Απόστολου Βακαλόπουλου
ΑΠΟ ΤΟ: Ελληνικό Ημερολόγιο
Τον Μελέτιο Πηγά διαδέχεται στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξανδρείας ο ανεψιός του Κύριλλος Λούκαρις σε ηλικία 29 χρόνων. Ο Λούκαρις, μαθητής και αυτός του μοναχού Μελέτιου Βλαστού, είναι η πιο σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα του 17 αι. Τις σπουδές του στα ελληνικά, καθώς και τα λατινικά, τις συμπληρώνει στην Βενετία με οδηγό και δάσκαλο τον καλοκάγαθο συμπατριώτη του Μάξιμο Μαργούνιο και αργότερα, στα 17 του χρόνια, το πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου σπούδασε 6 ολόκληρα χρόνια μέσα σ’ ένα φιλελεύθερο περιβάλλον, πού το δεσπόζουν οι φυσιογνωμίες των καθηγητών Piccolomini και Cremonini. Ακολουθούν οι δύο αλλεπάλληλες αποστολές του στην Πολωνία, κατά την διάρκεια των οποίων γνώρισε καλά τις μεθόδους και επιτυχίες των ιησουιτών εκεί. Ήταν η πρώτη φάση της πάλης του Λούκαρι, πού έληξε με την επιβολή των καθολικών.
Τώρα με την εκλογή του ως πατριάρχη αρχίζει η δεύτερη φάση, πιο σκληρή και μέσα στο ίδιο το πάτριο έδαφος. Αμέσως μεταφέρει την έδρα του στο Κάιρο (ποιος είναι ο λόγος δεν έχει ακόμη εξακριβωθή) και από τότε αρχίζει να μελετά συστηματικά όχι μόνον τούς ορθοδόξους, αλλά και τούς δυτικούς εκκλησιαστικούς πατέρες και αυτούς ακόμη τούς αντιπροσωπευτικούς δογματικούς των εκκλησιών του Λουθήρου και του Καλβίνου, όπως το αποδεικνύουν μερικά από τα ανέκδοτα κηρύγματά του των ετών 1589 – 1626, πού μελέτησε ο G. Hofman. Η συστηματική μελέτη τους, κοντά στην βοήθεια πού μας προσφέρουν οι επιστολές του, θα μας διευκολύνη ασφαλώς να εντοπίσουμε την έκταση και το βάθος των επιδράσεων των δυτικοευρωπαϊκών εκκλησιών, και να σχηματίσουμε μιά ευκρινέστερη εικόνα για το πρόσωπο του Λούκαρι και για τούς κλυδωνισμούς της ψυχής του μέσα στην ταραγμένη εκείνη εποχή.
Οι μελέτες και οι σκέψεις του τον έφεραν αντιμέτωπο με τούς καθολικούς και ιδίως με τούς Ιησουίτες, οι οποίοι, μέσα στην ίδια την έδρα της ορθοδοξίας με τον θερμό τους ζήλο, τον συνδυασμένο με την πλατιά θεολογική και κοσμική παιδεία, με την προσήνεια, με την συστηματική άσκηση του διδασκαλικού τους έργου, με την γνώση της ελληνικής και με τα κηρύγματά τους στις εκκλησίες του Πέραν προκαλούσαν συνήθως ευμενή σχόλια στον λαό και δημιουργούσαν ρεύμα συμπαθείας, πού γονιμοποιούσε το έδαφος για την προσέγγιση και την ένωση των εκκλησιών.
Η ευνοϊκή αυτή ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να επεκτείνεται και σ’ αυτούς ακόμη τούς κύκλους του οικουμενικού πατριαρχείου. Σ’ αυτό συνετέλεσαν και οι ίδιοι οι λατινόφρονες Έλληνες, ιδίως ο ζήλος ορισμένων αποφοίτων του ελληνικού κολλεγίου του Αγ. Αθανασίου της Ρώμης. Συγκεκριμένα ο Φραγκίσκος Κόκκος είχε τόσο επηρεάσει τον Πατριάρχη Ραφαήλ Β’ (1603 – 1608), ώστε να δεχθή να τον διορίση καθηγητή της πατριαρχικής σχολής και τελικά να δεχθή το πρωτείο του πάπα, ενώ ο Νικηφόρος Μελισσηνός με την προπαγάνδα και των ιησουιτών είχε επιβληθή τόσο στο πνεύμα του Νεοφύτου Β’ (1608- 1612), ώστε ν’ αποστείλη στις 6 Αυγούστου 1608 στον Πάπα Παύλο Ε’ (1605- 1621) και ομολογία πίστεως, με την οποία αναγνώριζε όχι μόνο το πρωτείο του πάπα, αλλά και την διδασκαλία της δυτικής εκκλησίας.
Η φανερή όμως αυτή απόκλιση του Πατριάρχη Νεοφύτου Β’ προς τον καθολικισμό, και η συμπάθειά του προς τούς ιησουίτες καθώς και άλλα αίτια, προκάλεσαν την εξέγερση του κλήρου και του λαού, ο οποίος επέτυχε να τον απομακρύνη τον Νοέμβριο του 1612. Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ο Λούκαρις για ζητήματα πού αφορούσαν τον ταραχοποιό και παράνομο αρχιεπίσκοπο Σιναίου Λαυρέντιο, καθώς και για άλλα πού σχετίζονταν με τούς ορθοδόξους της Ρωσίας. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν ότι στην ανατροπή του Νεοφύτου Β’ επρωτοστάτησε ο Λούκαρις, αν λάβουμε υπ’ όψη την εχθρότητά του προς τούς ιησουίτες και γενικά προς τούς καθολικούς, την εκτίμηση πού του είχε το ορθόδοξο πλήρωμα, καθώς και τις σαφείς καταγγελίες των καθολικών. Ίσως έτσι εξηγείται και η εκλογή του αμέσως κατόπιν ως «επιτηρητού», δηλαδή τοποτηρητή, του πατριαρχικού θρόνου ως την εκλογή του νέου πατριάρχη.
Ακολουθεί όμως η αντεπίθεση. Τότε, όπως ειρωνεύεται ο ίδιος ο Λούκαρις, οι «άξιοι» ανώτατοι κληρικοί, ο Παλαιών Πατρών Τιμόθεος, ο Παίσος Θεσσαλονίκης, ο Τιμόθεος Λαρίσης και ο πρώην Μονεμβασίας Γερμανός επέβαλαν τον λατινόφρονα Τιμόθεο Β’ ως πατριάρχη ανεβάζοντας το πεσκέσι προς τον σουλτάνο σε 8.000 χρυσά νομίσματα και αυξάνοντας το χαράτσι από 3.000 σε 4.000.
Ο Λούκαρις αποσύρεται στο Αγ. Όρος και απ’ εκεί στην Βλαχία, απ’ όπου εξαπολύει σφοδρότατες επιθέσεις εναντίον της προπαγάνδας των καθολικών, οι οποίοι έχουν πια κυριαρχήσει μέσα στα πατριαρχεία. Πραγματικά ο νέος πατριάρχης στις 13 Μαΐου 1615 πληροφορεί τον πάπα Παύλο Ε’ ότι τον αναγνωρίζει ως κεφαλή της Εκκλησίας και τον παρακαλεί να ιδρύση στην Κωνσταντινούπολη ένα θεολογικό σεμινάριο για την θρησκευτική μόρφωση των νέων και ν’ ανατεθή η λειτουργία του σε ιησουίτες.
