ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΟΙΚΗΣΕΩΣ ΣΛΑΒΙΚΩΝ
ΤΙΝΩΝ ΦΥΛΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΝ
Η διατριβή που καταδεικνύει
τα λάθη της θεωρίας του Φαλμεράυερ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1843 (Εκ του Τυπογραφείου Εμ. Αντωνιάδου)
Από της αλώσεως Κορίνθου υπό των Ρωμαίων μέχρι του 1821 έτους, η ιστορία της Ελλάδος, αν και πολυώδυνος και αφανής, είναι ουχ ήττον αξία πολλής μελέτης. Εντός της μακράς ταύτης περιόδου, το έθνος αποβαλόν κατ’ ολίγον τον αρχαίον αυτού δημόσιον και ιδιωτικόν βίον, προσέλαβε νέαν θρησκείαν, ετροποποίησε την γλώσσαν του και ανεκαίνισεν όλα εν γένει τα θεμέλια της υπάρξεώς του. Ενώ δε έπαθε πολλά από αλλεπαλλήλους κατακτήσεις και επιδρομάς, επορίσθη, κατά νόμον ανώτερον και ανεξερεύνητον της Θείας Προνοίας, και από αυτά τα δυστυχήματά του νέα στοιχεία υλικής και ηθικής ισχύος και ηδυνήθη ν ανατείλη αύθις επί της σκηνής του κόσμου ζητούν την ανεξαρτησίαν και την ενότητά του. Το θέαμα πρέπει βεβαίως να ελκύση την προσοχήν μας. Αλλά παρακινούσιν ημάς εις την σπουδήν του και άλλα αίτια· εσχάτως διεδόθησαν περί της εποχής ταύτης της ιστορίας μας μεγάλαι απάται. Νεώτεροί τινες ισχυρίσθησαν, ως γνωστόν, ότι εν μέσω των μεγάλων τρικυμιών του μεσαίωνος η αρχαία Ελληνική φυλή εναυάγησεν αύτανδρος και ότι το έθνος το σήμερον φέρον το περικλεές τούτο όνομα είναι γένος νόθον, όχλος βαρβάρων συρευσάντων ενταύθα από βορά και δύσεως και μεσημβρίας και ανατολής. Ο λαός ο δεκαετίαν αθλήσας ως Ελλήνων απόγονος και αναγνωρισθείς ως τοιούτος από τον κόσμον ολόκληρον δύναται να απαντήση εις τους παραδοξολόγους εκείνους ότι η Ελληνική εθνικότης ομοιάζει τον ήλιον, τυφλός όστις δεν την βλέπει. Η δ’ επιστήμη έχει άλλα καθήκοντα να εκπληρώση. Αύτη αντιτάσσει εις την επιπόλαιον της ιστορίας σπουδήν, την επιμελή αυτής μελέτην, εις την παρεξήγησιν των κειμένων, την ορθήν αυτών ερμηνείαν, εις την κακήν πίστιν και την απάτην, τ’ ακαταμάχητα γεγονότα.
Δια να συντελέσω μικρόν εις τον πολλαχώς αξιόλογον τούτον αγώνα, εκδίδω ήδη το προκείμενον περί της εποικήσεως Σλαβικών τινων φυλών εις την Πελοπόννησον πόνημα. Ιστορικά και γεωγραφικά μνημεία καθιστώσιν αναμφισβήτητον ότι ήλθόν ποτε Σλάβοι εις την Πελοπόννησον. Αναμφίλεκτοι όμως μαρτυρίαι βεβαιούσιν επίσης ότι δεν ήλθον ως κατακτηταί, ούτε κατέστρεψαν την χώραν, ούτε εξωλόθρευσαν τους αρχαίους αυτής κατοίκους, ως τινες ισχυρίσθησαν. Επώκησαν ειρηνικώς και εζήτησαν μεν πολλάκις ν’ αποστατήσωσιν, αλλ’ εδαμάσθησαν επί τέλους υπό της Ελληνικής φυλής και δεχθέντες την θρησκείαν και την γλώσσάν της εσυγχωνεύθησαν εντός αυτής, καθώς τα ύδατα του ποταμού τα σώζοντα μεν περί τας εκβολάς το χρώμα αυτών και την ποιότητα, αλλ’ αφανιζόμενα μικρόν έπειτα εντός του αχανούς υγρού της θαλάσσης.
Το έργον μου διαιρείται εις τρία βιβλία, εξ ων το πρώτον εξετάζει πότε και πως εγένετο η εποίκησις· το δεύτερον, εις ποίας σχέσεις οι έποικοι διετέλεσαν μετά τε των κατοίκων και των Βυζαντινών αυτοκρατόρων· το τρίτον ποία ίχνη αυτών διεσώθησαν άχρι τούδε. Η λύσις των ζητημάτων τούτων ήτο δυσχερής, διότι τα περί αυτών ιστορικά μνημεία ως επί το πλείστον είναι ελλειπή, ενίοτε αντιφάσκουσι, πολλάκις παρεξηγήθησαν. Δεν φαντάζομαι ότι ενίκησα όλας τας δυσκολίας· ελπίζω όμως ότι ο αναγνώστης δεν θέλει ειπεί περί εμού το του Θουκυδίδου. «Ούτως αταλαίπωρος τοις πολλοίς η ζήτησις της αληθείας και επί τα έτοιμα μάλλον τρέπονται.»
Η όλη συγγραφή θέλει αποτελέσει ένα τόμον εις όγδοον τετρακοσίων τουλάχιστον σελίδων. Το πρώτον βιβλίον το και συντομώτερον, συγκείμενον εξ εκατόν περίπου σελίδων, τυπωθέν ήδη εκδίδεται και τιμάται δραχ. 2 ⅟₂. Εάν το κοινόν επιδοκιμάση και εμψυχώση την αρχήν του έργου, θέλω σπεύσει να το συμπληρώσω δημοσιεύων και τα δύο άλλα βιβλία.
ΒΙΒΛΙΟΝ Α´.
Περί της εποχής και του τρόπου της εποικήσεως των Σλαβικών φυλών εις την Πελοπόννησον.
Δια να σταθμίσωμεν ορθώς την επιροήν την οποίαν έλαβον επί της τύχης του Πελοπονησιακού λαού αι αρκτώαι αύται φυλαί, πρέπει προ πάντων να προσδιορίσωμεν όσον ένεστιν ακριβώς την εποχήν καθ ην το πρώτον επώκησαν εις την Χερσόνησον ταύτην. Περί του ζητήματος τούτου υπάρχουσι μέγισται αμφιβολίαι και γνώμαι αντίπαλοι. Οι μεν ιστόρησαν ότι οι Σλάβοι ενεκατεστάθησαν το πρώτον εις την Πελοπόννησον περί τα μέσα του ογδόου αιώνος, επί Κοπρωνύμου του βασιλέως· οι δε ισχυρίσθησαν ότι από αυτά τα τέλη του έκτου αιώνος εγένετο εις αυτήν Σλάβων εισβολή· τινές δε και εις τον εν τω μεταξύ έβδομον αιώνα ηθέλησαν να αποδώσωσι το μέγα τούτο ιστορικόν γεγονός. Η εξέτασις όλων τούτων των δοξασιών θέλει μας διδάξει ποίαι έρευναι έγιναν άχρι τούδε προς ανακάλυψιν της αληθείας και θέλει ίσως μας αποκαλύψει αυτήν την αλήθειαν. Όθεν επιχειρώ την τοιαύτην εξέτασιν, αρχόμενος από της γνώμης εκείνων όσοι διατείνονται ν’ αποδείξωσιν ότι οι Σλάβοι εισέβαλον εις την Πελοπόννησον από αυτού του έκτου αιώνος.
Περί τα τέλη της ενδεκάτης εκατονταετηρίδος, ο οικουμενικός Πατριάρχης Νικόλαος έγραψε προς τον βασιλέα Αλέξιον τον Κομνηνόν συνοδικόν γράμμα, του οποίου μία περικοπή εθεωρήθη ως εξιστορούσα εν ολίγοις την αρχήν και το τέλος της κατά την Πελοπόννησον τύχης των Σλαβικών φυλών και όλον το μέγεθος της εξουσίας την οποίαν απέκτησάν ποτε εις το μέρος τούτο της Ελλάδος. Η περικοπή αύτη έχει ούτως. «Προς επιτούτοις και ο θεοφιλέστατος μητροπολίτης Πατρών πολλοίς και διαφόροις τετείχισται δικαιώμασιν, εις το συμφυείς και ατμήτους και αναποσπάστους έχειν τας τη κατ’ αυτόν εκκλησία δωρηθείσας επισκοπάς, παρά Νικηφόρου βασιλέως του από γενικών, δια το εν τη καταστροφή των Αβάρων παρά του κορυφαίου των αποστόλων και πρωτοκλήτου Ανδρέου οφθαλμοφανώς γενόμενον θαύμα, επί διακοσίοις δεκαοκτώ χρόνοις όλοις κατασχόντων την Πελοπόννησον, και της Ρωμαϊκής αρχής αποτεμομένων, ως μηδέ πόδα βαλείν όλως δύνασθαι εν αυτή ωμαίον άνδρα· εν μια δε ώρα τούτων μεν αφανισθέντων εκ μόνης επιφανείας του πρωτοκλήτου, της δε χώρας απάσης τοις ωμαϊκοίς σκήπτροις επανελθούσης· και πρώτον μεν προβάλλεται το του ρηθέντος βασιλέως χρυσόβουλλον, του και την αυτήν αγιωτάτην εκκλησίαν Πατρών, εξ αρχιεπισκοπής εις μητροπόλεως δόξαν αναγαγόντος, δια το ρηθέν τεράστιον του κορυφαίου και τρισίν επισκοπαίς αυτήν δωρησαμένου, τη Μεθώνη, τη Λακεδαίμονι και τη Σαρσοκορώνη και έτερον τούτω συνάδον, Λέοντος και Αλεξάνδρου των βασιλέων· και τρίτον Ρωμανού, Χριστοφόροι και Κωνσταντίνου, κατ ίχνος τοις άλλοις βαίνον και άλλο επί τούτοις Νικηφόρου του Φωκά· και πέμπτον επί τούτοις, του προ μικρού βεβασιλευκότος του Βοτανειάτου, τους ειρημένους πάντας επισφραγίζοντος.» Από της ερμηνείας του τεμαχίου τούτου παρήχθη, ως μετ’ ολίγον θέλει εξηγηθή, η γνώμη η αναγαγούσα εις τον έκτον αιώνα την έλευσιν των Σλάβων εις την Πελοπόννησον· και όχι μόνον αυτή η γνώμη, αλλά και η τολμηρά δοξασία ότι οι Σλάβοι εδέσποσαν επί διακοσία δεκαοκτώ έτη της Χερσονήσου ταύτης και ότι εις το διάστημα τούτο εξώντωσαν το πλείστον μέρος της αρχαίας φυλής.
Ο Βυζαντινός Πατριάρχης Νικόλαος (λέγει ο γνωστός Φαλλμερραϋέρος) εις μίαν του επιστολήν προς τον βασιλέα Αλέξιον τον Κομνηνόν εν έτει 1801 γεγραμμένην, μνημονεύει Χρυσοβούλλου τινός υπογεγαμμένου μεν υπό του βασιλέως Νκηφόρου, κατατεθειμένου δε εις τα αρχεία της Κωνσταντινουπόλεως, δυνάμει του οποίου η αρχιεπισκοπή των Πατρών ανεβιβάσθη εις τάξιν μητροπόλεως και υπετάχθησαν εις την αυτόθι εκκλησίαν του Αγίου Ανδρέου τρεις Πελοποννησιακαί επισκοπαί, τούτο δε ευγνωμοσύνης ένεκα δια την συνδρομήν την οποίαν ο κορυφαίος ούτος των αποστόλων παρέσχεν εις τους πολίτας των Πατρών εν τη μάχη καθ ην νικήσαντες ούτοι τον στρατόν των Πελοποννησίων Αβάρων προς των τειχών της πόλες των, τον ηνάγκασαν να λύση την πολιορκίαν της. Η επιστολή του Πατριάρχου δεν σημειοί το έτος κατά το οποίον ο βασιλεύς Νικηφόρος υπέγραψε το ειρημένον χρυσόβουλλον, αλλά προστίθησιν, ότι η τεραστία εκείνη καταστροφή συνέβη διακόσια δεκαοκτώ έτη μετά την κατάσχεσιν της Πελοποννήσου υπό των Αβάρων. Ο Νικηφόρος εβασίλευσεν από του 802 μέχρι του 811 έτους, άρα η κατάκτησις της Πελοποννήσου υπό των Αβαρο – Σλάβων συμπίπτει μεταξύ των ετών 584 και 593. Προστούτοις από τον Πορφυρογέννητον Κωνσταντίνον ηξεύρομεν, ότι στόλος Σαρακηνών υπεστήριξε τους αρχηγούς των Σλάβων εις την πολιορκίαν των Πατρών και ότι κατά την αυτήν εποχήν η τε όδος και άλλαι πολλαί νήσοι του αρχιπελάγους ερημώθησαν από τας αποβάσεις των μωαμεθανών. Η κατά των Ελληνικών νήσων προςβολή αύτη των Σαρακηνών συνέβη τω 807 έτει προ Χριστού και έκτω της βασιλείας του Νικηφόρου· άρα, κατά το 589 έτος από Χρ. αναμφιβόλως η Πελοπόννησος, εκτός ολιγίστων παραλίων, κατεκτήθη και κατεσχέθη υπό των αρκτικών εθνών.»
Ταύτα λέγει περί του χωρίου τούτου ο συγγραφεύς μας, προςεπάγων ολίγον κατωτέρω (σελ. 188), ότι οι Άβαρες, τον αριθμόν πολύ ολιγώτεροι των Σλάβων, κατεστάθησαν κυρίως εις την Μεσσηνίαν, κτίσαντες από των ερειπίων της καταστραφείσης Πύλου την πόλιν Αβάρ, ό εστι το Αβαρίνον· θεωρεί δε ως αναντιρήτως αποδεδειγμένον και ότι, μετά την κατάκτησιν ταύτην, οι Έλληνες των κατασχεθέντων μερών της Πελοποννήσου, (δηλ. σχεδόν όλης της χερσονήσου ταύτης) εξοντώθησαν και ότι αι κατοικίαι των κατεστράφησαν και επυρπολήθησαν υπό των ειρημένων εχθρών (σελ. 189). Άλλος Γερμανός ιστοριογράφος, μάλλον κηδόμενος περί της σωτηρίας της αρχαίας Ελληνικής φυλής, λέγει περί του χωρίου της επιστολής του Πατριάρχου Νικολάου τα εξής.
«Επειδή στερούμεθα ειδήσεων δυναμένων ν αναιρέσωσι την περικοπήν ταύτην του Πατριάρχου Νικολάου, ανάγκη βέβαια να δώσωμεν πίστιν εις τα ουσιωδέστερα αυτής μέρη, προ πάντων διότι δεν έχομεν πως να υποδείξωμεν και να διορθώσωμεν ασφαλώς τας οποίας πιθανώς περιέχει χρονολογικάς παραδρομάς· αλλ όμως είναι επιτετραμμένον να μετριάσωμεν τους λόγους του πατριάρχου όστις, δια την φύσιν της υποθέσεως περί ης επροκειτο, εξεφράσθη επίτηδες αποτόμως και υπερβολικώς και μήτε να υποθέσωμεν ότι κατά το ειρημένον 589 έτος καθυπετάγη εντελώς δια της βίας η βόρειος και η μεσημβρινή χέρσος Ελλάς υπό των Αβάρων και Σλάβων, μήτε να χρονολογήσωμεν οριστικώς από της εποχής ταύτης, την επί της Πελοποννήσου κυριαρχίαν των κατακτητών τούτων. Αυτός ο οριστικός τρόπος με τον οποίον ο Πατριάρχης του ενδεκάτου αιώνος αποφαίνεται περί πραγμάτων τα οποία πρέπει να υποθεσωμεν ότι έμειναν όλως απαραίτητα καθ ην συνέβησαν εποχήν, καθίστησι το πράγμα όπως ούν ύποπτον. Εις τοιαύτας περιστάσεις δεν μένει και εις αυτήν την επιμελεστέραν και απαθεστέραν έρευναν ειμή το απέραντον πεδίον της εικασίας.
Η εποίκησις εθνών Σλαβιστί λαλούντων εις την Ελλάδα και η επί της Πελοποννήσου ιδίως δεσποτεία των, είναι πράγματα αναμφισβήτητα, αν και δεν ήναι δυνατόν να εξακριβωθή οριστικώς η αρχή και η ανάπτυξίς των. Νομίζω όμως πιθανόν ότι οι Σλάβοι εμετανάστευσαν εις την κατά μέγα μέρος έρημον χώραν της αρχαίας Ελλάδος βαθμηδόν και κατ ολίγον δι εποικήσεων, αίτινες ευλόγως δύνανται ν αναδράμωσι μέχρι της εποχής του βασιλέως Μαυρικίου, ως αποτελέσματα των επί του Χαγάνου Αβαροσλαβικών πολέμων και θεωρώ τούτο πιθανώτερον παρ’ ότι η Ελλάς όλη κατά την εποχήν εκείνην κατεκλύσθη δια μιας υπό των Σλάβων, απωλέσασα όλους σχεδόν τους αρχαίους αυτής κατοίκους.»
Αν και αποδίδων την προςήκουσαν δικαιοσύνην εις τον επιτήδειον και ειλικρινή τρόπον με τον οποίον ηθέλησα να κολάση τους λόγους του Πατριάρχου Νικολάου ο τελευταίος ούτος συγγραφεύς, δεν στοχάζομαι όμως ότι δύναμαι να παραδεχθώ, και ούτως έχουσαν, την επί του προκειμένου κρίσιν του, πολύ δε ολιγώτερον τα συμπεράσματα του προ αυτού αναφερθέντος ιστοριογράφου. Νομίζω απεναντίας ότι υπάρχουσι μαρτυρίαι ιστορικαί αναντίρητοι και σαφείς, αναιρούσαι τον ισχυρισμόν του Πατριάρχου Νικολάου από της πρώτης αυτού λέξεως μέχρι της τελευταίας. Εάν δώσωμεν πίστιν εις την προαναφερθείσαν περικοπήν του συνοδικού αυτού γράμματος,
1ον. Η Πελοπόννησος κατεκτήθη υπό Αβάρων, η, τουλάχιστον, υπό Αβαροσλάβων, κατά την ερμηνείαν των δύω Γερμανών ιστοριογράφων·
2ον. Η κατάκτησις αύτη εγένετο μεταξύ των ετών 584 και 593 από Χριστού η, κατά τον ακριβέστερον προςδιορισμόν του Φαλλμεραϋέρου, τω 589 έτει·
3ον Η κατάκτησις αύτη απέσπασε την Πελοπόννησον της Ρωμαϊκής αρχής εις τοιούτον βαθμόν ώστε, κατά την φράσιν του Πατριάρχου, ουδέ πόδα δεν εδυνήθη να βάλη ωμαίος ανήρ εις αυτήν εν διαστήματι διακοσίων δεκαοκτώ ολοκλήρων ενιαυτών.
4ον. Μετά την μάχην των Πατρών οι κατακτηταί ηφανίσθησαν και άπασα η χώρα επανήλθεν εις τα Ρωμαϊκά σκήπτρα. Νομίζω ότι εξέθεσα ειλικρινώς όλα τα συμπεράσματα όσα δύνανται να εξαχθώσιν από το ανά χείρας χωρίον.
Αλλά συγχρόνως τολμώ να προσεπιφέρω, ότι, κατ εμέ,
1ον. Φυλή Αβάρων πώποτε δεν ήλθεν εις την Πελοπόννησον·
2ον. Ιδίως μεταξύ των ετών 584 και 593 από Χριστού και οι Άβαρες και οι Σλάβοι όχι μόνον δεν ήλθον εις την Πελοπόννησον, αλλά δεν προέβησαν πώποτε πέραν της Θράκης, όπου πολλάκις κατετροπώθησαν υπό των Βυζαντινών ςρατηγών και όθεν απεκρούσθησαν μικρόν έπειτα πέραν του Δουνάβεως τοσούτον ώστε, κατά την ορθήν έκφρασιν του Γίββωνος, από των χρόνων του Τραϊανού τα Ρωμαϊκά όπλα δεν είχον προχωρήσει τόσον εις την Δακίαν·
3ον. Πώποτε αι Σλαβικαί φυλαί δεν αφήρεσαν την κυριαρχίαν της Πελοποννήσου όλη από το Βυζάντιονκαθότι αείποτε το σημαντικώτερον αυτής μέρος κατείχετο από τας Βυζαντινάς αρχάς·
4ον. Και μετά την μάχην των Πατρών, πολλάκις διάφοροι Σλαβικαί φυλαί αποστατήσασαι και γενόμεναι ιδιόρυθμοι ηνάγκασαν τους Βυζαντινούς βασιλείς να πέμψωσι κατ αυτών σημαντικάς εκστρατείας δια να τας υποχρεώσουν ν’ αναγνωρίσωσι το σκήπτρόν των.
Η ένστασις ότι Άβαρες δεν ήλθον ποτέ εις την Ελλάδα, είναι τόσω μάλλον περίεργος όσω, θέλει αναιρέσει μίαν από τας απάτας, (και ίσως την ουσιωδεστέραν) τας διαδοθείσας περί της ετυμολογίας του κατά τους νεωτέρους χρόνους τοσούτον εις τας πηγάς δεν απαντώμεν ότι ήλθον Άβαρες εις την Πελοπόννησον· ότι εξενίσαμεν και υιοθετήσαμεν Σλάβους και όχι ολίγους, μάλιστα· όχι όμως ότι μας επεσκέφθη και η Ταταρική εκείνη φυλή. Το δε ουσιωδέστερον, ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος εις την λεπτομερή περί της μάχης των Πατρών διήγησίν του (της οποίας το κείμενον δίδομεν κατωτέρω) βεβαιοί ρητώς και επανειλημμένως ότι οι προ των τειχών της πόλεως εκείνης επί Νικηφόρου του βασιλέως κατατροπώθεντες εχθροί, ήσαν Σλάβοι και όχι, ως αποφαίνεται ο Πατριάρχης, Άβαρες. Ο Φαλλμεραϋέρος εζήτησε να εξηγήση την ασυμφωνίαν ταύτην λέγων ότι επειδή οι Άβαρες είχον την αρχηγίαν του στρατού του κατακτήσαντος την Πελοπόννησον, δια τούτο ο πατριάρχης αναφέρει αυτούς αντί των Σλάβων. Αλλ’ η αιτιολογία αύτη είναι όλως απαράδεκτος· μη λησμονήσωμεν ότι, κατά τον συγγραφέα αυτόν, η κατάκτησις έγινε περί τα τέλη του έκτου αιώνος και ότι η μάχη των Πατρών συνεκροτήθη περί τας αρχάς του εννάτου. Κ εάν λοιπόν υποτεθή ότι οι Άβαρες κατέσχον τωόντι τω 589 έτει την Πελοπόννησον ως κυριάρχαι των μετ αυτών ειςβαλόντων Σλάβων, είναι παντάπασιν απίθανον ότι ολίγοι όντες τον αριθμόν και μη έχοντες συνδρομήν τινα από της πορωτάτω κειμένης μητροπόλεώς των της οποίας άλλως τε η ακμή είχε μαρανθή εν τω μεταξύ τούτω, διετήρησαν ουχ ήττον μέχρι της μάχης των Πατρών, δηλαδή επί διακόσια δεκαοκτώ έτη την κυριαχίαν των επί των Σλάβων οίτινες ήσαν πολύ περισσότεροι και είχον εθνικόν κατά των Αβάρων μίσος διόπερ και εσύντριψον τον ζυγόν των με εκδικητικώτατον τρόπον εν τη ιδία αυτών χώρα. Η εξήγησις λοιπόν του Φαλλμεραϋέρου δεν αίρει εκ μέσου την αντίφασιν του πατριάρχου προς τον πολύ αρχαιότερον και ακριβέστερον Πορφυρογέννητον· η δε αντίφασις αύτη εξασθενεί ήδη πολύν την ακρίβειαν της μαρτυρίας του ενδεκάτου αιώνος.
Αλλ εκτός τούτου, αι Σλαβικαί φυλαί απέλιπον εις την Πελοπόννησον ίχνη επιπλεύσαντα εις όλας τας τρικυμίας όσαι κατετάραξαν αυτήν επί δέκα εκατονταετηρίδας· ; δεν ήτο άρα επόμενον ν αφήσωσιν ίχνη τινα της υπάρξεώς των και οι Άβαρες οίτινες συνειςήλθον δήθεν μετ αυτών και είχον μάλιστα την αρχηγίαν της κατακτήσεως; Είναι γνωστόν ότι οι Άβαρες μάλλον δε Ψευδάβαρες δεν ήσαν φυλή Σλαβική. Ο λαός ούτος όστις μετέπειτα εξέτεινε το κράτος του από του Ίστρου μέχρι του Άλβιος, ήλθεν εις τα μέρη ταύτα της Ευρώπης από τας ερήμους της Ταταρίας διωκόμενος υπό των Τούρκων. Τόσον λοιπό αλλοίας ων καταγωγής και αποτελέσας το επικρατέστερον της κατακτήσεως στοιχείον, έπρεπε ν αφήση εν τη χερσονήσω ευδιάκριτα από τα των Σλάβων, και όχι ολίγα, ίχνη της διαμονής του· αλλά και ο οξυδερκέστατος οφθαλμός του Φαλλμεραϋέρου δεν ειμπόρεσε ν’ ανακαλύψη ειμή εν μόνον, την πόλιν του Αβαρίνου.
