ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ
Εκφωνήθηκε μετά την επιστροφή του από την εξορία
Μὴ ἀποστῇς, ἀδελφὲ, ἕως ἂν λάβῃς·
τέλος αἰτήσεως, ἡ δόσις τοῦ αἰτουμένου.
1. Είναι μεγάλη η τρικυμία, αλλά δεν εμπόδισε την προθυμία σας και ήρθατε εδώ· πολλοί οι πειρασμοί, αλλά δεν εξάλειψε τον πόθο σας. Δε σταματάει η Εκκλησία να πολεμείται και να νικάει, να απειλείται και να υπερισχύει. Όσο οι άλλοι την επιβουλεύονται, τόσο αυτή αυξάνεται και τα κύματα διαλύονται, ενώ η πέτρα στέκεται ακίνητη. Την ημέρα διδασκαλία, τη νύχτα παννυχίδες. Η ημέρα συναγωνίζεται τη νύχτα· εκεί συγκεντρώσεις, και εδώ συγκεντρώσεις. Η νύχτα κάνει την αγορά εκκλησία και η προθυμία σας είναι πιο δυνατή από τη φωτιά. Δεν έχετε ανάγκη από παραίνεση και φανερώνετε το ζήλο σας. Ποιός δε θα εκπλαγεί; Ποιός δε θα θαυμάσει; Όχι μόνο αυτοί που ήταν δεν απουσίασαν, αλλά και αυτοί που δεν ήταν πλησίασαν. Τέτοιο είναι το κέρδος των πειρασμών. Γιατί, όπως η βροχή πέφτοντας στη γη αφυπνίζει τα σπέρματα, έτσι και ο πειρασμός μπαίνοντας στην ψυχή αφυπνίζει την προθυμία.
Είναι λόγος του Θεού· ακίνητη η Εκκλησία· «οι πύλες του άδη δε θα τη νικήσουν»1. Εκείνος που την πολεμάει, καταστρέφει τον εαυτό του και αποδεικνύει πιο δυνατή την Εκκλησία. Εκείνος που την πολεμάει, νικάει τη δική του δύναμη και κάνει πιο λαμπρό το τρόπαιό μας. Ο Ιώβ ήταν καλός και πριν απ’ αυτό, αλλά ύστερα φάνηκε καλύτερος. Δεν ήταν τόσο καλός όταν ήταν υγιής στο σώμα, όσο καλός ήταν όταν στεφανωνόταν με το πύο των πληγών του. Να μη φοβηθείς ποτέ τον πειρασμό, αν έχεις προετοιμασμένη την ψυχή σου. Η θλίψη δε βλάπτει, αλλά δημιουργεί την υπομονή. Όπως δηλαδή το χρυσάφι δεν το βλάπτει το καμίνι, έτσι και το γενναίο δεν τον διαφθείρει η θλίψη. Τι κάνει το καμίνι στο χρυσάφι; Το καθιστά καθαρό. Τι προκαλεί η θλίψη σ’ αυτόν που την υποφέρει; Την υπομονή. Τον κάνει ανώτερο, σταματάει την αδιαφορία, συγκεντρώνει την ψυχή, κάνει πιο συνετό το λογισμό. Προκάλεσαν πειρασμό για να απομακρύνουν τα πρόβατα, και έγινε το αντίθετο, γιατί έφερε τον ποιμένα.
Σε ποιά κατάσταση βρίσκονται τα δικά μας; Σε ευδοκίμηση. Σε ποια κατάσταση βρίσκονται τα δικά τους; Γεμάτα ντροπή. Πού είναι τα δικά τους; Ούτε φαίνονται. Τριγυρίζω την αγορά και δε βλέπω κανένα. Φύλλα ήταν, και όταν φύσηξε ο άνεμος έπεσαν· άχυρα ήταν και τα σκόρπισε ο άνεμος, και φάνηκε ώριμο το σιτάρι· μόλυβδος ήταν και έλειωσε, και έμεινε καθαρό το χρυσάφι. Ποιος τους καταδιώκει; Κανένας· αλλά τη συνείδησή τους έχουν εχθρό που κατοικεί μέσα τους μετά την αμαρτία. Ξέρουν τι έκαμαν. Επειδή και ο Κάιν ήθελε να σφάξει τον αδελφό του, και όταν ήθελε να τον σφάξει, φούντωνε η επιθυμία, όταν όμως έκαμε την αμαρτία τριγύριζε παντού στην οικουμένη με στεναγμούς και τρόμο. Αυτοί όμως, αν και δεν έσφαξαν στην πράξη, έσφαξαν με τη διάθεσή τους. Η σφαγή προχώρησε ανάλογα με την πονηρία τους, και η ζωή μου χαρίσθηκε εξ αίτιας της φιλανθρωπίας του Θεού. Αυτά τα λέγω, παρακινώντας την προθυμία σας, για να μη φοβηθείτε ποτέ πειρασμό. Είσαι πέτρα; Να μη φοβάσαι τα κύματα, γιατί «επάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και οι πύλες του άδη δε θα τη νικήσουν», λέγει. Πότε από έξω οι πόλεμοι, πότε από μέσα, αλλά κανείς δεν καταποντίζει το σκάφος.
2. Αλλά για να μην καταναλώσουμε όλο τον καιρό μας στα δικά τους εγκλήματα, αφού παρέδωσαν τον εαυτό τους στο φόβο της συνείδησης και αφού αφήσουμε το δήμιο να ταλανίζει την ψυχή τους και το λογισμό των ανόητων επιθυμιών, αφού τους αφήσουμε να είναι ατιμασμένοι χωρίς να τους πολεμάει κανείς, εμείς ας παραθέσουμε τη συνηθισμένη τράπεζα. Γιατί δεν είναι δίκαιο να καταναλώσουμε το χρόνο στα εγκλήματα των εχθρών και να παραβλέψουμε τα παιδιά μας που λειώνουν από την πείνα. Χθες λοιπόν μας παρέθεσε το τραπέζι ο Παύλος, σήμερα ο Ματθαίος. Χθες ο σκηνοποιός, σήμερα ο τελώνης· χθες ο βλάσφημος, σήμερα ο άρπαγας· χθες ο διώκτης, σήμερα ο πλεονέκτης. Όμως ο βλάσφημος δεν έμεινε βλάσφημος, αλλ’ έγινε απόστολος· και ο άρπαγας δεν έμεινε άρπαγας, αλλ’ έγινε ευαγγελιστής. Αναφέρω και την προηγούμενη κακία και τη μεταγενέστερη αρετή, για να μάθεις πόση είναι η ωφέλεια της μετάνοιας, για να μην απελπισθείς ποτέ για τη σωτηρία σου.
Οι διδάσκαλοί μας έλαμπαν πριν απ’ αυτό από την αμαρτία τους, αλλά ύστερα έλαμψαν από τη δικαιοσύνη τους, ο τελώνης και ο βλάσφημος, οι πιο καλοί καρποί της πονηριάς. Γιατί τι είναι το τελωνείο; Αρπαγή νόμιμη, βία θαρραλέα, αδικία που έχει συνήγορο το νόμο. Χειρότερος από ληστές είναι ο τελώνης. Τι σημαίνει τελωνείο; Βία που προβάλλει το νόμο για υπεράσπιση, που έχει τον ιατρό δήμιο. Καταλάβατε αυτό που είπα; Οι νόμοι είναι ιατροί, έπειτα γίνονται και δήμιοι, γιατί δε θεραπεύουν την πληγή, αλλά τη μεγαλώνουν. Τι σημαίνει τελωνείο; Αμαρτία αναίσχυντη, αρπαγή χωρίς πρόφαση, πράγμα χειρότερο από ληστεία. Ο ληστής τουλάχιστο ντρέπεται όταν κλέβει, ενώ αυτός μιλάει με παρρησία όταν αρπάζει. Και όμως ο τελώνης αυτός έγινε αμέσως ευαγγελιστής. Πως και με ποιόν τρόπο; «Προχωρώντας», λέγει, «ο Ιησούς είδε το Ματθαίο να κάθεται στο τελωνείο και του λέγει, ακολούθα με»2. Πόση δύναμη έχει ο λόγος αυτός! Μπήκε μέσα του το αγκίστρι, και έκαμε στρατιώτη τον αιχμάλωτο, και κατέστησε χρυσάφι τον πηλό. Μπήκε μέσα του το αγκίστρι, «και αμέσως σηκώθηκε και τον ακολούθησε». Ήταν στο βάθος της κακίας, και ανέβηκε στην κορυφή της αρετής.
Κάνεις λοιπόν, αγαπητοί, ας μην απελπίζεται για τη σωτηρία του. Δεν είναι φυσική η κακία· έχουμε τιμηθεί με προαίρεση και ελευθερία. Είσαι τελώνης; Μπορείς να γίνεις ευαγγελιστής. Είσαι βλάσφημος; Μπορείς να γίνεις απόστολος. Είσαι ληστής; Μπορείς να λεηλατήσεις τον παράδεισο. Είσαι μάγος; Μπορείς να προσκυνήσεις τον Κύριο. Δεν υπάρχει καμιά αμαρτία που να μη σβήνεται από τη μετάνοια. Γι’ αυτό ο Κύριος διάλεξε τους πιο καλούς καρπούς της πονηριάς, για να μην μπορεί κανείς στο τέλος να απαλλαγεί από την κατηγορία.
3. Μη μου λες, χάθηκα και τι να κάνω πλέον; μη μου λες, αμάρτησα και τι θα κάμω; Έχεις ιατρό ανώτερο από την αρρώστια, έχεις ιατρό που νικάει τη φύση του νοσήματος, έχεις ιατρό που με νεύμα θεραπεύει, έχεις ιατρό που με τη θέλησή του διορθώνει, που μπορεί και θέλει να σε θεραπεύσει. Χωρίς να υπάρχεις σε δημιούργησε· τώρα που υπάρχεις και έγινες κακός πολύ περισσότερο θα μπορέσει να σε διορθώσει. Δεν άκουσες ότι την πρώτη φορά έλαβε χώμα από τη γη και έπλασε τον άνθρωπο; Πώς το χώμα το έκαμε σάρκα; πώς έκαμε τα νεύρα; πώς τα οστά; πώς το δέρμα; πώς τις φλέβες; πώς τη μύτη; πώς τα μάτια; πώς τα βλέφαρα; πώς το φρύδι; πώς όλα τα άλλα; Χώμα ήταν η πρώτη ύλη, μία ουσία· και μεσολάβησε η τέχνη και έκαμε την ποικιλία της δημιουργίας.
Μήπως μπορείς να πεις τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκες; Έτσι δεν μπορείς να πεις και τον τρόπο με τον οποίο εξαλείφονται τα αμαρτήματα. Γιατί, αν η φωτιά που πέφτει ξαφνικά στα αγκάθια τα κατατρώγει, πολύ περισσότερό η θέληση του Θεού κατατρώγει τα αμαρτήματά μας και τα ξεριζώνει σύρριζα, και κάνει αυτόν που αμάρτησε όμοιο μ’ εκείνον που δεν αμάρτησε. Να μη ζητάς τον τρόπο, να μην πολυεξετάζεις αυτό που γίνεται, αλλά να πιστεύεις στο θαύμα. Έκαμα, λες, πολλές και μεγάλες αμαρτίες. Και ποιος είναι αναμάρτητος; Εγώ όμως έκαμα, λέγει, φοβερές και μεγάλες και πιο πολλές αμαρτίες από κάθε άνθρωπο. Σου είναι αρκετό για θυσία αυτό· «λέγε πρώτος εσύ τις αμαρτίες σου για να δικαιωθείς»3. Αναγνώρισε ότι αμάρτησες, και αυτό θα σου γίνει η αρχή για τη διόρθωση. Στενοχωρήσου, γίνε σκυθρωπός, χύνε δάκρυα. Μήπως δηλαδή η πόρνη έχυνε κάτι άλλο; Τίποτε άλλο, παρά δάκρυα και μετάνοια· πήρε οδηγό τη μετάνοια και ήρθε στην πηγή.
4. Αλλ’ ας ακούσουμε τι λέγει ο τελώνης και ο ευαγγελιστής4. «Και αφού βγήκε από εκεί, ήρθε στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνας· και να μια γυναίκα». Θαυμάζει ο ευαγγελιστής. «Να μια γυναίκα», το παλαιό όπλο του διαβόλου, αυτή που με έβγαλε από τον παράδεισο, η μητέρα της αμαρτίας, ο αρχηγός της παράβασης· η ίδια αυτή γυναίκα έρχεται, η ίδια φύση. Καινούριο και παράξενο θαύμα· οι Ιουδαίοι φεύγουν και η γυναίκα τον καταδιώκει. «Και να μια γυναίκα από την περιοχή εκείνη βγήκε και τον παρακαλούσε λέγοντας· Κύριε, υιέ του Δαβίδ, ελέησέ με». Η γυναίκα γίνεται ευαγγελίστρια και ομολογεί τη Θεότητα και την οικονομία. «Κύριε», λέγει και εννοεί την εξουσία· «Υιέ του Δαβίδ», την ενανθρώπηση. «Ελέησέ με». Πρόσεχε φιλόσοφη ψυχή. «Ελέησέ με»· δεν έχω κατορθώματα ζωής, δεν έχω παρρησία συμπεριφοράς· καταφεύγω στο έλεος, όπου δεν υπάρχει δικαστήριο, όπου η σωτηρία είναι χωρίς ανάκριση. Και παρ’ όλο που ήταν τόσο κακή και παράνομη τόλμησε να τον πλησιάσει.
Και πρόσεχε φιλοσοφία γυναίκας. Δεν παρακαλεί τον Ιάκωβο, δεν ικετεύει τον Ιωάννη, ούτε πλησιάζει τον Πέτρο, ούτε διέσχισε το χορό των αποστόλων. Δεν έχω ανάγκη από μεσίτη, αλλά πήρα συνήγορο τη μετάνοια και έρχομαι στην ίδια την πηγή. Γι’ αυτό κατέβηκε, γι’ αυτό έλαβε σάρκα, για να μιλήσω και εγώ μαζί του. Επάνω τα χερουβίμ τον τρέμουν, και κάτω η πόρνη συζητάει μαζί του. «Ελέησε με»· γι’ αυτό ήρθες, γι’ αυτό πήρες σάρκα, γι’ αυτό έγινες όπως είμαι εγώ. Επάνω τρόμος και κάτω παρρησία. «Ελέησέ με»· δεν έχω ανάγκη από μεσίτη, «Ελέησέ με».
-Τι έχεις;
-Έλεος ζητώ.
-Τι έχεις πάθει;
-«Η θυγατέρα μου βασανίζεται φρικτά από δαιμόνιο». Η φύση βασανίζεται, η συμπάθεια γυμνάζεται. Βγήκε συνήγορος της κόρης της. Δε φέρνει την άρρωστη, αλλά φέρνει την πίστη. Θεός είναι και τα βλέπει όλα. «Η θυγατέρα μου βασανίζεται φρικτά από δαιμόνιο». Πένθος φοβερό· το καρφί της φύσης ξέσχισε τη μήτρα, η τρικυμία βρίσκεται στα σπλάχνα της. Τι να κάνω; χάνομαι.
