ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Παραβολή των Δέκα Παρθένων
ΟΜΙΛΙΑ OH’. Ματ». 25, 1-30
«Η βασιλεία των ουρανών θα ομοιάση τότε με δέκα παρθένους αι οποίαι αφού επήραν τας λαμπάδας των εβγήκαν να προϋπαντήσουν τον νυμφίον. Πέντε από αυτάς δε ήσαν φρόνιμοι και πέντε μωραί, αι οποίαι δεν επήραν, λέγει, λάδι, ενώ αι φρόνιμοι επήραν λάδι εις τα δοχεία των μαζί με τας λαμπάδας των. Επειδή δε ο νυμφίος εβράδυνε», και ούτω καθεξής.
Αι παραβολαί αυταί ομοιάζουν με την προηγουμένην, την παραβολήν του έμπιστου δούλου και του αχάριστου, ο οποίος κατέφαγε την περιουσίαν του δεσπότου. Διότι τέσσαρες είναι όλαι αι παραβολαί, που μας προτρέπουν δια τα ίδια πράγματα με τρόπον διάφορον. Εννοώ δηλαδή την φροντίδα της ελεημοσύνης και της ωφελείας του πλησίον με όλα όσα ημπορούμεν, διότι δεν είναι δυνατόν να σωθώμεν με άλλον τρόπον.
Αλλ’ εδώ μεν ομιλεί γενικώτερον δια κάθε ωφέλειαν την οποίαν πρέπει να επιδιώκωμεν προς τον πλησίον. Εις δε την παραβολήν των παρθένων ομιλεί ειδικώς περί της ελεημοσύνης, η οποία γίνεται με χρήματα, και μάλιστα με περισσοτέραν έμφασιν από όσον εις την προηγουμένην παραβολήν. Διότι εκεί μεν τιμωρεί εκείνον ο οποίος κτυπά και μεθά και σκορπίζει και σπαταλά την περιουσίαν του δεσπότου του, ενώ εδώ τιμωρεί και εκείνον ο οποίος δεν ωφελεί, ούτε δίνει με αφθονίαν εις τους πτωχούς όσα έχει. Διότι είχαν λάδι άλλα όχι άφθονον δια αυτό και τιμωρούνται.
Δια ποιον δε λόγον τοποθετεί την παραβολήν αυτήν εις το πρόσωπον των παρθένων και δεν υπονοείται απλώς οποιοδήποτε πρόσωπον; Είχε εξάρει πολύ την παρθενίαν όταν είπεν «Υπάρχουν ευνούχοι οι οποίοι μόνοι τους έγιναν ευνούχοι δια την βασιλείαν των ουρανών», και «όποιος ημπορεί να το δεχθή ας το δεχθή». Εγνώριζεν εξ άλλου και πολλούς εκ των ανθρώπων οι οποίοι είχαν μεγάλην ιδέαν περί αυτής. Και είναι εκ φύσεως το πράγμα σπουδαίον, αλλά αποδεικνύεται και εκ του ότι ούτε εις την Παλαιάν Διαθήκην κατωρθώθη από τους παλαιούς εκείνους άγιους άνδρας, ούτε εις την Καινήν Διαθήκην επεβλήθη ως νόμος υποχρεωτικός. Διότι δεν το διέταξεν, αλλά το αφήκεν εις την προαίρεσιν των ακροατών Του. Δι’ αυτό και ο Παύλος λέγει· «Περί δε των παρθένων επιταγήν Κυρίου ουκ έχω». Επαινώ βεβαίως εκείνον που την κατορθώνει, αλλά δεν εξαναγκάζω εκείνον που δεν θέλει, ούτε κάμνω τούτο το πράγμα διαταγήν.
