Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
α. Η ιερωσύνη είναι μεγίστη απόδειξη της αγάπης προς τον Χριστό.
Εάν λοιπόν εμείς δούμε κάποιους να επιμελούνται των υπηρετών μας ή των ζώων μας και εύλογα θεωρούμε τη φροντίδα τους γι᾿ αυτά ως σημείο της προς ημάς αγάπης τους, καίτοι όλα αυτά αγοράζονται με χρήματα, τότε εκείνος ο οποίος εξαγόρασε το ποίμνιο αυτό όχι με χρήματα ή με συναφή υλικά ανταλλάγματα, αλλά με τον ίδιο του τον θάνατο, εκείνος ο οποίος έδωσε ως αντίτιμο της αγέλης το ίδιο του το αίμα, πόσο θα ανταμείψη εκείνους οι οποίοι ποιμαίνουν αυτήν; Γι᾿ αυτό λοιπόν όταν ο μαθητής είπε, Συ γνωρίζεις, Κύριε, ότι σε αγαπώ και επικαλέσθηκε ως μάρτυρα της αγάπης του τον ίδιο τον αγαπώμενο, ο Σωτήρας δεν αρκέσθηκε σ᾿ αυτό αλλά πρόσθεσε και το σημείο της αγάπης. Διότι ο Κύριος δεν ήθελε να αποδείξη πόσο τον αγαπούσε ο Πέτρος, αφού από πολλά μας είναι ήδη γνωστό αυτό, αλλά θέλησε να δείξη στον Πέτρο και σε όλους εμάς πόσο αγαπά την Εκκλησία του, ώστε και εμείς να δείξουμε φροντίδα γι᾿ αυτήν. Γιατί άραγε ο Θεός δεν σπλαγχνίσθηκε τον μονογενή του Υιό, τον οποίο είχε και μοναδικό, αλλά τον παρέδωσε; Για να συμφιλιώση και να φέρη κοντά του εκείνους οι οποίοι τον εχθρεύονταν και να τους καταστήση λαό περιούσιο. Γιατί ο Χριστός έχυσε το αίμα του; Για να φέρη στην ποίμνη του τα πρόβατα, τα οποία παρέδωσε στον Πέτρο και στους μετ᾿ εκείνον.
Εύλογα λοιπόν έλεγε ο Χριστός: Ποιος λοιπόν είναι ο πιστός και φρόνιμος δούλος, τον οποίο ο Κύριος θα τοποθετήση διαχειριστή στην οικία του; Και πάλι τα λόγια αυτά προκαλούν απορία, ο Κύριος όμως δεν τα έλεγε ευρισκόμενος σε απορία. Όπως για παράδειγμα ερωτώντας τον Πέτρο εάν ηγαπάτο από αυτόν δεν ήθελε να μάθη την αγάπη του μαθητή, αλλά ήθελε να δείξη το μέγεθος της δικής του αγάπης, έτσι και τώρα, λέγοντας, Ποιος είναι λοιπόν ο πιστός και φρόνιμος δούλος ; δεν αγνοούσε τον πιστό και φρόνιμο δούλο, αλλά ήθελε να δείξη το σπάνιο των προσόντων αυτών και το μέγεθος της εξουσίας που θα δινόταν στον δούλο. Βλέπε μάλιστα και το μέγεθος του βραβείου• Σε όλη του την περιουσία, λέγει θα τον καταστήση διαχειριστή.
β. Η υπηρεσία της ποίμνης του Χριστού είναι μεγαλύτερη από άλλες.
Θα εξακολουθήσης λοιπόν να αμφισβητής ότι σε απάτησα με καλή προαίρεση, τώρα που πρόκειται να γίνης επιστάτης όλων των υπαρχόντων του Θεού, θέση η οποία θα έφερνε τον Πέτρο σε εξέχουσα θέση έναντι των λοιπών αποστόλων, όπως είπε ο Κύριος• Πέτρε, με αγαπάς περισσότερο από αυτούς; Ποίμανε τα πρόβατά μου. Καίτοι δε θα μπορούσε να πη προς αυτόν, αν με αγαπάς, νήστευσε, κοιμήσου χάμω στη γη, κάνε συχνές αγρυπνίες, υπεράσπιζε τους αδικουμένους, γίνε πατέρας των ορφανών παιδιών και σύζυγος της μητέρας αυτών, όμως, αντί αυτών τι λέγει; Ποίμανε τα πρόβατά μου. Όσα δε προανέφερα πολλοί από τους αρχομένους θα μπορούσαν να τα επιτελέσουν με ευκολία, όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες, προκειμένου όμως περί της διακυβερνήσεως της Εκκλησίας και της επιμελείας τόσων πολλών ψυχών, η μεν γυναικεία φύση θα πρέπει να υποχωρήση ενώπιον του μεγέθους της εξουσίας, οι δε άνδρες στην πλειονότητά τους θα πρέπει να αποκλεισθούν επίσης.