Και γιατί δε λες, «Ελέησέ τη θυγατέρα μου», αλλά, «Ελέησέ με»; Εκείνη δεν αισθάνεται το πάθος, δεν ξέρει τι πάσχει, δεν καταλαβαίνει τον πόνο, επειδή έχει παραπέτασμα της συμφοράς το ανώδυνο ή καλύτερα το αναίσθητο. Εμένα όμως ελέησε που βλέπω τα καθημερινά κακά· θέατρο συμφοράς έχω στο σπίτι μου. Που να πάω; Στην έρημο; Αλλά δεν τολμώ να την αφήσω μόνη. Μήπως στο σπίτι; Αλλά βρίσκω τον εχθρό μέσα, τα κύματα στο λιμάνι, θέατρο συμφοράς. Τί να την ονομάσω; Νεκρή; Όμως κινείται. Μήπως ζωντανή; Αλλά δεν ξέρει τι κάνει. Δεν ξέρω να βρω όνομα που να ερμηνεύει το πάθος της. «Ελέησέ με». Αν πέθαινε η κόρη μου, δε θα πάθαινα τέτοια· θα παρέδινα στους κόλπους της γης το σώμα της, και με τον καιρό θα έφερνα τη λήθη και θα απομάκρυνα τη λύπη. Τώρα όμως έχω ένα νεκρό που με κάνει να τον βλέπω συνέχεια, να μου ερεθίζει το τραύμα, να μου αυξάνει το πάθος. Πώς να δω τα μάτια της να αλληθωρίζουν; τα χέρια της να συστρέφονται; τα μαλλιά της να ξεπλέκονται; αφρό να βγαίνει από το στόμα της; το δήμιο να είναι μέσα και να μη φαίνεται; αυτόν που μαστιγώνει να μη φαίνεται, ενώ οι μαστιγώσεις να φαίνονται; Στάθηκα θεατής των ξένων κακών, στάθηκα ενώ η φύση με κεντρίζει. «Ελέησέ με». Φοβερή η τρικυμία, φοβερό το πάθος και φοβερός ο φόβος· το πάθος της φύσης, και ο φόβος του δαίμονα. Δεν μπορώ να την πλησιάσω, ούτε να τη συγκρατήσω. Με ωθεί το πάθος και με αποκρούει ο φόβος. «Ελέησέ με».
5. Σκέψου την πίστη της γυναίκας. Δεν πήγε σε μάγους, δεν κάλεσε μάντεις, δεν έκαμε φυλαχτά, δεν πλήρωσε γυναίκες που χρησιμοποιούν μαγγανείες, αυτές που γοητεύουν τους δαίμονες και αυξάνουν την πληγή. Αλλ’ άφησε το εργαστήριο του διαβόλου και έρχεται στο Σωτήρα των ψυχών μας.
«Ελέησέ με· η θυγατέρα μου βασανίζεται φρικτά από δαιμόνιο». Γνωρίζετε το πάθος, όσοι γίνατε πατέρες· βοηθήστε μου στο λόγο, όσες γίνατε μητέρες. Δεν μπορώ να εξηγήσω την τρικυμία που υπέφερε η γυναίκα. «Ελέησέ με· η θυγατέρα μου βασανίζετε φρικτά από δαιμόνιο». Είδες την πίστη της γυναίκας; είδες την καρτερία της; την ανδρεία της; την υπομονή της; «Αυτός όμως δεν της απάντησε ούτε λέξη». Καινούρια πράγματα. Παρακαλεί, ικετεύει, κλαίει τη συμφορά της, μεγαλώνει την τραγωδία, διηγείται το πάθος· και ο φιλάνθρωπος δεν απαντάει. Ο Λόγος σιωπά, η πηγή κλείνεται, ο ιατρός κρύβει τα φάρμακα. Τι το καινούριο; τι το παράδοξο; Τρέχεις κοντά σ’ άλλους και διώχνεις αυτήν που τρέχει κοντά σου; Αλλά σκέψου τη φιλοσοφία του ιατρού. «Αυτός όμως δεν της απάντησε ούτε λέξη». Για ποιο λόγο; Γιατί δεν εξέταζε τα λόγια, αλλ’ ερευνούσε τα μυστικά της ψυχής της.
«Αυτός όμως δεν της απάντησε ούτε λέξη». Και τι έκαμαν οι μαθητές; Επειδή η γυναίκα δεν πήρε απάντηση, τον πλησίασαν και του λέγουν «Διώξε την, γιατί φωνάζει από πίσω μας». Εσύ όμως ακούς τη φωνή από έξω, ενώ εγώ τη φωνή από μέσα. Είναι μεγάλη η φωνή του στόματος, μεγαλύτερη όμως η φωνή της ψυχής. «Διώξε την, γιατί φωνάζει από πίσω μας»· και άλλος ευαγγελιστής λέγει, «μπροστά μας»5. Αντίθετα τα λόγια, αλλά όχι ψεύτικα, γιατί έκανε και τα δύο. Πρώτα δηλαδή φώναζε από πίσω, και όταν δεν απάντησε, ήρθε μπροστά του, σαν σκυλί που γλύφει τα πόδια του κυρίου του. «Διώξε την»· έστησε θέατρο γύρω, μάζεψε πλήθος. Εκείνοι έβλεπαν τον ανθρώπινο πόνο, ενώ ο Κύριος τη φιλανθρωπία και τη σωτηρία της γυναίκας. «Διώξε την, γιατί φωνάζει από πίσω μας»· Τι λοιπόν είπε ο Χριστός; «Δεν είμαι σταλμένος παρά στα πρόβατα τα χαμένα του οίκου του Ισραήλ». Όταν απάντησε, έκαμε χειρότερη την πληγή της· γιατί ήταν ιατρός για να εγχειρίζει· όχι για να χωρίσει, αλλά για να ενώσει.
6. Εδώ εντείνατε πάρα πολύ την προσοχή σας και συγκεντρώστε, σας παρακαλώ, το νου σας. Γιατί θέλω να ερευνήσω ζήτημα βαθύ. «Δεν είμαι σταλμένος παρά μόνο στα πρόβατα τα χαμένα του οίκου του Ισραήλ». Αυτό είναι όλο; Γι’ αυτό έγινες άνθρωπος, ανέλαβες σάρκα, έκαμες τόσο μεγάλες οικονομίες, για να σώσεις μια γωνία της γης, και αυτή χαμένη; Και η οικουμένη όλη θα μείνει έρημος, Σκύθες, Θράκες, Ινδοί, Μαύροι, Κίλικες, Καππαδόκες, Σύροι, Φοίνικες, όση γη επιβλέπει ο ήλιος; Για τους Ιουδαίους μόνο ήρθες, και περιφρονείς τους εθνικούς που βρίσκονται μέσα στην ερημιά; Και ανέχεσαι την κνίσσα; ανέχεσαι τον καπνό; Ανέχεσαι να βρίζεται ο Πατέρας σου; να προσκυνούνται τα είδωλα; να λατρεύονται οι δαίμονες;
Αν και οι προφήτες δε λέγουν αυτά, όμως ο πρόγονός σου κατά σάρκα τι λέγει; «Ζήτησε από μένα, και θα σού δώσω τα έθνη ως κληρονομιά σου και την εξουσία σου θα επεκτείνω στα πέρατα της γης»6. Και ο Ησαΐας που είδε τα σεραφίμ λέγει· «και ο απόγονος του Ιεσσαί θα εμφανισθεί ως άρχοντας των εθνών· επάνω σ’ αυτόν θα στηρίξουν τις ελπίδες τους τα έθνη»7. Και ο Ιακώβ· «δε θα λείψει άρχοντας από τη φυλή του Ιούδα, ούτε αρχηγός από τους απογόνους του, μέχρι να έρθει εκείνος, στα χέρια του οποίου βρίσκονται οι εξουσίες, και αυτός θα είναι η προσδοκία των εθνών»8. Και ο Μαλαχίας· «γιατί σ’ εσάς θα κλεισθούν οι χάλκινες πύλες, και δε θα αλλάξουν τη θυσία, γιατί από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου το όνομά σου δοξάζεται στα έθνη, και σε κάθε τόπο προσφέρεται στον Κύριο θυμίαμα και θυσία καθαρή»9. Και ο Δαβίδ πάλι· «όλα τα έθνη χειροκροτήστε, φωνάξτε δυνατά στο Θεό με φωνή μεγάλης χαράς· γιατί ο Κύριος είναι ύψιστος, φοβερός, βασιλιάς μεγάλος σε όλη τη γη. Ανέβηκε ο Θεός με αλαλαγμό, ο Κύριος με φωνή σάλπιγγας»10. Και άλλος· «Χαρείτε έθνη μαζί με το λαό του»11.
Και συ ο ίδιος όταν ήρθες δεν κάλεσες αμέσως τους μάγους, την ακρόπολη των εθνών; την εξουσία του διαβόλου; τη δύναμη των δαιμόνων; δεν τους έκαμες προφήτες όταν κατέβηκες; Εσύ καλείς μάγους, οι προφήτες ομιλούν για τα έθνη. Όταν αναστήθηκες από τον άδη λέγεις στους μαθητές, «πηγαίνετε να διδάξετε όλα τα έθνη, βαπτίζοντας αυτούς στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του αγίου Πνεύματος»12, και όταν ήρθε αυτή η άθλια, η ταλαίπωρη, να παρακαλέσει για τη θυγατέρα της και να ικετεύσει να λύσεις τη συμφορά της τότε λες, «δεν είμαι σταλμένος, παρά μόνο στα πρόβατα τα χαμένα του οίκου Ισραήλ»;
Και όταν ήρθε σε σένα ο εκατόνταρχος του λέγεις, «εγώ θα έρθω και θα τον θεραπεύσω»13· όταν ο ληστής, «σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο»14· όταν ο παραλυτικός, «σήκω επάνω, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε»15· όταν ο Λάζαρος, «Λάζαρε, έλα έξω»16, και βγήκε αν και ήταν τέσσερις ημέρες πεθαμένος. Λεπρούς καθαρίζεις, νεκρούς ανασταίνεις, παραλυτικό στερεώνεις, τυφλούς θεραπεύεις, ληστές σώζεις, πόρνη κάνεις πιο εγκρατή από παρθένο, και σ’ αυτή δεν απαντάς τίποτε; Τι το πρωτάκουστο; τι το παράξενο; τι το παράδοξο;
7. Προσέχετε καλά, για να μάθετε την ανδρεία της γυναίκας και τη σοφία και τη μέριμνα του Κυρίου, για να μάθετε μια αναβολή που έχει κέρδος, για να μάθετε μια άρνηση που προσφέρει πλούτο, για να μην απομακρυνθείς ποτέ και συ όταν προσευχηθείς και δε λάβεις. Πρόσεχε και συγκεντρώσου. Όταν οι Ιουδαίοι απαλλάχθηκαν από την τυραννία των Αιγυπτίων και βάδιζαν στην έρημο, αφού ξέφυγαν από τα χέρια του Φαραώ, και όταν επρόκειτο να μπουν στη χώρα των Χαναναίων, των ανθρώπων που ήταν ειδωλολάτρες και ασεβείς, που προσκυνούσαν λίθους, που λάτρευαν ξύλα, που έδειχναν πολλή ασέβεια, τους έδωσε ο Θεός αυτόν το νόμο λέγοντας· ‘να μην πάρεις γαμπρούς από τα παιδιά τους, ούτε να δώσεις τη θυγατέρα σου νύφη σ’ αυτούς. Να μην τους προσφέρεις χρυσάφι, ούτε θέση στο τραπέζι σου, ούτε συναναστροφή, ούτε τίποτε άλλο απ’ αυτά, γιατί είναι παράνομα τα έθνη, στα οποία σε οδηγώ να τα κληρονομήσεις’17.
Σαν δηλαδή ο νόμος να τους πρόσταζε αυτό· να μην αγοράσεις, να μην πουλήσεις, να μην κάνεις γάμο, ούτε συμβόλαια, αλλά να είσαι ως προς τον τρόπο ζωής χωρισμένος απ’ αυτούς, αν και ως προς τον τόπο είσαι κοντά τους. Να μην έχεις κανένα κοινό μ’ αυτούς, ούτε συναλλαγές, ούτε πωλήσεις, ούτε αγορές, ούτε γάμους, ούτε συμπεθεριά, για να μη σε κάνει η ανάγκη της συγγένειας να γλιστρήσεις στην ασέβεια, για να μη σε κάνουν φίλο τους οι δοσοληψίες μαζί τους· αλλά να είσαι πάντοτε εχθρός μ’ αυτούς. Τίποτε το καινό ανάμεσα σε σένα και στους Χαναναίους· να μην πάρεις το χρυσάφι τους, ούτε το ασήμι τους, ούτε τα ρούχα τους, ούτε θυγατέρα, ούτε υιό τους, ούτε κανένα άλλο απ’ αυτά, αλλά να είσαι κλεισμένος στον εαυτό σου. Έχεις γλώσσα που σε χωρίζει, σου έδωσα και το νόμο· γι’ αυτό και ο νόμος λέγεται φραγμός. Γιατί, όπως γύρω από το αμπέλι βρίσκεται ο φράκτης, έτσι και στους Ιουδαίους είναι ο νόμος, για να μην τον παραβούν και αναμιχθούν με τους Χαναναίους, Γιατί σ’ αυτόν υπήρχαν παράνομες επιμιξίες, οι νόμοι της φύσης είχαν διαφθαρεί, είδωλα προσκυνούνταν, ξύλα λατρεύονταν, ο Θεός υβριζόταν, παιδιά σφάζονταν, πατέρες περιφρονούνταν, μητέρες ατιμάζονταν, όλα αλλοιώνονταν, όλα είχαν ανατραπεί, ζούσαν τη ζωή των δαιμόνων.
Γι’ αυτό ποτέ δεν έκαναν συναλλαγές, ούτε συμβόλαια, ούτε πωλήσεις μαζί τους. Και ο νόμος που ίσχυε για τα πιο μεγάλα εμπόδιζε τους γάμους μεταξύ τους, τα συμβόλαια, τα συμπεθεριά. Τίποτε κοινό δεν είχαν μ’ εκείνους. Ήταν λοιπόν απαγορευμένες από το νόμο οι συναλλαγές με τους Χαναναίους και οι δοσοληψίες για χρυσάφι ή κάτι άλλο, για να μη γίνει η αίτια της φιλίας αφορμή για ασέβεια. Ο νόμος βρισκόταν γύρω τους σαν φράκτης. «Αμπέλι», λέγει, «φύτεψα και έβαλα ολόγυρά του φράχτη»18, δηλαδή το νόμο, όχι φράχτη από αγκάθια, αλλά από εντολές, που τους οχύρωνε και τους εμπόδιζε. Απαγορευμένοι λοιπόν γι’ αυτούς ήταν οι Χαναναίοι, βδελυροί, ασεβείς, μολυσμένοι, μιαροί, ακάθαρτοι· γι’ αυτό ούτε να τους ακούσουν ανέχονταν οι Ιουδαίοι, γιατί τηρούσαν στο εξής το νόμο αυτόν.
