γιατρός και καθηγητής Φιλοσοφίας και Βιοηθικής
Ηθική τής εντατικής θεραπείας:
Ορθόδοξες σκέψεις
Η Ορθόδοξη ηθική φιλοδοξεί να είναι ίδια μ’ αυτήν των Αποστόλων και των Πατέρων, ενώ κάποιοι αμφιβάλλουν αν έχει κάτι χρήσιμο να πει για τις σύγχρονες ηθικές προκλήσεις, ειδικά γι’ αυτές πού οροθετούνται από την επέμβαση τής υψηλής τεχνολογίας σε ζητήματα υγείας. Η παραδοσιακή Ορθόδοξη ηθική απαγορεύει αυστηρά την έκτρωση και την ιατρικά υποστηριζόμενη αυτοκτονία αλλά δεν φαίνεται να έχει κάτι να πει για τις ιδιαιτερότητες τής ιατρικής υψηλής τεχνολογίας.
Αν και δεν υπάρχει ηθικά τίποτε το νέο στη σύγχρονη αντιμετώπιση τού θανάτου, το θέμα αυτό έχει προσλάβει νέες περίπλοκες θεωρήσεις, λόγω της νέας τεχνολογίας και των σύνθετων κοινωνικών δομών πού εμπλέκονται σήμερα στα ζητήματα υγείας. Ο κίνδυνος τού θανάτου, το κόστος πού συνεπάγεται η αποφυγή τού θανάτου, η ποιότητα ζωής πού πρέπει να επιτευχθεί μέσα από τις ιατρικές επεμβάσεις και το μήκος ζωής πού πιθανώς θα εξασφαλιστεί, μπορούν τώρα όλα αυτά να σταθμιστούν πιό αξιόπιστα με το να συσχετιστούν όλα τα δεδομένα μεταξύ τους. Η πιθανότητα να σωθεί μιά ζωή μπορεί τώρα να υπολογιστεί ακόμη και μέσα από προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Οι ουσιαστικές πρόοδοι στην ιατρική και στην ιατρική γνώση δημιουργούν την ανάγκη μιάς νέας ηθικής και μιάς αναθεώρησης ιών παραδοσιακών Ορθόδοξων προσεγγίσεων στο θέμα τού θανάτου και τού «θνήσκειν».
Ωστόσο, αυτό πού κάνει περιττή μιά νέα ηθική είναι ακριβώς η Ορθόδοξη προσκόλληση στην αγιότητα, πού πραγματώνεται στη λατρεία. Ο σταθερός χαρακτήρας τού ενδιαφέροντος πού δείχνει η Ορθόδοξη ηθική για την αγιότητα είναι αυτός πού υπερβαίνει τις ιδιαιτερότητες τής σύγχρονης ιατρικής υψηλής τεχνολογίας. Ας μπούμε λοιπόν σε περισσότερες λεπτομέρειες.
Η εντατική παρακολούθηση, υποστήριξη και θεραπεία πού παρέχεται στις μονάδες εντατικής θεραπείας (Μ.ΕΘ.) μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες πού έχουν σοβαρά άρρωστοι να επιβιώσουν και, αφήνοντας το νοσοκομείο, να επιστρέφουν στις οικογένειές τους και να επαναλάβουν τις επαγγελματικές τούς ασχολίες. Η δυσκολία είναι ότι σπάνια κανείς μπορεί να προβλέψει αν μιά συγκεκριμένη παρέμβαση θα είναι με βεβαιότητα επιτυχής. Αν και η ιατρική έχει αναπτύξει τρόπους καλύτερων μετρήσεων, η αβεβαιότητα για την πιθανή επιτυχία μιας θεραπευτικής παρέμβασης παραμένει, ειδικά στην περίπτωση τής εντατικής θεραπείας, υψηλή.