Διότι θα πρέπει να προτιμηθούν εκείνοι οι οποίοι πλεονεκτούν πάρα πολύ έναντι των άλλων και είναι πολύ υψηλότεροι αυτών στο μέγεθος της ψυχικής αρετής, όπως υπερτερούσε στα σωματικά προσόντα ο Σαούλ από όλο το εβραϊκό έθνος, μάλλον δε ακόμη περισσότερο, αφού εδώ το μέτρο συγκρίσεως δεν αποτελεί το ύψος του ώμου. Όση είναι η διαφορά των αλόγων με τους λογικούς ανθρώπους, τόση είναι η απόσταση μεταξύ ποιμένα και ποιμαινομένων, για να μη πω και μεγαλύτερη. Τούτο δε είναι εύλογο, αφού ο υφέρπων κίνδυνος αναφέρεται σε πολυτιμότατα πράγματα.
γ. Η ιερωσύνη απαιτεί μεγάλα και θαυμαστά ψυχικά προσόντα.
Όσον τώρα αφορά στις ασθένειες των ανθρώπων κατ᾿ αρχήν μεν δεν είναι εύκολο να διαγνωσθούν. Την ψυχή του ανθρώπου δεν τη γνωρίζει κανείς άλλος άνθρωπος, παρά μόνο η ίδια η συνείδησή του. Πώς λοιπόν κάποιος μπορεί να χορηγήση το κατάλληλο φάρμακο της ασθενείας, τη θεραπεία της οποίας μάλιστα δεν γνωρίζει, πολλές φορές δε τυγχάνει να μη μπορεί να κατανοήση ούτε αν κάποιος νοσή;
Όταν δε διαγνωσθή η ασθένεια, τότε ο πνευματικός ποιμένας αρχίζει να έχη περισσότερες δυσκολίες, διότι δεν είναι το ίδιο δυνατός κάποιος στη θεραπεία όλων των ανθρώπων, όπως συμβαίνει με τον ποιμένα των προβάτων. Μπορεί κάποιος και στην περίπτωση των ανθρώπων να δέση, να στερήση την τροφή, να καυτηριάση ή να εγχειρήση τον ασθενή, όμως η δύναμη της θεραπείας δεν ευρίσκεται στον προσάγοντα το φάρμακο, αλλά στον ασθενούντα. Αυτό κατενόησε και ο θαυμάσιος εκείνος άνδρας, ο οποίος έλεγε στους Κορινθίους• Δεν κυριεύουμε την πίστη σας, αλλά είμασθε συνεργοί της χαράς σας. Τούτο είναι εύλογο αφού στους Χριστιανούς, περισσότερο απ’ ό,τι σε όλους τους άλλους, δεν επιτρέπεται η βίαιη επανόρθωση των πταισμάτων των αμαρτανόντων.
δ. Η ιερατική διακονία είναι γεμάτη από δυσκολίες και κινδύνους.
Τι θα μπορούσε λοιπόν να κάνη κάποιος; Αν αντιμετωπίσης πραότερα κάποιον ο οποίος χρειάζεται τραχύτητα και δεν επιχειρήσης να επουλώσης την πληγή σε όλο της το βάθος όταν ο ασθενής το χρειάζεται, τότε θα καθαρίσης μεν την πληγή, αλλά δεν θα επουλώσης το τραύμα. Αν πάλι προβής στην απαραίτητη επέμβαση, πολλές φορές συμβαίνει ο ασθενής από τους πόνους να περιέρχεται σε απόγνωση και αφού πετάξη αμέσως όλα, το φάρμακο και τον επίδεσμο, συντρίβει τον ζυγό, διασπά τον δεσμό και ρίχνει τον εαυτό του σε βάραθρο. Γνωρίζω πολλούς, οι οποίοι εξώκειλαν σε απόλυτη ακολασία, επειδή τους είχαν επιβληθή επιτίμια ανάλογα με το βάρος της αμαρτίας τους.
Δεν πρέπει λοιπόν απλώς και μόνο το επιβαλλόμενο επιτίμιο να είναι ανάλογο του παραπτώματος, αλλά να λαμβάνεται υπ᾿ όψιν και η προαίρεση των αμαρτανόντων, μη τυχόν και συμβή στην προσπάθεια του πνευματικού ποιμένα να συρράψη τη ρωγμή, να προκληθή μεγαλύτερο σχίσμα, ή στην προσπάθειά του να ανασηκώση τον πεσόντα στην αμαρτία τον βυθίση περισσότερο σ᾿ αυτήν.
Για παράδειγμα, οι ασθενείς και ράθυμοι, οι οποίοι είναι μάλλον προσδεδεμένοι στην κοσμική τρυφή, επί πλέον δε και μεγαλοφρονούντες για την καταγωγή τους και την εξουσία που διαθέτουν, αν θεραπευθούν για τα αμαρτήματά τους με ήρεμο και σταδιακό τρόπο, μπορούν να απαλλαγούν, αν και όχι απόλυτα, τουλάχιστο από μερικά από τα ελαττώματά τους. Αν όμως κάποιος προσπαθήση να τους παιδεύση απότομα, τότε θα τους αποστερήση και τη δυνατότητα της ελάχιστης βελτιώσεως. Πράγματι, όταν η ψυχή εξαναγκασθή να αποβάλη τη ντροπή της απότομα, τότε περιπίπτει σε αναλγησία και πλέον ούτε σε προσηνείς λόγους υπακούει, ούτε με απειλές κάμπτεται, ούτε και με ευεργεσίες προτρέπεται, αντίθετα δε γίνεται πολύ χειρότερη της πόλεως εκείνης, για την οποία ο προφήτης κακίζοντας έλεγε• έλαβες την όψη της πόρνης και χάθηκε τελείως η ντροπή σου. Για τον λόγο αυτό ο ποιμένας πρέπει να διαθέτη φρόνηση και μυρίους οφθαλμούς, ώστε να εξετάζη από όλες τις πλευρές τη διάθεση της ψυχής.
