Από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
Κ.Παπαρρηγόπουλου – Καρολίδη – Αναστασιάδη
Τόμος 9, σελ.215-220 (Εκδόσεις Αγγελάκη)
Αφορμή ή μάλλον πρόφαση για τη νέα εκστρατεία έδωσε η ληστεία του σπιτιού του Πορτογάλου Ιουδαίου Πατσιφίκου, που έγινε το Πάσχα τού 1847. Ο Ιουδαίος ισχυριζόταν ότι ήταν Άγγλος υπήκοος και ο Πάλμερστον συμφωνούσε μαζί του σ’ αυτό. Ο Ιουδαίος υποστηριζόταν από την αγγλική πρεσβεία και ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση για αποζημίωση το φανταστικό ποσό των 887 χιλ. δραχμών, σύμφωνα με τον μεγάλο κατάλογο των ζημιών που είχε παρουσιάσει στον πρεσβευτή ο ίδιος. Στον «κατάλογο» αυτό, εκτός από τ’ άλλα, περιλαμβανόταν κι ένα γαμήλιο κρεββάτι (litnuptial) του φτωχού Ιουδαίου που είχε αξία 150 λίρες στερλίνες (4290 χρυσές δραχμές των χρόνων εκείνων). Επίσης ένα μαγκάλι με στρώματα (bassinoire) 120 χιλ. δρχ. δυο σουρωτήρια αξίας 402 χιλ. δρχ. και μια βιβλιοθήκη με τόμους που άξιζε 240 χιλ. δρχ.
Το συνολικό ποσό των ζημιών έφτανε στις 750 χιλ. (το Δεκέμβριο του 1849 που έφτασε στον Πειραιά ο στόλος του Πάρκερ, μαζί με τους τόκους ήταν 886, 736 δρχ και 67 λεπτά). Όταν ο Λάϊονς διαμαρτηρήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση για τη ληστεία αυτή, η κυβέρνηση διέταξε έρευνα και ανακρίσεις για την ανακάλυψη των ενόχων. Επειδή όμως οι έρευνες απαίτησαν χρόνο, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε ν’ απαντήσει γρήγορα. Ο Λάϊονς στη διακοίνωσή του (στις 2/14 Σεπτεμβρίου) απαιτούσε να αποζημιωθεί ο Πατσιφίκος. Είχε προσθέσει μάλιστα στη διακοίνωσή του και τα έγγραφα του Ιουδαίου που αριθμούσαν τις ζημιές που είχαν γίνει.
Στη νέα διακοίνωση που έκανε ο Λάϊονς στις 19 Σεπτεμβρίου (1 Οκτωβρίου) ανέφερε ότι χτυπήθηκε για δεύτερη φορά το σπίτι του Πατσιφίκου, πράγμα το οποίο δεν είχε καμμία αληθινή βάση. Στις 10/22 Νοεμβρίου (1847) έστειλε άλλη διακοίνωση στην οποία έλεγε με μεγάλη αυθάδεια και θρασύτητα ότι ο λόρδος Πάλμερστον είχε δικάσει και καταδικάσει την ελληνική κυβέρνηση. Δίσταζε όμως να της κάνει γνωστό το ποσό ακριβώς της αποζημίωσης που θα έπρεπε να πληρώσει. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε αμέσως λέγοντας με αξιοπρέπεια στον Ιουδαίο ότι θα έπρεπε να απευθυνθεί στα ελληνικά δικαστήρια. Αμφισβητούσε την αγγλική υπηκοότητά του, αφού τρεις φορές μέσα σ’ ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχε αλλάξει εθνικότητα και υπηκοότητα, από Πορτογάλος έγινε Ισπανός κι από Ισπανός Άγγλος. Θεωρούσε επίσης τη δικαστική απόφαση του Άγγλου υπουργού που περιλαμβανόταν στην αγγλική διακοίνωση προσβλητική για την εθνική αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού και την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους.