Το όνομα του Αβαρίνουέχει τω όντι πολλήν ομοιότητα με την των Αβάρων επωνυμίαν, και όμως δεν παραγέται βεβαίως απ αυτής. Δεν λέγω τούτο εγώ πρώτος. Δόκιμος περί το μέρος τούτο της επιστήμης ανήρ, επικρίνων τω 1830 έτει τον πρώτον τόμον του συγγράμματος του Φαλλμεραϋέρου, απεφήνατο περί του ζητήματος τούτου ως εξής. «Το περίφημον Ναβαρίον ωνομάσθη άρα ούτως από Αβαρικής τινος αποικίας; βεβαίως όχι. Από πότε υπάρχει το όνομα τούτο; Δεν ειμπορεί άρά γε να παράγεται εις μεν ο δια του Ν (Ναβαρίνος) τύπος ήναι ο αρχαιότερος από του Navale, ει δε το Αβαρίνον έχη ακριβέστερον από του Σλαβικού Γιάβορ (σφένδαμνος κοινώς σφεντάμνι); καμμία από τας δύω ταύτας παραγωγάς δεν μας πείθει, μολονότι είναι ήττον απίθανοι της από των Αβάρων ετυμολογίας, οίτινες δεν κατεστάθησαν ουδαμού της Πελοποννήσου ως Άβαρες». Δυσκολεύομαι τω όντι και εγώ να παραδεχθώ τας ετυμολογίας ταύτας, αλλά συμφωνώ εντελώς ότι η από των Αβάρων παραγωγή είναι εντελώς αποριπτέα, αν και δι άλλους λόγους. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς παρεμόρφωσαν το όνομα των Αβάρων δια να δώσωσιν εις αυτό τύπον Ελληνικώτερον και ήττον τραχύν. Το ιδίωμα τούτο της τροποποιήσεως των ξένων ονομάτων είναι αρχαίον εις τους Έλληνας συγγραφείς και συνετέλεσεν όχι ολίγον πάντοτε εις την σύγχυσιν των εθνικών ονομάτων. Το αληθές όνομα της φυλής ταύτης είναι Ομπρί (Obri). Νέστωρ, ο Σλάβος χρονογράφος της 12ηςεκατονταετηρίδος, ό,τις έγραφε την γλώσσαν του λαού, ήξευρε κάλλιστα το όνομα των επί ικανόν χρόνον δουλωσάντων τους Σλάβους Αβάρων και είχεν εις την διάθεσίν του το πλούσιον αλφάβητον της γλώσσης του, ομιλεί ούτω περί αυτών. «Κατ εκείνην την εποχήν οι Ομπρί επολέμησαν μετά του βασιλέως Ηρακλείου και ολίγον έλειψε να τον αιχμαλωτεύσωσι. Οι Ομπρίούτοι επολέμησαν με τους Σλάβους και εκάκωσαν τους ομοφύλους των Σλάβων Δυουλγεβίρους και εβίασαν τας γυναίκας των Δουλγεβίρων, και όταν ο Ομπρί ήθελε να εποχήση, δεν έζευγεν εις το όχημά του ούτε ίππους, ούτε βόας, αλλά έζευγε τρεις, τέσσαρας, πέντε γυναίκας, αι οποίαι εχρεώστουν να σύρωσι τον Ομπρί… Και άχρι της σήμερον σώζεται εις την ωσσίαν παροιμία λέγουσα· «Ηφανίσθησαν ως οι Ομπρί, διότι ούτε η φυλή αύτη, ούτε οι απόγονοι αυτής υπάρχουσιν ήδη.»
Το όνομα λοιπόν του έθνους τούτου ήτο βεβαίως Ομπρί· οι δε Ομπρί δεν ηδύναντο να ονομάσωσι το κτίσμα αυτών Αβαρίνον. Ισως γεννηθή η ένστασις ότι οι Βυζαντινοί οι μεταπλάσαντες τους Ομπρί εις Άβαρας, μετεμόρφωσαν και το όνομα της πόλεώς των. Αλλά δια να πεισθώμεν περί τούτου έπρεπε προ πάντων να αποδειχθή ότι οι Βυζαντινοί εκάλουν το πόλισμα Αβαρίνον. Καθ όσον όμως ηξεύρομεν, Βυζαντινός συγγραφεύς της εποχής εκείνης δεν μετεχειρίσθη την λέξιν ταύτην· και εξ εναντίας παρά Γεωργίω Κεδρηνώ απαντώμεν τον λιμένα της Πύλου φέροντα τον αρχαίον τούτο όνομα. Προς τούτοις, οι κάτοικοι του χωρίου, το εκάλουν βεβαίως Αβαρίνον και όχι άλλως. Τα χρονικά των εν τω Μωρέα πολέμων των Φράγκων τα οποία ονομάζουσιν όλας τας πόλεις της Πελοποννήσου, της στερεάς και των νήσων όπως υπό του λαού αυτού επροσφέροντο λέγουν ρητώς ότι ο Μισέρ Νικόλας ντέ Σαντομέρη (messire Nicolas de S. Omer) έκτισε το κάστρον του Αβαρίνου. Δια να παραδεχθώμεν δεχθώμεν λοιπόν την ανωτέρω ένστασιν έπρεπεν, εκτός όσων έμπροσθεν παρετηρήσαμεν, να υποτεθή και ότι η Βυζαντινή Κυβέρνησις εκατόρθωσε να μεταβιβάση εις αυτό του λαού το στόμα το παρ αυτής εξελληνισθέν όνομα του Αβαρίνου,όπερ όλως απίθανον διότι, αν ενίοτε η εκκλησία και οι συγγραφείς μετεχειρίζοντο Ελληνικούς όρους, αντί των παρειςαχθέντων βαρβάρων, η συγκέντρωσις όμως της εξουσίας δεν ήτο κατ εκείνην την εποχήν τοσαύτη ώστε η κυβέρνησις, κ εάν είχε την περί τούτου πρόθεσιν, να υποχρεώση τον λαόν εις την αποβολήν του κοινού ονόματος και την παραδοχήν του παρ αυτής καθιερωμένου· απόδειξις, τα πολλά Σλαβικά ονόματα τα οποία σώζουσιν άχρι τούδε ακραιφνείς τας ρίζας αυτών και τας καταλήξεις, μολονότι υπέρ τα επτακόσια έτη διατελέσαντα υπό την Βυζαντινήν κυριαρχίαν. Ως τελευταίαν παρατήρησιν επάγω ότι αν η Βυζαντινή κυβέρνησις είχε την πρόθεσιν και την δύναμιν του να εξαλείψη από αυτό του λαού το στόμα το βάρβαρον όνομα, ήθελε πιθανώτατα επιβάλει εις αυτόν τον αρχαίον όρον του χωρίου και όχι αυτόν τον βάρβαρον εξελληνισθέντα.
Πεποίθαμεν όθεν ότι το Αβαρίνον δεν εκλήθη ούτω διότι εκτίσθη υπό των Ομπρί. Το όνομα Άβαρα ή Αβαρίνον είναι κοινόν εις διαφόρους του Βυζαντινού Κράτους πόλεις, αίτινες κείνται όλαι εις μέρη όπου δεν εγένοντο Αβάρων ειςβολαί.«Ιστέον λέγει ο Πορφυρογέννητος, ότι Άβαρα τούρμα ην υπό το θέμα Σεβαστείας· επί δε Ρωμανού δεσπότου γέγονε κλεισούρα.» Και αλλαχού επίσης αναφέρει Άβαρα φρούριον περί την Τεφρικήν· μνημονεύει δε των πόλεων τούτων και Γεώργιος ο Κεδρηνός. Ποία είναι η αρχή του ονόματος, ήθελεν είσθαι εκτός του προκειμένου, να εξετασθή ενταύθα. Αρκεί τούτο προς το παρόν ότι δεν έχει τι κοινόν με τους παρά τοις Βυζαντινοίς λεγομένους Άβαρας. Η γνώμη ότι διετέλεσάν ποτε ούτοι εις την Πελοπόννησον στερείται εντεύθεν του ουσιώδους ερείσματος, το οποίον ήθελεν έχει εάν απεδεικνύετο ότι απέλιπον τωόντι εν μέσω ημών τοιούτο μνημείον της διαμονής των· και επειδή το πρώτον μέρος της πατριαρχικής μαρτυρίας, επί του οποίου και μόνου στηρίζεται η γνώμη αύτη, είναι, εκτός τούτου, ως είδομεν ανωτέρω, εις αρίδηλον αντίφασιν με όλας τας λοιπάς πηγάς, εξ ων πολλαί αρχαιότεραι όλαι δε πολύ αξιοπιστότεραι αυτής, έξεστι βεβαίως να το θεωρήσωμεν ως ανυπόστατον και εσφαλμένον.Μεταβαίνω εις την ανάπτυξιν των ιστορικών μνημείων κατά τα οποία οι Άβαρες και οι Σλάβοι, μεταξύ των ετών 584 – 593 από Χ. μακράν του να κυριεύσωσι την Πελοπόνησον, κατετροπώθησαν εξ εναντίας υπό των Βυζαντινών εν τη οικεία αυτών χώρα.Ο ειλικρινέστερος και ασφαλέστερος άμα τρόπος της αποδείξεως του θέματος τούτου είναι, νόμίζω, να παρατεθώσιν αυτά τα κείμενα των πρωτοτύπων συγγραφέων, όσοι επραγματεύθησαν εν πλάτει τους κατά την εποχήν εκείνην πολέμους των Βυζαντινών μετά των Αβάρων και των Σλάβων. Είναι περιττόν να επαναλάβω εν άλλαις λέξεσιν ό,τι είπον οι συγγραφείς της εβδόμης και της εννάτης εκατονταετηρίδος· τούτους λοιπόν αφίνω να λαλήσωσι καθ όλον το διάστημα της κρισίμου εκείνης εποχής· ολίγαι τινες απολύτως αναγκαίαι σημειώσεις θέλουν συνοδεύσει τα περί εκάστου ενιαυτού κείμενα· ο δε αμερόληπτος αναγνώστης ας κρίνη μεταξύ της αληθείας και του ψεύδους. Ο Φαλλμεραϋέρος θεωρεί περιττόν τον κόπον (τόμ. 1ος σελ. 137.) του να παρακολουθήσωμεν κατ ίχνος τους συγχρόνους συγγραφείς εις την περιγραφήν του μακρού πολέμου του βασιλέως Μαυρικίου μετά των Αβάρων και των Σλάβων· εννοώ τωόντι ότι τούτο δεν συμφέρει εις αυτόν του οποίου ο μόνος σκοπός ήτο ν αποδείξη ότι συνέβησαν κατά τα έτη εκείνα μεγάλαι ειςβολαί αρκτώων εθνών και συνδυάζων το αοριστον τούτο περιστατικόν με μαρτυρίαν πολύ μεταγενεστέραν, της οποίας η αξία θέλει αποδειχθή ουδαμινή, να συνάξη το συμπέρασμα, ότι αι ειςβολαί αύται έφθασαν μέχρι της Πελοποννήσου. Άλλος όμως είναι αναμφιβόλως ο ειλικρινής ιστορικός έλεγχος. Ακολουθούντες κατά πόδας τους αρχαίους ιστοριογράφους, θέλομεν ιδεί μέχρι που κατ έτος αι ειςβολαί εκείναι επροχώρουν, μέχρι που επαλινδρόμουν και θέλομεν γνωρίσει που πραγματικώς ευρίσκοντο κατά την εποχήν εκείνην, οι βάρβαροι περί ων ο λόγος
Διάφοροι Βυζαντινοί συγγραφείς έγραψαν τα περί του πολέμου τούτου· αλλά δεν θέλω αρύσει τα επιχειρήματά μου, ειμή από τους πλησιεστέρους εις τα πράγματα· αυτοί ήσαν εις κατάστασιν να γνωρίζωσιν άκριβέστερον συμβάντα των οποίων ήσαν σχεδόν σύγχρονοι· αυτοι εχρησίμευσαν και ως πηγαί των μεταγενεστέρων χρονογράφων· το δε περίεργον είναι ότι εκ των δύω αρχαιοτέρων συγγραφέων της εποχής εκείνης των διασωθέντων μέχρις ημών, ο μεν πρέπει να ήτο μάρτυς της υποτιθεμένης κατακτήσεως της Πελοποννήσου κατά τα τέλη του έκτου αιώνος, ο δε πρέπει να είδε την χερσόνησον ταύτην απαλλαγείσαν της Αβαροσλαβικής δεσποτείας, κατά τας αρχάς του εννάτου. Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, έφηβος ήδη επί Μαυρικίου του βασιλέως, έγραψεν, επί Ηρακλείου του μετά Φωκάν διαδόχου αυτού, ήτοι περί τας αρχάς της εβδόμης εκατονταετηρίδος, ιστοριών βιβλία 8, εξ ων εις το πρώτον, το δεύτερον, το έκτον, το έβδομον και το όγδοον περιγράφει λεπτομερέστατα τους μεταξύ 582 – 602 πολέμους του Μαυρικίου μετά των Αβάρων και των Σλάβων. Αν και το ύφος του ήναι ψιμυθιωμένον μέχρι φόρτου, αν και στερήται κρίσεως, δια την εποχήν όμως εις την οποίαν έζησε και δια την ανάπτυξιν την οποίαν δωκεν εις τας περιγραφάς του, είναι πηγή πολύτιμος δι ημάς. Θεοφάνης ο ηγούμενος του αγρού και ομολογητής επικαλούμενος, έζησε κατά το δεύτερον ήμισυ της ογδόης εκατονταετηρίδος και εις τας αρχάς της εννάτης και έγραψε χρονογραφίαν 528 ετών, αρχομένην από Διοκλητιανού και λήγουσαν· εις Μιχαήλ τον βασιλέα. Είναι πολύ συντομώτερος του πρώτου ως προς την επασχολούσαν ημάς εποχήν, μονότονος καθ υπερβολήν, αλλ εμβριθέστερος εκείνου και εις το ιστορικόν ημών θέατρον πλησιέστερος όλων των λοιπών βυζαντινών χρονογράφων. Η συνεχής παράθεσις αμφοτέρων των κειμένων, ήθελεν αποβή οχληρά και ανωφελής. Δεν θέτω λοιπόν υπ όψιν του αναγνώστου, ειμή το έτερον των κειμένων, και συνήθως μεν το του αυτόπτου των γεγονότων και λεπτομερούς Σιμοκάττου, ενίοτε δε, χάριν συντομίας, το του Θεοφάνους, παραπέμπων όμως πάντοτε και εις τον έτερον των χρονογράφων μας, οίτινες άλλως τε ως επί το πολύ συμφωνούσι μεταξύ των.
Δύω έτη πριν η ο Μαυρίκιος περιβληθή την Ρωμαϊκήν πορφύραν, οι Άβαρες, κυριεύσαντες το παρά τον Δούναβιν μέγα φρούριον του Σιρμίου, επώλησαν εις τους Ρωμαίους την ειρήνην δι ογδοήκοντα χιλιάδας χρυσά νομίσματα κατ έτος. Αλλά ο σημαντικός αυτός φόρος δεν εκόρεσε την πλεονεξίαν του Χαγάνου και το 582 έτος από Χ. (πρώτον της βασιλείας του Μαυρικίου) εμελέτησε να επιτύχη την αύξησίν του. Ο Χαγάνος όμως ήτον άνθρωπος πονηρός επίσης και ισχυρός· μη γινώσκων ειςέτι τον χαρακτήρα του νέου βασιλέως, ηθέλησε, πριν η ρίψη το προσωπείον, να δοκιμάση με ποίον άνθρωπον έχει να κάμη. Όθεν προ πάντων εξέφρασε την επιθυμίαν να τελειοποιήση τας περί την φυσικήν ιστορίαν γνώσεις του δαπάναις του Καίσαρος, και επειδή δεν είχεν ιδεί ειςέτι ελέφαντα, εμήνυσε να τον σταλή το ζώον· αμέσως ο βασιλεύς διατάσσει να τω πέμψουν το μέγιστον των θηρίων τούτων, το οποίον όμως ιδών ο Χαγάνος και εκφαυλίσας, επέστρεψε παραυτίκα εις το Βυζάντιον. Έπειτα επόθησε να απολαύση και Άλλων υλικωτέρων ηδονών, πάλιν δαπάναις του βασιλικού ταμείου, και εζήτησε κλίνην χρυσήν· ο Μαυρίκιος σπεύδει να τω στείλη και ταύτην, εξεργασθείς βασιλικώς το δώρον, αλλ έλαβε και τούτο την τύχην του πρώτου, επιστραφέν μετά περιφρονήσεως. Τότε ο Χαγάνος ιδών ότι δύναται να τολμήση τα πάντα, εκσφενδονίζει συναλλαγματικήν κατά του βυζαντινού θησαυρού αυξάνουσαν σημαντικά τον φόρον· και επειδή ο βασιλεύς, αφού μετήλθε προθύμως και τον διδάσκαλον και τον ξυλουργόν χάριν του Χαγάνου, δεν ηθέλησε φαίνεται να κάμη τυφλώς και τον τραπεζίτην του, εγένετο έναρξις των εχθροπραξιών.
«Αθρόον τε την πολέμω φίλην αράμενος σάλπιγγα, διηγείται ο Σιμοκάττης (σελ. 13 και επ.), τας δυνάμεις συνήθροιζε και την Σιγγιδόνα την πόλιν εξαπιναίως, άφρακτον ούσαν, ελάμβανεν· . . . πολλάς τε και ετέρας άστει γείτονας πόλεις ληΐζεται· ανελών τε Αυγούσταν και το Βιμινάκιον (πόλεις δ αύται λαμπραί υπό το Ιλλυρικόν φορολογούμεναι) παραυτίκα στρατοπεδεύεται και την Αγχίαλον περιτέμνεται· τας τε περιοικίδας κώμας εδήωσε· τον δε των θερμών υδάτων οίκον ουκ αναστήσαι φασί· λόγος δε τις ως ημάς εξεφοίτησεν, ενθάδε τα του Χαγάνου αποκρύψασθαι γύναια και μισθόν της απολαύσεως εκείνον αιτείν, μη καταρίπτειν τα των υδάτων οικοδομήματα· λέγουσι δε τα υδάτια ταύτα τοις λουσαμένοις αγαθόν είναι και εις υγεάν τούτοις συμμαχείν. Τριών δ επιγενομένων μηνών, πρεσβεύονται Ρωμαίοι προς Χαγάνον Ελπίδιον εκπέμψαντες, άνδρα εις συγκλήτου βουλήν αναγόμενον. . . και Κομεντίολον, άνδρα των σωματοφυλάκων του βασιλέως υπερφερόμενον. . . ήκον γουν άμφω παρά τον Χαγάνον επί την Αγχίαλον και περί σπονδών ηξίουν ως προςετάχθησαν, του δε μη μετριοπαθούντος επί τοις αδικήμασιν, αλλά και προςαπειλούντος αυθαδικώτερον, τα λεγόμενα τείχη καθαιρήσειν μακρά, και του μεν Ελπιδίου υποχαλούντος τοις λόγοις. . . Κομεντίολος μεγαλοφρόνως την της γλώττης ευγένειαν επεδείκνυτο. . . Επεί δ’ ο μέγας ούτος διεπερατούτο τοις ρήμασιν έλεγχος, ανάζεσις αίματος μέγαν τω Χαγάνω θυμόν επεκύμανε, τότε πρόσωπον άπαν υπό της οργής εφοινίσσετο. . . των τε οφρύων ες μέγα εξανισταμένων, και μικρού δείν των μετώπων άπειλουσών υπεριπτασθαι, μέγιστος απηωρείτο τω Κομεντιόλω εκ της διαλέξεως κίνδυνος· την γαρ των πρέσβεων ο βάρβαρος διαφθείρας αιδώ, δεσμοίς τον Κομεντίολον ητίμασεν . . . τη δε υστεραία τα του θυμού κατηυξάνετο, λόγοις τε πιθανοίς παρηγορούντο οι των Αβάρων δυνατώτατοι τον ηγεμόνα, υποπείθοντες όπως μη δογματίσοι Κομεντιόλου τον θάνατον· και πείθουσι μέχρι των δεσμών αποχρήσει αδικείσθαι τους πρέσβεις. Επινεύσας γουν ο Χαγάνος, ητιμωμένους ως βασιλέα εξέπεμπεν· του δε επιόντος έτους, πάλιν ο Ελπίδιος επί τη αυτή πρεσβεια χειροτονηθείς, αποστέλλεται· και ως τον Χαγάνον γενόμενος, εζήτει πρεσβευτήν άμα αυτώ ες βασιλέα γενέσθαι, όπως αναζωπυρήσειε τας σπονδάς και είκοσιν ετέρων χιλιάδες χρυσών ταις συνθήκαις είησαν επαυξήματα· ο δε Χαγάνος τους λόγους ειςεποιήσατο. . . και ο πόλεμος εκεχειρίαν ελάμβανεν.»
Αν και ο πρώτος ούτος εναυτός του πολέμου (582- 583) προηγήται μικρόν του απαισίου κύκλου τον οποίον ο Φαλλμεραϋέρος διέγραψεν από του 584 μέχρι του 593, ανέφερα όμως τα κατ’ αυτόν συμβάντα ως αναγκαίαν προειςαγωγήν εις το οποίον μέλλομεν να διατρέξωμεν στάδιον. Ο Χαγάνος κυριεύσας ήδη την Σιγγιδόνα, την πόλιν παρά τη οποία εκτίσθη μετέπειτα το Βελιγράδιον, λεηλατήσας δε και διαφόρους άλλας γείτονας του φρουρίου τούτου πόλεις, κατέστρεψεν έπειτα την Αυγούσταν (άχοβαν) και το Βιμινάκιον (Κοστολάτζ, εις τας εκβολάς του ποταμού Μλάβα), ώρμησεν εις τα πέριξ της Αγχιάλου (Αγιόλι) και ηπείλησεν εκείθεν τα μακρά τείχη. Ο πόλεμος αρχίσας εις το μέρος του Ιλλυρικού το κατεχόμενον την σήμερον από την βόρειον Σερβίαν , ετελείωσεν εις την βορειοτέραν γωνίαν της Θράκης, την μεταξύ του Αίμου και του Ευξείνου Πόντου σχηματιζομένην. Ακόμη είμεθα μακράν, πολύ μακράν της Πελοποννήσου· αλλά ο πρώτος ούτος πόλεμος παρίστησι περίεργα πράγματα. Ο Χαγάνος φειδόμενος του οίκου των θερμών υδάτων της Αγχιάλου, διότι τα ύδατα ταύτα συνετέλεσαν εις την υγείαν των γυναικών του, ανακαλύπτει ψυχήν ευπρόσιτον εις γενναία αισθήματα. Και οι δυνατοί των Αβάρων οι μεσολαβούντες παρά τω εξηγριωμένω Χαγάνω δια να σώσωσι την ζωήν του φλυάρου και αυθάδους Κομεντιόλου δεικνύουσι μετριοπάθειαν και φρόνησιν αξίαν καλητέρας εποχής.
Η γενομένη ειρήνη δεν διήρκεσε πολύ. «Μετά τινα δε βραχείαν χρόνου ροπήν (εξακολουθεί ο Σιμικάττης, σελ. 17) η της ειρήνης ευεξία νοθεύεται, και πάλιν Ρωμαίοις το των Αβάρων επιτίθεται φύλον· αλλ ουκ αναφανδόν, ραδιουργικώτερον δε πως και δολερώτερον. Το γαρ των Σκλαβινών έθνος επαφίησι, και πλείστα της Ρωμαίων γης αποκείρεται και των μακρών μέχρι καλουμένων τειχών οία δη άπτοντες, πολύν απεργάζονται φόνον, διο και δεδιώς βασιλεύς, τα μακρά διεφρούρησε τείχη και τας περί αυτόν των στρατευμάτων πληθύς απεξήγε της πόλεως· ώσπερ αξιολογώτατον έρυμα περί το άστυ αυτοσχέδιον μηχανώμενος. Τότε δη τότε Κομεντιόλος ουκ άκομψον ταξιαρχίαν πιστεύεται· κατά δε την Θράκην επιών, απελαύνει τώων Σκλαβικών πλήθη· αφικνείται δε και κατά τον Εργινίαν ούτω καλούμενον ποταμόν και αδοκήτως επί τοις Σκλαβινοίς και καρτερικώς επιτίθεται και θάνατον πολύν τοις βαρβάροις απεσχεδίασεν. Είτα, παριόντι τω θέρει, τας Ρωμαϊκάς συναθροίσας δυνάμεις, επί την Αδριανούπολιν φοιτά και συντυγχάνει Ανδραγάστω, επισυρομένω πλήθη Σκλαβικών πολλά, άγρας τε αιχμαλώτων αξιολογωτάτας και λείας λαμπράς. Διανυκτερεύσας τε, όρθιος ήκε πλησίον. Ενσίνου του φρουρίου και γενικώς τοις βαρβάροις συμπλέκεται. Το δε πολέμιον πρύμναν τε εκρούσατο, και ες φυγήν εξωθείτο, και της Αστυκής αυτής απελαύνετο, λευκήν τε τοις αιχμαλώτοις ημέραν ανέσχε το ωμαϊκόν ανδραγάθημα· ο δε στρατηγός επαιώνισε επινίκιον και τρόπαιον ενιδρύσατο.»
Νέος λοιπόν πόλεμος το 583-584 καθ ον ο Χαγάνος των Αβάρων δεν προςβάλλει ήδη κατ ευθείαν τους Ρωμαίους, αλλ υποκινεί κατ αυτών τα Σλαβικά έθνη. Εδώ πρέπει ιδίως να επιστήσωμεν την προσοχήν μήπως, διαφυγούσα τους οφθαλμούς μας καμμία Σλαβική φυλή, κυριεύση την Πελοπόννησον χωρίς να το εννοήσωμεν. Τα προκείμενα χωρία λέγουσι ρητώς ότι οι εχθροί ήλθον εις την Θράκην, ότι έφθασαν μέχρι των μακρών τειχών, ότι απελαύνονται το πρώτον εκείθεν υπό του Κομεντιόλου, ότι νικώνται μετέπειτα κατά τον Εργινίαν ποταμόν παρά του στρατηγού τούτου και καταστρέφονται τελευταίον πάλιν παρ αυτού περί το φρούριον του Ενσίνου και εξωθούνται της Θράκης. Αυτά λέγουσιν οι συγγραφείς της εβδόμης και της εννάτης εκατονταετηρίδος, αλλ ο Φαλλμεραϋέρος (σελ. 172) βεβαιοί ότι οι Σλάβοι κατά την περίστασιν ταύτην διεσπάρησαν καθ όλον το Ιλλυρικόν τρίγωνον και ότι διευθύνθησαν ιδίως προς την αρχαίαν Ελλάδα; Πόθεν εξάγει τούτο; δεν το γνωρίζω· φαίνεται ότι, μελετών να κατακτήση την Πελοπόννησον το 589 έτος, πέμπει, ως προνοητικός στρατηγός, αυτογνωμόνως Σλαβικά τινα αποσπάσματα από το 584 εις την αρχαίαν Ελλάδα, δια να προετοιμάσωσι την μελετωμένην επιχείρησιν· αλλ ο απροκατάληπτος αναγνώστης, ο ζητών εις την έρευναν ταύτην την ιστορικήν αλήθειαν, και όχι αυθαιρέτους εικασίας, θέλει ομολογήσει με εμέ ότι τ ανωτέρω κείμενα όχι μόνον δεν διαλαμβάνουσι ότι οι Σλάβοι εισήλθον κατά το έτος τούτο εις την κυρίως Ελλάδα. αλλ απεναντίας λέγουσιν ότι δεν ειςήλθον ειμή εις την Θράκην, ότι δε και από την Θράκην εξεβλήθησαν μετά τρεις επανειλημμένας ήττας. Εις την χρονολογίαν των εφεξής μέχρι του 587 γενομένων εχθροπραξιών, διαφωνούσι μέχρι τινος ο Θεοφάνης προς τον Θεοφύλακτον· ο πρώτος ουδέν διαλαβών περί του Αβαροσλαβικού πολέμου κατά το 3 και 4 έτος της βασιλείας του Μαυρικίου, επισωρεύει (σελ. 217) διαφόρους εχθροπραξίας εις το ειρημένον έτος 587, ενώ ο Θεοφύλακτος ρητώς λέγει ότι τα εχθρικά ταύτα κινήματα συνέβησαν εν μέρει μεν το φθινόπωρον του έτους καθ ο εγένετο και απεκρούσθη η Σλαβική εισβολή, ό εστί του 584 έτους, εν μέρει δε τω 585 έτει. Ό,τι λοιπόν δυνάμεθα ευλόγως να συμπεράνωμεν, συνδυάζοντες την ρητήν ταύτην βεβαίωσιν του εγγυτάτου εις τα πράγματα Σιμοκάττου με την διήγησιν του Θεοφάνους είναι, ότι ο τελευταίος ούτος συγγραφεύς περιέλαβεν εις το 587 έτος όλας τας εχθροπαξίας όσαι συνέβησαν από του φθινοπώρου του 584, αν και συγχρόνως πρέπη να ομολογήσωμεν ότι είναι αδύνατον να διακριθώσι κατ έτος τα συμβάντα ταύτα, ως εγένετο άχρι τούδε και ως θέλομεν πράξει μετέπειτα, διότι ο Θεοφύλακτος, εξακολουθών την διήγησίν του, δεν παρέχει προς τον σκοπόν της διακρίσεως ταύτης ουδέν ασφαλές μέσον. Αλλ η μεταβολή αύτη περί τον τρόπον της εκθέσεως των γεγονότων δεν θέλει παντάπασι βλάψει τας ερεύνας μας, διότι γινώσκοτες τον ειρμόν των γεγονότων τούτων και μεταξύ των και με τα προηγούμενα και με τα επόμενα, γινώσκομεν όλα τα συμβεβηκότα όσα συνέβησαν από του τέλους του 584 μέχρι του 587, και επομένως δυνάμεθα να επιφέρωμεν περί της εκτάσεως των κατά την εποχήν ταύτην Αβαροσλαβικών επιδρομών ασφαλή κρίσιν.
