Μιχάλης Μαυροφοράκης
Ο Άδης και οι κακοδοξίες
γύρω από αυτή την έννοια
- Σύνδεση με τις προηγούμενες μελέτες
Σε προηγούμενες εκπομπές ασχοληθήκαμε εκτενώς με την έννοια της ψυχής, για το πώς αυτή παρουσιάζεται στα ιερά κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αλλά και στην υπόλοιπη διδασκαλία της Εκκλησίας και για το πώς αυτή κακοπαρουσιάζεται και διαστρέφεται από διαφόρους αιρετικούς.
Αυτοί ισχυρίζονται ότι η έννοια της ψυχής δεν έχει κανένα μεταφυσικό και πνευματικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται για να περιγράψει μόνον την φυσική, τη βιολογική ζωή και ύπαρξη του ανθρώπου και των ζώων αδιακρίτως, με φυσικό επακόλουθο την πλήρη εξαφάνισή της, όταν ο άνθρωπος ή το ζώο πεθαίνει.
Εξετάζοντας λεπτομερώς όλους αυτούς τους αυθαίρετους και αβάσιμους ισχυρισμούς, αλλά και τα επιχειρήματα και τα χωρία της Αγίας Γραφής που χρησιμοποιούν πολλοί για να τους υποστηρίξουν, διαπιστώσαμε ότι τέτοιου είδους διδασκαλίες είναι παντελώς εσφαλμένες και τελείως έξω από το πνεύμα της Χριστιανικής Εκκλησίας και των Αγίων Γραφών.
Παράλληλα, μέσα από αυτή τη μελέτη αναδείχθηκε η γνήσια και αναλλοίωτη διαμέσου των αιώνων χριστιανική διδασκαλία περί ψυχής, ότι δηλαδή η ψυχή του ανθρώπου είναι το δεύτερο και ουσιαστικότερο συστατικό της ύπαρξής του, που μαζί με το σώμα αποτελούν τον όλον άνθρωπο. Και ενώ το σώμα έχει συνάφεια με τον υλικό κόσμο και προέρχεται από αυτόν, η ψυχή συνδέεται με τον πνευματικό κόσμο και με αυτόν συγγενεύει. Έτσι όταν ο άνθρωπος πεθαίνει βιολογικά, μόνο το ένα, το φθαρτό συστατικό του, δηλαδή το σώμα επιστέφει στη γη από όπου και ελήφθη και φθείρεται, δηλαδή διαλύεται, αποσυντίθεται. Αντίθετα, το άλλο του συστατικό, η ψυχή του, απλώς αποχωρίζεται το οικείο της σώμα και αναμένει την επανένωσή της με αυτό, όταν αυτό θα έχει μετασχηματιστεί πλέον σε άφθαρτο και αιώνιο κατά την κοινή Ανάσταση στη Δευτέρα Παρουσία.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, δεν οδεύει στην ανυπαρξία κατά τον βιολογικό του θάνατο, αλλά μάλλον γίνεται χωρισμός των δύο συστατικών του, της ψυχής και του σώματος. Ο χωρισμός αυτός είναι αφύσικος, γιατί ο άνθρωπος καταρχήν πλάστηκε να είναι αιώνιος και αθάνατος, με την ψυχή του να είναι άρρηκτα και μόνιμα συνδεμένη με το οικείο της σώμα, που είναι και η οικία της και ο εκφραστής της. Όταν όμως ο άνθρωπος εξέπεσε από το ύψος που βρισκόταν δια της αμαρτίας, τότε με σοφία ο Θεός παρεχώρησε τον βιολογικό θάνατο, τον θάνατο δηλαδή του σώματος, ώστε ο άνθρωπος να μην παραμένει αιωνίως ενωμένος με το σώμα που διέπραξε την αμαρτία. Κι αυτό το έκανε όχι σαν τιμωρία, αλλά παρέχοντας ταυτόχρονα και την ελπίδα της αναστάσεως, δηλαδή της επανένωσης της ψυχής με το ίδιο, οικείο της ανθρώπινο σώμα, όμως πλέον καινούριο, ανακαινισμένο, άφθαρτο και αθάνατο.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, αποτελείται από δύο συστατικά : την ψυχή και το σώμα. Η ψυχή είναι νοερή, άυλη και συγκεντρώνει τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα, την βούληση, τη διάθεση και τον ψυχισμό του ανθρώπου, δηλαδή με άλλα λόγια η ψυχή αποτελεί το κέντρο του εαυτού μας, του είναι μας, του θεμέλιου της ύπαρξης μας, την βάση της υπόστασης μας και είναι φτιαγμένη να έλκεται προς τον άυλο και νοερό Πλάστη της, κατ’ εικόνα του Οποίου και επλάστη. Από την άλλη μεριά, το σώμα είναι πλασμένο με τα στοιχεία του υλικού κόσμου και αποτελεί κατοικία και μέσο εκφράσεως της ψυχής, που το ζωογονεί και το κατευθύνει. Δυστυχώς βέβαια, αντί να ελκύει και να κατευθύνει η ψυχή το σώμα από τα υλικά στα νοερά και πνευματικά, δηλαδή προς τον Δημιουργό και Κτίστη, εξαιτίας της Πτώσεως ελκύει και κατευθύνει το σώμα την ψυχή προς υλικά και κτιστά. Αντί το ανώτερο να ανεβάζει και το κατώτερο προς τα ανώτερα, δυστυχώς το κατώτερο κατεβάζει και υποδηλώνει το ανώτερο προς τα κατώτερα. Έτσι αντί ο άνθρωπος μέσω της υλικής Κτίσεως να οδηγείται στο να λατρεύσει τον Κτίστη, δυστυχώς απομακρύνεται από τον Κτίστη και σύρεται προς τα κάτω, στο να λατρεύσει την υλική Κτίση.
Όπως και στο παρελθόν τονίσαμε, πολλοί παρατηρώντας αυτές τις διαφορές μεταξύ ψυχής-σώματος, πολλές βεβαίως από τις οποίες οφείλονται αποκλειστικά στην πτώση του ανθρώπου λόγω της αμαρτίας, οδηγούνται στο αντίθετο άκρο και εξυψώνουν την ψυχή σε θεϊκά ύψη, ενώ θεωρούν το σώμα σαν ανασταλτικό και αποβλητέο παράγοντα. Αυτό είναι επίσης μεγάλο λάθος και αποτελεί σημαντική κακοδοξία, διότι αλλοιώνει την εικόνα της Δημιουργίας και διαστρέφει το Χριστιανικό Ευαγγέλιο. Τα άκρα είναι πάντοτε, ένα γνήσιο και χαρακτηριστικό διακριτικό των αιρέσεων. Οι αιρετικοί όλων των εποχών δεν γνωρίζουν και δεν αρέσκονται στην απλότητα και την μεσότητα του Χριστιανικού Ευαγγελίου, αλλά εκσφενδονίζονται και ταλαντεύονται όπως το εκκρεμές στο ένα ή στο άλλο άκρο, άλλοτε υπερθεματίζοντας και άλλοτε υποτιμώντας τμήματα της Χριστιανικής διδασκαλίας.
Έτσι πολλοί θεώρησαν και θεωρούν το σώμα σαν φυλακή της ψυχής, από την οποία η ψυχή πρέπει να απαλλαγεί και ανεβάζουν την ψυχή στο επίπεδο του Ακτίστου, προσδίδοντας της εκ φύσεως αθανασία η θεότητα, θεωρώντας την μέρος της φύσεως του Ανάρχου και Ακτίστου Θεού. Η διδασκαλία της Εκκλησίας μας είναι ότι η ψυχή είναι βεβαίως κτιστή, δημιούργημα του Θεού εν χρόνω και επομένως όχι φύσει αθάνατη, αλλά μόνον χάριτι. Ταυτόχρονα το σώμα και η ψυχή του ανθρώπου είναι ισοδύναμα συστατικά του ανθρώπου, άρρηκτα και κατά φυσικό τρόπο συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ο δε χωρισμός τους κατά τον βιολογικό θάνατο, είναι μόνον προσωρινός και μερικός και αφύσικός και συμβαίνει μόνο κατά παραχώρηση Θεού και κατ’ οικονομίαν, με σκοπό την τελική και μόνιμη αποκατάσταση του ανθρώπου.
Μετά την Ανάσταση τα δύο αυτά συστατικά δεν θα ξαναχωρίσουν ποτέ, αλλά θα είναι πάντοτε άρρηκτα ενωμένα. Για αυτό η Εκκλησία μας τα χαρακτηρίζει ως συστατικά του ανθρώπου και όχι ως ανεξάρτητα και αυτόνομα μέρη, δηλαδή δεν χωρίζει τον άνθρωπο σε τμήματα, άλλο πολύτιμο και άλλο άχρηστο ή βλαβερό και επιζήμιο. Ολόκληρος ο άνθρωπος με ψυχή και σώμα εισέρχεται στη Βασιλεία του Θεού και όχι ένα τμήμα του μόνο. Και τα δυο αυτά συστατικά, δηλαδή και η ψυχή άλλα και το σώμα αγιάζονται με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος ήδη από αυτή τη ζωή. Όπως και προηγουμένως αναφέραμε, πολλοί είναι αυτοί που ξέφυγαν από τη μέση και ισόρροπη οδό της Χριστιανικής Αλήθειας και γύρω από την ψυχή διδασκαλία της Εκκλησίας. Έτσι οι περισσότεροι, προτίμησαν να ακολουθήσουν το ένα άκρο με το να εκτινάξουν σε θεϊκά ύψη την ψυχή και να υποτιμήσουν το ανθρώπινο σώμα, ακολουθώντας τα αρχαίες ελληνικές, ειδωλολατρικές διδασκαλίες περί ψυχής και κυρίως του Πλάτωνα, ότι δήθεν η ψυχή είναι φύσει αθάνατη και φυλακισμένη στην παρούσα ζωή από το σώμα.
Άλλοι όμως πάλι, πετάχτηκαν στο άλλο άκρο και μιμούμενοι πιο πρωτόγονους ειδωλολάτρες υιοθέτησαν την κακοδοξία ότι η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει καμιά απολύτως μεταφυσική και πνευματική έννοια, αλλά μονάχα υλιστική. Έτσι παντελώς εσφαλμένα και κακόδοξα, υποστηρίζουν ότι η ψυχή δεν έχει την έννοια του αόρατου και πνευματικού συστατικού του ανθρώπου, αλλά ότι είναι αυτός ο άνθρωπος. Λένε λοιπόν, ότι όταν πεθαίνει ο άνθρωπος βιολογικά, αφανίζεται και μηδενίζεται ολοκληρωτικά και δεν επιβιώνει η ψυχή του από τον βιολογικό θάνατο, μια και σημαίνει αποκλειστικά και μονοσήμαντα το άτομο. Με άλλο λόγια, προωθούν την κακοδοξία, ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως ουσιαστική συγγένεια του ανθρώπου με τον πνευματικό χώρο, με τον κόσμο των νοερών και αΰλων ασωμάτων δυνάμεων, δηλαδή των αγγέλων, αλλά ότι οι μοναδικοί τους συγγενείς είναι τα ζώα και όλα όσα προέρχονται από τον υλικό και αισθητό κόσμο.
Είναι φυσικό, λοιπόν, και αναμενόμενο να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να απογυμνώσουν κάθε έννοια που σχετίζεται με την ψυχή από το πνευματικό και μεταφυσικό περιεχόμενό της. Και βεβαίως μια τέτοια έννοια είναι αυτή που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια της σημερινής εκπομπής, δηλαδή η έννοια του Άδου.
- Οι θέσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά περί Άδου
Ο Άδης είναι κατά την ορολογία της Αγίας Γραφής και κυρίως της Παλαιάς Διαθήκης ο χώρος που δέχεται -ή μάλλον που δεχόταν, όπως θα αναφέρουμε λεπτομερέστερα στη συνέχεια- όλους τους νεκρούς του ανθρωπίνου γένους. Επειδή είναι λοιπόν επόμενο η έννοια αυτή να έχει μεταφυσικό χαρακτήρα, όλοι όσοι υιοθετούν την καθαρά υλική υπόσταση του ανθρώπου, διαστρέφουν και αυτήν την έννοια και της προσδίδουν καθαρά υλιστικό περιεχόμενο.
Για να γίνουμε όμως πιο σαφείς και συγκεκριμένοι, ας αναφερθούμε και σε ένα σύγχρονο και συγκεκριμένο παράδειγμα τέτοιων κακοδοξιών. Το παράδειγμα θα το αντλήσουμε από την περί Άδου δογματική τοποθέτηση των αυτοαποκαλουμένων «Μαρτύρων του Ιεχωβά», οι οποίοι αποτελούν σύγχρονο και χαρακτηριστικό δείγμα αιρέσεως με καθαρά υλιστικό υπόβαθρο, αλλά και περιεχόμενο διδασκαλιών και επαγγελιών. Όπως και σε προηγούμενες εκπομπές αναφέραμε, οι άνθρωποι αυτοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει τίποτα που να επιβιώνει από τον βιολογικό θάνατο, αλλά ο άνθρωπος σαν ολότητα καταλήγει στον τάφο και ολόκληρη η προσωπικότητά του αφανίζεται και μηδενίζεται. Έτσι ο Άδης, που η Παλαιά Διαθήκη κυρίως χαρακτηρίζει ως τόπο συγκεντρώσεως όλων των νεκρών, κατ’ ανάγκη από την αίρεση αυτή ερμηνεύεται ως ο τάφος ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους.
Ας δούμε όμως, τι λένε επακριβώς για το ζήτημα αυτό παραθέτοντας κατά λέξη από το βιβλίο «Πώς να συζητάτε λογικά από τις Γραφές» εκδόσεως «Μαρτύρων του Ιεχωβά», σ. 43 κάτω από τον τίτλο «Άδης (Κόλαση)». Ακριβώς από κάτω έχει τον υπότιτλο Ορισμός, από όπου ακολουθούν κατά λέξει τα εξής :
«Η λέξη Άδης βρίσκεται σε πολλές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής. Στα ίδια εδάφια, άλλες μεταφράσεις λένε ο τάφος, ο κόσμος των νεκρών κ.ά. . Άλλες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής σε διάφορες γλώσσες απλώς αντιγράφουν από την αρχική γλώσσα τις λέξεις που μερικές φορές αποδίδονται Άδης. Δηλαδή τις εκφράζουν με γράμματα του αλφαβήτου τους, αλλά αφήνουν τις λέξεις αμετάφραστες. Ποιες είναι αυτές οι λέξεις; Η εβραϊκή «σιεόλ» και η ελληνική ισοδύναμη της «Άδης», οι οποίες αναφέρονται όχι σε έναν μεμονωμένο τόπο ταφής, αλλά στον κοινό τάφο του νεκρού ανθρώπινου γένους».