Επειδή λοιπόν αυτή η γυναίκα ήταν από τους Χαναναίους («να μια γυναίκα», λέγει, «που βγήκε από την περιοχή εκείνη»), επειδή λοιπόν αυτή η γυναίκα ήταν από τους Χαναναίους, και ήρθε στο Χριστό, γι’ αυτό έλεγε, «ποιος από σάς μπορεί να με ελέγξει για αμαρτία;»19· μήπως παρέβηκα το νόμο; Γιατί, αφού ήταν άνθρωπος, παρουσίαζε και ανθρώπινη συμπεριφορά.
8. Αλλά προσέχετε με ακρίβεια στο λόγο. Αφού η γυναίκα ήταν Χαναναία και από την περιοχή εκείνη, όπου υπήρχαν και λύσσες και μανία και ασέβεια, όπου υπήρχε η εξουσία του διαβόλου, και τα όργια των δαιμόνων, και φύση καταπατημένη, και όπου κατάντησαν στους παραλογισμούς των ζώων και στις μανίες των δαιμόνων, αλλά και ο νόμος πρόσταζε, να μην έχεις τίποτε κοινό με τους Χαναναίους, να μη δώσεις ούτε να πάρεις απ’ αυτούς, να μην πάρεις γυναίκα, να μην πάρεις υιό, να μην κάνεις συμβόλαια ούτε συναλλαγές γι’ αυτό έβαλα ολόγυρα φράχτη· αλλά και όταν ο Χριστός ήρθε και ανέλαβε τα ανθρώπινα όπλα, αμέσως περιτμήθηκε, πρόσφερε θυσίες, προσφορές, όλα τα άλλα, και επρόκειτο να καταργήσει το νόμο, για να μη λέγουν, «επειδή δεν είχε τη δύναμη να εκπληρώσει το νόμο, γι’ αυτό τον κατάργησε», πρώτα τον εκπληρώνει και ύστερα τον καταργεί, για να μη νομίσεις πως δεν έχει την απαραίτητη δύναμη, αλλά τα εκπληρώνει όλα κατά το νόμο. Γι’ αυτό φωνάζει και λέγει, «ποιος από σάς μπορεί να με ελέγξει για αμαρτία;». Αφού λοιπόν και αυτό ήταν νόμιμο, το να μην έχουν δηλαδή τίποτε το κοινό με τους Χαναναίους, για να μην αρχίσουν να τον κατηγορούν οι Ιουδαίοι και να του λέγουν, ‘γι’ αυτό δεν πιστέψαμε σε σένα, γιατί είσαι παράνομος, κατάργησες το νόμο, πήγες στη χώρα των Χαναναίων, αναμίχθηκες με τους Χαναναίους, ενώ ο νόμος έλεγε να μην αναμιχθείς’, γι’ αυτό στην αρχή δεν της λέγει ούτε λέξη.
Πρόσεχε πως εκπληρώνει το νόμο και δεν προδίδει τη σωτηρία, αποστομώνοντας και τους Ιουδαίους και αυτήν κερδίζοντας. «Αυτός όμως δεν απάντησε», λέγει, «ούτε λέξη». Μη μου προβάλεις προφάσεις. Να, δε μιλώ· να, δε συζητώ· να συμφορά, και δεν κάνω το δικό μου έργο· να ναυάγιο, και εγώ ο κυβερνήτης δε σταματώ την τρικυμία εξ αιτίας της αχαριστίας σας, για να μην έχετε πρόφαση. Να, μια γυναίκα μου έστησε ολόγυρα θέατρο και δεν παίρνει ακόμη απάντηση, για να μη λέτε ότι παρέδωσες τον εαυτό σου στους Χαναναίους, παρέβηκες το νόμο και έχουμε αυτήν την πρόφαση για να μην πιστέψουμε σε σένα. Κοίταζε πως γι’ αυτό δεν απάντησε στη γυναίκα, για ν’ απαντήσει στους Ιουδαίους. Η σιωπή προς τη γυναίκα, γινόταν φωνή αχαριστίας στους Ιουδαίους.
9. Και τα έκανε αυτά όχι σύμφωνα με τη δική του δύναμη, αλλά από συγκατάβαση προς τη δική τους αδυναμία. Γιατί και όταν καθάρισε το λεπρό λέγει· «πήγαινε, πρόσφερε το δώρο που πρόσταξε ο Μωυσής»20. Εσύ τον καθάρισες και τον στέλνεις στο νόμο του Μωυσή; Ναι. Γιατί; Εξ αιτίας των Ιουδαίων, για να μην αρχίσουν να με κατηγορούν ότι παρέβηκα το νόμο. Γι’ αυτό και όταν θεράπευσε το λεπρό, τον θεράπευσε με τρόπο παράξενο· και άκου πως. «Και να ένας λεπρός, αφού τον πλησίασε τον παρακαλούσε και έλεγε, ‘Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις’. Και ο Ιησούς άπλωσε το χέρι του, τον άγγιξε και λέγει, ‘θέλω, καθαρίσου’21. Σύμφωνα με το νόμο δεν επιτρεπόταν κανείς ν’ αγγίζει λεπρό. Όταν λοιπόν ο στρατηγός Νεαιμάν, που κατεχόταν από λέπρα, ήρθε στον Ελισσαίο τον προφήτη22, του λέγει ο μαθητής του, να ένας λεπρός στρατηγός είναι έξω. Και αυτός στέλνει το μαθητή να βγει και να του πει, «πήγαινε να λουσθείς στον Ιορδάνη»23. Και δεν τόλμησε αυτός να βγει και να δει το λεπρό και να τον αγγίξει.
Επειδή λοιπόν ο Ελισσαίος καθάρισε ένα λεπρό, για να μην λέγουν οι Ιουδαίοι, ότι τον καθάρισε όμοια με τον Ελισσαίο, γι’ αυτό εκείνος δεν τολμάει να τον αγγίξει, ενώ αυτός τον αγγίζει και λέγει, «θέλω, καθαρίσου»· και απλώνοντας το χέρι του άγγιξε το λεπρό. Γιατί τον άγγιξε; Για να σε δείξει πως δεν είναι δούλος που βρίσκεται κάτω από το νόμο, αλλά Κύριος που είναι πάνω από το νόμο. Πώς λοιπόν τήρησε το νόμο; Με το να πει, «θέλω, καθαρίσου», και να μην τον αγγίξει αμέσως. Προηγήθηκε ο λόγος, δραπέτευσε η αρρώστια, και έπειτα άγγιξε τον ακάθαρτο και είπε, «θέλω, καθαρίσου». Πώς; «αμέσως καθαρίσθηκε». Δε βρίσκει ο ευαγγελιστής να πει (γιατί και το αμέσως είναι αργό), δε βρίσκει λόγο ισοδύναμο με την ταχύτητα της ενέργειας. «Αμέσως»· πώς; Μόλις βγήκε ο λόγος και δραπέτευσε η αρρώστια, διώχθηκε η λέπρα και ο λεπρός ήταν πια καθαρός. Γι’ αυτό λέγει· «πήγαινε, δείξε τον εαυτό σου στον Ιερέα και πρόσφερε το δώρο που πρόσταξε ο Μωυσής, για βεβαίωση σ’ αυτούς». Σε ποιους; Στους Ιουδαίους, για να μη λέγουν πως παραβαίνω το νόμο. Εγώ θεράπευσα και λέγω, «πρόσφερε το δώρο του νόμου», για να τους κατηγορήσει εκείνη την ημέρα ο λεπρός λέγοντας, μου πρόσταξε να προσφέρω δώρο σύμφωνα με το νόμο.
Και όπως πολλά έκανε ο Χριστός εξ αιτίας των Ιουδαίων, καθιστώντας αυτούς αναπολόγητους σε όλα, έτσι και εδώ. «Ελέησέ με, γιατί η θυγατέρα μου βασανίζεται φρικτά από δαιμόνιο». Αυτός όμως δεν της απάντησε ούτε λέξη. Και ήρθαν οι μαθητές του και του λέγουν, διώξε την, γιατί φωνάζει από πίσω μας». Τι είπε αυτός τότε; «Δεν είμαι σταλμένος παρά μόνο στα πρόβατα τα χαμένα του οίκου Ισραήλ», για να μη λέγουν οι Ιουδαίοι, ‘μας άφησες και πήγες έξω, και γι’ αυτό δεν πιστέψαμε σε σένα’. Να, λέγει, και από τα έθνη έρχονται και δεν τους δέχομαι, ενώ εσάς και όταν φεύγετε σάς καλώ, «ελάτε σε μένα όλοι όσοι κοπιάζετε», και δεν έρχεστε· αυτήν τη διώχνω, και παραμένει. «Λαός που δεν τον γνώριζα με υπηρέτησε», λέγει, «με πρόθυμο αυτί με υπάκουσε»25. Και αλλού λέγει· «έγινα φανερός σ’ εκείνους που δε με ζητούν και βρέθηκα από εκείνους που δεν ερωτούν για μένα»26. «Διώξε την, γιατί φωνάζει από πίσω μας»
Ας δούμε λοιπόν τι λέγει ο Χριστός. «Δεν είμαι σταλμένος παρά μόνο στα πρόβατα τα χαμένα του οίκου Ισραήλ». Δεν ήταν τα λόγια αυτά αποτρεπτικά; Γιατί σχεδόν λέγει, φύγε μακριά γιατί δεν έχεις τίποτε κοινό με μένα· δεν ήρθα για σένα, αλλά ήρθα για τους Ιουδαίους. «Δεν είμαι σταλμένος παρά μόνο στα πρόβατα τα χαμένα του οίκου Ισραήλ». Και εκείνη όταν άκουσε αυτά είπε, «ναί, Κύριε, βοήθα μου, και προσκυνούσε όταν τα έλεγε»· αυτός όμως δεν της απάντησε. Αλλά πρόσεχε απάντηση. «Δεν είναι σωστό να πάρω το ψωμί των παιδιών και να το ρίξω στα σκυλάκια». Πω πω φροντίδα ιατρού! με την απαγόρευση την προσελκύει. «Δεν είναι σωστό να πάρω το ψωμί των παιδιών»· ποιων; Των Ιουδαίων. «Και να το δώσω στα σκυλάκια», δηλαδή, σε σάς.
10. Πραγματικά τα είπε αυτά ο Κύριος για να ντροπιάσει τους Ιουδαίους· γιατί, αν και ονομάζονταν τέκνα, έγιναν σκυλιά. Γι’ αυτό και ο Παύλος λέγει· «προσέχετε από τα σκυλιά, προσέχετε από τους κακούς εργάτες, προσέχετε από εκείνους που κόβουν τη σάρκα. Γιατί εμείς είμαστε οι αληθινά περιτμημένοι»27. Οι εθνικοί ονομάσθηκαν σκυλιά και έγιναν τέκνα. «Τέκνα μου, για τα οποία πάλι δοκιμάζω πόνους τοκετού μέχρι να μορφωθεί μέσα σας ο Χριστός»28. Ο έπαινος αυτός είναι κατηγορία για τον Ιουδαίο. «Δεν είναι σωστό να πάρω το ψωμί των τέκνων και να το δώσω στα σκυλάκια». Τι λέγει τότε η γυναίκα; «Ναι, Κύριε». Πω πω δύναμη γυναίκας, πω πω επιμονή ψυχής! Ο ιατρός λέγει «όχι» και αυτή λέγει «ναι»· ο Κύριος λέγει «δεν», αυτή λέγει «ναι»· όχι με σκοπό να κατηγορήσει ούτε να γίνει αναίσχυντη, αλλά περιμένοντας τη σωτηρία.
«Δεν είναι σωστό να πάρω το ψωμί των τέκνων και να το δώσω στα σκυλάκια». Ναι, Κύριε. Σκυλί με ονομάζεις, εγώ όμως Κύριο σε λέγω· εσύ με βρίζεις, εγώ όμως σε υμνώ. «Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλάκια τρώγουν από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Πω πω σοφία γυναίκας! Από το παράδειγμα βρήκε λόγο που ταίριαζε. Σκυλί με ονομάζεις, σαν σκυλί τρέφομαι. Δεν αρνούμαι την προσβολή, δεν αποφεύγω το όνομα· ας πάρω λοιπόν την τροφή του σκυλιού. Και λέγει ένα πράγμα που συνήθως συμβαίνει. Εσύ κάνε τα δικά σου· με ονόμασες σκυλί, δώσε μου ένα ψίχουλο· έγινες συνήγορος στην αίτησή μου, φανέρωσε τη συγκατάθεση στην άρνησή σου. «Ναί, Κύριε, αλλά και τα σκυλάκια τρώγουν από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τι λοιπόν είπε εκείνος που αρνούνταν, που έδιωχνε, που απομάκρυνε, που έλεγε «δεν είναι σωστό να πάρω το ψωμί των τέκνων και να το ρίξω στα σκυλάκια» και «δεν είμαι σταλμένος παρά μόνο στα πρόβατα τα χαμένα του οίκου Ισραήλ»; «Ω γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου».
Ξαφνικά άρχισες να την επαινείς; εγκωμιάζεις τη γυναίκα; Δεν την απομάκρυνες, δεν την έδιωχνες; Έχε θάρρος· γι’ αυτό ανέβαλα. Γιατί, αν από την αρχή την έδιωχνα, δε θα μάθαινες την πίστη της. Αν από την αρχή την έδιωχνα, θα έφευγε γρήγορα, και κανείς δε θα γνώριζε καλά το θησαυρό της. Γι’ αυτό καθυστερούσα τη χορήγηση, για να φανερώσω σε όλους την πίστη της. «Ω γυναίκα». Ο Θεός λέγει, «ω γυναίκα». Ας ακούν αυτοί που προσεύχονται χωρίς αισθήματα. Όταν πω σε κάποιον, ‘παρακάλεσε το Θεό, προσευχήσου σ’ αυτόν, ικέτευσέ τον’, λέγει, ‘τον παρακάλεσα μια φορά, δυο, τρεις, δέκα, είκοσι φορές, και ακόμη δεν έλαβα’. Μην παραιτηθείς, αδελφέ, μέχρι που να λάβεις· τέλος της αίτησης ας είναι η χορήγηση εκείνου που ζητάς. Τότε παραιτήσου, όταν λάβεις, ή καλύτερα ούτε τότε, αλλά και τότε να επιμένεις. Και αν δε λάβεις, ζήτα για να λάβεις· όταν όμως λάβεις, ευχαρίστησε, γιατί έλαβες.
Μπαίνουν πολλοί στην Εκκλησία, απευθύνουν άπειρους στίχους προσευχής, ύστερα βγαίνουν, και δεν ξέρουν τι είπαν. Τα χείλη κινούνται, και η ακοή δεν ακούει. Εσύ δεν ακούς την προσευχή σου και θέλεις ο Θεός να εισακούσει την προσευχή σου; Γονάτισα, λες, αλλά ο νους σου πετούσε έξω· το σώμα σου ήταν μέσα στην Εκκλησία, και η ψυχή σου έξω· το στόμα έλεγε την προσευχή, και ο νους μετρούσε τόκους, συμβόλαια, συναλλαγές, χωράφια, κτήματα, συναναστροφές με φίλους. Γιατί ο διάβολος, επειδή είναι πονηρός και γνωρίζει πως την ώρα της προσευχής κερδίζουμε μεγάλα πράγματα, τότε επιτίθεται. Πολλές φορές αναπαυόμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και δε σκεπτόμαστε τίποτε· ήρθαμε να προσευχηθούμε, και έρχονται άπειρες σκέψεις, για να μας βγάλουν κενούς.
