη Γερμανία»
Παραθέτουμε τα όσα αναφέρει η «Ελευθεροτυπία» και ισχυρίζεται ότι τάχα συνέβησαν πριν από 35 χρόνια:
«Απευθυνθήκαμε στον Πέτρο Κουναλάκη, γνωστό στέλεχος της αριστεράς σήμερα και μέλος της πολιτικής γραμματείας του Συνασπισμού, που πρωτογνώρισε τον παπα-Αντώνη Αλεβιζόπουλο το 1957 στο Αννόβερο. Η συζήτηση είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική.
Ο κ. Κουναλάκης, τότε νεαρός φοιτητής, ο παπα-Αντώνης τοπικός ιερέας και ψυχή του αντικομμουνιστικού αγώνα που διεξήγαγε το ελληνικό προξενείο της πόλης. Ο αρχικός στόχος του Αλεβιζόπουλου ήταν η ματαίωση τού εκδημοκρατισμού των φοιτητικών συλλόγων.
Μετά το 1960-61, που άρχισαν να φτάνουν στις γερμανικές φάμπρικες οι μετανάστες μας, το βάρος της δραστηριότητάς του έπεσε στην υπονόμευση της συνδικαλιστικής τους οργάνωσης. Εμείς – σύμφωνα με την πολιτική τού ΚΚΕ –προσπαθούσαμε να υποστηρίξουμε τους έλληνες εργάτες που ζούσαν και δούλευαν κάτω από απερίγραπτες συνθήκες. Πολλοί κοιμόντουσαν σε στάβλους και τους έτρωγαν τα ποντίκια Από την άλλη το επιτελείο τού παπα-Αντώνη, εκφράζοντας και τα συμφέροντα τού επίτιμου τότε προξένου- που ήταν το αφεντικό της Pelican, δηλαδή ένας τυπικός γερμανός μεγαλοκαρχαρίας που λέμε – ήθελε τους μετανάστες να δουλεύουν στη “μαύρη”, χωρίς ασφάλιση και συνδικαλιστικά δικαιώματα.
Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Ο Αλεβιζόπουλος έγινε ο φόβος και ο τρόμος των φοιτητών και των μεταναστών. Ήταν αδίστακτος.
Είναι βεβαιωμένο (sic) ότι καθοδηγούσε μαζί με δύο τρομερούς Γερμανούς, ανθρώπους των αφεντικών, το χτύπημά μας με όλους τους τρόπους. Χαφιεδισμός, καρφώματα στις ειδικές ελληνικές (τα περίφημα Κλιμάκια Εργασίας) και γερμανικές υπηρεσίες, συνεργασία με τα αφεντικά κ.ο.κ.
Τέλος τού 1962 πληροφορούμαι από κάποιο ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ότι ο Αλεβιζόπουλος έχει αποφασίσει να με απελάσει. Φεύγω για το Αμβούργο, αλλά λίγες βδομάδες μετά, πάνοπλοι αστυνομικοί με συλλαμβάνουν στο σπίτι που είχα καταφύγει και την επομένη με στέλνουν σιδηροδέσμιο πίσω στην Ελλάδα. Παραλίγο να χάσω τις σπουδές μου. Ευτυχώς, οι φίλοι στη Γερμανία κίνησαν και νομικά την υπόθεση της αυθαίρετης απέλασής μου και τελικά, με τη συμπαράσταση πολλών δημοκρατών και των καθηγητών μου, κατάφερα να γυρίσω μετά ένα χρόνο.
Εμένα ο Αλεβιζόπουλος κατάφερε μόνο να με απελάσει, όμως πολλοί άλλοι φοιτητές και μετανάστες στη Γερμανία υπέστησαν διάφορα – πολύ σοβαρότερα – από το “φακέλωμά” του, όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, τα χρόνια που ακολούθησαν και ιδίως την εποχή της χούντας. Η δικτατορία αξιοποίησε στο έπακρο τους φακέλους του παπα-Αντώνη».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Πέτρος Κουναλάκης ήταν εντελώς ανυποψίαστος όταν τον πλησίασαν προφανώς οι κατάσκοποι της Σαηεντόλοτζυ. Αυτές οι τρομακτικές κατηγορίες, που βγαίνουν στη δημοσιότητα μετά από 40 περίπου χρόνια στηρίζονται σε όσα «θυμάται» ο Πέτρος Κουναλάκης και προ παντός σε εκείνα που του είπε ο πληροφοριοδότης του «ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ», τον οποίο δεν κατονομάζει.
α) Αναίρεση των ισχυρισμών
Όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί αναιρούνται με μεγάλη ευκολία από επίσημα αρχεία, τα οποία διαθέτουμε και αποδεικνύουν το άρθρο χυδαίο λιβελογράφημα.
I. Αυθεντικοί μάρτυρες
Για την περίοδο της ζωής μου που πέρασα στη Γερμανία, για τα προβλήματα του Ελληνισμού της διασποράς, ιδιαίτερα της Γερμανίας και γενικότερα για την παρουσία του Ελληνικού στοιχείου στο χώρο αυτό, θεωρούμαι ειδικός γνώστης και ερευνητής.
Η θεολογική μου διατριβή αναφέρεται σ’ αυτό το θέμα, όπως και άλλες επιστημονικές εργασίες σε ελληνική και γερμανική γλώσσα. Έχω κληθεί σε Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια να κάνω σχετικές εισηγήσεις, όπως και σε διεθνή Συνέδρια.
Εξεπροσώπησα κατ’ αρχή το Οικουμενικό Πατριαρχείο και αργότερα -μέχρι πρόσφατα – την Εκκλησία της Ελλάδος στην «Ειδική Επιτροπή για τη μελέτη των Προβλημάτων των Διακινούμενων ξένων Εργατών στη Δυτική Ευρώπη» και η προσφορά μου στη προώθηση των συμφερόντων των Ελλήνων εργατών, ειδικότερα στη Γερμανία, έχει επίσημα αναγνωριστεί:
Εις εμέ ανετέθη να γράψω την ιστορία τού Ελληνισμού στη Γερμανία στον τιμητικό τόμο που εξεδόθη σε Γερμανική γλώσσα από την Ιερά Μητρόπολη Γερμανίας. Η περίοδος που μου ανετέθη να παρουσιάσω, αφορούσε τα έτη από τη Ρωμαϊκή εποχή μέχρι το 1963. (Dienst am Volk Gottes. Leben und Wirken der Griechisch-Orthodoxen Metropolie von Deutschland. Exarchat von Zentraleuropa. Herausgegeben von Anastasios Kallis im Auftrag der Griechisch-Orthodoxen Metropolie von Deutschland. Exarchat von Zentraleuropa, Herten 1992, σ. 17-116).