δ. Η ιερωσύνη είναι φρικτό μυστήριο, η καινοδιαθηκική δε φρικοδέστερη της παλαιοδιαθηκικής.
Η ιερωσύνη ασκείται μεν επί της γης, αλλά ανήκει στην τάξη των επουρανίων ταγμάτων. Τούτο δε είναι εύλογο, διότι την ιερωσύνη δεν την καθίδρυσε ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος, ούτε κάποια άλλη κτιστή δύναμη, αλλά ο ίδιος ο Παράκλητος, ο οποίος, αν και η ιερατική διακονία ασκείται από σαρκικά όντα, την καθιστά τέτοια ώστε να φαίνεται ότι ασκείται από αγγέλους.
ε. Μεγάλη η εξουσία και η τιμή των ιερέων.
Διότι αν κάποιος καταλάβαινε το γεγονός ότι ενώ είναι άνθρωπος, αποτελούμενος ακόμη από σάρκα και αίμα, εντούτοις όμως μπορεί να προσεγγίση τη μακάρια και ακήρατη θεία φύση, τότε θα διαπίστωνε πόση τιμή επεφύλαξε στους ιερείς η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εξ άλλου δια μέσου εκείνων τελούνται όλα όσα ανέφερα, επί πλέον δε και άλλα όχι λιγότερο σπουδαία, προς χάριν της σωτηρίας μας.
Από την άλλη πλευρά, ενώ όταν ο βασιλιάς αναθέτει σε κάποιον από τους υπηκόους του την εξουσία να φυλακίζη όποιους θέλει και να τους ελευθερώνη, αποκτά περίβλεπτη και ζηλευτή θέση στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, εν τούτοις, υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι θεωρούν τη μέγιστη αυτή εξουσία που λαμβάνουν οι ιερείς από τον Θεό, η οποία είναι τόσο τιμιότερη από την προηγούμενη, όσο ο ουρανός από τη γη και η ψυχή από το σώμα, αλλοίμονο, τη θεωρούν τόσο μικρή και ασήμαντη, ώστε να μπορεί να περιφρονηθή η δωρεά αυτή από κάποιον που είχε την τιμή να αξιωθή αυτής.
Οι ιερείς είναι εκείνοι, στους οποίους ενεπιστεύθη η πνευματική μας αναγέννηση κατά τον τοκετό του βαπτίσματος. Δια των ιερέων ενδυόμαστε τον Χριστό, συνθαπτόμαστε με τον Υιό του Θεού και γινόμαστε μέλη του μακαρίου σώματός του, της Εκκλησίας.
Έτσι, οι ιερείς δικαίως θα έπρεπε να θεωρούνται από εμάς όχι μόνο σημαντικότεροι και φοβερότεροι στην εξουσία από τους άρχοντες και τους βασιλείς, αλλά και τιμιότεροι από τους γονείς μας. Διότι οι τελευταίοι μας γέννησαν σαρκικά, ενώ οι ιερείς καθίστανται αίτιοι της αναγεννήσεώς μας στη θεία βασιλεία, στην οποία εισερχόμαστε με αληθινή ελευθερία και γινόμαστε κατά χάριν υιοί Θεού. Το ιουδαϊκό ιερατείο είχε την εξουσία να απαλλάττει το σώμα από τη λέπρα, μάλλον δε μόνο να βεβαιώνη την ίαση των ασθενών γνωρίζω ότι το αξίωμα των ιερέων ήταν περίβλεπτο τότε.
Λέγει ο απόστολος: Ασθενεί κάποιος συνάνθρωπός σας; Ας προσκαλέση τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, οι οποίοι ας προσευχηθούν και ας τον αλείψουν με έλαιο στο όνομα του Κυρίου. Η ευχή της πίστεως θα σώση τον ασθενούντα και ο Κύριος θα τον θεραπεύση. Και αν έχη διαπράξει κάποια αμαρτήματα θα του αφεθούν. Έπειτα, οι φυσικοί γονείς, εάν τα παιδιά τους έλθουν σε αντιδικία προς κάποιους από τους άρχοντες και τους ισχυρούς της γης, δεν μπορούν να τους προσφέρουν καμμία βοήθεια, οι ιερείς όμως όχι τους άρχοντες ή τους βασιλείς, αλλά πολύ περισσότερο αυτόν τον ίδιο τον Θεόν οργισθέντα τον εξευμένισαν πολλές φορές.
ια. Η επιθυμία της φιλαρχίας πρέπει να εκβάλλεται από την ψυχή του ιερέα.