Απαντώντας σ’ αυτά ο Λάϊονς στις 25 Ιανουαρίου (7 Φεβρουαρίου 1848) έκανε γνωστό ότι ο λόρδος Πάλμερστον είχε αποφασίσει, αφού άκουσε πριν τη γνώμη των δικηγόρων του Στέμματος, νέο πρόστιμο για την Ελλάδα 500 λίρες στερλίνες, με τη δικαιολογία (η οποία τελικά αποδείχτηκε ψεύτικη και αβάσιμη) ότι είχε γίνει στις 18/30 Σεπτεμβρίου νέα απόπειρα ληστείας στο σπίτι του Πατσιφίκου. Η ελληνική κυβέρνηση έδωσε στην διακοίνωση αυτή τη μόνη δίκαιη, λογική και αξιοπρεπή απάντηση, μεταβιβάζοντας όλη την υπόθεση στα ελληνικά δικαστήρια.
Ο Λάϊονς μάλιστα συμπλήρωνε μια επιστολή του στις 8/20 Δεκεμβρίου 1848 με μια έκθεση του Πατσιφίκου «γεμάτη προσβολές και χυδαιότητες εναντίον της κυβέρνησης του Βασιλιά.» Απαντώντας στην επιστολή αυτή ο Έλληνας υπουργός έλεγε ότι ο μόνος λόγος που δεν επιστρέφει το προσβλητικό γράμμα σ’ αυτόν που το έστειλε είναι ο σεβασμός που αισθάνεται προς τον αντιπρόσωπο της Μεγάλης Βρεττανίας. Στην επιστολή αυτή του Έλληνα υπουργού απάντησε μετά από 5 βδομάδες (στις 31 Ιανουαρίου/12 Φεβρουαρίου) ο Άγγλος πρεσβευτής κι έλεγε απλώς ότι ο λόρδος Πάλμερστον δεν αναγνώριζε κανένα κύρος στα λόγια του Έλληνα υπουργού και ότι η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να πληρώσει αυτά που απαιτεί ο Πατσιφίκος. Στη διακοίνωση αυτή δε δόθηκε πια καμμιά απάντηση μέχρι τότε που έφτασε στον Πειραιά ο στόλος του Πάρκερ.
Ο ναύαρχος Πάρκερ στον Πειραιά και στην Αθήνα
Στις 4 Ιανουαρίου 1850 φάνηκε μπροστά από τον Πειραιά ισχυρός αγγλικός στόλος με το ναύαρχο Πάρκερ. Την ίδια μέρα ο Πάρκερ ανέβηκε στην Αθήνα και παρέδωσε μαζί με τον Άγγλο πρεσβευτή Ουάις (Wyse), ο οποίος είχε πριν από λίγο καιρό αντικαταστήσει το Λάϊονς, το τηλεγράφημα της αγγλικής κυβέρνησης στον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών Α. Λόντο.
Στο τηλεγράφημα· περιλαμβάνονταν οι γνωστές απαιτήσεις του Πατσιφίκου.
Σ’ αυτές όμως είχαν τώρα προστεθεί κι άλλες αξιώσεις της αγγλικής κυβέρνησης, για τις κακοποιήσεις που έγιναν δήθεν εναντίον μερικών Επτανήσιων (Ελλήνων και Άγγλων στην υπηκοότητα) στην Πάτρα και στον Πύργο της Ηλείας και επίσης για άλλες ληστρικές επιθέσεις που έγιναν στα παράλια της Ακαρνανίας εναντίον των Επτανησίων. Ο Ουάις κατηγόρησε προφορικά τον Έλληνα υπουργό και την κυβέρνηση, επειδή δεν απάντησε στην τελευταία διακοίνωση του Λάϊονς που αναφερόταν στις απαιτήσεις. Στο διάλογο πήρε μέρος και ο Πάρκερ, ο οποίος υποστήριξε, εννοείται, τον Άγγλο πρεσβευτή.