Ωστόσο, μπορούμε εν γένει να πούμε γενικά ότι ασθενείς με συγκεκριμένη αρρώστια και συγκεκριμένο επίπεδο ασθένειας έχουν μόνο πέντε τοις εκατό ευκαιρία επιβίωσης. Για να σωθεί ένας τέτοιος ασθενής και κατά συνέπεια για να εκτιμηθεί το κόστος σωτηρίας τής ζωής αυτού τού ασθενούς, πρέπει κάποιος να προβλέψει το πιθανό κόστος τής επιχείρησης αυτής. Πρέπει επίσης να εκτιμηθεί και ο αριθμός των ετών πού μπορούν να τού εξασφαλιστούν. Αν υπάρχει μία πέντε τοις εκατό ευκαιρία να σωθεί η ζωή τού ασθενούς και το σύνηθες κόστος μιας τέτοιας θεραπείας είναι 500.000 δολάρια, τότε θα έσωζε κανείς ζωές με ένα κόστος 10 εκατομμυρίων δολαρίων ανά σωζόμενη ζωή. Αν ο ασθενής πάσχει από μιά αρρώστια ή βρίσκεται σε μιά ηλικία όπου το προσδόκιμο τής ζωής του ήταν μόνο πέντε χρόνια, τότε η ζωή του θα εξασφαλιζόταν με ένα κόστος 2 εκατομμυρίων δολαρίων ανά έτος σωζόμενης ζωής.
Οι αποφάσεις πού αφορούν την τεχνολογία τής εντατικής θεραπείας είναι πολύ σημαντικές για την πολιτική υγείας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου περίπου το εφτά ως δέκα τοις εκατό των κρεβατιών βρίσκεται σε μονάδες εντατικής θεραπείας, ξοδεύεται στην εντατική θεραπεία περίπου το ένα τοις εκατό τού συνόλου τού εθνικού ακαθάριστου προϊόντος. Επιπλέον, περίπου οκτώ τοις εκατό των ασθενών καταναλώνουν κατά προσέγγιση το πενήντα τοις εκατό των πόρων για την εντατική θεραπεία
Το κόστος καθαυτό προσελκύει την προσοχή και τής κοσμικής ηθικής, με δεδομένο το τεράστιο μέγεθος του σε απόλυτους και σχετικούς όρους. Το ίδιο κάνει και ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας των ερωτήσεων πού τίθενται: πόσα χρήματα πρέπει κάποιος να επενδύσει και με ποιά πιθανότητα επιτυχίας για να σώσει μιά ανθρώπινη ζωή; Για να εξασφαλίσει ποιά ποιότητα ζωής; Και με την πιθανότητα να διατηρηθεί αυτή η ζωή και για πόσο χρόνο; Πόσο μικρή πρέπει να είναι η πιθανότητα επιτυχίας και πόσο υψηλό το κόστος τής θεραπείας, για να μην αισθάνεται κάποιος υποχρεωμένος να προσφέρει θεραπεία σέ συγκεκριμένους ασθενείς ή τάξεις ασθενών; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι ποικίλες και αντιφατικές, επειδή η κοσμική ηθική δεν διαθέτει μονοσήμαντα πρότυπα.
Μερικές Χριστιανικές παραδόσεις διαθέτουν αξιόλογους πόρους για να απαντήσουν στα ηθικά ερωτήματα πού θέτει η εντατική θεραπεία. Για παράδειγμα, όταν η Ρωμαιοκαθολική ηθική θεολογία βρέθηκε αντιμέτωπη με τις ιατρικές εξελίξεις και τις προόδους τού δέκατου έκτου αιώνα, άρχισε να οριοθετεί μιά διάκριση ανάμεσα στην κανονική και στην έκτακτη θεραπεία Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό αντανακλούσε μία διάκριση ανάμεσα στην αναλογική και στη δυσανάλογη θεραπεία, στην κατάλληλη και στην ακατάλληλη θεραπεία, καθώς και στην υποχρεωτική και στη μη υποχρεωτική θεραπεία. Η μη υποχρεωτική θεραπεία ήταν θεραπεία είτε ακατάλληλη ή πέραν τού δέοντος. Για παράδειγμα ο Δομίνικος Μπανέθ (πέθανε το 1604) θεωρούσε τα 3000 δουκάτα ως ένα επίπεδο εξόδων στο οποίο η θεραπεία γινόταν μη-υποχρεωτική για έναν άνθρωπο με μέσο βαλάντιο. Το 1956, ένας Αμερικανός Ιησουίτης, ο Έντουτν Φ. Χήλυ, υπολόγισε ότι το ποσό αυτό ισοδυναμεί σήμερα με 2000 δολάρια
Αυτή η παράδοση ηθικής σκέψης αναγνωρίζει ότι το εκ πρώτης όψεως καθήκον για τη διατήρηση τής ζωής μπορεί να είναι:
ηττημένο – μπροστά στο οικονομικό, κοινωνικό, ψυχολογικό και προσωπικό κόστος.