Ήταν επόμενο να εκδηλωθή σφοδρή η αντίδραση του Λούκαρι. Ανάμεσα στις εξαίρετες σελίδες του ανήκουν οι εξής: «Ημπορούσι, γράφει σε μιά από τις πραγματείες του που στρέφεται εναντίον του παπικού πρωτείου, να ειπούν οι Λατίνοι χειρότεροι είσθε σεις οι ανατολικοί παρά ημάς, διατί βασιλείαν δεν έχετε, διά την υπερηφάνειάν σας την επήρεν ο Θεός, δεύτερον ιερωσύνην δεν έχετε, διατί την αγοράζετε από τούς Τούρκους, τρίτον μάθημα και σοφίαν δεν έχετε, αμή είσθε δούλοι και έχετε τούς Τούρκους επάνω εις τα κεφάλια σας, τα οποία όλα σας τα έδωκεν ο Θεός διά το να μη υποτάσσησθε της εκκλησίας της παλαιάς Ρώμης, και με όλον τούτο δεν παύετε να γειρεύετε την ταλαιπωρίαν σας, αμή ακόμα εμάς τόσον καταφρονάτε και διασύρετε. Ταύτα ημπορούσι να μας ειπούν καθώς τα λέγουν οι Λατίνοι, πλην με ταύτα δεν μας φοβίζουν. . . Πώς η ανατολική Εκκλησία να είναι κακά καταστεμένη δεν το αρνούμεθα. Αλήθεια βασιλείαν δεν έχομεν, ότι έτζη ηθέλησε να μας παιδεύση ο Θεός, διά τας αμαρτίας οπού κάμνομεν, όχι διατί δεν υποτασσόμεθα τω Πάπα. Είναι πολλαί βασιλείαι την σήμερον όπου τον Πάπαν όχι μόνον δεν υποτάσσονται, αμή εις τα έθνη τον κηρύττουσι διά Αντίχριστον και εις τα συγγράματά τους και εις τα βιβλία τους οπού γράφουν εναντίον του Πάπα δεν είναι άξιοι όλοι οι διδάσκαλοι να τούς αποκριθούσιν και όταν αποκριθούσι έτζη διαλέγονται προς εκείνους όσον τινάς οπού να γροικά συγκρίνοντας να ευρίσκη τούς διδασκάλους του Πάπα φλυαρούντας και τούς εναντίους και φιλοσόφους και θεολόγους. Και όποιος θέλει από τούς Λατίνους ημείς τούς το δείχνομεν εις τα ομμάτια μέσα. Όμως οι τοιούτοι με όλον ότι κηρύττουσι τον Πάπαν αντίχριστον και την εκκλησίαν της Ρώμης Βαβυλώνα και καθέδραν του Αντιχρίστου, με τούτο όλον ευτυχούσι και αυτοί και αι βασλείαις τους και ημείς λέγουσιν οι Λατίνοι πώς εχάσαμεν την βασιλείαν μας διατί δεν υποτασσόμεθα τω Πάπα. Μάλιστα διά να συμφωνήσωσι με τον Πάπαν εις την ψεματικήν σύνοδον της Φλωρεντίας οι άγνωστοι εκείνοι όπού ήσαν εκεί, διά τούτο ό Θεός επαραχώρησε και εχάθη ή βασιλεία, ότι δεν ήλπισαν εις τον Θεόν, αμή έκαμαν συμφωνίαν με τον Πάπαν, διά να τούς δώση βοήθειαν και ό Θεός άλλως επαραχώρησε και ήλθε μέγας αφανισμός. Λοιπόν εις τούτο το μέρος δεν έχουν δίκαιον να μας λέγουν ότι εχάσαμεν την βασιλείαν διά λόγου τους. Όσον πώς δεν έχομεν σοφίαν και μαθήματα αλήθεια είναι, αμή ας μετρήσουν δύο πράγματα οι λατίνοι, πρώτον ότι τον καιρόν τον παλαιόν όσον ή σοφία πολιτεύετον εις την Ελλάδα τούς λατίνους οι Έλληνες είχαν διά βαρβάρους και τώρα αν βαρβαρώθημεν ημείς και εκείνοι εσοφίσθησαν παράξενον δεν είναι η πτωχεία και η αφαίρεσης της βασιλείας μας το έκαμαν και ας έχωμεν υπομονήν δεύτερον, ας λογιάσουν ότι αν δεν έχωμεν σοφίαν εξωτέραν, έχομεν χάριτι. Χριστού σοφίαν εσωτέραν και πνευματικήν, η οποία στολίζει την ορθόδοξόν μας πίστιν και εις τούτο πάντοτε είμεσθεν ανώτεροι από τούς λατίνους, εις τούς κόπους, εις τας σκληραγωγίας και να σηκώνωμεν τον σταυρόν μας και να χύνωμεν το αίμα μας διά την πίστιν και αγάπην την προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αν είχε βασιλεύσει ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες και εις την Ελλάδα τώρα τριακοσίους χρόνους ευρίσκεται και κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται διά να στέκουν εις την πίστιν τους και λάμπει η πίστις του Χριστού και το μυστήριον της ευσεβείας και εσείς μου λέγετε ότι δεν έχομεν σοφίαν; Την σοφίαν σου δεν εθέλω ομπρός εις τον σταυρόν του Χριστού, κάλλιον ήτο να έχη τινάς και τα δύο, δεν το αρνούμαι, πλην από τα δύο τον σταυρόν του Χριστού προτιμώ» .
2. Κύριος στόχος των επιθέσεων του Λούκαρι είναι ο ιησουίτες, ο οποίοι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχαν σημειώσει αξιοθαύμαστη πρόοδο στο προπαγανδιστικό τους έργο. Αυτών ακριβώς τις ενέργειες καυτηριάζει ο Λούκαρις με οξύτητα στον διάλογό του «Ζηλωτής και Φιλαλήθης»: «Όταν μας ομιλώσι με γλυκά λόγια, και εκεί κρύπτουσι το φαρμάκι όταν μας τιμώσι, τότε μας γελώσι εις τον εαυτόν τως όταν μας διδάσκουσι, τότε μας πραγματεύονται, όταν μας χαρίζουν ή χαρτάκια κομποσχοίνια, τότε μας παγιδεύουσι όταν κάμνουν κωμωδίες ή άλλα θέατρα και μας προσκαλούν να πηγαίνωμεν, τότε μας μυκτηρίζουσιν ως αγνώστους και λωλούς και ουτιδανούς. Με τούτο όλον θεωρώ, άνδρες Έλληνες, πώς πολλοί κρατούσι μαζί τως, δεν γνωρίζοντας ταύτα. Ετούτο είναι εκείνο όπού καίει την καρδίαν, πώς έπεσεν εις ημάς τόση αγνωσία και δεν είμασθεν άξιοι να κρίνωμεν το κακόν οπού μας κυνηγά. . . Διά τούτο όταν σας λέγουσι «η εκκλησία της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως είναι μία, και δεν είναι ανά μέσον μας διαφορά», με κακήν διάθεσιν σας το λέγουν διατί αυτοί όλοι, και Γεζουίται και οι λοιποί Φράροι, εις τα βιβλία οπού γράφουν και εις τες διδαχές οπού κάμνουν ημάς τούς Έλληνας μας κράζουν σχισματικούς και αιρετικούς, αποστάτας, ψεύστας και κάθε άλλο κακόν όνομα, και πώς εκκλησίαν δεν έχομεν, μόνον συναγωγήν, σαν τούς Εβραίους.»