Κανείς όμως δεν πρόκειται να ανεχθή τέτοια συμπεριφορά. Είναι λοιπόν φοβερό το να επιδιώκη κάποιος με τόση εμμονή το επισκοπικό αξίωμα. Όλα δε αυτά δεν με φέρουν σε αντίθεση με τον απόστολο Παύλο, αντίθετα μάλιστα συνάδουν προς τα λόγια του. Τι λέγει εκείνος; Εάν κάποιος φιλοδοξή να αναλάβη τα ηνία κάποιας επισκοπής, τότε επιθυμεί κάτι αξιόλογο. Εγώ από τη μεριά μου είπα ότι είναι φοβερό πράγμα η επιθυμία του αξιώματος και της εξουσίας, όχι του λειτουργήματος. Αυτόν δε τον πόθο πρέπει κανείς με πολύ επιμονή να εξωθή από την ψυχή του και να μην επιτρέψη την κατάληψή της από αυτόν, ώστε να είναι σε θέση να ενεργή πάντοτε με ελευθερία.
Δεν πρέπει λοιπόν η ψυχή να γέμη από τέτοιες επιθυμίες και φόβους, αλλά, όπως βλέπουμε τους γενναίους στρατιώτες στους πολέμους να μάχονται με προθυμία και να πέφτουν στο πεδίο της μάχης με ανδρεία, έτσι και εκείνοι οι οποίοι ανεβαίνουν στο επισκοπικό αξίωμα θα πρέπει και να ιερατεύουν και να αποχωρούν από αυτό με τον τρόπο που ταιριάζει σε άνδρες χριστιανούς, οι οποίοι γνωρίζουν ότι η καθαίρεση αυτή δεν επιφυλάσσει μικρότερο στέφανο από τη διατήρηση στην εξουσία.
Και όλα αυτά ισχύουν όταν κάποιος απομακρύνεται του αξιώματός του από τους συναδέλφους του ή από φθόνο, ή για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα κάποιων άλλων, ή από απέχθεια, ή από κάποιο μη ορθό λόγο. Όταν όμως συμβαίνει να υφίσταται κάποιος διώξεις από τους αντιπάλους του δεν νομίζω ότι είναι δυνατό με λόγια να περιγραφή το κέρδος που συσσωρεύουν σ᾿ αυτόν με την πονηρία τους οι διώκτες του. Πρέπει λοιπόν να ερευνάται με ενδελέχεια και ακρίβεια η ψυχή, μήπως υπάρχει κρυμμένος κάποιος σπινθήρας της επιθυμίας εκείνης.
Διότι και σ᾿ αυτούς ακόμη οι οποίοι από την αρχή είναι απαλλαγμένοι από το πάθος αυτό είναι θεμιτό να προσπαθούν να διαφύγουν από αυτό, όταν ανέλθουν στο επισκοπικό αξίωμα. Όταν μάλιστα κάποιος ο οποίος πριν ακόμη τιμηθή με το επισκοπικό αξίωμα κατέχεται από το φοβερό και αμείλικτο αυτό θηρίο, δεν μπορεί να λεχθή με λόγια σε ποια περιπέτεια ρίχνει τον εαυτό του μετά τη χειροτονία του. Εγώ δε (και μη νομίζεις ότι ψεύδομαι έναντί σου στην προσπάθειά μου να φανώ μετριοπαθής) κατέχομαι σε μεγάλο βαθμό από το πάθος της εξουσίας, το οποίο, μαζί με τα άλλα ελλαττώματά μου με φόβησε αρκετά και με έτρεψε στη φυγή από τη θέση για την οποία με εξέλεξαν.
Όπως δηλαδή οι αγαπώντες τις σωματικές ηδονές για όσο βρίσκονται κοντά στους ερωμένους αισθάνονται αφόρητη την επιθυμία να ικανοποιήσουν το πάθος τους, ενώ όταν απομακρύνονται από τα πρόσωπα που ποθούν διώχνουν από μέσα τους και την ερωτική μανία, έτσι και εκείνοι οι οποίοι φιλοδοξούν να καταλάβουν την επισκοπική εξουσία, όταν βρίσκονται κοντά στην πραγματοποίηση του στόχου τους το πάθος γίνεται αφόρητο, ενώ όταν κατανοήσουν ότι είναι μάταιο να αναμένουν οποιοδήποτε αξίωμα, τότε μαζί με την προσδοκία τους σβήνει και η επιθυμία τους.
Απόσπασμα από τον τέταρτο λόγο
α. Όχι μόνο οι επιδιώκοντες να εισέλθουν στον κλήρο, αλλά και οι αναγκαζόμενοι τιμωρούνται αυστηρά για τα αμαρτήματα και τα σφάλματά τους.