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γερμανίας κ. Αυγουστίνος έζησε τα γεγονότα της δεκαετίας τού 1960 και εγνώριζε την τότε δραστηριότητά μου εκ τού πλησίον, ασφαλώς καλύτερα από τους πληροφοριοδότες τού κ. Πέτρου Κουναλάκη και από τις μυστικές υπηρεσίες της Σαηεντόλοτζυ. Δεν είναι απορίας άξιο το ότι ανετέθη η συγγραφή της ιστορίας τού Ελληνισμού της Γερμανίας της εποχής εκείνης σε ένα «τρομοκράτη» τού Ελληνισμού κατά την ίδια εποχή;
Στο διάστημα 1957-1960 σπούδαζα στο ίδιο πανεπιστήμιο με τον κ. Μάκη Παπασταύρου, στέλεχος τού ΠΑΣΟΚ, ο οποίος είναι άριστος γνώστης τού εργατικού κινήματος της υπό έρευνα εποχής στη Γερμανία (1957-1963) και εκπροσώπησε τους Έλληνες εργάτες σε επιστημονικό συμπόσιο που οργάνωσε το Πανεπιστήμιο τού Erlangen στις αρχές της δεκαετίας τού 1970, στο οποίο είχα κληθεί από την Ελλάδα ως επίσημος προσκεκλημένος τού Πανεπιστημίου και ως ειδικός εισηγητής. Θα ήτο ίσως ο πιο αυθεντικός μάρτυρας για το ήθος μου σε σχέση με τις κομματικές διαμάχες και τις δραστηριότητές μου στη Γερμανία, στις δεκαετίες του 1950 και 1960.
Αλλά μήπως και ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων, Έξαρχος Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, Αθηναγόρας που με εκάλεσε να γίνω κληρικός χωρίς ο ίδιος να υποβάλω αίτηση ή να του γράψω κάτι γι’ αυτό, δεν ήξερε τι γίνεται στην περιοχή αρμοδιότητάς του και χειροτόνησε έναν ναζιστή;
Παραθέτουμε στη συνέχεια μερικές μαρτυρίες γνωστών προσωπικοτήτων που ήσαν σε θέση να γνωρίζουν το ήθος μας και τη συμβολή μας κατά την περίοδον 1957-1962, κατά την οποία ήμουν ακόμη λαϊκός και δεν είχα επισκεφθεί καθόλου το Αννόβερο, όπου υποτίθεται ότι βασάνιζα τους φοιτητές ως κληρικός!!
Οι αείμνηστοι καθηγητές μου, Παναγιώτης Τρεμπέλας και Παναγιώτης Μπρατσιώτης, σε συστατικές επιστολές με ημερομηνία 29.3.1957, δηλαδή την εποχή που κατά τον κ. Κουναλάκη ήμουν επικίνδυνος φασίστας, εξαίρουν την εργατικότητά μου και το ήθος μου. Μάλιστα ο Π. Μπρατσιώτης, μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα και την τοποθέτησή μου στην ενορία της Αγίας Παρασκευής, μου έγραφε (30.7.1970) αναφερόμενος στη δραστηριότητά μου μεταξύ της νεολαίας, ότι αυτή «είναι ευτυχής διότι της εστάλη παρά τού Θεού πνευματικός πατήρ της ιδικής σας αμφιλαφούς μορφώσεως και πείρας» (βλ. Επιστολή του στο βιβλίο μας «Η παρουσία των νέων στην Εκκλησία». Σκέψεις περί αναδιοργανώσεως της Ενοριακής Διακονίας, Β’ Αθήναι 1970 σ. 5).
Ο τότε Μητροπολίτης Μελίτης Ιάκωβος και σημερινός Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, Πατριαρχικός εκπρόσωπος στη Γενεύη, άριστος γνώστης των πραγμάτων που μας αφορούσαν στη δυτική Ευρώπη, σε επιστολή του με ημερομηνία 21.10.1958 με συνεχάρη «ολοψύχως» για την «φιλότιμο προσπάθειαν» προβολής της Ορθοδοξίας.
Ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, σε επιστολή του με ημερομηνία 23.2.1961, εκφράζει μεταξύ άλλων την επιθυμία να του αποστέλλω άρθρα προς δημοσίευση στα τότε περιοδικά τού Πατριαρχείου. Σε άλλη επιστολή του (14.12.1961) με προτρέπει να αποστέλλω ένα άρθρο κάθε μήνα. Όταν επληροφορήθη ότι εξέφρασα την επιθυμία μου να γίνω κληρικός, με επιστολή του και ημερομηνία 26.1.1962 γράφει:
«Εκ των καλλιτέρων δώρων επί τοις Χριστουγέννοις και τω Νέω Έτει υπήρξε ημίν το από της ιδ’ τού λήγοντος μηνός Ιανουαρίου γράμμα της υμετέρας αγαπητής ημίν Ελλογιμότητας, υποβαλλούσης ημίν την ευγενή αυτής επιθυμία όπως χειροτονωνόμενη καταταγή εις τας τάξεις τού Ιερού Κλήρου της Ορθόδοξης ημών Εκκλησίας».
Άλλος άριστος γνώστης των Ορθοδόξων πραγμάτων στο χώρο της Δ. Ευρώπης κατά την εποχή εκείνη ήταν ο τότε επίσκοπος Μελόης Αιμιλιανός από τη Μόνιμη Πατριαρχική Αντιπροσωπεία στη Γενεύη και σημερινός Μητροπολίτης Σιληβρίας. Σε συγχαρητήρια επιστολή για την τότε συμβολή μου στην προβολή της Ορθοδοξίας, με ημερομηνία 22.2.1962 καταλήγει: «θα χαρώ πολύ εάν κάποτε συναντηθούμε και ανανεώσουμε την φιλία μας».
Θα μπορούσα να επεκτείνω τον κατάλογο αυτό και να αναφερθώ σε αναρίθμητες προσωπικότητες, ακόμη και σε πολύ γνωστά ονόματα διεθνούς κύρους (Έλληνες και ξένους). Περιορίζομαι μόνο στους παραπάνω επώνυμους, επειδή θεωρώ ότι οι παραπάνω προσωπικότητες ήταν τα πλέον αρμόδια πρόσωπα να αξιολογήσουν και να εκτιμήσουν τις δραστηριότητές μου κατά την περίοδο που δρούσα στη Γερμανία ως λαϊκός θεολόγος. Ήσαν κατ’ εξοχή οι «καθ’ ύλη αρμόδιοι», οι οποίοι είχαν στη διάθεσή τους και όλα τα απαραίτητα στοιχεία, προκειμένου να εκτιμήσουν αντικειμενικά τα πράγματα.
Ο κ. Π. Κουναλάκης ισχυρίζεται εντελώς αυθαίρετα: «Είναι βεβαιωμένο. . . », χωρίς να μας πληροφορεί από ποιό. Όμως εμείς εδώ αποδεικνύουμε ότι «είναι βεβαιωμένο» ακριβώς το αντίθετο και αναφέρουμε ποιοι το βεβαιώνουν. Ο λόγος του Π. Κουναλάκη κινείται στο χώρο των αυθαιρέτων και αναπόδεικτων ισχυρισμών. Ο δικός μας αντίλογος προβάλλει αποδείξεις!
Κατά την περίοδο αυτή, κατά την οποία φέρομαι να βασανίζω τους φοιτητές τού Αννοβέρου, ΟΥΤΕ ΚΛΗΡΙΚΟΣ ΗΜΟΥΝ, ΟΥΤΕ ΤΟ ΑΝΝΟΒΕΡΟ ΕΙΧΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙ ΠΟΤΕ, ούτε τον κ. Κουναλάκη εγνώριζα και φυσικά ούτε εκείνος με εγνώριζε. Αλλά κατά την ίδια περίοδο ( 1957-1960) υπήρχε και άλλος πολύ κοντινός και αυθεντικός μάρτυρας του ήθους μου και των επιδόσεών μου. Αυτός ήταν ο Γερμανός φιλόσοφος Fritz–Joachim von Rintelen, που παρακολούθησε την φιλοσοφική μου διατριβή (περί του κακού) και με γνώριζε προσωπικά και οικογενειακά, με φιλοξένησε στο σπίτι του και τον φιλοξένησα στο δικό μου. Ανήκε στους αντιστασιακούς εκείνους Γερμανούς, που ΔΙΩΧΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ και αυτό είναι βεβαιωμένο και πασίγνωστο στη Γερμανία. Σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Ασίας μαθητές του κατέχουν πανεπιστημιακές έδρες.