Ο Σιμοκάττης αναφέρει προ πάντων το αίτιον της νέας ταύτης ρήξεως, από του οποίου γίνεται δήλον ότι το φοβερόν εις το πλείστον της τότε Ευρώπης κράτος του Χαγάνου, ημφισβητείτο ενίοτε εις τον γυναικωνίτην του. «Μετοπώρου δε (του έτους 584) αρχομένου (Θεοφυλάκτου ιστοριών σελ. 18) πάλιν οι βάρβαροι τας συνθήκας διέχεον· λέξω δε την αιτίαν· Σκύθης ανήρ, παρευνάζεται ενί των του Χαγάνου γυναίων· υποτοπάσας δε μήπου το κακόν φωραθείη, την φυγήν επί το αρχέγονον επεποίητο φύλον και. . . αλούς υπό τινος των ωμαϊκών ηγεμόνων των ες φρουράν συντεταγμένων του Ίστρου, το τε γένος εδήλου, και τας πάλαι διατριβάς και την εντεύθεν απελαύνουσαν ηδονήν· επεί δε πιθανός εδόκει τη διηγήσει του ατυχήματος, παρά τον Αυτοκράτορα υπό του ηγεμόνος παραπέμπεται, καντεύθεν εδόκουν αι Ρωμαϊκαί σπονδαί διασχίζεσθαι. . . οι δ’ αμφί τον Χαγάνον των τε Σκυθών και Μυσών τους περιοίκους ελυμήναντο, είλόν τε πόλεις πολλάς την τε ατηρίαν και Βονώνειαν και Ακύς και Δορόστυλον και Σαλδαπά και τα Παννασά και Μαρκιανούπολιν και Τρόπαιον. Βασιλεύς δε Κομεντίολον στρατηγόν ανίστησι και της πάσης ηγεμονίας κηδεμόνα τουτονί προεστήσατο.»
Από τα ανωτέρω εξάγεται, ότι επί του πολέμου τούτου οι Άβαρες ώρμησαν κατά των Βυζαντινών από αυτής εκείνης της χώρας από της οποίας ήρχισαν και τον προλαβόντα και ότι, το περίεργον, ηκολούθησαν την αυτήν σχεδόν παρά τον Δούναβιν πορείαν. Καθώς πρότερον τους είδαμεν πορθήσαντας το Βελιγράδιον, το Κοστολάτζ και την άχοβαν, όλας πόλεις παραδουναβίους, ούτω και ήδη στρατεύσουσιν από της ατηρίας (Αρζάρ Παλάγκας) μεχρι του Δοροστύλου (Σιλιστρίας) δια της παρά τον ποταμόν εκείνον οδού, καταβάντες έπειτα μέχρι Παννίσου (μεταξύ Καταδίκιοϊ και Παραβάδι), Μαρκιανουπόλεως (Κόσλισδα) και του Τροπαίου, του οποίου το μεν σημερινόν όνομα δεν γινώσκω, την δε επέκεινα του Αίμου θέσιν δύναται να παρατηρήση ο αναγνώστης εις τον προαναφερθέντα (σημ. 28) χάρτην του Δελλισλίου· συμπεραίνω εκ τούτου ότι οι Άβαρες, ικανά προχωρήσαντες, εν τω προηγουμένω πολέμω, εις το Βυζαντινόν Κράτος, δεν ενεκατεστάθησαν όμως ουδαμού, αλλ είχον επιστρέψει μετά την ειρήνην εις την ιδίαν αυτών χώρα.
Μετά την έκθεσιν των ανωτέρω γεγονότων, ο Σιμοκάττης μεταβαίνει εις την περιγραφήν των κατά τα τέσσαρα πρώτα έτη της βασιλείας του Μαυρικίου πολέμων του Βυζαντίου μετά των Περσών και τελειώσας την διήγησιν των κατά το 585 έτος εις τούτο του πολέμου το θέατρον γενομένων, εξακολουθεί ως εξής. (σελ. 44). «Τούτω δήτα τω ενιαυτώ Κομεντίολος επί την Αγχίαλον ήκεν. . . ο μεν ουν Κάστος (εις των υποστρατήγων) . . . τα της χώρας περιενόστει λαιά· ήκε δε επί Ζαλδαπά, επί τε Αίμον το όρος, ατάρ αδοκήτως τοις βαρβάροις εωθινός κατεπέλασεν, αφράκτους τε ευρόμενος ενευδοκίμει τω δόρατι· περίδοξον δε απεφέρετο το τρόπαιον. Μαρτίνος δε (άλλος υποστράτηγος) ες τα περί την Νέαν πόλιν γενόμενος, ένθα δη τον Χαγάνον το τε Αβαρικόν αυλιζόμενον επεσκόπευεν· ελλοχώσι γουν οι Ρωμαίοι και αθρόον καρτερώς επιτίθενται· ο δε Χαγάνος παράδοξόν τι έρμαιον την σωτηρίαν ηυτύχησε και φυγή συνέριθος ην· ελάνθανε γαρ νήσος εν τη λίμνη, τον βάρβαρον διασώζουσα· η γαρ αν ήλω και περίδοξον εγεγόνει Ρωμαίοις ζωάγριον. . . και δήτα ανέζευξεν εξ εωθινού ο Μαρτίνος, ένθα τω στρατηγώ τη προτεραία διώριστο· ωμορόθει δε και Κάστος, εις ταυτόν Μαρτίνω γενόμενος· πλείστης τε δυνάμεως εδίδοσάν τε και αντελάμβανον τη συντυχία παρ εαυτών τα συντάγματα. Κομεντίολος δε την ομολογίαν αποπεμψάμενος, τας τε προ της προτεραίας συνθήκας, ουδέν τι διεπράξατο προς εντρέχειαν βλέπον· Μαρτίνος δε και Κάστος ες Μαρκιανού πόλιν τον στρατηγόν ήκειν πυθόμενοι, παρ αυτόν επανήεσαν· ηλίου δ υπερχομένου της κυκλικής της φωσφόρου δινήσεως, πανστρατιά Κομεντίολος επί τον ίδιον εχώρησε χάρακα. . . μετ εκείνο δήτα επί τους στενωπούς του Αίμου στρατοπεδεύεται . . . περί την ξυλίνην δε γέφυραν του γείτονος ποταμού ανιχνεύειν το Αβαρινόν εξ εωθινού λοχίτη γε όντι Μαρτίνω ο στρατηγός εγκελεύεται, επισκοπείν τε είγε διεπεραιώθη τον ρούν το πολέμιον. Κάστον δε κατά την λιθίνην διάβασιν, ανερευνάσθαι τα των πολεμίων κινήματα· αλλ επεί Μαρτίνος ετεθέατο δαπεραιούσθαι τον ρούν όσον ούπω το πολέμιον μέλλον, παλίνορσος οία επανήκε και συνείρει τοις αμφί τον Κομεντίολον στρατεύμασι. Ο δε Κάστος, υπεκβαίνων τον τε ποταμόν διεπεραιώσατο, και εις το πέραν αφικόμενος, συγγίνεται τοις προθέουσι των αντιπάλων και ρωμαλεωτέρων άπαντας τω ακινάκη διώλεσεν· δράσας δε τα τοιαύτα ουχ οίός τε ην την παρούσαν ευπραγίαν διαφυλάξασαθι. . . ουκ ανέζευξε γαρ επί τον Κομεντίολον, αλλ επί την ξυλίνην αποιχόμενος γέφυραν, συμπαρομαρτείν επειράτο Μαρτίνω. Επεί δε διητύχησε του βουλήματος, ηλίου δυομένου, επανύχιζε κατά τον χώρον. Τη δ επιούση διενυκτέρευε το πολέμιον και δια της ξυλίνης γεφύρας εις το πέραν διεπορθμεύετο. . . συννεύοντος δε και Κάστου ως τα οίκοι, αντιμέτωπον το δυςμενές συνεκύρησε πλήθος και δυςάντητον ην το κακόν και σοφίσματος άμοιρον. . . περισχίζεται δε παρευτίκατό σύνταγμα και άλλος άλλη ως είχε δειλίας ετράπετο… ο δε πόλεμος επίδοσιν μάλλον ελάμβανε και προς το λαβρότερον εξεκαίετο· ο γαρ Χαγάνος ώσπερ από τινος αφετηρίας κακών επαφίησι στρατιάν πολλήν, όπως την Θράκην διατέμηται πάσαν. Ενάλλεται τοίνυν επί προνομν το πολέμιον δια των της μεσημβρίας ορίων, και δήτα τους φύλακας, ηρωϊκώτερον παραταξαμένους, ανείλον. Ανσιμούθ δε τις ταξίαρχος, οπηνίκα ήσθετο το Αβαρικόν επιφοιτήσαν ηθροίκει την στρατιάν και προς τα μακρά τείχη διέσωζεν· αυτός δε επί το ουραίον της δυνάμεως ετύγχανεν ων, συνώθει τε προς το είσω το στράτευμα, τούτό τοι και ζώντα τοις βαρβάροις απέδοτο· ήλω γαρ και πρόχειρον θήραμα τοις προθέουσι των πολεμίων εγένετο. Μετ ολίγον δ ο Χαγάνος και την λοιπήν του πλήθους απόμοιραν τη Θράκη προςέχεε, δια πλείστων τε τόπων την είςβασιν επεποίητο· σκαιόθεν δ οι αμφί τον Κομεντίολον εστρατοπεδεύοντο· δια τοι τούτο αποκρύπτονται οι Ρωμαίοι προς ταις ύλαις του Αίμου, το γε πολέμιον παρίεσαν εις πλείστας ανά την Θράκην διασπείρεσθαι μοίρας….Κατήραν τοίνυν του Αίμου (οι Ρωμαίοι) επί Καλβομούντα και Λιβιδούργον πολεμησείοντες, και τον Χαγάνον εις ορώσιν ου πόρω που διατρίβοντα, αλλ ως από σημείων τεττάρων απεριμερίμνως τας σκηνάς συμπηξάμενον, άτε δη της εκείνου πληθύος ανά πάσαν εκχυθείσης την Θράκην· διακοσμήσας ουν ο Κομεντίολος το στράτευμα και εις τάξιν μίαν συντάξας, βαδίζειν εία· και προς την Αστικήν χωρείν διατάττεται, την τε νύκτα δια φυλακής έχειν, προσπίπτειν τε τη υστεραία τω Χαγάνω. . . αλλ έδοξε τύχη τινί παραχαράττειν της στρατηγείαςτούς γνώμονας. . . Του γαρ ηλίου τα νώτα τη σκυθρωπή νυκτί παραδείξαντος . . . εν τι των υποζυγίων τον επικείμενον παραπέριψε φόρτον. . . οι δε παρεπόμενοι εις τουπίσω τραπέσθαι τον δεσπότην εκέλευον, το τε σκευοφώρον ζώον επανορθούσθαι του πλημμελήματος. Τούτο τοι της αταξίας γέγονεν αίτιον. . . παρηχείται γαρ τοις πολλοίς η φωνή και φυγήν εδόκει δηλούν, ως οία των πολεμίων επιφανέντων αθρόον αυτοίς και παρεκκλεψάντων την δόκησιν· μεγίστου δε συμπέσοντος τω στρατεύματι θρύλλου. . . επιχωρία τε γλώττη εις τουπίσω τράπεσθαι άλλος άλλη προςέταττε, ρετόρνα μετά μεγίςτου ταράχου φθεγγόμενοι· διασπάται γουν άπαν το σύνταγμα. . . Εντεύθεν ο Χαγάνος τον δεύτερον τούτον και μέγιστον διεδίδρασκε κίνδυνον και η ποδών είχε, καταλελοίπει τας συνήθεις διατριβάς· παραπλήσια δε και το ωμαϊκόν έδρα και αμοιβαία τις ην η φυγή και φόβος τις κίβδηλος το ωμαϊκόν περιεστρόφει στρατόπεδον · όμως αναιρούνται των Αβάρων οι πλείους, συμπλοκής αδοκήτου συνενεχθείσης αμφοίν τοις στρατεύμασιν· αντιστραφέντων γαρ τινων της Ρωμαϊκής συμμορίας, ευσθενέστατα τοις πολεμίοις προσέμιξαν.»
Καθώς προείπον ήδη, το έτος καθ ό συνέβησαν τα πολεμικά ταύτα κινήματα, δεν είναι δυνατόν να ορισθή ακριβώς. Επειδή όμως ηξεύρομεν ότι τα προ αυτών εκτεθέντα ανήκουσιν εις τα έτη 584-585, είναι πιθανώτατον ότι τα προκείμενα ήδη επράχθησαν κατά το 585-586. Τα Ρωμαϊκά όπλα, τιμηθέντα κατ αρχάς υπό των γενναίων υποστρατήγων του ανάνδρου Κομεντιόλου, αναφαίνονται περί τα τέλη της εποχής ταύτης ατυχή. Ο εχθρός, υπερπηδήσας προηγουμένως τους προμαχώνας του Δουνάβεως, εξεπόρθησεν ήδη και τον Αίμον και επλημμύρυσσε την Θράκην. Αλλά προέβη άρα και περαιτέρω; Ο Σιμοκάττης βεβαιοί ρητώς άπαξ δις, τρίς και τετράκις εις την διήγησίν του, ότι όχι. Ο Χαγάνος, λέγει, μετά την καταστροφήν του Κάστου περί τον Αίμον, επαφήκε στρατιάν πολλήν δια να λεηλατήση όλην την Θράκην. Μετά την ήτταν του Ανσιμούθ, λέγει, ο Χαγάνος έφερεν όλον του τον στρατόν εις την Θράκην· οι Ρωμαίοι, λέγει, κρυβέντες εις τας ύλας του Αίμου αφήκαν τους εχθρούς να διασπαρώσιν εις πλείστας μοίρας ανά την Θράκην· Ο Χαγάνος, λέγει, απεριμερίμνως διέτριβε περί το Λιβιδουργόν, το δε στράτευμά του είχε εκχυθή ανά πάσαν την Θράκην. Τούτο θέλει άρά γε να ειπή ότι οι Άβαρες η και οι Σλάβοι, αν θέλετε, εισέβαλον εις την Μακεδονίαν, εις την Θεσσαλίαν, εις την κυρίως Ελλάδα, εις την Πελοπόννησον; Όχι βέβαια· ό,τε Σιμοκάττης και ο Θεοφάνης λέγουσι σαφώς ότι και εις την περί τα τέλη ατυχή ταύτην εποχήν, ο Χαγάνος δεν προέβη ειμή μέχρι της Θράκης, ότι ταύτην μόνον ελεηλάτησε κτυπηθείς και εις αυτήν, ως ίδομεν, και αποκρουσθείς εντελώς πάλιν, ως μετ ολίγον θέλομεν ιδεί.
« Ο δε Χαγάνος αναλαβών τας δυνάμεις, διηγείται ο Θεοφάνης, την Απειρίαν πόλιν παρεκάθισεν. Ευρών δε Βουσάν της πόλεως Μαγγανάριον, ανελείν αυτόν επειράτο. Ο δε Βουσάς παρεκάλει χρήματα ικανά αυτώ παρέχειν είπερ το ζήν αυτώ φιλοτιμήσοιτο· οι δε τούτον δεσμήσαντες τη πόλει παρέστησαν· αυτός δε εζήτει τους την πόλιν οικούντας ωνήσασθαι αυτόν, διηγούμενος όσα υπέρ της πόλεως ηγωνίσατο· πολίτης δε τις ανέπειθεμή τούτο ποιείν. Λόγος δε τούτον τη Βουσά γυναικί παρευνάζεσθαι· επεί τοίνυν κατεφρονήθη Βουσάς, υπισχνείτο Χαγάνω παραδιδόναι την πόλιν και πολιορκητικόν όργανον συμπηξάμενος ον Κριόν ονομάζουσι, την πόλιν παρέλαβε· μαθόντες δε οι βάρβαροι το τεχνούργημα, πλείστας και άλλας πόλεις εδουλώσαντο και μετά πολλής αιχμαλωσίας υπέστρεψαν.»
Εδώ τελειώνει ο Θεοφάνης την διήγησιν των πολέμων του Χαγάνου μετά του Βυζαντίου και δεν επανέρχεται εις το αντικείμενον τούτο ειμή κατά το 591 έτος. Αλλ ο Θεοφύλακτος, εξιστορήσας και αυτός τα περί πολιορκίας και αλώσεως της Απειρίας και τα περί Βουσά και του πολιορκητικού οργάνου δια της διδαχής του οποίου εις τους Άβαρας έσωσεν ούτος την ζωήν του, προσεπιφέρει . « Μενούν γε τη Βερόη προςπίπτει (το πολέμιον) και πλείστον παρανάλωμα χρόνου ζημιωθέν και μεγάλοις πόνοις προςομιλήσαν, το τέρμα των αγώνων αστεφάνωτον απεφέρετο, των την πόλιν περιοικούντων αντιπαραταξαμένων γενικώτερον· όμως χρήμασιν ολίγοις τισί την ομαιχμίαν ηλλάξαντο. Τούτο γαρ ην αυτώ πιθανόν της αστοχίας εγκάλυμμα. Περικάθηται δε και Διοκλητιανούπολιν κατά το καρτερόν, αντετάξατο δε και η πόλις εις τα μάλιστα και προσβάλλειν απείργεν επ αδείας. Καταπέλτας γαρ εν τοις τείχεσιν ανεστήσαντο, άλλα τε αμυντήρια και απρόςιτον ην τοις βαρβάροις εξ υπογυίου συμπλέκεσθαι· απήει τοίνυν ασχάλλων. . . παρευθύ δ επί την Φιλίππου πόλιν μετέβαινε και περιβάς το πόλισμα, ενήθλει λαβείν· αντεμάχοντό τε οι του άστεος εντρεχέστερον, και πολλούς τραυματίας εκ τε των περιβόλων και των επάλξεων εποιήσαντο, ώστε τον Χαγάνον την ασυλίαν δια την αρετήν επαινέσαντα, προίκα καταθέσθαι τον πόλεμον. Εξ εωθινού δε διαπεραιωθείς τας ύλας της λεγομένης Αστικής, τη Αδριανουπόλει προςτρίβεται. Αγωνιστικώτερόν τε τω άστει προςέβαλεν, αντικαθίσταντό τε και οι του άστεος αλκιμώτερον. . . Βασιλεύς δε τας εαυτού φροντίδας τοις πολεμίοις αντέταξε και μείζονι παρασκευή προς το πολέμιον εξαρτύετο· και τον Ιωάννην (ον δη Μυστάκωνα τοις πολλοίς έθος αποκαλείν) στρατηγόν προεστήσατο· εχειροτόνει δε και τον Δρόκτωνα, ώσπερ αυτώ υποστράτηγον, παρήορόν τινα δύναμιν εμπιστεύσας αυτώ. . . Επεί δε περί την Αδριανούπολιν εγένετο, τους βαρβάρους της πολιορκίας αφιστά, δευτέρα τε ημέρα ο πόλεμος ετετέλεστο. Ενίκων τοίνυν Ρωμαίοι τοις βαρβάροις συμμίξαντες, και ετερακλέα την μάχην διέθεντο, κατεστρατήγει γαρ των πολεμίων ο υποστράτηγος Δρόκτων· επιπλάστω γαρ φυγή το εκείνου κέρας έδοξε τοις πολεμίοις τα νώτα παρέχεσθαι, ως οία δεδοικότος του ωμαϊκού το αντίπαλον. Είτα τούμπαλιν αντεδίωξε και μετόπισθεν των βαρβάρων γενόμενον, τους συντυχόντας διώλεσεν. Απήεσαν τοιγαρούν μεσημβρίας ώρα οι βάρβαροι άλλος άλλη διεσπαρμένος, και ως αν τύχοι φερόμενοι μετά συντόνου τινος αποδράσεως· ο δε στρατηγός ου κατεδίωξε το αντίπαλον. Εφιλοσόφει γαρ της ευδαιμονίας το μέτρον, τας επ άκρν ευεξίας, ώσπερ εικός, ευλαβούμενος.»
Εντεύθεν μεταβαίνει ο Θεοφύλακτος εις την εξιστόρησιν του Περσικού πολέμου μέχρι του τέλους αυτού ότε επανέρχεται εις τα περί της νέας εισβολής των Αβάρων κατά το έτος 591-592. Μόνον εις το Κεφάλαιον ΙV. του τρίτου βιβλίου, μεταξύ των περί του Περσικού πολέμου διηγήσεών του, αναφέρει νέαν τινά εισβολήν των Σλάβων ως εξής. « Το δε Γετικόν, ταυτόν ειπείν αι των Σκλαβινών αγέλαι, τα περί την Θράκην εις το καρτερόν ελυμαίνετο. « Ας επιστήσωμεν ενταύθα επί μικρόν την προσοχήν μας διότι ευρισκόμεθα περί το κρίσιμον 589 έτος. Προ πάντων πρέπει να παρδεχθώμεν ως βέβαιον, ότι ο Σιμοκάττης, όστις έγραψε τόσον λεπτομερώς τα κατά τον πόλεμον τούτον, δεν παρέλιπεν αναμφιβόλως εν τω μεταξύ καμμίαν εισβολήν του Χαγάνου η των Σλάβων εις το Βυζαντινόν κράτος, και τελευταία του πολέμου τούτου γεγονότα μέχρι του 591 έτους. Είναι επίσης βέβαιον ότι μεταξύ αυτών και του πολέμου του 591 έτους υπήρξε διακοπή τις, διότι και ο Θεοφάνης είπεν ανωτέρω ότι οι Άβαρες δουλώσαντες πολλάς πόλεις υπέστρεψαν, και ο Θεοφύλακτος ότι νικηθέντες περί την Αδριανούπολιν απήεσαν και από την έναρξιν του μετά ταύτα πολέμου (ίδε κατωτέρω) εξάγεται ότι οι εχθροί ήρχισαν αυτόν πάλιν από της Σιγγιδόνος· και από την εξιστόρησιν (ίδε επίσης κατωτέρω) της κατά το 590 έτος εξόδου του Βασιλέως εις την Θράκην δήλομ γινεται ότι κατά το έτος τούτο δεν υπήρχεν ούτε Αβάρων ούτε Σλάβων εισβολή, αλλά μόνον επαπειλείτο νέα εχθροπραξιών έκρηξις. Η διακοπή λοιπόν αύτη συνέβη πιθανώτατα το 590 έτος και τα ανωτέρω εκτεθέντα εγένοντο κατά τα έτη 587-589, αν και ενδέχεται να μη παρετάθησαν ουδέ μέχρι του τελευταίου τούτου έτους. Δυοίν όμως θάτερον αναμφιβόλως· η αι εχθροπραξίαι παρετάθησαν μέχρι του 589 έτους και, τούτου τεθέντος, οι μεν Άβαρες κατά το έτος τούτο παθόντες ήτταν σημαντικήν περί την Αδριανούπολιν, ηναγκάσθησαν να οπισθοδρομήσωσιν εις τα ίδια, οι δε Σλάβοι δεν ανεφάνησαν ειμή περί την Θράκην· η τα γεγονότα ταύτα ανήκουσιν εις το έτος 587-583 και, εάν ούτως έχη, τω 589 υπήρξε διακοπή του πολέμου. Πας αμερόληπτος και φιλαλήθης αναγνώστης θέλει παραδεχθή το δίλημμα τούτο μετά την προςεκτικήν ανάγνωσιν των ανωτέρω κειμένων. Και όμως τις ήλπιζεν ότι ο Φαλλμεραϋέρος ήθελεν εκλέξει αυτό το 589 έτος δια να βεβαιώση ότι επί του έτους τούτου οι Άβαρες και οι Σλάβοι κατέκτησαν, όχι μόνον Ιλλυρίαν και Μακεδονίαν, και Θεσσαλίαν, αλλά και το απώτατον, άκρον της μεγάλης Ελληνικής χερσονήσου, την Πελοπόννησον! Δια να αποδείξη τον ισχυρισμόν του τούτον, πίπτει εις ιστορικάς αυθαιρεσίας και αλογίας τω όντι τερατώδεις. Δεν πρέπει να απορώμεν, λέγει (εν σελίδι 180), ότι ο Σιμοκάττης, ο ειδικός αυτός ιστοριογράφος του Αυτοκράτορος Μαυρικίου, ο ζήσας τόσον πλησίον εις την εποχήν καθ ην συνέβη ο ανδραποδισμός της Πελοποννήσου και του οποίου ζώντος εξηκολούθει και ήκμαζεν η υποδούλωσις της σημαντικής ταύτης επαρχίας, δεν αναφέρει όμως τίποτε περί τούτου, διότι ο ιστορικός ούτος δεν είχε προ οφθαλμών ειμή το πεδίον της μάχης επί του οποίου ενήργει ο κινητός αυτοκρατορικός ςρατός υπό τας διαταγάς του βασιλέως αυτού η των αρχιςρατήγων του. – Κυρίως δεν είναι αληθές ότι ο Σιμοκάττης σιωπά εντελώς περί του συμβεβηκότος τούτου, διότι η ρητή βεβαίωσίς του ότι τα έθνη τα οποία, κατά τον Φαλλμεραϋέρον, κατέκτησαν την Πελοπόννησον μεταξύ των ετών 584-593 και ιδίως το 539, δεν προέβησαν, κατά την εποχήν ταύτην, πώποτε πέραν της Θράκης, λέγει νομίζομεν αρκετά ότι η Πελοπόννησος δεν κατεκτήθη τότε υπό των εθνών τούτων. Έπειτα δεν είναι επίσης αληθές ότι ο Σιμοκάττης δεν περιγράφει ειμή τας πράξεις του κινητού αυτοκρατορικού ςρατού· απεναντίας πολλαχού της ιςτορίας του αναφέρει πολεμικά γεγονότα επαρχιών του Κράτους όπου δεν υπήρχεν ο κινητός Βυζαντινός ςρατός η και συμβεβηκότα σύγχρονα μόνον της βασιλείας του Μαυρικίου· διότι διαλαμβάνει και άπαξ (Κεφ. IV. του βιβλίου 3, και δις Κεφ. VI. του βιβλίου 7) περί των κατά την Λιβύαν πολέμων των Μαυρουσίων και περί της προσβολής των Λογγοβάρδων κατά της ώμης (Κεφ. IV. του βιβλίου 3), και περί της προσβολής αυτού του Χαγάνου των Αβάρων κατά της Δαλματίας (Κεφάλ. XII. του βιβλίου 7) και περί του εμφυλίου των Περσών πολέμου (βιβλίον τέταρτον πλατύτατα.)