Ο φανατισμός των ορθοδόξων, προ πάντων των μοναχών, εναντίον των δυτικών φτάνει ως το σημείο, ώστε και σ’ αυτές ακόμη τις κωμοπόλεις και πόλεις των επαρχιών, όπως π.χ. της Μυτιλήνης, ν’ ακούη κανείς ότι, αν κάποτε στο μέλλον πρόκηται να κυριαρχήσουν στην Κωνσταντινούπολη οι Λατίνοι, πολύ καλύτερα είναι να μείνουν οι Τούρκοι. Η αμοιβαία αποστροφή και η κατηγορία των μεν εναντίον των δε ως σχισματικών είναι κάτι το συνηθισμένο. Ο καπουκίνος πατήρ Arcangelo γράφει: «Δεν υπάρχει έθνος πού μας είναι τόσο βαθιά μισητό όσο οι Έλληνες, γιατί είναι γένος αμαθές, διαφθαρμένο και αλαζονικό εμείς δεν μπορούμε να τούς πλησιάσουμε».
Πραγματικά ο κατώτερος κλήρος εξακολουθεί να είναι αμόρφωτος, όπως και μετά την Άλωση, και ουσιαστικά δεν προσφέρει σπουδαία πνευματική τροφή στο ποίμνιό του, πράγμα πού προκαλεί τα ειρωνικά σχόλια των καθολικών ιερωμένων ή των ξένων πού περιηγούνται τις ελληνικές χώρες, αλλά – πράγμα πολύ σπουδαίο – στέκεται πολύ κοντά του, παίρνει μέρος στους αγώνες του, συνυποφέρει και ασκεί άμεση επίδραση επάνω του. Έτσι με την δραστηριότητα της δυτικής εκκλησίας και με την αντίδραση της ανατολικής αναζωογονούνται και πάλιν οι έριδες με αποτέλεσμα να ιδούν το φως νέες εκδόσεις θεολογικών βιβλίων, οι οποίες πλουτίζουν την θρησκευτική φιλολογία.
Στον αγώνα αυτόν της ορθοδοξίας ζητεί ο Λούκαρις και έχει την συμπαράσταση των προτεσταντών, με τούς οποίους αλληλογραφεί και συζητεί διάφορα θέματα. Ακριβώς ή ιδεολογική αυτή επικοινωνία και οι υποχωρήσεις του σε ορισμένες απόψεις των διαμαρτυρομένων υπήρξαν οι αιτίες να κατηγορηθή πολύ νωρίς ως οπαδός του Λουθήρου ή του Καλβίνου. Η επιθυμία του μάλιστα να κάνη στενώτερους τούς δεσμούς του με τούς διαμαρτυρομένους και να γνωρίση καλύτερα την εκκλησία τους τον έκανε να στείλη στα 1617 (ανταποκρινόμενος σε παράκληση του αρχιεπισκόπου του Canterbury George Abbot) στην Αγγλία τον ευφυή και φιλομαθή πρεσβύτερο Μητροφάνη Κριτόπουλο (1589 – 1639) από την Βέροια, πού τον είχε γνωρίσει ως μοναχό στο Άγιον Όρος.
Η ώρα όμως του Λούκαρι για τούς μεγάλους και σκληρούς αγώνες του εσήμανε, όταν στις 4 Νοεμβρίου 1620 η σύνοδο του οικουμενικού πατριαρχείου τιμώντας την αρετή και την σοφία του τον εξέλεξε πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αμέσως, φαίνεται, ύστερ’ από την εκλογή φεύγει από την έδρα του ο φιλοκαθολικός μητροπολίτης Ίμβρου Αθανάσιος, ο οποίος επί χρόνια τριγυρίζει, μηχανορραφεί εναντίον του και ζητεί την επέμβαση του Γερμανού αυτοκράτορα. Έντονη είναι η αντίδραση εναντίον του Λούκαρι, εφόσον μάλιστα οι ιησουίτες, η Αγία Έδρα και πίσω απ’ αυτούς οι ενδιαφερόμενες καθολικές δυνάμεις Αυστρία και Γαλλία τον υποπτεύονταν ως καλβινιστή. Αποκαλυπτικά είναι όσα γράφει ο «αποστολικός επισκέπτης» Ρ. Demarchis τον Οκτώβριο – Νοέμβριο του 1622 σχετικά με τα τότε σχέδια των καθολικών: «Για να ξανακερδίσουμε την ελληνική Εκκλησία, πρέπει πρώτα πρώτα να φύγη αυτός ο πατριάρχης, ό Κύριλλος,. . . σαν ο μεγαλύτερος εχθρός της καθολικής εκκλησίας, επειδή, μολυσμένος από την λουθηρανική και καλβινική αίρεση, απομακρύνει και αποξενώνει, όσο μπορεί, τούς Έλληνες από τούς καθολικούς και προσπαθεί να εκμηδενίση το κύρος του (Λατίνου) πατριάρχη και του τοποτηρητή του».
Πραγματικά τον Απρίλιο κιόλας το 1623 απομακρύνεται ο Λούκαρις από τον θρόνο με την επέμβαση του πρεσβευτή της Γαλλίας Fhillippe de Cesy, ύστερ’ από διαβήματα του αποστολικού νουντσίου στο Παρίσι Ορσινι στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΓ’. Στην θέση του εκλέγεται στις 28 Μαΐου ο Αμασείας Γρηγόριος, «λατινόφρων», ο επονομαζόμενος «Στραβοαμασείας» και ύστερ’ από ένα μήνα, 25 Ιουνίου, ο μητροπολίτης Άνθιμος, αλλά στις 2 Οκτωβρίου ανεβαίνει και πάλι στον θρόνο ο Λούκαρις χάρη στην υποστήριξη των πρεσβευτών Ολλανδίας Haga και της Αγγλίας Sir Thomas Rowe.
Η πρόσφατη δημοσίευση αποσπασμάτων από τις επιστολές του πατριάρχη προς τον Sir Thomas Rowe (γραμμένες μεταξύ Ιουνίου 1625 – Μαρτίου 1628) αποδεικνύει ότι ο Λούκαρις είχε συνδεθή πια στενά μαζί του, ότι του ζητούσε την αρωγή στις δύσκολες στιγμές και ότι τον κατατόπιζε στις ενέργειες των καθολικών μέσα στην Κωνσταντινούπολη, τούς οποίους παραπλανούσε ως προς τα πραγματικά του αισθήματα απέναντί τους. Έτσι π. χ. τον ενημερώνει στις συζητήσεις του με τον Έλληνα καθολικό Κανάκη Ρώση, ο οποίος επιφορτισμένος με ειδικές οδηγίες από την Προπαγάνδα Πίστεως και από τον πρόεδρό της καρδινάλιο Bandini είχε φθάσει στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1625 και επιδίωκε να τού αποσπάση – έναντι ανταλλαγμάτων – την αποκήρυξη των καλβινικών του ιδεών και ομολογία πίστεως στον πάπα: «. . . Επιζητεί να διαφθείρη το ποίμνιόν μας και εμέ τον ίδιον με θαυμαστά τεχνάσματα και με πολλάς κολακείας επιχειρεί να κατακτήση. Επί τέλους μου έδειξε τας οδηγίας πού έχει δι’ εμέ. . .». Από απόσπασμα της επόμενης επιστολής του πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Λούκαρις δεν ψυχραίνει τον ζήλο των συνομιλητών του, αλλά ότι τούς βαυκαλίζει με ελπιδοφόρες υποσχέσεις και έτσι παρελκύει το θέμα με εσκεμμένη εφεκτικότητα και αδράνεια: «Εν τω μεταξύ θα δεικνύω περίσκεψιν κατά τας μετά των ανθρώπων αυτών διαπραγματεύσεις και αν προτείνουν άλλο τι μετά ταύτα, θα το αναφέρω εις την υμετέραν εξοχότητα άνευ της συμβουλής σας ουδέν θα πράξω… Εν ευθέτω θα συναντηθώμεν και θα συνεννοηθώμεν προφορικώς περί των λοιπών.. .» (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1625). Το ζήτημα έληξε με την συμβουλή πού το έδωσε ο Sir Thomas Rowe: να μη δώση ρητή απάντηση στις προτάσεις των αντιπροσώπων της Προπαγάνδας Πίστεως, εφόσον δεν του τις υποβάλλουν γραπτά.