Ο Λόντος ζήτησε μια μικρή προθεσμία για να μελετήσει το θέμα, επειδή μόλις πριν από λίγο καιρό είχε αναλάβει την υπηρεσία του υπουργείου των Εξωτερικών (είχε διαδεχτεί το Γλαράκη). Ο Ουάις όμως του απάντησε ότι δεν υπάρχει πια καιρός ούτε ανάγκη για συζητήσεις αφού αυτές είχαν γίνει στο Λονδίνο. Κοιτάζοντας μάλιστα το ρολόι” του είπε: «Αύριο την ίδια ώρα περιμένω την απάντηση». Οι υπουργοί έκαναν τότε συμβούλιο και αποφάσισαν να ζητήσουν τη γνώμη ανθρώπων νομομαθών για το θέμα αν είναι δίκαιες ή άδικες οι αγγλικές απαιτήσεις. Για το λόγο αυτό κάλεσαν τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, τον πρόεδρο των Εφετών και μερικούς ονομαστούς δικηγόρους. Το συμβούλιο αυτό των νομομαθών κατέληξε ότι οι αγγλικές απαιτήσεις ήταν άδικες και αντίθετες στις διατάξεις που ορίζονται από διεθνείς νόμους. Τότε το υπουργικό συμβούλιο κάλεσε τους προέδρους της Βουλής των αντιπροσώπων και της Γερουσίας κι αφού συζήτησε μαζί τους αποφάσισε να δώσει απάντηση στον Ουάις σύμφωνη με τη γνώμη του συμβουλίου των νομομαθών. Σε περίπτωση που δε θα πείθονταν ο Ουάις και ο Πάρκερ θα ζητούσαν αμέσως τη μεσολάβηση των αντιπροσώπων των δύο άλλων ευεργέτιδων Δυνάμεων.
Την επόμενη μέρα γύρω στις 2 μ.μ. ο υπουργός των Εξωτερικών ανακοίνωσε προφορικά στον Άγγλο πρεσβευτή την απόφαση που είχαν πάρει. Επειδή ο Ουάις ζήτησε γραφτή την ανακοίνωση, απαίτησε και ο Έλληνας υπουργός πριν του δώσει την απάντηση να κάνει κι αυτός, ο Άγγλος πρεσβευτής, γραφτή την απαίτησή του. Πραγματικά ο Ουάις υποχωρώντας στην αξίωση αυτή του υπουργού έστειλε μετά από μισή ώρα γραφτή διακοίνωση στην οποία περιλαμβάνονταν οι απαιτήσεις και δινόταν μια νέα προθεσμία 24 ωρών για να εκτελεστούν.
Συγχρόνως ο Άγγλος πρεσβευτής έστειλε μήνυμα, με τον πρόξενο του Γρήν σ’ όλους τους Άγγλους υπηκόους και τους Επτανήσιους που βρίσκονταν στην Αθήνα και στον Πειραιά. Στο μήνυμα τους ανέφερε ότι ο ίδιος θα πήγαινε στη ναυαρχίδα όπου θα έμενε μέχρι το τέλος της κρίσης και τους συμβούλευε να κλειστούν στα σπίτια τους. Όταν έγινε γνωστό το γεγονός στην Αθήνα και στον Πειραιά προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στην κοινή γνώμη και η Βουλή συγκεντρώθηκε για να συνεδριάσει την επόμενη μέρα, παρ’ όλο που ήταν η μεγάλη γιορτή των Επιφανειών (θεοφανείων).
Στη συνεδρίαση της Βουλής παρευρέθηκε και ο υπουργός των Εξωτερικών Α. Λόντος, όπου κι ανακοίνωσε επίσημα τα γεγονότα και αρίθμησε τις αγγλικές απαιτήσεις που ήταν έξι στον αριθμό. 1) αποζημίωση 800 χιλ. δρχ. για τον Πατσίφικο. 2) αποζημίωση 41 χιλ. δρχ. για το Φίνλεϋ, για το γήπεδο του στο Βασιλικό κήπο που ήταν 2 χιλ. πήχεις. 3) αποζημίωση 2 χιλ. ισπανικά τάλληρα (δρχ. 11.500) για το αλιευτικό (Επτανήσιο) πλοίο που ληστεύθηκε πριν από χρόνια στα παράλια της Ακαρνανίας ή στις εκβολές του Αχελώου. 4) 2 χιλ. λίρες στερλίνες (56 χιλ. δρχ.) για τους Επτανήσιους που κακοποιήθηκαν στην Πάτρα και στην Ηλεία. Το πρόστιμο αποδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση από τους δικηγόρους του Αγγλικού στέμματος, επειδή η κυβέρνηση της Ελλάδας δεν απάντησε έγκαιρα στη διακοίνωση με τις απαιτήσεις της Αγγλίας. 5) χρηματική ποινή 500 λίρες στερλίνες (14 χιλ. δρχ.) για κακοποίηση Άγγλων ναυτών στην Πάτρα. 6) Παραχώρηση στην Αγγλία των νησιών Όνου γνάθου (Ελαφόνησος) και Οινουσών (Σαπιέντζες) επειδή ανήκαν πριν στην πολιτεία του Ιονίου. Η Βουλή αφού άκουσε προσεκτικά τις εξηγήσεις της κυβέρνησης, υποσχέθηκε πως θα τη βοηθήσει όσο περισσότερο μπορούσε. Την ενθάρρυνε μάλιστα να κρατήσει πολιτική σταθερή και αντρίκια για να σώσει έτσι την αξιοπρέπεια του Στέμματος και του Κράτους.