Δεν πρέπει, εξακολουθεί (σελ. 180-182), να ξενιζώμεθα παντάπασι διότι εκ των άχρι τούδε γνωςτών Βυζαντινών ιςτοριογράφων κανένας δεν παρέδωκεν εις τας μεταγενεςτέρας γενεάς την αγγελίαν της από του έκτου αιώνος γενομένης εξοντώσεως της αρχαίας των Ελλήνων φυλής εις την Πελοπόννησον και της κατακτήσεως της χερσονήσου ταύτης υπό λαών σκυθικής καταγωγής καθότι εις τα όμματα των συγγραφέων λαού τοσούτον βαρβαρωθέντος όσον ήτον ο Βυζαντινός και εποχής τοσούτον δεισιδαίμονος, ο βίος ασήμου αγίου η τα θαύματα του τυχόντος αναχωρητού, έπρεπε να έχωσι βαρύτητα πολύ μεγαλητέραν από την τύχην χερσονήσου και λαού περί των οποίων η Κωνςταντινούπολις δεν ήξευρε τότε τίποτ άλλο ειμή ότι απεποιούντο πεισματωδώς την παραδοχήν της χριστιανικής λατρείας και μετά πεπωρωμένης κακίας υπερασπίζοντο εντός των βράχων του Ταϋγέτου τους αρχαίους θεούς. – Το δυστύχημα του συλλογισμού τούτου είναι ότι η Βυζαντινή ιςτορία δεν παρεσιώπησεν όλως την εποίκησιν των Σλάβων εις την Πελοπόννησον, αλλά μόνον δεν συμφωνεί με τον Φαλλμεραϋέρον ως προς την εποχήν καθ ην συνέβη το σημαντικόν τούτο γεγονός, και ως προς τα αποτελέσματα τα οποία είχε, διότι αποδίδει μεν το γεγονός εις εποχήν πολύ μεταγενεςτέραν του 589 έτους, βεβαιοί δε ότι δεν είχε παντάπασι τόσον απαίσιον επιροήν εις την τύχην του ελληνικού λαού. Επομένως πρέπει να υποθέσωμεν ότι, κατά τον συλλογισμόν του συγγραφέως μας, οι Βυζαντινοί ήσαν δεισιδαίμονες και βάρβαροι, όχι διότι δεν εμνημόνευσαν παντάπασι της εισβολής των Σλάβων εις την Πελοπόννησον, αλλά διότι δεν λέγουσιν ότι αύτη είχε συμβή από του έκτου αιώνος.
Δια να καταςήση οπωςούν πιθανήν την κατά το 589. έτος εισβολήν των Αβάρων εις την χερσόνησον ταύτην, βεβαιοί ότι η κατά της Δαλματίας μεγάλη εκστρατεία του Χαγάνου εγένετο το 583 έτος, εν ω και κατά τον Θεοφάνην (σελ. 233) και κατά τον Κεδρηνόν (τόμ. 1 σελ. 399) και κατά τον Σιμοκάττην (Κεφ. XII, του βιβλίου 7) η εκστρατεία αύτη εγένετο το 589 έτος. Μετατοπίζει λοιπόν αυτογνωμόνως κατά δέκα έτη συμβεβηκός τόσον σημαντικόν, και πράττει τούτο όχι άπαξ, αλλά δις. (σελ. 175 και 177).
Δια να δώση εις την μεταξύ του 587-590 έτους γενομένην εισβολήν των Σλάβων αρκετήν ορμήν ώστενά φθάση έως εις την Πελοπόννησον, ςρατολογεί δια την εισβολήν ταύτην όλας τας φυλάς όσαι έζων εις τας χώρας όπου σήμερον κείνται αι πόλεις της Μόσχας και της Βλαδιμήρας, και, προς απόδειξιν, αναφέρει χωρίον του Σιμοκάττου από το οποίον εξάγεται ότι ο βασιλεύς Μαυρίκιος, εξελθών το 590, έτος εις Θράκην, απήντησε τρεις άνδρας αναγγείλαντας ότι ο Χαγάνος είχε ζητήσει την συνδρομήν των παρά τω δυτικώ ωκεανώ (τη Βαλτική θαλάσση) οικούντων Σλάβων συμμαχίαν δια το μήκος της οδού. Αν και το χωρίον τούτο, το οποίον παραθέτω ολόκληρον εν υποσημειώσει, έχη τι μυθώδες, ως και ο ίδιος συγγραφεύς μας το ομολογεί (λέγων ρητώς Wenn diese Erzàhlung der Gesandten auch etwas fabelhaft klingt), είναι εκτός του προκειμένου να εξετάσω την ιςτορικήν αυτού βαρύτητα και μόνον παρακαλώ τον αναγνώςην να επιςήση την προςοχήν εις τα περίεργα συμπεράσματα τα οποία εξάγει από αυτού ο Φαλλμεραϋέρος. Επειδή, λέγει, μία Σλαβική φυλή παρά τη Βαλτική κατοικημένη, προσκληθείσα υπό του Χαγάνου εις βοήθειαν, απήντησε το 589 έτος ότι δεν δύναται να έλθη δια το μήκος της οδού, δια τούτο τα πλήθη τα οικούντα εις τας χώρας της σημερινής Μόσχας και Βλαδιμήρας προσεκλήθησαν και ήλθον κατά τα έτη 587-590, μολονότι ουδέ ιςορικόν μνημείον κανέν περί τούτου υπάρχει, ουδ ολιγώτερον μήκος οδού είχον να διατρέξωσι τα πλήθη ταύτα.
Αλλ επανέρχομαι εις τα κείμενα των χρονογράφων μας· αυτά θέλουν μας οδηγήσει εις την ανέρευσιν της αληθείας πολύ ασφαλέστερον παρά τας προκατειλημμένας κρίσεις, τους αναχρονισμούς και τας ανυποστάτους βεβαιώσεις των νεωτέρων συγγραφέων. « Τούτω τω έτει (εννάτω της βασιλείας του Μαυρικίου ήτοι 590) διηγείται ο Θεοφάνης (σελ. 225) αρχομένου του έαρος των ταγμάτων την Θράκην καταλαβόντων, εξήλθε συν αυτοίς ο Μαυρίκιος ιδείν τα υπό των βαρβάρων κατεστραμμένα. . . Εν δε τω ηγίω ελθόντος, των πενήτων τα πλήθη αργυρίοις εψυχαγώγησεν. . . επί την Πείρινθον δε δια ναυτιλίας την πορείαν ποιούμενος ανέμων εξαισίων και βροχής γενομένης, των ναυτών απορησάντων, το σκάφος εφέρετο του αυτοκράτορος, ώστε παραδόξως σωθήναι εν τω λεγομένω Δαωνίω. . . Καταλαβών δε την Αγχίαλον και μαθών ότι πρέσβεις εις το Βυζάντιον Περσών τε και Φράγκων παρεγένοντο, υπέστρεψεν εις τα βασίλεια. Ο δε Σιμοκάττης εν σελίδι 140 και επ. διηγείται τα αυτά λέγων ρητώς. « Επιτε την Αγχίαλον την εκδημίαν παρασκευάζεται ο βασιλεύς· διεγνώσκει γαρ το Αβαρικόν αύθις εθέλειν φοιτάν· προςδοκίμου τοιγαρούν του βαρβαρικού τυγχάνοντος εις παρασκευήν συνετάττοντο. « Εκ τούτων λοιπόν αποδεικνύεται αρκούντως το ανωτέρω παρατηρηθέν ότι το 590 υπήρχε διακοπή πολέμου. Οι χρονογράφοι όχι μόνον δεν αναφέρουσι κατά το έτος τούτο καμμίαν εχθροπραξίαν, αλλά και ρητώς επιφέρουσιν ότι επροςδοκάτο έφοδος των βαρβάρων την οποίαν ο βασιλεύς ετοιμάζετο να αποκρούση. Και τω όντι ο Χαγάνος, ζητήσας αύξησιν του φόρου και αποτυχών, ήρχισε πάλιν τον πόλεμον το 591 έτος.
«Αντελάμβανε παραυτίκι τον πόλεμον, λέγει ο Σιμοκάττης και ουν τοις Σκλαβηνοίς προςτάττει ακατίων πλήθη τεκταίνεσθαι, όπως προς διάβασιν σχοίη τον Ίστρον πειθήνιον. Οι μεν της Σιγγιδόνος οικήτορες αθρόαις εφόδοις τισίν των Σκλαβηνών τους πόνους ληΐζονται και πυρί παραδιδούδι τα προς ναυτιλίαν τούτων επίχειρα· δια τοι τούτο πολιορκούσι την Σιγγιδόνα οι βάρβαροι, η δε πόλις εις τούσχατον αφικομένη κακού, ισχνάς επεφέρετο σωτηρίας ελπίδας. Εβδόμη δε ημέρα και ο Χαγάνος τοις βαρβάροις προςέταττε της πολιορκίας απέχεσθαι, γενέσθαι τε ως αυτόν. . .και ουν ο Χαγάνος παρασάγγας ποιησάμενος πέντε, στρατοπεδεύεται ανά το Μίρσιον πλήθη τε Σκλαβηνών ξυλουργείν παρεσκεύαζεν όπως τον ποταμόν, τον λεγόμενον Σάον, ναυτιλλόμενος διανήξηται. . . Ο μεν ουν Χαγάνος, δυνάμεως συντάξας απόδασμον, προθέειν εκέλευε. . . πέμπτη δε ημέρα και τη Βονωνία προςωμίλει. . . Ο μεν ουν Πρίσκος υποστράτηγον Σαλβιανόν ποιησάμενος, χιλίοις τε καθοπλίσας ιππεύσιν, εκέλευε προκατασχείν των οχυρωμάτων το άσυλον· ο δε της Προκλιανής τας διαβάσεις αγκαλισάμενος, και χάρακα θέμενος, εναυλίζεται· πεμπταίός τε περαιτέρω των οχυρωμάτων γενόμενος, συντυγχάνει τοις προθέουσι των βαρβάρων· διαγνούς τοιγαρούν ουκ αξιόμαχον επιφέρεσθαι δύναμιν προς παράταξιν. προς την των οχυρωμάτων αύθις ασφάλειαν την καταφυγήν εποιήσατο· οι δε βάρβαροι, προσβαλόντες ταις διαβάσεσι, εις το πρόσω χωρείν την εγκοπήν απελάμβανον . . . και γουν εντεύθεν περιΐστατο Ρωμαίοις τε και βαρβάροις εις το καρτερόν συμπλοκή· διημερεύσας τοίνυνο πόλεμος και πολλών υπό των βαρβάρων αναιρεθέντων, την κρείττονα ο του ωμαϊκού υποστράτηγος ροπήν απελάμβανε· πρώτη τε φυλακή της νυκτός και ως τον Χαγάνον το βάρβαρον γίνεται. . . εξ εωθινού τοιγαρούν χιλίασιν οκτώ τον Σαμούρ ο Χαγάνος συμφράξας, απέστελλεν. Ηττηθέντων δε των βαρβάρων, αναλαβών ο Χαγάνος τας δυνάμεις, εχώρει προς πόλεμον· ο δε Σαλβιανός καταπλαγείς την ψυχήν επί τω πλήθει των απείρων δυνάμεων, δευτέρα φυλακή της νυκτός τας διαβάσεις απολιπών, ως τον Πρίσκον επάνεισιν. Ο δε Χαγάνος ημέρας τρεις ανά τον χώρον τον προ των οχυρωμάτων ενδιατρίψας, τεταρταίος διέγνω το ωμαϊκόν αποδράσαν· πέμπτη δε ημέρα διαπεραιούται τας δυςχωρίας των διαβάσεων· γίνεται γουν εις το λεγόμενον Σαβουλέντι Κανάλιν. . . . Είτα τη Αγχιάλω προςέμιξε. . . πέμπτης δε παρωχηκυίας ημέρας, προς τα Δριζήπερα μετοχετεύει τον χάρακα. . . Θεία δε φροντίδι τινι απείργετο το βάρβαρον επιτίθεσθαι· έδοξε γαρ, ημέρας μεσούσης, οράν Ρωμαϊκάς απείρους συμφράττεσθαι φάλαγγας, αποχωρείν τε του άστεος οργώσας πολεμείν. . . ασπάζεται τοίνυν αυτοσχέδιον ο Χαγάνος απόδρασιν. . . πέμπτη τε ημέρα και επί την Πείρινθον γίγνεται. . . ατάρ εις Διδυμότειχον, άμα τω πεζικώ, ο των Ρωμαίων στρατηγός υπεχώρησε μετά τούτο εις Τζούρουλον αφικόμενος, ασυλίαν ταις δυνάμεσι την πόλιν περιεβάλετο. Το δε βάρβαρον το άστυ περικαθήμενον γενικώς επολιόρκει τον Πρίσκον. Τούτων γουν ο Αυτοκράτωρ ακηκοώς. . . αγχινοίας ακόλουθον βουλήν προηνέγκατο. Των γαρ σωματοφυλάκων τινα μετάκλητον ποιησάμενος, εκοντί αλώναι αυτόν υπό των βαρβάρων εκέλευε, φάσκειν τε αυτοκρατορικάς ως τον Πρίσκον επιστολάς επιφέρεσθαι. . . . Τοιαύτα δε ενεκεχάρακτο γράμματα·«Πρίσκω τω ενδοξοτάτω στρατηγώ της περί την Θράκην εκατέρας δυνάμεως.
«Η των αλιτηρίων βαρβάρων εγχείρησις θρύλλον το παράπαν ουκ ενεποίησε τη ημών ευσεβεία. Τουναντίον μεν ουν και επιμελεστέρους προς την τούτων απώλειαν απειργάσατο. Και τούτο γινωσκέτω η ση ενδοξότης ότι απαισίως, μετ αισχύνης και πολλούς αποβαλλόμενος, έχει ο Χαγάνος αποχωρήσαι εις την υπό των Ρωμαίων αυτώ αφιερωθείσαν χώραν. Δια τούτο, άμα τω ευτυχεςάτω ςρατώ, καρτερήσει η ση ενδοξότης εν Τζουρουλώ τη πόλει και δείξει περιρεμβείν τους επικαταράτους Αβάρους· επέμψαμεν γαρ δια θαλάσσης πλοία και στρατόν ίνα ανέλθωσιν εις τας φαμηλίας αυτών και πάσας αιχμαλωτεύσωσι και εντεύθεν αναγκασθή μετ αισχύνης και μεγάλης ζημίας ο επικατάρατος των Αβάρων ηγούμενος εις την εαυτού γην υποστρέψαι από της καθ ημάς πολιτείας. «Ο μεν ουν επίπλαστος άγγελος υπό των βαρβάρων αλούς, τας βασιλείους δέλτους παρεδίδου εκών, ο δε Χαγάνος τα εμφερόμενα εν αυταίς διαγνούς. . . και περιδεής γενόμενος. . . εις την εαυτού ως τάχιστα επανέζευξεν.»
Αφ’ όσα διεξήλθεν ανωτέρω ο αναγνώστης, παρετήρησε βεβαίως μετ εμού τα εξής ουσιώδη προς την οποίαν διώκομεν έρευναν.
1ον· Ότι το 591. έτος από Χ. την επιούσαν, δηλαδή, της υποτιθεμένης κατακτήσεως της Πελοποννήσου, οι Άβαρες προσβάλλουσι το Βυζαντινόν κράτος από αυτήν εκείνην την θέσιν αφ ης ώρμησαν και προηγουμένως, ήτοι από το Βελιγράδιον,
2ον· Ότι, καθώς πρότερον ούτω και ήδη, ηναγκάσθησαν να εκπορθήσωσι τας διαβάσεις του Αίμου, όπερ αποδεικνύει ότι οι Άβαρες επανακάμψαντες εις την ιδίαν χώραν, μετά τας προλαβούσας εκστρατείας, δεν είχον αφήσει αποσπάσματα ουδαμού του Βυζαντινού κράτους, διότι άλλως έπρεπε να διαφυλάξωσι βεβαίως προ πάντων τα μέρη εκείνα όσα ηδύναντο να ευκολύνωσι τας μελλούσας αυτών ειςβολάς.
3ον. Ότι χίλιοι Βυζαντινοί ιππείς επολέμησάν προς πολλαπλασίους Άβαρας και έτρεψαν αυτούς, και ότι, μόλις τρεις ημέρας, αφ ου οι Βυζαντινοί εγκατέλιπον τα στενά του Αίμου, ο Χαγάνος απεφάσισε να τους παρακολουθήση, όθεν εμφαίνεται ότι ο Βυζαντινός στρατός δεν ήτον τόσον ελεεινός όσον τον υποθέτει ο Φαλλμεραϋέρος (σελ. 178) η τουλάχιστον ότι ο Χαγάνος δεν εσσυμερίζετο την τοιαύτην γνώμην του Γερμανού ιστορικού.
4ον. Ότι και κατά το 591. έτος οι Άβαρες δεν προέβησαν πέραν της Θράκης. τέλος,
5ον. Ότι κατά την περίεργον επιστολήν του βασιλέως προς τον εν Τζουρουλώ πολιορκούμενον Πρίσκον, εκβληθέντων άπαξ των Αβάρων της Θράκης, οι εχθροί έμελλον να κενώσωσι την Ρωμαϊκήν πολιτείαν, δεν δηλούται ότι το 591 έτος οι εχθροί ούτοι δεν κατείχον της Ρωμαϊκής χώρας άλλο μέρος παρά την Θράκην.
Το 592 έτος οι Άβαρες δεν επολέμησαν παντάπασι με τους Ρωμαίους, ο βασιλεύς έπεμψε περί την άνοιξιν τον Πρίσκον με όλας τας δυνάμεις εις τον Δούναβιν δια να εμποδίση νέας ειςβολάς των Σλάβων εις την Θράκην (όπως τα των Σκλαβηνών γένη διανήξασθαι τον ποταμόν κωλυόμενα, αφοβίαν άκοντα τη Θράκη παράσχοιντο· Σιμοκάτ. (σελ. 151). και μόλον ότι ο Χαγάνος, μαθών ότι ο Πρίσκος ήλθεν εις την Σιλιστρίαν (Δωρόστυλον), έπεμψε πρέσβεις προς αυτόν παραπονούμενος δια την έναρξιν ταύτην του πολέμου, έμεινεν όμως ήσυχος, ακούσας, ότι ο στρατηγός απεστάλη, όχι κατά των Αβάρων, αλλά κατά των Σλάβων τους οποίους δεν απέβλεπον αι μετά των Αβάρων σπονδαί.
«Δωδεκάτη δε ημέρα, λέγει ο Σιμοκάττης (σελ. 152) και ναύς ο στρατηγός συμπηξάμενος, τον ποταμόν διενήξατο· ακηκοώς τε τον Αργάδαστον ποιησάμενον τα των Σκλαβηνών πλήθη, απόδημα, όπως λίαν επικυρήσειε, μεσούσης νυκτός την έφοδος εμπορεύεται. . . . Οι μεν ουν Ρωμαίοι πλήθη Σκλαβηνών μαχαίρας ποιησάμενοι δείπνον, την αμφί τον Αρδάγαστον διατέμνονται χώραν, εν έρσει τε ξύλων τους ζωγρηθέντας ποιήσαντες, εις Βυζάντιον έπεμπον. . . Ο δε Πρίσκος επί κατασκοπή προθέειν ανδράσιν εκέλευεν, ημέρα δευτέρα· και ου διέγνω ανά τους χώρους πολέμιον· ουκ ουν εις τα πρόσω του Ηλιβακία ποταμού εξ εωθινού ποιείσθαι την βάδισιν, τω Αλεξάνδρω προςτέταχεν· ο μεν ουν Αλέανδρος (εις των υποστρατήγων) τον γείτονα διανηξάμενος ποταμόν εντυγχάνει Σκλαβηνοίς· οι δε βάρβαροι προς τα πλησίον τενάγη, επί τε την ύλην την αποφυγήν εποιούντο, οι δε Ρωμαίοι τούτους ενεχείρουν ελείν. . . Ο μεν ουν Αλέξανδρος ο ταξίαρχος περιστοιχίσας στοιχίσας τον χώρον, παραδιδόναι τούτους επειράτο πυρ . . . τοίνυν Γήπαις ανήρ, προς τους Ρωμαίους αυτομολών, δακτυλοδεικτεί και την είςοδον. Οι μεν ουν Ρωμαίοι, των ειςόδων γενόμενοι κύριοι, κρατούσι των βαρβάρων. . . Γίνεται γουν προς τον στρατηγόν ο Γήπαις εκείνος και διέξεισι Πρίσκω τα των βαρβάρων διανοήματα, εισηγείτό τε επιστήναι τω βαρβάρω τον Πρίσκον. . . και ουν ο Γήπαις προς Μουσώκιον (αρχηγόν των βαρβάρων) γίνεται, αιτεί τε μονοξύλων πλήθη από τούτου ελείν, όπως τους ητυχηκότας περί τον Αρδάγαστον περαιώσηται. . . . Εκατόν τοίνυν προς τοις πεντήκοντα ακατίοις λαβών και προςκώπους τριάκοντα, εις το αντίπεραν του ποταμού (Πασπιρίου) παραγίνεται. . . και ηξίου εκατόν οπλίτας αποίσεσθαι, όπως στόματι μαχαίρας τους προς τη όχθη βαρβάρους ολέσειε· τοίνυν ο στρατηγός άνδρας διακοσίους συμφράξας, τω ταξιάρχω δίδωσιν Αλεξάνδρω. . . Ο δε Αλέξανδρος επιστάς τοις βαρβάροις ύπνον και ζωής την ζημίαν παρείχετο. Επεί δε των ακατίων γέγονεν εγκρατής, προς τον στρατηγόν αγγέλους εξέπεμπεν της επιβολής τας ορμάς επιτείνων· ο δε Πρίσκος τριςχιλίους αράμενος και διανείμας εις τα ακάτια, τον Πασπίριον ποταμόν διενήξατο· και δήτα μεσούσης της νυκτός τη εφόδω παρείχον την έναρξιν· ο μεν ουν βάρβαρος κάτοικος ων τη μέθη, διέφθαρτο· οι δε Ρωμαίοι κατεπαννυχίζοντο εν τοις αίμασιν· ημέρας δε λαμπούσης ελάμβανεν ο φόνος από του στρατηγού την ανάπαυλαν.»
Τοιαύτα τα πολεμικά γεγονότα του 592 έτους. Μακράν του να βλέπωμεν τους Σλάβους εις την Πελοπόννησον ήδη αφιχθέντας, και τους Βυζαντινούς απολέσαντας την τοσούτον από του θεάτρου του πολέμου απέχουσαν επαρχίαν ταύτην του κράτους, μανθάνομεν απεναντίας ότι οι Βυζαντινοί διαβάντες τον Ίστρον κατετρόπωσαν τους Σλάβους τρίς εις αυτάς τας εστίας των. Το 592 τούτο έτος είναι και το τελευταίον της κρισίμου εποχής εντός της οποίας κατά τον Φαλλμεραϋέρον, η Πελοπόνησος κατεκτήθη υπό των Αβάρων και των Σλάβων. Διεξελθόντες άχρι τούδε λεπτομερώς τας περί του ζητήματος τούτου ιστορικάς μαρτυρίας, ανακεφαλαιώνομεν ήδη τα δια μακρών ρηθέντα. Ο Φαλλμεραϋέρος, ερειδόμενος εις μαρτυρίαν του περί το τέλος του ενδεκάτου αιώνος ζήσαντος Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου, θεωρεί αναμφισβήτητον ότι η Πελοπόννησος κατεκτήθη μεταξύ των ετών 584-593 και ιδίως το 589. και ο Ζιγκεϊζένος νομίζει απαραίτητον να δώσωμεν πίστιν εις την μαρτυρίαν ταύτην τουλάχιστον ως προς τα ουσιωδέστερα αυτής μέρη, διότι στερούμεθα ειδήσεων δυναμένων να την αναιρέσωσιν. Ο δε Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, ζήσας περί τα τέλη της έκτης και τας αρχάς της εβδόμης εκατονταετηρίδος και λεπτομερέστατα πειργράψας τον μετά των Ρωμαίων πόλεμον των Αβάρων και των Σλάβων, βεβαιοί ότι καθ όλα εκείνα τα έτη 584-593 οι Άβαρες και οι Σλάβοι δεν προέβησαν πώποτε πέραν της Θράκης και ότι περί τα τέλη της εποχής ταύτης οι μεν Άβαρες ηρέμουν πέραν του Ίστρου, οι δε Σλάβοι ενικώντο εν τη ιδία αυτών χώρα. Ταύτα επιμαρτύρει και Θεοφάνης ο ομολογητής, ο γράψας περί τας αρχάς της εννάτης εκατονταετηρίδος. Τι άρα πράττουσιν άλλο οι τελευταίοι ούτοι συγγραφείς παρά ν αναιρσι ριζηδόν τους λόγους τούΠατριάρχου; Το μόνον ζήτημα είναι ήδη, τις πρέπει να θεωρηθή μάλλον αξιόπιστος, εκείνος η αυτοί. Αλλ αυτοί μεν ήσαν ήτοι αυτόπται μάρτυρες των οποίων περιέγραφαν πραγμάτων η γείτονες αυτών· ο δε πέντε όλας εκατονταετηρίδας μεταγενέστερος· αυτοί μεν έγραφαν ιστορίαν εξ επιστάσεως, μελετώντες και εξελέγχοντες το αντικείμενον αυτών, ο δε ομιλών εν παρόδω δεν παρέχει ουδεμίαν τοιαύτην εγγύησιν. Αυτοί μεν δεν απεδείχθησαν παρασπονδούντες την αλήθειαν κατ ουδέν, μηδέ συμφέρον είχον κανέν εις τούτο, ο δε, είδομεν ήδη και θέλομεν έτι ιδεί ότι ελέγχεται μη ακριβολογών ες πολλά και έχων σσυμφέρον εις τούτο κατάδηλον. Προκειμένου λοιπόν να εκλέξωμεν μεταξύ του εγγυτάτου εις τα πράγματα και του μεταγενεστέρου, μεταξύ της ευσυνειδήτου συγγραφής και των κατά περίστασιν λεχθέντων ολίγων λόγων· μεταξύ του ουδέποτε ψευσθέντος και του καθόλα λανθανομένου, δεν θέλομεν διστάσει πολύ που να δώσωμεν την ψήφόν μας. Και αν είχομεν ειςέτι αμφιβολίαν τινά περί τούτου, τα εφεξής αίρουσιν αυτήν εκ μέσου εντελώς. Ο Πατριάρχης βεβαιοί, τρίτον, ότι η Πελοπόννησος κατεσχέθη υπό των βορείων φυλών και απεκόπη της Ρωμαϊκής αρχής εις τρόπον ώστε ωμαίος ανήρ μηδέ πόδα όλως δεν ηδυνήθη να βάλη εις αυτήν καθ όλον το διάστημα της κατακτήσεως μέχρι της μάχης των Πατρών.