11. Γνωρίζοντας λοιπόν, αγαπητέ, ότι αυτά γίνονται στις προσευχές, μιμήσου τη Χαναναία, ο άνδρας τη γυναίκα, την αλλόφυλη, την αδύνατη, την απόβλητη και περιφρονημένη. Αλλά δεν έχεις θυγατέρα που βασανίζεται από δαιμόνιο; Έχεις όμως ψυχή που αμαρτάνει. Τι είπε η Χαναναία; «Ελέησέ με, η θυγατέρα μου βασανίζεται φρικτά από δαιμόνιο». Πες και συ, ‘Ελέησέ με, η ψυχή μου βασανίζεται φρικτά από δαιμόνιο’. Γιατί η αμαρτία είναι μεγάλος δαίμονας. Όποιος βασανίζεται από δαιμόνιο ελεείται, οποίος αμαρτάνει μισείται· εκείνος βρίσκει συγχώρηση, αυτός δεν έχει δικαιολογία. «Ελέησέ με»· μικρός ο λόγος, και βρήκε πέλαγος φιλανθρωπίας. Γιατί, όπου υπάρχει έλεος, υπάρχουν όλα τα αγαθά.
Και αν είσαι έξω, κραύγαζε και λέγε, «Ελέησέ με», χωρίς να κινείς τα χείλη αλλά φωνάζοντας με την ψυχή σου· γιατί ο Θεός μας ακούει και όταν σιωπούμε. Δεν εξετάζεται ο τόπος, αλλά ο τρόπος της προσευχής. Ο Ιερεμίας μέσα σε βόρβορο βρισκόταν και προκάλεσε την προσοχή του Θεού· ο Δανιήλ ήταν μέσα σε λάκκο λιονταριών, και κέρδισε την εύνοια του Θεού· ο ληστής σταυρώθηκε, και δεν τον εμπόδισε ο σταυρός, αλλά του άνοιξε τον παράδεισο· ο Ιώβ ήταν στην κοπριά, και έκαμε ευσπλαχνικό το Θεό· ο Ιωνάς βρισκόταν στην κοιλιά του κήτους, και τον άκουσε ο Θεός. Και αν είσαι σε λουτρό, να προσεύχεσαι, και αν είσαι σε δρόμο, και αν είσαι στο κρεβάτι, όπου και αν είσαι, να προσεύχεσαι. Είσαι ναός του Θεού, να μη ζητάς τόπο· χρειάζεται μόνο διάθεση. Και αν παρουσιασθείς σε δικαστή, να προσεύχεσαι· όταν οργίζεται ο δικαστής, να προσεύχεσαι. Η θάλασσα ήταν μπροστά, οι Αιγύπτιοι πίσω, ο Μωυσής στη μέση· ήταν μεγάλη η στενότητα του χώρου κατά την προσευχή, αλλά το πλάτος της προσευχής ήταν μεγάλο. Πίσω τους καταδίωκαν οι Αιγύπτιοι, μπροστά ήταν η θάλασσα, στη μέση η προσευχή· και τίποτε δε μιλούσε ο Μωυσής· και του λέγει ο Θεός· «Γιατί φωνάζεις σε μένα;»29. Το στόμα του βέβαια δε μιλάει, η ψυχή του όμως φωνάζει.
Και συ λοιπόν, αγαπητέ, όταν παρουσιασθείς σε δικαστή που οργίζεται πάρα πολύ, που τυραννάει, που απειλεί με τις πιο μεγάλες απειλές, και σ’ άλλους δήμιους που κάνουν τα ίδια, προσευχήσου στο Θεό, και προσευχόμενος τα κύματα ηρεμούν. Ο δικαστής είναι εναντίον σου; Εσύ να καταφεύγεις στο Θεό. Ο άρχοντας είναι κοντά σου; Εσύ κάλεσε τον Κύριο. Μήπως δηλαδή είναι άνθρωπος, για να πας σε κάποιον τόπο; Ο Θεός είναι πάντοτε κοντά. Αν θέλεις να παρακαλέσεις ένα άνθρωπο, ερωτάς τι κάνει, κοιμάται, ασχολείται· και αν έχει υπηρεσία δε σου απαντάει. Στο Θεό όμως δε συμβαίνει τίποτε απ’ αυτά. Όπου και αν πας και τον καλέσεις, ακούει· ούτε ασχολία, ούτε μεσίτης, ούτε υπηρέτης εμποδίζει. Πες, «Ελέησέ με», και αμέσως ο Θεός έρχεται κοντά σου· γιατί λέγει, «ενώ ακόμη εσύ μιλάς, θα πω, να εγώ είμαι παρών»30. Πω πω λόγος γεμάτος ηπιότητα! Δεν περιμένει να τελειώσεις την προσευχή· δεν τελειώνεις ακόμη την προσευχή σου, και παίρνεις τη χορήγηση.
«Ελέησε με». Αυτήν τη Χαναναία ας μιμηθούμε, παρακαλώ. «Ελέησέ με, η θυγατέρα μου βασανίζεται φρικτά από δαιμόνιο». Και ο Κύριος λέγει σ’ αυτήν· «Ω γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστη σου· ας σου γίνει όπως θέλεις». Πού είναι ο αιρετικός; Μήπως είπε, θα παρακαλέσω τον Πατέρα μου; μήπως είπε, θα ικετεύσω αυτόν που με γέννησε; μήπως χρειαζόταν προσευχή εδώ; Καθόλου. Γιατί; Επειδή μεγάλη ήταν η πίστη, μεγάλο ήταν το σκεύος, μεγάλη ξεχύθηκε και η χάρη.
Όπου χρειάζεται προσευχή, είναι αδύνατο το σκεύος. «Ω γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστη σου». Δεν είδες νεκρό να ανασταίνεται, ούτε λεπρό να καθαρίζεται, δεν άκουσες προφήτες, δε μελέτησες το νόμο, δεν είδες τη θάλασσα να σχίζεται, δεν έχεις δει κάποιο άλλο θαύμα να έγινε από μένα· μάλλον περιφρονήθηκες από μένα, και βρέθηκες σε δύσκολη θέση· αρνήθηκα τη συμφορά σου, και δεν έφυγες, αλλά παρέμεινες· πάρε τώρα και συ από μένα τον έπαινο όπως σου αξίζει και σου ταιριάζει. «Ω γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστη σου».
Πέθανε η γυναίκα και ο έπαινός της μένει, γιατί είναι πιο λαμπρός από στέμμα. Όπου και αν πας, ακούς το Χριστό να λέγει, «ω γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστη σου». Πήγαινε στην Εκκλησία των Περσών και θ’ ακούσεις το Χριστό να λέγει, «ω γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστη σου»· πήγαινε στην Εκκλησία των Γότθων, στων βαρβάρων, στων Ινδών, στων Μαύρων, σε όση γη επιβλέπει ο ήλιος. Ένα λόγο είπε ο Χριστός, και ο λόγος δε σιωπά, αλλά με μεγάλη φωνή διαλαλεί την πίστη της λέγοντας· «ω γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστη σου· ας σου γίνει όπως θέλεις». Δεν είπε, ‘ας θεραπευθεί η μικρή σου κόρη’, αλλά, «ας γίνει όπως θέλεις». Εσύ θεράπευσέ την, εσύ γίνε ιατρός, σε σένα εμπιστεύομαι το φάρμακο· πήγαινε, δώσε το, «ας σου γίνει όπως θέλεις». Η θέλησή σου ας τη θεραπεύσει.
Η Χαναναία θεράπευσε με τη θέλησή της, και ο Υιός του Θεού δε θεραπεύει από μόνος του; «Ας σου γίνει όπως θέλεις». Δεν πρόσταζε η γυναίκα, ούτε διέταξε το δαιμόνιο, αλλά μόνο θέλησε, και το θέλημα της γυναίκας θεράπευσε και έδιωξε τους δαίμονες. Που είναι αυτοί που τολμούν να λέγουν, ότι με προσευχή το κατόρθωσε αυτό ο Υιός; «Ας σου γίνει όπως θέλεις». Πρόσεχε και την ευγένεια της λέξης· μιμείται τον Πατέρα του. Γιατί, όταν ο Θεός έκανε τον ουρανό, είπε, ‘ας γίνει ο ουρανός, και έγινε ο ουρανός· ας γίνει ο ήλιος, και έγινε ο ήλιος· ας γίνει η γη, και έγινε η γη’· με προσταγή δημιουργούσε την ουσία τους. Έτσι και αυτός είπε, «ας σου γίνει όπως θέλεις»· Η συγγένεια της λέξης έδειξε την κοινή φύση τους. «Και θεραπεύθηκε η θυγατέρα της». Πότε; «Από την ώρα εκείνη». Όχι από τότε που ήρθε η μητέρα της στο σπίτι, αλλά πριν έρθει. Ήρθε να τη βρει δαιμονισμένη, και τη βρήκε υγιή, γιατί θεραπεύθηκε με τη δική της θέληση.
Για όλα λοιπόν αυτά ας ευχαριστήσουμε το Θεό, γιατί σ’ αυτόν αρμόζει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ – 33 – ΕΠΕ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ- ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ι.Ν ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
αʹ. Πολὺς ὁ χειμὼν, ἀλλὰ τὴν προθυμίαν τῶν παραγενομένων οὐ διεκώλυσε·
πολλοὶ οἱ πειρασμοὶ, ἀλλὰ τὸν πόθον ὑμῶν οὐκ ἐξέλυσαν.
Οὐ παύεται ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη καὶ νικῶσα, ἐπιβουλευομένη καὶ περιγινομένη.
Ὅσον ἄλλοι ἐπιβουλεύουσι, τοσοῦτον αὕτη αὔξεται·
καὶ τὰ μὲν κύματα διαλύεται, ἡ δὲ πέτρα ἕστηκεν ἀκίνητος.
Ἐν ἡμέρᾳ διδασκαλία, ἐν νυκτὶ παννυχίδες·
ἡ ἡμέρα πρὸς τὴν νύκτα ἁμιλλᾶται·
ἐκεῖ συνάξεις, καὶ ἐνταῦθα συνάξεις.
Ἡ νὺξ τὴν ἀγορὰν ἐκκλησίαν ἐργάζεται·
ἡ δὲ προθυμία πυρὸς σφοδροτέρα.
Οὐ δεῖσθε παραινέσεως, καὶ ἐπιδείκνυσθε τὴν σπουδήν.
Τίς οὐκ ἂν ἐκπλαγείη;
τίς οὐκ ἂν θαυμάσειεν;
Οὐ μόνον οἱ ὄντες οὐκ ἀπελείφθησαν, ἀλλὰ καὶ οἱ μὴ ὄντες προσεγένοντο.
Τοιοῦτον τῶν πειρασμῶν τὸ κέρδος·
καθάπερ γὰρ ὑετὸς εἰς τὴν γῆν κατιὼν διεγείρει τὰ σπέρματα,
οὕτω καὶ ὁ πειρασμὸς εἰς τὴν ψυχὴν εἰσιὼν διεγείρει τὴν προθυμίαν.
Λόγος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ·
ἀκίνητος ἡ Ἐκκλησία·
Πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς.
Ὁ πολεμῶν ἑαυτὸν καταλύει, τὴν δὲ Ἐκκλησίαν ἰσχυροτέραν δείκνυσιν·
ὁ πολεμῶν τὴν ἰσχὺν ἑαυτοῦ καταβάλλει,
ἡμῶν δὲ λαμπρότερον ἐργάζεται τὸ τρόπαιον.
Ὁ Ἰὼβ ἦν καλὸς καὶ πρὸ τούτου·
μετὰ δὲ ταῦτα βελτίων ἐφάνη.
Οὐχ οὕτω καλὸς ἦν, ὅτε ἀσινὴς ἦν τὸ σῶμα,
ὡς καλὸς ἦν ὅτε τῷ ἰχῶρι τῶν τραυμάτων ἐστεφανοῦντο.
Μηδέποτε φοβηθῇς πειρασμὸν, ἐὰν ψυχὴν παρεσκευασμένην ἔχῃς.
Οὐ βλάπτει ἡ θλίψις, ἀλλ’ ὑπομονὴν κατεργάζεται.
Ὥσπερ γὰρ τὸ χρυσίον οὐ βλάπτει ἡ κάμινος, οὕτως οὐδὲ τὸν γενναῖον διαφθείρει ἡ θλίψις.
Τί ποιεῖ ἡ κάμινος τῷ χρυσίῳ;
Καθαρὸν ἀποτελεῖ.
Τί ἐργάζεται ἡ θλίψις τῷ φέροντι;
Τὴν ὑπομονήν. Ὑψηλότερον κατασκευάζει, ῥᾳθυμίαν περικόπτει, συνάγει τὴν ψυχὴν, σωφρονέστερον ποιεῖ τὸν λογισμόν.
Ἐπήγαγον πειρασμὸν, ἵνα τὰ πρόβατα ἀπελάσωσι, καὶ τὸ ἐναντίον ἐξέβη·
εἰσήγαγε γὰρ ποιμένα.
Ἐν τίσι τὰ ἡμέτερα;
Ἐν εὐδοκιμήσει.
Ἐν τίσι τὰ ἐκείνων;
Ἐν αἰσχύνῃ.
Ποῦ εἰσι τὰ ἐκείνων;
Οὐδὲ φαίνονται.
Τὴν ἀγορὰν περιέρχομαι, καὶ οὐδένα βλέπω.
Φύλλα ἦν, καὶ ἀνέμου φυσήσαντος ἐξέπεσεν·
ἄχυρα ἦν, καὶ ἀνεῤῥιπίσθη, καὶ ὁ σῖτος ἐφάνη ὥριμος·
μόλυβδος ἦν, καὶ ἐτάκη, καὶ τὸ χρυσίον διέμεινε καθαρόν.
Τίς αὐτοὺς ἐλαύνει; Οὐδείς·
ἀλλὰ τὸ συνειδὸς πολέμιον ἔχουσι συνοικοῦντα μετὰ τὴν ἁμαρτίαν.
Ἴσασι τί ἔπραξαν.
Ἐπεὶ καὶ ὁ Κάϊν ἐβούλετο σφάξαι τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ·
ἀλλ’ ὅτε ἐβούλετο σφάξαι, ἡ ἐπιθυμία ἤνθει·
ἐπειδὴ δὲ τὴν ἁμαρτίαν εἰργάσατο, στένων καὶ τρέμων πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης περιήρχετο.
Οὗτοι δὲ, εἰ καὶ μὴ ἔσφαξαν τῇ πείρᾳ, ἀλλὰ ἔσφαξαν τῇ γνώμῃ.