Πως, λοιπόν, ένας «φασίστας», αποφάσισε να υποβάλει φιλοσοφική διατριβή υπό την άμεση παρακολούθηση ενός αντιστασιακού, που βασανίστηκε από το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ; Μήπως και αυτός δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσει τις «φασιστικές» μου αντιλήψεις; Άλλωστε και το θέμα της διατριβής μου, που ετοιμάσθηκε κάτω από τη δική του στενή παρακολούθηση και υποστηρίχθηκε από αυτό τον κορυφαίο σύγχρονο φιλόσοφο της σχολής που εκείνος δημιούργησε (φιλοσοφία των αξιών με τη χριστιανική έννοια), δεν μου άφηνε περιθώρια να αποκρύψω τη θέση μου απέναντι στη ναζιστική ηθική.
Κάθε ερευνητής, που ενδιαφέρεται να εξετάσει επιστημονικά τις εναντίον μου φρικτές κατηγορίες μπορεί να μελετήσει τη διατριβή μου αυτή σε οποιαδήποτε βιβλιοθήκη της Γερμανίας (υπάρχει και στην Εθνική μας βιβλιοθήκη). Έχει τον τίτλο: «Das Gute und das Bosse in der Sicht Basilios des Grossen im Zusammenhang mit seiner Welterklarung. Inaugural-Dissertation zur Erlagung der Doktorwiirde der Philoso-phischen Fakultat der Johannes Gutenberg-Universitat zu Mainz, Hannover 1963».
Για την κατάσταση τού Ελληνισμού στη μεταπολεμική Γερμανία έχω ένα 10τομο αρχείο, στο οποίο έχουν καταχωρηθεί όλα τα αυθεντικά και επίσημα κείμενα-ιστορικές πηγές, που αφορούν το θέμα αυτό, ιδιαίτερα στη δεκαετία τού 1960. Το Αρχείο αυτό έχει όλες τις προϋποθέσεις του επιστημονικού Αρχείου και εχρησιμοποιήθη ακόμη και στη θεολογική μου διδακτορική διατριβή (Α. Αλεβιζοπούλου, Η φιλελληνική κίνηση και αι πρώται εν Γερμανία Ελληνικαί Κοινότητες, Αθήναι 1979, σ. 198). Ύστερα από αυτά το «είναι βεβαιωμένο» του κ. Κουναλάκη αποδεικνύεται ύποπτο.
2. Η περίοδος 1957-1962
Ο Πέτρος Κουναλάκης δήλωσε ότι κατά την περίοδο 1957-1963 ήμουν ο φόβος και ο τρόμος του Ελληνικού στοιχείου τού Αννόβερου. Πρώτα (1957-1961), λέγει, βάλθηκα να διώξω τους αριστερούς φοιτητές του Αννόβερου και ύστερα (1962-1963) τους εργάτες συνδικαλιστές! Όμως κάτι δεν ταιριάζει καλά εδώ:
Επαναλαμβάνω ότι μέχρι το Μάρτιο του 1962 δεν είχα ποτέ πατήσει το πόδι μου στη πόλη του Αννόβερου, ούτε ήμουν καν Ιερέας, γιατί χειροτονήθηκα Διάκονος στις 4.2.1962 και Πρεσβύτερος στις 4.3.1962. Τοποθετήθηκα ως κληρικός στο Αννόβερο με έγγραφο της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων, με ημερομηνία 28.4.1962 και εγκαταστάθηκα εκεί αφού εγκατέλειψα τη θέση μου στο Πανεπιστήμιο τού Miinster.
Παρέμεινα στο Αννόβερο μέχρι τις 12.11.1964. Επομένως τα στοιχεία που αναφέρονται στο διάστημα 1957-1962 και χαρακτηρίζονται από τον Π. Κουναλάκη ως «βεβαιωμένα» είναι αναγκαστικά ανυπόστατα. Και δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι είναι λίγη η διαφορά των 5 ετών, ώστε οι πληροφοριοδότες να μην θυμούνται καλά, επειδή πέρασαν από τότε 40 περίπου χρόνια. Γιατί αν δεν θυμούνται επακριβώς το χρόνο και έπεσαν πέντε χρόνια έξω, τι να υποθέσουμε για την ακρίβεια των άλλων «ισχυρισμών», τους οποίους στηρίζουν αποκλειστικά και μόνο στη μνήμη τους;
Συνεπώς, ή κάτι σοβαρό συμβαίνει με τη μνήμη των ανθρώπων αυτών, ή δεν γνώριζαν καν ποιος ήταν ο Έλληνας ιερέας που υπηρετούσε στην περιοχή από το 1957 μέχρι το 1962. Πριν από εμέ ήταν ο π. Άνθιμος Δρακονάκης, Αρχιερατικός Επίτροπος της περιοχής με έδρα το Miinster και τώρα βοηθός επίσκοπος τού Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Ιακώβου.
Ο Πέτρος Κουναλάκης μας πληροφορεί ότι με πρωτογνώρισε το 1957 στο Αννόβερο. Όμως αυτή η «πρώτη γνωριμία» δύσκολα μπορούσε να γίνει πριν από τον Ιούνιο του 1962, πριν δηλαδή από την πλήρη εγκατάστασή μου στο Αννόβερο. Μας πληροφορεί ακόμη ότι έφυγε για το Αμβούργο κατά το τέλος του 1962. Στη θεία λειτουργία δεν θυμάμαι να σύχναζε. Έτσι το πολύ να συναντηθήκαμε μία ή έστω δύο φορές, όταν ζήτησε από εμέ κάποια υπηρεσιακή εξυπηρέτηση, την οποία και είχε (δεν θυμάμαι πότε ακριβώς συνέβη αυτό και δεν επιθυμώ να αναφερθώ σε προσωπικά θέματα όπου η Σαηεντόλοτζυ προσπαθεί να μεταφέρει τη συζήτηση, κατά το αξίωμα «αν δεν μπορείτε να αντιπαραθέσετε επιχειρήματα ρίξτε λάσπη»!).
Πως μπορεί λοιπόν ο κ. Κουναλάκης να είναι τόσο αυθεντικός μάρτυρας; Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι «κάποιος μέσα από το Προξενείο» τού έδωσε την πληροφορία ότι «αποφάσισα να τον απελάσω». Μήπως ο ίδιος πληροφοριοδότης του είπε ότι ήδη από το 1957 βρίσκομαι δήθεν στο Αννόβερο και διώκω τους φοιτητές; Και αυτός ο «κάποιος», από που τις είχε τις πληροφορίες; Από τη γερμανική αστυνομία ή από εμέ τον ίδιο; Μήπως τού τις έδωσε κάποιος άλλος; Και ήταν αυτός ο «άλλος» μέσα από το προξενείο ή έξω από αυτό; Μήπως προήρχετο από κάποιους άλλους κύκλους, με τους οποίους είχε προσωπικά ή και κομματικά προβλήματα ο κ. Κουναλάκης μέσα στο ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα ή και μεταξύ των κομματικών αντιπάλων; Πως εμπιστεύθηκε απόλυτα την πληροφορία που του δόθηκε από το Προξενείο, που όπως ο ίδιος υπογραμμίζει, διεξήγαγε τον «αντικομμουνιστικό αγώνα» του «Γερμανού μεγαλοκαρχαρία»; Σ’ αυτά τα ερωτήματα πρέπει ο ίδιος ο κ. Κουναλάκης να αναζητήσει την απάντηση, αφού δεν απεκάλυψε αυτό τον «κάποιον».