Προ πάντων ηδυνάμην να πολεμήσω την τολμηράν ταύτην αξίωσιν δια των αμέσως επομένων λόγων αυτού του Πατριάρχου προςεπιφέροντος ότι δια της ενώπιον των Πατρών ήττης των οι μεν εχθροί ούτοι ηφανίσθησαν, η δε χώρα άπασα επανήλθεν εις τα Ρωμαϊκά σκηπτρα. Τωόντι αν το τελευταίον τούτο είχετο αληθείας, ήθελεν είσθαι δύσκολον να παραδεχθώμεν ότι εδέσποζαν όλης της Πελοποννήσου εχθροί οίτινες, άπαξ εις μίαν γωνίαν αυτής νικηθέντες, απώλεσαν ολόκληρον το επί της χερσονήσου κράτος των και, κατά την έκφρασιν του Πατριάρχου, ηφανίσθησαν. Αλλ επειδή εξ αρχής μεν είπον, κατωτέρω δε θέλω προςπαθήσει να αποδείξω, ότι και ο έσχατος ούτος ισχυρισμός είναι εσφαλμένος, δεν αντιθέτω ήδη απάτην εις απάτην και ζητώ μαρτυρίας ακριβεστέρας προς ανασκευήν της προκειμένης βεβαιώσεως. «Τούτω τω έτει, λέγει ο Θεοφάνης, ειρηνεύσασα Ειρήνη μετά των Αράβων και άδειαν ευρούσα, αποστέλλει Σταυράκιον τον Πατρίκιον και Λογοθέτην του οξέου δρόμου μετά δυνάμεως πολλής κατά των Σκλαβίνων εθνών· και κατελθών επί Θεσσαλονίκην και Ελλάδα υπέταξε πάντας και υποφόρους εποίησε τη βασιλεία. Εισήλθε δε και εν Πελοποννήσω και πολλήν αιχμαλωσίαν και λάφυρα ήγαγε τη των Ρωμαίων βασιλεία.»
Τούτο εγένετο τω 783 έτει από Χ., δηλαδή εντός της εποχής καθ ην, εάν έπρεπε να δώσωμεν πίστιν εις τους λόγους του Πατριάρχου, Ρωμαίος ανήρ δεν ηδυνήθη να πατήση εις την Πελοπόννησον. Από την διήγησιν του Θεοφάνους βλέπομεν ότι όχι μόνον ωμαίος ανήρ, αλλά Ρωμαίων στρατός εισήλθεν εις την Πελοπόννησον εντός της εποχής ταύτης, υπέρ τα είκοσιν έτη προ της μάχης των Πατρών, καθυποτάξας και υποφόρους ποιήσας τη βασιλεία πάσας τας Σλαβικάς φυλάς.
Οι δύο Γερμανοί ιστοριογράφοι, τους οποίους πολλάκις ήδη ανεφέραμεν, δεν παρέτρεξαν την μαρτυρίαν ταύτην του Θεοφάνους· απεναντίας αμφότεροι μνημονεύουσιν αυτής εν πλάτει, αλλ ουδέτερος ηθέλησε να παρατηρήση την ουσιώδη αντίφασίν της προς τους λόγους του Πατριάρχου. Ο δε Φαλλμεραϋέρος εύρεν εύλογον και να καρυκεύση το κείμενον του Θεοφάνους με τόσον ανύπαρκτα πράγματα ώστε δεν ενόμισα από σκοπού να θέσω αυτά υπόψιν του αναγνώστου δια να κρίνη οποίας πίστεως είναι άξιος συγγραφεύς περί ελαχίστου ποιούμενος όχι μόνον της επιστημονικής ακριβείας, αλλά του κοινού προς την αλήθειαν χρέους παντός τιμίου ανθρώπου.
Προ πάντων ιδού πως μεταφράζει ο συγγραφεύς ούτος το ανωτέρω κείμενον του Θεοφάνους.«Staurakius wurde mit einer grossen Armee gegen die Slavinischen Völker geschickt, drang in Thessalien und in Hellas ein, unterjochte sie alle und machte sie der Kaiserin zinsbar: er that auch einen Einfall in dea Peloponnes und führte viele Gefangene und grosse Beute fort.»
Την αντικατάστασιν της Θεσσαλίας αντί της Θεσσαλονίκης, την παρεδέχεται εν τω προκειμένω χωρίω και ο σοφός της Θεσσαλονίκης ιστοριογράφος Τάφελ, εις του οποίου την γνώμην δεν ευρίσκω ως λάθος την άλλως τε αδιάφορον μεταβολήν της βασιλείας του Θεοφάνους εις βασιλίδα διότι ο συγγραφεύς είχε, φαίνεται, υπόψιν και το περί της εκστρατείας ταύτης κείμενον του Κεδρηνού (τόμ. 2. σελ. 470) όστις λέγει ότι κατελθών ο Σταυράκιος εποίησε πάντας υποφόρους της βασιλίδος· ελθών δε εν ελοποννήσω ήγαγε πολλήν αιχμαλωσίαν τη βασιλίδι. Αλλά δεν δύναμαι να μη επιστήσω την προςοχήν εις δύο ουσιώδεις παρεκτροπάς της μεταφράσεως του Φαλλμεραϋέρου. Κατά την μετάφρασιν ταύτην, ο Σταυράκιος εισέβαλεν εις την Ελλάδα και επέπεσεν εις την Πελοπόννησον ενώ ο καλός Θεοφάνης λέγει απλούστατα ότι ο Πατρίκιος κατήλθεν επί Θεσσαλονίκην και Ελλάδα, εισήλθε δε και εν Πελοποννήσω. Ο Γερμανός ιστοριογράφος παρεμόρφωσε προδήλως την κάθοδον και εις οδον εις αναβολήν και εφόρμησιν, δια να να στηρίξη εις τον νουν του αναγνώστου την εσφαλμένην ιδέαν ότι η Ελλάς και η Πελοπόννησος κατείχοντο υπό των Σλαβικών εθνών εις τοιούτον βαθμόν ώστε βυζαντινός στρατός δεν ηδύνατο να ειςέλθη εις τας επαρχίας ταύτας άνευ βίας και εφόδου.· Αλλά τούτο δεν αρκεί· ο συγγραφεύς μας ψέξας τον Θεοφάνην διότι δεν εποίκιλε την διήγησίν του με πράγματα εξ ων πολλά εις μόνην την φαντασίαν του υπάρχουσιν, ως λ.χ. διότι απεσιώπησε πόσας μάχας έδωκεν ο Πατρίκιος και πόσους ηγεμόνας Σλάβους ενίκησε, υπέταξε και απήγαγεν εις το Βυζάντιον, νομίζει αναγκαίον ν αναπληρώση αυτός κατά το δυνατόν την έλλειψιν ταύτην του Θεοφάνους και προςεπιφέρει ότι, κατά τον αυτόπτην τούτον των γεγονότων, ο προρηθείς Σταυράκιος, τελέσας έοινίκια, τον Ιανουάριον του επομένου έτους εις Κωνσταντινούπολιν, εξέθεσεν εις την θέαν του κοινού τους αιχμαλωτισθέντας εις τον Μωρέαν Σλάβους ηγεμόνας. Ο δυςστυχής Θεοφάνης δεν αναφέρει παντάπασιν αιχμαλώτους εις την περίςτασιν ταύτην, και έτι ολιγώτερον αιχμαλώτους ηγεμόνας του Μωρέως. Ιδού ολόκληρον το περί του έτους 784 κείμενόν του. «Τούτω τω έτει μηνί Ιανουαρίω ζ´ κατέλαβεν Σταυράκιος ο προρηθείς εκ των Σκλαβίνων και εθριάμβευσε τα επινίκια επί ιπποδομίας· τω δε Μαΐω, μηνί της αυτής ζ´ Ινδικτ. εξήλθεν η βασίλισσα Ειρήνη συν τω υιώ αυτής και δυνάμεως πολλής επί την Θράκην, επιφερομένη όργανα μουσικά, και απήλθεν έως Βεροίας· και ταύτην οικοδομηθήναι κελεύσασα, επωνόμασεν αυτήν Ειρηνούπολιν· κατήλθε δε έως Φιλιππουπόλεως· μετά πάσης απαθείας, και υπέστρεψεν εν ειρήνη, κτίσασα και την Αγχίαλον.» Ουδ’ επρόςθεσα, ουδ αφήρεσα λέξιν και επομένως ερωτώ· Εδόθη ποτέ αυθαδεστέρα παραποίησις των ιστορικών μνημείων; Αλλ επανέρχομαι εις την ανασκευήν των λόγων του Πατριάρχου Νικολάου. Ίδομεν ήδη ότι ο Θεοφάνης όστις ήτο τω όντι αυτόπτης της τελευταίας ταύτης εποχής της ιστορίας του, επάγει ρήγμα δεινόν εις την μαρτυρίαν του μεταγενεστέρου Πατριάρχου. Έχομεν όμως και άλλας επίσης σαφείς καταμαρτυρίας.
Εν τω μθ´ κεφαλαίω της συγγραφής Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου προς το ίδιον αυτού υιόν Ρωμανόν, αναγινώσκομεν τα εξής. «Ο ζητών όπως τη των Πατρών εκκλησία οι Σκλάβοι δουλεύειν και υποκείσθαι ετάχθησαν, εκ της παρούσης μανθανέτω γραφής. Νικηφόρος τα των Ρωμαίων σκήπτρα εκράτει, και ούτοι εν τω θέματι όντες Πελοποννήσου, απόστασιν εννοήσαντες, πρώτον μεν τας των γειτόνων οικίας των Γραικών εξεπόρθουν, και εις αρπαγήν ετίθεντο. Έπειτα δε και κατά των οικητόρων της των Πατρών ορμήσαντες πόλεως τα προ του τείχους πεδία κατεστρέφοντο και ταύτην επολιόρκουν… Επεί ουν ο τηνικαύτα στρατηγός υπήρχε προς την άκραν του θέματος εν κάστρω Κορίνθου και προςδοκία ην του παραγενέσθαι αυτόν και καταπολεμήσαι το έθνος των Σκλαβινών κλπ. κλπ.»
Το χωρίο τούτο είναι δι ημάς πολύτιμον, διότι πάσα λέξις, ούτως ειπείν, αυτού, αναιρεί την βεβαίωσιν του Πατριάρχου Νικολάου. Ο αναγνώστης εννόησεν αναμφιβόλως ότι πρόκειται εν τω χωρίω τούτω περί αυτής εκείνης της εποχής και μάχης περί ης ομιλεί και ο Πατριάρχης. Αλλά πόσον διάφορον παρουσιάζει ο συγγραφεύς της δεκάτης εκατονταετηρίδος την θέσιν των εν Πελοποννήσω Σλάβων! Οι Σλάβοι, λέγει ο τελευταίος ούτος, εν τω θέματι όντες Πελοποννήσου, απόστασιν εννοήσαντες κλπ. και αν το «εν τω θέματι όντες Πελοποννήσου» δεν ήρκει μόνον να υποδείξη ότι οι Σλάβοι διατελούντες απλώς εν τη χώρα ταύτη δεν εδέσποζαν αυτής, το «απόστασιν εννοήσαντες» καταστρέφει εντελώς την ιδέαν της κυριαρχίας. «Απόστασιν εννοήσαντες» δεν θέλει να είπη άλλο παρά ότι διενοήθησαν να αποστατήσωσιν. Αλλά τις αποστατεί; ο κυριάρχης; όχι βέβαια· αποστατεί ο υποφόρος, ο υπήκοος. Άρα, δια να βάλωσι κατά νουν οι Σλάβοι αποστασίαν, πρέπει να ήσαν υπόφοροι, υπήκοοι και όχι κυριάρχαι, κατά τους λόγους του πατριάρχου. Οι Σλάβοι, εξακολουθεί ο Πορφυρογέννητος, πρώτον μεν επόρθησαν τας των γειτόνων οικίας των Γραικών· άρα και εις το τέλος της επί διακόσια δέκα οκτώ έτη υποτιθεμένης κατακτήσεως των Σλάβων, οίτινες, κατά τον Φαλλμεραϋέρον, από τας αρχάς της κατακτήσεως ταύτης (από της βασιλείας του Φωκά) είχον ήδη εξοντώσει ολωςδιόλου την αρχαίαν φυλήν, (σ. 194), εσώζοντο ακόμη εν τη χερσονήσω Γραικοί τινες, οι οποίοι μάλιστα έτυχε να ήναι τόσοι τον αριθμόν ώστε και να κατατροπώσωσιν επί τέλους τους αποστατήσαντας Σλάβους. Τελευταίον ο Πορφυρογέννητος λέγει ότι οι Σλάβοι ώρμησαν κατά των οικητόρων της πόλεως των Πατρών και ότι ο τηνικαύτα στρατηγός διετέλει εν τη άκρα του θέματος, εις το κάστρον της Κορίνθου. Άρα, αι Πάτραι τουλάχιστον και η Κόρινθος δεν είχον κυριευθή υπό Σλάβων, και οι Ρωμαίοι ηδύναντο να ειςέρχωνται εις τας πόλεις ταύτας ελευθέρως, όπερ αντιφάσκει εις την καταπληκτικήν ρήσιν του Πατριάρχου, «ως μηδέ πόδα βαλείν όλως δύνασθαι εν αυτή (τη Πελοποννήσω) ωμαίον άνδρα. «Εκτός δε τούτου, βλέπομεν εις Κόρινθον και στρατηγόν του θέματος εμφαίνοντα αρκετά ότι η Πελοπόννησος όλη δεν είχεν αποκοπή της Ρωμαϊκής αρχής, ως λέγει ο Πατριάρχης Νικόλαος. Άχρι τούδε ηναγκάσθημεν να ανατρέξωμεν εις τους συγγραφείς της έκτης, της εννάτης και της δεκάτης εκατονταετρίδος δια να αποδείξωμεν λανθασμένην την μεταγενεστέραν μαρτυρίαν εφ ης εποικοδομείο Φαλλμεραϋέρος το σύστημά του. Ήδη θέλομεν επικαλεσθή και αυτού του αντιπάλου μας την επικουρίαν δια να καταπολεμήσωμεν έτι δεινότερον τους λόγους του Πατριάρχου.
Ιδού πως αναιρεί τους λόγους τούτους αυτός ο Φαλλμεραϋέρος εν σελίδι 187 του πρώτου αυτού τόμου: «Καθώς εις την Βοιωτίαν, εις την Λοκρίδα, εις την Θεσσαλίαν, εις την Μακεδονίαν, εις την Ακαρνανίαν και εις την Δαλματίαν, ούτω και εις την Πελοπόννησον δεν διέφυγαν κατά την εποχήν ταύτην την μάχαιραν και το πυρ των Σλάβων ειμή τα ωχυρωμένα παράλια, ιδίως τα της ανατολικής πλευράς της χερσονήσου και τα εις τους πρόποδας του Ταϋγέτου κείμενα και υπό ειδωλολατρών κατοικούμενα τμήματα. Διεσώθησαν δε πιθανώτατα η Ακροκόρινθος μετά των δύο λιμένων, Κεγχρεών και Λεχαίου · παρά την είσοδον του κόλπου, το φρούριον και η πόλις των Πατρών· αι εν Μεσσηνία πόλεις της Κορώνης και Μεθώνης, η πεδιάς του Άργους μετά της ομωνύμου πόλεως και ακροπόλεως· το Ναύπλιον με τινα περιτειχισμένα τμήματα της παραλίας και των ορέων της σημερινής επαρχίας του Πραστού· τελευταίον, επί της δυτικής πλευράς του Ταϋγέτου, το φρούριον του Οιτύλου με τους αποκρήμνους βράχους της σημερινής περιοχής της Μάνης προς βοράν του Ταινάρου.»
Ο συγγραφεύς ούτος παραχωρεί λοιπόν εις τους Ρωμαίους ικανά μέρη της υπό του Πατριάρχου Νικολάου στεγανώς κλεισθείσης εις αυτούς Πελοποννήσου. Και δεν περιορίζεται εις ταύτα μόνα. Αλλ ενώ ανωτέρω είπεν ότι δεν διέφυγον τον εξανδραποδισμόν εν Μεσσηνία ειμή αι πόλεις της Μεθώνης και της Κορώνης, εν σελ. 260, προςθέτει εις αυτάς και την Αρκαδίαν (Κυπαρισσίαν)· ενώ ανωτέρω δεν θεωρεί διασωθέντα εν τη Αργολίδι ειμή το Ναύπλιον, το Άργος και την πεδιάδα του Άργους, εν σελίδι 338 βεβαιοί ότι όλη η χερσόνησος η το πάλαι Αργολική καλουμένη, μετά των πόλεων Επιδαύρου, Τροιζήνος και Ερμιόνης δεν φέρουσιν ουδέν ίχνος Σλαβισμού· ενώ ανωτέρω λέγει ότι δεν διέφυγον την καταστροφήν των Σλάβων ειμή μέρη τινα της παραλίας του Πραστού, εν σελ. 277-278, προςθέτει ότι όλη η από Βοιών μέχρι Πραστού παραλία διέσωσε τους αρχαίους αυτής κατοίκους· ενώ ανωτέρω περιορίζει τον διασωθέντα κατά την μεσημβρινήν παραλίαν ελληνισμόν εις το φρούριον του Οιτύλου και τους αποκρήμνους βράχους της σημερινής Μάνης, εν σ. 277 εκτείνει την σωτήριον ταύτην γραμμήν προς δυσμάς μεν μέχρι της σημερινής Καλαμάτας, προς ανατολάς δε έως του Ψαμαθούντος, και τα Τρινάσου τείχη και της Ασωπού και εν σελ. 260 καταριθμεί μεταξύ των Ελληνικών πόλεων και την Μονεμβασίαν · τέλος ενώ εβεβαίωσεν ήδη, ως ίδομεν εν σελ. 5 της παρούσης πραγματείας ότι το 589 έτος από Χ. η Πελοπόννησος, εκτός ολιγίστων παραλίων κατεκτήθη υπό των αρκτικών εθνών, εν σελ. 260 παραδέχεται ως διασωθέντα και εις τα όρη τινά χωρία και τινας κώμας. Τον σκανδαλίζει επίσης και η Λακεδαίμων (σελ. 255-258) την οποίαν οι Φράγκοι εύρον κατά τον τριςκαιδέκατον αιώνα, φέρουσαν το ελληνικώτατον τούτο όνομα, πόλιν μεγάλην και καλώς ωχυρωμένην. Απορεί πως ήτο δυνατόν να διασωθή η αρχαία αύτη πόλις από την Σλαβικήν κατάκτησιν, και, αφού δια τριών σελίδων αγωνίζεται να ενσπείρη περί τούτου αμφιβολίας εις τον νουν του αναγνώστου, αναγκάζεται επί τέλους να ομολογήση ότι διέσωσε και η μεσόγειος αύτη πόλις λείψανά τινα των αρχαίων κατοίκων εις το διάστημα της επί διακόσια έτη Σλαβικής κατακτήσεως.
Η δυστυχής μαρτυρία του Πατριάρχου καταντά, ως βλέπετε, αγνώριστος από τας αλλεπαλλήλους παραμορφώσεις του ερμηνευτού της αυτού, όστις, αφ ενός παρασυρόμενος από το εσφαλμένον σύστημά του εξώγκωσε και αυτήν αυτής την υπερβολήνειπών ότι οι Σλάβοι κατέςρεψαν την αρχαίαν φυλήν εις τα μέρη τα οποία κατέκτησαν, ενώ ο Πατριάρχης δεν λέγει τούτο παντάπασιν, και αφ ετέρου κύπτων εις την πιθανότητα των πραγμάτων τον αυχένα περιστέλλει πολύ το κατακτηθέν υπ αυτών μέρος της Πελοποννήσου, ενώ η μαρτυρία λέγει, ότι κατεκτήθη όλη η Πελοπόννησος. Και η μεν ομολογία αύτη της αληθείας, αξιέπαινος. Αλλ η αλήθεια επικαθήσασα μικρόν εις τα χείλη του συγγραφέως μας, ταχέως έφυγε πάλιν απ αυτών, διότι, θεά μνησίκακος, δεν απονέμει όλας τας χάριτάς της εις τους περιφρονήσαντας αυτήν άπαξ.
Ο Φαλλμεραϋέρος περιέστειλε τοσούτον την επί της Πελοποννήσου κυριαρχίαν των Σλάβων οδηγούμενος προ πάντων από τον Χρονογράφον της Φραγκικής κατακτήσεως και τους μετέπειτα περιηγητάς οίτινες περιορίζουσι πολύ τα υπό κατοίκων Σλαβικής καταγωγής οικούμενα χωρία. Δεν αρνούμαι ότι η ειρημένη χρονογραφία και τινες των αρχαιοτέρων μάλιστα περιηγητών, είναι πηγαί αξιόλογοι της τοπογραφίας της χερσονήσου και, ως εκ τούτου, βοηθήματα ιστορικά ουσιώδη. Εις το βιβλίον γ´. της παρούσης μελέτης, το περί των ιχνών τα οποία αφήκεν η Σλαβική εποίκησις πραγματευόμενον, εξετάζομεν εν πλάτει αν ο συγγραφεύς ωφελήθη ειλικρινώς από τα βοηθήματα ταύτα και αν πολλάκις δεν τα παρεξήγησεν. Αλλά και ενταύθα δεν δύναμαι να αποσιωπήσω ότι ο Φαλλμεαϋέρος αποσκυβαλίζων πηγήν αρχαιοτέραν πολύ των Χρονικών του Μωρέως και την οποίαν αυτός θεωρεί σύγχρονον της εποχής περί ην ασχολούμεθα, αδικεί μεγάλως την επιστήμην
Είναι άδηλον πότε ακριβώς έζησεν Ιεροκλής ο και γραμματικός επικαλούμενος, ο γράψας τον Συνέκδημον ήτοι πίνακα των επαρχιών και πόλεων όσαι διετέλουν υπό τον Βασιλέα των Ρωμαίων τον εν Κωνσταντινουπόλει. Ότι εχρημάτισε προγενέστερος του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου εξάγεται εκ τούτου ότι πολλάκις υπ αυτού μνημονεύεται. Αλλά μέχρι τίνος ήτο προγενέστερος αυτού, περί τούτου οι κριτικοί διαφωνούσι τα μέγιστα. Ο Γίββων είχε θεωρήσει αυτόν σύγχρονον του Ιουστινιανού και την γνώμην ταύτην παραδέχεται κατά μέγα μέρος ο Ζιγκεϊζένος· ο Τάφελ τον νομίζει και του Ιουστινιανού αρχαιότερον· ο Φαλλμεραϋέρος αποφαίνεται γενικώς ότι ανήκει εις την μεταξύ του έκτου αιώνος και του δεκάτου εποχήν, ο δε ημέτερος Ελληνομνήμων χαρακτηρίζει αυτόν ως συγγραφέα της εννάτης εκατονταετηρίδος· αν με ήτο επιτετραμμένον να εκφράσω και εγώ την γνώμην μου εντός τόσον σοφής αλλά τόσον διηρημένης ομηγύρεως, ήθελα παρατηρήσει, ότι ο Ιεροκλής, αν δεν ανήκη εις την εννάτην εκατονταετηρίδα, δεν φαίνεται όμως ουδέ πολύ ταύτης προγενέστερος, καθότι ο Περφυρογέννητος γράφων τα περί των θεμάτων της εποχής του, άλλοτε μεν αντιγράφει αυτόν ακριβώς, άλλοτε δε τον φέρει μάρτυρα εις τον ακριβή προςδιορισμόν των ορίων των θεμάτων και είναι παντάπασιν απίθανον ότι ήθελε πράξει τούτο εάν ο Ιεροκλής είχε γράψει τον Συνέκδημόν του προ 500 ετών, εντός των οποίων συνέβησαν μέγισται μεταβολαί εντός του ωμαϊκού Κράτους. Αλλ όπως κι εάν έχη τούτο, ίδαμεν ότι και ο Φαλλμεραϋέρος θεωρεί τον Ιεροκλέα ως ανήκοντα εις την μεταξύ του έκτου και του δεκάτου αιώνος εποχήν, εις την εποχήν της Σλαβικής κατακτήσεως κατ αυτόν. Τούτου δε άπαξ τεθέντος ; πως είναι δυνατόν να μη θεωρηθή ως πηγή πολύτιμος συγγραφεύς σύγχρονος της Σλαβικής εποικήσεως; Αλλ ο Φαλλμεραϋέρος τον κατηγορεί ως άκριτον και λόγου ανάξιον, διότι μεταξύ των Πελοποννησιακών πόλεων της εποχής του, αναφέρει και τας Αιγάς, χωρίον έρημον ήδη επί Παυσανίου. «Είναι πρόδηλον, προςτίθησιν, ότι ο Ιεροκλής, μιμούμενος κατά τούτο όλους τους Βυζαντινούς μετεβίβασε το αρχαίον των Αιγών όνομα εις την περί αυτάς υπό των Σλάβων κτισθείσαν πόλιν της Βοστίτσης.» Επειδή, πρώτον, είναι γνωστόν ότι η Βοστίτσα εκτίσθη περί το αρχαίον Αίγιον και όχι περί τας Αιγάς, ο συγγραφεύς περιέπεσεν ενταύθα εις το μέγα λάθος του να συγχύση τας Αιγάς με το Αίγιον· Δεύτερον, δεν είναι βέβαιον ότι ο Ιεροκλής αναφέρει τας Αιγάς, διότι τινά χειρόγραφα φέρουσιν Αίγιον και αν αι Αιγαί ήσαν επί Παυσανίου χωρίον Έρημον, εις το Αίγιον συνεκροτείτο επί της εποχής του ακόμη το συνέδριον των Αχαιών. Αλλά και Αιγάς εάν ανέφερεν ο Ιεροκλής μήπως ήναι απίθανον να συνωκίσθη αύθις μετά τον Παυσανίαν το επί αυτού έρημον τούτο χωρίον; Μήπως το αυτό δεν συνέβη εις πολλά άλλα μέρη και ιδίως εις το Έλος και τον λιμένα Τρινάσου, χωρία έρημα επί Παυσανίου και ανωκισθέντα μετά ταύτα; Δεν είναι λοιπόν οβελιστέος ο Ιεροκλής δια τούτο και μόνον ότι ενδέχεται να μνημονεύη πόλεως Αιγών και άλλο έγκλημα δεν τω αποδίδεται. Ο Συνέκδημος ειμπορεί να θεωρηθή ευλογώτερον ως μη πλήρης (ή μάλλον ως κολοβωθείς υπό των αντιγραφέων), διότι δεν μνημονεύει πόλεων τινών της Πελοποννήσου αίτινες υπήρχον εις την εποχήν του, κατ οίον των Πατρών και του Ναυπλίου. Ότι όμως αι πόλεις όσας αναφέρει ήσαν αληθώς επί των χρόνων αυτού ελληνικαί, εξάγεται και εκ τούτου ότι αρκεταί εξ αυτών δεν φέρουσιν εις τον Συνέκδημον ακριβώς την αρχαίαν επωνυμίαν, αλλά ονομάζονται όπως πιθανώτατα είχον παραμορφωθή επί της εποχής εκείνης· εάν άλλως είχεν, εάν, δηλαδή, ο Ιεροκλής ήθελε να δώση εις πόλεις εκσλαβισθείσας, το αρχαίον όνομά των, ήθελε βεβαίως ακριβολογήσει κατά τούτο ως προς όλας και όχι μόνον ω προς τινας.