Εκβιαστικά μέτρα της Αγγλίας –
Η στάση του Ελληνικού Έθνους
Την ίδια μέρα γύρω στις 3 μ.μ αφού πέρασε δηλαδή η προθεσμία που είχαν ορίσει, ο ίδιος ο Πάρκερ ανακοίνωσε στην κυβέρνηση ότι άρχισαν να ισχύουν τα εκβιαστικά μέτρα. Το λιμάνι του Πειραιά αποκλειόταν και δεν επιτρεπόταν απ’ εδώ και στο εξής η έξοδος των πλοίων απ’ αυτό. Σαν απάντηση στη βάρβαρη αυτή ανακοίνωση η ελληνική κυβέρνηση έκανε μια αξιοπρεπέστατη και ηθικά έντονη διαμαρτυρία στον Άγγλο πρεσβευτή. Σκοπός της ήταν να προλάβει τη βάρβαρη αυτή υλική βία, που θα ήταν ανώφελη και επιζήμια για το κράτος καθώς και να δώσει στη μοιραία αυτή υποταγή στη βία ένα χαρακτήρα αξιοπρεπέστατης ηθικής διαμαρτυρίας. Συγχρόνως έστειλε εγκύκλιο σ’ όλες τις αρχές του κράτους των παραθαλάσσιων περιοχών και των νησιών, ορίζοντάς τους τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να φέρονται στις αγγλικές πιέσεις και τους εκβιασμούς. Παράλληλα ενημέρωσε τους αντιπρόσωπους της Γαλλίας και της Ρωσίας για όσα συνέβησαν ανάμεσα σ’ αυτή, στον Άγγλο πρεσβευτή και στον αντιναύαρχο Πάρκερ.
Στην ενημερωτική αυτή ανακοίνωση είχε προσθέσει και τα αντίγραφα των διακοινώσεων που είχαν στείλει οι Άγγλοι, καθώς και τις απαντήσεις που είχαν δοθεί από τη μεριά της. Την επόμενη μέρα οι αντιπρόσωποι της Γαλλίας και της Ρωσίας, καθένας ξεχωριστά, έστειλαν στον Άγγλο πρεσβευτή έντονη διαμαρτυρία για τα γεγονότα και τον καλούσαν να δεχτεί τη μεσολάβησή τους που είχε προτείνει η ελληνική κυβέρνηση.