Πάντως εμείς δεν ενδιαφερόμαστε να ερευνήσουμε αυτό το θέμα και να μεταφέρουμε την αντιπαράθεση με τις ολοκληρωτικές νεοφανείς «αιρέσεις» στο χώρο της πολιτικής ή όπως αναφέρεται σε Ειδικό Ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου, στο χώρο της αναμοχλεύσεως των πολιτικών παθών της περασμένης τεσσαρακονταετίας.
Σε άλλο σημείο θα αναφερθούμε σε εμπιστευτικά έγγραφα τού Προξενείου προς την Ελληνική Πρεσβεία της Βόννης, που με κατηγορούσαν ότι συνεργαζόμουν με τους κομμουνιστές και μάλιστα ήθελα να παραδώσω το ελληνικό σχολείο σ’ αυτούς. Μήπως λοιπόν αυτός ο κάποιος ταυτίζεται μ’ εκείνο που υπέγραψε τα εμπιστευτικά και απόρρητα έγγραφα προς την Πρεσβεία της Βόννης και με κατηγορούσε ως κομμουνιστή; Ποιό εννοώ το γνωρίζει ο κ. Κουναλάκης. Μήπως αυτός ο «κάποιος» εκινείτο από κομματικό πάθος, ήθελε να έχει παπά κομματικό όργανο και γι’ αυτό σχεδίαζε να εξοντώσει όχι μόνο τον Π. Κουναλάκη, αλλά ταυτοχρόνως και τον «φιλοκομμουνιστή» παπά και μάλιστα μέσω των ίδιων των κομμουνιστών;
Το Προξενείο του Αννόβερου ήταν τότε επίτιμο. Οι υπάλληλοι ορίζοντο συνεπώς από τον Γερμανό «Έλληνα Πρόξενο». Μήπως υπήρχαν και άλλοι παράγοντες, που ενδιαφέροντο για τον αντικομουνιστικό αγώνα, π. χ. ξένες υπηρεσίες και αυτός ο «κάποιος» είχε διασυνδέσεις μ’ αυτές ή υπηρετούσε τα σχέδιά τους;
Μήπως αυτός ο «κάποιος» ή αυτός που κρύβεται πίσω από αυτόν, δεν μπορούσε να με εξοντώσει με αντικειμενικά επιχειρήματα και προσπάθησε να εξεγείρει εναντίον μου τους κομμουνιστές μέσω του κ. Κουναλάκη; Κάτι παρόμοιο δεν συμβαίνει και σήμερα από τις ολοκληρωτικές ομάδες, (Σαηεντόλοτζυ, Τάκις Αλεξίου κ.α.), που ταυτίζουν το ελεύθερο-κριτικό πνεύμα με ναζισμό; Όποιος μελετήσει με προσοχή τα αυθεντικά, εσωτερικά κείμενα των ομάδων αυτών, τα οποία παραθέσαμε σ’ αυτό το βιβλίο, θα συμφωνήσει απόλυτα μαζί μας.
Θεωρούμε ότι ο κ. Κουναλάκης, μια που εξετέθη σε τέτοιο βαθμό είναι υποχρεωμένος να ερευνήσει σε βάθος το θέμα˙ εμείς δεν ενδιαφερόμαστε πλέον γι’ αυτό πέρα από την έρευνα αυτού τού βιβλίου. Όμως ύστερα από αυτή την πληροφορία που μας δίνει ο Πέτρος Κουναλάκης, δικαιούμεθα να υποθέσουμε:
α) Κάποιοι κατέδωσαν τον Κουναλάκη για συνωμοτική δραστηριότητα εναντίον του δημοκρατικού πολιτεύματος της Γερμανίας, ανεξάρτητα αν η κατηγορία ήταν αληθινή ή συκοφαντική.
β) Οι ίδιοι κύκλοι πληροφορήθηκαν από τους Γερμανούς ότι ο Κουναλάκης είναι δυνατό να απελαθεί και ότι αυτό θα συμβεί σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
γ) Οι ίδιοι «ειδοποίησαν» τον κ. Κουναλάκη ότι «ο Αλεβιζόπουλος έχει αποφασίσει» να τον απελάσει.
δ) Λίγες εβδομάδες μετά, «πάνοπλοι αστυνομικοί» τον συλλαμβάνουν στο σπίτι που είχε καταφύγει και την επομένη «τον στέλνουν σιδηροδέσμιο πίσω στην Ελλάδα».
ε) Ο κ. Κουναλάκης «επιβεβαιώνει εκ των πραγμάτων» την «πληροφορία» των ως άνω κύκλων πιστεύει ότι εγώ τον απέλασα.
στ) Με ανάλογες μεθοδεύσεις σχηματίζεται η «πεποίθηση» στους αριστερούς του Αμβούργου, ότι εγώ έχω ένα φασιστικό παρελθόν «από το 1957 μέχρι το 1962 έδιωξα τους φοιτητές και ύστερα από το 1962, άλλοι φοιτητές και μετανάστες, υπέστησαν βασανιστήρια εξ αιτίας του «φασίστα ιερέα»!!
Τώρα αν αυτοί οι «κάποιοι» που διοχέτευσαν την πληροφορία στον «κάποιον» από το Προξενείο, βρισκόταν κι αυτοί μέσα, έξω, αριστερά ή δεξιά, αυτό είναι μια άλλη πτυχή του προβλήματος. Ας την ερευνήσει ο κ. Κουναλάκης που γνωρίζει και το όνομα αυτού του «κάποιου».
Το θέμα Κουναλάκη διασαφηνίζεται στην από 10.7.1963 «Έκθεση πεπραγμένων Πρεσβυτέρου Αντωνίου Αλεβιζοπούλου Προϊσταμένου της Ελληνικής Ορθοδόξου Θρησκευτικής Υπηρεσίας για την εξυπηρέτηση των Ελλήνων εργατών και φοιτητών εν Κάτω Σαξωνία». Η Έκθεση αυτή περιλαμβάνει συνολικά 14 δακτυλογραφημένες σελίδες και αναφέρεται στα «πεπραγμένα» των μηνών Απρίλιος – Ιούνιος 1963. Ειδικώτερα αναφέρεται στα ακόλουθα θέματα:
1. Θ. Λειτουργίαι, 2. Χώροι θ. Λειτουργίας, 3. Γάμοι, 4. Θάνατοι, 5. Βαπτίσεις, 6. Ιερές ακολουθίαι κατά τη μ. Εβδομάδα, 7. Επισκέψεις, 8. Επισκέψεις ασθενών, 9. Εορταί, 10. Ομιλίαι, 11. Ορθόδοξος Διακονία Αννόβερου, 12. Ορθόδοξος Διακονία Μπράουνσβαϊκ, 13. Ώρες ακροάσεως, 14. Έντυπα, 15. Επιστολαί, 16. Τηλεφωνική υπηρεσία, 17. Μεταφορικό μέσον, 18. Συνέδρων του ΠΣΕ εν Άρνολσχάεν, 19. Συνέδρων περί Ελλήνων εργατών εν Βερολίνω, 20. Επίσημοι και ανεπίσημοι συναντήσεις, 21. Αι σχέσεις μου με τας Ελληνικός Αρχές, 22. Εκκλησιαστική κατάσταση εν Γερμανία, 23. Οικονομικά (Dokumentations-Archiv Dr. Antonios Alevisopoulos, Band 1, Dok. 62, Blatt 1-14).