Ἡ σφαγὴ προεχώρησεν ὅσον κατὰ τὴν ἐκείνων πονηρίαν·
ἡ δὲ ζωὴ συνεχωρήθη διὰ τὴν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν.
Ταῦτα λέγω, τὴν προθυμίαν τὴν ὑμετέραν ἐπαλείφων,
ἵνα μηδέποτε φοβηθῆτε πειρασμόν.
Πέτρα εἶ;
Μὴ φοβοῦ τὰ κύματα·
Ἐπὶ γὰρ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς, φησί.
Ποτὲ ἔξωθεν οἱ πόλεμοι, ποτὲ ἔνδοθεν·
ἀλλὰ οὐδεὶς καταποντίζει τὸ σκάφος.
βʹ. Ἀλλ’ ἵνα μὴ τὸν ἅπαντα καιρὸν εἰς τὰ ἐκείνων ἐγκλήματα ἀναλώσωμεν, παραδόντες ἑαυτοὺς τῷ φόβῳ τοῦ συνειδότος, καὶ τὸν δήμιον ἀφέντες ταλανίζειν αὐτῶν τὴν διάνοιαν καὶ τὸν λογισμὸν τῶν ἀκαίρων ἐπιθυμιῶν, ἀφέντες εἶναι φυγάδας, μηδενὸς ἐλαύνοντος, ἀφέντες εἶναι ἀτίμους, μηδενὸς αὐτοῖς πολεμοῦντος· ἡμεῖς τὴν συνήθη παραθήσωμεν τράπεζαν.
Οὐδὲ γὰρ δίκαιον τὸν καιρὸν ἀναλῶσαι εἰς τὰ ἐγκλήματα τῶν ἐχθρῶν, καὶ τὰ παιδία λιμῷ τηκόμενα παριδεῖν.
Χθὲς τοίνυν ὁ Παῦλος τὴν τράπεζαν ἡμῖν παρέθηκε, σήμερον ὁ Ματθαῖος·
χθὲς ὁ σκηνοποιὸς, σήμερον ὁ τελώνης·
χθὲς ὁ βλάσφημος, σήμερον ὁ ἅρπαξ·
χθὲς ὁ διώκτης, σήμερον ὁ πλεονέκτης.
Ἀλλ’ ὁ βλάσφημος οὐκ ἔμεινε βλάσφημος, ἀλλ’ ἐγένετο ἀπόστολος·
καὶ ὁ ἅρπαξ οὐκ ἔμεινεν ἅρπαξ, ἀλλ’ ἐγένετο εὐαγγελιστής.
Λέγω καὶ τὴν προτέραν κακίαν, καὶ τὴν μετὰ ταῦτα ἀρετὴν, ἵνα μάθῃς ὅση τῆς μετανοίας ἡ ὠφέλεια, ἵνα μηδέποτέ σου τῆς σωτηρίας ἀπογνῷς.
Οἱ διδάσκαλοι ἡμῶν ἀπὸ ἁμαρτίας ἔλαμπον πρὸ τούτου, ἀλλ’ ὕστερον ἔλαμψαν ἀπὸ δικαιοσύνης, τελώνης καὶ βλάσφημος, τὰ ἀκροθίνια τῆς πονηρίας.
Τί γάρ ἐστι τελώνιον;
Ἁρπαγὴ ἔννομος, βία πεπαῤῥησιασμένη, ἀδικία νόμον ἔχουσα συνήγορον·
λῃστῶν χαλεπώτερος ὁ τελώνης.
Τί ἐστι τελώνιον;
Βία νόμον εἰς συνηγορίαν προβαλλομένη, τὸν ἰατρὸν ἔχουσα δήμιον.
Συνήκατε ὃ εἶπον;
Οἱ νόμοι ἰατροί εἰσιν, ἔπειτα καὶ δήμιοι γίνονται·
οὐ γὰρ λύουσι τὸ ἕλκος, ἀλλὰ αὔξουσι.
Τί ἐστι τελώνιον;
Ἀναίσχυντος ἁμαρτία, ἁρπαγὴ πρόφασιν οὐκ ἔχουσα, λῃστείας χαλεπώτερον.
Ὁ λῃστὴς κἂν αἰσχύνεται κλέπτων· οὗτος δὲ παῤῥησιάζεται ἁρπάζων.
Ἀλλ’ οὗτος ὁ τελώνης ἀθρόον εὐαγγελιστὴς ἐγένετο.
Πῶς καὶ τίνι τρόπῳ;
Παράγων, φησὶν, ὁ Ἰησοῦς, εἶδε Ματθαῖον ἐπὶ τὸ τελώνιον καθήμενον, καὶ λέγει αὐτῷ·
Ἀκολούθει μοι.
Ὢ λόγου δύναμις·
εἰσῆλθε τὸ ἄγκιστρον, καὶ τὸν αἰχμάλωτον στρατιώτην ἐποίησε, τὸν πηλὸν χρυσὸν εἰργάσατο· εἰσῆλθε τὸ ἄγκιστρον, καὶ εὐθέως ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ.
Εἰς τὸ βάθος ἦν τῆς πονηρίας, καὶ εἰς τὴν ἁψῖδα ἀνέβη τῆς ἀρετῆς.
Μηδεὶς τοίνυν, ἀγαπητοὶ, ἀπογινωσκέτω τῆς ἑαυτοῦ σωτηρίας.
Οὐκ ἔστι φύσεως τὰ τῆς πονηρίας·
προαιρέσει τετιμήμεθα καὶ ἐλευθερίᾳ.
Τελώνης εἶ;
∆ύνασαι γενέσθαι εὐαγγελιστής.
Βλάσφημος εἶ;
∆ύνασαι γενέσθαι ἀπόστολος.
Λῃστὴς εἶ;
∆ύνασαι παράδεισον συλῆσαι.
Μάγος εἶ; ∆ύνασαι προσκυνῆσαι τὸν ∆εσπότην.
Οὐκ ἔστιν οὐδεμία κακία μετανοίᾳ μὴ λυομένη.
∆ιὰ τοῦτο τὰ ἀκροθίνια τῆς πονηρίας ἐξελέξατο ὁ Χριστὸς,
ἵνα μηδεὶς πρὸς τὸ τέλος ἀποφυγεῖν ἔχοι.
γʹ. Μή μοι λέγε, Ἀπωλόμην, καὶ τί λοιπόν;
μή μοι λέγε, Ἡμάρτηκα, καὶ τί ποιήσω;
Ἰατρὸν ἔχεις ἀνώτερον τῆς ἀῤῥωστίας, ἰατρὸν ἔχεις νικῶντα τοῦ νοσήματος τὴν φύσιν, ἰατρὸν ἔχεις νεύματι θεραπεύοντα, ἰατρὸν ἔχεις θελήματι διορθούμενον, καὶ δυνάμενον καὶ βουλόμενον.
Οὐκ ὄντα σε παρήγαγεν·
ὄντα σε καὶ διαστραφέντα πολλῷ μᾶλλον διορθῶσαι δυνήσεται.
Οὐκ ἤκουσας ὡς τὸ πρότερον ἔλαβε χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον;
πῶς τὴν γῆν σάρκα ἐποίησε;
πῶς νεῦρα;
πῶς ὀστέα;
πῶς δέρμα;
πῶς φλέβας;
πῶς ῥῖνα;
πῶς ὀφθαλμούς;
πῶς βλέφαρα;
πῶς ὀφρύν; πῶς γλῶτταν;
πῶς θώρακα;
πῶς χεῖρας;
πῶς πόδας;
πῶς τὰ ἄλλα πάντα;
Γῆ ἦν τὸ ὑποκείμενον, μία οὐσία·
καὶ εἰσῆλθεν ἡ τέχνη, καὶ ποικίλην εἰργάσατο τὴν δημιουργίαν.
Μὴ δύνασαι τὸν τρόπον εἰπεῖν καθ’ ὅνπερ ἐδημιουργήθης;
Οὕτως οὐδὲ τὸν τρόπον δύνασαι εἰπεῖν καθ’ ὃν καθαιρεῖται τὰ ἁμαρτήματα.
Εἰ γὰρ τὸ πῦρ ἐμπῖπτον εἰς τὰς ἀκάνθας, ἀναλίσκει αὐτὰς, πολλῷ μᾶλλον τὸ βούλημα τοῦ Θεοῦ τὰ πλημμελήματα ἡμῶν δαπανᾷ καὶ πρόῤῥιζα ἀνασπᾷ, καὶ τοῦ μὴ ἡμαρτηκότος τὸν ἡμαρτηκότα ὅμοιον κατασκευάζει.
Μὴ ζήτει τὸν τρόπον, μὴ περιεργάζου τὸ γινόμενον, ἀλλὰ πίστευε τῷ θαύματι.
Ἡμάρτηκα, λέγεις, πολλὰ καὶ μεγάλα.
Καὶ τίς ἐστιν ἀναμάρτητος;
Ἀλλὰ ἐγὼ χαλεπὰ, φησὶ, καὶ μεγάλα καὶ ὑπὲρ πάντα ἄνθρωπον.
Ἀρκεῖ σοι εἰς θυσίαν τοῦτο·
Λέγε σὺ τὰς ἀνομίας σου πρῶτος, ἵνα δικαιωθῇς.
Ἐπίγνωθι ὅτι ἥμαρτες, καὶ ἀρχή σοι διορθώσεως τοῦτο γενήσεται.
Στύγνασον, γενοῦ κατηφὴς, ἔκχεε δάκρυα.
Μὴ γὰρ ἄλλο τι ἐξέχεεν ἡ πόρνη;
Οὐδὲν ἕτερον, ἢ δάκρυα καὶ μετάνοιαν·
ἔλαβε χειραγωγὸν τὴν μετάνοιαν, καὶ προσῆλθε τῇ πηγῇ.
δʹ. Τί δέ φησιν ὁ τελώνης καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς, ἀκούσωμεν.
Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν, ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος·
καὶ ἰδοὺ γυνή.
Θαυμάζει ὁ εὐαγγελιστής·
Ἰδοὺ γυνὴ, τὸ παλαιὸν ὅπλον τοῦ διαβόλου, ἡ τοῦ παραδείσου με ἐκβαλοῦσα.
ἡ μήτηρ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀρχηγὸς τῆς παραβάσεως, αὕτη ἐκείνη ἡ γυνὴ ἔρχεται, αὕτη ἡ φύσις·
καινὸν θαῦμα καὶ παράδοξον·
Ἰουδαῖοι φεύγουσι, καὶ ἡ γυνὴ καταδιώκει.
Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα, παρεκάλει αὐτὸν λέγουσα·
Κύριε, υἱὲ ∆αυῒδ, ἐλέησόν με.
Εὐαγγελίστρια γίνεται ἡ γυνὴ, καὶ τὴν θεότητα καὶ τὴν οἰκονομίαν ὁμολογεῖ·
Κύριε, τὴν δεσποτείαν·
Υἱὲ ∆αυῒδ, τῆς σαρκὸς τὴν ἀνάληψιν.
Ἐλέησόν με.
Ὅρα φιλόσοφον ψυχήν.
Ἐλέησόν με·
οὐκ ἔχω κατορθώματα βίου, οὐκ ἔχω παῤῥησίαν πολιτείας·
ἐπὶ ἔλεον καταφεύγω, ἐπὶ τὸν κοινὸν τῶν ἡμαρτηκότων λιμένα·
ἐπὶ ἔλεον καταφεύγω, ὅπου δικαστήριον οὐκ ἔστιν, ὅπου ἀνεξέταστος ἡ σωτηρία·
καίτοι οὕτω πονηρὰ οὖσα καὶ παράνομος, ἐτόλμησε προσελθεῖν.
Καὶ ὅρα γυναικὸς φιλοσοφίαν·
οὐ παρακαλεῖ Ἰάκωβον, οὐ δέεται Ἰωάννου, οὐδὲ προσέρχεται Πέτρῳ, οὐδὲ διέτεμε τὸν χορόν.
Οὐκ ἔχω μεσίτου χρείαν, ἀλλὰ λαβοῦσα τὴν μετάνοιαν συνήγορον, αὐτῇ τῇ πηγῇ προσέρχομαι.
∆ιὰ τοῦτο κατέβη, διὰ τοῦτο σάρκα ἀνέλαβεν, ἵνα κἀγὼ αὐτῷ διαλεχθῶ.
Ἄνω τὰ Χερουβὶμ αὐτὸν τρέμει, καὶ κάτω πόρνη αὐτῷ διαλέγεται.
Ἐλέησόν με.
Ψιλὸν τὸ ῥῆμα, καὶ πέλαγος ἀχανὲς σωτηρίας εὑρίσκει.
Ἐλέησόν με·
διὰ τοῦτο παρεγένου, διὰ τοῦτο σάρκα ἀνέλαβες, διὰ τοῦτο ἐγένου ὅπερ ἐγώ εἰμι.
Ἄνω τρόμος, καὶ κάτω παῤῥησία. Ἐλέησόν με·
οὐ χρείαν ἔχω μεσίτου, Ἐλέησόν με.
Τί ἔχεις;
Ἔλεον ζητῶ.
Τί πάσχεις; Ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται·
ἡ φύσις βασανίζεται, ἡ συμπάθεια γυμνάζεται.
Ἐξῆλθε συνήγορος τοῦ θυγατρίου·
οὐ φέρει τὴν νοσοῦσαν, ἀλλὰ φέρει τὴν πίστιν·
Θεός ἐστι, καὶ τὰ πάντα βλέπει.
Ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται.
Πένθος χαλεπόν·
τὸ κέντρον τῆς φύσεως τὴν μήτραν διέσχισε, τὸ κλυδώνιον ἐν τοῖς σπλάγχνοις.
Τί ποιήσω;
ἀπόλλυμαι.
Καὶ διὰ τί μὴ λέγεις, Ἐλέησον τὴν θυγατέρα μου, ἀλλὰ, Ἐλέησόν με;
Ἐκείνη ἐν ἀναισθησίᾳ ἔχει τὸ πάθος, οὐκ οἶδε τί πάσχει, οὐκ αἰσθάνεται τῆς ὀδύνης, παραπέτασμα τῆς συμφορᾶς ἔχουσα τὸ ἀνώδυνον, μᾶλλον δὲ τὸ ἀναίσθητον.
Ἐμὲ δὲ ἐλέησον τὴν θεωρὸν τῶν καθημερινῶν κακῶν·
θέατρον ἔχω συμφορᾶς ἐν τῇ οἰκίᾳ.
Ποῦ ἀπέλθω;
Εἰς τὴν ἔρημον;
Ἀλλ’ οὐ τολμῶ αὐτὴν καταλιπεῖν μόνην.
Ἀλλὰ εἰς τὴν οἰκίαν;
Ἀλλ’ εὑρίσκω τὸν πολέμιον ἔνδον, τὰ κύματα ἐν τῷ λιμένι, θέατρον συμφορᾶς.
Τί αὐτὴν καλέσω;
Νεκράν;
ἀλλὰ κινεῖται. Ἀλλὰ ζῶσαν;
Ἀλλ’ οὐκ οἶδε τί ποιεῖ.