- Η σύγχυση των ξενόγλωσσων στις έννοιες του Άδη και της Κόλασης
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως με σαφήνεια αλλά και τελείως αυθαίρετα ορίζουν -όχι απλώς ερμηνεύουν- τον Άδη ως τον κοινό τάφο του νεκρού ανθρώπινου γένους. Πριν όμως προχωρήσουμε στην βαθύτερη και αναλυτικότερη εξέταση αυτής της κακοδοξίας, ας μας επιτρέψετε με την αφορμή του παραπάνω κειμένου που μόλις παραθέσαμε, να κάνουμε μερικές γενικότερες παρατηρήσεις που αφορούν εν γένει τις περισσότερες αιρέσεις που πλήττουν την Χριστιανική Εκκλησία γενικότερα, αλλά και ειδικότερα την Εκκλησία στη χώρα μας. Όπως είναι γνωστό, το έθνος μας έχει την ιδιαίτερη τιμή να μιλεί τη γλώσσα, στην οποία γράφηκε το σύνολο της Καινής Διαθήκης και στην οποία έγινε η αρχαιότερη, και ίσως σοβαρότερη και ακριβέστερη μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης, η μετάφραση των Ο’, από την οποία παρέθεταν και οι Ευαγγελιστές και οι Απόστολοι. Έχουμε δηλαδή ως Έλληνες το μεγάλο προνόμιο να μιλούμε την ελληνική γλώσσα και επομένως να διαβάζουμε την Αγία Γραφή από το πρωτότυπο και σχεδόν χωρίς μεγάλη δυσκολία να την καταλαβαίνουμε. Όσοι για παράδειγμα μιλούν Αγγλικά, Γαλλικά κτλ δεν έχουν αυτό το προνόμιο, αλλά πρέπει να διαβάζουν την Αγία Γραφή αναγκαστικά από μετάφραση. Και όπως γνωρίζουμε κάθε μετάφραση δεν είναι 100% ακριβής, επειδή περιέχει και τις προσωπικές ερμηνευτικές αντιλήψεις του μεταφραστού, τις προκαταλήψεις του, ακόμα και τα κενά και τις ατέλειες, που πιθανόν να έχει στη γλώσσα του πρωτοτύπου.
Το σχόλιο αυτό το κάναμε με αφορμή τον τίτλο, αλλά και το υπόλοιπο περιεχόμενο του κειμένου που παραθέσαμε. Στον τίτλο του άρθρου για τον Άδη, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δίπλα στην λέξη Άδης βάζουν την λέξη (Κόλαση). Με άλλα λόγια, τις προβάλλουν σαν ισοδύναμες. Γιατί αλήθεια το κάνουν αυτό; Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η λέξη Άδης στα ελληνικά δεν είναι ισοδύναμη ή συνώνυμη με τη λέξη Κόλαση. Τότε γιατί παρουσιάζονται οι δυο λέξεις κατά τέτοιο τρόπο σε ένα ελληνικό βιβλίο; Η απάντηση είναι απλούστατη: Διότι το ελληνικό βιβλίο των Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι κατά γράμμα μετάφραση του αντίστοιχου αγγλικού. Και στα αγγλικά, όπως σωστά γράφηκε το κείμενο, δεν υπάρχει αμέσως αντίστοιχη λέξη στη λέξη Άδης και έτσι πολλοί κατ’ ανάγκη και κατά περίσταση τη μεταφράζουν ως κόλαση, δίνοντας ταυτόχρονα και μια ερμηνευτική διάσταση. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι ενώ στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο της Αγίας Γραφής η λέξη Άδης και Κόλαση είναι δυο διαφορετικές λέξεις με δύο διαφορετικές σημασίες και χρησιμοποιούνται και οι δύο ξεχωριστά και ανεξάρτητα, εντούτοις στα αγγλικά αποδίδονται και οι δύο συνήθως με μία λέξη: τη λέξη «Hell», που στα ελληνικά σημαίνει «Κόλαση».
Είναι επομένως φανερό πως στην παρανόηση και παρεξήγηση των αγγλικών ή και άλλων μεταφράσεων, την μεταφέρουν στα ελληνικά και με αυτόν τον τρόπο παρασύρουν τους Έλληνες οπαδούς τους. Αυτό του είδους το φαινόμενο είναι πολύ συνηθισμένο και διαδεδομένο ανάμεσα στις αιρετικές ομάδες που δρουν ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο και μοιάζουν με ένα παιχνίδι που παίζουν τα μικρά παιδιά και λέγεται σπασμένο τηλέφωνο ή αραβικό τηλέφωνο. Σύμφωνα με αυτό, ο πρώτος λέει στο δεύτερο ψιθυριστά μια λέξη. Εκείνος ό,τι άκουσε το λέει πάλι ψιθυριστά στον επόμενο κοκ. Έτσι, όπως είναι φυσικό, η αρχική λέξη όταν κάνει τον κύκλο και επιστρέψει στον πρώτο, φτάνει τελείως παραφρασμένη και αλλαγμένη χωρίς καμία σχέση με εκείνη από την οποία προήλθε.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση των αιρετικών, που στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι ξενόφερτοι και κυρίως εξ Αμερικής προερχόμενοι. Μεταφράζουν την Αγία Γραφή ή τμήματά της ή λέξεις της στην Ελληνική, ξεκινώντας όχι από το ελληνικό πρωτότυπο, αλλά από κάποιο αγγλικό κείμενο, που και αυτό καμιά φορά δεν έχει προέλθει απευθείας από το πρωτότυπο. Και βεβαίως όπως είναι πολύ φυσικό, τα λάθη και οι αβλεψίες είναι σωρό, έστω και αν εξετάσουμε το ζήτημα από το πρίσμα της καθαρά ανθρώπινης γνώσης και παραβλέψουμε προς στιγμή το στοιχείο του θείου φωτισμού, που είναι απαραίτητος σε τέτοιου είδους εγχειρήματα.
Εμείς, λοιπόν, οι Έλληνες φέρουμε μεγάλη την ευθύνη, πολύ μεγαλύτερη από άλλους λαούς, επειδή αν και μας ενεπιστεύθησαν τέτοιες παρακαταθήκες και θησαυροί, δηλαδή της γνησιότητας των πρωτοτύπων της Αγίας Γραφής, αλλά και της Χριστιανικής Πίστης, εντούτοις δείχνουμε πλήρη αδιαφορία προς αυτά και προτιμούμε να δεχόμαστε αβασάνιστα τα φώτα των ετερόφωτων, που δεν έχουν άμεση πρόσβαση στη γνησιότητα και ακεραιότητα των πηγών, αλλά η γνώση τους είναι από δεύτερο ή τρίτο χέρι.
- Η συκοφαντία από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά
Μέχρι τώρα, με αφορμή το άρθρο περί Άδου, ενός βιβλίου των Μαρτύρων του Ιεχωβά, που αποσπασματικά διαβάσαμε, διαπιστώσαμε τα τραγικά σφάλματα στα οποία υποπίπτουν πολλοί Έλληνες αιρετικοί, απλώς και μόνο επειδή προτιμούν να μην έχουν οι ίδιοι επαφή με το γνήσιο κείμενο της Αγίας Γραφής, που είναι στη μητρική τους γλώσσα, αλλά αντίθετα να εμπιστεύονται μεταφράσεις μεταφράσεων, με τις οποίες τους τροφοδοτούν οι ξένοι ηγέτες τους και αυτές στη συνέχεια να μεταφράζουν στα ελληνικά, διατηρώντας και πολλαπλασιάζοντας τα σφάλματα που εμπεριέχουν. Δυστυχώς, όμως το κακό δεν σταματά εδώ. Χρησιμοποιούν αυτές τις εσφαλμένες και άστοχες μεταφράσεις και προχωρούν σε μια άδική και παράλογη κατασυκοφάντηση χωρίς διάκριση.
Ας δούμε αναλυτικά το πώς, διαβάζοντας τη συνέχεια του άρθρου «Περί Άδου» των Μαρτύρων του Ιεχωβά που κατά γράμμα έχει ως εξής:
«Εντούτοις, και στο λεγόμενο χριστιανικό κόσμο και σε πολλές μη χριστιανικές θρησκείες διδάσκεται ότι ο Άδης είναι ένας τόπος όπου κατοικούν δαίμονες και όπου οι κακοί μετά θάνατο τιμωρούνται και μερικοί πιστεύουν ότι αυτό γίνεται με βασανισμό».
Όπως παρατηρούμε και στο σημείο αυτό, και σε άμεση συνέχεια του τίτλου «Άδης (Κόλαση)», οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κατηγορούν ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο αδιακρίτως και βεβαίως και την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία στους πιστούς της οποίας κατά κύριο λόγο το βιβλιάριο αυτό απευθύνεται, ότι δήθεν θεωρούν τον Άδη ισοδύναμο με την Κόλαση και ότι δήθεν είναι ο τόπος της κατοικίας των δαιμόνων και των ψυχών των κακών. Αυτό σαφέστατα αποτελεί κατάφορη συκοφαντία εναντίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία ποτέ δεν ταύτισε τον Άδη με την Κόλαση και ποτέ δεν χαρακτήρισε ως τον τόπο της κατοικίας των δαιμόνων, όπως και στη συνέχεια θα δούμε αναλυτικά.
Γιατί όμως άραγε το κάνουν αυτό; Γιατί μια παρανόηση δική τους, και η οποία προέρχεται από τη γλωσσική τους σύγχυση, την φορτώνουν στην Χριστιανική Εκκλησία κατασυκοφαντώντας την; Η απάντηση και εδώ είναι απλή και έχει δύο σκέλη: Το πρώτο είναι η άγνοια και το δεύτερο ο δόλος. Πιστεύουμε –όχι επιπόλαια και χωρίς αποδείξεις- ότι και τα δύο υφίστανται στην προκειμένη περίπτωση. Και το μεν πρώτο, δηλαδή η άγνοια κατά ανάγκη συντρέχει, διότι οι άνθρωποι των Μαρτύρων του Ιεχωβά που είναι υπεύθυνοι για το συγγραφικό έργο της εταιρείας Σκοπιά και που βρίσκονται στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, ούτε πρόσβαση και άμεση γνώση έχουν της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, αλλά περιορίζονται σε συγγράμματα αλλόδοξων κριτικών περί αυτής ούτε ευρύτερες και βαθύτερες θεολογικές ή έστω γλωσσολογικές γνώσεις διαθέτουν στην πλειοψηφία τους, ώστε να προσεγγίσουν έγκυρα και αντικειμενικά ένα τέτοιο ζήτημα. Εύλογα βέβαια, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος. Πράγματι μπορεί να έχουν άγνοια της γλώσσα και της Ορθοδοξίας οι Αμερικανοί ηγέτες και συγγραφείς των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Οι Έλληνες όμως οπαδοί και μεταφραστές τους, πώς τα ανέχονται και τα υποστηρίζουν αυτά;
Όσο για το ζήτημα του δόλου, έχουμε δει αρκετά παραδείγματα σε προηγούμενες εκπομπές, όπου δεν διστάζουν να αλλοιώνουν άμεσα και οφθαλμοφανώς ακόμα και το ίδιο το κείμενο της Αγίας Γραφής, προκειμένου να προωθήσουν τις δογματικές τους θέσεις ή να καλύψουν τα δογματικά τους σφάλματα και αντιφάσεις. Ύστερα από αυτά τα γενικά σχόλια που κάναμε με αφορμή το κείμενο αυτό που διαβάσαμε από το βιβλιάριο των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ας επανέλθουμε στο ζήτημα του Άδου για να εξετάσουμε τις ιδεολογικές θέσεις τους πάνω σε αυτό. Παραθέτουμε πάλι κατά λέξη το τμήμα εκείνο που περιέχει τις απόψεις τους για τον Άδη:
«Η εβραϊκή λέξη «σιεόλ» και η ελληνική ισοδύναμη της «Άδης», οι οποίες αναφέρονται όχι σε ένα συγκεκριμένο τόπο ταφής, αλλά στον κοινό τάφο του νεκρού ανθρωπίνου γένους».
- Η παραπλάνηση με τον ορισμό
Πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσουμε μια πάγια τακτική που χρησιμοποιούν μονίμως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, για να παραπλανούν τους οπαδούς τους, αλλά και όλους όσους διαβάζουν τα έντυπά τους. Είναι φανερό όπως και άλλωστε οι ίδιοι το δηλώνουν στον τίτλο της παραγράφου που παραθέσαμε, ότι παρουσιάζουν δήθεν στον αναγνώστη, τον επιστημονικό ορισμό της λέξης Άδης, ότι είναι ο κοινός τάφος του νεκρού ανθρώπινου γένους. Αποκρύπτουν εσκεμμένα το γεγονός, ότι αυτό δεν είναι επιστημονικός ορισμός του Άδου, αλλά μονάχα η δική τους ερμηνεία, την οποία μάλιστα δεν υποστηρίζει και δεν προωθεί κανένα σοβαρό λεξικό και κανείς σχετικός επιστήμονας, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Με άλλα λόγια θρασύτατα και χωρίς κανένα ενδοιασμό ντύνουν τις ακραίες και ατεκμηρίωτες και ανυπόστατες ερμηνείες τους με ένα πλαστό κάλυμμα δήθεν αντικειμενικότητας και επιστημονικότητας, μόνο και μόνο για να πείσουν τους αδαείς και αφελείς αναγνώστες τους για την βαρύτητα και ορθότητα των θέσεων τους. Αυτό στη γλώσσα μας λέγεται απάτη. Γιατί άραγε δεν παραθέτουν έστω και μια επίσημη επιστημονική πηγή, από όπου άντλησαν αυτόν τον ορισμό της λέξης «Άδης», τη στιγμή μάλιστα που κάνουν σωρεία παραθέσεων για άλλα πολύ πιο ασήμαντα θέματα στο ίδιο κεφάλαιο; Γιατί δεν μας λένε πού τον βρήκαν αυτόν τον ορισμό ή ποιο λεξικό τον υποστηρίζει; Απλούστατα, διότι είναι αποκλειστικά και μόνον δικό τους εφεύρημα και κανείς άλλος σοβαρός γνώστης της ιστορίας της γλώσσας δεν τον υποστηρίζει.
- Αναίρεση του παραπλανητικού ορισμού
Ας προχωρήσουμε όμως, λίγο βαθύτερα στην ουσία τού κατ’ επίφαση ορισμού του Άδου κατά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ότι δήθεν είναι ο κοινός τάφος του νεκρού ανθρώπινου γένους. Τι άραγε εννοούν είναι με αυτό που ονομάζουν όρο κοινό τάφο; Τον ομαδικό τάφο; Μα κάτι τέτοιο είναι εντελώς παράλογο και αδιανόητο, μιας και δεν έχει υπάρχει κοινός τάφος, δηλαδή κοινός τόπος ταφής όλων των νεκρών του ανθρωπίνου γένους από την εποχή του Αδάμ μέχρι και σήμερα. Γνωρίζουμε ομαδικούς τάφους, στους οποίου θάπτονται τριάντα, πενήντα, εκατό ή και περισσότεροι νεκροί ιδίως κατά την περίοδο πολέμων, αλλά ένας κοινός τάφος για όλους τους ανθρώπους δεν υπάρχει και είναι έξω από κάθε φαντασία και λογική.
