ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«Πατέρα μου και Πατέρα σας,
και Θεόν μου και Θεόν σας»
«Πήγαινε και ειπέ εις τους αδελφούς μου, ότι μεταβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας, και Θεόν μου και Θεόν σας». Και βέβαια δεν επρόκειτο αμέσως να το κάμη αυτό, αλλά μετά σαράντα ημέρας, πως λοιπόν το λέγει αυτό; Επειδή ήθελε να την εξυψώση πνευματικά και να την πείση ότι μεταβαίνει εις τους ουρανούς. Το δε «Πατέρα μου και Πατέρα σας, και Θεόν μου και Θεόν σας» είναι λόγια που λέγονται κατ’ οικονομίαν, ενώ το ν’ ανεβή λέγεται δια την σάρκα, διότι αυτά τα λέγει προς την γυναίκα εκείνην που δεν σκέπτεται τίποτε το ανώτερον πνευματικά.
Υπό διαφορετικήν λοιπόν έννοιαν είναι Πατήρ αυτού και υπό διαφορετικήν ιδικός μας; Βεβαιότατα, διότι, εάν είναι υπό διαφορετικήν έννοιαν Θεός των δικαίων και των άλλων ανθρώπων πολύ περισσότερον αυτό συμβαίνει μεταξύ του Υιού και ημών. Διότι, επειδή είπεν, «Ειπέ εις τους αδελφούς μου», δια να μη σκεφθούν από αυτό κάποια ισότητα, δείχνει την διαφοράν· διότι αυτός μεν επρόκειτο να καθίση επί του πατρικού θρόνου, ενώ αυτοί να ίστανται πλησίον αυτού.
Ώστε, μολονότι κατά την σαρκικήν ουσίαν έγινεν αδελφός μας, αλλά ως προς την τιμήν πολύ διέφερε και δεν είναι δυνατόν να ειπούμεν πόσον.
Αυτή λοιπόν φεύγει δια να αναγγείλη αυτά εις τους μαθητάς (τόσον σπουδαίον πράγμα είναι η προσεδρία και η καρτερία), ενώ εκείνοι πως δεν ελυπήθησαν πλέον, που επρόκειτο ν’ απέλθη, ούτε είπαν εκείνα που είπαν προηγουμένως; Τότε βέβαια το επάθαιναν αυτό επειδή απέθνησκεν, ενώ τώρα που ανεστήθη δια ποιον λόγον θα έπρεπε να λυπούνται; Ανήγγειλε δε αυτά εις αυτούς και την εμφάνισιν και τα λόγια του, πράγματα που ήσαν ικανά να τους παρηγορήσουν. Επειδή λοιπόν φυσικόν ήτο ακούοντες οι μαθηταί αυτά, ή να μη πιστεύσουν εις την γυναίκα, ή εάν επίστευον να λυπούνται που δεν κατηξιώθησαν της εμφανίσεώς του, αν και βέβαια υπεσχέθη ότι θα εμφανισθή εις αυτούς εις την Γαλιλαίον, δια να μη λυπούνται λοιπόν φέροντες αυτά εις την σκέψιν των, δεν άφησεν ούτε μίαν ημέραν να περάση, άλλ’ αφού ενέβαλεν εις αυτούς την επιθυμίαν, και με το ότι εγνώριζον πλέον ότι ανεστήθη και με το ότι ήκουσαν αυτά από την γυναίκα, να θέλουν πάρα πολύ να τον ιδούν και επειδή ήσαν κυριευμένοι από φόβον (πράγμα που κατ’ εξοχήν έκαμνε πολύ πιο μεγάλον τον πόθον των), τότε, ενώ ακόμη ήτο εσπέρα, παρουσιάσθη εις αυτούς κατά τρόπον πάρα πολύ θαυμαστόν.
Και διατί τέλος πάντων παρουσιάσθη κατά την εσπέραν; Διότι τότε κυρίως φυσικόν ήτο να είναι γεμάτοι από φόβον. Αλλά άξιον θαυμασμού είναι, το πως δεν τον ενόμισαν φάντασμα; καθ’ όσον εισήλθεν ενώ ήσαν κλεισμένοι αι θύραι και οι μαθηταί ήσαν συγκεντρωμένοι εκεί. Και βέβαια και η γυναίκα κατέστησε προηγουμένως μεγάλην την πίστιν των, αλλά και έκαμε την εμφάνισίν του με μεγαλοπρεπή τρόπον και αθόρυβον.