Ιδού ο κατάλογος των Πελοποννησιακών πόλεων, κατά τον Ιεροκλέα: Κόρινθος, η ποτέ Εφύρα, μητρόπολις πάσης Ελλάδος,Νέα Σικυών, Αιγείρα, Αιγαί η Αίγιον,Μεθώνη, (Μέθανα),Τροιζένα, (Τροιζήν), Πιναύρα ή Πίλαυρα (Επίδαυρος), Ιερά μιόνη (Ερμιόνη), Άργος, Τεγέα, Θάρπουσα (Θάλπουσα), Μαντίνεια, Λακεδαίμων, μητρόπολις της Λακωνικής, η πριν Σπάρτη. Γερένθραι (Γερόνθραι),Φαραί, Ασώπολις (Ασωπός), Ακρεαί (Ακριαί),Φιάλαια (Φιγαλία), Μεσσήνη, Κορωνία (Κορώνη), Ασίνη, Μοθώνη (Μεθώνη), Κυπαρισσία, Ήλις, μητρόπολις Ηλείας.
Δεν ειμπορεί λοιπόν ν’ αποδοθή εις τον Ιεροκλέα το έγκλημα ότι μετεβίβασεν εις πόλεις Σλαβικάς τα αρχαία ελληνικά ονόματα, διότι η Τροιζένα, η Πιναύρα η Πίλαυρα, η Ιερά μιόνη, η Θάρπουσα, η Ασώπολις, αι Ακρεαί, η Φιάλια και η Κορωνία μαρτυρούσιν αρκετά ότι απένειμεν εις τας πόλεις όχι τα αρχαία, αλλά τα οποία εν τη εποχή αυτού έφερον ονόματα, τα υπό του χρόνου και της αμαθείας παραφθαρέντα κατά το μάλλον και ήττον, αν και διαφυλάξαντα τον ελληνικόν χαρακτήρα και την ελληνικήν καταγωγήν των. Επομένως δεν υπάρχει λόγος να μη παραδεχθώμεν την εγγυτάτην εις την εποχήν περί ης πραγματευόμεθα ταύτην μαρτυρίαν και να μη συμπληρώσωμεν δι αυτής τα διασωθέντα από της εκσλαβίσεως μέρη της Πελοποννήσου, προςθέτοντες εις όλα τα παράλια και μεσογείους πόλεις ικανάς, την Λακεδαίμονα, την Μαντίνειαν, την Τεγέαν, την Θάλπουσαν, τας Φαράς και την Φιγαλίαν. Από τα ανωτέρω εξάγεται ότι, παρά την βεβαίωσιν του Πατριάρχου,
1ονοι έποικοι Σλάβοι ποτέ δεν εξετάθησαν μέχρι των παραλίων της Πελοποννήσου, ουδέ κατέσχον όλα αυτής τα μεσόγεια·
2ονκατά την εποχήν της μάχης των Πατρών, διετέλουν αυτοί ως υπόφοροι και όχι ως κυρίαρχαι της χώρας·
3ονπολύ προ της ειρημένης μάχης, στρατός Ρωμαίων είχεν ειςέλθεο εις την Χερσόνησον και σωφρονίσει τους εξ αυτών ατακτήσαντας.
Αλλ ουδ’ οι τελευταίοι λόγοι του Πατριάρχου Νικολάου είναι των λοιπών όλων αληθέστεροι. «Εν μια δε ώρα, λέγει, τούτων μεν (των Σλάβων κατά την γενομένην ερμηνείαν) αφανισθέντων εκ μόνης της επιφανείας του πρωτοκλήτου, της δε χώρας απάσης τοις ωμαϊκοίς σκήπτροις επανελθούσης.» Αλλ είναι βέβαιον ότι δια μόνης της εν Πάτραις ήττης, οι εν Πελοποννήσω Σλάβοι δε ηφανίσθησαν, ότι εις την μάχην ταύτην δεν κατετροπώθησαν ειμή οι περί τας Πάτρας αρκτώοι ούτοι έποικοι και ότι διάφοροι της χερσονήσου άλλοι Σλάβοι επανέστησαν πολλάκις έκτοτε κατά της Ρωμαϊκής κυριαρχίας. Πρώτους του ισχυρισμού τούτου μάρτυρας φέρω αυτούς τους δύο Γερμανούς ιστοριογράφους τους αποδόσαντας τοσαύτην βαρύτητα εις τους λόγους του πατριάρχου. «Από της προαναφερθείσης εκθέσεως Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου, λέγει ο Φαλλμεραϋέρος, εξάγεται αρκούντως ότι κατά το οκτακοσιοστόν έβδομον τούτο έτος, η φλόξ του πολέμου δεν εβασάνισε μόνην την προ του τείχους των Πατρών χώραν, αλλ εξετάθη, καθ όλην την Χερσόνησον. Ο Πορφυρογέννητος δεν λέγει ότι οι Σλάβοι προςέβαλον μόνον τας Πάτρας και επομένως ότι μόνοι οο περί τας Πάτρας εδρεύοντες αρχηγοί επανέστησαν· αλλά λέγει ότι οι Σλάβοι εν τω θέματι όντες της Πελοποννήσου επανέστησαν και εξεπόρθησαν και διήρπασαν τας οικίας των γειτόνων Γραικών. Σήμερον ότε ανιχνεύονται επιμελώς και τα ελάχιστα περιστατικά παντός πράγματος φαίνεται βεβαίως πικρόν να μη έχωμεν ειμή ευτελεστάτας πληροφορίας περί συμβεβηκότος τοσούτον ουσιώδους. Αλλά και αύται ίσως δεν ήθελον ποτέ περιέλθει εις γνώσιν μας, εάν οι ευλαβείς πολίται των Πατρών απέδιδον την από των βαρβάρων ελευθέρωσιν της πατρίςδος των μάλλον εις την τύχην και εις τον ηρωϊσμόν των παρά εις την άμεσον συνδρομήν ουρανίων πνευμάτων. Ό,τι δι ημάς είναι ουσιώδες, δεν εθεωρείτο τοιούτο υπό των ανθρώπων της εννάτης εκατονταετηρίδος. Καθώς οι βάρβαροι δεν κατετρόπωσαν την Ελλάδα και την Πελοπόννησον δια μιας εκστρατείας, αλλά δια πολλών, αγρίων και καταστρεπτικών ειςβολών και επί εκατονταετηρίδα σχεδόν διαρκεσάντων πολέμων, ούτω και μεταξύ της πρώτης των Βυζαντινών προσβολής κατά του Μωρέως επί Ειρήνης και της εντελούς καθυποτάξεως και προςαγωγής των εις τον Χριστιανισμόν επί Βασιλείου του Μακεδόνος, παρήλθον περί τους εκατόν ενιαυτούς. . . Πολλά μέρη της Χερσονήσου και ιδίως αι κοιλάδες του Ευρώτα και του Ταϋγέτου έμεινον τω 807 αδάμαστα ως εξάγεται από εν άλλο χωρίον του Πορφυρογεννήτου.» Δεν εξετάζω προς το παρόν αν εξηγήται ορθώς το χωρίον τούτο και το ανωτέρω παρατεθέν άλλο· του βασιλέως άμα και ιστοριογράφου Κωνσταντίνου, ουδέ μέχρι πόσου είναι ακριβής όσα ο γερμανός συγγραφεύς με το σύνηθες θάρος του αποφαίνεται περί του καταστρεπτικού τρόπου της εισβολής των Σλάβων και του χρόνου καθ ον εδαμάσθησαν· περί πάντων τούτων θέλομεν ομιλήσει εν οικειοτέρω τόπω. Παρατηρώ δε μόνον ενταύθα ότι αυτός ο Φαλλμεραϋέρος δεν διστάζει να επιφέρη νέαν πληγήν εις την πολυειδώς ήδη ηκρωτηριασμένην μαρτυρίαν του Πατριάρχου.
Ιδού δε τι λέγει και ο Ζιγκεϊζένος. «Η περί τας Πάτρας μάχη είναι μία των πολλών όσαι κατά την εποχήν ταύτην πιθανώς συνεκροτήθησαν εις διάφορα της Ελλάδος μέρη. Μη γινώσκοντες τα καθέκαστα αυτών, αρκούμεθα εις την γενικήν παρατήρησιν ότι οι πλείστοι των Σλάβων, επιζητούντες ακαταπαύστως την ανεξαρτησίαν των, ελάμβανον καθεκάστην εχθρικωτέραν προς τους Έλληνας θέσιν και ότι επομένως αι ληστείαι και αι έριδες ήσαν αδιάκοποι μέχρι της εποχής καθ ην οι έποικοι ήλθον εις οριστικωτέρας σχέσεις προς τε τους Έλληνας και τους αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως, είτε εντελώς υποταχθέντες, είτε γενόμενοι κατά το μάλλον και ήττον υποτελείς. Η δε νίκη των Πατρών δεν είχε άλλο αποτέλεσμα ειμή την υποταγήν των γειτονικών Σλάβων και τούτο προκύπτει αρκούντως από τον τρόπον καθ ον ο Πορφυρογέννητος μνημονεύει αυτών, ρητώς αποφαινόμενος ότι ανήκον εις την περιφέρειαν της νέας μητροπόλεως.» Και ο Ζιγκεϊζένος λοιπόν φρονεί ότι δια της εν Πάτραις ήττης των ουδέ ηφανίσθησαν όλοι οι Σλάβοι της Πελοποννήσου, ουδ’ άπασα η χώρα επανήλθεν εις τα Ρωμαϊκά σκήπτρα. Η μόνη ως προς τούτο διαφορά μεταξύ του Φαλλμεραϋέρου και αυτού είναι ότι ο μεν πρώτος θέλει να εξάξη από αυτής της διηγήσεως του Πορφυρογεννήτου την ύπαρξιν γενικής κατά την εποχήν εκείνην αποστασίας των Σλάβων της Πελοποννήσου, ενώ ο δεύτερος δεν ευρίσκει εις την ειρημένην διήγησιν ειμή την αποστασίαν των περί τας Πάτρας Σλάβων, εικάζων άλλως τε ότι η μάχη αύτη δεν ήτο η μόνη μεταξύ Σλάβων και Ρωμαίων συγκροτηθείσα κατά την εποχήν εκείνην. Η τελευταία αύτη ερμηνεία, της εικασίας εξαιρουμένης, φαίνεται τωόντι προτιμοτέρα, διότι ο Πορφυρογέννητος, αν και δεν λέγη ρητώς ότι μόνοι οι περί τας Πάτρας Σλάβοι απεστάτησαν ουδ ότι οι αποστατήσαντες ανήκον εις την περιφέρειαν της νέας μητροπόλεως, λέγει όμως ότι μετά την ήττάν των, αφορισθέντες και ταχθέντες να υπόκηνται εις την μητρόπολιν των πετρών, διετέλουν έκτοτε μέχρι της εποχής του εν ειρήνη υπηρετούντες την μητρόπολιν ταύτην, ενώ εις το αμέσως επόμενον κεφάλαιον της ιδίας συγγραφής ομιλεί περί Σλάβων της Πελοποννήσου επαναστάντων εις διαφόρους, μεταξύ της βασιλείας του Νικηφόρου και της εαυτού χρόνους· όθεν εξάγεται αρκούντως νομίζω ότι οι τω 807 έτει κατατροπωθέντες Σλάβοι και έκτοτε ειρηνεύσαντες ήσαν άλλοι παρά τους από της βασιλείας του Νικηφόρου, μέχρι της του Πορφυρογεννήτου πολλάκις αποστατήσαντας, και ότι επομένως η νίκη των Πατρών δεν είχε το παρά του πατριάρχου αναγγελλόμενον γενικόν και καταστρεπτικόν των εχθρών τούτων αποτέλεσμα, αλλά μερικόν και περιωρισμένον.
Ιδού και το κείμενον του Πορφυρογεννήτου περί των επανειλημμένων αποστασιών των Σλάβων της Πελοποννήσου μετά την βασιλείαν του Νικηφόρου. «Ιστέον ότι οι του θέματος της Πελοποννήσου Σκλάβοι εν ταις ημέραις του βασιλέως Θεόφιλον και του υιού αυτού Μιχαήλ αποστατήσαντες γεγόνασιν ιδιόρυθμοι, λεηλασίας και ανδραποδισμούς και πραΐδας και εμπρησμούς και κλοπάς εργαζόμενοι· επί δε της βασιλείας Μιχαήλ του υιού Θεοφίλου απεστάλη ο Θεόκτιστος, ου το επίκλην ο των Βροιενίων, στρατηγός εν τω θέματι της Πελοποννήσου, μετά δυνάμεως και ισχύος πολλής, ήγουν Θρακών και Μακεδόνων και των λοιπών δυτικών θεμάτων, του πολεμήσαι και καθυποτάξαι αυτούς.» Ο μεν Θεόφιλος ανηγορεύθη τω 829 έτει και εβασίλευσε μέχρι του 842, ο δε υιος αυτού Μιχαήλ εσφάγη τω 867 από τον περιώνυμον διάδοχόν του Βασίλειον τον Μακεδόνα· Μεταξύ λοιπόν των ετών 829-867 οι εν Πελοποννήσω Σλάβοι εστασίασαν δεινώς και το περίεργον είναι ότι επί Θεοφίλου όστις ήτο βεβαίως εις των καλητέρων ηγεμόνων της παραδόξου εκείνης εποχής, δεν ελήφθη, ως φαίνεται, καμμία φροντίς προς περιστολήν του κακού, ενώ επί του εξωλεστάτου Μιχαήλ εστάλη δύναμις πολλή κατά των αποστατών και ίσχυσε να τους καθυποτάξη πάντας.
Αλλά και βραδύτερον πάλιν βλέπομεν πολλούς εκ των Σλάβων της Πελοποννήσου στασιάζοντας και παραγνωρίζοντας την Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν. « Επί δε της βασιλείας του κυρού Ρωμανού του βασιλέως, στρατηγών ο Ιωάννης ο πρωτεύων εν τω θέματι, ανήγαγε προς τον αυτόν Κύρην Ρωμανόν περί τε των Μηλιγγών και Εζεριτών ότι αποστατήσαντες ου πείθοντα τω στρατηγώ, ούτε βασιλική κελεύσει υπείκουσιν, αλλ εισίν ώσπερ αυτόνομοι και αυτοδέσποτοι και ούτε παρά του στρατηγού δέχονται άρχοντα, ούτε συνταξειδεύειν αυτώ υπείκουσιν, ούτε άλλην του δημοσίου δουλείαν εκτελείν πείθονται κλπ.» Και αύθις λοιπόν και επί τέλους αποδεικνύεται η μαρτυρία του Πατριάρχου απάδουσα προς τα αληή γεγονότα· Επιμελώς και απαθώς εξετάσαντες αυτήν από της πρώτης μέχρι τελευταίας λέξεώς της, την εύρομεν καθ όλα αναιρουμένην υπό των αρχαιοτέρων, υπό των ακριβεστέρων συγγραφέων. Αλλά, θέλουν ίσως μας ερωτήσει; πως εξηγείται λοιπόν η μαρτυρία αύτη; είναι άρα προϊόν μεγάλης των γεγονότων αμαθείας; η μήπως είχε πηγήν τινα άγνωστον εις ημάς και ακριβεστέραν τυχόν των όσων προανεφέρομεν. Νομίζω ότι καθόσον μεν αφορά τα περιστατικά της μάχης των Πατρών, ο πατριάρχης τα παρέστησεν ογκωδέστερα και σημαντικώτερα επί σκοπώ τον οποίον μετ ολίγον θέλομεν εξηγήσει. Τα δε περί της εισβολής των Αβάρων εσύγχυσε με ταύτα, αντλήσας ακρίτως από πηγής ήτις, κατ ευτυχίαν της ιστορικής αληθείας, δεν έμεινεν άγνωστος εις ημάς.
Ευάγριος ο Σχολαστικός και από επάρχων ο εξ Επιφανείας της εν Κοίλη Συρία, έγραψε περί τα τέλη του έκτου αιώνος Εκκλησιαστικής Ιστορίας τόμους εξ εις της οποίας το ι’ Κεφάλαιον του έκτου τόμου αναγινώσκομεν την εξής περικοπήν. «Τούτων ώδε χωρούντων, οι Άβαρες δις μέχρι του καλουμένου μακρού τείχους διελάσαντες Σιγγιδόνα, Αγχίαλόν τε και την Ελλάδα πάσαν και ετέρας πόλεις τε κεί φρούρια εξεπολιόρκησαν και ηνδραποδίσαντο, απολλύντες άπαντα και πυρπολούντες, των πολλών στρατευμάτων κατά την εώαν ενδιατριβόντων·» Ότι ο Ευάγριος ομιλεί εν ταύθα περί της οποίας και ο πατριάρχης Νικόλαος εποχής, γίνεται δήλον ως εκ του συνδυασμού του χωρίου τούτου με το κεφάλαιον η. του αυτού τόμου από του οποίου εξάγεται ότι ο εκκλησιαστικός ιστοριογράφος ενοοεί την εισβολήν ταύτην γενομένην περί την εποχήν του μεγάλου της Αντιοχείας σεισμού του συμβάντος έτος έβδομον και τριακοστόν και εξακοστιοστόν χρηματιζούσης της Θεουπόλεως (Αντιοχείας), μετά εν και εξηκοστόν των προτέρων σεισμών, ήτοι, κατά τους υπολογισμούς των αγωνισθέντων να συναρμολογήσωσι τας διαφόρους χρονολογίας και να καθαρίσωσιν αυτάς όσον ένεστιν από αντιφάσεις, τω 589 έτει από Χριστού, αυτώ, δηλαδή, εκείνω εις το οποίον, ως ενθυμείται ο αναγνώστης, ανάγεται και η υπό του Πατριάρχου μνημονευομένη εισβολή των Αβάρων· ενισχύει δε την γνώμην ταύτην και τούτο ότι ο Ευάγριος ομιλεί περί εισβολής των Αβάρων γενομένης πριν η ο Μαυρίκιος, ειρηνεύσας μετά των Περσών, φέρη τα στρατεύματά του εις την Ευρώπην, ο εστι προ του 590 έτους· Εκ πρώτης λοιπόν όψεως το χωρίον του Ευαγρίου αναφαίνεται ως έρεισμα ουσιώδες της μεταγενεστέρας μαρτυρίας του Πατριάρχου Νικολάου και τωόντι ο Φαλλμεραϋέρος θεωρεί μέγα δι εαυτόν ευτύχημα την ανακάλυψιν της συμπτώσεως ταύτης. Αλλά επιμελεστέρα έρευνα θέλει αποδείξει ότι το μεγαλήτερον δυςτύχημα της μαρτυρίας ταύτης είναι η πηγή από της οποίας ηντλήθη το ουσιωδέστερον αυτής μέρος. Πριν η εκφράσω περί του προκειμένου χωρίου ιδίαν γνώμην, αντιγράφω εν ταύθα την υπό του Ζιγκεϊζένου γενομένην αριστην αυτού εκτίμησιν, όστις αναδεικνύεται ήδη τολμηρότερος και κριτικώτερος παρά εις την εξέλεγξιν των πατριαρχικών λόγων· «Ηθέλομεν, λέγει, απατηθή μεγάλως εάν, ως εκ της μαρτυρίας ταύτης, παρεδεχόμεθα ότι τωόντι κατά τα έτη 588 ή 589 οι Άβαρες εισέβαλον εις την Ελλάδα πυρπολούντες άπαντα και απολλύντες. Και πρώτον, αρκεί να αναγνώση τις το χωρίον τούτο δια να βεβαιωθή ότι δεν διαλαμβάνει περί ιδίας και εις ωρισμςνον έτος αναγομένης· εισβολής των Αβάρων, αλλ ότι ο ιστοριογράφος ηθέλησε να αναφέρη εν αυτή γενικώς και εμπαρόδω όσα εις το Ευρωπαϊκόν του βασιλείου μέρος, εν διαστήματι πολλών ενιαυτών, συνέβησαν συγχρόνως με τα κατά την Ασίαν γεγονότα εις α είχεν επιστήσει μάλλον την προσοχήν του. Η δε ρητή απομνημόνευσις της Σιγγιδόνος και της Αγχιάλου καθίστησιν αναμφισβήτητον ότι είχε κατά νουν τας κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Μαυρικίου εκστρατείας του Χαγάνου και των Σλάβων, εκστρατείας περί των οποίων επραγματεύθην ανωτέρω.
«Καθ όσον δ’ αφορά την έκτασιν και την διεύθυνσιν την οποίαν ο Ευάγριος δίδει εις τας Αβαρικάς εκστρατείας, μαρτυρούσιν αρκετά ο παράδοξος συνδυασμός και μάλιστα το γενικόν και αόριστον των εκφράσεών του, ότι είχε περί των πραγμάτων πληροφορίας όλως επιπολαίους, πιθανώτατα εξ ακοής μόνον περιελθούσας εις αυτόν και επομένως ιδέαν όλως ασαφή. Πρώτον μας αναφέρει τα μακρά τείχη· έπειτα την Σιγγιδόνα και την Αγχίαλον, τέλος την Ελλάδα πάσαν και άλλας πολλάς πόλεις. . . και τι εννοούσεν ο έπαρχος αυτός της Αντιοχείας ή μάλλον τι εννοούσαν εν γένει κατά την εποχήν εκείνην οι εν Ασία Έλληνες υπό την ονομασίαν της όλης Ελλάδος; – Νομίζω, και ήθελεν είσθαι εύκολον ν αποδειχθή. ότι καθόσον εξετάθη το όνομα των Ελλήνων, έγινε και του ονόματος της Ελλάδος η χρήσις πολύ περιληπτικωτέρα και της αρχαίας κλασσικής σημασίας διάφορος και ότι ιδίως ο ιστοριογράφος της Ανατολής ηδύνατο να μεταχειρισθή το όνομα της Ελλάδος δια να σημάνη όλον το Ευρωπαϊκόν του Βυζαντινού βασιλείου μέρος, απαράλλακτα καθώς οι χρονογράφοι της δύσεως μετεχειρίσθησαν μετέπειτα την λέξιν Graecia. Προς τούτοις είναι πασίγνωστον ότι εν γένει οι ιστοριογράφοι του μεσαιώνος, οσάκις, δια την έλλειψιν ακριβεστέρων πληροφοριών, δεν ηδύναντο να διασαφήσωσι τα καθέκαστα, κατέφευγον εις εκφράσεις ευρυφώνους εντός των οποίων περιελαμβάνετο μεν και η αλήθεια, αλλ αναμεμειγμένη πολλάκις με πολύ ψεύδος. Και τελευταίον δύναμαι, αν και επί του προκειμένου τούτο δεν εφαρμόζεται, να προσθέσω ότι η φαντασία των συγγραφέων των εκατονταετηρίδων εκείνων παρά φύσιν εξημμένη και οιστρηλατούσα ως εκ της δυςτυχίας της εποχής η εκ των σχισμάτων. εξώγκωσε πολλάκις μέχρι παραδόξου τας διηγήσεις των αίτινες, αν και φέρουσαι εν εαυταίς το τύπον της προδήλου υπερβολής των, απεπλάνησαν όμως πολλάκις τας μεταγενεστέρας ερεύνας.»
«Ήθελεν είσθαι λοιπόν τολμηρόν να εξαγάγωμεν το ιστορικόν γεγονός ότι κατά τα έτη 588 και 589 στίφη Αβάρων και Σλάβων εισέβαλον εις την Θεσσαλίαν, διέβησαν τας Θερμοπύλας και τον Ισθμόν, και διέδωκαν τον θάνατον και την καταστροφήν απανταχού της Ελλάδος και της Πελοποννήσου, από τας ολίγας και επιπολαίους λέξεις Ευαγρίου του ιστοριογράφου Αντιοχείας όστις ουδέ τα πράγματα ακριβώς εγνώριζεν, οιδέ επιμελώς εξήλεγχε τας πληροφορίας τας οποίας κατά τύχην ελάμβανεν, ενώ μήτε ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης ο εξιστορήσας μεθ υπερβολικής ακριβείας τας επί Μαυρικίου Αβαρικάς και Σλαβικάς ειςβολάς, μήτε οι μεταγενέστεροι χρονογράφοι οίτινες αναμφιβόλως ήρυσαν, εκτός του Σιμοκάττου και από άλλων πηγών, δεν αναφέρουσι το παραμικρόν περί εισβολής Αβάρων και Σλάβων εις την Ελλάδα, γενομένης προ της κατά το 591 έτος συνομολογηθείσης μετά των Περσών ειρήνης.