Εάν όμως με τη φράση «κοινός τάφος» δεν εννοούν ένα κοινό τόπο ταφής, τότε τι λοιπόν εννοούν; Προφανώς, θέλουν να χαρακτηρίσουν τον Άδη σαν ένα αφηρημένο τόπο, όπου οδηγούνται οι νεκροί του ανθρώπινου γένους, όπως λένε, αλλά αυτόν τον τόπο θέλουν να τον απογυμνώσουν από κάθε μεταφυσική έννοια. Δηλαδή σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χαρακτηρίζουν τον Άδη σαν τόπο συγκεντρώσεως των ανθρωπίνων ψυχών, που αναχωρούν από τα σώματά τους. Κι αυτό διότι οι ίδιοι αρνούνται με πείσμα την ύπαρξη νοεράς πνευματικής ψυχής, που εγκαταλείπει το σώμα κατά τον θάνατο. Τι άραγε περιέχει ο Άδης κατά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά; Αυτός ο κοινός τάφος του νεκρού ανθρώπινου γένους, όπως οι ίδιοι τον ορίζουν; Άραγε περιέχει τα σώματα των νεκρών ανθρώπων; Μα κάτι τέτοιο είναι μεγάλη ανοησία και να το διανοηθούμε, μιας και αυτά βρίσκονται σε διαφορετικούς τάφους θαμμένα, όσα έχουν ταφεί, διότι πολλά δεν έχουν καν ταφεί, αλλά έχουν για παράδειγμα καεί, κατασπαραχθεί από θηρία κτλ.
Τότε λοιπόν, ο Άδης μήπως περιέχει τις ψυχές των νεκρών ανθρώπων; Όμως αυτό είναι εκείνο που με σθένος αρνούνται. Για αυτό και στον κατ’ επίφαση ορισμό τους, δεν χρησιμοποιούν τη φράση «τόπος των νεκρών» ή «βασίλειο των νεκρών» ή εν πάση περιπτώσει κάποια αντίστοιχη για να περιγράψουν τον χώρο όπου βρίσκονται οι νεκροί, έστω και αν αυτές χρησιμοποιούνται πράγματι από διάφορα λεξικά κάτω από τον ορισμό του Άδου. Ο λόγος είναι απλός και ο ίδιος όπως και προηγουμένως. Αυτές οι φράσεις ή δηλώνουν φανερά και άμεσα ή έμμεσα και αλληγορικά ότι οι προσωπικότητες των νεκρών εξακολουθούν και υφίστανται σε κάποιο άλλο χώρο, σε κάποια άλλη διάσταση και επομένως δεν εξαφανίζονται και εκμηδενίζονται, όπως υποστηρίζουν με πάθος οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Για αυτό άλλωστε και χρησιμοποιούν τη λέξη τάφος για να περιγράψουν τον Άδη. Μια λέξη που δεν επιδέχεται αλληγορικές ερμηνείες και δηλώνει το συγκεκριμένο τόπο που δέχεται το νεκρό ανθρώπινο σώμα. Είναι φανερό, λοιπόν, πως με τον ορισμό που δίνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά για τον Άδη, οδηγούνται σε ολοκληρωτικό αδιέξοδο.
Επιπρόσθετα, αυτή η διατύπωση του ορισμού του Άδη από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά αν μη τι άλλο, φανερώνει τη γλωσσική άγνοια και την αδυναμία εκφράσεως που τους διακρίνει στη διατύπωση έστω και των εσφαλμένων τους θέσεων. Εντούτοις, οι οπαδοί τους έχουν υποστεί τέτοια πλύση εγκεφάλου και τέτοια συστηματική καλλιέργεια ενός συστήματος υπεροψίας και αλαζονείας, ότι δήθεν αυτοί κατέχουν την απόλυτη και ολοκληρωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση της αλήθειας, ώστε όχι μόνο δε δέχονται να ακούσουν έστω και από ενδιαφέρον μια αντίθετη άποψη, αλλά με τόλμη και θράσος πολλές φορές και με ύφος ειδήμονος και επαΐοντος δεν διστάζουν να διδάσκουν και να κηρύττουν δημόσια αυτές και άλλες παρόμοιες ανοησίες, όπως το ότι ο Άδης είναι ο κοινός τάφος όλων των νεκρών. Και ενώ στερούνται παντελώς οποιουδήποτε λογικού περιεχομένου, να τις παρουσιάζουν ως τις πλέον ουσιαστικές και βαθυστόχαστες σοφίες, αλλά και σωτηριώδεις αλήθειες. Ας καταβάλουμε, όμως, μια ακόμη προσπάθεια να κατανοήσουμε τι προσπαθούν να μας πουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά με αυτόν τον –κενό σε περιεχόμενο και ατυχή- ορισμό που δίνουν στη λέξη Άδης.
Όπως και προηγούμενα τονίσαμε, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν δέχονται επουδενί την ύπαρξη νοεράς και ενσυνείδητης ψυχής, η οποία αποχωρίζεται το σώμα, στο οποίο κατοικεί, όταν ο άνθρωπος πεθαίνει. Επειδή λοιπόν, ο Άδης χαρακτηρίζεται εμφανώς στην Αγία Γραφή, αλλά και γενικότερα ως ο τόπος της κατοικίας των νεκρών ή με άλλα λόγια το βασίλειο των νεκρών μέχρι την Ανάσταση, δηλαδή μέχρι τότε που οι νεκροί θα αναστηθούν πάλι με τα σώματά τους, είναι φανερό πως η αποδοχή μιας τέτοιας θεώρησης του Άδου από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, εκθέτει ανεπανόρθωτα την περί ψυχής θεωρία τους. Διότι είναι αδιανόητο οι ανύπαρκτες, όπως λένε, ψυχές των ανθρώπων μετά θάνατον να υπάρχουν κάπου. Και πώς είναι δυνατό, αφού ο άνθρωπος ως πρόσωπο, κατά τους ισχυρισμούς τους, εξαφανίζεται κατά το θάνατο, ταυτόχρονα να υπάρχει σε έναν τόπο που καλείται Άδης και να περιμένει την ανάστασή του;
Για να αποφύγουν, λοιπόν, αυτήν την φανερή και ανυπέρβλητη κακοτοπιά, προτίμησαν να έρθουν αντιμέτωποι με κάθε θεολογικό, ιστορικό ή γλωσσικό προηγούμενο, να αλλοιώσουν πλήρως την έννοια του Άδου και να βαφτίσουν την απογυμνωμένη από κάθε μεταφυσική έννοια σημασία του, ως ορισμό. Παρατηρούμε σαφέστατα πως δε διστάζουν να ανατρέψουν τα πάντα, ως και τη σημασία βασικών, πασίγνωστων και ξεκάθαρων εννοιών, προκειμένου να μην αλλάξουν την εσφαλμένη δογματική τους τοποθέτηση. Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά, ότι εκείνο που τους ενδιαφέρει δεν είναι η κατανόηση των διδασκαλιών της Βίβλου και η άνευ όρων συμμόρφωση και εφαρμογή τους, αλλά μάλλον η προώθηση των έστω και εσφαλμένων δογμάτων τους με κάθε μέσο, έστω και αν αυτό απαιτεί την αλλοίωση και διαστρέβλωση και παραχάραξη της ιστορίας, της γλώσσας, ακόμα και αυτού του λόγου του Θεού. Αυτό βέβαια δεν αφορά όλους τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά μόνον εκείνους που είναι υπεύθυνοι της κατασκευής και προώθησης τέτοιων κακοδοξιών, στο βαθμό που ο καθένας τους συμμετέχει σε αυτό.
- Η απάτη αναίρεσης ψευδών θέσεων στη θέση της αληθινής
Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, για να οδηγήσουν τους αναγνώστες των βιβλίων τους στην αποδοχή αυτού του αλλοπρόσαλλου και παράλογου ορισμού περί Άδου, εκτός από τη διαστρέβλωση ή παρερμηνεία ορισμένων χωρίων της Αγίας Γραφής που χρησιμοποιούν για αυτόν τον σκοπό, κατασκευάζουν επιδέξια και ένα άλλοθι. Αυτό το άλλοθι είναι η σύγχυση που έχει πάνω στο ζήτημα αυτό ο αντίποδας, κυρίως προτεσταντικές ομολογίες που έχουν υιοθετήσει και προεκτείνει κακοδοξίες περί Άδου του παπισμού. Αφού λοιπόν, παρουσιάσουν στον αναγνώστη την απαράδεκτη και εσφαλμένη θέση ορισμένων, ότι ο Άδης ταυτίζεται με την κόλαση και αφού την γενικεύσουν, ώστε η κατηγορία να συμπεριλάβει ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, αμέσως μετά προτείνουν τη δική τους δογματική άποψη περί Άδου, την οποία και θριαμβευτικά επιδεικνύουν ως τη μόνη φωτεινή εξαίρεση, αλλά και ταυτόχρονα τη μοναδική επιστημονικά τεκμηριωμένη.
Πιστεύουμε ότι βάζοντας τα πράγματα στη σειρά και εξετάζοντας τα ένα προς ένα, βοηθήσαμε στο να αφαιρεθεί το πέπλο της απάτης, με το οποίο περίτεχνα συνεχίζουν να ντύνουν τις κακοδοξίες τους οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Θα μας απασχολήσει πάλι το ζήτημα του Άδου. Μιας έννοιας που ενώ συνδέεται με τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων γύρω από τους νεκρούς και την κατάστασή τους, εντούτοις υιοθετήθηκε από τους μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά ακόμα και από τους ίδιους τους Αποστόλους και Ευαγγελιστές για να περιγράψει το ίδιο πράγμα, δηλαδή τον κόσμο των νεκρών.
- Σύνδεση με τα προηγούμενα
Επειδή πολλοί είναι εκείνοι που έχουν αλλοιώσει σε σημαντικό βαθμό το νόημα αυτής της λέξης, δηλαδή της λέξης Άδης, όπως άλλωστε και πολλών άλλων, όπως για παράδειγμα της λέξης ψυχή, ανάσταση κτλ, απλώς και μόνο για να προωθήσουν διάφορες κακοδοξίες σχετικά με τις επαγγελίες και τα δόγματα της πίστεως μας, για αυτό και θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε σε βάθος το ζήτημα αυτό.
Ήδη και στο προηγούμενο κείμενο, αναφέραμε κάποιες ακραίες ερμηνευτικές θέσεις, στις οποίες έχουν οδηγηθεί διάφοροι αιρετικοί στο θέμα του Άδη. Πιο συγκεκριμένα διαπιστώσαμε ότι πολλές χριστιανικές ομολογίες με κύριο αντιπρόσωπο τον παπισμό και ακολούθους μια πλειάδα προτεσταντικών παραφυάδων, αφού ξέφυγαν από τη μέση και ισόρροπη οδό της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησία και αφού ξεκόπηκαν από τη γνήσια και ζωντανή παράδοσή της, ισοπέδωσαν τη χρήση του όρου Άδης και την απέδωσαν ως κόλαση. Με λόγια ταύτισαν τον Άδη με την Κόλαση, Δηλαδή τον τόπο βασανισμού των ψυχών και στις επίσημες μεταφράσεις τους μετέφρασαν τη λέξη Άδης ως κόλαση.
Από την άλλη μεριά κάποιοι άλλοι αιρετικοί αντιδρώντας σ’ αυτήν την ταυτοποίηση, οδηγήθηκαν στο άλλο στο αντιδιαμετρικό άκρο και υποστηρίζουν ότι ο Άδης όχι μόνο δεν είναι τόπος βασανισμού των νεκρών ανθρώπων, αλλά ούτε καν τόπος στον οποίο βρίσκονται ψυχές νεκρών ανθρώπων. Αλλά τι λέγουν ότι είναι; Απλώς ο κοινός τάφος ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, διότι κατά την εσφαλμένη τους δογματική τοποθέτηση δεν υπάρχει ψυχή ως νοερό και αόρατο συστατικό του ανθρώπου, αλλά ότι ο άνθρωπος είναι μόνο ό,τι αισθητά αντιλαμβανόμαστε, δηλαδή το σώμα του.
Χαρακτηριστική ομάδα που υιοθετεί και προωθεί αυτές τις υλιστικές αντιλήψεις είναι η αυτοαποκαλούμενη μάρτυρες του Ιεχωβά. Εφόσον λοιπόν πιστεύουν ότι η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει κανένα μεταφυσικό χαρακτήρα και ότι ο άνθρωπος όταν πεθαίνει, εξαφανίζεται και εκμηδενίζεται ως ύπαρξη, ως προσωπικότητα, ως υπόστασις, είναι φυσικό και αναμενόμενο κάθε έννοια που αφορά την μετά θάνατον κατάσταση του ανθρώπου να την απογυμνώνουν από κάθε ίχνος μεταφυσικού και πνευματικού περιεχομένου. Και σαν άλλοθι για κάτι τέτοιο- αναφορικά με τον Άδη στην προκειμένη περίπτωση- χρησιμοποιούν την εξίσου ακραία και εσφαλμένη θέση που αναφέραμε προηγούμενα ότι ο Άδης είναι η κόλαση, ο τόπος βασανισμού των νεκρών.
Με άλλα λόγια προωθούν την κακοδοξία τους, ότι ο Άδης δεν περιέχει τις ψυχές των ανθρώπων, απλώς αντιδιαστέλλοντας την με μια άλλη κακοδοξία, ότι ο Άδης πάντοτε ταυτίζεται με την κόλαση. Ας διαβάσουμε κατά λέξη την ερμηνεία που δίνουν στη λέξη Άδης , όπως τη διατυπώνουν στο βιβλιάριο «Πώς να συζητάτε λογικά από τις Γραφές», εκδόσεων Μαρτύρων του Ιεχωβά , σελίδα 43.
«Η εβραϊκή «σιεόλ» και η ελληνική ισοδύναμη της «Άδης» αναφέρονται όχι σε έναν μεμονωμένο τόπο ταφής, αλλά στον κοινό τάφο του νεκρού ανθρώπινου γένους».
Σημειώνουμε ότι η ερμηνεία αυτή των μαρτύρων του Ιεχωβά που αποδίδουν στη λέξη Άδης, περιέχεται στην παράγραφο που έχει τον γενικό τίτλο «Άδης (κόλαση)» και κάτω από τον υπότιτλο Ορισμός. Βαφτίζουν, λοιπόν, δολίως και θρασύτατα «ορισμό» τη δική τους ερμηνεία περί Άδου, η οποία απορρέει από τις δογματικές τους θέσεις και μόνο. Και είναι πολύ συνηθισμένη αυτή η τακτική ανάμεσα στους μάρτυρες του Ιεχωβά. Και δυστυχώς όχι μόνο σε αυτούς, αλλά και σε πολλές άλλες αιρετικές ομάδες να ντύνουν τις ιστορικά αβάσιμες και επιστημονικά απαράδεκτες δογματικές τους θέσεις με ένα ένδυμα σοβαρότητας και επιστημονικής αντικειμενικότητας. Μάλιστα προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν την κρίση του αναγνώστη και να αποσπάσουν την εμπιστοσύνη του, ώστε να αποδεχθεί ως αδιαμφισβήτητο και επιστημονικά τεκμηριωμένο αυτόν τον κατ’ επίφαση ορισμό, που δίνουν στη λέξη Άδης με ποιον τρόπο νομίζετε; Αναφέροντας ταυτόχρονα με την ελληνική λέξη Άδης και την αντίστοιχη της εβραϊκή «σιεόλ».