Ο Rowe θεωρεί τον Λούκαρι καλβινιστή: «Όσο για τον ίδιο τον πατριάρχη δεν αμφιβάλλω, πώς στην θρησκευτική του συνείδηση δεν είναι παρά, όπως τον χαρακτηρίζουμε, ένας καθαρός καλβινιστής και σαν τέτοιον οι ιησουίτες τον στιγματίζουν». Ο πρεσβευτής φαίνεται υπεραισιόδοξος. Στην πραγματικότητα όμως ο Κύριλλος έμενε σταθερός στην ορθοδοξία και δεν είχε ακόμη κατασταλάξει σε άλλες πεποιθήσεις ή τουλάχιστον δεν είχε ακόμη το θάρρος να τις διακηρύξη. Απόδειξη το ναυάγιο των προσπαθειών του εφημερίου της Ολλανδικής πρεσβείας Piscator, πού απέβλεπαν στην ένωση των εκκλησιών των διαμαρτυρομένων και των ορθοδόξων: ο ίδιος απογοητευμένος έλεγε στον διάδοχό του Ant. Leger, τον Ιούλιο του 1628 στην Βενετία, ότι είχε χάσει σχεδόν κάθε ελπίδα.
Ο βάιλος, ο οποίος επίσης έχει αποκτήσει την εμπιστοσύνη του Λούκαρι, με άκρο ενδιαφέρον παρακολουθεί όλες αυτές τις κινήσεις κι ενημερώνει τον δόγη, αποφεύγοντας ν’ αναμειχθή στις μηχανορραφίες. «Εγώ, γράφει στις 4 Σεπτεμβρίου 1627, δεν είμαι εδώ εκκλησιαστικός ιεροδικαστής και δεν ανεμείχθην ποτέ ούτε θα αναμειχθώ υπέρ του ενός ή του άλλου εις τας διαπραγματεύσεις μεταξύ πατριάρχου, ελληνικού έθνους και των πρέσβεων του πάπα εις την χώραν ταύτην ούτε επαινώ, ούτε κατηγορώ, αλλά μόνον ίσταμαι υψηλότερα και παρατηρώ τα συμβαίνοντα και τούτο μέχρις ότου ή υμετέρα σύνεσις κρίνη σκόπιμον να μου αναθέση καμμίαν εντολήν. . .».
Η διαμάχη λοιπόν των καθολικών και των διαμαρτυρομένων εντείνεται. Οι βλέψεις τους είναι πώς να ματαιώσουν την επικράτηση των αντιπάλων τους και να επιτύχουν την διάδοση του οικείου δόγματος. Ας μη ξεχνούμε τι οι θρησκευτικοί πόλεμοι εξακολουθούσαν ακόμη ν’ αναστατώνουν τα ευρωπαϊκά κράτη και επομένως ή προσέλκυση της ανατολικής εκκλησίας προς τον καθολικισμό προς τον προτεσταντισμό θα είχε τεράστιο αντίκτυπο όχι μόνο στην κίνηση των θρησκευτικών ιδεών, αλλά και στην επιβολή της πολιτικής επιρροής τους. Γι’ αυτό και το ζωηρό ενδιαφέρον των ηγεμόνων και κυβερνήσεων να στηρίξουν τις κινήσεις των κληρικών τους και να επηρεάσουν τούς ορθοδόξους, ιδίως το περιβάλλον του πατριάρχη και τον ίδιο τον Πατριάρχη.
3. Την εποχή ακριβώς αυτή ο Λούκαρις αισθάνεται έντονη την ανάγκη να φωτιστή το έθνος με έντυπα, την ανάγκη δηλαδή ενός τυπογραφείου, και ενεργεί με τον Μητροφάνη Κριτόπουλο να μεταφερθή κατά τα μέσα του 1627 στην Κωνσταντινούπολη το τυπογραφείο του Κεφαλλωνίτη λόγιου μοναχού Νικοδήμου Μεταξά. Το τυπογραφείο στεγάζεται στο σπίτι του μοναχού και αρχίζει σε λίγο να βάλλη εναντίον των απόψεων των καθολικών εντύπων, που κυκλοφορούσαν στην Ανατολή. Σχετικά μας πληροφορεί ο Βενετός βάιλος στις 13 Νοεμβρίου 1627 «Φαίνεται ότι τώρα εκτυπώνονται μερικά κηρύγματα ενός Μαργουνίου, τον οποίον εκτιμούν πάρα πολύ. Οι ιησουίται διαδίδουν ότι διασπείρουν τας αιρέσεις του αρχιεπισκόπου του Spalato και επειδή ομιλούν ασυστόλως, εξερεθίζουν έτι μάλλον τον πατριάρχην και όλον το έθνος. Διότι αυτοί δεν ασχολούνται τώρα με δογματικά συγγράμματα ούτε επιδιώκουν να εισαγάγουν καινοτομίας, αλλ’ επιδιώκουν διά του τυπογραφείου να αποσκορακίσουν την τόσην αμάθειαν πού βασιλεύει μεταξύ των και να αφυπνίσουν τον λαόν κατά των ιησουϊτών, υπό των οποίων συνεχώς ενοχλούνται. Ο πατριάρχης κηρύττει κάθε Κυριακήν εις την εκκλησίαν του εναντίον των και ελπίζω από το μέρος τούτο να αναφυή καμμία καλή ευκαιρία διά το ζήτημα αυτό των ιησουιτών, το οποίον βλέπω ότι θεωρείται επείγον και πολύ δικαίως από την Εξοχωτάτην Γερουσίαν..».
Με την λειτουργία του τυπογραφείου συνδέεται μιά από τις πιο σπουδαίες φάσεις του λυσσαλέου ανταγωνισμού καθολικών από το ένα μέρος και ορθοδόξων – διαμαρτυρομένων από το άλλο. Η δραστηριότητα του τυπογραφείου ταράζει τούς καθολικούς ηγήτορες και προκαλεί τις αντιδράσεις τους. Και τελικά, τον Ιανουάριο του 1628, μηχανορραφίες και καταγγελίες των μεν εναντίον των δε προς τούς Τούρκους είχαν ως αποτέλεσμα να διακοπούν οι εργασίες του, αλλά και ν’ απελαθούν οι ιησουίτες από την Κωνσταντινούπολη, προσωρινά βέβαια, χάρη στην επέμβαση του Γάλλου πρεσβευτή de Cesy. Σχολιάζοντας την υπόθεση αυτή γράφει ο Λούκαρις προς τον Sir Thomas Rowe: «…Ο Θεός είναι δίκαιος: εις άλλους έσκαπτον τον λάκκον, αλλά έπεσαν οι ίδιοι. Εξοχώτατε, είναι ανάγκη όπως ο εκλαμπρότατος βάιλος προβή εις έντονον διάβημα διά να απελαθούν σώοι, χωρίς να πειραχθούν. Διότι θα μας δυσαρεστήση αν υποφέρουν ακόμη, μολονότι το αξίζουν. Είναι βέβαιον ότι αυτοί δεν θα εδείκνυον οίκτον υπέρ ημών, εάν ευρισκώμεθα εις την εξουσίαν των. . .».