Ενώ όμως συνέβαιναν αυτά στους πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους, το εθνικό φρόνημα του λαού της Αθήνας και του Πειραιά είχε υψωθεί στο ανώτατα όριο συνείδησης και εθνικής φιλοτιμίας, η οποία είχε πληγωθεί στα πιο ιερά σημεία της. Το τελείως απροσδόκητο και απότομο, επιπλέον βάρβαρο και απάνθρωπα βίαιο και άδικο της αγγλικής ενέργειας, είχε προκαλέσει ιερή ηθική αγανάκτηση σ’ όλες τις τάξεις του λαού των δύο πόλεων, ύστερα και όλης της Ελλάδας. Η δίκαιη όμως αυτή οργή του δεν ξεχώρισε από την πολιτική σύνεση που τον παρακινούσε να δείχνει διαγωγή αξιοπρεπή, ειρηνική και ταυτόχρονα να εκδηλώνει εκφραστικότατα τα συναισθήματα που πλημμύριζαν την ψυχή του. Κύριο σύμβολο όλης της ηθικής ανύψωσης ήταν ο Βασιλιάς. Όλοι, και αυτοί που καταλάβαιναν κι αυτοί που δεν καταλάβαιναν την αληθινή αιτία και το σκοπό της αγγλικής βιαιότητας και αδικίας, ένοιωθαν από ένστικτο θα λέγαμε ότι μ’ αυτή τη διαγωγή η αγγλική διπλωματία είχε κύριο σκοπό της να ταπεινώσει το Βασιλιά. Αλλά ο βρώμικος και απάνθρωπος τρόπος με τον οποίο ήθελαν να ταπεινώσουν το Βασιλιά και να ετοιμάσουν οι δράστες την επανάσταση του λαού, είχε τελικά τελείως διαφορετικά αποτελέσματα απ’ εκείνα που περίμεναν.
Αντί για επανάσταση ο λαός τώρα είχε περισσότερο από κάθε άλλη φορά συσπειρωθεί γύρω από το θρόνο και ο Βασιλιάς είχε γίνει είδωλο αγάπης και λατρείας του λαού, ο οποίος μάντευε την προσβολή που γινόταν εναντίον της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας του.
Κι ενώ πριν εμφανιστεί ο στόλος πολλοί από τους Μπαρλαίους διαλαλούσαν το γεγονός, επειδή πίστευαν ότι θα έχουν κομματικά οφέλη απ’ αυτό, με την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα καταδικάστηκαν στη σιωπή και στην αφάνεια. Έτσι οι φωνές των λίγων φιλοστερλίνκων ήταν για τα αισθήματα του ελληνικού λαού που εκδηλώνονταν ομόφωνα μόνο «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Από τις πρώτες κιόλας μέρες της φοβερής κρίσης γίνονταν θερμότατες εκδηλώσεις αγάπης πίστης, αφοσίωσης και λατρείας στο Βασιλιά. Στις 8 Ιανουαρίου, ημέρα Κυριακή (την επόμενη μέρα του αποκλεισμού) όταν ο Βασιλιάς εμφανίστηκε στο συνηθισμένο μέρος (στο πεδίο του Άρεως) που έκαναν τον Κυριακάτικο περίπατό τους οι Αθηναίοι, επιδοκιμάστηκε ζωηρότατα από ένα μεγάλο πλήθος πολιτών. Είχαν πάει επίτηδες εκεί για να δουν το Βασιλιά κι από το μεγάλο ενθουσιασμό τους πετούσαν στον αέρα τα καπέλλα τους. Το πλήθος συνόδευσε το Βασιλιά στην επιστροφή του στ’ ανάκτορα, ενώ και όλη η άλλη πόλη έτρεχε να τον συναντήσει με ζωηρούς χαιρετισμούς. Πολλοί μάλιστα από τους πολίτες φιλούσαν δακρυσμένοι τα χέρια του.