Έτσι εντυπωσιάζοντας τον αδαή και απονήρευτο αναγνώστη, πως δήθεν είναι βαθείς γνώστες της ιστορίας του όρου και στα ελληνικά και στα εβραϊκά, τον προετοιμάζουν να δεχθεί χωρίς επιφυλάξεις και αμφιβολίες τον ολοκληρωτικά εσφαλμένο ορισμό περί Άδου που δίνουν. Και πράγματι ο κατ’ επίφαση ορισμός που προτείνουν για τον Άδη οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι όχι μόνο επιστημονικά αβάσιμος, αλλά και λογικά αβάσιμος και κενός περιεχομένου. Διότι τι σημαίνει η φράση «κοινός τάφος του νεκρού ανθρώπινου γένους. Είναι γνωστό ότι η λέξη τάφος δηλώνει τον τόπο όπου τοποθετούνται τα σώματα των νεκρών. Αλλά τότε τι περιέχει αυτός ο «κοινός τάφος του νεκρού ανθρώπινου γένους»; Τα σώματα όλων των νεκρών; Μα κάτι τέτοιο είναι παράλογο και να το σκεφτεί κανείς, διότι δεν υπάρχει κάποιος κοινός τόπος ταφής όλων των νεκρών του ανθρώπινου γένους από τον Αδάμ μέχρι σήμερα.
Αλλά τότε τι άραγε περιέχει; Τις ψυχές τους; Αυτό όμως είναι που θέλουν να αποφύγουν. Διότι ενώ για όλους τους άλλους ο Άδης χαρακτηρίζεται ως ο τόπος που φιλοξενεί τις ψυχές των νεκρών μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, οπότε θα γίνει και η γενική ανάσταση και οι ψυχές θα επανενωθούν με τα οικεία τους σώματα, για τους μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είναι το ίδιο. Έτσι προτίμησαν να δώσουν μια καινούρια ερμηνεία του Άδη ή της αντίστοιχης εβραϊκής λέξης σιεόλ, η οποία δεν έχει και τόση σημασία για τους μάρτυρες του Ιεχωβά, αν έχει κάποιο λογικό περιεχόμενο. Αρκεί μόνο να μην αφήνει περιθώρια για μεταφυσικές προεκτάσεις, όπως για παράδειγμα την ύπαρξη και αόρατης ψυχής που επιβιώνει από το σωματικό θάνατο και είναι φορέας της προσωπικότητας του ανθρώπου.
Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, αλλά τολμούν αυτήν την παράλογη και αβάσιμη ερμηνεία να την χαρακτηρίζουν ορισμό και να την προβάλλουν στους αναγνώστες τους με κάθε επιστημονική επισημότητα. Είναι επίσης χαρακτηριστικό και αξιοσημείωτο, ότι ενώ το άρθρο των μαρτύρων του Ιεχωβά- που προηγουμένως διαβάσαμε- είναι γεμάτο από διαφόρων ειδών παραθέσεις από διάφορα βιβλία και εγκυκλοπαίδειες για μικρότερης σημασίας ζητήματα, εντούτοις για τον ίδιο τον ορισμό του Άδου δεν κάνουν ούτε μια παράθεση. Γιατί; Απλούστατα διότι δεν υπάρχει ούτε ένα σοβαρό λεξικό ούτε ένα σοβαρό βιβλίο ούτε ένας ειδικός επιστήμονας σε ζητήματα γλώσσας που να ενστερνίζεται ή έστω να παρουσιάζει ως πιθανή εκδοχή τον ορισμό που δίνουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά για την λέξη Άδης.
- Τι λένε τα αξιολογότερα λεξικά για τη λέξη: Άδης
Στη συνέχεια θα αναφέρουμε δειγματοληπτικά τον ορισμό που δίνουν στη λέξη Άδης ορισμένα από τα σοβαρότερα ελληνικά και ξένα λεξικά . Ας δούμε λοιπόν, πώς ορίζουν τα αξιολογότερα λεξικά τη λέξη Άδης και κατά πόσον ο ορισμός αυτός ταιριάζει με αυτόν των μαρτύρων του Ιεχωβά.
- Θα ξεκινήσουμε από το διακεκριμένο δωδεκάτομο και εγκυρότατο έργο με τίτλο «Θεολογικό λεξικό της Καινής Διαθήκης» του Κίτελ στα αγγλικά. Διαβάζουμε μεταφράζοντας από τον 1ο τόμο (σελ 146 και εξής) μερικά αποσπάσματα κάτω από το λήμμα Άδης.
- «Στη μετάφραση των Ο’ ο Άδης είναι σχεδόν πάντοτε η απόδοση της λέξης «σιεόλ». Στην Παλαιά Διαθήκη αυτό σημαίνει το σκοτεινό βασίλειο των νεκρών. Στην Καινή Διαθήκη, η αντίληψη περί Άδου είναι στενά συνδεδεμένη με αυτήν που είχε ο μετέπειτα ιουδαϊσμός, δηλαδή των ελληνιστικών χρόνων. Αυτό εκδηλώνεται πολύ ξεκάθαρα στο Λουκά ιστ’ 19-31, δηλαδή στην παραβολή του Χριστού για τον πλούσιο και τον Λάζαρο, όπου όταν ο πλούσιος πέθανε, μεταφέρθηκε στον Άδη».
- Και λίγο πιο κάτω αναφέρει κατά λέξη τα εξής:
«Η ψυχή βεβαίως χωρίζεται από το σώμα κατά τον θάνατο, αλλά υφίσταται την αρμόζουσα προσωρινή τιμωρία κατά τον χρόνο μεταξύ του θανάτου και της αναστάσεως. Όταν η Καινή Διαθήκη αναφέρει τη λέξη Άδης, γίνεται αναφορά στην κατοικία των ψυχών, που έχουν αποχωριστεί από τα σώματά τους». (πρβλ Πράξεις β’ 6-31).
- Και σε σχέση με τη γέεννα αναφέρει τα εξής:
«Τελικά η Καινή Διαθήκη συμφωνεί (με την Παλαιά Διαθήκη) ότι η παραμονή στον Άδη είναι πεπερασμένη, όπως γίνεται φανερό από την ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στις λέξεις Άδης και γέεννα. Σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη ο Άδης εξυπηρετεί μονάχα έναν ενδιάμεσο σκοπό: Παραλαμβάνει τις ψυχές μετά τον θάνατο και τις αποδίδει πάλι κατά την Ανάσταση (Αποκαλ. κ’ 13)».
Παρατηρούμε ότι αυτό το πολύ σοβαρό έργο πουθενά δεν αναφέρει τον Άδη σαν τον κοινό τάφο του κοινού ανθρώπινου γένους. Αντίθετα μάλιστα, λέει ότι δε δέχεται τα σώματα των νεκρών ανθρώπων, αλλά τις ψυχές τους. Για αυτό άλλωστε και το ονομάζει «βασίλειο των νεκρών». Διότι απλούστατα εκεί μεταβαίνουν οι ψυχές των νεκρών, οι οποίες είναι οι φορείς της ανθρώπινης προσωπικότητας και συνειδητότητας. Σε καμία περίπτωση ο Άδης δεν είναι ο τάφος, δηλαδή ο τόπος που δέχεται τα νεκρά ανθρώπινα σώματα.
Διαπιστώσαμε λοιπόν, πως ο ορισμός για τον Άδη που δίνουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά όχι μόνο δεν υιοθετείται από το πολύ έγκυρο και σοβαρό αυτό λεξικό του Κίμπελ, αλλά μάλλον καταδικάζεται από αυτό ως εσφαλμένος και αβάσιμος.
- Ας δούμε στη συνέχεια και ένα άλλο εξίσου σοβαρό λεξικό, το λεξικό του ερμηνευτή της Βίβλου εκδόσεων Άντιγκντον στην Αγγλική. Στον 1ο τόμο σελ 787 κάτω από το λήμμα νεκρών κατοικία αναφέρει τα εξής:
«Όπως και όλοι οι άλλοι αρχαίοι λαοί, οι Εβραίοι πίστευαν ότι οι νεκροί αν και τελείωναν την επίγεια ζωή τους, δεν έπαυαν να υπάρχουν ως εκ τούτου».
Σχολιάζοντας, αναφέρουμε ότι σε τελεία αντίθεση με αυτήν την πίστη των Ισραηλιτών έρχονται σήμερα οι μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι πιστεύουν ότι οι νεκροί τελειώνοντας την επίγεια ζωή τους, παύουν να υπάρχουν ως προσωπικότητες, με άλλα λόγια εκμηδενίζονται, αφανίζονται.
Στη συνέχεια το λεξικό αναφέρει σωρεία παραθέσεων από την Παλαιά Διαθήκη, για το πώς περιγράφει τον τόπο κατοικίας των νεκρών ως εξής:
«Ο τόπος κατοικίας των νεκρών περιγράφεται ως η τελική συναγωγή όλων των ζώντων, «τον οίκο τον προσδιορισμένο εις πάντα ζώντα» Ιώβ λ’ 23. Χρωματίζεται ποικιλοτρόπως σαν « το σκοτεινό γνοφερό βασίλειο» Ιώβ ι’ 20-21. Χαρακτηριζόμενο από βαθιά σιωπή ή πάλι σαν πόλις με πύλες. Οι κάτοικοι αυτού του βασιλείου συνήθως ονομάζονται «ρεφαΐμ».
Συμπληρώνουμε εμείς ότι η λέξη «ρεφαΐμ» σημαίνει φάσματα, φαντάσματα, ασώματες ψυχές μετά θάνατον. Με αυτά τα πολύ χαρακτηριστικά λόγια μεταφράζουν αυτή τη λέξη το εβραιο-αγγλικό λεξικό της Π.Δ. του Λάνκερσαϊρ σελ. 324, οι Μπράουν, Ντράιβερ και Μπρις στο εβραϊκό και αγγλικό λεξικό της Π.Δ. σελ. 952 και οι πολύ γνωστοί Κάιτ και Ντέλιτς.
Προφανώς, οι κάτοικοι του Άδη διατηρούν την επίγεια τάξη τους (Ησαΐας ιδ’ 9-10, Ιεζεκ. λβ’ 21-24), αλλά περιγράφονται και ως κοπιασμένοι (Ιώβ γ’ 17) και αδύναμοι.
Είναι απολύτως ξεκάθαρο πως και αυτό το λεξικό έρχεται σε τελεία αντίθεση με τους μάρτυρες του Ιεχωβά, όσον αφορά την κατάσταση των νεκρών μετά τον θάνατο και τον τόπο της κατοικίας τους, δηλαδή τον Άδη. Ποτέ ούτε και οι προ Χριστού Εβραίοι ούτε και οι Χριστιανοί δεν πίστευαν ότι οι άνθρωποι μετά θάνατον οδηγούνται στην ανυπαρξία και στον εκμηδενισμό. Και όσον κι αν προσπαθούν οι μάρτυρες του Ιεχωβά, δεν βρίσκουν κανένα σοβαρό μελετητή της ιστορίας και της γλώσσας των λαών των χρόνων της Αγίας Γραφής, που να υποστηρίζει ή έστω να συζητά τις ακραίες απόψεις τους.
Επιγραμματικά αναφέρουμε και μερικά ακόμη λεξικά, που δίνουν με ακρίβεια τη σημασία των λέξεων Άδης και σιεόλ. Ορισμένα μάλιστα από αυτά που θα αναφέρουμε τα χρησιμοποιούν και οι μάρτυρες του Ιεχωβά, από όπου και παραθέτουν στα βιβλία τους για άλλα, βεβαίως, ζητήματα στα οποία συμφωνούν. Τέτοια λεξικά είναι:
- Το «Νέο Διεθνές Λεξικό της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης», εκδόσεως Κόλινμπραουν στην αγγλική, όπου στον 1ο τόμο σελ. 523 αναφέρεται ο σιεόλ(η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη για τον Άδη) ως το βασίλειο των νεκρών.
- Στο πολύ γνωστό λεξικό έκθεσης λέξεων της Βίβλου του Βάιν στην αγγλική σελ 187, αναφέρεται χαρακτηριστικά κάτι που αποστομώνει εντελώς τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Συγκεκριμένα λέει:
- «Ο Σιεόλ δε δηλώνει ποτέ τον τάφο. Για την κατάσταση που χαρακτηρίζει τον Σιεόλ βλ. Λουκά ιστ’ 23-31, δηλαδή την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου».
- Το λεξικό Βιβλικής θεολογίας του Ξαβιέ Λυόν Ντιφούρ, εκδόσεως 1974, μεταφρασμένο στην ελληνική αναφέρει στη σελ. 574 ότι «ο Άδης είναι το βασίλειο του θανάτου» και δίνει τον ορισμό, ότι «ο άδης είναι η διαμονή των νεκρών».
- Τα ίδια περίπου αναφέρει και το λεξικό του Σταματάκου της αρχαίας ελληνική γλώσσης, όπως και το 15τομο «Μέγα Λεξικό όλης της Ελληνικής Γλώσσης» του Δημητράκου, στον 1ο τόμο, σελ 70 κάτω από το λήμμα Άδης.
Παρόλο που είναι πιθανό να σας κουράσαμε λίγο με τη συνεχή παράθεση από τα σοβαρότερα σύγχρονα λεξικά, εντούτοις το κρίναμε αναγκαίο για να πληροφορήσουμε τους αγαπητούς αλλά και πλανεμένους μάρτυρες του Ιεχωβά, σε πόση κραυγαλέα αντίθεση έρχεται η εταιρεία Σκοπιά με όλους τους λογίους και με όλα τα σοβαρά βοηθήματα προκειμένου να υποστηρίξει και να προωθήσει τις κακοδοξίες της. Και όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο –φαινόμενο όχι σπάνιο, αλλά πολύ συνηθισμένο-, τότε προτιμά να διαψεύσει, να απορρίψει αλλά και να διαστρεβλώσει κάθε επιστημονική αλήθεια, αλλά και κάθε ιστορικό δεδομένο, προκειμένου να μη διορθώσει το σφάλμα της, αλλά μάλλον να το διαδώσει. Και δυστυχώς, παρά τα τόσα εμφανέστατα λάθη και ανακρίβειες που διδάσκει, εντούτοις πάντα βρίσκει αδαείς και αστήρικτους και ανυποψίαστους ανθρώπους, που να τους πείθει με τα ψέματα και να τους αιχμαλωτίζει στα δίχτυα της. Για αυτούς λοιπόν, τους καλοπροαίρετους μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά απληροφόρητους και παντελώς ανυποψίαστους για τις μεθοδίες της πλάνης που χρησιμοποιούν οι ηγέτες τους, κρίναμε σκόπιμο να παραθέσουμε όχι μόνο μία, αλλά αρκετές γνώμες υπευθύνων και σοβαρών μελετητών για το τι είναι ο Άδης. Και είναι ξεκάθαρο ότι ο Άδης δεν είναι ο κοινός τάφος του νεκρού ανθρώπινου γένους, όπως θέλει να μας πείσει η εταιρεία Σκοπιά, αλλά είναι ο τόπος που βρίσκονται οι ψυχές των νεκρών ή αλλιώς το βασίλειο των νεκρών.