Ποια είναι η στάση τού βαίλου ύστερ’ απ’ αυτή την κρίση, το βλέπουμε στην έκθεσή του της 15 Απριλίου 1628: «.. . ελπίζω ότι θα πεισθή (ένν. ο πατριάρχης) να μη κάμη πλέον χρήσιν του τυπογραφείου, διότι αντελήφθη ότι τοιαύτη είναι και η θέλησις της Υμετέρας Γαληνότητος. Όμως ελπίζω ότι θα παύσουν και αι εκ Ρώμης ενέργειαι και είναι ευχής έργον να τεθή τέρμα εις ταύτας, επ’ ωφελεία της ημετέρας Αγίας Θρησκείας. Θα έχω όμως πάντοτε υπ’ όψει μου να μη θιγούν τα συμφέροντα του Μεταξά, αρκετά ήδη ζημιωθέντος, ούτε και αί σχέσεις πού πρέπει να διατηρώ με τον νυν πατριάρχην ως και με το ελληνικόν έθνος. . .». Και πραγματικά τα καταφέρνει πολύ καλά ο βάιλος στον ρόλο του.
Λίγους μήνες αργότερα, η αναχώρηση του Rowe από την Κωνσταντινούπολη στέρησε τον πατριάρχη από έναν ισχυρό προστάτη. Με την ευκαιρία αυτή ο Λούκαρις του παραδίδει ως δώρο προς τον βασιλιά Κάρολο Α’ τον περίφημο «Αλεξανδρινό κώδικα», κτήμα τώρα του Βρεττανικού Μουσείου.
4. Από την εποχή αυτή περισσότερο αισθητή γίνεται η επιρροή του περιβάλλοντος της Ολλανδικής πρεσβείας: τον Οκτώβριο του 1628 φθάνει ο νέος εφημέριος της Ολλανδικής πρεσβείας Antoine Leger, ο οποίος εφοδιασμένος με πολλά εκκλησιαστικά βιβλία, κατάλληλα για την αποστολή του, έρχεται να συνεχίση το έργο του προκατόχου του και να σημειώση αρκετές επιτυχίες εκεί όπου εκείνος είχε τελείως αποτύχει.
Οι πρώτες του επαφές με τον πατριάρχη τον απογοητεύουν. Γι’ αυτό ίσως και δεν τον συμπαθεί. Τον κατηγορεί για την «υπερβολικά σχολαστική του περίσκεψη», την χλιαρότητα και την βραδύτητα των ενεργειών του. Με τον υπερβολικό του ζήλο να παρουσιάση επιτυχίες κατακρίνει κάθε πράξη του πατριάρχη, πού αποθαρρύνει η επιβραδύνει τις ενέργειές του. Προβαίνει επίσης σε ορισμένες διαπιστώσεις: «Η άγνοια του λαού και της πλειοψηφίας του κλήρου, γράφει στην Σύνοδο των Ποιμένων και των καθοδηγητών της Εκκλησίας στην Γενεύη, είναι κάτι το απίστευτο… Και το χειρότερο είναι, πώς μέσα στον λαό μπορεί να βρή πολύ μικρή επιθυμία, αν όχι τέλεια απροθυμία, να διδαχθή τα πνευματικά πράγματα». Βελτίωση της κατάστασης αυτής θα γινόταν με την έκδοση της Αγ. Γραφής σε γλώσσα πού να την καταλαβαίνη ο λαός, με «μιά μικρή κατήχηση κι’ άλλα στοιχειώδη βοηθήματα για τα παιδιά και με την ίδρυση ενός σεμιναρίου μάλλον θεολογικού χαρακτήρος». Οι συστάσεις του Leger φαίνεται ότι εισακούστηκαν, γιατί τον Μάρτιο κιόλας του 1629, ο μοναχός Μάξιμος Καλλιουπολίτης, με την επίβλεψη του Λούκαρι, έχει αναλάβει να μεταφράση την Καινή Διαθήκη στα νεοελληνικά επίσης ο πατριάρχης είχε ετοιμάσει και παραδώσει στα χέρια του Leger την περίφημη «Ομολογία» του, πού είναι περισσότερο καλβινική παρά ορθόδοξη. Η Καινή Διαθήκη τυπώθηκε το 1638 στην Γενεύη με πρόλογο του ίδιου του Πατριάρχη, ενώ ή «Ομολογία» του στον ίδιο τόπο τον Μάρτιο του 1629 σε λατινική μετάφραση, αφιερωμένη στον Ολλανδό πρεσβευτή Κορνήλιο Haga και το 1631 στην ελληνική και λατινική. Ενώ ο Κύριλλος συντάσσει και παραδίδει στα χέρια του Leger την περιβόητη «Ομολογία», από το άλλο μέρος ενισχύει την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως με την πρόσκληση του συμπατριώτη του Μελετίου Συρίγου, καταδικασμένου σε θάνατο από τούς Βενετούς της Κρήτης για την σφοδρότητα, με την οποία υποστήριζε τις θέσεις της ορθοδοξίας εκεί, και του εμπιστεύεται την εκκλησία της Χρυσοπηγής. Ο άμβωνάς της είναι το ελεύθερο βήμα, απ’ όπου τώρα πια απερίσπαστος ο Συρίγος εξαπολύει τούς μύδρους του εναντίον των πολεμίων της ορθοδοξίας.
Η δημοσίευση της «Ομολογίας» προκαλεί κατάπληξη στους κύκλους των ορθοδόξων και την αντίδραση των καθολικών, κυρίως του πρεσβευτή της Γαλλίας de Marcheville, ο οποίος ανήσυχος ζητεί να βεβαιωθή, αν πραγματικά Κύριλλος εμμένει στις ιδέες πού αναπτύσσει στο βιβλίο του. Και ο πατριάρχης δεν διστάζει καθόλου ν’ απαντήση με αξιοπρέπεια και να κλείση την συζήτηση με τα εξής αξιομνημόνευτα: «. . . στο ζήτημα των πεποιθήσεων μου και της αιώνιας σωτηρίας μου δεν θα υπακούσω ούτε τον βασιλιά της Γαλλίας, ούτε σε κανέναν άλλο στον κόσμο, αλλά θα ακολουθήσω αυστηρά τις υπαγορεύσεις της συνείδησής μου».