Οὐκ οἶδα εὑρεῖν ὄνομα ἑρμηνεῦον τὸ πάθος. Ἐλέησόν με.
Εἰ ἐτεθνήκει τὸ θυγάτριον, οὐκ ἂν τοιαῦτα ἔπασχον·
παρέδωκα ἂν τοῖς κόλποις τῆς γῆς τὸ σῶμα, καὶ τῷ χρόνῳ τὴν λήθην ἂν εἰσήγαγον, καὶ διεφόρησα ἂν τὸ ἕλκος·
νῦν δὲ νεκρὸν ἔχω διηνεκῆ θεωρίαν μοι ἐργαζόμενον, ὑφαίνοντά μοι τὸ τραῦμα, πλεονάζοντά μοι τὸ πάθος.
Πῶς ἴδω ὀφθαλμοὺς διαστρεφομένους;
χεῖρας στραγγαλουμένας;
πλοκάμους λυομένους;
ἀφρὸν προϊέμενον;
τὸν δήμιον ἔνδον ὄντα καὶ μὴ φαινόμενον;
τὸν μαστίζοντα μὴ ὁρώμενον, τὰς δὲ μάστιγας φαινομένας;
Ἕστηκα θεωρὸς τῶν ἀλλοτρίων κακῶν, ἕστηκα τῆς φύσεώς με κεντριζούσης·
Ἐλέησόν με.
Χαλεπὸν τὸ κλυδώνιον, πάθος καὶ φόβος·
πάθος φύσεως, καὶ φόβος δαίμονος.
Προσελθεῖν οὐ δύναμαι, οὐδὲ κατασχεῖν.
Ὠθεῖ με τὸ πάθος, καὶ διακρούεταί με ὁ φόβος.
Ἐλέησόν με.
εʹ. Ἐννόησον γυναικὸς φιλοσοφίαν.
Οὐκ ἀπῆλθε πρὸς μάγους, οὐκ ἐκάλεσε μάντεις, οὐ περίαπτα ἐποίησεν, οὐ μαγγανευτρίας γυναῖκας ἐμισθώσατο, ταύτας τὰς γοητευούσας δαίμονας καὶ αὐξούσας τὸ ἕλκος·
ἀλλ’ ἀφῆκε τοῦ διαβόλου τὸ ἐργαστήριον, καὶ ἔρχεται ἐπὶ τὸν Σωτῆρα τῶν ψυχῶν τῶν ἡμετέρων.
Ἐλέησόν με· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται.
Ἴστε τὸ πάθος, ὅσοι πατέρες ἐγένεσθε·
βοηθήσατέ μου τῷ λόγῳ, ὅσαι μητέρες ἐγένεσθε.
Οὐ δύναμαι ἑρμηνεῦσαι τὸν χειμῶνα, ὃν ὑπέμεινε τὸ γύναιον.
Ἐλέησόν με·
ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται.
Εἶδες τὴν φιλοσοφίαν τῆς γυναικός;
εἶδες τὴν καρτερίαν;
τὴν ἀνδρείαν;
τὴν ὑπομονήν;
Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίνατο αὐτῇ λόγον.
Καινὰ πράγματα.
Παρακαλεῖ, δέεται, κλαίει τὴν συμφορὰν, αὔξει τὴν τραγῳδίαν, διηγεῖται τὸ πάθος·
καὶ ὁ φιλάνθρωπος οὐκ ἀποκρίνεται·
ὁ Λόγος σιωπᾷ, ἡ πηγὴ κλείεται, ὁ ἰατρὸς τὰ φάρμακα συστέλλει.
Τί τὸ καινόν;
τί τὸ παράδοξον;
Ἄλλοις ἐπιτρέχεις, καὶ ταύτην ἐπιτρέχουσαν ἐλαύνεις;
Ἀλλ’ ἐννόησον τοῦ ἰατροῦ τὴν φιλοσοφίαν.
Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίνατο αὐτῇ λόγον.
Τίνος ἕνεκα;
Ὅτι οὐ τὰ ῥήματα ἐξήταζεν, ἀλλὰ τὰ ἀπόῤῥητα τῆς διανοίας κατεμάνθανεν.
Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίνατο αὐτῇ λόγον.
Τί δὲ οἱ μαθηταί;
Ἐπειδὴ οὐκ ἔτυχεν ἡ γυνὴ ἀποκρίσεως, προσελθόντες αὐτῷ λέγουσιν·
Ἀπόλυσον αὐτὴν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν.
Ἀλλὰ σὺ τῆς ἔξωθεν ἀκούεις κραυγῆς, ἐγὼ δὲ τῆς ἔνδοθεν·
μεγάλη ἡ φωνὴ τοῦ στόματος, ἀλλὰ μείζων ἡ τῆς διανοίας.
Ἀπόλυσον αὐτὴν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν·
ἄλλος δὲ λέγει εὐαγγελιστὴς, Ἔμπροσθεν ἡμῶν.
Ἐναντία τὰ εἰρημένα, ἀλλ’ οὐ ψευδῆ·
ἀμφότερα γὰρ ἐποίει.
Πρότερον γὰρ ὄπισθεν ἔκραζεν·
ὅτε δὲ οὐκ ἀπεκρίθη, ἦλθεν ἔμπροσθεν, καθάπερ κύων λείχων τοὺς πόδας τοῦ κυρίου αὐτοῦ.
Ἀπόλυσον αὐτήν·
θέατρον περιέστησε, δῆμον συνήγαγε·
τὴν ὀδύνην ἐθεώρουν τὴν ἀνθρωπίνην ἐκεῖνοι, ὁ δὲ ∆εσπότης τὴν φιλανθρωπίαν, καὶ τὴν σωτηρίαν τῆς γυναικός.
Ἀπόλυσον αὐτὴν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν.
Τί οὖν ὁ Χριστός;
Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ.
Ὅτε ἀπεκρίνατο, χεῖρον αὐτῆς ἐποίησε τὸ ἕλκος·
ἰατρὸς γὰρ ἦν τέμνων, οὐχ ἵνα διέλῃ, ἀλλ’ ἵνα συνάψῃ.
στʹ. Ἐνταῦθα προσέχετέ μοι μετὰ ἀκριβείας, καὶ συντείνατέ μοι τὴν διάνοιαν.
Ζήτημα γὰρ βαθὺ ἀνερευνῆσαι βούλομαι.
Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ.
Τοῦτο ὅλον;
∆ιὰ τοῦτο ἄνθρωπος ἐγένου, σάρκα ἀνέλαβες, οἰκονομίας τοσαύτας εἰργάσω, ἵνα μίαν γωνίαν σώσῃς, καὶ ταύτην ἀπολλυμένην;
ἡ δὲ οἰκουμένη πᾶσα ἔρημος, Σκύθαι, Θρᾷκες, Ἰνδοὶ, Μαῦροι, Κίλικες, Καππάδοκες, Σύροι, Φοίνικες, ὅσην ὁ ἥλιος ἐφορᾷ γῆν;
∆ιὰ Ἰουδαίους μόνους ἦλθες, τὰ δὲ ἔθνη ἐν ἐρημίᾳ ὑπερορᾷς;
καὶ περιορᾷς κνίσσαν;
περιορᾷς καπνόν;
περιορᾷς τὸν Πατέρα σου ὑβριζόμενον;
εἴδωλα προσκυνούμενα;
δαίμονας θεραπευομένους;
Καίτοι οἱ προφῆται οὐ ταῦτα λέγουσιν, ἀλλ’ ὁ πρόγονός σου ὁ κατὰ σάρκα τί φησιν;
Αἴτησαι παρ’ ἐμοῦ, καὶ δώσω σοι ἔθνη τὴν κληρονομίαν σου, καὶ τὴν κατάσχεσίν σου τὰ πέρατα τῆς γῆς.
Ἡσαΐας δὲ ὁ τῶν Σεραφὶμ θεωρός·
Καὶ ἔσται ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαὶ, καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν·
ἐπ’ αὐτὸν ἔθνη ἐλπιοῦσι.
Καὶ Ἰακώβ·
Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα, οὐδὲ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως οὗ ἔλθῃ ᾧ ἀπόκειται, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν.
Καὶ Μαλαχίας·
∆ιότι ἐν ὑμῖν συγκλεισθήσονται πύλαι χαλκαῖ, καὶ οὐκ ἀλλάξονται τὸ προκείμενον, ὅτι ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ μέχρι δυσμῶν ἡλίου τὸ ὄνομά σου δοξάζεται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐν παντὶ τόπῳ θυμίαμα προσφέρεται τῷ Κυρίῳ, καὶ θυσία καθαρά.
Καὶ ὁ ∆αυῒδ πάλιν·
Πάντα τὰ ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας, ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως·
ὅτι Κύριος ὕψιστος, φοβερὸς, βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν.
Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος.
Καὶ ἄλλος· Εὐφράνθητε, ἔθνη, μετὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
Καὶ σὺ αὐτὸς ἐλθὼν οὐ μάγους εὐθέως ἐκάλεσας, τὴν ἀκρόπολιν τῶν ἐθνῶν;
τὴν τυραννίδα τοῦ διαβόλου;
τὴν δύναμιν τῶν δαιμόνων;
οὐ καταβὰς προφήτας αὐτοὺς ἐποίησας;
Σὺ μάγους καλεῖς·
οἱ προφῆται περὶ ἐθνῶν λέγουσιν.
Ἀναστὰς ἀπὸ τοῦ ᾅδου λέγεις τοῖς μαθηταῖς·
Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος·
καὶ ὅτε ἦλθεν ἡ ἀθλία, ἡ ταλαίπωρος, ὑπὲρ θυγατρὸς παρακαλοῦσα, συμφορὰν δεομένη λῦσαι, τότε λέγεις·
Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ;
Καὶ ὅτε μὲν ἑκατόνταρχος προσῆλθε, λέγεις· Ἐγὼ ἐλθὼν ἰάσομαι αὐτόν·
ὅτε ὁ λῃστὴς, Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ·
ὅτε ὁ παραλυτικὸς, Ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην, καὶ ὕπαγε·
ὅτε ὁ Λάζαρος, Λάζαρε, δεῦρο ἔξω, καὶ ἐξῆλθε τετραήμερος.
Λεπροὺς καθαίρεις, νεκροὺς ἐγείρεις, παραλυτικὸν σφίγγεις, τυφλοὺς θεραπεύεις, λῃστὰς σώζεις, πόρνην παρθένου σωφρονεστέραν ποιεῖς, καὶ ταύτῃ οὐδὲν ἀποκρίνῃ;
Τί τὸ καινόν;
τί τὸ ξένον;
τί τὸ παράδοξον;
ζʹ. Προσέχετε ἀκριβῶς, ἵνα μάθητε γυναικὸς ἀνδρείαν καὶ ∆εσπότου σοφίαν καὶ κηδεμονίαν, ἵνα μάθητε μέλλησιν κέρδος ἔχουσαν, ἵνα μάθητε παραίτησιν πλοῦτον παρεχομένην·
ἵνα κἂν εὔξῃ καὶ σὺ, καὶ μὴ λάβῃς, μηδέποτε ἀποστῇς.
Πρόσεχε καὶ σύντεινον σεαυτόν.
Ὅτε τῆς Αἰγυπτιακῆς ἀπηλλάγησαν Ἰουδαῖοι τυραννίδος, καὶ τοῦ Φαραὼ τὰς χεῖρας ἀποφυγόντες ἐπὶ τὴν ἔρημον ᾔεσαν, καὶ ἔμελλον εἰσιέναι τὴν Χαναναίων γῆν, τῶν εἰδωλομανῶν καὶ ἀσεβῶν ἀνθρώπων, προσκυνούντων λίθους, θεραπευόντων ξύλα, πολλὴν ἀσέβειαν ἐπιδεικνυμένων, δέδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς τὸν νόμον τοῦτον, λέγων·
Μὴ λάβῃς παρὰ τῶν υἱῶν εἰς γαμβροὺς, μηδὲ δῷς τὴν θυγατέρα σου νύμφην αὐτοῖς.
Μὴ μεταδῷς αὐτοῖς χρυσίον, μήτε τραπέζης κοινωνίαν, μηδὲ συνουσίαν, μηδὲ ἄλλου μηδενὸς τῶν τοιούτων, ὅτι παράνομα τὰ ἔθνη, εἰς ἃ εἰσάγω σε κληρονομῆσαι αὐτῶν.
Τοῦτο οὖν αὐτοῖς ὁ νόμος μονονουχὶ ἐνετέλλετο·
Μὴ ἀγοράσῃς, μὴ πωλήσῃς, μὴ γάμον ἐπιτελέσῃς, μηδὲ συμβόλαια, ἀλλ’ ἔσο, εἰ καὶ τῷ τόπῳ ἐγγὺς, ἀλλὰ τῷ τρόπῳ κεχωρισμένος.
Μηδέν σοι κοινὸν πρὸς αὐτοὺς, μὴ συναλλάγματα, μὴ πράσεις, μὴ ἀγορασίαι, μὴ ἐπιγαμίαι, μὴ ἐπιγαμβρίαι, ἵνα μὴ τῆς συγγενείας ἡ ἀνάγκη εἰς ἀσέβειάν σε ἐξολισθῆσαι παρασκευάσῃ, ἵνα μὴ τὸ δοῦναι καὶ τὸ λαβεῖν ποιῇ σε φίλον αὐτῶν·
ἀλλ’ ἐχθρὸς ἀεὶ ἔσο αὐτοῖς.
Μηδὲν σοὶ καὶ Χαναναίοις·
μὴ χρυσὸν αὐτῶν λάβῃς, μηδὲ ἀργύριον, μὴ ἱματισμὸν, μὴ θυγατέρα, μὴ υἱὸν, μὴ ἄλλο τι τῶν τοιούτων μηδέν·
ἀλλ’ αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ἔσο.
Γλῶτταν ἔχεις χωρίζουσάν σε, καὶ νόμον σοι ἔδωκα·
διὰ τοῦτο καὶ ὁ νόμος φραγμὸς λέγεται.
Ὥσπερ γὰρ ἀμπελῶνι φραγμὸς περίκειται, οὕτω καὶ τοῖς Ἰουδαίοις ὁ νόμος, ἵνα μὴ ὑπερβάντες ἀναμιγῶσι τοῖς Χαναναίοις.
Ἦσαν γὰρ παρ’ αὐτοῖς παράνομοι ἐπιμιξίαι, διεφθαρμένοι τῆς φύσεως οἱ νόμοι, εἴδωλα προσκυνούμενα, ξύλα θεραπευόμενα, Θεὸς ὑβριζόμενος, τέκνα σφαττόμενα, πατέρες ἐμπτυόμενοι, μητέρες ἀτιμαζόμεναι, πάντα ἠλλοίωτο, πάντα ἀνατέτραπτο, δαιμόνων ζωὴν ἔζων. ∆ιὰ τοῦτο οὐδέποτε συναλλάγματα ἐποίουν, οὐ συμβόλαια, οὐ πράσεις μετ’ ἐκείνων·
ἀλλ’ ὁ νόμος ἐπὶ τοῖς μεγίστοις κείμενος, εἶργε μετ’ ἀλλήλων τοὺς γάμους, τὰ συμβόλαια, τὰς ἐπιγαμβρίας·
οὐδὲν κοινὸν πρὸς ἐκείνους εἶχον.