εξασθενημένο – όσο χάνεται η ελπίδα τής ανάρρωσης, τόσο γίνεται πιό ασήμαντη η ζωή πού πρέπει να εξασφαλιστεί, ή μειώνεται η ποιότητά της.
Στο παρελθόν, υπήρχε η υποχρέωση να παρέχεται ιατρική φροντίδα σε κάποιον μόνο αν υπήρχε ελπίδα να επανέλθει η υγεία. Αναγνωριζόταν το γεγονός ότι το κόστος μπορούσε να είναι ηθικά απαγορευτικό – κι όχι μόνο απλώς οικονομικά. Αν κάποιος προσπαθούσε με κάθε κόστος να σώσει τη φυσική ζωή, αυτό θα μπορούσε να τον αποσπάσει από την προσπάθεια εξασφάλισης τής αιώνιας ζωής. Υπήρχε μιά αδιαμφισβήτητη αναγνώριση τού γεγονότος ότι αν κάποιος καθιστούσε τη σωτηρία τής φυσικής ζωής κυρίαρχο σκοπό, θα μετέτρεπε τη σωματική ζωή σε ένα είδωλο.
Αναλύοντας το πώς μπορεί να ηττηθεί το καθήκον για τη διατήρηση κάποιου στη ζωή, η ίδια η προσήλωση και προσοχή στη λεπτομερή ανάλυση, αποσπούσε την προσοχή από το τί σημαίνει να πεθάνει κανείς καλά και πώς, το να πεθάνει κανείς καλά, πρέπει να βασίζεται σε μιά ζωή προσανατολισμένη στην αγιότητα. Το ενδιαφέρον εστιαζόταν περισσότερο στην αποφυγή τής ενοχής πού προκαλεί μιά λανθασμένη απόφαση, παρά στην κατανόηση τού τί είναι ζωή και θάνατος, σύμφωνα με μια σωστή απόφαση. Το ότι δεν υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία μιά παρόμοια ηθική θεολογική γραμματεία δεν θα πρέπει να αποδοθεί σε έλλειψη δοθείσης ευκαιρίας ή σε προμελετημένη ιστορική παράλειψη. Αν η ηθική των Ορθοδόξων βρίσκεται στη λατρεία τού Θεού, τότε πρέπει να περιμένουμε να βρούμε τα ζητήματα όπως ακριβώς είναι: η Ορθοδοξία διαθέτει μακρές ευχές πού συνοδεύουν τον άνθρωπο πού πεθαίνει, αλλά μιά ελάχιστα ανεπτυγμένη επαγωγική ηθική πρόταση για το πότε είναι ο κατάλληλος χρόνος να περιοριστεί, να απομακρυνθεί ή και πιθανώς να σταματήσει τελείως μια θεραπεία πού παρατείνει τη ζωή ή αναβάλλει το θάνατο.
Όντως, υπάρχει η μέριμνα να πεθάνει κάποιος δίχως έπαρση και συνοδευόμενος από προσευχή. Υπάρχει βέβαια γραμματεία για το πώς η προσευχή θα συνοδεύει τον νεκρό, ιδιαίτερα τις πρώτες σαράντα μέρες μετά το θάνατο. Η μέριμνα εστιάζεται στη λατρεία τού Θεού, έτσι ώστε κάθε απόφαση για το αν θα χρησιμοποιηθούν ειδικά θεραπευτικά σχήματα ή όχι να μην αποτελεί ζήτημα πρώτης προτεραιότητας.