Στο κεφάλαιο «Αι σχέσεις μου με τας Ελληνικός Αρχάς» αναφέρεται και το όνομα τού Κουναλάκη:
«Μέλος της Ελληνικής Πανσπουδαστικής Ομοσπονδίας εν Γερμανία, όστις έλαβεν μέρος σε ένα πανσπουδαστικό συνέδριον τού Βερολίνου, με επληροφόρησεν ότι οι κύκλοι της ελληνικής πρεσβείας εν Βόννη διαδίδουν φήμας, κατά τας οποίας ο ιερέας τού Αννόβερου συνεργάζεται με κομμουνιστικά στοιχεία και ιδιαιτέρως με τον Κουναλάκη, τον οποίο αι γερμανικές αρχές, τη προτάσει τού ελληνικού προξενείου εξεδίωξαν εκ Γερμανίας. Σημειωτέον ότι ο Κουναλάκης πιστεύει και υποστηρίζει ότι εξεδιώχθη εκ Γερμανίας τη ιδική μου υποκινήσει. Κατά πόσον αι φήμαι αύται προέρχονται από. . . κύκλους τού ελληνικού προξενείου δεν είμαι εις θέσιν να γνωρίζω. Ήδη κατά το παρελθόν. . . (το πρόσωπο τού προξενείου, τού οποίου το όνομα αναφέρεται στην Έκθεση) με έχει κατηγορήσει στην πρεσβεία. . . ότι προστατεύω τους κομμουνιστές. Προσεπάθησε να απόσπαση της επιρροής μου μερικούς συνεργάτας μου και να μείωση τον σεβασμόν».
Από το κείμενο αυτό αποδεικνύεται ότι θέμα της Έκθεσης δεν είναι ο Κουναλάκης, αλλά οι σχέσεις του ιερέα με το Ελληνικό προξενείο. Δυστυχώς ο Πέτρος Κουναλάκης δεν προβληματίσθηκε από τα στοιχεία αυτά, τα οποία περιείχε η απάντησή μου στην «Ελευθεροτυπία». Επανήλθε λαύρος και για ένα εντελώς ανεξήγητο λόγο δήλωσε:
«Διάβασα με ιδιαίτερη προσοχή την απάντηση τού πατέρα Αλεβιζόπουλου και πιστεύω ότι σε ορισμένα σημεία αυτοαποκαλύπτεται. Εξηγούμαι: Την Έκθεση τον προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο παπα-Αντώνης την έστειλε έξι μήνες μετά την απέλασή μου και αφού είχε πραγματοποιηθεί το πανσπουδαστικό συνέδριο, όπου καταγγέλθηκαν το προξενείο τού Αννόβερου και ο παπα-Αντώνης, όπως οι ουσιαστικοί διώκτες μου μαζί με τη γερμανική ΕΥΠ.
Πρόκειται για μια απολογητική επιστολή του προς το Πατριαρχείο, προκειμένου να αποσείσει κάποιες κατηγορίες που πρέπει να ακούστηκαν εναντίον του στο πλαίσιο της διαμάχης για την πρωτοκαθεδρία στους κόλπους των αντικομουνιστικών μηχανισμών κράτους και εκκλησίας.
Εξάλλου, τι έκανε όταν απελάθηκα με τον πλέον παράνομο τρόπο; Την απέλαση ακολούθησε δίκη και μια μεγάλη καμπάνια, κατά την οποία μου συμπαραστάθηκαν νομικοί, διανοούμενοι, καθηγητές κ.λ.π. Όταν επέστρεψα στη Γερμανία, ύστερα από ένα χρόνο, στο Τμήμα Αλλοδαπών μου έδειξαν το φάκελο της υπόθεσης. Είδα άρθρα τού Σπίγκελ που με υπεράσπιζαν, επιστολές συμπαράστασης τού πρύτανη και των καθηγητών μου, ακόμη και τού μετέπειτα καγκελαρίου Χέλμουτ Σμίτ. Το μόνο που δεν βρήκα ήταν η, ελάχιστη έστω, θετική νύξη από την ελληνική εκκλησία και το προξενείο τού Αννόβερου» (Ελευθεροτυπία 12.3.1995).
Από τα στοιχεία τού Αρχείου μου δεν προκύπτει πότε απελάθηκε ο Π. Κουναλάκης, πότε έφθασε σε εμέ η πληροφορία της απέλασής του και πότε ακριβώς έγινε το εν λόγω πανσπουδαστικό συνέδριο. Εμπιστεύομαι στη μνήμη τού Π. Κουναλάκη, παρ’ όλο ότι εκ των πραγμάτων δεν αποδεικνύεται ισχυρή.
Ο Πέτρος Κουναλάκης μας πληροφορεί ότι στο Πανσπουδαστικό Συνέδριο «καταγγέλθηκαν το Προξενείο του Αννόβερου και ο Παπα-Αντώνης όπως οι ουσιαστικοί διώκτες μου». Τώρα μας πληροφορεί ότι η «είδηση» για τη δική μου «σύμπραξη» στον εναντίον του διωγμό τού προξενείου προερχόταν «από μέσα από το Προξενείο» και από καμιά άλλη «πηγή». Πραγματικά ακόμη και εκείνος που δεν γνωρίζει τίποτε απολύτως από μεθοδεύσεις μυστικών υπηρεσιών, ιδιαίτερα ξένων, μένει κατάπληκτος, διαβάζοντας τις «πληροφορίες» του κ. Κουναλάκη.
Κατά τις «πληροφορίες» αυτές «η ψυχή τού αντικομουνιστικού αγώνα του Προξενείου» εμφανίζεται να βρίσκεται σε έντονη διαμάχη «για την πρωτοκαθεδρία στους κόλπους των αντικομουνιστικών μηχανισμών κράτους και Εκκλησίας»˙ δηλαδή μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Ελληνικής Πρεσβείας; Έτσι το στέλεχος του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» εμπλέκει στις πολιτικές διαμάχες της χώρας το σεπτό Οικουμενικό Κέντρο, που αγωνίζεται να κρατήσει αναμμένη τη δάδα της Ορθοδοξίας, κάτω από τις γνωστές δύσκολες συνθήκες.
Άραγε δεν γνωρίζει τι συνέπειες θα μπορούσαν να έχουν αυτοί οι ανυπόστατοι ισχυρισμοί περί δήθεν εμπλοκής του Πατριαρχείου σε κομματικές διαμάχες; Ο Π. Κουναλάκης αναφέρει ότι έφυγε για το Αμβούργο και από εκεί «λίγες εβδομάδες μετά», απελάθη από το Αμβούργο˙ όχι από το Αννόβερο, την τότε δική μου περιοχή.