Τοιουτοτρόπως εξοβελίζει το τεμάχιον τούτο του Ευαγρίου ο Ζιγκεϊζένος, θωρακίσας την γνώμην του με επιχειρήματα ακαταμάχητα. Αλλά δεν δύναμαι ενταύθα να μη εκφράσω την απορίαν μου πως ο κριτικώτατος νους ο υπαγορεύσας τα επιχειρήματα ταύτα, δεν παρετήρησεν ότι ο πατριάρχης Νικόλαος παρέλαβε τα περί της εισβολής των Αβάρων από αυτής της μαρτυρίας του Ευαγρίου και ότι επομένως όσα τείνουσιν εις το ν αναδείξωσι σαθράν την μαρτυρίαν ταύτην, εφαρμόζονται εξ ολοκλήρου, και εις τους λόγους του πατριάρχου· πως, λέγω, δεν παρετήρησε ταύτα και παρεδέχθη ατόπως εν μέρει τους λόγους τούτους ενώ απέκρουσεν εντελώς τους του Ευαγρίου. Όπως δε και αν έχη τούτο, ας μ επιτραπή να προσθέσω ολίγα τινά εις τας πολλάς και ορθάς το πλείστον σκέψεις του Ζιγκεϊζένου. Ο ανήρ ούτος υποθέτει ότι το όνομα της Ελλάδος έχει εν τω Ευαγρίω την εκτενεστάτην σημασίαν όλου του Ευρωπαϊκού μέρους του Βυζαντινού κράτους. Η γνώμη αύτη ηδύνατο να αμφισβητηθή, διότι πρέπει να ενθυμηθώμεν ότι ο Ευάγριος έγραφε κατά τον έκτον αιώνα και ότι κατά τον δέκατον έτι θέμα Ελλάδος εκαλείτο το μεταξύ των Θερμοπυλών και του ισθμού μέρος. Αλλ είτε ορθώς είτε μη ορθώς έχη η εικασία αύτη, δεν δυνάμεθα να μη κάμωμεν ενταύθα την εξής σκέψιν· ει μεν ο Ευάγριος μεταχειρίζεται το όνομα της Ελλάδος, εις την εκτενεστάτην έννοιαν του Ζιγκεϊζένου, ειπών άπαξ ότι οι Άβαρες ηνδραπόδισαν πάσαν την Ελλάδα, δηλαδή παν το Ευρωπαϊκόν μέρος του Βυζαντινού κράτους, δεν ηξεύρω τι λέλει προσθέτων και ετέρας πόλεις και φρούρια· ει δε πάλιν το μεταχειρίζεται εις την στενήν σημασίαν του, όχι μόνον δεν περιλαμβάνει την Πελοπόννησον, ήτις μας ασχολεί κυρίως επί του προκειμένου, αλλά και η ακρίβειά μου καθίσταται ταμάλιστα ύποπτος διότι, χωρίς παντάπασι να μνημονεύση ούτε Μακεδονίας, ούτε Θεσσαλίας τας οποίας οι Άβαρες έπρεπεν αναγκαίως να διέλθωσι πριν η φθάσωσιν εις την κυρίως Ελλάδα, πηδά δια μιας εις αυτήν από της Σιγγιδόνος και Αγχιάλου. Αλλά το πιθανώτερον είναι ότι και ο ίδιος δεν εγνώριζεν ακριβώς εις ποίαν έννοιαν μεταχειρίζεται την λέξιν και δια να μη μείνη περί της ολίγης του επάρχου τούτου κρίσεως καμμία αμφιβολία, αντιγράφω ολόκληρον του έκτου τόμου το ι’ κεφάλαιον εν ω κείται, ως προείπον, το τεμάχιον τούτο.
«Περί της του βασιλέως εις τους αποστάτας φιλανθρωπίας.»«Αμείβεται μεν ουν βασιλεύς τον στρατόν χρήμασιν· αναγαγών δε Γερμανόν και ετέρους εις κριτήριον καλεί. Και πάντες μεν θανάτου κατεψηφίσθησαν. Ου μην είασεν άχαρί τι παθείν αλλά και γέρων ηξίωσε. Τούτων ώδε χωρούντων οι Άβαρες δις μέχρι του καλουμένου μακρού τείχους διελάσαντες, Σιγγιδόνα, Αγχίαλόν τε και την Ελλάδα πάσαν, και ετέρας πόλεις τε και φρούρια εξεπολιόρκησαν και ηνδραποδίσατο, απολλύντες άπαντα και πυρπολούντες, των πολλών στρατευμάτων κατά την Εώαν ενδιατριβόντων. Πέμπει δε γε βασιλεύς Ανδρέαν των βασιλικών υπασπιστών πρώτον γενόμενον, πείσοντα τον στρατόν, τους προτέρους λοχαγούς τε και λοιπούς εςδέξασθαι.
Ο σύνδεσμος του περί Αβάρων χωρίου με το προηγούμενον και με το επόμενον κώλον είναι τόσον χαλαρός η μάλλον ακατάληπτος και απεναντίας τα δύο ταύτα κώλα δύνανται να συναφθώσι τόσον στεγανώς μεταξύ των, ώστε ευλογώτατα ηδύνατό τις να υποθέση ότι ολόκληρον το μεταξύ τεμάχιον είναι παρέγγραπτος προςθήκη αμαθούς τινος και ακρίτου αντιγραφέως η σχολιαστού. Αλλ εάν δεν επιτραπή να μεταχειρισθώμεν ως προς αυτό το δραστήριον της τομής φάρμακον, εάν βιασθώμεν να θεωρήσωμεν ως γνήσιον το κεφάλαιον τούτο ολόκληρον, τότε πρέπει να ομολογήσωμεν ότι η περί ης ο λόγος μαρτυρία ήτις, ως είδομεν, αντιφάσκει προς όλας τας λοιπάς συγχρόνους τε και μεταγενεστέρας ενώ δεν υπάρχει πιθανότης ότι ηδύνατο να έχη ο Ευάγριος όχι ακριβεστέρας όλων των άλλων, αλλ ουδ απλώς ακριβείς πληροφορίας· ήτις και καθ εαυτήν είναι ασαφής αν όχι παράλογος, εμφαίνει προς τοις άλλοις όλοις και τόσον παράδοξον αταξίαν ιδεών ώστε βεβαίως δεν δύναται να μη προβληθή και ως εξ αυτής η βαρύτης του συγγραφέως τούτου εις την πλάστιγγα της ιστορικής εκτιμήσεως.
Και τοιαύτη μεν η πηγή από της οποίας ήντλησεν ο πατριάρχης τα περί Αβάρων. Τα δε περί της μάχης των Πατρών εμεγαλοποιήθησαν διότι εν τω συνοδικώ γράμματι εις το οποίον ανεκαλύφθη η πέτρα αύτη του σκανδάλου, επρόκειτο κυρίως περί της αναβιβάσεως επισκοπών εις βαθμόν μητροπόλεως και ο πατριάρχης ηγωνίζετο να αποδείξη εις τον Αλέξιον Κομνηνόν ότι οι βασιλείς δεν ηδύναντο να καινοτομώσι περί το ουσιώδες τούτο αντικείμενον αυθεκάστως και ότι δια να τιμηθή με θρόνον μητροπόλεως επισκοπή, απαιτούντο περιστάσεις έκτακτοι η συμβεβηκότα εμφαίνοντα αυτήν την θείαν επέμβασιν· όθεν αριθμών και εξηγών ολίγα τινα τοιαύτα παραδείγματα, ανέφερε και τας Πάτρας εις ας επί Νικηφόρου εστήθη νέος κατά την Πελοπόννησον θρόνος μητροπόλεως και θέλων να μεγεθύνη το προκαλέσαν την τιμήν ταύτην συμβεβηκός, παρέστησεν αφ ενός τον κατατροπωθέντα εχθρόν πολύ δεινότερον παρ ότι πραγματικώς ήτο, και αφ ετέρου τα αποτελέσματα της ήττης του πολύ μεγαλήτερα παρ ότι αληθώς ανεδείχθησαν· Εσύγχυσε δε όλα ταύτα με τους Αβάρους, διότι μη γινώσκων μεν ακριβώς τίνες ήσαν οι περί τας Πάτρας νικηθέντες εχθροί και έτι ολιγώτερον πότε ειςήλθον εις την Πελοπόννησον, ευρίσκων δε εις την εκκλησιαστικήν ιστορίαν με την οποίαν ήτο μάλλον εξωκειωμένος παρά με τους εξωτερικούς συγγραφείς, ότι Άβαρες είχον ειςβάλει προ δύο εκατονταετηρίδων μέχρι της Πελοποννήσου, περιέπεσεν εις το εσφαλμένον συμπέρασμα ότι αυτοί πρέπει να ήσαν και οι συνδρομή του πρωτοκλήτου κατατροπωθέντες. Τοσούτων συγκεχυμένων ιδεών, τοσούτων συμφερόντων και τόσον αναξιοπίστου πηγής απόροια είναι η περίφημος αύτη μαρτυρία. Ενταύθα περατούται η έρευνα ημών περί της γνώμης εκείνων όσοι φρονούσιν ότι από αυτά τα τέλη του έκτου αιώνος οι Σλάβοι επώκησαν εις την Πελοπόνησον κατά τους μεν, κατέκτησαν αυτήν κατά τους άλλους. Είδομεν ότι το μόνον έρεισμα της γνώμης ταύτης είναι η μαρτυρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου και ότι εν τούτοις η μαρτυρία αύτη βασανιζόμενη αναδεικνύεται κίβδηλος από κεφαλής μέχρι ποδών, κίβδηλος ως το παραπεποιημένον νόμισμα, το οποίον ήθελε φέρει εκ παραδρομής και επωνυμίαν όχι απαράλλακτον της του γνησίου, διότι οι Σλάβοι ουδέ καν ονομάζονται εν τη μαρτυρία ταύτη. Τωόντι, αφ όσα εξετέθησαν άχρι τούδε προκύπτει ότι οι περί τας Πάτρας κατ αρχάς του εννάτου αιώνος νικηθέντες δεν ήσαν Άβαρες, ως λέγει ο πατριάρχης, αλλά Σλάβοι. Ότι οι Άβαρες, όχι μόνον δεν εδέσποσαν ποτέ της Πελοποννήσου, ως αποφαίνεται ο πατριάρχης, αλλ ουδέ ήλθον ποτέ εις αυτήν· ότι ιδίως μεταξύ των ετών 584-593 η ρητότερον τω 589 οι Άβαρες και οι Σλάβοι όχι μόνον δεν ήλθον εις την Πελοπόννησον, ως οι ερμηνευταί του πατριάρχου θέλουν να εξάξωσι από τους λόγους του, αλλ ουδέ πέραν της Θράκης επροχώρησαν· ότι προ της μάχης των Πατρών οι Σλάβοι ήσαν όχι κυριάρχαι της Πελοποννήσου, ως ο έτερος των ερμηνευτών του πατριάρχου ισχυρίζεται, αλλά υπόφοροι και υπήκοοι· ότι τέλος μετά την μάχην των Πατρών δεν ηφανίσθησαν, ως αποφθέγγεται ο πατριάρχης, οι εχθροί ούτοι, αλλά πολλοί εξ αυτών επέμεινον σφαδάζοντες επί την ανεξαρτησίαν μέχρι της εντελούς αποσυνθέσεώς των εντός της ευρείας Ελληνικής φυλής. Από την έρευναν ημών εξάγεται προς τούτοις ότι οι λόγοι του πατριάρχου εν μέρει υπηγορεύθησαν από σκοπούς ιδιάζοντας της εκκλησίας, εν μέρει παρήχθησαν από άγνοιαν των γεγονότων και εν μέρει ηντλήθησαν από πηγής ασαφούς και ανυποστάτου. Ηπατήθησαν άρα όσοι ηθέλησαν να βάλωσι βάσιν επί της μαρτυρίας ταύτης και δια της ερμηνείας αυτής να αναγάγωσι μέχρι του έκτου αιώνος την πρώτην των Σλάβων εγκατάστασιν εις την Πελοπόννησον και η απάτη αύτη θέλει κατασταθή αρίδηλος όταν περιέλθωμεν εις την αληθή εποχήν καθ ην οι Σλάβοι επώκησαν το πρώτον εις την Πελοπόννησον και ιδώμεν πόσον πιθανώτεραι, λογικώτεραι και σαφέστεραι είναι αι περί της εποχής ταύτης πηγαί και μαρτυρίαι. Αληθή εποχήν του μεγάλου τούτου συμβεβηκότος δεν εννοώ τον έβδομον αιώνα, ουδέ παραδέχομαι την περί τούτου γνώμην, μάλλον δε εικασίαν, του Κοπιτάρου, την οποίαν, ως μη στηριζομένην εις μαρτυρίαν τινά, ουδέ να αναφέρω ήθελα νομίσει εύλογον, εάν δεν εξεφράζετο από τον σοφόν αυτόν άνδρα τον πολλά διαχύσαντα άλλα φώτα επί του προκειμένου και εάν, καθό προκύψασα μετά την έκδοσιν του συγγράμματος του Φαλλμεραϋέρου, δεν απεδείκνυεν ως εκ τούτου μόνου ότι και άλλοι εκτός εμού θεωρούσι το παρά του ιστοριογράφου του Μωρέως ανακαλυφθέν, μάλλον δε κατά πρώτον αναπτυχθέν πατριαρχικόν χωρίον, ως ανίσχυρον να μας οδηγήση ασφαλώς εις τον προςδιορισμόν της αμφισβητυμένης ήδη εποχής. Εις την περίεργον αυτού περί της αρχαιοτάτης Σλαβικής διαλέκτου πραγματείαν, ο σοφός Σλαβιστής της Βιέννης, μνημονεύσας της επί του Ηρακλείου του βασιλέως εποικήσεως των Χρωβάτων εις Δαλματίαν και των Σέρβλων εις τας παρά του Πορφυρογεννήτου καλουμένας ούτω χώρας, Σερβλίαν και Παγανίαν και χώραν Ζαχλούμων και Τερβουνίαν και χώραν Καναλιτών, διαλαβών δε και περί της επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου τω 678 από Χ. υποδουλώσεως των εν Μυσία Σλάβων υπό των Βουλγάρων προςεπάγει τα εξής. Eo tempore non dubitamus, Bulgarorum evitandorum causa, frequentes Slavos trascendisse Haemum, ita ut. c. 687-758 scriptores Byzantini Slaviniam vix non sui juris memorent inter Thessalonicam et Haemum montem . . . Imo eorundem Slavorum, fortasse jam inde ab adventu Croatarum et Serborum, examina alia consedisse per Thessaliam, ipsamque adeo Peloponnesum.
Ο Βαρθολομαίος Κοπιτάρος εικάζει άρα ότι και από αυτής της ελεύσεως των Χρωβάτων και Σέρβλων εις την Δαλματίαν την Ιλλυρίαν και την άνω Μυσίαν, της γενομένης επί Ηρακλείου του βασιλέως, δηλαδή μεταξύ των ετών 610-640 από Χ. κατελθούσαι αι Σλαβικαί φυλαί επώκησανεις την Πελοπόννησον. Αλλ ως προείπον η γνώμη αύτη δεν στηρίζεται, καθόσον ηξεύρω, εις ουδεμίαν αρχαίαν μαρτυρίαν. Απεναντίας έχομεν πηγήν απρόσβλητον από της οποίας εξάγεται ότι η εποίκησις εγένετο πολύ βραδύτερον· και αν αι εικασίαι ήναι επιτετραμμέναι εν ελλείψει πάσης πηγής, δεν δύνανται βεβαίως να κατισχύνωσι μαρτυριών σαφών. Η γνώμη του Κοπιτάρου ήθελεν είσθαι ορθή, εάν δεν περιελαμβάνετο εις αυτήν η εικασία ότι η εποίκησις εγένετο από αυτής της ελεύσεως των Χρωβάτων και Σέρβλων, εάν δηλαδή απλώς έλεγεν ότι η εποίκησις εις την Πελοπόννησον ήτο αποτέλεσμα της πρώτης εκείνης μεταναστάσεως εις τας βορείους επαρχίας του βυζαντινού Κράτους, διότι είναι τωόντι βέβαιον ότι το ιστορικόν τούτο συμβεβηκός είναι μεταγενέστερον της μεταναστάσεως ταύτης και όχι προγενέστερον αυτής, ως ισχυρίσθη ο Φαλλεραϋέρος και παρεδέχθη ο Ζιγκεϊζένος. Εν τη περί θεμάτων πραγματεία αυτού, Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, ομιλών περί του θέματος Πελοποννήσου και διαλαβών εν ολίγοις περί της προτέρας τύχης της χερσονήσου ταύτης, επάγει τα εξής. «Εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος, ότε ο λοιμικός θάνατος πάσαν εβόσκετο την οικουμένην· οπηνίκα Κωνσταντίνος ο της κοπρία επώνυμος τα σκήπτρα της των Ρωμαίων διείπεν αρχής.» Η λοιμώδης αύτη νόσος επέσκηψεν εις την Ελλάδα τω 746 έτει, κατά τον Θεοφάνην· άρα, κατά Κωνσταντίνον Πορφυρογέννητον, η εποίκησις των Σλάβων εις την Πελοπόννησον εγένετο περί τα μέσα της ογδόης εκατονταετηρίδος. Αυτήν την γνωμην είχε παραδεχθή ο Γίββων· αυτήν ησπάσθη και ο ώσσος ιστοριογράφος Καραμζίνος· αυτήν μόνην νομίζω ότι πρέπει να θεωρήσωμεν και ημείς αξίαν πίστεως, διότι ο Πορφυρογέννητος παρέχει πλείστας εγγυήσεις ακριβείας, διότι και ο τρόπος της εποικήσεως και η έκτασις αυτής αναφαίνονται εν τω χωρίω τούτω, ορθώς εννοουμένω, συνάδοντα με τα πράγματα και τας πιθανότητας πολύ πλέον η εν τω χωρίω του πατριάρχου, διότι, τέλος, η μαρτυρία αύτη συμβιβάζεται εντελώς και με τας άλλας πληροφορίας όσας περί της εποικήσεως και εις την Πελοπόννησον έχομεν.
Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ήτο εις εκ των πολλών ανθρώπων εις των οποίων τον προορισμόν η φύσις και η τύχη διεφώνησαν μεγάλως· η φύσις κατέθεσεν εις την καρδίαν του τα μυστήρια της τέχνης και της επιστήμης και τον είπεν, έσο Προμηθεύς της προ πολλού απολεσθείσης παιδείας και φιλοκαλίας. Η τύχη έκαμεν αυτόν βασιλέα, απαιτούσα παρ αυτού ρώμην ψυχής και τόλμην χαρακτήρος των οποίων εστερείτο. Ο Πορφυρογέννητος ανεδείχθη άρα βασιλεύς μέτριος, η μάλλον ονόματι μόνον βασιλεύς· αλλά δια της ευφυΐας και φιλοπονίας του κατέθεσεν εις το ταμείον της επιστήμης θησαυρούς οίτινες μόλον το μίγμα το οποίον δύνανται να περιέχωσιν, αποτελούσιν ουχ ήττον πλούτον μέγαν και ανεκτίμητον. Πολλοί τον κατέκριναν διότι ταχθείς ηγεμών κράτους τοιούτου αφήκεν οικειοθελώς τας ηνίας του πολιτεύματος εις χείρας Άλλων· αλλά το καθ ημάς νομίζομεν ότι κ εάν ο Πορφυρογέννητος ανεδεικνύετο άλλος Βασίλειος Μακεδών η Βασίλειος δεύτερος, το Βυζάντιον δεν ήθελε βεβαίως πλέον σωθή· ενώ, χωρίς των συγγραφών του, ηθέλομεν στερηθή των φώτων όσα ήδη έχομεν περί της σκοτεινοτάτης και αμαθεστάτης ταύτης εποχής.
Ιδίως πολύτιμα είναι τα ιστορικά έργα του Πορφυρογεννήτου. Και αυτοί εκείνοι όσοι δεν ηθέλησαν να αναγνωρίσωσι την αξίαν των άλλων αυτού συγγραφών, ηναγκάσθησαν να ομολογήσωσιν ότι αι περί των βαρβάρων εθνών έρευναί του είναι ακριβείς. Αι έρευναι αύται ταμιευθείσαι κυρίως εις την προς τον ίδιον αυτού υιόν Ρωμανόν επιγεγραμμένην συγγραφήν του, περιλαμβάνουσαν όλα τα έθνη με τα οποία το Βυζάντιον είχε σχέσιν τινά επί της εποχής εκείνης, επομένως και τα Σλαβικά. Ο Πορφυρογέννητος διηγείται πότε κατά πρώτον ενεκατεστάθησαν αι Σλαβικαί φυλαί εντός του Βυζαντινού Κράτους, οποίαι ήσαν αι φυλαί αύται, ποίους είχον αρχηγούς, πως και εις τίνας χώρας επώκησαν, πως εδιοικούντο, εις τίνας σχέσεις διετέλουν μετά του Βυζαντίου και αμοιβαίως μεταξύ των κλπ. Είναι βέβαιον ότι ο Βασιλεύς ήντλησε πολλά από των αυτοκρατορικών αρχείων του Βυζαντίου και ότι εν γένει κατέβαλε τους μεγαλητέρους κόπους προς την συλλογήν και εξέλιγξιν των οποίων μας δίδει πληροφοριών. Τοιούτος είναι ο συγγραφεύς όστις μας διδάσκει, μεταξύ άλλων, ότι οι Σλάβοι επώκησαν το πρώτον εις τήνΠελοπόννησον περί τα μέσα του ογδόου αιώνος. Ελπίζω ότι κανένας δεν θέλει θεωρήσει την μαρτυρίαν ταύτην ανθρώπου ασχοληθέντος ιδία περί του σπουδαίου τούτου αντικειμένου, έχοντος άπειρα μέσα του να εξακριβώση την αλήθειαν, και του οποίου η ακρίβεια αναγνωρίζεται παρά πάντων, ισόσταθμον με τας επιπολαίους και αβασανίςους ρήσεις των εκκλησιαστικών συγγραφέων.
Αλλ ό,τι μάλιστα συνηγορεί υπέρ της μαρτυρίας του Πορφυρογεννήτου είναι αυτή αύτη η μαρτυρία του. Είπον ήδη ότι και η έκτασις της εποικήσεως και ο τρόπος αυτής αναφάινονται εν τω χωρίω τούτω, ορθώς εννοουμένω, συνάδοντα με τα πράγματα και με τας πιθανότητας. Και πρώτον περί της εκτάσεως της εποικήσεως.Ο Πορφυρογέννητος λέγει, «εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος.» Η ρήσις αύτη παρεξηγήθη από αμφοτέρους τους ειδικούς ιστοριογράφους της εν τω μεσαιώνι Ελλάδος. Ο Φαλλμεραϋέρος βεβαιοί ότι ο Πορφυρογέννητος εν τω χωρίω τούτω λέγει τα εξής· Der ganze Peloponnes wurde nach dieser verheerenden Seuche slavinisiret und völlig barbarisch. (σελ. 209) και ο Ζιγκεϊζένος μεταφράζει το χωρίον επίσης δια του die ganze Landschaft, der ganze Pelop onnes (σ. 741 και 742) κλπ. αλλ ο Πορφυρογέννητος δεν λέγει ότι εσθλαβώθη ούτε πάσα η Πελοπόννησος, ούτε ολόκληρον το θεμα τούτο· λέγει απλώς εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα, όπερ διαφέρει οπωσούν. Η λέξις χώρα είναι, ως γνωστόν εκ των πλανητών εκείνω όρων οίτινες μη ευχαριστούμενοι εις ό άπαξ ετάχθησαν μεταβάλλουσιν ακαταπαύστως θέσιν και σημασίαν. Αναχωρήσασα από του στενού χώρου όσον κατέχει το σώμα του ανθρώπου, εξετάθη εις τον αγρόν τον οποίον ούτος καλλιεργεί και τελευταίον περιέλαβεν όλην την ευρείαν επικράτειαν εντός της οποίας κατοικεί. Φθάσασα δε εις τον ανώτατον τούτον όρον της φιλοδοξίας της, η λέξις δεν εκορέσθη ποικίλλουσα κατάστασιν, αλλ ήδη στασιάσασα προς εαυτήν ηθέλησε να σημάνη οτέ μεν το εκτός των πόλεων επικρατείας τινος η επαρχίας ατείχιστον πεδίον ήτοι τα άλλως ύπαιθρα λεγόμενα, οτέ δε τας πόλεις κατ αντίθεσιν του υπαίθρου πεδίου. Η λέξις χώρα σημαίνει συχνότατα εις τους αρχαίους συγγραφείς το ατείχιστον πεδίον· «Ο δε Αγησίλαος, επεί αφίκετο άμα μετοπώρω εις την του Φαρναβάζου σΦρυγίαν, την μεν χώραν έκαε και επόρθει, πόλεις δε τας μεν βία, τας δε εκούσας προςελάμβανε·» λέγει Ξενοφών και πάλιν ο αυτός. « Και το από τούτου, περιϊών κατά την χώραν, έκοπτε και έκαε. Προς ενίας δε των πόλεων και προςέβαλεν, ου μην είλέ γε ουδεμίαν.» Διετηρήθη δε η έννοια αύτη και εν τω μεσαιώνι. Ευνάπιος ο Σαρδιανός εις την μετά Δέξιππον ιστορίαν του λέγει «πόλεις γουν ευαρίθμητοι και ολίγαι τινες διεσώθησαν και έτι σώζονται τειχών ένεκεν και οικοδομημάτων· η δε χώρα και το πλείστον απανάλωται και εστίν αοίκητον και Άβατον δια τον πόλεμον.» Και εις αυτά μεν τα παραδείγματα, η σημασία της χώρας είναι πρόδηλος, διότι υπάρχει ρητή αντίθεσις αυτής προς τας πόλεις. Αλλά κατά την σοφήν παρατήρησιν Ερίκου του Στεφάνου, εν γένει η λέξις και μη φέρουσα μεθ αυτής την αντίθεσιν ταύτην δύναται να εξηγηθή πολλάκις εις την ανωτέρω σημασίαν· και ιδίως οι ιστορικοί ομιλούντες περί της υπό αλλοτρίων εθνών ερημώσεως χώρας τινός μεταχειρίζονται συνήθως την λέξιν ταύτην εις την έννοιαν του υπαίθρου, του ανοικτού πεδίου.