Αυτή η απουσία άμεσου ενδιαφέροντος για τέτοια ζητήματα είναι αποτέλεσμα μιάς συγκεκριμένης ηθικής αντίληψης ή τρόπου ζωής, πού τονίζει κατά θετικό τρόπο την ένωση με τον Θεό μέσω των μυστηρίων. Επιπλέον, τονίζεται ιδιαίτερα μιά συγκεκριμένη θεραπευτική κοινότητα. Παραδείγματος χάριν, το Ορθόδοξο ευχέλαιο, με το οποίο χρίονται οι άρρωστοι, βασίζεται στην επιστολή τού Ιακώβου (Ιακ. 5, 14) και εμπλέκει περισσότερους από έναν ιερείς. Η κανονική τέλεση τού μυστηρίου απαιτεί επτά ιερείς, τοποθετώντας έτσι τον άρρωστο σε μιά κοινότητα πού επικεντρώνεται στην αγιότητα, και όπου είναι πολύ πιθανό να υπάρχει η καθοδήγηση ενός πνευματικού πατέρα. Η έμφαση δίνεται στην πνευματική παρακολούθηση και καθοδήγηση και όχι σε κάποιους επαγωγικούς κανόνες και οδηγίες. Η ζωή και ο θάνατος των Ορθοδόξων μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο τής σωστής λατρείας και τής ορθής πίστεως. θεραπευτικές επιλογές πού είναι ασύμβατες μ’ αυτήν τη θεώρηση δεν υπολογίζονται τόσο πολύ.
Η Ορθόδοξη απάντηση στις προκλήσεις πού θέτει η εντατική θεραπεία είναι ότι δεν πρέπει να προηγείται στη συνείδησή μας το οικονομικό κόστος και η πιθανότητα επιτυχίας, αλλά το ερώτημα σε ποιά έκταση η εισβολή τής εντατικής θεραπείας θα αποσπάσει τούς ασθενείς, την οικογένειά τους και την κοινωνία από το καθήκον να ζήσουν και να πεθάνουν μέσα στην προσευχή και στη λατρεία.
Το ενδιαφέρον πρέπει να στρέφεται στο αν η χρήση τής εντατικής θεραπείας θα αποτελέσει εμπόδιο στο να πεθάνει κάποιος εν μετάνοια και με πνευματική ειρήνη, και με την ελπίδα να μπορεί να λαμβάνει τα τίμια δώρα μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι μιά μονάδα εντατικής θεραπείας είναι συνήθως ένας τόπος όπου η τέλεση ευχελαίου μπορεί να γίνει μόνο κάτω από πολύ αυστηρούς όρους. Είναι ένα περιβάλλον όπου η συμμετοχή στη ζωή τής λατρείας, πού πραγματοποιείται με τη λήψη των τίμιων δώρων, γίνεται μάλλον αδύνατη λόγω τής τεράστιας προσπάθειας πού καταβάλλεται για μιά πολύ μικρή ευκαιρία επιβίωσης τού ασθενούς (παραδείγματος χάριν, ο ασθενής μπορεί να είναι διασωληνωμένος και κυριολεκτικά θαμμένος κάτω από ένα πλήθος μηχανημάτων). Από τη στιγμή πού μιά μονάδα εντατικής θεραπείας γίνεται ένας τόπος, όπου συχνά έχουμε την πρόκληση να αντιμετωπίσουμε τον πόνο και το θάνατο κάποιου με προσευχή και με ειρήνη, τότε η εντατική θεραπεία πρέπει να χρησιμοποιηθεί μέ πνευματική συνείδηση και προσοχή. Μιά μονάδα εντατικής θεραπείας δεν είναι ο κατάλληλος τόπος όπου κάποιος μπορεί να προσπαθήσει, δίχως σημαντική ενόχληση, να μετανοήσει τελικά με όλη του την καρδιά για τις αμαρτίες του και να αντιμετωπίσει έτσι με ταπείνωση το θάνατο.
Ο χαρακτήρας καθαυτός τής τεχνολογίας πού χρησιμοποιείται στην εντατική θεραπεία, δίνοντας έμφαση στη δύναμη τού ανθρώπου και στις επιστημονικές επαγγελίες, μπορεί να αποσπάσει την προσοχή μας από την ταπείνωση με την οποία οι Χριστιανοί, ακολουθώντας το παράδειγμα τού Χριστού, πρέπει να αντιμετωπίζουν τον πόνο και το θάνατο. Η Χριστιανική αγάπη είναι μιά ιδιαίτερη αγάπη, μιά αγάπη πού διατηρείται με την ταπείνωση. Είναι μιά αγάπη πού σκοπεύει να καταβάλλει το θάνατο όχι με την τεχνολογία, αλλά με τη θέωση. Η χρήση τής τεχνολογίας για την αναβολή τού θανάτου πρέπει να γίνει μέρος αυτής τής ζωής αγιότητας.