Αφού άκουσε όλα αυτά ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ και σιώπησε για λίγο, είπε: Αν είχες προσπαθήση ο ίδιος να ανέλθης στο επισκοπικό αξίωμα θα είχε υπόσταση ο φόβος σου αυτός. Αν κάποιος ομολογήση ότι είναι κατάλληλος να αναλάβη τη διοίκηση της επισκοπής, δεν είναι δυνατό μετά την εκλογή του να προφασίζεται την απειρία του για όσα λάθη διαπράξη. Ο ίδιος προκατέλαβε τον εαυτό του και αφήρεσε πλέον κάθε πρόφαση απολογίας αφού διεκδίκησε με περισσή σπουδή την ανάληψη της επισκοπικής διακονίας, κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να ισχυρισθή ο ανελθών στο επισκοπικό αξίωμα με τη θέλησή του, ότι ακούσια έσφαλε στο δείνα ή ακούσια έβλαψε τον δείνα. Διότι θα τον ερωτήση στο μέλλον ο δικαστής του, γιατί αφού γνώριζες ότι είσαι τόσο πολύ άπειρος και δεν είχες τις κατάλληλες διανοητικές δυνάμεις να ανταπεξέλθης στις απαιτήσεις του αξιώματος αυτού χωρίς να σφάλης, έσπευσες και τόλμησες να αναλάβης τη διαχείριση πραγμάτων πολύ μεγαλύτερων από τις δυνάμεις σου; Ποιός σε κατανάγκασε; Ποιός σε τράβηξε με τη βία ενώ εσύ προσπαθούσες να διαφύγης με κάθε τρόπο; Εσύ όμως δεν πρόκειται να ακούσης ποτέ τέτοια λόγια, ακόμη και αν υπάρχη κάποιο από τα αμαρτήματα αυτά να σου καταλογισθή, διότι σε όλους είναι καταφανές ότι τίποτα, ούτε μεγάλο ούτε μικρό, δεν έκανες για να καταλάβης το αρχιερατικό αξίωμα, αλλά άλλοι σε προώθησαν σ᾿ αυτό. Και όλα όσα αφορούν στην εκλογή σου και δεν παρέχουν τη δυνατότητα σ᾿ εκείνους να τύχουν συγγνώμης, σε σένα όμως το γεγονός αυτό σου δίδει το δικαίωμα να μπορής να απολογείσαι.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Μόλις τον άκουσα κούνησα το κεφάλι μου και μετά από ένα ήρεμο χαμόγελο τον θαύμαζα για την απλότητά του και ακολούθως του είπα: Θα ήθελα και εγώ, αγαπητέ μου φίλε, αυτά να είναι ακριβώς έτσι, όπως τα ανέφερες, όχι βέβαια για να μπορέσω να δεχθώ το αξίωμα το οποίο απέρριψα τώρα. Ακόμη και αν δεν ηπειλούμην από καμμία τιμωρία για τον τρόπο με τον οποίο θα επιμελούμην την ποίμνη του Χριστού, η χειρότερη τιμωρία για μένα θα ήταν να φανώ τόσο κακός έναντι εκείνου ο οποίος μου εμπιστεύθηκε τόσο μεγάλη αποστολή. Για ποιoν λόγο λοιπόν θα ευχόμουν η άποψή σου αυτή να μη καταρριφθή;
Για να μπορέσουν οι άθλιοι και ταλαίπωροι (έτσι πρέπει να ονομάζονται εκείνοι οι οποίοι δεν βρήκαν τον τρόπο να ανταπεξέλθουν θετικά στις απαιτήσεις της διακονίας αυτής, έστω και αν αναγκάσθηκαν, όπως λέγεις, να αχθούν στο επισκοπικό αξίωμα και έσφαλαν από άγνοια) να διαφύγουν το πυρ εκείνο το άσβεστο και το σκότος το εξώτερο και τον σκώληκα τον ατέρμονα και τη διχοτόμηση και την απώλεια μαζί με τους υποκριτές. Βέβαια δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί σου, διότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.
Και αν θέλης από τη βασιλεία πρώτα, της οποίας η αξία δεν είναι τόσο μεγάλη όσο της ιερωσύνης, θα ξεκινήσω για να σου αποδείξω την αλήθεια των όσων είπα. Ο Σαούλ, ο υιός του Κεις, δεν έγινε βασιλέας μετά από δική του προσπάθεια, αλλά όταν βγήκε σε αναζήτηση των όνων του και πήγε να συναντήση τον προφήτη για να τον ρωτήση σχετικά, αυτός του έκανε λόγο περί βασιλείας. Εν τούτοις, ο Σαούλ δεν αποδέχθηκε το αξίωμα, μολονότι η πρόταση έγινε από προφήτη, αντιτάχθηκε μάλιστα και αρνήθηκε λέγοντας: Ποιός είμαι εγώ και ποιο είναι το γένος μου;