Επειδή λοιπόν και το πράγμα καθαυτό ήτο σπουδαίον, αλλά και εθαυμάζετο πολύ από τους περισσοτέρους, δια να μη επαναπαύεται, όποιος το κατορθώνει αυτό, με την εντύπωσιν ότι έχει κατορθώσει το παν και παραμελή τα υπόλοιπα, αναφέρει αυτήν την παραβολήν, η οποία είναι αρκετή να πείση, ότι η παρθενία, και αν ακόμη έχη όλα τα άλλα, εάν δεν κοσμήται και με τα καλά της ελεημοσύνης, απορρίπτεται μαζί με τους πόρνους, και τοποθετεί τον απάνθρωπον και τον ανελεήμονα μαζί με αυτούς.
Και πολύ ορθώς, διότι ο μεν πόρνος ενικήθη από τον έρωτα των σωμάτων, ο δε παρθένος από τον έρωτα των χρημάτων. Δεν είναι δε ίσος ο έρως των σωμάτων και των χρημάτων. Αλλά ο έρως των σωμάτων είναι και ισχυρότερος και κατά πολύ τυραννικώτερος. Όσον λοιπόν πιο αδύνατος είναι ο ανταγωνιστής, τόσον πιο ασυγχώρητοι είναι εκείνοι που ενικήθησαν.
Δι’ αυτό και τας αποκαλεί μωράς, διότι, ενώ άντεξαν εις τον μεγαλύτερον πόνον, επρόδωσαν τα πάντα εξ αιτίας του μικροτέρου. Λαμπάδας δε εδώ ονομάζει το χάρισμα της παρθενίας, την καθαρότητα της αγιωσύνης, και έλαιον την φιλανθρωπίαν, την ελεημοσύνην, την βοήθειαν προς τους πτωχούς.
«Επειδή δε ο νυμφίος εβράδυνεν, όλαι είχαν νυστάξει και εκοιμώντο». Με αυτά δείχνει πάλιν ότι δεν θα είναι ολίγος ο χρόνος που θα μεσολαβήση, δια να αποτρέψη τους μαθητάς από του να αναμένουν να εμφανισθή η βασιλεία Του πολύ σύντομα. Διότι αυτό ήλπιζαν. Δι’ αυτό και συνεχώς τους συγκροτεί από αυτήν την ελπίδα.
Μετά δε από αυτό, φανερώνει και τούτο, ότι ύπνος είναι ο θάνατος. Διότι λέγει ότι εκοιμώντο. «Κατά τα μεσάνυκτα όμως ηκούσθη μία φωνή». Εδώ ή επιμένει εις την παραβολήν, ή πάλιν θέλει να δείξη ότι η ανάστασις θα γίνη κατά την διάρκειαν νυκτός. Την κραυγήν μάλιστα την αναφέρει και ο Παύλος, όταν λέγη «με παράγγελμα, με φωνήν αρχαγγέλου με την τελευταίαν σάλπιγγα, θα κατεβή από τον ουρανόν». Και τι χρειάζονται οι σάλπιγγες; Τι λέγει η κραυγή; «Ο νυμφίος έρχεται».
Αφού λοιπόν ετακτοποίησαν τας λυχνίας, λέγουν αι μωραί παρθένοι εις τας φρονίμους· «δώστε μας από το λάδι σας». Πάλιν τας αποκαλεί μωράς, δια να δείξη ότι τίποτε δεν είναι περισσότερον μωρόν από εκείνους οι οποίοι αποκτούν, θησαυρίζουν εδώ και φεύγουν γυμνοί εις την άλλην ζωήν, όπου κατ’ έξοχήν μας χρειάζεται φιλανθρωπία και πολύ έλαιον.