Συγκεκριμένα, η καταλληλόλητα τής εντατικής θεραπείας πρέπει να κρίνεται ζυγοσταθμίζοντας τις πιθανές προκλήσεις πού μπορεί να θέσει στο καθήκον τού Χριστιανού να ζήσει και να πεθάνει καλά. Τέτοιες προκλήσεις μετράνε εναντίον τής χρήσης εντατικής θεραπείας, όταν είναι πολύ πιθανός ο θάνατος, ή πολύ μικρή ή πιθανή αναβολή τού θανάτου. Όσο πιό επιθετικές είναι οι παρεμβάσεις πού χρησιμοποιούνται στην προσπάθεια να υπάρξει μιά μικρή ευκαιρία αναβολής τού θανάτου, τόσο περισσότερο θα πρέπει να μεριμνούμε για πράγματα πού διαφέρουν από την πάλη μας ενάντια στο θάνατο μέσω τής ιατρικής τεχνολογίας, όταν ο θάνατος είναι πολύ πιθανός ή κοντινός. Όμως, σε μερικές περιστάσεις, η εντατική θεραπεία μπορεί να αναβάλει το θάνατο τόσο πολύ, ώστε να υπάρξει τελικά η ευκαιρία για κάποιον να μετανοήσει με ταπείνωση.
Το κέντρο βάρους πρέπει να δοθεί στην παροχή, αλλά και αποδοχή μιας ιατρικής υπηρεσίας πού θα υποστηρίζει τη φροντίδα για μιά καλή ζωή και έναν καλό θάνατο. Αυτό δεν σημαίνει απλώς μιά μάταιη αφοσίωση στο να ζήσει κάποιος και να πεθάνει καλά, αλλά απαιτεί και μιά συγκεκριμένη προσήλωση στη μετάνοια. Το καθήκον αυτό δεν μπορεί να κατανοηθεί στη βάση μιας επαγωγικής αρχής ή διατύπωσης. Οι Ορθόδοξοι πρέπει να επιστρέφουν στο αληθινό νόημα τής ευθανασίας (τού «καλού θανάτου»), υπογραμμίζοντας τα παραδοσιακά καθήκοντα πού πρέπει να αναλάβουν οι Χριστιανοί για να πεθάνουν καλά – παραδείγματος χάριν, προσευχή, μετάνοια, ελεημοσύνη και μετάληψη των θείων δώρων. Οι Χριστιανοί πρέπει να υπογραμμίσουν ότι η χρήση τεχνολογίας, για την παράταση τής ζωής και για την αναβολή τού θανάτου, μπορεί να γίνει μέρος ενός καλού θανάτου μόνον αν αυτή η τεχνολογία τοποθετηθεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας καλής ζωής.
Ο Ορθόδοξος στοχασμός πάνω στην κατάλληλη χρήση τής τεχνολογίας τής εντατικής θεραπείας μπορεί να απομυθοποιήσει την ιατρική υψηλή τεχνολογία μέσω των μυστηρίων, αποφεύγοντας έτσι τον δυαλισμό των κοσμικών και θρησκευτικών ηθικολογιών, πού οδήγησαν στην αποσπασματοποίηση τής Δυτικής ηθικής σκέψης. Πρέπει να αποφύγουμε το Δυτικό ηθικό λάθος, να αναζητούμε δηλαδή στη λογική ό,τι μπορεί να βρεθεί μόνο σέ μιά λατρευτική σχέση με τον Θεό. Το ερώτημα για το πώς πρέπει να χρησιμοποιείται η εντατική θεραπεία ισοδυναμεί με το ερώτημα για το πώς πρέπει να ζήσει κανείς και να πεθάνει μέσα στην αγιότητα. Το ηθικό εγχείρημα πρέπει να τοποθετηθεί στο κέντρο τής θρησκευτικής ζωής των Χριστιανών.
Μιά τέτοια στάση απέναντι στο θάνατο και στη χρήση τής ιατρικής τεχνολογίας μάς δίνεται στη θαυμάσια ιστορία τού θανάτου τού αρχιεπισκόπου Ιεζεκιήλ, το 1988, όπως μάς την περιγράφει ο μοναχός Δαβίδ Β. Χίκς, από το Άγιον Όρος.