Αλλά εμείς δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε την όλη κατάσταση κατ᾿ αυτόν τον τρόπο, ούτε να κάνουμε το ίδιο με εκείνους τραγικό σφάλμα. Αντίθετα, πρέπει να προσπαθούμε πάντοτε να προσφέρουμε όσο μας είναι δυνατό και να χρησιμοποιούμε με ορθό τρόπο και τη γλώσσα μας και τη διάνοιά μας. Ούτε και ο Ηλί (για να αφήσουμε τη βασιλεία και να έλθουμε στην ιερωσύνη, για την οποία κάνουμε λόγο) προσπάθησε να καταλάβη το αξίωμά του. Σε τι λοιπόν τον ωφέλησε αυτό όταν αμάρτησε; Ο Ηλί δεν μπορούσε βέβαια να αποφύγη την ανάδειξή του στο ιερατείο ακόμη και αν ήθελε, διότι έτσι το απαιτούσε ο νόμος, αφού ανήκε στη φυλή του Λευί και κατά συνέπεια έπρεπε να δεχθή το αξίωμα λόγω της κληρονομικής μεταβιβάσεως αυτού στα μέλη της οικογενείας του. Και αυτός όμως τιμωρήθηκε πολύ σκληρά λόγω της ασωτίας των τέκνων του. Τι έπαθε δε και ο πρώτος αρχιερεύς των Ιουδαίων (Ααρών), για τον οποίο τόσα είπε ο Θεός στον Μωυσή; Το γεγονός ότι δεν μπόρεσε μόνος του να αντισταθή στη μανία τόσου πλήθους δεν τον έφερε στα πρόθυρα της απωλείας, από την οποία διέφυγε επειδή τελικά η βοήθεια του αδελφού του απομάκρυνε από πάνω του την οργή του Θεού;
Επειδή δε αναφέρθηκα στον Μωυσή, καλό είναι να αποδείξω την αλήθεια των λόγων μου και με κάποια από τα συμβάντα της ζωής του. Ο μακάριος Μωυσής προσπάθησε να αποφύγη με κάθε τρόπο την ανάληψη της ηγεσίας των Ιουδαίων, ακόμη και ενώ αυτή του είχε ανατεθή εκείνος ήθελε να παραιτηθή και ενώ ο Θεός τον διέτασσε να υπακούση εκείνος ηρνείτο μέχρι σημείου που εξόργισε τον προστάττοντα Θεό. Και όχι μόνο τότε, αλλά και όταν στη συνέχεια αναδείχθηκε τελικά ηγέτης των Ιουδαίων θα προτιμούσε με ευχαρίστηση να πεθάνη αν επρόκειτο να παραιτηθή από το αξίωμά του. Σκότωσέ με, λέγει, αν πρόκειται να με μεταχειρισθής έτσι. Τι συνέβη λοιπόν, όταν αμάρτησε στο περιστατικό του ύδατος, μπόρεσαν οι συνεχείς παραιτήσεις του να απολογηθούν υπέρ αυτού και να πείσουν τον Θεό να τον συγχωρήση; Και για ποιόν άλλο λόγο εστερείτο της επηγγελμένης γης αν όχι γι᾿ αυτό;
Όταν λοιπόν οι παραιτηθέντες από το ιερατικό αξίωμα, στο οποίο τη χειροτονία κάνει ο ίδιος ο Θεός, υποβλήθηκαν σε τόσο βαρειά τιμωρία και τίποτα δεν κατόρθωσε να τους απαλλάξη από τον κίνδυνο αυτόν, ούτε τον Ααρών, ούτε τον Ηλί, ούτε τον μακάριο εκείνο άνδρα, τον άγιο, τον προφήτη, τον θαυμαστό, τον πραότερο όλων των ανθρώπων επί της γης, τον ομιλούντα ως φίλο του Θεού, τότε, εγώ, ο οποίος τόσο υπολείπομαι της αρετής εκείνου, με δυσκολία θα στηρίξω την απολογία μου προβάλλοντας ως αιτιολογικό τη συνείδηση ότι δεν επιδίωξα να καταλάβω το επισκοπικό αξίωμα. Και μάλιστα όταν πολλές από τις χειροτονίες στον επισκοπικό βαθμό δεν γίνονται μόνο με την επίνευση της θείας χάριτος, αλλά και με την προσπάθεια των ανθρώπων.
Η τιμωρία σου θα είναι πολύ σφοδρότερη μετά την παρέμβαση. Εκείνος ο οποίος δεν γίνεται αγαθός με τις ευεργεσίες δικαίως θα πρέπει να λάβη πικρότερη τιμωρία. Επειδή λοιπόν απέδειξα ότι η δικαιολογία που ανέφερες είναι αστήρικτη και όχι μόνο δεν σώζει όσους καταφεύγουν σ᾿ αυτήν, αλλά και καθιστά δυσχερέστερη τη θέση τους, ας βρούμε κάποια άλλη ασφαλέστερη.
β. Οι χειροτονούντες αναξίους υπόκεινται στην ίδια τιμωρία και αν ακόμη αγνοούν το ποιόν των χειροτονουμένων.
Διότι, όπως στους εκλεγέντες δεν είναι αρκετή για να απολογηθούν η πρόφαση, δεν ήλθα αυτόκλητος, ούτε γνώριζα εκ των προτέρων τις δυσκολίες του αξιώματος για να αποφύγω, έτσι και τους χειροτονούντες δεν θα τους ωφελούσε σε τίποτα αν έλεγαν ότι αγνοούν τον χειροτονηθέντα. Ακριβώς όμως για τον λόγο αυτό το σφάλμα τους μεγιστοποιείται, διότι εξέλεξαν κάποιον που αγνοούσαν και η θεωρούμενη ως απολογία αυξάνει το βάρος της κατηγορίας.