Το ίδιο πλήθος διευθύνθηκε από την πλατεία των ανακτόρων πρoς τα μέγαρα της γαλλικής και της ρωσικής πρεσβείας. Εκεί επαινούσε ζητωκραυγάζοντας τη Γαλλία και τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας καθώς και τη Ρωσία και τον αυτοκράτορα Νικόλαο. Το ίδιο έκανε ύστερα και μπροστά στις πρεσβείες της Βαυαρίας της Αυστρίας και της Πρωσσίας. Ένα πνεύμα πρόθυμης αυτοθυσίας είχε καταλάβει ιδίως τις ανώτερες τάξεις (εκτός από τους φιλοστέρλιγκ). Οι αξιωματικοί του τάγματος που αποτελούσαν τη φρουρά της πρωτεύουσας δήλωσαν στην κυβέρνηση, ότι της διέθεταν από τώρα μέχρι το τέλος της κρίσης τους μισθούς τους για να μπορέσουν έτσι ν’ ανακουφιστούν σ’ ένα βαθμό τουλάχιστον οι οικονομικές δυσχέρειες που είχαν δημιουργηθεί από τους κινδύνους του παρόντος. Φοιτητές του Πανεπιστημίου με αναφορά τους στο Βασιλιά ζητούσαν την άδεια να σχηματίσουν μια δική τους φάλαγγα με την οποία θα προστάτευαν την ησυχία και την τάξη στην πόλη. Ζητούσαν επίσης να τους επιτραπεί να προσφέρουν στην Α. Μ ένα στεφάνι σαν σύμβολο σταθερότητας στην τιμή του θρόνου και στην υπόληψη του ελληνικού λαού. Στα ευγενικά όμως αυτά αιτήματα δόθηκαν από τη μεριά του Βασιλιά μόνο ευχαριστήριες απαντήσεις. Ο λαός των επαρχιών και ιδιαίτερα εκείνων στις οποίες είχαν την πλειοψηφία οι αγγλόφιλοι έμποροι, όπως στην Πάτρα και στη Σύρο, συμμερίστηκε τα αισθήματα και τις διαθέσεις του λαού της πρωτεύουσας. Οι αντεθνικές ελπίδες μερικών Μπαρλαίων διαψεύστηκαν.
Αυτοί πίστευαν ότι θα εισβάλλουν από το Οθωμανικό έδαφος στην Ελλάδα οι φυγάδες αξιωματικοί Παπακώστας, Βελέντζας και οι υπόλοιποι, καθώς και ότι με τη βοήθεια του αγγλικού στόλου θ’ ανακηρυχτεί δημοκρατία με πρόεδρο τον Ν. Κριεζώτη (στον οποίο με αγγλικές ενέργειες είχε δοθεί άδεια από την Πύλη για να πάει από την Κωνσταντινούπολη στη Σμύρνη). Επίσης τα δραστήρια μέτρα, που νόμισε η κυβέρνηση ότι έπρεπε να πάρει για να προλάβει διάφορα γεγονότα που θα μπορούσαν να συμβούν, αποδείχτηκαν περιττά. Οι πιστοί στρατιωτικοί αρχηγοί τους, οποίους είχε στείλει στην Πελοπόννησο και σε μερικά μέρη της Στερεάς Ελλάδας δεν πρόσφεραν τελικά τίποτα, αφού σ’ όλο το βασίλειο επικρατούσε ολόθερμη αφοσίωση στο πρόσωπο του Βασιλιά.
Στο μεταξύ ο Ουάις και ο Πάρκερ προχωρούσαν από βία σε βία κι από αδίκημα σε αδίκημα. Με τη διακοίνωση του Ουάις προς τον υπουργό Α. Λόντο από τις 7/19 Ιανουαρίου απαιτούσε από την ελληνική κυβέρνηση, όπως είπαμε ήδη, να απαγορεύσει την έξοδο των πολεμικών πλοίων από το λιμάνι του Πειραιά.
Κι όμως, το γνωστό ατμόπλοιο «Όθων» ενώ πήγαινε στη Σύρο για κυβερνητικές ανάγκες, συνελήφθη κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του από τον αγγλικό στόλο, παρ όλο που είχε φύγει από τον Πειραιά πριν ανακοινωθεί ο αγγλικός αποκλεισμός. Τα γεγονότα τα σχετικά μ’ αυτή τη βίαιη πράξη τα ανήγγειλε ο Ουάις κυνικά στον Έλληνα υπουργό των εξωτερικών. Του ανακοίνωσε συγχρόνως την εντολή του Άγγλου ναύαρχου να οδηγηθεί το πλοίο «Όθων» και τ’ άλλα πλοία που είχαν συλλάβει στη Σαλαμίνα και να κρατηθούν εκεί μέχρι να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις που περιλαμβάνονταν στη διακοίνωση της 5ης Ιανουαρίου.