Ποια δυνατότητα είχα να πληροφορούμαι εγκαίρως το τι συνέβαινε στο Αμβούργο, δηλαδή σε ένα άλλο ομόσπονδο κράτος όπου αρμόδιος ήταν άλλος ιερέας; Τα όσα αναφέρονται περί δίκης, τα πληροφορούμαι μόλις τώρα. Γιατί ο κ. Κουναλάκης δεν ζήτησε τότε τη δική μου συμπαράσταση με τον ίδιο τρόπο που ζήτησε τη συμπαράσταση των Γερμανών σοσιαλιστών ή όπως ήλθε άλλη φορά στο σπίτι μου, προκειμένου να τον εξυπηρετήσω, όπως είχα καθήκον, σε άλλο προσωπικό του θέμα; Αν με αναζητούσε και μου εξέθετε το πρόβλημά του, τότε θα ήμουν ενήμερος και θα μπορούσα πλέον να κρίνω τι πρέπει να πράξω στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτή δεν ήταν η εναντίον μου κατηγορία από μέρους του Ελληνικού Προξενείου του Αννόβερου, ότι προστατεύω τους κομμουνιστές, οι οποίοι κατέφυγαν τότε εις εμέ για να ζητήσουν συμπαράσταση σε προσωπικά τους θέματα;
Αφού ο ίδιος, ο Κουναλάκης, όπως αναφέρει, μελέτησε το «φάκελλο», γιατί δεν μας λέει αν ο φάκελλος αυτός περιείχε πληροφορίες για τη δική μου ανάμιξη στην απέλασή του; Τώρα λοιπόν ο κ. Κουναλάκης, βεβαιώνει ότι οι πληροφορίες του δεν περιείχοντο στο «φάκελλο», αλλά προήλθαν όντως μέσα από το προξενείο!!
Με βάση το 10τομο επιστημονικό μου αρχείο, κάθε ιστορικός με επιστημονικές απαιτήσεις μπορεί να αποδείξει ότι η εργασία μου μεταξύ τού Ελληνικού στοιχείου της περιοχής της Κάτω Σαξωνίας στο διάστημα που παρέμεινα εκεί (28. 4. 1962 – 12. 11. 1964) ήταν μοναδική, γιατί εκάλυπτε όχι μόνο τις πνευματικές ανάγκες των αδελφών μας φοιτητών και εργατών, αλλά και τον όλο άνθρωπο με τα συγκεκριμένα προβλήματά του σε μια περίοδο που δεν υπήρχαν ούτε Ελληνικά Προξενεία, ούτε κοινωνικές υπηρεσίες, ούτε διερμηνείς. Όταν συνέβαινε ο,τιδήποτε με κάποιο Έλληνα βράδυνες ή νυκτερινές ώρες (και δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο αυτό), τηλεφωνούσαν στο δικό μου σπίτι και όχι στο προξενείο ή σε οποιοδήποτε Ελληνικό σωματείο ή στο σπίτι οποιουδήποτε εργατοπατέρα! Αυτοί που σήμερα κάνουν τον τότε προστάτη των Ελλήνων εργατών κοιμόντουσαν ήσυχα!!!
Ήταν ακριβώς εκείνη η περίοδος (1962-1964), που τα πολιτικά πάθη βρίσκονταν σε μεγάλη έξαρση μεταξύ των Ελλήνων στη Γερμανία και τα κομματικά σωματεία (ή, όπως αναφέρει ο Κουναλάκης, «οι συνδικαλιστικές οργανώσεις» των κομμάτων) ενδιαφέροντο αποκλειστικά και μόνο για την προώθηση «της πολιτικής» των κομμάτων, όχι για τα εργατικά προβλήματα ή για τη δημιουργία «Σταθμού Πρώτων Βοηθειών»!!!
Σε ό,τι αφορά το Αννόβερο, κατά την περίοδο 1962-1964, η μόνη βοήθεια προς τους εργάτες προέρχονταν από την Ορθόδοξη Διακονία. Αυτό ήταν πασίγνωστο και αποδεκτό από όλους· αμφισβητήθηκε μόνο ύστερα από 35 χρόνια από ανεύθυνο δημοσιογράφο, για να μπορέσουν αυτοί που κρύβονται πίσω από αυτόν και κυρίως η Σαηεντόλοτζυ να σκιαγραφήσουν τη σταδιακή εξέλιξη του «νέου Χίτλερ» και «βασανιστή των αδυνάτων», που όμως αποδεικνύονται ικανοί να τροφοδοτήσουν τα ΜΜΕ με «στοιχεία», των οποίων η κυκλοφορία στο εξωτερικό απαγορεύεται με δικαστική απόφαση. Αλλά όπως αναφέρει η καθηγήτρια Claire Champo-lion και ο καθηγητής Abel, αυτά συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα.
3. «Συνεργάτης της χούντας»;
Κάτω από τον τίτλο «απεσταλμένος του Θεού αυτή της Χούντας» η «Ελευθεροτυπία» γράφει χωρίς κανένα δισταγμό, ότι κατά «μία άλλη μαρτυρία» βρισκόμουν «στο πλευρό» του διοικητή «του κολαστηρίου» των στρατιωτικών φυλακών στο Μπογιάτι, υπεύθυνος για την «διαπαιδαγώγηση» των κρατούμενων και ιδιαίτερα των «μαρτύρων του Ιεχωβά»· «όσοι απέφευγαν να παρακολουθήσουν το κήρυγμα, δέχονταν τις “περιποιήσεις” των ΕΣΑτζήδων. Όταν, μάλιστα, τον Απρίλιο τού 1974, ο αντιρρησίας Τηλέμαχος Παππάς δεν θέλησε να συνεχίσει τον. . . Θεολογικό διάλογο με τον ειδικό πατέρα Αλεβιζόπουλο, βασανίστηκε άγρια επί δύο εβδομάδες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ».
Και πάλι ο δημοσιογράφος δεν μας λέει τίποτε για τις «πηγές» και τους πληροφοριοδότες του που τον βοήθησαν και πάλι στην αντιστροφή της αλήθειας. Παρόμοια «πληροφορία» δόθηκε στην «Ελευθεροτυπία» από το ανώτατο στέλεχος της εταιρείας «Σκοπιά» Β. Δεδότση, στις 22-8-1984, δηλαδή δέκα χρόνια μετά τα υποτιθέμενα συμβάντα. Είναι χαρακτηριστικό το ότι και πάλι μετά δέκα και πλέον χρόνια (1995), επαναλαμβάνονται οι «πληροφορίες» σε «νέα έκδοση», προσαρμοσμένες στη νέα «στρατηγική». Το δημοσίευμα τού 1995 αγνοεί εντελώς τη δική μας απάντηση, σαν να ήταν ανύπαρκτη! Για το θέμα αυτό είναι αρκετά τα όσα αναφέρθησαν στο πρώτο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου και παραπέμπεται σ’ αυτά ο αναγνώστης.
Ποιο ήταν όμως το δικό μου αντικείμενο μετά την επιστροφή στην Ελλάδα; Όταν επέστρεψα στην Αθήνα, μου ανετέθη η οργάνωση της «Σχολής Εθελοντών Διακονίας» (1969-1974) της Αποστολικής Διακονίας, που διευθύνετο από τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου κ. Ευάγγελο Θεοδώρου, ο οποίος μου επρότεινε να πάω στη Θεολογική Σχολή, αλλά εγώ δεν το δέχθηκα.