Ἀπειρημένον οὖν ἦν τῷ νόμῳ τὸ συναλλάξαι Χαναναίοις, τὸ χρυσίον μεταδοῦναι, ἢ ἕτερόν τι, ἵνα μὴ τῆς φιλίας ἡ ὑπόθεσις ἀσεβείας ἀφορμὴ γένηται·
ὁ νόμος περιέκειτο ἀντὶ φραγμοῦ·
Ἀμπελῶνα, φησὶν, ἐφύτευσα, καὶ φραγμὸν περιέθηκα, τουτέστι νόμον, οὐχὶ ἀπὸ ἀκανθῶν, ἀλλ’ ἀπὸ ἐντολῶν, τειχίζοντα καὶ ἀπείργοντα αὐτούς.
Ἀπειρημένοι οὖν οἱ Χαναναῖοι, βδελυροὶ, ἀσεβεῖς, ἐναγεῖς, μιαροὶ, ἀκάθαρτοι·
διὸ καὶ οὐδὲ ἀκοῦσαι αὐτῶν ἠνείχοντο οἱ Ἰουδαῖοι τὸν νόμον πληροῦντες αὐτὸν λοιπόν.
Ἐπεὶ οὖν αὕτη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῶν Χαναναίων ἦν·
Ἰδοὺ γὰρ γυνὴ, φησὶν, ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα·
ἐπεὶ οὖν αὕτη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῶν Χαναναίων ἦν, προσῆλθε δὲ τῷ Χριστῷ, διὰ τοῦτο ἔλεγε,
Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας, εἰ παρέβην τὸν νόμον;
Ἐπειδὴ γὰρ ἄνθρωπος ἦν, καὶ τὰ ἀνθρώπινα ἐπεδείκνυτο.
ηʹ. Λοιπὸν προσέχετε μετὰ ἀκριβείας τῷ λόγῳ.
Ἐπειδὴ ἡ γυνὴ Χαναναία ἦν, καὶ τῶν ὁρίων ἐκείνων, ἔνθα καὶ λύσσαι, καὶ μανία, καὶ ἀσέβεια, ἔνθα διαβόλου τυραννὶς, καὶ δαιμόνων βακχεῖαι, καὶ φύσις πατουμένη, καὶ εἰς ἀλόγων ἀλογίας κατηνέχθησαν, εἰς δαιμόνων μανίας, ἐπέταττε δὲ καὶ ὁ νόμος, Μηδὲν σοὶ καὶ Χαναναίοις, μὴ δῷς, μὴ λάβῃς παρ’ ἐκείνων, μὴ γυναῖκα λάβῃς, μὴ υἱὸν λάβῃς, μὴ συμβόλαια ποιήσῃς, μὴ συναλλάγματα·
διὰ τοῦτο δὲ φραγμὸν περιέθηκα·
ἐλθὼν δὲ ὁ Χριστὸς, καὶ τὰ τῶν ἀνθρώπων ἀναλαβὼν ὅπλα, αὔθωρον περιετμήθη, θυσίας προσήνεγκε, προσφορὰς, τὰ ἄλλα πάντα, ἔμελλε δὲ λύειν τὸν νόμον·
ἵνα μὴ λέγωσιν, ὅτι ἀτονήσας πληρῶσαι αὐτὸν, διὰ τοῦτο ἔλυσε, πρότερον αὐτὸν πληροῖ, καὶ τότε λύει, ἵνα μὴ νομίσῃς ὅτι ἀτονεῖ, ἀλλὰ πληροῖ πάντα κατὰ τὸ ἔθος.
∆ιὰ τοῦτο βοᾷ καὶ λέγει, Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;
Ἐπεὶ οὖν καὶ τοῦτο νόμιμον ἦν, τὸ μηδὲν κοινὸν ἔχειν μετὰ Χαναναίων, ἵνα μὴ ἄρξωνται ἐγκαλεῖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ λέγειν, ∆ιὰ τοῦτο οὐκ ἐπιστεύσαμέν σοι·
παράνομος γὰρ ἦς, ἔλυσας τὸν νόμον·
ἀπῆλθες εἰς τὴν Χαναναίων χώραν, Χαναναίοις ἀνεμίγης, τοῦ νόμου λέγοντος·
Μὴ ἀναμιγῇς·
διὰ τοῦτο αὐτῇ οὐδὲν λαλεῖ τέως.
Πρόσεχε πῶς πληροῖ τὸν νόμον, καὶ οὐ προδίδωσι τὴν σωτηρίαν·
καὶ Ἰουδαίους ἐπιστομίζει, καὶ ταύτην ἀνακτᾶται.
Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίνατο, φησὶν, αὐτῇ λόγον.
Μή μοι προφάσεις εἴπῃς.
Ἴδε, οὐ λαλῶ·
ἴδε, οὐ διαλέγομαι·
ἴδε συμφορὰ, καὶ τὸ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐπιδείκνυμι·
ἴδε ναυάγιον, καὶ ὁ κυβερνήτης οὐκ ἀναλύω τὸν χειμῶνα διὰ τὴν ὑμετέραν ἀγνωμοσύνην, ἵνα μὴ ἔχητε πρόφασιν.
Ἴδε, γυνὴ θέατρόν μοι περιέστηκε, καὶ οὔπω λαμβάνει ἀπόκρισιν, ἵνα μὴ λέγητε, ὅτι Ἐπέδωκας σεαυτὸν Χαναναίοις, καὶ παρέβης τὸν νόμον, καὶ ταύτην πρόφασιν ἔχομεν τοῦ μὴ πιστεῦσαί σοι.
Σκόπει πῶς διὰ τοῦτο οὐκ ἀπεκρίνατο τῇ γυναικὶ, ἵνα ἀποκριθῇ Ἰουδαίοις·
ἡ πρὸς τὴν γυναῖκα σιγὴ, φωνὴ ἀγνωμοσύνης τοῖς Ἰουδαίοις ἐγίνετο.
θʹ. Ταῦτα δὲ ἐποίει οὐ πρὸς τὴν οἰκείαν ἀξίαν, ἀλλὰ πρὸς τὴν ἐκείνων συγκαταβαίνων ἀσθένειαν.
Καὶ γὰρ ὅτε τὸν λεπρὸν ἐκαθάρισε, λέγει·
Ἄπελθε, προσένεγκε τὸ δῶρον, ὃ προσέταξε Μωϋσῆς.
Σὺ ἐκάθαρας, καὶ πέμπεις αὐτὸν εἰς τὸν νόμον Μωϋσέως;
Ναί.
∆ιὰ τί;
∆ιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἵνα μὴ ἄρξωνται ἐγκαλεῖν, ὅτι παρέβην τὸν νόμον.
∆ιὰ τοῦτο καὶ ὅτε ἐθεράπευσε τὸν λεπρὸν, ξένως ἐθεράπευσεν αὐτόν·
καὶ ἄκουε πῶς·
Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς προσελθὼν παρεκάλει αὐτὸν λέγων, Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι·
καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ, ἥψατο αὐτοῦ λέγων· Θέλω, καθαρίσθητι.
Ἐν τῷ νόμῳ οὐκ ἐχρῆν ἅπτεσθαι λεπροῦ.
Ὅτε οὖν ἦλθε Νεαιμὰν ὁ στρατηλάτης πρὸς Ἐλισσαῖον τὸν προφήτην λέπρᾳ κατεχόμενος, λέγει αὐτῷ ὁ μαθητὴς, Ἰδοὺ λεπρὸς στρατηλάτης ἔξω.
Ὁ δὲ πέμπει τὸν μαθητὴν ἐξελθεῖν καὶ εἰπεῖν αὐτῷ, Ἄπελθε, λοῦσαι εἰς τὸν Ἰορδάνην.
Καὶ οὐκ ἐτόλμησεν ἐξελθεῖν αὐτὸς καὶ ἰδεῖν τὸν λεπρὸν, καὶ ἅψασθαι αὐτοῦ.
Ἐπεὶ οὖν ἐκαθάρισεν ὁ Ἐλισσαῖος λεπρὸν, ἵνα μὴ λέγωσιν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι ὁμοίως Ἐλισσαίῳ ἐκάθαρε, διὰ τοῦτο ἐκεῖνος μὲν οὐ τολμᾷ ἅψασθαι, οὗτος δὲ ἅπτεται, καὶ λέγει, Θέλω, καθαρίσθητι·
καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ, ἥψατο τοῦ λεπροῦ.
∆ιὰ τί ἥψατο;
Ἵνα σε διδάξῃ ὅτι οὐκ ἔστι δοῦλος ὑποκείμενος νόμῳ, ἀλλὰ ∆εσπότης ἐπικείμενος τῷ νόμῳ.
Πῶς οὖν ἐτήρησε τὸν νόμον;
Τῷ εἰπεῖν, Θέλω, καθαρίσθητι, καὶ μὴ εὐθέως αὐτοῦ ἅψασθαι.
Προέλαβεν ὁ λόγος, ἐδραπέτευσε τὸ νόσημα, εἶτα ἥψατο τοῦ ἀκαθάρτου, καὶ εἶπε, Θέλω, καθαρίσθητι.
Πῶς;
Εὐθέως ἐκαθαρίσθη.
Οὐχ εὑρίσκει ὁ εὐαγγελιστὴς εἰπεῖν καὶ γὰρ τὸ εὐθέως βραδύ ἐστι, οὐχ εὑρίσκει λόγον ἰσόῤῥοπον τῷ τάχει τῆς ἐνεργείας.
Εὐθέως· πῶς;
Ἅμα ἐξέβη ὁ λόγος, καὶ ἐδραπέτευσε τὸ νόσημα, ἐφυγαδεύθη ἡ λέπρα, λοιπὸν καθαρὸς ὁ λεπρός.
∆ιὰ τοῦτο λέγει·
Ὕπαγε, σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ, καὶ προσένεγκε τὸ δῶρον, ὃ προσέταξε Μωϋσῆς, εἰς μαρτύριον αὐτοῖς.
Τίσι;
Τοῖς Ἰουδαίοις, ἵνα μὴ λέγωσιν ὅτι παραβαίνω τὸν νόμον.
Ἐγὼ ἐθεράπευσα, καὶ λέγω, Προσένεγκε τὸ δῶρον τοῦ νόμου, ἵνα ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὁ λεπρὸς αὐτῶν κατηγορήσῃ λέγων, Ἐμοὶ προσέταξε δῶρον κατὰ νόμον προσενεγκεῖν.
Καὶ ὥσπερ πολλὰ ἕνεκεν Ἰουδαίων ἐποίει ὁ Χριστὸς, ἀναπολογήτους αὐτοὺς εἰς πάντα ποιῶν, οὕτω καὶ ἐνταῦθα.
Ἐλέησόν με, ὅτι ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται.
Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίνετο αὐτῇ λόγον.
Προσελθόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, λέγουσιν, Ἀπόλυσον αὐτὴν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν.
Τί οὖν αὐτός;
Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ·
ἵνα μὴ λέγωσιν Ἰουδαῖοι, ὅτι Ἀφῆκας ἡμᾶς, καὶ ἀπῆλθες ἔξω, καὶ διὰ τοῦτό σοι οὐκ ἐπιστεύσαμεν.
Ἰδοὺ, φησὶ, καὶ ἀπὸ ἐθνῶν ἔρχονται, καὶ οὐ δέχομαι αὐτούς·
ὑμᾶς δὲ καὶ φεύγοντας καλῶ, ∆εῦτε πρός με, πάντες οἱ κοπιῶντες, καὶ οὐκ ἔρχεσθε·
ταύτην ἀποῤῥίπτω, καὶ παραμένει.
Λαὸς, ὃν οὐκ ἔγνων, ἐδούλευσέ μοι, φησίν·
εἰς ἀκοὴν ὠτίου ὑπήκουσέ μου·
καὶ ἀλλαχοῦ·
Ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσι, καὶ εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσιν.
–Ἀπόλυσον αὐτὴν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν.
Ἴδωμεν οὖν τί φησιν ὁ Χριστός.
Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ.
Οὐκ ἦν τὰ ῥήματα ἀποτρεπτικά;
Μονονουχὶ γὰρ λέγει, Ἀπόστηθι, ὅτι οὐδὲν κοινὸν ἔχεις πρὸς ἐμέ·
οὐκ ἦλθον διὰ σὲ, ἀλλ’ ἦλθον διὰ Ἰουδαίους.
Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ.
Ἡ δὲ ἀκούσασα εἶπε·
Ναὶ, Κύριε, βοήθει μοι, καὶ προσεκύνει, λέγουσα·
ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίνατο αὐτῇ.
Ἀλλὰ ὅρα ἀπόκρισιν·
Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων, καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις.
Ὢ κηδεμονία ἰατροῦ·
ἐν ἀπαγορεύσει ἐπισπᾶται αὐτήν.
Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων·
τίνων;
Τῶν Ἰουδαίων·
καὶ δοῦναι τοῖς κυναρίοις, τουτέστιν, ὑμῖν.
ιʹ. Ὄντως εἰς αἰσχύνην Ἰουδαίων ταῦτα εἴρηκεν ὁ Κύριος·
τέκνα γὰρ καλούμενοι, κύνες ἐγένοντο.
∆ιὰ τοῦτο καὶ Παῦλος λέγει·
Βλέπετε τοὺς κύνας, βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας, βλέπετε τὴν κατατομήν·
ἡμεῖς γάρ ἐσμεν ἡ περιτομή.
Οἱ ἐθνικοὶ κύνες ἐκλήθησαν, καὶ ἐγένοντο τέκνα.
Τέκνα μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν.
Τὸ ἐγκώμιον τοῦτο, Ἰουδαίου κατηγορία ἐστίν.
Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων, καὶ δοῦναι τοῖς κυναρίοις.
Τί οὖν ἡ γυνή; Ναὶ, Κύριε.
Ὢ βία γυναικὸς, ὢ φιλονεικία ψυχῆς.
Ὁ ἰατρὸς λέγει, Οὐχὶ, καὶ αὐτὴ λέγει, Ναί·
ὁ ∆εσπότης λέγει, Οὔκ·
αὐτὴ λέγει, Ναί·
οὐ κατηγοροῦσα οὐδὲ ἀναισχυντοῦσα, ἀλλὰ σωτηρίαν ἐκδεχομένη.
Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων, καὶ δοῦναι τοῖς κυναρίοις.
Ναὶ, Κύριε.
Κύνα με καλεῖς, ἐγὼ δέ σε Κύριον καλῶ·
σύ με ὑβρίζεις, ἐγὼ δέ σε ὑμνῶ.
Ναὶ, Κύριε·
καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίουσιν ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἐκ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν.
Ὢ σοφία γυναικός· ἀπὸ τοῦ ὑποδείγματος εὗρε λόγον πρέποντα.
Κύνα με καλεῖς, ὡς κύων τρέφομαι.