Ειδική κατήχηση, βασισμένη στην «Ομολογία» του και γραμμένη στα νεοελληνικά, δεν γράφτηκε. Επίσης δεν ιδρύθηκε και το σεμινάριο, το «φροντιστήριον», πού προσδοκούσε ο Leger. Ίσως ο Λούκαρις υπολόγιζε στην άφιξη του Κριτοπούλου, πού – ύστερ’ από πενταετή περιοδεία στις λουθηρανικές και καλβινικές χώρες, Αγγλία, Γερμανία και Ελβετία – βρισκόταν πια στον τελευταίο σταθμό του προς την Ελλάδα, στην Βενετία. Γεγονός όμως είναι ότι ο Κριτόπουλος χρονοτριβεί στην Βενετία, χωρίς να βιάζεται να επιστρέψη στην Κωνσταντινούπολη. Ούτε όμως και ο πατριάρχης τον καλεί. Τι συμβαίνει άραγε; Τι έχει μεσολαβήσει μεταξύ τους; Ο Καρμίρης υποθέτει βάσιμα ότι «ο Κριτόπουλος εζήτησε και επέτυχε την νέαν αναβολήν, διά να ευρίσκεται μακράν της Κωνσταντινουπόλεως κατά τον εγερθέντα εκεί συνεπεία της κατά το αυτό έτος 1629 εκδόσεως της καλβινικής Λουκαρείου Ομολογίας δεινόν σάλον και αποφύγη πάσαν και κατ’ αυτού, ως προστατευομένου του πατριάρχου και παρά τοις διαμαρτυρομένοις σπουδάσαντος, υπόνοιαν επί προτεσταντισμώ, λόγον διά τον οποίον ηναγκάσθη πιθανώς να διακόψη τελείως και την μετά των εν Γερμανία διαμαρτυρομένων φίλων του αλληλογραφίαν από της εποχής ακριβώς ταύτης».
Τελικά ο Λούκαρις καλεί τον Θεόφιλο Κορυδαλλέα ύστερ’ από εισηγήσεις, φαίνεται, του Legerκαι του Haga. Έτσι αδέσμευτος ο Κριτόπουλος επιστρέφει κατά το τέλος του 1630 στην Αίγυπτο, όπου τον δέχεται με μεγάλη χαρά ο γέρος πια πατριάρχης Γεράσιμος Σπαρταλιώτης και το 1631 ή 1632 τον ονομάζει μέγαν αρχιμανδρίτη Αλεξανδρείας και τον Νοέμβριο του 1633 τον χειροτονεί μητροπολίτη «Μέμφεως και Αιγύπτου». Από τότε ο Κριτόπουλος διευθύνει επιτροπικά το πατριαρχείο Αλεξανδρείας, επειδή ο πατριάρχης ανήμπορος πια, έχει αποσυρθή στην μονή του Αγ. Σάββα. Τέλος τον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο του 1636 ο Κριτόπουλος εκλέγεται πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Στο μεταξύ, στην Κωνσταντινούπολη, ο ερεθισμός των πνευμάτων εντείνεται συνεχώς. Το 1629 έχει φθάσει εκεί ως πρεσβευτής της Αυστρίας ο Rudolf Schmid, ο οποίος συνεχίζει τον αγώνα πού είχε αρχίσει Cesy. Θα ήταν πολύ ανιαρό και αηδιαστικό να εξιστορήση κανείς διεξοδικά τις μηχανορραφίες των αντιπροσώπων των μεγάλων δυνάμεων και της δυτικής Εκκλησίας, τις συσκέψεις με τα όργανά τους, ασυνείδητους ανώτερους ορθόδοξους κληρικούς, τον φανατισμό και την αγριότητα σε βάρος των αντιπάλων τους, τις εξαγορές συνειδήσεων, τις συνεχείς δωροδοκίες των ισχυρών Τούρκων και του σουλτάνου με αποτέλεσμα το ανεβοκατέβασμα των πατριαρχών, τις αλλεπάλληλες εξώσεις του Λούκαρι για δεύτερη, τρίτη και τέταρτη φορά μέσα σε λίγα χρόνια και την τρομακτική αύξηση του πατριαρχικού χρέους.
Οι Τούρκοι επίσημοι τρίβουν τα χέρια τους: «Οι εδώ υπουργοί, γράφει ο βάιλος στις 2 Μαΐου 1634, ανεκάλυψαν και εκμεταλλεύονται συνεχώς το μεταλλείον τούτο της αλλαγής των πατριαρχών, το οποίον τοις προσπορίζει μεγάλα χρηματικά ποσά».
5. Την κατάσταση την επιδεινώνει και ένα άλλο σπουδαίο ζήτημα, πού μπαίνει τώρα σε οξεία φάση: οι διενέξεις ορθοδόξων και καθολικών για την κατοχή των Ιερών Ιδρυμάτων στους Αγίους Τόπους. Οι έριδες αυτές, πού είχαν αρχίσει κυρίως μετά την κατάκτηση της Συρίας και της Παλαιστίνης από τον Σελίμ Α’ (1517), παρουσίασαν πολλές φάσεις με την πρόσκαιρη επιβολή άλλοτε των μεν και άλλοτε των δε, την οποία εξασφάλιζαν με παρασκηνιακές ενέργειες κοντά στον σουλτάνο στους ισχυρούς του διβανίου και με την καταβολή μεγάλων ποσών χρυσού προς αυτούς. Στα 1633 η έριδα για την κατοχή των Αγίων Τόπων οξύνεται επικίνδυνα.
Στην υπεράσπιση των προσκυνημάτων των ορθοδόξων και των απόψεών τους μεγάλη πρωτοβουλία και δραστηριότητα ανέπτυξαν οι πατριάρχες των Ιεροσολύμων, η Αγιοταφική Αδελφότης και οι Αγιοταφίτες μοναχοί, πού περιέτρεχαν συνεχώς τις ελληνικές χώρες και με τα φλογερά τους κηρύγματα συγκινούσαν τον ελληνικό λαό. Έτσι πολλοί πήγαιναν να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο και γίνονταν «χατζήδες», ενώ παντού ίδρυαν «αδελφάτα» γι’ αυτόν, έκαναν δωρεές σε κτήματα ή χρήματα και με κοινές εισφορές ανοικοδομούσαν τα ιερά ιδρύματα.
Και στο ζήτημα αυτό ο Λούκαρις έδειξε την γνωστή του ευλυγισία, διπλωματικότητα και επιμονή. Η επιτυχής όμως αντίδρασή του στα σχέδια των δυτικών, κληρικών και διπλωματών επρόκειτο να ξεσηκώση άγρια διαμάχη, στην οποία παίρνουν μέρος και οι λατινόφρονες υποψήφιοι μνηστήρες του πατριαρχικού θρόνου και εχθροί του Κυρίλλου Λούκαρι, ο φιλοχρήματος και ασυνείδητος Αθανάσιος Πατελλάρος και ο θρασύς και σκληρός Κύριλλος Κονταρής. Ο Λούκαρις βρίσκεται στο επίκεντρο των συγκρούσεων. Για να κρατηθή στην θέση του, είναι αναγκασμένος συχνά όχι μόνον να προβαίνη σε ορισμένες παραχωρήσεις στους διαμαρτυρομένους, όσες το επιτρέπει η συνείδησή του, αλλά και να πολιτεύεται απέναντι και αυτών ακόμη των καθολικών. Η στάση του αυτή βέβαια προκαλεί την ανησυχία και την οργή των καθολικών, αλλά και την δυσφορία κάποτε των διαμαρτυρομένων, πού βιάζονται να ιδούν επιτέλους την πραγματοποίηση του ονείρου τους, δηλαδή την ένωση της εκκλησίας τους με την ορθόδοξη. Επόμενο λοιπόν ήταν οι πρώτοι να τον κατηγορούν για διπροσωπία και απάτη, ενώ οι δεύτεροι για αδράνεια.