Πιστεύω ότι η εργασία μου αυτή, καρπός της οποίας ήταν σειρά εκδόσεων με τίτλο «Σκέψεις περί αναδιοργανώσεως της Ενοριακής Διακονίας», και η όλη δραστηριότητά μου, αξιολογήθηκε δεόντως από όλους τους Ιεράρχες της Εκκλησίας μας και από το πλήρωμα της. Ουδέποτε ασχολήθηκα με πολιτικά ή κομματικά ζητήματα.
Μεταξύ των βιβλίων μου από εκείνη την εποχή είναι και δύο τεύχη με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Προσκλητήριο Διακονίας» (τεύχος Α’ Αθήνα 1973 και τεύχος Β’, Αθήνα 1975). Στα βιβλία αυτά εκτίθεται αναλυτικά η δραστηριότητα αυτή, ιδιαίτερα εις ό,τι αφορά τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τον ενδεδειγμένο τρόπο ενεργείας στην ποιμαντική βάση. Εκεί δεν μπορεί κανείς να βρει ούτε μια λέξη που να υπαινίσει πολιτική ή «χουντική δραστηριότητα». Αντίθετα ο αναγνώστης των βιβλίων αυτών θα κατανοήσει απόλυτα την αντίθεση μου σε κάθε συγκεντρωτισμό ακόμη και στο χώρο της Εκκλησίας.
Το μέγα θέμα που με απασχολούσε και με απασχολεί πάντοτε είναι η λειτουργία της Εκκλησίας ως Σώματος, με την ενεργό συμμετοχή όλων των μελών της Εκκλησίας, η λειτουργία όλων των χαρισμάτων μέσα στο Ένα Σώμα, για να εκφρασθεί η σωτήρια αλήθεια «εις εν Χριστώ και αλλήλων μέλη». Αυτή η εκκλησιολογική διάσταση, που οφείλει να διαπερά το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας και ολόκληρη τη ζωή του καθενός μας, αποτελεί το θεμέλιο της όλης ποιμαντικής μου διακονίας μέχρι σήμερα. Αυτό μπορεί κανείς να το δει στα ογκώδη βιβλία μου για την Ορθοδοξία και το Ορθόδοξο ήθος, όχι μόνο των λαϊκών, αλλά και των κληρικών όλων των βαθμών (βλ. Προ παντός το ογκώδες βιβλίο «Η Ορθοδοξία μας», Αθήνα 1995).
Η θέση μου αυτή διακρίνεται ιδιαίτερα στα συγγράμματα μου κατά την εποχή που κυβερνούσε η χούντα και έγινε αίτια ταλαιπωριών μου, όχι μόνο κατά την εποχή εκείνη, αλλά και αργότερα.
Στο ίδιο διάστημα δραστηριοποιήθηκα στην προσπάθεια συμπαραστάσεως των αποδήμων αδελφών, οργάνωσα ειδικό εκπαιδευτικό πανελλήνιο συνέδριο γι’ αυτό το θέμα με συμμετοχή συνεργατών από όλες τις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος και είχα ειδική εκπομπή για τους αποδήμους που ακουγόταν μόνο στο εξωτερικό. Συγκινητικά γράμματα έλαβα από όλες τις Ηπείρους· ουδέποτε ασχολήθηκα με τα πολιτικά.
Τότε εξέδιδα και το Δελτίο «Πάροικοι», που εστέλλετο σε όλα τα Ελληνικά έντυπα ανά τον κόσμο, ως πηγή για δημοσιεύματα. Στα κείμενα αυτά δεν θα βρει κανείς ούτε μία λέξη υπέρ μιας οποιασδήποτε πολιτικής παρατάξεως.
Όπως αποδεικνύεται και από τη μνημονευθείσα απάντηση μου στην «Ελευθεροτυπία» (21. 9. 1984), στις φυλακές στο Μπογιάτι πήγα ύστερα από παράκληση μιας μητέρας να επισκεφθώ και να μιλήσω με το παιδί της που ήταν «μάρτυρας του Ιεχωβά» και διπλά φυλακισμένο, σωματικά και πνευματικά. Δεν πήγα για κανέναν άλλο. Ουδεμία «συνεργασία» είχα με οποιονδήποτε «διαβόητο» της εποχής εκείνης, ούτε καν γνώριζα κανένα, αλλά ούτε και κανένας με εγνώριζε από τους υπευθύνους των φυλακών.
Ακόμη και σήμερα θεωρώ στοιχειώδες ποιμαντικό μου καθήκον να επισκέπτομαι τις φυλακές, λόγου χάρη για να προσφέρω την ποιμαντική μου βοήθεια στους πρώην σατανιστές και κανένας δεν θα μπορούσε να με κατηγορήσει ότι μ’ αυτό τον τρόπο τους βασανίζω!
Το όνομα Τηλέμαχος Παππάς, τουλάχιστο σήμερα, δεν μου λέει απολύτως τίποτε, εκτός αν έτσι ονομάζετο ο νεαρός εκείνος τον οποίο θα χαρώ να συναντήσω, γιατί όντως είχαμε τότε πολύ φιλική συζήτηση. Μάλιστα ήταν έτοιμος να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία, αλλά όπως φαίνεται, ασκήθηκε πάνω του τρομοκρατία από τους αξιωματούχους της Εταιρείας Σκοπιά που επίσης βρίσκονταν στις φυλακές, να μη με δεχθεί πλέον σε προσωπική συζήτηση, οπότε δεν ξαναεπισκέφθηκα τις φυλακές. Δεν γνωρίζω αν ο «Προεδρεύων Πρεσβύτερος», δηλαδή ο υπεύθυνος των «μαρτύρων του Ιεχωβά» μέσα στις φυλακές ήταν ο πληροφοριοδότης της εφημερίδας. Ο δύστυχος νέος έμεινε διπλά φυλακισμένος, σωματικά και πνευματικά.
Το ότι η οργάνωση των «μαρτύρων του Ιεχωβά» είναι φασιστική, μπορεί κανείς να το κατανοήσει, όταν μελετήσει το 3τομο επιστημονικό μου έργο, με τίτλο η «Λατρεία της Σκοπιάς», ιδιαίτερα το Β’ τόμο, «Μια δικτατορία στο Μπρούκλιν». Μελετώντας το έργο αυτό, όπως και όλα τα άλλα βιβλία μου, θα δυσκολευθεί πολύ κανείς να βγάλει το συμπέρασμα ότι πρόκειται για «χριστιανοσυνωμοτικό» βιβλίο, όπως σπεύδει να τονίσει η «Ελευθεροτυπία».
Όμως έπρεπε να αποδυναμωθεί και το ερευνητικό – συγγραφικό μου έργο και μάλιστα με ένα τόσο ανέντιμο και άκομψο τρόπο, ώστε να «αποδειχθεί» η συνέχεια της «συνωμοτικής» μου δραστηριότητας. Όποιος μελετήσει με προσοχή το έργο αυτό, θα διαπιστώσει ότι η οργάνωση των «μαρτύρων τού Ιεχωβά» έχει όντως όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία φασιστοειδούς οργάνωσης. Δεν μας ξενίζει το γεγονός ότι είναι έτοιμη να χαρακτηρίσει «φασίστες» όσους τολμήσουν να αμφισβητήσουν την απόλυτη «θεϊκή αυθεντία» (Κανάλι τού Ιεχωβά) της Εταιρείας τού Μπρούκλιν.