Οὐ παραιτοῦμαι τὸ ὄνειδος·
οὐ φεύγω τὴν κλῆσιν·
λάβω οὖν τὴν τροφὴν τοῦ κυνός·
καὶ λέγει πρᾶγμα ἐν συνηθείᾳ συμβαῖνον.
Σὺ τὰ σὰ στῆσον·
κύνα με ἐκάλεσας, δός μοι ψιχίον·
συνήγορος ἐγένου μοι τῇ αἰτήσει·
ἐν τῇ παραιτήσει τὴν συγκατάθεσιν ἐπίδειξον.
Ναὶ, Κύριε·
καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίουσιν ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν.
Τί οὖν ὁ παραιτούμενος, ὁ διώκων, ὁ ἐλαύνων, ὁ λέγων,
Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων, καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις;
ὁ λέγων, Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ;
– Ω γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις.
Ἐπαινέτης ἀθρόον ἐγένου;
ἀνακηρύττεις τὴν γυναῖκα;
οὐκ ἤλαυνες, οὐκ ἐδίωκες;
Θάρσει·
διὰ τοῦτο ἀνεβαλόμην.
Εἰ γὰρ ἐξαρχῆς αὐτὴν ἀπέλυσα, οὐκ ἂν ἔμαθες αὐτῆς τὴν πίστιν.
Εἰ ἐκ προοιμίων ἔλαβεν, ἀνεχώρει ἂν ταχὺ, καὶ τὸν θησαυρὸν αὐτῆς οὐκ ἂν ἠπίστατό τις.
∆ιὰ τοῦτο ἀνεβαλόμην τὴν δόσιν, ἵνα ἅπασι δείξω τὴν πίστιν.
Ὦ γύναι.
Θεὸς λέγει, Ὦ γύναι.
Ἀκουέτωσαν οἱ εὐχόμενοι μετὰ βαναυσίας.
Ὅταν εἴπω τινὶ, Παρακάλεσον τὸν Θεὸν, δεήθητι αὐτοῦ, ἱκέτευσον αὐτὸν, λέγει·
Παρεκάλεσα ἅπαξ, δεύτερον, τρίτον, δέκατον, εἰκοστόν·
καὶ οὐκέτι οὐκ ἔλαβον.
Μὴ ἀποστῇς, ἀδελφὲ, ἕως ἂν λάβῃς·
τέλος αἰτήσεως, ἡ δόσις τοῦ αἰτουμένου.
Τότε ἀπόστηθι, ὅταν λάβῃς, μᾶλλον δὲ μηδὲ τότε, ἀλλὰ καὶ τότε παράμενε.
Κἂν μὴ λάβῃς, αἴτει ἵνα λάβῃς·
ὅταν δὲ λάβῃς, εὐχαρίστησον, ὅτι ἔλαβες.
Εἰσέρχονται πολλοὶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀπαρτίζουσι μυρίους στίχους εὐχῆς, καὶ ἐξέρχονται, καὶ οὐκ οἴδασι τί εἶπον·
τὰ χείλη κινεῖται, ἡ δὲ ἀκοὴ οὐκ ἀκούει.
Σὺ οὐκ ἀκούεις τῆς εὐχῆς σου, καὶ τὸν Θεὸν θέλεις εἰσακοῦσαι τῆς εὐχῆς σου;
Ἔκλινα, λέγεις, τὰ γόνατα·
ἀλλ’ ἡ διάνοιά σου ἔξω ἐπέτετο·
τὸ σῶμά σου ἔνδον τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἡ γνώμη σου ἔξω·
τὸ στόμα ἔλεγε τὴν εὐχὴν, καὶ ἡ διάνοια ἠρίθμει τόκους, συμβόλαια, συναλλάγματα, χωρία, κτήματα, φίλων συνουσίας.
Ὁ γὰρ διάβολος πονηρὸς ὢν, καὶ εἰδὼς ὅτι ἐν καιρῷ εὐχῆς μεγάλα ἀνύομεν, τότε ἐπέρχεται.
Πολλάκις κείμεθα ὕπτιοι ἐν κλίνῃ, καὶ οὐδὲν λογιζόμεθα·
ἤλθομεν εὔξασθαι, καὶ μυρίοι λογισμοὶ, ἵνα ἐκβάλῃ ἡμᾶς κενούς.
ιαʹ. Ταῦτα τοίνυν εἰδὼς ἐν ταῖς εὐχαῖς, ἀγαπητὲ, γίνεσθαι, τὴν Χαναναίαν μίμησαι, ὁ ἀνὴρ τὴν γυναῖκα, τὴν ἀλλόφυλον, τὴν ἀσθενῆ, τὴν ἀπεῤῥιμμένην καὶ εὐκαταφρόνητον.
Ἀλλ’ οὐκ ἔχεις θυγατέρα δαιμονιζομένην;
Ἀλλ’ ἔχεις ψυχὴν ἁμαρτάνουσαν.
Τί εἶπεν ἡ Χαναναία;
Ἐλέησόν με·
ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται·
εἰπὲ καὶ σὺ, Ἐλέησόν με·
ἡ ψυχή μου κακῶς δαιμονίζεται.
Μέγας γὰρ δαίμων ἡ ἁμαρτία.
Ὁ δαιμονῶν ἐλεεῖται, ὁ ἁμαρτάνων μισεῖται·
ἐκεῖνος συγγνώμην ἔχει, οὗτος ἀπολογίας ἐστέρηται.
Ἐλέησόν με·
βραχὺ τὸ ῥῆμα, καὶ πέλαγος εὗρε φιλανθρωπίας·
ὅπου γὰρ ἕλεος, πάντα τὰ ἀγαθά.
Κἂν ἔξω ᾖς, κράζε καὶ λέγε, Ἐλέησόν με, μὴ κινῶν τὰ χείλη, ἀλλὰ τῇ διανοίᾳ βοῶν·
καὶ σιωπώντων γὰρ ἀκούει ὁ Θεός.
Οὐ ζητεῖται τόπος, ἀλλ’ ἀρχὴ τρόπου.
Ὁ Ἱερεμίας ἐν βορβόρῳ ἦν, καὶ τὸν Θεὸν ἐπεσπάσατο·
ὁ ∆ανιὴλ ἐν λάκκῳ λεόντων, καὶ τὸν Θεὸν ἐξευμενίσατο·
οἱ παῖδες οἱ τρεῖς ἐν τῇ καμίνῳ ἦσαν, καὶ Θεὸν ὑμνοῦντες ἐδυσώπησαν·
ὁ λῃστὴς ἐσταυρώθη, καὶ οὐκ ἐκώλυσεν ὁ σταυρὸς, ἀλλὰ παράδεισον ἤνοιξεν·
ὁ Ἰὼβ ἐν κοπρίᾳ ἦν, καὶ τὸν Θεὸν ἵλεων κατεσκεύασεν·
ὁ Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους, καὶ τὸν Θεὸν ὑπήκοον ἔσχε.
Κἂν ἐν βαλανείῳ ᾖς, εὔχου, κἂν ἐν ὁδῷ, κἂν ἐπὶ κλίνης·
ὅπου ἐὰν ᾖς, εὔχου. Ναὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, μὴ ζήτει τόπον·
γνώμης χρεία μόνον.
Κἂν δικαστῇ παραστῇς, εὔχου·
ὅταν ὀργίζηται ὁ δικαστὴς, εὔχου.
Θάλαττα ἦν ἔμπροσθεν, ὄπισθεν Αἰγύπτιοι, μέσος ὁ Μωϋσῆς·
πολλὴ ἐν τῇ εὐχῇ στενοχωρία, ἀλλὰ μέγα τὸ πλάτος τῆς εὐχῆς ἦν.
Ὄπισθεν οἱ Αἰγύπτιοι ἐδίωκον, ἔμπροσθεν ἡ θάλασσα, μέση ἡ εὐχή·
καὶ οὐδὲν ἐλάλει ὁ Μωϋσῆς·
καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Θεός·
Τί βοᾷς πρός με;
Τὸ μὲν στόμα οὐ λαλεῖ, ἡ δὲ διάνοια βοᾷ.
Καὶ σὺ τοίνυν, ἀγαπητὲ, ὅταν παραστῇς δικαστῇ μαινομένῳ, τυραννοῦντι, τὰ μέγιστα ἀπειλοῦντι, καὶ ἄλλοις δημίοις τὰ αὐτὰ ποιοῦσιν, εὖξαι σὺ τῷ Θεῷ, καὶ εὐχομένου σοῦ τὰ κύματα καταστέλλεται.
Ὁ δικαστὴς ἐπὶ σέ;
Σὺ ἐπὶ τὸν Θεὸν κατάφευγε.
Ὁ ἄρχων πλησίον σου;
Σὺ τὸν ∆εσπότην κάλεσον.
Μὴ γὰρ ἄνθρωπός ἐστιν, ἵνα ἀπέλθῃς εἰς τόπον;
Θεὸς ἀεὶ ἐγγύς ἐστιν.
Ἐὰν θέλῃς παρακαλέσαι ἄνθρωπον, ἐρωτᾷς τί ποιεῖ, καθεύδει, ἀσχολεῖται·
διακονῶν οὐκ ἀποκρίνεταί σοι.
Ἐπὶ δὲ τοῦ Θεοῦ οὐδὲν τούτων·
ὅπου ἐὰν ἀπέλθῃς καὶ καλέσῃς, ἀκούει·
οὐκ ἀσχολία, οὐ μεσίτης, οὐ διάκονος διατειχίζει.
Εἰπὲ, Ἐλέησόν με, καὶ παρευθὺς Θεὸς παραγίνεται·
Ἔτι γὰρ, φησὶ, λαλοῦντός σου, ἐρῶ, Ἰδοὺ ἐγὼ πάρειμι.
Ὢ ῥῆμα ἡμερότητος γέμον.
Οὐδὲ ἀναμένει τελέσαι τὴν εὐχήν·
οὔπω τελεῖς τὴν εὐχὴν, καὶ λαμβάνεις τὴν δόσιν.
Ἐλέησόν με.
Ταύτην μιμησώμεθα τὴν Χαναναίαν, παρακαλῶ·
Ἐλέησόν με·
ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται.
Ὁ δὲ Κύριος λέγει πρὸς αὐτήν·
Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις·
γενηθήτω σοι ὡς θέλεις.
Ποῦ ὁ αἱρετικός;
Μὴ εἶπε, Παρακαλέσω μου τὸν Πατέρα;
μὴ εἶπεν, Ἱκετεύσω τὸν γεννήσαντά με;
μὴ εὐχῆς χρεία ἐνταῦθα; Οὐδαμῶς.
∆ιὰ τί;
Ἐπειδὴ μεγάλη ἦν ἡ πίστις, μέγα ἦν τὸ σκεῦος, μεγάλη καὶ ἡ χάρις ἐξεχύθη.
Ὅπου δεῖ εὐχῆς, ἀσθενὲς τὸ σκεῦος.
Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις.
Οὐ νεκρὸν εἶδες ἐγειρόμενον, οὐ λεπρὸν καθαριζόμενον, οὐ προφητῶν ἤκουσας, οὐ νόμον ἐμελέτησας, οὐ θάλατταν εἶδες σχιζομένην, οὐχ ἕτερόν τι σημεῖον ἑώρακας παρ’ ἐμοῦ γενόμενον·
ὑβρίσθης δὲ μᾶλλον παρ’ ἐμοῦ, καὶ ἐξηπορήθης·
ἀπηγόρευσά σου τὸ πάθος, καὶ οὐκ ἀνεχώρησας, ἀλλὰ παρέμεινας·
λοιπὸν ἀπόλαβε καὶ σὺ παρ’ ἐμοῦ ἀξίαν καὶ πρέπουσαν εὐφημίαν·
Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις.
Ἀπέθανεν ἡ γυνὴ, καὶ τὸ ἐγκώμιον αὐτῆς μένει, διαδήματος ὂν λαμπρότερον.
Ὅπου ἐὰν ἀπέλθῃς, ἀκούεις τοῦ Χριστοῦ λέγοντος,
Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις.
Εἴσελθε εἰς Περσῶν τὴν ἐκκλησίαν, καὶ ἀκούσεις τοῦ Χριστοῦ λέγοντος,
Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις·
εἰς τὴν Γότθων, εἰς τὴν βαρβάρων, εἰς τὴν Ἰνδῶν, εἰς τὴν Μαύρων, ὅσην ἥλιος ἐφορᾷ γῆν·
ἕνα λόγον ὁ Χριστὸς ἐφθέγξατο, καὶ οὐ σιωπᾷ ὁ λόγος, ἀλλὰ μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀνακηρύττει τὴν πίστιν αὐτῆς, λέγων, Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις·
γενηθήτω σοι ὡς θέλεις.
Οὐκ εἶπε, Θεραπευθήτω τὸ θυγάτριόν σου·
ἀλλ’, Ὡς θέλεις.
Σὺ αὐτὴν θεράπευσον·
σὺ γενοῦ ἰατρός·
σοὶ ἐγχειρίζω τὸ φάρμακον·
ὕπαγε, ἐπίθες, Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις.
Τὸ θέλημά σου θεραπευσάτω αὐτήν.
Ἡ Χαναναία θελήματι ἐθεράπευσε, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀφ’ ἑαυτοῦ οὐ θεραπεύει;
Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις.
Οὐδὲ ἐκέλευσεν ἡ γυνὴ, οὐδὲ ἐπέταξε τῷ δαιμονίῳ, ἀλλ’ ἠθέλησε μόνον, καὶ τὸ θέλημα τῆς γυναικὸς ἐθεράπευσε, καὶ δαίμονας ἐξέβαλε.
Ποῦ εἰσιν οἱ τολμῶντες λέγειν, ὅτι δι’ εὐχῆς ὁ Υἱὸς ἤνυσε;
Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις.
Βλέπε καὶ τῆς λέξεως τὴν εὐγένειαν·
τὸν Πατέρα τὸν ἑαυτοῦ μιμεῖται.
Ὅτε γὰρ ἐποίει τὸν οὐρανὸν ὁ Θεὸς, εἶπε, Γενηθήτω ὁ οὐρανὸς, καὶ ἐγένετο ὁ οὐρανός·
γενηθήτω ἥλιος, καὶ ἐγένετο ἥλιος·
γενηθήτω γῆ, καὶ ἐγένετο γῆ· ἐπιτάγματι τὴν οὐσίαν ἤγαγεν.
Οὕτω καὶ αὐτὸς, Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις.
Ἡ συγγένεια τῆς λέξεως τὴν κοινωνίαν τῆς φύσεως ἔδειξε.
Καὶ ἱάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς. Πότε;
Ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης·
οὐκ ἐξ ὅτου ἦλθεν ἡ μήτηρ αὐτῆς ἐν τῷ οἴκῳ, ἀλλὰ πρὶν ἐλθεῖν.
Ἦλθεν εὑρεῖν δαιμονιῶσαν, καὶ εὗρεν ὑγιαίνουσαν, τῷ θελήματι αὐτῆς θεραπευθεῖσαν.
Ὑπὲρ δὲ τούτων ἁπάντων εὐχαριστήσωμεν τῷ Θεῷ, ὅτι αὐτῷ πρέπει δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.