Χαρακτηριστική για την κατάπτωση και εξαγρίωση των ηθών κληρικών, διπλωματών και πολιτικών είναι η τελευταία φάση της διαμάχης (Απρίλιος 1636 – 31 Ιουλίου 1638). Επειδή οι Λατίνοι μοναχοί του τάγματος του Αγ. Φραγκίσκου καταβάλλοντας 20.000 ρεάλια στον σουλτάνο και 5.000 στους υπουργούς του είχαν κατορθώσει να γίνουν κύριοι των προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων, οι ορθόδοξοι με την ίδια πρακτική, αλλά επιζήμια μέθοδο και με πρωτοβουλία των πατριαρχών Ιεροσολύμων και Κωνσταντινουπόλεως κατορθώνουν να τ’ ανακτήσουν. Η επιτυχία των Ελλήνων είχε ως αποτέλεσμα να ενταθούν οι ενέργειες της παπικής αυλής σε βάρος των Ελλήνων, κυρίως των εμπόρων, τούς οποίους θα καταδιώκουν και θα ληστεύουν τα καθολικά κράτη με τα καράβια τους.
Αξίζει να παρατεθή το πρώτο άρθρο του σχετικού υπομνήματος της παπικής αυλής προς τούς καθολικούς πρέσβεις (1637):
«Α’. Να γίνη γνωστόν, διά των πρεσβευτών των χριστιανών πριγκίπων εν Κωνσταντινουπόλει, προς τούς δύο πατριάρχας, Αθανάσιον Πατελλάρον και Κύριλλον Βεροίας και διά τούτων εις άλλους μητροπολίτας τούς κυριωτέρους ότι, αν θέλουν να βοηθή η Δυτική Εκκλησία την Ανατολικήν, δεν πρέπει να εξερεθίζουν τούς Λατίνους εις τόσον σπουδαίον ζήτημα και αν οι Ιεροί Τόποι δεν αποδοθούν, η Ελλάς θα υποστή μεγίστην ζημίαν και ιδία οι αρχιερείς ελληνορθόδοξοι, οι οποίοι θα εκδιώκωνται από την χριστιανωσύνην και θα χάσουν πάσαν βοήθειαν, ούτε θα γίνωνται δεκτοί οι Έλληνες εις το Κολλέγιον της Ρώμης, αλλά μόνον οι Ρουθήνοι και οι Έλληνες της Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, ότι ο καθολικός βασιλεύς θα απαγορεύση εντελώς την συλλογήν εράνου πού οι Έλληνες ενεργούν εις την επικράτειάν του και ότι οι πρίγκηπες πού έχουν πολεμικά πλοία θα καταδιώκουν ακόμη περισσότερον τούς Έλληνας. Δι’ όλα τα ανωτέρω πρέπει οι δύο πατριάρχαι με τούς μητροπολίτας φίλους των να φροντίσουν, ώστε να επανέλθουν τα πράγματα εις την προτέραν των κατάστασιν».
Κατά τα τέλη του 1637 έρχεται στην Κωνσταντινούπολη ό Μητροφάνης Κριτόπουλος ως πατριάρχης Αλεξανδρείας, βρίσκει τον παλαιό του προστάτη Λούκαρι αγωνιζόμενο εναντίον της καθολικής προπαγάνδας και παρακολουθεί τρομαγμένος την πτώση του. Πραγματικά οι καθολικοί στρέφονται τώρα με μανία εναντίον του και κατορθώνουν με σουλτανική διαταγή να τον καθαιρέσουν συκοφαντώντας τον ότι δήθεν είχε ειδοποιήσει τις χριστιανικές δυνάμεις για την αναχώρηση του σουλτάνου από την Κωνσταντινούπολη, ότι συνεννοούνταν με τούς «Μοσκόβους και Κοζάκους» κ. λ.. Οι συκοφαντίες τους εναντίον του Λούκαρι ήταν τέτοιες, ώστε δεν ήταν δυνατόν ν’ αποφύγη την θανάτωση. Κύριο όργανο των καθολικών και πρωταγωνιστής στην τραγωδία αυτή ήταν ο διάδοχός του Κύριλλος Κονταρής από την Βέροια, γνωστός για τις σχέσεις του με την ρωμαϊκή αυλή. Χαρακτηριστικά για την ευθύνη και τούς χαρακτήρες του Schmid και του Κονταρή είναι όσα αφηγείται ο πρώτος: «Καθώς είχαμε βρεθή πάλι μαζί, ο πατριάρχης (Κονταρής) μου είπε στο αυτί: «Ο πράκτοράς μου (ο παπάς Λαμέρνος κοντά στον μεγάλο βεζίρη Μπαϊράμ πασά στην Μ. Ασία) μου γράφει από την Ασία ότι ο Λούκαρις δύσκολα θα ξεφύγη τον θάνατο τι σκέπτεσθε γι’ αυτό ;» Του απάντησα πώς κατά την γνώμη μου ο πατριάρχης δεν έπρεπε να εργαστή ούτε κατά ούτε υπέρ, αλλά ν’ αφήση τα γεγονότα ν’ ακολουθήσουν τον δρόμο τους. Ο πατριάρχης άρχισε τότε να χαμογελάη και δεν μου ξαναμίλησε πια γι’ αυτό το ζήτημα». Έτσι σιωπηλά υπέγραψαν την καταδίκη του Λούκαρι. Τον Κονταρή θεώρησε υπεύθυνο από την πρώτη στιγμή ο ελληνικός λαός, όπως αναφέρει στον δόγη ο Βενετός πρεσβευτής: «Εις τούς Έλληνας δεν ήρεσεν αυτό το τέλος, το οποίον αποδίδουν εις τον νέον πατριάρχην, εις τρόπον ώστε ούτος εφεξής θα διάγη με πολύν τρόμον». Ο βάιλος αποκαλύπτει και άλλα φοβερά πράγματα για τον χαρακτήρα του Κονταρή, που έρχονται σε άκρα αντίθεση με το εγκωμιαστικό πορτραίτο του πού του είχε κάνει άλλοτε, στα 1618, στα 25 του χρόνια, ο ιησουίτης ηγούμενος και δάσκαλός του Dionys Guiller . Γράφει λοιπόν ο βάιλος: «Ο νέος πατριάρχης εφρόντισεν αμέσως να συνομιλήση με τον αντιπρόσωπον του Πάπα, ο οποίος ήλθεν αμέσως και με κατέστησεν ενήμερον της συνομιλίας πού διεξήχθη. Ο νέος πατριάρχης εζήτησε να το δοθή χρηματική βοήθεια εκ Ρώμης, ως πολλάκις του την είχον υποσχεθή, αν εξεδίωκε τόν Κύριλλον. Ο αντιπρόσωπος του πάπα του απήντησεν ότι δεν είχε καμμίαν σχετικήν διαταγήν εκ Ρώμης και εγώ τον συνεβούλευσα ν’ αποφύγη την ανάμειξιν εις παρόμοια ζητήματα, διότι σήμερον με την γενικήν σύγχυσιν και διαίρεσιν των Ελλήνων, δεν ημπορεί κανείς να υπηρετήση έναν, χωρίς να δυσαρεστήση εκατόν.. ». Τα 4.000 τάλληρα πού είχαν υποσχεθή στον Κονταρή τα έδωσαν αργότερα σε εμπορεύματα μέσω εμπόρων της Ραγούζας.