Πώς είναι δυνατό να κατανοηθή το γεγονός ότι ενώ όταν πρόκειται να αγοράσουν κάποιον δούλο τον υποβάλλουν σε ιατρικές εξετάσεις, απαιτούν την ύπαρξη εγγυητών για την αγορά τους αυτή, ζητούν πληροφορίες από τους γείτονες και μετά από όλα αυτά ακόμη αμφιβάλλουν και απαιτούν μακρύ χρόνο δοκιμασίας του δούλου, αντίθετα, όταν πρόκειται να εκλέξουν κάποιον σε τόσο υψηλό λειτούργημα απλώς και ως έτυχε εγκρίνουν οποιονδήποτε, επειδή έτσι φάνηκε καλό στον δείνα να δώση τη μαρτυρία του υπέρ κάποιου ή διότι απεχθανόταν τους άλλους υποψηφίους, χωρίς να προβαίνουν σε καμμία άλλη εξέταση;
Αντίθετα, αν οι τελευταίοι καταγνωσθούν ότι μολονότι γνώριζαν καλά το ποιόν του υποψηφίου, εν τούτοις τον προήγαγαν στην επισκοπή με βάση προσωπικά κίνητρα, θα αντιμετωπίσουν την ίδια τιμωρία, ίσως δε και μεγαλύτερη, διότι εξέλεξαν το μη κατάλληλο πρόσωπο. Διότι εκείνος ο οποίος έδωσε την εξουσία στον αποβλέποντα στη διαφθορά της Εκκλησίας, αυτός θα είναι αίτιος των κακών πράξεων του τελευταίου.
Ακόμη δε και αν ισχυρισθή ότι δεν είναι υπεύθυνος όλων αυτών των κακών, διότι απατήθηκε από τη γνώμη των πολλών περί του υποψηφίου και πάλι δεν θα παραμείνη ατιμώρητος και θα αντιμετωπίση απλώς λίγο ηπιότερη καταδίκη από τον χειροτονηθέντα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι οι μεν εκλέκτορες μπορούν να προβούν σε μία τέτοια εκλογή επειδή φυσιολογικό είναι να έχουν απατηθή από την κοινή γνώμη, όμως οι εκλεγέντες δεν θα μπορούσαν να πουν ότι αγνοούσαν τους εαυτούς τους, όπως συνέβαινε με τους άλλους. Επειδή λοιπόν οι εκλεγέντες θα τιμωρηθούν βαρύτερα από τους εκλογείς τους, πρέπει να προβαίνουν σε ακριβή δοκιμασία της ψυχής τους. Και αν οι τελευταίοι αγνοούν τον χαρακτήρα του υποψηφίου, τότε αυτός πρέπει να τους ενημερώση περί της πραγματικότητας και να άρη την ψευδή εικόνα, που έχει σχηματισθή γι᾿ αυτόν, αφού δε αποδείξη ότι είναι ανάξιος για την εκλογή να αποφύγη το μέγεθος του υψηλού αυτού λειτουργήματος.
Γιατί, όταν πρόκειται να αποφασισθή περί του στρατεύματος, του εμπορίου, της γεωργίας και των άλλων βιοτικών επαγγελμάτων, ούτε ο γεωργός θα επέλεγε να κυβερνήση πλοίο, ούτε ο στρατιώτης να καλλιεργήση, ούτε ο κυβερνήτης πλοίου να ηγηθή στρατεύματος ξηράς, ακόμη και αν απειλούντο με μυρίους θανάτους; Είναι φανερό ότι ο καθένας τους προβλέπει τον κίνδυνο που πηγάζει από την απειρία.
Αφού λοιπόν τόσο φροντίζουμε όταν πρόκειται να προκληθή ζημία στα μικρά πράγματα και δεν υποκύπτουμε στις διάφορες πιέσεις, πως είναι δυνατόν όταν επαπειλείται η αιώνια κόλαση για τους μη κατάλληλους να αναλάβουν το ιερατικό αξίωμα, να αναδεχόμεθα με μεγάλη ευκολία τον μεγάλο αυτό κίνδυνο, προβάλλοντες τη βία που μας ασκούν οι άλλοι. Δεν πρόκειται φυσικά να ανεχθή τέτοιες προφάσεις ο Θεός όταν θα μας κρίνη στη βασιλεία του. Διότι θα έπρεπε να επιδεικνύουμε πολύ περισσότερη προσοχή απ᾿ ό,τι στα σωματικά όταν πρόκειται να λάβουμε αποφάσεις περί πνευματικών ζητημάτων.
Αντίθετα, τώρα ούτε την ίση επιμέλεια τουλάχιστον δεν επιδεικνύουμε. Πες μου, αν για παράδειγμα έχουμε την υπόνοια ότι κάποιος είναι οικοδόμος ενώ δεν είναι στην πραγματικότητα και τον καλέσουμε να εργασθή για μας, αυτός δε ανταποκρινόταν θετικά και στη συνέχεια αφαιρούσε από την οικοδομική ύλη τα ξύλα και τους λίθους• θα έκτιζε έτσι μία ακατάλληλη οικοδομή, η οποία αμέσως θα γκρεμιζόταν. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε ο δήθεν οικοδόμος να επικαλεσθή στην απολογία του το γεγονός ότι αναγκάσθηκε από άλλους να κτίση την οικοδομή και δεν ήλθε αυτεπάγγελτα; Καθόλου, όπως είναι φυσικό και δίκαιο. Θα έπρεπε να εγκαταλείψη το εγχείρημα αυτό ακόμη και αν τον καλούσαν και άλλοι περισσότεροι.