- Θεολογική προσέγγιση του θέματος του Άδη
Ήρθε όμως η ώρα να προσεγγίσουμε το ζήτημα του Άδου από την θεολογική άποψη, όσον βέβαια μας επιτρέπουν οι δυνάμεις μας. Καταρχήν, η έννοια του Άδου και φυσικά και η αντίστοιχη εβραϊκή σιεόλ, παρόλο που πάντοτε δήλωνε και δηλώνει τον κόσμο των νεκρών, τον χώρο όπου βρίσκονται οι ψυχές των πεθαμένων ανθρώπων, ωστόσο αντιμετωπίζεται με έναν ελαφρώς διαφορετικό τρόπο από την Καινή Διαθήκη από ό,τι στην Παλαιά. Ο λόγος είναι απλός. Υπήρξε ένα συγκλονιστικό ιστορικό γεγονός, που άλλαξε τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο του άδη. Αυτό το συγκλονιστικό γεγονός είναι η κάθοδος του ίδιου του Ιησού Χριστού σε αυτόν.
Ο Χριστός ως Θεός είναι ο αρχηγός της ζωής (Πράξεις γ’ 15) και είναι ο «έχων τας κλεις», δηλαδή τα κλειδιά του θανάτου και του άδου (Αποκ. α ’18). Και όπως είναι φυσικό δεν ήταν δυνατόν να κρατείται υπ’ αυτού. (Πράξεις β’ 24). Έτσι λοιπόν, έχουμε τον πρώτο άνθρωπο που ενώ πήγε στον Άδη, ξέφυγε από τα δεσμά του. Κάτι που μέχρι τότε ήταν παντελώς αδύνατον για τον οποιοδήποτε, όσο άγια ζωή κι αν είχε. Αλλά η αλλοίωση και η απώλεια της παντοδυναμίας του άδη δεν σταμάτησε μόνο στο Χριστό. Διότι ο Θεός συνεζωοποίησε το Χριστό –δηλαδή μαζί με το Χριστό- και συνήγειρε –δηλαδή συνανέστησε- και συνέστησε τοις επουρανίοις εν Χριστώ Ιησού όλους πίστεψαν και πιστεύουν σ’ Αυτόν. (Εφες β’ 5,6).
Ο Άδης λοιπόν, μετά την κάθοδο του Χριστού σε αυτόν, δεν έχασε μόνον τον Χριστό, αλλά μαζί με Αυτόν και όλους όσους πίστεψαν σε Αυτόν . Άδειασε θα λέγαμε από όλους τους ακολούθους του Χριστού και όλοι όσοι πεθαίνουν εν Χριστώ, δεν τον επισκέπτονται, διότι δεν μπορεί να συνυπάρξει το Φως του Χριστού που τους περιβάλλει με το σκότους του άδου. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η ουσία του Άδου και το περιεχόμενό του άλλαξαν ριζικά μετά την κάθοδο του Χριστού σε αυτόν. Προς το παρόν όμως, ας αρκεστούμε σε αυτά τα λίγα σχόλια, ικανά όμως για να χαράξουν με αδρές γραμμές το δρόμο της ορθοδόξου δογματικής της πίστεως μας και να διαφοροποιήσουν την οπτική γωνία από την οποία πρέπει να μελετήσουμε την έννοια του άδου από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
Ας δούμε, λοιπόν, πώς περιγράφεται και πώς χαρακτηρίζεται ο Άδης από τους θεοπνεύστους συγγραφείς της Π.Δ. καταρχήν. Όπως πολλές φορές μέχρι τώρα έχουμε αναφέρει, ο Άδης παρουσιάζεται σαν το σκοτεινό βασίλειο των νεκρών. Ας δούμε με ποια λόγια τον περιγράφει ο Ιώβ στο ομώνυμο βιβλίο:
«20 ή ουκ ολίγος εστίν ο χρόνος τού βίου μου; έασόν με αναπαύσασθαι μικρόν 21 πρό τού με πορευθήναι όθεν ουκ αναστρέψω, εις γήν σκοτεινήν και γνοφεράν, 22 εις γήν σκότους αιωνίου, ού ουκ έστι φέγγος, ουδέ οράν ζωήν βροτών». Ιώβ ι’ 20-22.
Ο Άδης, λοιπόν, εδώ χαρακτηρίζεται ως γη σκότους, ως γη γνοφερά. Μάλιστα ο ίδιος την τοποθετεί με ποιητική γλώσσα κάτω από τον ωκεανό, για να δηλώσει ότι είναι παντελώς πέρα από τις δυνατότητες των ζώντων να τη φθάσουν, ότι είναι δηλαδή σε άλλον χώρο, σε άλλη διάσταση, όπως θα λέγαμε εμείς σήμερα. Έτσι λέει για τον τόπο της κατοικίας των νεκρών, τον Άδη:
«Οι νεκροί τρέμουσι υποκάτωθεν των υδάτων και οι συγκατοικούντες μετ’ αυτών» (μετάφραση)
«5 μη γίγαντες μαιωθήσονται υποκάτωθεν ύδατος και των γειτόνων αυτού» (πρωτότυπο) Ιώβ κστ’ 5
Είναι αξιοσημείωτο να παρατηρήσουμε ότι οι νεκροί που βρίσκονται κατά την ποιητική περιγραφή του Ιώβ κάτω από τα ύδατα, δηλαδή τον ωκεανό, έχουν συναίσθηση της καταστάσεως τους και μάλιστα τρέμουν, όπως χαρακτηριστικά λέγει τον Θεό. Δεν είναι ανύπαρκτοι και εκμηδενισθέντες, αλλά έχουν συνειδητή προσωπικότητα.
Άλλοι πάλι συγγραφείς τοποθετούν τον Άδη κάτω από τη γη, επειδή εκεί θάπτονταν οι νεκροί. Έτσι διαβάζουμε στους Αριθμούς ιστ’ 30:
«30 αλλ’ ή εν φάσματι δείξει Κύριος, και ανοίξασα η γη το στόμα αυτής καταπίεται αυτούς και τους οίκους αυτών και τας σκηνάς αυτών και πάντα, όσα εστίν αυτοίς, και καταβήσονται ζώντες εις άδου»
Ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει τον Άδη ως «τα κατώτερα μέρη της γης» (Εφες. δ’ 9). Επίσης ο Ιωνάς τοποθετεί τον Άδη στα έσχατα των ορέων(Ιων. β’ 7). Όλες αυτές οι διαφορετικές τοποθεσίες δεν εκλαμβάνονται κατά κυριολεξία, αλλά σαν σκοπό έχουν να δηλώσουν, ότι ο τόπος όπου ευρίσκονται οι ψυχές των νεκρών είναι εντελώς απρόσιτος στους ζώντες επί της γης. Ο άδης περιγράφεται επίσης ως αδηφάγος. Στους χρόνους της Π.Δ. τουλάχιστον δεν έκανε διακρίσεις για κανέναν, αλλά όλους τους ανθρώπους ερχόταν ώρα που τους κατάπινε. Έτσι γράφει ο ψαλμωδός : «49 τις εστιν άνθρωπος, ός ζήσεται, και ουκ όψεται θάνατον; ρύσεται την ψυχήν αυτού εκ χειρός άδου; » Ψαλμ πθ’ 48.
Βέβαια η κατάσταση αυτή σαφώς άλλαξε για τον Χριστό και τους ακολούθους Του. Ο δρόμος που οδηγεί στον άδη είναι κάτω από φυσιολογικές συνθήκες μονόδρομος, δρόμος χωρίς επιστροφή. Για αυτό ο Ιώβ λέγει :
«οδώ δε, ή ουκ επαναστραφήσομαι, πορεύσομαι.» (Ιώβ ιστ’ 22).
Και αλλού πάλι λέγει:
«9 ώσπερ νέφος αποκαθαρθέν απ’ ουρανού. εάν γάρ άνθρωπος καταβή εις άδην, ουκέτι μη αναβή,10 ουδ’ ου μη επιστρέψη έτι εις τον ίδιον οίκον, ουδ’ ου μη επιγνώ αυτόν έτι ο τόπος αυτού» Ιώβ ζ’ 9-10.
Λέγει και εδώ σαφώς ο Ιώβ ότι όποιος εγκαταλείπει αυτόν τον κόσμο δια του θανάτου και μεταβαίνει στον άδη δεν επιστρέφει πάλι πίσω. Η γη των ζώντων δεν θα τον ξαναδεί. Και για τους ζωντανούς θα πάψει πλέον να υπάρχει. Όχι βέβαια γιατί ο ίδιος θα οδηγηθεί στην ανυπαρξία, αλλά γιατί θα υπάρχει σε έναν άλλο κόσμο, τελείως διαφορετικό και απροσπέλαστο από τον κόσμο των ζωντανών. Με αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε όλα τα σχετικά χωρία που μιλούν για μη ύπαρξη των νεκρών, όπως το αμέσως προηγούμενο από αυτά που διαβάσαμε.
«ο οφθαλμός του βλέποντος με δεν θέλει με ιδείν πλέον. Οι οφθαλμοί μου είναι επ’ εμέ και εγώ δεν υπάρχω». Εννοεί σαφώς ότι δεν υπάρχει ανάμεσα στους ζώντες και όχι δεν υπάρχει πουθενά, διότι προηγουμένως είδαμε ότι ο ίδιος ο Ιώβ λέγει οι νεκροί υπάρχουν στη γη του σκότους και τρέμουν μάλιστα τον Θεό.
Παρόμοια όμως, εδάφια τα απομονώνουν οι αιρετικοί δολίως και έντεχνα, για να παραπλανήσουν τους οπαδούς τους που δεν είναι «στερεοί εις την πίστιν» (Α’ Πέτρ. ε’ 9). Είδαμε λοιπόν, ότι η πορεία προς τον Άδη είναι χωρίς επιστροφή, δηλαδή επιστροφή στη γη των ζώντων. Ωστόσο, η επαγγελία της Αναστάσεως εγγυάται την ολοκληρωτική κατάργηση του Άδου και την εκκένωσή του από όλους τους νεκρούς. Στο τέλος, μετά την Ανάσταση, μιας και όλες οι ψυχές των ανθρώπων που ήταν φυλακισμένες σ’ αυτόν έχουν επανενωθεί με σώματά τους, ο Άδης χωρίς πλέον δεσμίους θα ριφθεί εις τη λίμνη του πυρός:
«13 και έδωκεν η θάλασσα τους νεκρούς τους εν αυτή, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους νεκρούς τους εν αυτοίς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών. 14 και ο θάνατος και ο άδης εβλήθησαν εις την λίμνην τού πυρός· ούτος ο θάνατος ο δεύτερός εστιν». (Αποκ. κ’ 13-14)
Ο Άδης αν και είναι ένας τόπος παντελώς απροσπέλαστος και ξένος προς τους ζωντανούς δεν είναι και απροσπέλαστος από τον Θεό. Ο ωραιότατος Ψαλμός 139 του Δαυίδ αναφέρει :
«8 εάν αναβώ εις τον ουρανόν, σύ εκεί εί, εάν καταβώ εις τον άδην, πάρει· »,δηλαδή παρευρίσκεσαι και εκεί. (Ψαλμ’ ρλθ’ ).
Όμοια ο ίδιος ο Κύριος λέγει εις τον προφήτη Αμώς:
«2 εάν κατακρυβώσιν εις άδου, εκείθεν η χείρ μου ανασπάσει αυτούς· » (Αμώς θ’2)
Η παρουσία, λοιπόν, του Θεού δε λείπει από τον Άδη ούτε ο τόπος των νεκρών είναι ξένος και κεκρυμμένος από τον Θεό, όπως είναι για τους ζωντανούς ανθρώπους. Ένας συνήθης χαρακτηρισμός του Άδου που έχει άμεση σχέση με τον απρόσιτο των ζωντανών στο χώρο αυτόν, αλλά και συγχρόνως με την αδυναμία των νεκρών να ξεφύγουν από εκεί είναι και αναφορά του ως πόλις με πύλες.
Έτσι ο Θεός ρωτά τον Ιώβ :«17 ανοίγονταί δε σοι φόβω πύλαι θανάτου, πυλωροί δε άδου ιδόντες σε έπτηξαν; » Ιώβ λη’ 17. Αυτές όμως οι πύλες δεν αντέχουν στην παρουσία του Χριστού και θραύονται. Το άνοιγμα αυτών αιωνίων πυλών και τη θριαμβευτική κάθοδο του Χριστού στον Άδη περιγράφει ο ψαλμωδός ως εξής :
«7 άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. 8 τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω. 9 άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης.10 τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος των δυνάμεων αυτός εστιν ο βασιλεύς της δόξης. » Ψάλμ. κγ’ 7-10.
Ο Βασιλεύς της δόξης που αναφέρεται εδώ δεν είναι άλλος από τον Χριστό κατά τη θεϊκή Του φύση. Άλλωστε με παρόμοιο τρόπο τον ονομάζει και ο Απόστολος Παύλος όταν κατηγορεί τους άρχοντες του αιώνος τούτου λέγοντας: «8 ήν ουδείς των αρχόντων τού αιώνος τούτου έγνωκεν· ει γάρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν·» Α’ Κοριν. β’8. Οι πύλες όμως αυτές δεν έχουν ισχύ ούτε και για τους ακολούθους του Χριστού, δηλαδή την Εκκλησία Του, όπως άλλωστε ο Ίδιος διαβεβαίωσε λέγοντας «18 καγώ δε σοι λέγω ότι σύ εί Πέτρος, και επί ταύτη τή πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. » Ματθ Ιστ’ 18.
Ας δούμε όμως μερικές εκφράσεις της Π.Δ. για το ποιοι ήταν οι κάτοικοι του Άδη, τουλάχιστον την προχριστανική εποχή, και σε τι κατάσταση ευρίσκοντο. Ο Θεός κατά τη διάρκεια μιας εκ των εμφανίσεων Του προς τον πιστό Αβραάμ, οπότε και του επιβεβαίωσε τη διαθήκη Του προς αυτόν και προς το σπέρμα του, του απεκάλυψε επίσης και ορισμένα γεγονότα που θα συνέβαιναν στο έθνος που θα προερχόταν από αυτόν, αλλά και στον ίδιο. Μεταξύ αυτών του προανήγγειλε και το γεγονός του θανάτου του αρκετά χρόνια νωρίτερα λέγοντας : «15 σύ δε απελεύση προς τους πατέρας σου εν ειρήνη, τραφείς εν γήρα καλώ. » Γέν. ιε’ 15
Ο Θεός λέγει στον Αβραάμ ότι θα πεθάνει με τα λόγια : «σύ δε απελεύση προς τους πατέρας σου » Απέρχομαι σημαίνει ότι φεύγω από έναν τόπο και πηγαίνω σε έναν άλλο. Το ποιος είναι αυτός ο τόπος έχει καταστεί φανερό από όσα έχουμε αναφέρει προηγουμένως. Ο τόπος αυτός που θα πήγαινε ο Αβραάμ μετά τον θάνατό του είναι ο Άδης. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι ο Θεός λέγει στον Αβραάμ ότι θα πήγαινε να βρει τους πατέρες του. Με άλλα λόγια ούτε οι νεκροί πατέρες του Αβραάμ ήταν ανύπαρκτοι και εκμηδενισμένοι ούτε ο Άδης ήτο ακατοίκητος -χωρίς κατοίκους, κενός. Δεν του λέει ο Θεός ότι θα πεθάνει ειρηνικά και σε βαθύ γήρας και μετά από χρόνια, αλλά χρησιμοποιεί την ισοδύναμη έκφραση ότι θα απέλθει προς τους πατέρας τους. Θα εγκαταλείψει, δηλαδή, τη γη των ζώντων και θα πάει να συναντήσει τους προπάτορες του, από τους οποίους μονίμως είχε χωριστεί εξαιτίας του θανάτου των.