Δεν παρουσιάσθη δε κατά την διάρκειαν της ημέρας δια να είναι όλοι συγκεντρωμένοι, διότι ήτο μεγάλη η έκπληξίς των, καθ’ όσον ούτε την θύραν εκτύπησεν, αλλά εστάθη εις το μέσον αυτών τελείως αθόρυβα και έδειξε την πλευράν και τα χέρια του.
Συγχρόνως δε και με την φωνήν του καθησύχασε την ταλαντευομένην σκέψιν των, λέγων· «Ειρήνη να είναι μαζί σας», δηλαδή, μη θορυβείσθε και τους υπενθύμισε τον λόγον εκείνον που είπε προς αυτούς προ του σταυρού του, «Σας αφήνω την ιδικήν μου ειρήνην», και πάλιν, «Ενωμένοι μαζί μου θα έχετε ειρήνην, μέσα εις τον κόσμον δε θα έχετε θλίψιν». «Εχάρησαν δε οι μαθηταί που είδον τον Κύριον».
Βλέπεις που οι λόγοι γίνονται έργα; Διότι εκείνο που έλεγε προ του σταυρού, ότι «πάλιν θα σας ιδώ και θα χάρη η καρδία σας και την χαράν σας κανείς δεν θα σας την αφαιρέση»·, αυτό τώρα το επραγματοποίησεν.
Όλα αυτά δε ωδήγησαν τους μαθητάς εις πλήρη πίστιν. Επειδή δηλαδή ευρίσκοντο εις άσπονδον πόλεμον με τους Ιουδαίους, συνεχώς επαναλαμβάνει το «ειρήνη να έχετε», δίδων ως αντίβαρον του πολέμου την παρηγοριάν. Πρώτον λοιπόν αυτόν τον λόγον είπε μετά την ανάστασιν, (δια τούτο και ο Παύλος παντού λέγει «Να έχετε χάριν και ειρήνην»), εις τας γυναίκας όμως ευαγγελίζεται χαράν, διότι αυτό το ανθρώπινον φύλον ευρίσκετο μέσα εις την λύπην, και αυτήν εδέχθη ως πρώτην χαράν.
Καταλλήλως λοιπόν εις μεν τους άνδρας, εξ αιτίας του πολέμου των προς τους Ιουδαίους, ευαγγελίζεται ειρήνην, εις δε τας γυναίκας, εξ αιτίας της λύπης των, χαράν.
Αφού δε κατήργησεν όλα τα λυπηρά, προβάλλει τα κατορθώματα του σταυρού, αυτά δε ήσαν η ειρήνη. Αφού λοιπόν παρεμερίσθησαν όλα τα εμπόδια και κατέστησε λαμπρόν την νίκην, και επετεύχθησαν όλα, εις την συνέχειαν πλέον λέγει «Όπως έστειλεν εμένα ο Πατήρ μου, και εγώ στέλλω εσάς». Δεν έχετε καμμίαν δυσκολίαν, και εξ αιτίας των όσων συνέβησαν και λόγω της ιδικής μου αξίας που σας στέλλω.
Εδώ εξυψώνει το φρόνημά των και δείχνει μεγάλην αξιοπιστίαν, εφ’ όσον βέβαια επρόκειτο να αναλάβουν το έργον αυτού. Και δεν παρακαλεί πλέον τον Πατέρα, αλλά με αυθεντίαν δίδει εις αυτούς την δύναμιν, διότι «ενεφύσησεν εις αυτούς και είπε, Λάβετε Πνεύμα άγιον. Εκείνων που θα συγχωρήτε τας αμαρτίας, θα συγχωρούνται, και εκείνων, που δεν θα τας συγχωρήτε, θα μένουν ασυγχώρητοι». Όπως δηλαδή κάποιος βασιλεύς, αποστέλλων άρχοντας, δίδει εξουσίαν εις αυτούς και να οδηγούν ανθρώπους εις την φυλακήν και να απολύουν, έτσι και αυτός, αποστέλλων αυτούς τους περιβάλλει με αυτήν την δύναμιν.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ – ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ – 14 – ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Γ’ – (ΟΜΙΛΙΑΙ NE – ΠΗ ) – ΚΕΙΜΕΝΟΝ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ Υπό ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΕΡΕΤΑΚΗ, Θεολόγου – ΕΠΕ – ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1981 – σελ. 719-733 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