Σ’ ενέργειες του νέου Πατριάρχη αποδίδει τον στραγγαλισμό του Λούκαρι (Ιούνιος 1638) και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Αθανάσιος Πατελλάρος, ο οποίος δείχνει θερμά φιλοκαθολικά αισθήματα και επιδιώκει μάλιστα να γίνουν γνωστά στον πάπα, γιατί ερωτοτροπεί με τον πατριαρχικό θρόνο. Την φιλοκαθολική του διάθεση και προπαγάνδα την παρακολουθεί στην Θεσσαλονίκη και την κάνει γνωστή με αλλεπάλληλα γράμματα στον καρδινάλιο Ingoli ο γνωστός μας ουνίτης μοναχός Νικόλαος Ρώσης, ο οποίος ύστερ’ από ολιγόχρονη διδασκαλία στο Αγ. Όρος, όπως είδαμε, είχε αποσυρθή στην Θεσσαλονίκη. Στην επιστολή του μάλιστα της 16 Απριλίου 1641 γράφει επί λέξει: «. . . δεν βρίσκεται σε όλη την Ανατολή ιεράρχης άξιος και πιο αφοσιωμένος απ’ αυτόν στην αγία ρωμαϊκή εκκλησία και ο οποίος μπορεί να κάνη αξιοσημείωτα έργα, όταν διαταχθή από την αγία εκκλησία».
Ποια είναι τώρα η αλήθεια του αινίγματος πού παρουσιάζει προσωπικότητα του Λούκαρι; Νομίζω ότι ο μάρτυρας πατριάρχης, παρά την φανερή συμπάθειά του προς τον προτεσταντισμό, δεν προχωρεί πέρα από τις προαναφερμένες υποχωρήσεις και γενικά δεν αφίσταται από την θέση της ορθοδοξίας, την οποίαν διακηρύσσει στα 1628 στον βάιλο ότι «ο ίδιος δεν είχεν ούτε έχει άλλην πίστιν ή δόγμα, εκτός από εκείνο πού είχον οι άγιοι Έλληνες πατέρες της Εκκλησίας και ότι η κρηπίς της ανατολικής εκκλησίας είναι αυτή και μόνη η δοξασία, η αληθής και ορθόδοξος», και χρόνια αργότερα, στα 1633, στους δύο Ρουθηνούς ηγουμένους Ησαΐα Trophimus και Λεόντιο Ssyzikowskij‚ όταν αυτοί του εκφράζουν τις ζωηρές τους ανησυχίες για τον φημολογούμενα καλβινισμό του: «Sember declarabo in vocatione mea arthodoxum: stabilem et intrepidum, qui unus per dei gratiam supra ceteros in Oriente fidem orthodoxam profiteor».
Ο αρχιεπίσκοπος Σμύρνης, κατά τα τέλη το ίδιου αιώνα, σχολιάζοντας τον θάνατο του Λούκαρι τον χαρακτηρίζει σαν έναν ηγέτη μορφωμένο, τολμηρό, σταθερό, ικανό για μεγάλα έργα, αλλ’ ακατάλληλο να διοικήση μιά τόσο ταλαιπωρημένη Εκκλησία. Τον αδική όμως πολύ όταν λέγη ότι ήταν φιλόδοξος και δεν σκεπτόταν παρά μόνο τον πατριαρχικό του θρόνο και το μεγαλείο του. Ως προς την περίφημη «Ομολογία του» ο αρχιεπίσκοπος την απέρριπτε και την θεωρούσε νέα και σφαλερή και ήταν πεπεισμένος ότι ούτε και ο ίδιος ο Λούκαρις δεν την επίστευε. Ισχυριζόταν ότι ο πατριάρχης έκανε πολιτική, για να έχη την εύνοια των πρεσβευτών Ολλανδίας και Αγγλίας και με την βοήθειά τους ν’ αντιμετωπίση τούς καθολικούς και προ πάντων τούς ιησουίτες τούς οποίους περιφρονούσε, αλλά δεν τούς γνώριζε καλά. Και ο Σμύρνης τερμάτιζε τις κρίσεις του με τα εξής επιγραμματικά: «. . . είναι επικίνδυνο να προκαλής το μίσος και την οργή του φοβερού αυτού τάγματος, πού με την παραμικρή του κίνηση μπορεί να κλονίση και τούς πιο γεροθεμελιωμένους θρόνους». Ο ελληνικός λαός λοιπόν και οι κληρικοί έκριναν τον Λούκαρι με συμπάθεια. Χαρακτηριστικό είναι ότι και ο Ευγένιος Γιαννούλης, πού αναγνώριζε ότι ο δάσκαλός του, ο Θ. Κορυδαλλεύς, «ούκ ήν ορθοποδών όλως προς την αλήθειαν», ετόλμησε να γράψη «ακολουθίαν» για τον μάρτυρα πατριάρχην εγκωμιάζοντάς τον ως άγιο. Η πράξη του όμως αυτή αποδοκιμάστηκε από τον Ιεροσολύμων Δοσίθεο και ο ίδιος ο Γιαννούλης χαρακτηρίστηκε ως «καλβινίζων».
Μετά τον τραγικό θάνατο του Λούκαρι ο Κονταρής συγκαλεί στις 24 Σεπτεμβρίου/4 Οκτωβρίου 1638 σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καταδικάζει τον καλβινισμό του Λούκαρι και αναθεματίζει τον ίδιο. Οδυνηρή ήταν ο θέση του Κριτοπούλου, που βρέθηκε στην ανάγκη να υπογράψη την καταδίκη του άλλοτε προστάτη του. Ίσως τα συνταρακτικά εκείνα γεγονότα και οι αλλεπάλληλες δυνατές συγκινήσεις και τύψεις τον έφεραν στον τάφο ύστερ’ από λίγους μήνες στην Βλαχία.
Ο Κονταρής ως πατριάρχης υπογράφει στις 25 Δεκεμβρίου 1639 εμπρός στον πρεσβευτή της Αυστρίας Schmid και στον τοποτηρητή του Λατίνου πατριάρχη Sonnino την καθολική ομολογία πίστεως, σύμφωνα με υπόδειγμα του Ουρανού Η’, η οποία σώζεται ακόμη στα αρχεία το Βατικανού. Τον Ιούνιο όμως του 1638 απομακρύνεται από τον θρόνο και εξορίζεται στην Αλγερία, όπου και απαγχονίζεται ύστερ’ από ένα χρόνο ακριβώς. Ο θάνατός του ακούστηκε στις ελληνικές χώρες σαν δίκαιη τιμωρία για όσα είχε κάνει.
Στην θέση του Κονταρή ανεβαίνει ο Παρθένιος Α’, ο οποίος εκδηλώνεται σαφώς κατά του καλβινισμού και επιβεβαιώνει την απόφαση της συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1638) με την σύνοδο του Ιασίου του 1642 (όπου πρωτοστατεί ο μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας), αλλά δεν προσχωρεί, όπως ο προκάτοχός του, στην υπογραφή ομολογίας πίστεως προς τον καθολικισμό και προς την ένωση των Εκκλησιών. Την στάση των δύο τελευταίων πατριαρχών την θεωρεί ο Hofmann σαν την «οριστική νίκη» της ορθόδοξης εκκλησίας κατά του προτεσταντισμού.
Το έντονο αυτό αντικαλβινικό πνεύμα της ορθόδοξης Εκκλησίας εκφράζουν και τα πρακτικά της συνόδου της Λευκωσίας στα 1668, στην οποία έγινε συζήτηση για τα μυστήρια γενικά, για την αρχιερωσύνη κ. λ.. Τα πρακτικά της τα συνέταξε ο γνωστός ιερομόναχος και αργότερα αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ιλαρίων Κιγάλας. Την καταδίκη του καλβινισμού του Λούκαρι την επιβεβαίωσαν και οι σύνοδοι Ιεροσολύμων και Κωνσταντινουπόλεως στα 1672.
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968.