Και δεν είναι μόνον δι’ αυτό μωραί, αλλά και διότι περίμεναν ότι θα λάβουν έλαιον από εκεί, και διότι δεν το εζήτησαν εις τον καιρόν που έπρεπεν. Αν και τίποτε δεν ήτο περισσότερον φιλάνθρωπον από εκείνας τας παρθένους, αι οποίαι δι’ αυτό ακριβώς διεκρίθησαν. Άλλωστε δεν ζητούν όλον το έλαιον διότι λέγει· «Δώστε μας από το λάδι σας». Δηλώνει δε και την αναγκαιότητα της ελλείψεως· «διότι αι λαμπάδες μας σβήνουν», λέγει. Αλλά και έτσι απέτυχαν. Και ούτε η φιλανθρωπία εκείνων από τας οποίας εζήτησαν, ούτε το ότι ήτο εύκολος η ικανοποίησις του αιτήματος των, ούτε η άμεσος ανάγκη και η χρησιμότης αυτού το οποίον εζήτησαν συνετέλεσαν εις το να επιτύχουν.
Τι διδασκόμεθα λοιπόν από αυτό; Ότι εκεί κανείς από ημάς, οι οποίοι επροδόθημεν από τα έργα μας, δεν θα ημπορέσωμεν να εμφανισθώμεν. Όχι διότι δεν θέλει, αλλά επειδή δεν ημπορεί. Διότι και αι παρθένοι επικαλούνται την αδυναμίαν ικανοποιήσεώς του αιτήματος. Την αδυναμίαν αυτήν επεκαλέσθη και ο μακάριος Αβραάμ όταν είπεν ότι «Υπάρχει μεταξύ μας ένα μεγάλο χάσμα, εις τρόπον ώστε και να θέλωμεν δεν είναι δυνατόν να διαβούμεν».
«Πηγαίνετε καλύτερα εις αυτούς που πωλούν και αγοράσατε». Και ποιοι είναι αυτοί οι οποίοι πωλούν; Οι πτωχοί. Και που ευρίσκονται αυτοί; Εδώ. Έπρεπε δε να ζητήσουν τότε, όχι την ώραν εκείνην.
Βλέπεις πόσον μεγάλη πρέπει να είναι η φροντίς μας δια τους πτωχούς; Και αν καταργήσης αυτούς, κατήργησες την μεγαλυτέραν ελπίδα της σωτηρίας μας. Δι’ αυτά εδώ πρέπει να αποθηκεύωμεν έλαιον, δια να μας φανή χρήσιμον εκεί, όταν μας καλέση η ώρα. Διότι ο καιρός της συλλογής δεν είναι εκείνος, αλλά αυτός εδώ. Μη καταναλίσκης λοιπόν αδίκως αυτά που έχεις εις απολαύσεις και ματαιοδοξίας. Διότι θα σού χρειασθή εκεί πολύ έλαιον.
Όταν ήκουσαν αυτά αι μωραί παρθένοι ανεχώρησαν, αλλά τίποτε δεν ηγόρασαν. Το λέγει δε αυτό, ή δια να συνεχίση την παραβολήν και να την ολοκληρώση, ή δια να δείξη με αυτά ότι και αν ακόμη γίνωμεν φιλάνθρωποι μετα τον θάνατόν μας, δεν θα κερδήσωμεν τίποτε από αυτό ώστε να διαφύγωμεν. Άρα ούτε εις αυτάς ήρκεσεν η προθυμία, διότι δεν επήγαν εδώ προς εκείνους οι οποίοι επωλούσαν, αλλά εκεί, ούτε εις τον πλούσιον, όταν έγινε τόσον φιλάνθρωπος, ώστε να φροντίζη και δια τους οικείους του. Διότι αυτός ο οποίος περιεφρόνει εκείνον που ευρίσκετο εις την πύλην του, βιάζεται να γλυτώση από τους κινδύνους και την γέενναν του πυρός αυτούς, που ούτε καν φαίνονται, και παρακαλεί να σταλούν μερικοί δια να τους ανακοινώσουν αυτά. Αλλ’ όμως τίποτε και αυτός με αυτό δεν ωφελήθη, όπως ούτε εκείναι. Διότι μόλις ανεχώρησαν, όταν ήκουσαν αυτά, ήλθεν ο νυμφίος· και αι μεν έτοιμοι παρθένοι εισήλθαν μαζί του, ενώ αυταί απεκλείσθησαν.