Αλλά κατά την εποχή εκείνη, δεν είχα καμιά υπευθυνότητα για την αντιμετώπιση των αιρέσεων. Οι τομείς δραστηριότητάς μου ήταν η συμπαράσταση των αποδήμων αδελφών μας και η εκπαίδευση κοινωνικών εργατών στο χώρο της Εκκλησίας.
Όμως όλες αυτές οι βασικές δραστηριότητες μου σ’ αυτό το διάστημα παρακάμπτονται και αφήνεται να εννοηθεί ότι η ίδια δραστηριότητα συνεχίστηκε και «κορυφώθηκε» στα χρόνια της Χούντες, που μου ανέθεσε τάχα επίσημη αποστολή ως «διαφωτιστής» των ανθρώπων που βασανίζονταν στις φυλακές. Αυτό πάλι το μύθευμα ήταν απαραίτητο για να φθάσουμε στη σημερινή εποχή της «ανδρώσεως» του «νέου Χίτλερ», που «κινητοποιεί και κατευθύνει όλες τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας»· τέλειο τερατούργημα!
Η αναφορά αρκετών θεμάτων σε πρώτο πρόσωπο (τού συγγραφέα) μέχρι τώρα αλλά και παρακάτω υπήρξε αναγκαία, πρώτον μεν διότι δίνει απαντήσεις σε προσωπικές σχέσεις και κρίσεις που έγιναν σ’ εφημερίδες και άλλου, χωρίς τη δυνατότητα (σκόπιμα δε) της απάντησης, που θεμελιώνει το διάλογο αλλά και δεύτερο διότι οποιαδήποτε αιχμή εναντίον μου αντανακλάται αναπόφευκτα στο πρόσωπο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία και πλήττεται με τις συκοφαντίες, κι αυτός είναι ο πρωταρχικός στόχος των συκοφαντών. Ας μου συγχωρήσει, συνεπώς, ο αναγνώστης αυτή την τακτική.
4. Η απολογητική της απολογητικής
Γράφει η «Ελευθεροτυπία»: «Μετά τη μεταπολίτευση ο Α. Αλεβιζόπουλος ασχολείται αρχικά με τη συγγραφή διαφόρων χριστιανοσυνωμοτικών βιβλίων υπό την αιγίδα της Ιεράς Συνόδου. Βήμα βήμα χτίζει κατά τα πρότυπα των υπηρεσιών με τις οποίες έχει συνεργαστεί, τη δική του. Στέλνει ανθρώπους του να κατασκοπεύουν από τα μέσα τις εκκλησίες των “αιρετικών”. Στα δικαστήρια πρωτοστατεί στις περί “προσηλυτισμού” διώξεις των αντιπάλων του, καταθέτοντας “πειστήρια” από τις κρυφές πηγές του και τους “εγκατεστημένους” πράκτορες του.
Από τις αρχές τού 1980 συνεργάζεται με τον αξιωματικό της Γενικής Ασφάλειας Μηνά Αναστασάκη ο οποίος δουλεύει υπερωριακά διεισδύοντας με ψεύτικα ονόματα στους αλλόθρησκους. Μετά τη συνταξιοδότηση του από την αστυνομία, ο κ. Αναστασάκης εμφανίζεται πλέον ως το νούμερο δύο τού Γραφείου Καταπολέμησης των Αιρέσεων. Γίνεται ένας από τους έγκυρους επί θεμάτων “σατανισμού” καλεσμένους των καναλιών».
Ακόμη υπογραμμίζει: «Τα ΜΜΕ δεν κρύβουν την προτίμηση τους στα θέματα της “διαβρωτικής δράσεως” των πάσης φύσεως “σατανιστών” και των παραφυάδων τους και ο αρμόδιος πατέρας δεν τους χαλά χατήρι. Η πασίγνωστη λίστα του με τις 127 ύποπτες για “σατανική και αντεθνική δράση οργανώσεις” (στις οποίες περιλαμβάνονται όλες οι άλλες γνωστές θρησκείες, τα λοιπά χριστιανικά δόγματα, κάμποσα φιλοσοφικά σωματεία, οικολογίζοντες όμιλοι, κέντρα ομοιοπαθητικής) είναι από τις πιο αγαπημένες “πηγές” για ρεπορτάζ υψηλής θεαματικότητας. Ας θυμηθούμε τις πρόσφατες σχετικές έρευνες τού Κ. Χαρδαβέλα, τού Γ. Τράγκα και της Σ. Διγενή, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς την ορθόδοξη καθοδήγηση τού κ. Αλεβιζόπουλου.
Αν όλη αυτή η βιομηχανία αποκάλυψης “σκοτεινών σεχτών” έμενε σε ένα – έστω άκομψο και μέχρι γελοιότητας ανορθολογικό – επίπεδο φιλοσοφικής και ιδεολογικής σύγκρουσης, ίσως να μη δημιουργούσε κανένα πρόβλημα. Όμως οι έμμονες και η μισαλλοδοξία τού ιερέα εναντίον παντός μη ακραιφνούς ορθοδόξου χριστιανού επηρεάζουν αποφασιστικά (εκτός από κάποιους ευφάνταστους δημοσιογράφους) και ολόκληρες κρατικές υπηρεσίες. “Εισβολή μάγων και στον στρατό” διαπιστώνει ο “Έλ. Τύπος” (25.1.1995), “ανακαλύπτοντας” στο Α2 Γραφείο τού στρατεύματος τη γνωστή -ήδη από τον Αύγουστο τού 1993 – έκθεση της ΚΥΠ η οποία ακολουθώντας τη συνταγή Αλεβιζόπουλου έθετε υπό αστυνομική παρακολούθηση και απέκλειε από “εθνικά ευαίσθητες θέσεις” όσους σχετίζονταν με οποιονδήποτε τρόπο με άθεους ή με κάποια από τις 127 “αιρέσεις” της λίστες. Πολίτες νόμιμοι, σωματεία η εκκλησίες αναγνωρισμένες από τις επίσημες Αρχές, ανακατεύονται αυθαίρετα με κάποιες αόριστες “σατανικές συνωμοσίες” για να τεθούν εκτός συνταγματικής προστασίας, εν ονόματι της “ελληνορθόδοξης καθαρότητας”».
Τα στοιχεία της εισαγγελικής έρευνας αποδεικνύουν ότι οι Σαηεντολόγοι και οι σύμμαχοι τους, κρύβονται πίσω από το άρθρο. Εκείνοι που παγίδευσαν τον απληροφόρητο δημοσιογράφο αποβλέπουν σ’ αυτό: Να καταδείξουν ότι το πρόβλημα είμαι εγώ και όχι οι αιρέσεις. Εγώ κρύβομαι πίσω από αρνητικά, για τις νεοφανείς αιρέσεις, δημοσιεύματα και τις σχετικές εκπομπές και γίνομαι εθνικά επικίνδυνος, επειδή εγώ κατευθύνω ακόμη και τις μυστικές υπηρεσίες του Κράτους ώστε ν’ ασχοληθούν μ’ αυτό το θέμα και να εκθέτουν διεθνώς τη χώρα!