Η ασθένεια τού Ιεζεκιήλ είχε χειροτερέψει και είχε μεταφερθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου τοποθετήθηκε σέ μονό δωμάτιο. Εκεί, τυλιγμένος με σωληνάκια και με τις οθόνες παρακολούθησης γύρω του, και χάνοντας συνεχώς τις αισθήσεις του, περιβαλλόταν από τούς αγαπημένους του φίλους και αδελφούς, πού προσεύχονταν γι’ αυτόν.
Ξαφνικά, ο Αρχιεπίσκοπος, αναλαμβάνοντας τις αισθήσεις του, ζήτησε επίμονα από τον νεαρό μοναχό, πού τον εξυπηρετούσε, να αποσυνδέσει τα σωληνάκια και τα μηχανήματα παρακολούθησης και να τον βοηθήσει να βάλει τα άμφιά του. Οι φίλοι του διαμαρτυρήθηκαν, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος επέμενε και ο νεαρός μοναχός άρχισε να τον βοηθά να ντυθεί, ενώ οι άλλοι έτρεχαν να φέρουν τον γιατρό. Όταν έφθασε ο γιατρός, με τρόμο είδε τον Αρχιεπίσκοπο ντυμένο, να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι, και τότε πλησίασε για να τού πει αυστηρά και με επαγγελματικό ύφος ότι πρέπει να επιστρέφει στο κρεβάτι, ότι συμπεριφερόταν ανόητα, και πώς το νοσοκομείο δεν θα ήταν υπεύθυνο για το τί θα μπορούσε να τού συμβεί.
Όταν τελείωσε ο γιατρός, ο Ιεζεκιήλ ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους του και μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο τού είπε: «Δεν φαίνεται να καταλαβαίνεις, γιατρέ. Πηγαίνω τώρα να συναντήσω τον Σωτήρα μου και θέλω να εισέλθω στην παρουσία Του ντυμένος ως υπηρέτης Του». Μετά απ’ αυτά τα λόγια, ο Ιεζεκιήλ πέθανε στα χέρια τού γιατρού (από ομιλία τού Δαβίδ Β. Χίκς, στις 29 Οκτωβρίου 1995).
Ο Αρχιεπίσκοπος καταλάβαινε τα όρια τής ιατρικής, το σκοπό τής ζωής και το νόημα τής ανάστασης, πού υπερβαίνει το θάνατο.
Η κατάλληλη χρήση τής εντατικής θεραπείας πρέπει να ενταχθεί στη μετάνοια όλων αυτών πού παρέχουν υπηρεσίες υγείας και αυτών πού τις δέχονται: η προσπάθεια, δηλαδή, τού παροχέα και τού λήπτη υπηρεσιών υγείας να τοποθετήσουν όσα κάνουν μέσα στην αληθινή λατρεία και πίστη. Η εντατική θεραπεία πρέπει να προσανατολίζεται σε μιά μετάνοια από την υπερηφάνεια και στην αναγνώριση τής περατότητάς μας, σε σχέση με το θάνατο αλλά και με την παρουσία τού άπειρου Θεού.
Όταν λαμβάνονται αποφάσεις ζωής ή θανάτου στην εντατική θεραπεία, είναι λάθος να προσέχουμε το γράμμα τού νόμου. Το βάρος πρέπει να πέφτει στο πνεύμα. Η ηθική προσοχή θα πρέπει να καλλιεργεί την αίσθηση τής στροφής, με πλήρη αφοσίωση, αγάπη και μετάνοια προς τον Θεό, όχι βέβαια για την αναζήτηση έπ’ ακριβών κανόνων όσον αφορά το τί θα μπορούσε να κάμψει την υποχρέωση να δεχθούμε τη θεραπεία. Πρέπει να αποφύγουμε τον πειρασμό να υποβιβάσουμε την ηθική ζωή σε απρόσωπες αρχές. Υπάρχουν, ωστόσο, παρενέργειες πού θέτουν όρια. Απαγορεύεται στους Χριστιανούς να αφαιρούν τη ζωή τους ή τη ζωή των άλλων με μεθόδους ευθανασίας. Αυτοί οι πραγματικοί και απόλυτοι περιορισμοί πρέπει να ιδωθούν σέ σχέση με μια κοινότητα προσώπων, ενωμένων μὲ τον Θεό μὲ την αληθινή λατρεία και πίστη. Μόνο αν τοποθετήσουμε μὲ όλη μας την καρδιά την τεχνολογία τής εντατικής θεραπείας μέσα σέ μιά μέριμνα για την επιδίωξη τής αγιότητας, μπορούν να αποφευχθούν οι κίνδυνοι πού υπάρχουν στην εντατική θεραπεία να αφαιρεθεί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια τού ασθενούς.