Αφού λοιπόν εκείνος ο οποίος αφαιρεί τα ξύλα και τους λίθους από την πρώτη οικοδομική ύλη δεν είναι δυνατό να μην καταδικασθή, είναι δυνατό εκείνος ο οποίος οδηγεί τις ψυχές στην απώλεια και αμελεί την οικοδομή του εκκλησιαστικού σώματος να νομίζη ότι μπορεί να διαφύγη την καταδίκη προφασιζόμενος την πίεση των άλλων; Δεν είναι παράλογο αυτό; Και δεν προσθέτω καθόλου ότι κανείς δεν μπορεί να αναγκάση εκείνον που δεν θέλει να κάνη κάτι να το πράξη.
Έστω όμως ότι αυτός αναγκάσθηκε να υπομείνη πολύ μεγάλη πίεση και πολυποίκιλα τεχνάσματα για να υποκύψη. Άραγε εξαιρείται αυτός της κολάσεως; Μη, σε παρακαλώ, ας μη απατάμε τόσο πολύ τους εαυτούς μας και ας μη υποκρινόμασθε ότι αγνοούμε πράγματα τα οποία είναι φανερά και στα μικρά παιδιά. Διότι σε καμμία περίπτωση δεν θα μας βοηθήση να αποποιηθούμε τις ευθύνες μας η προσποίηση της αγνοίας.
Δεν αγωνίσθηκες ο ίδιος να αναλάβης το επισκοπικό αξίωμα, επειδή συνειδητοποίησες την αδυναμία σου. Πολύ καλά έπραξες. Θα έπρεπε λοιπόν με το ίδιο αιτιολογικό να αποφύγης την εκλογή και σε περίπτωση που και άλλοι σε καλούσαν να αποδεχθής την εκλογή σου. Ή, όταν μεν κανείς δεν σε πρότεινε για το αξίωμα αυτό ήσουν αδύναμος και ακατάλληλος, επειδή δε βρέθηκαν κάποιοι να σε προβάλουν έγινες ξαφνικά δυνατός; Αυτά είναι γελοία και ανόητα και άξια της χειρότερης τιμωρίας.
Για τον λόγο αυτό και ο Κύριος παραινεί εκείνον ο οποίος επιθυμεί να οικοδομήση πύργο, να μη τοποθετήση τα θεμέλια προτού αναλογισθή τη δύναμή του, ώστε να μη παράσχη αφορμή χλευασμού. Η ζημία αυτού όμως φθάνει μέχρι τη γελοιοποίηση, ενώ στην περίπτωσή μας επίκειται η κόλαση, το πυρ το άσβεστο και ο σκώληκας ο ατέρμονας και ο βρυγμός των οδόντων, το σκοτάδι το εξώτερο, η διχοτόμηση και η συγκαταρίθμηση με τους υποκριτές. Όμως οι κατήγοροί μου τίποτα από όλα αυτά δεν θέλουν να δουν. Τότε πραγματικά θα έπαυαν να μέμφονται τον μη θέλοντα να οδηγηθή σε μάταιη απώλεια.
Η περίπτωσή μας δεν αφορά στη διαχείριση σίτου και κριθαριού, ούτε βοδιών και προβάτων, η δε σκέψη μας δεν περιστρέφεται γύρω από τέτοια πράγματα, αλλά γύρω από το ίδιο το σώμα του Ιησού Χριστού. Πράγματι, η Εκκλησία του Χριστού, κατά τον μακάριο Παύλο, είναι σώμα του Χριστού και πρέπει ο αναλαβών την επιμέλειά του να εργάζεται ώστε να του προσδίδη ευεξία και άπειρο κάλλος και να προσέχη παντού για την ύπαρξη κάποιου σπίλου ή ρυτίδας ή κάποιου άλλου παρόμοιου ψόγου, που καταστρέφει την ευπρέπειά του.
Και σε τι άλλο συνίσταται η αποστολή του επισκόπου από το να αναδείξη το σώμα αυτό άξιο της άσπιλης και μακαρίας κεφαλής του, όσο είναι δυνατό στις ανθρώπινες δυνάμεις; Αν δε οι ασχολούμενοι με τη σωματική εκγύμναση έχουν ανάγκη ιατρών, προπονητών, ειδικού διαιτολογίου, συνεχούς ασκήσεως και πολλών άλλων ειδικότερων αναγκών (διότι και το παραμικρό αν παραβλέψουν είναι ικανό να τους ανατρέψη όλη την προσπάθεια), οι εκλεγμένοι να υπηρετούν το σώμα του Χριστού, το έργο των οποίων δεν είναι σχετικό με την εκγύμναση των σωμάτων, αλλά αφορά στις αόρατες δυνάμεις, πώς θα μπορέσουν να το διαφυλάξουν ακέραιο και υγιές αν δεν υπερβαίνουν κατά πολύ την ανθρώπινη αρετή και δεν γνωρίζουν την κατάλληλη θεραπεία για κάθε ψυχή;
Έκδοση Αποστολικής Διακονίας