Συγχρόνως οι βάρκες του αγγλικού στόλου που έπλεαν στις ακτές του λιμανιού του Πειραιά ειδοποιούσαν τα πλοία που έφταναν εκεί ότι δεν επιτρεπόταν να εξάγουν τα φορτία τους χωρίς την αγγλική άδεια. Στην ανακοίνωση για τις αγγλικές ληστοπειρατίες ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών απαντούσε με αξιοπρέπεια· «Μου είναι αδύνατο να σας εκφράσω τι συναισθήματα προκάλεσαν στην Α.Μ το Βασιλιά και στην κυβέρνησή του η ανάγνωση της ανακοίνωσής σας, αισθήματα τα οποία θα συμμεριστεί όλος ο λαός. Η Ελλάδα είναι αδύναμη, κύριε, και δεν περίμενε ποτέ τέτοια ψυχικά τραύματα από μια κυβέρνηση την οποία καμάρωνε να αριθμεί με πεποίθηση στους ευεργέτες της. Απέναντι σ’ αυτή τη δύναμη, στην οποία εσείς υπακούετε, η κυβέρνηση της Α. Ελληνικής Μεγαλειότητας δεν μπορεί ν’ αντιτάξει τίποτα άλλο παρά μόνο το δίκιο της και μια επίσημη διαμαρτυρία για τις εχθρικές πράξεις σας. Πράξεις που έγιναν σε μια απόλυτα ειρηνική εποχή και οι οποίες εκτός από την κύρια βλάβη που προκαλούν στα ουσιαστικότερα συμφέροντά της, θίγουν στο μεγαλύτερο βαθμό την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπεια της.
Σ’ αυτή την κρίσιμη περίσταση ο Βασιλιάς και η κυβέρνησή του έχουν στηριχθεί με πεποίθηση στη βοήθεια του ελληνικού λαού και τη συμπαράσταση και συμπάθεια όλου του κόσμου. Θα περιμένουν με τον τρόπο αυτό, με θλίψη και με υπομονή, το τέρμα των δοκιμασιών, τις οποίες με διαταγή της κυβέρνησης της Α. Βρεττανικής Μεγαλειότητας, έχετε προορίσει εναντίον της Ελλάδας».
Ο Έλληνας υπουργός κάνοντας λόγο για τις διαθέσεις και τα αισθήματα του ελληνικού λαού και όλου του κόσμου υπέρ του Βασιλιά έλεγε τη μεγαλύτερη αλήθεια. Επειδή όμως δεν υπήρχε τότε καμμιά τηλεγραφική επικοινωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ευρώπη, η συμπάθεια αυτή που εκδήλωνε ο ξένος κόσμος στην αρχή για μερικές μέρες στους διπλωματικούς κύκλους των Αθηνών, έπαψε να υπάρχει. Στους κύκλους αυτούς εκτός από τις διπλωματικές ενέργειες και διαμαρτυρίες που έκαναν συνεχώς οι πρέσβεις της Γαλλίας, Ρωσίας, Αυστρίας και σε μικρότερο βαθμό οι άλλες πρεσβείες, φαινόταν ξεκάθαρα ότι με τον αγγλικό αποκλεισμό η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε καμμιά συγκοινωνία από. την θάλασσα με τις επαρχίες της και ιδιαίτερα με τα νησιά. Βλέποντας λοιπόν αυτό οι πρέσβεις, ιδίως της Γαλλίας και της Αυστρίας, αποφάσισαν να παραχωρήσουν στην ελληνική κυβέρνηση όσα πλοία είχαν αυτοί στη διάθεση τους.
Συγχρόνως το Ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών εξέδωσε (στις 10 Ιανουαρίου) μια μακροσκελή έκθεση στην οποία ανέλυε τις αγγλικές απαιτήσεις. Διαφώτιζε και χαρακτήριζε όλη την κίνηση και την πορεία της αγγλικής διπλωματίας και ιδιαίτερα τον ύπουλο και βρώμικο τρόπο με τον οποίο πολιτευόταν ο λόρδος Πάλμερστον. Στο μεταξύ η μεγάλη ηθική αγανάκτηση για την αγγλική ληστοπειρατεία διαδόθηκε από την Ελλάδα στους Έλληνες που βρίσκονταν στην Επτάνησο και την Τουρκία καθώς και στους Ευρωπαϊκούς κύκλους (εννοείται βέβαια όχι τους αγγλικούς).