Μετά από τους τόσους κόπους, μετά από απείρους ιδρώτας και μετά από την ανυπόφορον εκείνην προσπάθειαν και τα τρόπαια, τα οποία ύψωσαν εναντίον της λυσσασμένης φύσεώς των, κατησχυμέναι και με εσβεσμένας τας λαμπάδας, ανεχώρησαν με σκυμμένην την κεφαλήν. Διότι δεν υπάρχει τίποτε πιο σκοτεινόν από την παρθενίαν, η οποία δεν έχει ελεημοσύνην. Έτσι και οι περισσότεροι συνηθίζουν να ονομάζουν τους ασπλάγχνους σκοτεινούς.
Που είναι λοιπόν το όφελος της παρθενίας, αφού ούτε τον νυμφίον είδαν, ούτε και όταν έκρουσαν την θύραν ωφελήθησαν, αλλά ήκουσαν την φοβερόν εκείνην απάντησιν «Φύγετε, δεν σας γνωρίζω»; Όταν δε αυτός λέγη τούτο, δεν απομένει τίποτε άλλο παρά μόνον γέεννα του πυράς και ανυπόφορος κόλασις. Η απάντησις αυτή μάλιστα είναι χειροτέρα και από την γέενναν του πυρός. Την απάντησιν δε αυτήν την έδωσε και εις εκείνους που κάμνουν την παρανομίαν.
«Αγρυπνείτε λοιπόν, διότι δεν γνωρίζετε ούτε την ημέραν ούτε την ώραν». Βλέπεις ότι διαρκώς το επαναλαμβάνει, δια να δείξη ότι είναι ωφέλιμος η άγνοια της εξόδου από την εδώ ζωήν; Που είναι λοιπόν εκείνοι που εις όλην τους την ζωήν είναι ράθυμοι και, όταν κατηγορούνται από ημάς, λέγουν ότι εις τον καιρόν του θανάτου θα αφήσω εις τους πτωχούς; Ας ακούσουν τα λόγια αυτά και ας διορθωθούν. Διότι και εις εκείνην την ώραν πολλοί έπεσαν έξω, αφού ανηρπάσθησαν δια μιας και δεν είχαν την ευκαιρίαν ούτε δια τους οικείους των να σκεφθούν αυτά που ήθελαν.
Αυτή μεν λοιπόν η παραβολή ελέχθη δια την δια χρημάτων ελεημοσύνην. Η άλλη όμως, μετά από αυτήν, ελέχθη προς εκείνους οι οποίοι όχι μόνον δεν θέλουν να ωφελήσουν τους πλησίον με χρήματα, με λόγον, με προστασίαν ή με ο,τιδήποτε άλλο, αλλά και αποκρύπτουν τα πάντα. Και διατί τέλος πάντων αυτή μεν η παραβολή αναφέρει βασιλέα, ενώ εκείνη νυμφίον; Δια να μάθης πόσον φιλικώς διάκειται ο Χριστός προς τας παρθένους, αι οποίαι απαρνούνται τα υπάρχοντά των. Αυτό άλλωστε είναι παρθενία. Δι’ αυτό και ο Παύλος ορίζει την εξής προϋπόθεσιν αυτής· «Η άγαμος φροντίζει δια τα πράγματα του Κυρίου»·, λέγει, και «Δια να δείξετε καλήν συμπεριφοράν και να μείνετε στερεοί εις τον Κύριον, χωρίς περισπασμούς». Αυτά σας συμβουλεύομεν, λέγει.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ – ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ – 12
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Δ’
ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΚΕΙΜΕΝΟΝ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ Υπό ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΠΑΠΑΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Διδάκτορος θεολογίας
ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1979
Σελ. 79-89 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