Πέρα από την απαγόρευση τής ευθανασίας, θα ανακαλύψουμε ότι το γράμμα πολύ λίγη καθοδήγηση προσφέρει στους Ορθόδοξους σ’ αυτόν το χώρο. Αντίθετα από τον κοσμικό ηθικολόγο, ο Ορθόδοξος βρίσκει την καθοδήγησή του στο άγιο Πνεύμα, και δεν χρειάζεται, να ανησυχεί αν το «γράμμα» εμφανίζεται τόσο ανεπαρκές. Οι αποφάσεις, για το εάν και κάτω από ποιές περιστάσεις πρέπει να εφαρμοστεί η επιθετική και απομονωτική επέμβαση τής εντατικής θεραπείας, θα πρέπει να λαμβάνονται μὲ τη βοήθεια τού πνευματικού, λαμβάνοντας υπόψη τούς κανόνες και τούς πνευματικούς σκοπούς, και όχι απλώς τούς φυσικούς και οικονομικούς κινδύνους και το κόστος. Το «θνήσκειν» πρέπει να γίνει, όσο είναι δυνατόν, μιά ευκαιρία για την τελική συμφιλίωση τού ανθρώπου μὲ την οικογένειά του, την κοινότητα και τον Θεό.
Συμπέρασμα
Ο αξιολογικός, ερμηνευτικός, θεμελιολογικός και κοινωνικός χαρακτήρας της Ορθόδοξης ηθικής έρχεται σε αντίθεση προς τις διάφορες κοσμικές και θρησκευτικές ηθικές. Η Ορθόδοξη ηθική διαθέτει ένα ηθικό περιεχόμενο, τοποθετημένο σ’ ένα λειτουργικό πλαίσιο πού το προσδιορίζει σέ σχέση με άλλες προσπάθειες για μιά καλή ζωή. Η Ορθόδοξη ηθική είναι κατάλληλα ενσωματωμένη στην Ορθόδοξη θεολογία, πού είναι περισσότερο Ορθόδοξη λατρεία. Η Ορθοδοξία, μὲ τη λατρεία της, μάς καλεί να αντιληφθούμε πώς αν επιχειρήσουμε, έναντι οποιουδήποτε κόστους, να σώσουμε αυτή την πρόσκαιρη ζωή, ένα από τα «τιμήματα» ίσως να είναι η αιώνια ζωή. Τότε θα έχουμε μοιραία απομακρυνθεί τελείως από την αγιότητα.
Η Ορθόδοξη ηθική ζητά να τεθεί η ιατρική τεχνολογία, μαζί μὲ όλες τις δυνατές κοσμικές σαγήνες της, μέσα στα παραδοσιακά Ορθόδοξα πλαίσια τής προσευχής, τής μετάνοιας και τής θέωσης. Η Ορθόδοξη ηθική δεν δίνει συχνά άμεσες απαντήσεις στα κοσμικά ηθικά ζητήματα πού φαίνεται να την πολιορκούν. Αυτό δεν πρέπει να παραγνωριστεί. Τα ενδιαφέροντα τής Ορθόδοξης ηθικής διαφέρουν ριζικά από αυτά τής κοσμικής ηθικής. Η Ορθόδοξη ηθική αναζητά την αγιότητα ακόμη και στο θάνατο και όχι απλώς το καλό και το σωστό. Η Ορθοδοξία, πάνω απ’ όλα, δεν μάς ζητά να είμαστε καλοί μὲ τα μέτρα αυτού τού κόσμου. Μάς καλεί να γίνουμε άγιοι, σύμφωνα μὲ κάποια μέτρα πού βρίσκονται πέρα άπ’ αυτό τον κόσμο. Δεν καθορίζει εύκολα τα όρια ανάμεσα στην υποχρέωση και στον υπερβάλλοντα ζήλο. Μας καλεί απλώς να μη γίνουμε τίποτε λιγότερο από άγιοι.
Από το βιβλίο: Ζωντανή Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ΕΣΤΙΑΣ” ΑΘΗΝΑ 2001
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