Ο θάνατος, δηλαδή οι πύλες του Άδου, που ενώ όσο ήταν ζωντανός ήσαν κλειστές για αυτόν και δεν τον άφηναν να τους συναντήσει, θα άνοιγαν και για τον ίδιο και έτσι θα τους συναντούσε και πάλι. Ποτέ δε θα χρησιμοποιούσε τέτοια έκφραση ο Θεός, εάν οι προπάτορες του Αβραάμ ήσαν ανύπαρκτοι και εξαφανισμένοι.
Ήλθε λοιπόν, η στιγμή που του είχε προφητευθεί, δηλαδή η στιγμή του θανάτου του και τον έθαψαν οι γιοι του Ισαάκ και Ισμαήλ στο σπήλαιο Μακφελάχ. Ας διαβάσουμε τη διήγηση:
«7 ταύτα δε τα έτη ημερών της ζωής Αβραάμ όσα έζησεν, εκατόν εβδομηκονταπέντε έτη. 8 και εκλείπων απέθανεν Αβραάμ εν γήρα καλώ πρεσβύτης και πλήρης ημερών και προσετέθη προς τον λαόν αυτού.» (Γένεση κε’ 7-10)
Ο Αβραάμ, λοιπόν, όπως του είχε πει ο Θεός απήλθε προς τους πατέρας αυτού ή ισοδύναμα προσετέθη προς τον λαόν αυτού. Πού ήταν ο λαός του; Στον Άδη. Και πώς προσετέθη; Προφανώς, με το να πάει ο ίδιος εκεί και να τους συναντήσει εγκαταλείποντας την παρούσα προσωρινή ζωή. Μήπως άραγε το ότι ήλθε προς τους πατέρας του ή το ό,τι προσετέθη εις τον λαόν αυτού εννοεί ότι ετάφη σωματικά μαζί τους; Μήπως, δηλαδή, το σώμα του τοποθετήθηκε στον ίδιο οικογενειακό τους τάφο; Αν και η φράση προσετέθη προς τον λαόν αυτού υποδηλώνει κάτι ευρύτερο από το συγγενικό του κύκλο, εντούτοις ας το εξετάσουμε βαθύτερα. Ο Αβραάμ ετάφη στο σπήλαιο Μακφελάχ που βρίσκεται στη Χεβρών νοτίως της Ιερουσαλήμ. Ενώ οι προπάτορες του είχαν ταφεί στη Μεσοποταμία, δηλαδή στο σημερινό Ιράκ. Επί παραδείγματι ο πατέρας του Θάρα απέθανε στη Χαρράν της Μεσοποταμίας (Γεν. ια’ 32).
Καμία, λοιπό, λογική και ιστορική βάση δεν έχει ο ισχυρισμός των μαρτύρων του Ιεχωβά, ότι η έκφραση ο Αβραάμ προσετέθη προς τον λαόν αυτού σημαίνει απλώς ότι ετάφη. Το σώμα του Αβραάμ πράγματι οδηγήθηκε στον τάφο, αλλά η ψυχή του απήλθε προς συνάντηση των προπατόρων του στον Άδη, όπου πλέον πολιτογραφήθηκε και συγκαταριθμήθηκε με τον υπόλοιπο λαό του, όσοι μέχρι τότε είχαν πεθάνει.
Προσθήκη κι όχι εξαφάνιση
Στη σημερινή εκπομπή θα μας απασχολήσει και πάλι το ζήτημα του Άδου. Και πιο συγκεκριμένα η αντιπαράθεση των διαφόρων κακοδοξιών που κυκλοφορούν ανάμεσα στις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, με τη Βιβλική και Εκκλησιαστική θέση, που διατηρείται μέσα στην Ορθόδοξη παράδοση.
- Οι κακοδοξίες τών θνητοψυχιτών περί ψυχής και Άδη
Ενώ σε προηγούμενες εκπομπές είχαμε επικεντρώσει το ενδιαφέρον μας κυρίως στην παρουσίαση των διαφόρων ερμηνευτικών κακοδοξιών περί Άδου, και στην εκ των έσω αναίρεσή τους, σήμερα θα προσπαθήσουμε με τη βοήθεια του Θεού, και όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις μας, να παρουσιάσουμε τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Εκκλησίας, με σύντομες μόνο και περιστασιακές αναφορές, στις κακοδοξίες των αλλοδόξων.
Πριν όμως προχωρήσουμε στη λεπτομερή ανάπτυξη του θέματος αυτού, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε την κύρια αιτία για την οποία το εξετάζουμε, όπως επίσης και μερικά από τα βασικά σημεία για τα οποία έχουμε κάνει ήδη λόγο στις προηγούμενες εκπομπές.
Αφορμή για να ασχοληθούμε με το ζήτημα του Άδου, μας έδωσε η ακραία, ασυνήθης και κακόδοξη αντίληψη που έχουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά περί ψυχής, ότι δήθεν δεν εκφράζει το άυλο και νοερό και αόρατο συστατικό του ανθρώπου, αλλά μόνο τον άνθρωπο έτσι όπως τον γνωρίζουμε εξωτερικά δια των αισθήσεων. Αυτό έχει σαν άμεση συνέπεια, οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά κακόδοξα να πιστεύουν ότι όταν ο άνθρωπος πεθαίνει βιολογικά, και το σώμα του αποσυντίθεται, τότε κατ’ επέκτασιν και η ψυχή του εξαφανίζεται, μια και θεωρείται ταυτόσημη με την βιολογική του ύπαρξη, και όλος ο άνθρωπος οδηγείται στην ανυπαρξία και τον εκμηδενισμό. Απλούστερα, κάτι τέτοιο σημαίνει, ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θεωρούν τον άνθρωπο κατά φύσιν και κατ’ ουσίαν όμοιο κατά πάντα με τα ζώα, που ο θάνατός τους σηματοδοτεί και το τέλος της υπάρξεώς τους. Η μόνη διαφορά είναι ότι πιστεύουν, ότι εάν εάν και όποτε ο Θεός θελήσει, μπορεί να αναπαράγει ένα αντίγραφό τους εκ του μηδενός, από τα στοιχεία που κρατά στη μνήμη Του. Με άλλα λόγια, το ανθρωπολογικό αλλά και κοσμολογικό και θεολογικό πρότυπο των Μαρτύρων του Ιεχωβά, είναι καθαρά υλιστικό και μηχανιστικό.
Αντίθετα, η Εκκλησίας μας ανέκαθεν πιστεύει ότι ο άνθρωπος διαφέρει κατά πολύ από τα άλογα ζώα, δεδομένου ότι αποτελείται από υλικό σώμα, αλλά και από αόρατη, νοερή και λογική ψυχή, η οποία μάλιστα είναι κτισμένη «κατ’ εικόνα» του Δημιουργού της, και συνδέει τον άνθρωπο με το πνευματικό βασίλειο. Η ψυχή του ανθρώπου, είναι ο φορέας της υποστατικής αρχής του ανθρώπου, το κέντρο της ενσυνείδητης προσωπικότητός του, το θεμέλιο του «είναι» του.
Και ενώ το σώμα, που είναι το σκεύος, και το όργανο, και ο οίκος της ψυχής, είναι θνητό, η ψυχή είναι αθάνατη, όχι κατά φύσιν, αλλά κατά χάριν, και όταν το σώμα πεθαίνει, το εγκαταλείπει για να επανενωθεί μαζί του, όταν αυτό έχει ανακαινισθεί κατά την ανάσταση.
Ενώ λοιπόν για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και για τη μεγάλη πλειοψηφία των Χριστιανικών ομολογιών, η ψυχή του ανθρώπου ως νοερή, άυλη και απλή, επιβιώνει του βιολογικού θανάτου του σώματος, για τους Μάρτυρες τού Ιεχωβά δεν υπάρχει τίποτα που να προεκτείνει και να διατηρεί την ανθρώπινη προσωπικότητα, την ανθρώπινη υπόσταση, και πέραν του τάφου. Τα πάντα γι’ αυτούς, τελειώνουν στον τάφο, σταματούν με τον θάνατο, πιθανόν για πάντα.
Αυτή η τελείως εσφαλμένη αντίληψη που έχουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά περί ψυχής, είναι επόμενο να τους έχει οδηγήσει σε μια καθαρά υλιστική θεώρηση και ερμηνεία του περιεχομένου της Αγίας Γραφής, και σε μια προσπάθεια απογύμνωσης των εννοιών της Βίβλου, που σχετίζονται με την ψυχή, από το οποιοδήποτε πνευματικό και μεταφυσικό περιεχόμενο έχουν.
Έτσι, και από τη λέξη «Άδης», ή την αντίστοιχή της Εβραϊκή λέξη: «Σιεόλ», αφαιρούν τον μεταφυσικό της χαρακτήρα, και διαστρεβλώνοντας πλήρως την έννοιά της, την αποδίδουν ως τον «κοινό τάφο του νεκρού ανθρώπινου γένους», όπως χαρακτηριστικά την ορίζουν.
- Η σύγχυση τών εννοιών τού Άδη και τής Κόλασης στη Δύση
Επειδή ο Άδης είναι μια λέξη, που εκφράζει, (κατά κοινή ομολογία και αποδοχή), τον άυλο και πνευματικό χώρο που μεταβαίνουν οι νεκροί όταν πεθαίνουν, και επειδή κάτι τέτοιο φανερά αντικατοπτρίζει την ύπαρξη νοεράς ψυχής, που επιβιώνει του θανάτου, γι’ αυτό και απετέλεσα στόχο και αντικείμενο διαστρέβλωσης, από την εταιρία Σκοπιά, δηλαδή την ηγεσία των ΜτΙ. Έτσι, αγνοώντας κάθε ιστορική, γλωσσολογική και ερμηνευτική μαρτυρία για τη λέξη: «Άδης», και «Σιεόλ», αλλά και ερχόμενοι σε ανοικτή και ολοκληρωτική αντίθεση με όλους τους ερευνητές και επιστήμονες, όρισαν τον Άδη, με τον αποκλειστικά δικό τους τρόπο, ως «τον κοινό τάφο του νεκρού ανθρώπινου γένους». Μια φράση που δεν είναι μόνο επιστημονικά αβάσιμη και ανακριβής, αλλά ταυτόχρονα στερείται και λογικού περιεχομένου, επειδή δεν έχει νόημα. Τάφος, είναι ο τόπος όπου τοποθετούνται τα νεκρά ανθρώπινα σώματα. Και σαν τέτοιος, δεν υπάρχει «κοινός» για όλο το ανθρώπινο γένος.
Σαν άλλοθι γι’ αυτή τους την αυθαιρεσία οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, χρησιμοποίησαν μια άλλη κακοδοξία, που αναπτύχθηκε στη Δύση, ότι ο Άδης, σαν λέξη στην Αγία Γραφή, έχει τη μοναδική σημασία της Κολάσεως. Ούτε και αυτή βεβαίως η άποψη είναι σωστή, μια και η λέξις «Άδης» και «Κόλαση» στο πρωτότυπο Ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης, είναι δύο διαφορετικές λέξεις, και δηλώνουν δύο διαφορετικές καταστάσεις. Υπερθεματίζοντας λοιπόν, και αγνοώντας την ουσιαστική σημασία που έχουν οι δύο αυτές λέξεις στη γνήσια Εκκλησιαστική παράδοση, αλλά και τη δυναμική εξέλιξη που υφίσταται ο Άδης, μέσα στα πλαίσια της Θείας Οικονομίας, πολλοί Δυτικοί θεολόγοι, ταυτοποίησαν τις δύο αυτές λέξεις, και τις απέδωσαν ως μία λέξη: τη λέξη «Hell», που σημαίνει: «Κόλαση», σε πολλές επίσημες μεταφράσεις της Βίβλου στην Αγγλική. Αυτό ακριβώς το ατόπημα των Δυτικών θεολόγων εκμεταλλεύονται οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, και το χρησιμοποιούν ως άλλοθι για να προωθήσουν την δική τους κακοδοξία περί Άδου.
- Η δυναμική τού Άδη στην Ορθόδοξη δογματική
Ο Άδης, στην Ορθόδοξη δογματική, δεν είναι μία έννοια στατική. Και ενώ σε γενικές γραμμές, χαρακτηρίζεται ως «ο κόσμος των νεκρών», ή «το βασίλειο των νεκρών», όπως άλλωστε επισημαίνουν και όλα τα ερμηνευτικά λεξικά, μερικά από τα οποία παραθέσαμε στην προηγούμενη εκπομπή, εν τούτοις η δομή και το περιεχόμενό του, έχει αλλάξει, από ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός: Την κάθοδο του Χριστού σ’ αυτόν.
Πριν από την ενσάρκωση του Χριστού και την κάθοδό του στον Άδη, όλοι ανεξαιρέτως οι νεκροί του ανθρωπίνου γένους, ανεξαρτήτως της αγίας, ή της αμαρτωλής ζωής τους, οδηγούντο στην σκοτεινή και σιωπηλή φυλακή του Άδου, στο βασίλειο των σκιών και του θανάτου. Όταν όμως η ψυχή του Κυρίου Ιησού Χριστού, του αρχηγού της ζωής, κατέβηκε σ’ αυτόν, τότε, όπως ήταν φυσικό, ο Άδης δεν μπόρεσε να την κρατήσει. Έτσι, ο Χριστός είναι ο πρώτος άνθρωπος, που με τη θεϊκή Του δύναμη, διέρρηξε τα αιώνια δεσμά του Άδη, άνοιξε τις ερμητικά κλειστές του πύλες, και ξέφυγε απ’ αυτόν νικητής.
Ο Χριστός ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συνέτριψε τα δεσμά του θανάτου. «Εγώ ειμι ο πρώτος και ο έσχατος, και ο ζων, και εγενόμην νεκρός, και ιδού, ζων ειμι, εις τους αιώνας των αιώνων. Και έχω τας κλεις του θανάτου και του Άδου» (Αποκάλυψις 1/α: 17,18).
Μαζί του όμως, ο Χριστός απελευθέρωσε από τη σκοτεινή φυλακή του Άδου, και τις ψυχές όλων των αγίων που έζησαν πριν από Αυτόν, και οι οποίοι τον περίμεναν με ελπίδα. Όμοια, και όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν, τους χαρίζει από την ζωή του και το φως του, οπότε και όταν πεθάνουν σωματικά, ο Άδης, ο χώρος της σκιάς και του θανάτου, δεν έχει καμία εξουσία πάνω τους. Έτσι, ο Άδης, μετά την κάθοδο του Χριστού σ’ αυτόν, έχασε όλους όσους είναι ακόλουθοι του Χριστού, και σ’ αυτόν πλέον πηγαίνουν μετά θάνατον, εκείνοι που δεν στηρίζουν την ελπίδα τους στον Κύριο.
Είναι λοιπόν φανερό, πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον Άδη, με τελείως διαφορετικό τρόπο, όταν αναφερόμαστε στους χρόνους «προ» και «μετά» την κάθοδο του Χριστού σ’ αυτόν, και όχι ενιαία, ισοπεδώνοντας και ταυτίζοντάς τον με την Κόλαση, όπως κάνουν εσφαλμένα πολλοί.
- Ο Άδης ως “γη σκότους και σκιάς θανάτου”
Μέχρι τώρα, εξετάζοντας τις περιγραφές που μας δίνουν οι θεόπνευστοι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, έχουμε διαπιστώσει για τον Άδη τα εξής:
Χαρακτηρίζουν την πορεία προς τον Άδη ως πορεία άνευ επιστροφής, τον δε Άδη, ως γη γνωφερά και σκοτεινή, όπου βασιλεύει η σκιά του θανάτου, όπως διαβάζουμε στον Ιώβ: «άφες με, διά να αναλάβω ολίγον, πριν υπάγω όθεν δεν θέλω επιστρέψει, εις γην σκότους και σκιάς θανάτου· γην γνωφεράν, ως το σκότος της σκιάς του θανάτου, όπου τάξις δεν είναι, και το φως είναι ως το σκότος». (Ιώβ 10/ι: 20-22).
Ας σημειώσουμε εδώ, ότι «γη σκότους και σκιάς θανάτου», δεν χαρακτηρίζεται από την Αγία Γραφή η ανυπαρξία και η εκμηδένιση, αλλά η ζωφώδης και γνωφερά κατάσταση των ψυχών, στις οποίες δεν καταυγάζει το ιλαρό φως της παρουσίας του Θεού. Έτσι, παρατηρούμε ότι ο ευαγγελιστής Ματθαίος εφαρμόζει ένα αντίστοιχο χωρίο του Ησαϊα, στη γη Ζαβουλών και Νεφθαλείμ, όταν κατώκησε εκεί ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, «το απαύγασμα της δόξης του Πατρός», «το φως το φωτίζον πάντα άνθρωπον».
Λέγει λοιπόν ο απόστολος: «και καταλιπών την Ναζαρέτ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν εν ορίοις Ζαβουλών και Νεφθαλείμ, 14 ίνα πληρωθή το ρηθέν δια Ησαϊου του προφήτου λέγοντος· 15 γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, οδόν θαλάσσης, πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών, 16 ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς» (Ματθαίος 4/δ: 13-16).
Είναι φανερό ότι οι κάτοικοι αυτών των περιοχών, που χαρακτηρίζονται ως «χώρα και σκιά θανάτου», όπως ακριβώς και ο Άδης, δεν ήταν καθόλου ανύπαρκτοι, αλλά ήταν βυθισμένοι στο πνευματικό σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού. Ο πνευματικός οφθαλμός της ψυχής τους, ο νους τους, ήταν τυφλωμένος, και δεν έβλεπε το άκτιστο φως της Θεότητος. Παρόμοια κατάσταση λοιπόν, υπήρχε και στον Άδη, για όλους ανεξαιρέτως. Ωστόσο, δεν είχαν όλοι την ίδια ελπίδα. Διότι οι πιστοί, ανέμεναν τον Λυτρωτή και Σωτήρα Χριστό, που θα τους απελευθέρωνε από τα δεσμά του πνευματικού σκότους, όπως άλλωστε έκανε και στους ζωντανούς (Ιώβ 14/ιδ: 13-15).
Αντίθετα, για όσους απέρριψαν το έλεος και την οδό του Κυρίου, ο Άδης είναι ένας τόπος απόγνωσης και απελπισίας, διότι ο Λυτρωτής φθάνει σ’ αυτούς σαν κριτής.
- Ο Πανταχού Παρών στον απροσπέλαστο χώρο τού Άδη
Σημειώνουμε στο σημείο αυτό, ότι ο Θεός δεν ήταν απών από τον χώρο του Άδου, όπως άλλωστε ομολογεί σαφώς ο Ψαλμωδός: «Εάν ανεβώ εις τον ουρανόν, συ ει εκεί. Εάν καταβώ εις τον Άδην, πάρην, (δηλαδή παρευρίσκεσαι)» (Ψαλμός ρλθ: 8). Ή παρόμοια χωρία, όπως Αμώς, 9/θ: 2, Ιώβ 26/κστ: 5,6, κλπ).
Έτσι λοιπόν, ενώ ο Θεός ως Πανταχού Παρών ευρίσκεται και στον Άδη, οι νεκροί που ευρίσκονταν εκεί, δεν είχαν μετοχή στις άκτιστες ενέργειές του, επειδή ο Υιός του Θεού δεν είχε ακόμα υπερυψώσει την ανθρώπινη φύση με την ενσάρκωσή του, και δεν είχε καταλύσει την δύναμη του Άδου με την κάθοδό του σ’ αυτόν.
Επανερχόμενοι στην περιγραφή του Άδου, από τους προ Χριστού πιστούς, παρατηρούμε ότι ο Άδης τοποθετείται με ποιητική γλώσσα σε διαφόρους τόπους, όπως: Κάτω από τους ωκεανούς, (Ιώβ κστ/26: 5), κάτω από τη γη, (Αριθμοί ιστ/16: 30, Στα κατώτερα μέρη της γης, (Εφεσίους 4/δ: 9, Ιεζεκιήλ κστ/26: 20), Στις ρίζες των ορέων, (Ιωνάς 2/β: 7, κ.ο.κ.).
- Συμβολισμοί περιγραφών τού Άδη
Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των τόπων, είναι ότι είναι παντελώς απρόσιτοι και απροσπέλαστοι στους ζωντανούς ανθρώπους. Θέλουν δηλαδή με ποιητική γλώσσα να μας πουν, ότι ο χώρος των νεκρών ψυχών, δεν μπορεί να προσεγγισθεί από τους ζωντανούς ανθρώπους, βρίσκεται δηλαδή σε άλλη διάσταση, όπως εμείς θα λέγαμε σήμερα. Δεν πρέπει λοιπόν να εκλάβουμε αυτές τις περιγραφές κατά κυριλεξίαν, αλλά αντίθετα, να κατανοήσουμε το μήνυμα που μας μεταφέρουν, και το οποίο έχει τρεις όψεις:
Η πρώτη, είναι ότι ο Άδης, δηλαδή ο τόπος της κατοικίας, των ψυχών των νεκρών, των «ρεφαείμ», όπως χαρακτηριστικά αναφέρονται στο Εβραϊκό κείμενο, (που σημαίνει «φάσματα, φαντάσματα, σκιές, αναχωρήσαντα πνεύματα, ασώματες ψυχές των νεκρών). Ο Άδης λοιπόν, είναι παντελώς ξένος, απρόσιτος και απροσπέλαστος στον οποιονδήποτε ζωντανό.
Η δεύτερη όψη του μηνύματος, είναι ότι όποιος περάσει τις πύλες του Άδου, δεν υπάρχει καμία πιθανότης να βρει κάποιον δρόμο επιστροφής, διότι αυτό είναι τόσο πέρα από τις δυνατότητες του ανθρώπου, όσο είναι και το να ξεθαφτεί μόνος του από τις ρίζες των βουνών, ή να αναδυθεί μόνος του από τον πάτο των ωκεανών.
Και η τρίτη όψη του μηνύματος, που άλλωστε μας αφορά και ιδιαιτέρως, είναι ότι δεν πρέπει να κάνουμε εικασίες για τις λεπτομέρειες του τόπου αυτού, ή να πλάθουμε εικόνες στη φαντασία μας, ή ακόμη χειρότερα να πολυπραγμονούμε, και να θεωρητικολογούμε γύρω από τα πράγματα που δεν ξέρουμε, ούτε και μπορούμε να μάθουμε με φυσικό τρόπο, αξιοποιώντας τις φυσικές μας δυνάμεις και δυνατότητες. Γιατί μια τέτοια ενασχόληση είναι το ίδιο αφελής και ανώφελη με το να προσπαθεί κανείς να κατανοήσει και να αντιληφθεί να περιγράψει την φύση και τη ζωή, σ’ έναν κόσμο 11 διαστάσεων. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε με βεβαιότητα, ότι μια τέτοια πολυπραγμοσύνη για τον Άδη, είναι και επιζήμια, γιατί αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο, και πολλές φορές τον οδηγεί σε έπαρση και πλάνη. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να περιορισθούμε σε όσα μας αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, όσα δηλαδή είναι απαραίτητα για την διδασκαλία προς δική μας οικοδομή. Και ένα από τα στοιχεία που μας παρέχει με σαφήνεια η Παλαιά Διαθήκη για τον Άδη, είναι ότι σ’ αυτόν, προ Χριστού, μετέβαιναν οι ψυχές όλων των ανθρώπων, όταν αυτές κατά τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου, αποχωρίζονταν το οικείο τους σώμα.
- “Προστίθεται” ή “αφαιρείται” κάποιος όταν πεθαίνει;
Ήδη από την προηγούμενη εκπομπή, αρχίσαμε να μελετούμε διάφορες εκφράσεις της Π.Δ. πολύ αποκαλυπτικές για το θέμα μας, όπως για παράδειγμα η φράση: «προσετέθη εις τον λαόν αυτού». Ας συνεχίσουμε σήμερα, υπενθυμίζοντας κατ’ αρχήν περιληπτικά την περίπτωση του Αβραάμ. Ο Θεός είχε προαναγγείλει στον Αβραάμ, μεταξύ άλλων, ότι ο Αβραάμ θα πέθαινε σε βαθιά γεράματα, με τα εξής λόγια: «συ δε, θέλεις απέλθει προς τους πατέρας σου εν ειρήνη, και θέλεις ενταφιασθεί εν γήρατι καλώ» (Γένεσις 15/ιε: 15).
Είναι προφανές, ότι αντί για τη φράση: «θα πεθάνεις», ο Θεός του είπε: «θα απέλθεις προς τους πατέρας σου». Είναι εξ ίσου προφανές, ότι ο τόπος από τον οποίο επρόκειτο να απέλθει ο Αβραάμ κατά τον θάνατό του, ήταν η γη των ζώντων. και ο προορισμός του, ήταν ο κόσμος των νεκρών, (δηλαδή, ο Άδης), όπου θα εύρισκε τους προπάτορές του. Θα απερχόταν λοιπόν από τη ζωή, και θα εισερχόταν στον Άδη, εκεί δηλαδή που ευρίσκοντο και οι προ αυτού νεκροί. Πράγματι, αυτό συνέβη, όταν ο Αβραάμ, ήταν 175 ετών, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο της Γενέσεως: «Και εκπνεύσας απέθανε ο Αβραάμ εν γήρατι καλώ, γέρων και πλήρης ημερών. Και προσετέθη εις τον λαόν αυτού». (Γένεσις 25/κε: 7-10).
Ο Αβραάμ λοιπόν, απήλθε προς τους πατέρας του, ή ισοδύναμα «προσετέθη εις τον λαόν αυτού». Πού πήγε ο Αβραάμ; Φυσικά στον Άδη. Και πού ήταν ο λαός του και οι πατέρες του; Προφανώς στον ίδιο τόπο, στον Άδη. Γι’ αυτό άλλωστε και λέει: «προσετέθη», δηλαδή εκεί που ήταν οι υπόλοιποι πήγε και αυτός.
Μήπως άραγε, το ότι «απήλθε προς τους πατέρες του», και ότι «προσετέθη προς τον λαόν αυτού», σημαίνει ότι ετάφη σωματικά; Ότι δηλαδή το σώμα του τοποθετήθηκε σε έναν κοινό τάφο; κάτι τέτοιο αποκλείεται παντελώς, διότι ο Αβραάμ ετάφη στο σπήλαιο Μαχπελάχ, που βρίσκεται στη Χεβρώνα, νοτίως της Ιερουσαλήμ, ενώ οι προπάτορές του, είχαν ταφεί στη Μεσοποταμία, δηλαδή στο σημερινό Ιράκ. Ο πατέρας του Αβραάμ, για παράδειγμα, ο Θάρα, ετάφη στη Χαράν της Μεσοποταμίας. (Γένεσις 11/ια: 31) Έτσι, η έκφραση: «απήλθε προς τους πατέρας του», ή η ισοδύναμή της: «προσετέθη εις τον λαόν αυτού», δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση απλώς ότι απεβίωσε, ή ότι ετάφη σωματικά, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται η εταιρία Σκοπιά. Αντίθετα, δηλώνει κάτι πολύ βαθύτερο και σημαντικότερο, ότι κατά τον θάνατό του, η ψυχή του αποχωρίσθηκε από το σώμα της, και μετέβη στον τόπο όπου ευρίσκοντο και οι ψυχές των υπολοίπων προ αυτού αποβιωσάντων.
Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο περιγράφει η Γένεση και το θάνατο του Ισαάκ. «Και εκπνεύσας ο Ισαάκ απέθανε, και προσετέθη εις τον λαόν αυτού, γέρων και πλήρης ημερών. Και έθαψαν αυτόν, Ησάφ και Ιακώβ οι υιοί αυτού» (Γένεσις 35/λε: 29,30).
Παρατηρούμε ότι και εδώ, η φράση: «απέθανε», συνοδεύεται από δύο στοιχεία: Το πρώτο είναι ότι «προσετέθη εις τον λαόν αυτού», και αφορά την ψυχή του, ενώ το δεύτερο, είναι ότι «ετάφη», και αφορά το νεκρό σώμα του.
Παρόμοια έκφραση, δηλαδή ότι «προσετέθη εις τον λαόν αυτού», αναφέρεται και για τον Ιακώβ, (Γένεσις 49/μθ: 33), τον Ααρών, (Αριθμοί 20/κ: 24), τον Μωυσή, (Αριθμοί 31/λα: 2, Δευτερονόμιο 32/λβ: 50), και για άλλους.
Αντίστοιχη έκφραση με τις προηγούμενες, είναι ότι «ο τάδε, εκοιμήθη μετά των πατέρων του», όπως για παράδειγμα γράφεται για τον Σολομώντα και για άλλους. «Και εκοιμήθη ο Σολομών μετά των πατέρων αυτού, και έθαψαν αυτόν εν τη πόλει Δαυίδ του πατρός αυτού» (Β΄ Χρονικών 9/θ: 31).
Η έκφραση για κάποιον ότι «απέρχεται προς τους πατέρας του», δηλαδή ότι φεύγει και πάει να συναντήσει τους προπάτορές του, ή ότι «προστίθεται εις τον λαόν αυτού, ποτέ δεν λέγονται όταν αυτό που τον περιμένει είναι η ανυπαρξία. Έχουν νόημα και λογική βάση, μόνο όταν η ψυχή του νεκρού πηγαίνει στον τόπο όπου ευρίσκονται και οι ψυχές των νεκρών προπατόρων του.
- Συνάντηση, αναγνώριση και παρηγοριά στον Άδη
Ας δούμε όμως ακόμα δύο, πιο ξεκάθαρα περιστατικά που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη
Το πρώτο αναφέρεται στη Γένεση, και περιγράφει τα λόγια του Ιακώβ, όταν του ανακοινώθηκε ψευδώς, ότι ο γιος ο Ιωσήφ κατασπαράχθηκε από ένα θηρίο. Διαβάζουμε την αφήγηση από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα, η οποία αποδίδει με ακρίβεια το Βιβλικό κείμενο, ενώ η μετάφραση της Βιβλικής Εταιρίας δεν το αποδίδει σωστά:
«Διέρρηξε δε Ιακώβ τα ιμάτια αυτού και επέθετο σάκκον επί την οσφύν αυτού και επένθει τον υιόν αυτού ημέρας πολλάς. 35 συνήχθησαν δε πάντες οι υιοί αυτού και αι θυγατέρες και ήλθον παρακαλέσαι αυτόν, (δηλαδή να τον παρηγορήσουν), και ουκ ήθελε παρακαλείσθαι (και δεν ήθελε να παρηγορηθεί) λέγων ότι: καταβήσομαι προς τον υιόν μου πενθών εις άδου, (Γένεσις 37/λζ: 34,35).
Από το χωρίο αυτό, είναι ξεκάθαρο ότι ο Άδης δεν είναι ο τάφος, διότι ο τάφος του Ιωσήφ, ήταν η κοιλιά του θηρίου, όπως νόμιζε ο Ιακώβ. Εάν ο Άδης είναι ο τάφος, τότε δεν έχει κανένα απολύτως νόημα στην περίπτωση αυτή, ο λόγος του Ιακώβ ότι: «θα κατεβώ στον τάφο για να συναντήσω τον γιο μου, μια και θα ισοδυναμούσε με την φράση: «θα κατεβώ στην κοιλιά του θηρίου που έφαγε τον γιο μου, για να τον συναντήσω εκεί». Κάτι τέτοιο είναι βεβαίως τελείως παράλογο.
Ο Άδης λοιπόν, δεν είναι ο τάφος που δέχεται το νεκρό σώμα. Δεν είναι όμως ούτε και μεταφορική έννοια, όπως πολλές φορές ισχυρίζονται οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά για να ξεφύγουν από τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν, όταν προσπαθούν να υποστηρίξουν την κακοδοξία τους. Διότι πολλές φορές, όταν φθάνουν σε αδιέξοδα σαν αυτό, αρνούνται τον ορισμό που δίνουν γραπτώς για τον Άδη, τον οποίο και παραθέσαμε κατά λέξη, ότι ο Άδης είναι «ο κοινός τάφος του νεκρού ανθρώπινου γένους», και τον αλλάζουν, λέγοντας ότι ο Άδης είναι μία μεταφορική έννοια για την κοινή κατάληξη των ανθρώπων (που είναι ο θάνατος), και δεν αντιπροσωπεύει κάτι πραγματικό, δηλαδή έναν χώρο ή μία κατάσταση πραγματική, δεδομένου ότι ο άνθρωπος με τον θάνατο, οδηγείται στην ανυπαρξία, παύει να υπάρχει. Δεν υπονοεί όμως καθόλου κάτι τέτοιο ο Ιακώβ, λέγοντας ότι: «καταβήσομαι προς τον υιόν μου πενθών εις Άδου».
Αν ο Άδης υποδηλώνει την κοινή κατάληξη του ανθρώπου, όπως πολλές φορές ισχυρίζονται εσφαλμένα οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, και που κατ’ αυτούς είναι η ανυπαρξία, τότε δεν θα έλεγε ο Ιακώβ, «θα κατεβώ πενθώντας στον Άδη, για να συναντήσω τον γιο μου», αλλά θα έλεγε: «από το πένθος θα πεθάνω και θα πάψω να υπάρχω όπως και ο γιος μου». Φράση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη.
Με αυτά τα λόγια λοιπόν, ο Ιακώβ φανερώνει, ότι όχι μόνο ο θάνατος δεν οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά επί πλέον, ότι ο Άδης είναι ο τόπος όπου είχε οδηγηθεί η ψυχή του γιου του, και ότι αν πέθαινε κι εκείνος, θα πήγαινε στον Άδη, όπου θα αναγνώριζε τον γιο του Ιωσήφ, και θα τον συναντούσε.
Το δεύτερο περιστατικό που θα εξετάσουμε, είναι γραμμένο στο δεύτερο βιβλίο του Σαμουήλ, το Β΄ Βασιλέων κατά τους Εβδομήκοντα (Ο΄).
Όταν γέννησε η Βηθ Σαβεέ, η γυναίκα του Ουρία, το παιδί που προερχόταν από την παράνομη σχέση της με τον Δαυίδ, «Ο δε Κύριος επάταξε το παιδίον, το οποίον εγέννησεν η γυνή του Ουρίου εις τον Δαβίδ, και ηρρώστησε. Και ικέτευσεν ο Δαβίδ τον Θεόν υπέρ του παιδίου· και ενήστευσεν ο Δαβίδ» (Β΄ Σαμουήλ 12/ιβ: 15,16). Τελικά το παιδί αυτό πέθανε, και όταν του το ανήγγειλαν του Δαυίδ, έπαυσε την νηστεία. «Και είπεν: Ενώ έτι έζη το παιδίον, ενήστευσα και έκλαυσα, διότι είπα, Τις εξεύρει; ίσως ο Θεός με ελεήση, και ζήση το παιδίον· αλλά τώρα απέθανε· διά τι να νηστεύω; μήπως δύναμαι να επιστρέψω αυτό πάλιν; εγώ θέλω υπάγει προς αυτό, αυτό όμως δεν θέλει αναστρέψει προς εμέ» (Β΄ Σαμουήλ 12/ιβ: 22,23).
Είναι σαφής και ξεκάθαρη η πεποίθησις του Δαυίδ για τους νεκρούς. Οι νεκροί δεν είναι δυνατόν να επιστρέψουν πίσω απ’ όπου ευρίσκονται, δηλαδή από τον Άδη. Ταυτόχρονα όμως, δεν είναι ανύπαρκτοι και αφανισμένοι. Αλλά οι ζωντανοί, όταν πεθαίνουν, πηγαίνουν στον ίδιο χώρο και τους συναντούν. «Εγώ θέλω υπάγει προς αυτό», (δηλαδή προς το παιδί), λέγει ρητά ο Δαυίδ.
Ας δούμε όμως, μια πιο εκτενή και λεπτομερή περιγραφή του Άδου, αλλά και των συναντημάτων των νεκρών σ’ αυτόν. Διαβάζουμε από το βιβλίο του Ιεζεκιήλ 32/λβ: 18-32, αποσπασματικά, λόγω ελλείψεως χρόνου:
«Υιέ ανθρώπου, θρήνησον διά το πλήθος της Αιγύπτου και καταβίβασον αυτούς, αυτήν και τας θυγατέρας των ισχυρών εθνών, εις τα κατώτατα της γης, (δηλαδή στον Άδη), μετά των καταβαινόντων εις λάκκον, (δηλαδή θα οδηγηθούν στον Άδη, μαζί με τους υπολοίπους νεκρούς). 19 Τίνος είσαι ωραιοτέρα; κατάβηθι και κοίτου μετά των απεριτμήτων. (Δηλαδή κατέβα στον Άδη, και κάτσε μαζί με τους άλλους απερίτμητους που βρίσκονται εκεί) 20 Θέλουσι πέσει (το πλήθος των Αιγυπτίων), εν μέσω των τεθανατωμένων εν μαχαίρα· εις την μάχαιραν παρεδόθη αυτή· (δηλαδή η Αίγυπτος). Σύρετε αυτήν και πάντα τα πλήθη αυτής. 21 Οι ισχυρότεροι μεταξύ των δυνατών θέλουσι λαλήσει προς αυτόν εκ μέσου του άδου μετά των βοηθούντων αυτόν· (δηλαδή, όταν θα κατέβει στον Άδη, οι ισχυρότεροι μεταξύ των δυνατών, όχι μόνο θα τον συναντήσουν, και θα τον αναγνωρίσουν, αλλά και θα του μιλήσουν). Κατέβησαν, κοίτονται απερίτμητοι, τεθανατωμένοι εν μαχαίρα. 22 Εκεί, (δηλαδή στον Άδη), είναι ο Ασσούρ και άπαν το άθροισμα αυτού».
Και αφού αναφέρει ότι εκεί ευρίσκεται και ο Ελάμ, ο Μεσέχ, ο Θουβάλ, και άπαν το πλήθος αυτού, ο Εδώμ και οι βασιλείς αυτών, και πάντες οι ηγεμόνες αυτού, οι ηγεμόνες του Βορρά και πάντες οι Σιδώνιοι, συνεχίζει στον στίχο 31 ως εξής:
«Ο Φαραώ θέλει ιδεί αυτούς και παρηγορηθή δι’ άπαν το πλήθος αυτού, ο Φαραώ και άπαν το στράτευμα αυτού, οι τεθανατωμένοι εν μαχαίρα, λέγει Κύριος ο Θεός».
Ας προσέξουμε τι λέγει εδώ ο Κύριος, δια στόματος του προφήτου: Ότι ο Φαραώ, κάτω στον Άδη, θα δει όλους αυτούς και θα παρηγορηθεί, για τον ίδιο και για το στράτευμά του, που θανατώθηκαν όλοι μονομιάς, διότι θα διαπιστώσει ότι δεν ήταν ο μόνος, αλλά ότι την ίδια τύχη είχαν και άλλοι ισχυροί της γης.
Και συνεχίζει ο Κύριος λέγοντας: «Διότι έδωκα τον τρόμον μου εις την γην των ζώντων· και θέλει κοίτεσθαι εν μέσω των απεριτμήτων μετά των τεθανατωμένων εν μαχαίρα· ο Φαραώ και άπαν το πλήθος αυτού, λέγει Κύριος ο Θεός» (Ιεζεκιήλ 32/λβ: 32).
Πώς θα κείτεται ο Φαραώ και όλο το πλήθος του, ανάμεσα σε όλους τους άλλους που προαναφέραμε, αν με τον θάνατο ήταν ανύπαρκτοι και εκμηδενισμένοι; Και πώς θα κείτονται εν μέσω των υπολοίπων λαών, εάν ο Άδης είναι ο τάφος, δεδομένου ότι οι τάφοι τους, είναι σε διαφορετικές χώρες; Είναι φανερό λοιπόν, πως οι άνθρωποι στον Άδη, και υπάρχουν, (δηλαδή δεν είναι ανύπαρκτοι και εκμηδενισμένοι), και έχουν συνειδητότητα και επίγνωση της καταστάσεώς τους.
Τι θα πούμε όμως για μερικά χωρία που προβάλλουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, ως δήθεν αντίθετα και αντιφατικά με όσα μέχρι τώρα εξετάσαμε από την Παλαιά Διαθήκη;
Αν τα μελετήσουμε σε βάθος και όχι επιφανειακά, όπως κάνουν όσοι θέλουν απλώς να τα χρησιμοποιήσουν για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, και όχι για να γνωρίσουν την αυθεντική διδασκαλία της Βίβλου, τότε θα διαπιστώσουμε, ότι όχι μόνο αντίθετα και αντιφατικά δεν είναι με όσα αναφέραμε, αλλά μάλλον τα ενισχύουν.
- Εδάφια θνητοψυχικά, ή παρερμηνευμένα;
Ας δούμε μερικά παραδείγματα όπως ο ψαλμικό: «παύσε απ’ εμού, δια να αναλάβω δύναμη, πριν αποδημήσω και δεν υπάρχω» (Ψαλμός 39/λθ: 13): Αυτό το «πριν αποδημήσω και δεν υπάρχω», παίρνουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά και λέγουν ότι ο άνθρωπος αφανίζεται με τον θάνατο, και παύει να υπάρχει. Αλλά αυτό είναι λάθος. Διότι ο ψαλμωδός λέγει: «πριν αποδημήσω και δεν υπάρχω». «Αποδημώ», (ή «απέρχομαι» κατά τους Εβδομήκοντα), σημαίνει ότι φεύγω από έναν τόπο, για να εγκατασταθώ σ’ έναν άλλο, ή με άλλα λόγια, ότι υπάρχω κάπου αλλού.
Τελικά δηλαδή, ο Δαυίδ λέει, ότι δεν θα υπάρχει πλέον στη γη των ζωντανών, αλλά θα έχει αποδημήσει και θα υπάρχει κάπου αλλού μετά τον θάνατό του. Γι’ αυτό άλλωστε στον αμέσως προηγούμενο στίχο, χαρακτηρίζει τον εαυτό του και τους προγόνους του, ως «παροίκους και παρεπιδήμους επί της γης», λέγοντας: «πάροικος είμαι παρά σοι, και παρεπίδημος, καθώς πάντες οι πατέρες μου». Δηλαδή η γη των ζωντανών είναι μια προσωρινή κατοικία του ανθρώπου, την οποία εγκαταλείπει κάποτε, για να μεταβεί κάπου αλλού. Το χωρίο λοιπόν αυτό, συνηγορεί στην ύπαρξη, και όχι στη γενική ανυπαρξία του ανθρώπου μετά θάνατον. Παρόμοιο είναι και το Ιώβ 14/ιδ/10-15.
Όσο για τα χωρία που λέγουν ότι οι νεκροί δεν δοξολογούν τον Κύριο, όπως το Ψαλμός 6/στ: 5, 30/λ: 9, 88/πη: 11, 115/ριε: 17, Ησαϊας 38/λη: 1/8, κλπ, έχουν την έννοια, ότι το στάδιο της ασκήσεως των αρετών, και της εκδηλώσεως της ευσεβείας είναι η παρούσα ζωή, και μόνο σε αυτή μπορούμε με τα έργα μας να αινέσουμε τον Θεό.
Συνοψίζοντας και την σημερινή εκπομπή, αναφέρουμε ότι στην Παλαιά Διαθήκη, ο Άδης είναι ο σκοτεινός και ζοφερός τόπος σιωπής, όπου συγκεντρώνονταν όλοι οι προ Χριστού ανεξαιρέτως, έχοντας πλήρη συνειδητότητα και αντίληψη της καταστάσεώς τους, όπως και των γύρω τους.
Ο Άδης, διακρίνεται σαφώς από τον τάφο, διότι χρησιμοποιούνται τελείως διαφορετικές λέξεις, όχι μόνο στη μετάφραση των Εβδομήκοντα, αλλά και στο Εβραϊκό κείμενο, όπου ο Άδης αντιστοιχεί στη λέξη: «Σιεόλ», ενώ ο τάφος, στη λέξη: «Κεμπέρ». Ταυτόχρονα όμως, ο Άδης, διακρίνεται σαφώς και από τον θάνατο. Ο θάνατος είναι για τα σώματα που πεθαίνουν, και για τα οποία ο τάφος είναι ο χώρος όπου εναποτίθενται, ενώ αντίθετα ο Άδης είναι ο τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι αθάνατες ψυχές των ανθρώπων.
Περισσότερα όμως για το θέμα του Άδη, θα δούμε στην επόμενη εκπομπή.
Έρευνα – ομιλία: Μιχάλης Μαυροφοράκης
Απομαγνητοφώνηση: Ν. Μ. από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: “Ορθοδοξία και Αίρεση”, του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του. (Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 18-9-1992). Ακούστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο MP3