Εις αυτήν την έννοιαν μετεχειρίσθη αναμφιβόλως και ο Πορφυρογέννητος την λέξιν εν τω προκειμένω μέρει της συγγραφής του, λέγων ότι εσθλαβώθη όχι όλη η Πελοπόννησος ουδ όλον το θέμα της Πελοποννήσου, αλλά η χώρα, ό εστι το ύπαιθρον, το ατείχιστον πεδίον. Και τω όντι η μαρτυρία του αύτη προςεγγίζει πολύ εις τα πράγματα Φαλλμεραϋέρου (σελ. 54-56) ότι αι πόλεις και τα τετειχισμένα μέρη δεν φέρουσι κανέν ίχνος Σλαβισμού. Εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα της Πελοποννήσου, κατά τον Πορφυρογέννητον, ότε ο λοιμικός θάνατος πάσαν εβόσκετο την οικουμένην, βασιλεύοντος Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου. Τι ηθέλησε να σημάνη δια τούτου ο Πορφυρογέννητος; την εποχήν μόνην της εποικήσεως η και τον τρόπον αυτής; Και ενταύθα γεννάται το σπουδαίον ζήτημα, τίνι τρόπω εγένετο η εποίκησις των Σλάβων εν γένει εις το Βυζαντινόν κράτος και ιδία εις την Πελοπόννησον; Δια κατακτήσεων, δια πολεμίων και καταστρεπτικών ειςβολών, η δι ειρηνικών μεταναστάσεων και συμβάσεων;
Ελάβομεν ήδη αφορμήν να εκθέσωμεν την περί τούτου γνώμην του Φαλλμεραϋέρου. Είδομεν ανωτέρω ότι κατ αυτόν, η Πελοπόννησος κατεκτήθη και κατετροπώθη δια μακράς σειράς καταστρεπτικών ειςβολών των Σλάβων, οίτινες κατέστρεψαν τους αρχαίους κατοίκους της και εδέσποσαν αυτής ανιλεώς. Ο Κοπιτάρος δεν είναι αυτής της γνώμης· «Παραδέχομαι, λέγει, ότι πολλοί Σλάβοι επώκησαν εις την από του Ίστρου μέχρι της Μαλέας χερσόνησον· αλλά νομίζω την εποίκησιν ταύτην γενομένην πολύ ειρηνικώτερον αφ ότι φρονεί ο Φαλλμεραϋέρος, όστις ομιλών περί των εις Γερμανίαν μεταναστευσάτων Σλάβων δεν δύναται και ο ίδιος να μη ομολογήση, αν και προς βλάβην του συστήματός του, την ιστορικήν ταύτην αλήθειαν, ότι άμα μεταναστεύσαντες εδόθησαν εις την γεωργίαν, έκτισαν πόλεις και χωρία, εστόλισαν μ επαύλεις τας ερημοτέρας φάραγγας και κοιλάδας, ησχολήθησαν μ επιτηδειότητα και δραστηριότητα περί την κτηνοτροφίαν, το εμπόριον και τας τέχνας και εν γένει εφάνησαν δραστηριώτεροι όλων των Γερμανικών και Λατινικών φυλών, είτε διότι προτού αποίκησωσι προς μεσημβρίαν και δυσμάς, είχον ήδη βαθμόν τινα πολιτισμού, είτε διότι εκινούντο από ζωηρόν αίσθημα μιμήσεως και κατενόησαν την νέαν αυτών θέσιν ταχύτερον παρά τους Άβαρας και τας άλλας φυλάς όσαι άφευγον την γεωργίαν και τους μόχθους του βίου Χάρις εις την αθλιότητα της Βυζαντινής Κυβερνήσεως, κανός τόπος δεν έλειπεν εις τας Ευρωπαϊκάς της επαρχίας, από αυτής της αρχής της μεταναστάσεως. . . Και αυτή η παρά του Φαλλμεραϋέρου υποδεικνυόμενη περίστασις ότι τα Σλαβικά χωρία εκτίσθησαν όχι εις την θέσιν των Ελληνικών αλλά πλησίον αυτών, αποδεικνύει ότι τα αρχαία χωρία υφίσταντο ότε τα νέα εκτίσθησαν και επομένως ότι η εποίκησις εγένετο ειρηνικώς· εννοείται ότι εν τω μεταξύ δεν έλειπον και σχέσει βίαιαι, τούτο το αποδεικνύει η κατά το 807 έτος ήττα των Σλάβων και ο φόρος τον οποίον ετάχθησαν να πληρόνωσιν εις την εν Πάτραις εκκλησίαν του Αγ. Ανδρέου· ό,τι δεν δυνάμεθα να παραδεχθώμεν είναι ο άσκοπος και καταστρεπτικός πόλεμος τον οποίον πρεσβεύει ο Φαλλεμραϋέρος· τοιαύται συμφοραί δεν διαφεύγουσιν ευκόλως την ιστορίαν· ό,τι την διαφεύγει είναι αι ειρηνικαί και βαθμιαίαι και επανειλημμέναι μεταναστάσεις των οποίων τα αποτελέσματα δεν γίνονται επαισθητά ειμή μετά πολύν χρόνον.» Το ευφυέστατα εκτεθειμένον τούτο σύστημα του Κοπιτάρου παρηκολούθησε και ο Ζιγκεϊζένος, μολονότι αι ακατάπαυστοι αμφιβολίαι του δεικνύουν ότι έχει περί του πράγματος ακόμη δισταγμούς τινας. «Αι συνεχείς θύελλαι, λέγει, αίτινες επέσκηψαν εντός της προηγουμένης εκατονταετηρίδος (δηλαδή της έκτης) εις τας αρκτικάς του Βυζαντινού κράτους επαρχίας. δεν ετάραξαν η ολίγον μόνον ετάραξαν την Ελλάδα, την Πελοπόννησον και τας παρακειμένας νήσους. Τα λέιψανα του Ελληνικού λαού, πιεζόμενα προς μεσημβρίαν υπό των βαρβαρικών ειςβολών των παρελθουσών εκατονταετηρίδων, απέκτησαν δι ειρηνικών σχέσεων μετά των εποίκων νέαν δύναμιν και ρώμην την οποίαν εζήτησαν θαραλέως να μεταχειρισθώσιν προς υπεράσπισιν της θρησκευτικής και διανοητικής υπάρξεώς των, μεταπλασθείσης ήδη επί το οριστικώτερον και ισχυρότερον υπό την κραταιάν επιροήν του Χριστιανισμού.
Και ταύτα μεν έχουσι σαφώς, αλλά κατωτέρω (σ. 742) ο συγγραφεύς ομιλών περί του χωρίου του Πορφυρογεννήτου του διαλαμβάνοντος πότε εσθλαβώθη η Πελοπόννησος, εμπίπτει περί της εννοίας αυτού εις δεινούς δισταγμούς· «Το χωρίον τούτο δεν μας πληροφορεί, λέγει, ούτε περί του είδους και της διευθύνσεως ούτε περί της εκτάσεως και του τέλους των Σλαβικών αυτών ειςβολών· δεν ηξεύρομεν αν τα στίφη τα αφιχθέντα εις την Πελοπόννησον αφήκαν τωόντι αποσπάσματα τινά εις τας βορείους επαρχίας εις την Θεσσαλίαν και την Ήπειρον, εις την Βοιωτίαν και την Αττικήν, εις την Φωκίδα και την Λοκρίδα, εις την Αιτωλίαν και την Ακαρνανία, ουδέ δυνάμεθα να προςδιορίσωμεν εις ποίας επαρχίας της Πελοποννήσου ιδίως εξατάθησαν τα Σλαβικά καταστήματα, αν τούτο έγινεν ειρηνικώς η οι έποικοι ηναγκάσθησαν να κυριεύσωσι δια των όπλων την χώραν και τας κατοικίας των και εις τίνας εν γένει σχέσεις διετέλεσαν κατ αρχάς μετά των αρχαίων κατοίκων.» Μικρόν δε κτωτέρω, επανέρχεται ο συγγραφεύς μας οριστικώς εις την περί ειρηνικής εποικήσεως γνώμην του λέγων τα εξής. « Η ύπαρξις Σλαβικών εποίκων εις την Ελλάδα και εις την Πελοπόννησον είναι αναμφίβολος· κατασταθέντες και εξαπλωθέντες αυτόθι, ούτοι απετέλεσαν απέναντι των αρχαίων κατοίκων ιδίας κοινότητας, ήγειρον παρά τας ΕλληνικορΡωμαϊκάς πόλεις και κώμας νέας Σλαβικάς κατοικίας, και εν γένει όπου η επιροή των υπερίσχυσε, μετωνόμασαν κατά την ιδίαν γλώσσαν, και όρη και ποταμούς και κοιλάδας και επαρχίας. Άλλως τε η ανωτέρω εκτεθείσα γνώμη ότι αι εποικήσεις των Σλάβων εις την Ελλάδα και εις την Πελοπόννησον εγένοντο κατά μικρόν και το πλείστον ειρηνικώ τω τρόπω δύναται, νομίζω, να υποστηριχθή προ πάντων ως προς τας επί Κοπρωνύμου μεταναστάσεις αίτινες βεβαίως δεν επεριορίσθησαν εις τα έτη 746 και 747. Ούτω και μόνον δύνανται να εξηγηθώσιν αφ ενός η απαρατήρητος αρχή της βραδύτερον αποκαλυφθείσης μεγάλης Σλαβικής μεταβολής και αφ ετέρου αι επί της Ελληνικής γης τύχαι των Σλαβικών φυλών καθόσον ιστορικώς δυνάμεθα να τας παρακολουθήσωμεν.»
Το οριστικόν λοιπόν σύστημα του Ζιγκεϊζένου συμφωνεί με τότού σοφού Κοπιτάρου. Η εποίκησις εγένετο το πλείστον ειρηνικώς· τούτο εξάγεται κατ αυτούς ιδώς από την σιωπήν όλων των ιστοριογράφων περί της αρχής της εποικήσεως ταύτης, εξάγεται προς τούτοις από την παράλληλον ύπαρξιν Σλαβικών και Ελληνικών καταστημάτων επί της Ελλάδος και εκ της υποτελούς θέσεως εις την οποίαν αναφαίνονται οι Σλάβοι εν τη Ελληνική ιστορία. Με την γνώμην ταύτην συμφωνώ τόσω μάλλον όσω νομίζω ότι υπαχουσι και άλλοι πολλοί λόγοι υπέρ αυτής μαχόμενοι και ότι ιδίως η αρχή της εποικήσεως δεν έμεινεν απαρατήρητος, αλλ εξιστορήθη ακριβέστατα υπό του Πορφυρογεννήτου. Προ πάντων πρέπει να διακρίνωμεν τας επιδρομάς από τας εποικήσεις. Αι επιδρομαί των Σλαβικών φυλών εγένοντο δι όλου σχεδόν του έκτου αιώνος, η δε εποίκησις αρξαμένη εις τας βορείους επαρχίας του Βυζαντινού κράτους κατά τον έβδομον, έφθασεν εις την Πελοπόννησον περί τα μέσα του ογδόου αιώνος. Αι επιδρομαί υπήρξαν κατά το μάλλον η ήττον καταστρεπτικαί, χωρίς όμως ν αφήσωσι ουδέν μόνιμον ίχνος επί της Ελληνικής γης· αι εποικήσεις εγένοντο ειρηνικώς, και έσχον ουσιώδη επιροήν επί της τύχης του Ελληνικού λαού. Άλλα αίτια επροκάλεσαν τας πρώτας άλλας τας δευτέρας. Ας διεξέλθωμεν ήδη επιτροχάδην την ιστορίαν και τούτων και εκείνων. Αι επιδρομαί των κυρίως Σλάβων φαίνεται ότι ήρχισαν ευθύς εξ αρχής η μικρόν προ της βασιλείας του μεγάλου Ιουστινιανού· είναι δε βέβαιον ότι δεν έπαυσαν έκτοτε εκ διαλειμμάτων μαστίζουσαι τας ευρωπαϊκάς επαρχίας του Βυζαντίου δι όλου του έκτου αιώνος. Ιδού πως εκφράζεται εν γένει περί αυτών ο Προκόπιος, ως προς το μεγαλήτερον μέρος της βασιλείας του Ιουστινιανού. «Ιλλυριούς δε και Θράκην όλην, είη δ αν εκ κόλπου του Ιονίου μέχρι εις τα Βυζαντίων προάστεια, Ούννοι τε και Σκλαβηνοί και Άνται σχεδόν ανά παν καταθέοντες έτος εξ ου Ιουστινιανός παρέλαβε την Ρωμαίων αρχήν, ανήκεστα έργα ειργάσαντο τους ταύτη ανθρώπους· πλέον γαρ εν εκάστη εςβολή οίμαι η κατά μυριάδας είκοσιν είναι, των τε ανηρημένων και ήνδραποδισμένων ενταύθα Ρωμαίων. . . ουμέν τοι ουδέ Πέρσαις η Σαρακηνοίς η Ούννοις η των Σκλαβηνώνγένει η των Άλλων βαρβάρων τισίν ακραιφνέσιν εκ Ρωμαίων της γης ξυνηνέχθη απαλλαγήναι· εν τε γαρ τοις εφόδοις και πολλω μάλλον εν τε πολιορκίαις και ξυμβολαίς, εναντιώμασι πολλοίς προςεπταικότες, ουδέν τι ήσσον ξυνδιεφθάρησαν.» Ο αριθμός των είκοσι μυριάδων αίτινες κατ έτος ανηρούντο και ηνδραποδίζοντο· είναι πρόδηλος υπερβολή του Προκοπίου, διότι κατά την την ορθήν παρατήρησιν του Γίββωνος, υποτίθησι την εξαφάνισιν 6,000,000. και επέκεινα ανθρώπων, μικρόν δηλαδή ολιγωτέρων αφ όσους κατοίκους έχει σήμερον όλη η από του Ίστρου μέχριτής Μαλέας μεγάλη χερσόνησος. Όπως όμως κ εάν ήναι φαίνεται βέβαιον ότι αι επιδρομαί αύται των Σλάβων εσυνωδεύθησαν με μεγάλας καταστροφάς· διαβαίνοντες συχνά τον Ίστρον, ούτοι ελεηλάτουν την χώραν επολιόρκουν και εκυρίευον ενίοτε πόλεις και φρούρια και πολλάκις απήγον οίκαδε μέγαν ποσόν δούλων και λείας. Αλλ είναι ουχ ήττον βέβαιον ότι δεν κατεστάθησαν, δεν εκατοίκησαν καθ όλην εκείνην την εποχήν ουδαμού του Βυζαντινού κράτους, μονίμως· ειςέβαλλον, ελεηλάτουν, αλλ η κατεστφοντο η απήροντο. Αι μαρτυρίαι του Προκοπίου, του Αγαθίου, του Μενάνδρου και του Σιμοκάττου δεν αφίνουσι περί τούτου ουδεμίαν αμφιβολίαν, μηδέ δύνανται να κατισχύσωσιν αυτών η αυθέκαστος γνώμη του Φαλλμεραϋέρου βεβαιούντος το εναντίον, και αι αμφίροποι εικασίαι του Ζιγκεϊζένου. Πριν η εξετάσωμεν τας νεωτέρας ταύτας δόξας, ας διεξέλθωμεν τους αρχαίους συγγραφείς.
Ο Προκόπιος διηγείται αν όχι όλας όμως βεβαίως τας σημαντικωτέρας ειςβολάς των Σλάβων όσαι μέχρι του 552 έτους συνέβησαν και όχι μόνον εις κανέν μέρος των διηγήσεών του δεν λέγει ότι οι Σλάβοι ενεκατεστάθησαν κατά την εποχήν εκείνην εντός του Βυζαντινού κράτους, αλλ απεναντίας αείποτε έχει την πρόνοιαν του να προςεπιφέρη ότι η κατεςρέφοντο και αυτοί η απεχώρουν μετά την εισβολήν των εις τα ίδια. Ούτως εξιστορήσας την μεγάλην Ουννικήν εισβολήν του 540 έτους, την οποίαν αναφέρω ενταύθα διότι πιθανώς έλαβον εις αυτήν μέρος και Σλαβικαί φυλαί και διότι οι Βυζαντινοί ενίοτε εσύγχεον τους Ούννους με τους Σλάβους επιφέρει. « Και τότε χρήματα έχοντες, αιχμαλώτων τε μυριάδας δύο και δέκα απαγόμενοι, επ οίκου παντες ανεχώρησαν.» Ούτω και άλλην των Ούννων εισβολήν διηγούμενος, τελευτά λέγων « ξύν πάση τη λεία επ οίκου απεκομίσθησαν.» Ούτω τέλος των Θερμοπυλών ν’ αναχαιτίση δεν εδυνήθη προςεπάγει. «Ούτω τε σχεδόν άπαντας Έλληνας, πλήν Πελοποννησίων διεργασάμενοι απεχώρησαν·»
Τα αυτά βλέπομεν και εις τας επιδρομάς των κυρίως Σλαβικών φυλών. Περί τας αρχάς της βασιλείας του Ιουστινιανού Άνται, φυλή Σλαβική διαβάντες στρατώ μεγάλω τον Ίστρον εισέβαλον εις την γην των Ρωμαίων· αλλ ο ανεψιός του αυτοκράτορος Γερμανός, τυγχάνων τότε στρατηγός της Θράκης και ελθών εις χείρας μετά του ςρατού των πολεμίων και νικήσας αυτούς κατά κράτος «σχεδόν τι άπαντας έκτεινε. «Τω 546 έτει έγινε μεγάλη Σλάβων εισβολή, αλλ οι εχθροί ούτοι κατετροπώθησαν υπό των συμμάχων του Βυζαντίου Ερούλων. «Βαρβάρων γαρ Σκλαβηνών πολύς όμιλος έτυχον έναγχος διαβάντες μεν ποταμόν Ίστρον, ληϊσάμενοι δε τα εκείνη (Θράκη) χωρία και Ρωμαίων εξανδραποδίσαντες πάμπολυ πλήθος· οίς δη Έρουλοι εκ του αιφνιδίου ες χείρας ελθόντες, νικήσαντες τε παρά δόξαν μέτρω σφάς πολλώ υπεραίροντας, αυτούς τε κτείνουσι και τους αιχμαλώτους ες τα οικεία ξύμπαντας αφήκαν ιέναι·»
Τω 548 έτει Σκλαβηνών στράτευμα εισέβαλεν εις την Ιλλυρίαν και μολονότι οι άρχοντες των Ιλλυριών δεν ετόλμησαν να έλθωσι εις χείρας μετά των εχθρών, τους παρηκολούθησαν όμως μετά πεντακιςιλίων και μυρίων· στρατιωτών μέχρι της απελεύσεώς των από της χώρας. Τω 550 έτει στράτευμα Σκλαβηνών μόλις εις τριςχιλίους συμποσούμενον διέβησαν τον ποταμόν Ίστρον, εισέβαλον εις την Ιλλυρίαν και εις την Θράκην, κατετρόπωσαν τα Βυζαντινά στρατεύματα όσα ηθέλησαν ν αντισταθώσι, εκυρίευσαν το επιθαλάσσιον φρούριον Τόπερον έσφαξαν μέγα πλήθος αιχμαλώτων, εζώγρησαν και πολλούς αλλά αφού έπραξαν ταύτα πάντα «επ οίκου απεκομίσθησαν άπαντες.»Τω 551 έτει Σκλαβηνών όμιλος «όσος ούπω πρότερον αφίκετο ες Ρωμαίων την γην, «επί σκοπώ του να εκπορθήση την Θεσσαλονίκην και τας περί αυτήν πόλεις. Μόνη η αγγελία ότι έρχεται κατ αυτών ο ανδρείος ανεψιός του βασιλέως Γερμανός τους εβίασε ν αλλάξωσι σχέδιον και να διευθυνθώσι προς τα όρη της Δαλματίας· μετ ολίγον δε ενωθέντες με άλλους ομοφύλους των κατόπιν εισβαλόντας, ώρμησαν αύθις εις λεηλασίαν και επροχώρησαν μέχρι των μακρών τειχών· αλλ εκεί τους εκτύπησαν οι Ρωμαίοι «και των μεν πολεμίων πολλούς έκτειναν, Ρωμαίων δε των αιχμαλώτων μέγα τι διεσώσαντο χρήμα. Οι δε λοιποί βάρβαροι ξύν τη άλλη λεία επ οίκου απεκομίσθησαν.»
Τω 552 έτει Σκλαβηνών πολύς όμιλος επέσκηψαν εις την Ιλλυρίαν· ο Ιουστινιανός έπεμψε κατ αυτών στράτευμα αρχηγούμενον, μεταξύ Άλλων και υπό των παίδων του ήδη αποβιώσαντος Γερμανού και το στράτευμα τούτο έκτεινε μεν πολλούς των εχθρών και εζώγρησε, αλλά δεν ετόλμησε φαίνεται να έλθη εις χείρας μετά των πολεμίων οίτινες λεηλατήσαντες την χώραν και εξανδραποδίσαντες ανάριθμα πλήθη «επ οίκου απεκομίσθησαν ξύν πάση τη λεία.» Και ταύτα μεν κατά Προκόπιον. Τω δε 558 έτει εγένετο μεγάλη Ούννων εισβολή, την οποίαν επιμελώς διηγείται ο Αγαθίας εν τη έ. των ιστοριών του. Ζαβεργάν ο των βαρβάρων εκείνων ηγεμών συν πλείστοις όσοις ιππόταις επιδραμών και παραμειψάμενος Μυσίαν τε και Σκυθίαν, τη Θράκη προσέβαλεν.Εκεί δε διελών τον στρατόν του εις τρία, έστειλε μίαν μοίραν αυτού ανά την Ελλάδα, άλλην εις την Θρακικήν χερσόνησον και αυτός επί κεφαλής επτακιςχιλίων ιπποτών διευθύνθη προς την Κωνσταντινούπολιν. Αλλ οι μεν ανά την Ελλάδα εσταλμένοι δεν εκατόρθωσαν ουδέν εξιαφήγητον, ουδέ τας Θερμοπύλας ηδυνήθησαν να εκπορθήσωσιν· η δε κατά της Χερσονήσου ορμήσασα μοίρα απεκρούσθη χάρις εις την φρόνησιν και την ανδρίαν Γερμανού του Δωροθέου· η δε την βασιλίδα πολιορκήσασα ηττήθη επίσης από τον πολιόν ήδη νικητήν των Βανδίλων και γότθων Βελισάριων· άπασαι δε αι μοίραι αύται συνενωθείσαι αύθις εις την Θράκην και λεηλατήσασαι την χώραν «της οίκαδε είχοντο πορείας.»
Μετά την τελευταίαν ταύτην εισβολήν των Ούννων, το κεκμηκός σώμα του Βυζαντινού κράτους ηρέμησεν εν τη Ευρώπη είκοσιν ολόκληρα έτη. Αλλά το 578 έτος εκατόν περίπου χιλιάδες Σλάβων εισέβαλον αύθις εις την Θράκην. Τα σωζόμενα του Μενάνδρου περιέχουσιν περί της εισβολής ταύτης ολίγα μεν τινά, αλλ ικανά να μας φωτίσωσι περί της εκβάσεως αυτής. « Κεραϊζομένης, λέγει, της Ελλάδος υπό Σκλαβηνών και απανταχόσε αλλεπαλήλων αυτή επηρτημένων των κινδύνων, ο Τιβέριος ουδαμώς δύναμιν αξιόμαχον έχων ουδέ προς μίαν μοίραν των αντιπάλων, μη τι γε και προς πάσαν, ούτε μην οίός τε ων πολέμοις σφισίν υπαντιάζειν τω ανά τους εώους πολέμους τας Ρωμαίων τετράφθαι δυνάμεις, πρεσβεύεται ως Βαϊανόν τον ηγεμόνα των Αβάρων, τηνικαύτα ουδυςμενώς έχοντα προς Ρωμαίους, άλλως δε τη καθ ημάς πολιτεία χαίρειν εθέλοντα δήθεβ ευθύς εκ προοιμίων της αυτού Τιβερίου βασιλείας· ταύτη τοι και πείθει γε αυτόν κατά Σκλαβηνών άρασθαι πόλεμον, ως αν οπόσοι την Ρωμαίων δηούσι τοις οικείοις ανθελκόμενοι κακοίς, επαρκέσαι τε βουλόμενοι τη πατρώα κατά το μάλλον παύσαιντο μεν του την Ρωμαϊκήν λεηλατείν, οι δε περί της οικείας τον κίνδυνον αναδέξονται.» Ο ηγεμών των Αβάρων εδέχθη προθύμως και εξετέλεσε την εντολήν της Βυζαντινής αυλής, όχι τόσον δια να ευχαριστήση αυτήν όσον δια να εκδικηθή τους κινήσαντας την οργήν και απέχθειάν του Σλάβους και να ωφεληθή από τα πλούτη τα οποία προ τόσου χρόνου δεν έπαυον αρύοντες από το Βυζαντινόν Κράτος, αυτοί πώποτε άχρι της εποχής εκείνης μη παθόντες λεηλασίαν τινά, κατά Μένανδρον. Αι από του 52 μέχρι του 593 ειςβολαί των Σλάβων εξετάθησαν ήδη ανωτέρω εν πλάτει (σελίδες 18 – 46 της παρούση πραγματείας). Εκεί απεδείξαμεν ότι καθ όλον τούτο το δωδεκαετές διάστημα οι σλάβοι πέραν μεν της Θράκης δεν επροχώρησαν ποτέ, εξεβλήθησαν δε και από της Θράκης και ενικήθησαν επί τέλους εν τη ιδία αυτών χώρα. Από δε το 593 έτος μέχρι του 600 οι Ρωμαίοι δν έπαυσαν σχεδόν διαβαίνοντες τον Ίστρον και κατατροπούντες τους Σλάβους εις αυτά της Δακίας τα βάθη.
Τοιαύτα τα των Σλάβων μέχρι του τέλους του έκτου αιώνος· ειςήρχοντο εκ διαλειμμάτων εντός του Βυζαντινού Κράτους, ελεηλάτουν, αλλ η καταστρέφοντο η απήρχοντο. Άλλως φρονούσιν ό,τε Φαλλμεραϋέρος και ο Ζιγκεϊζένος. «Ο Προκόπιος, λέγει ο πρώτος (εν σελ. 161), μαρτυρεί ρητώς ότι επί της εποχής του οι βάρβαροι κατώκουν παρά τον ήχιον ποταμόν πλησίον της Θεσσαλονίκης αυτής, ότι τα Τέμπη ήσαν έρημα και ότι οι κάτοικοι της Λαρίσσης δεν ετόλμων να εξέλθωσι εις τα χαριέστατα αυτών περίχωρα δια τον φόβον των εις τα πέριξ όρη κατοικούντων Σλάβων. Η πρότερον ανθηρά Διοκλητιανούπολις απώλεσεν εις μίαν επιδρομήν των βαρβάρων τούτων όλους αυτής τους κατοίκους και ήτο ήδη επί της εποχής του ελεεινόν ερείπιον.» Ο Προκόπιος όμως δεν λέγει τίποτε από όλα ταύτα. Ιδού το περί Θεσσαλονίκης και του ποταμού ηχίου κέιμενόν του. «ει δε τις ποταμός, Θεσσαλονίκης ουκ άποθεν, ήχιος όνομα· ος δη χώραν αγαθήν τε και γεώδη περιερχόμενος, τας εκβολάς εις την θάλασσαν την εκείνη ποιείται. Προςήνης δε ο ποταμός εστι, γαλήνιός τε ύδωρ και πότιμον· εν γη χθαμαλή αρόματα πολλά, έλος εύνομον. Και ταύτη μεν ευδαιμονίας η χώρα, ευ έχει. Βαρβάροις δε λίαν ευέφοδος ούσα ετύγχανεν, ούτε φρούριον εν σημείοις τεσσαράκοντα, ούτε άλλό τι έρυμα έχουσα· Διο δη ο βασιλεύς παρά τε τας του ηχίου ποταμού εκβολάς και την της θαλάσσης ηϊόνα φρούριον ώκοδομήσατο εχυρώτατον, καινουργήσας αυτός, όπερ Αρτεμίσιον επωνόμασται.» Ο Προκόπιος λοιπόν δεν λέγει ότι παρά τον ήχιον κατώκουν βάρβαροι, αλλ ότι η παρ αυτώ χώρα ήτο ευέφοδος εις τους βαρβάρους οίτινες συνεχώς ειςέβαλλον εις το Βυζαντινόν κράτος. Περί Λαρίσσης ιδού τι αναγινώσκω εις αυτόν. « Ωράϊσται δε αυτώ (τω Πηνειώ) περιρεομένη πόλις η Λάρισσα. . . εύφορός τε ουν εστιν η χώρα, καρπων παντοδαπών και ποτίμοις ύδασι κατακορής άγαν· ων περ ονίνασθαι ως ήκιστα είχον περίφοβοι όντες οι τη δε ωκημένοι, καραδοκούντες αεί τους βαρβάρους εγκείσθαί σφισιν· επεί ουδαμή των ταύτη χωρίων οχύρωμα ην, όπη αν και καταφυγόντες σωθήσονται. Αλλά και Λάρισσαν και Καισάρειαν, πεπονηκότων σφίσιν άγαν των ερυμάτων, σχεδόν και ατειχίστους είναι συνέβαινε· βασιλεύς δε Ιουστινιανός άμφω τείχη ισχυρότατα ποιησάμενος, γνησία τη χώρα ευδαιμονία ξυνώκισεν.» Και εν ταύθα λοιπόν ο λόγος περί της απειλουμένης τον Ίστρον ελεηλάτουν τας επαρχίας του Βυζαντινού Κράτους, και όχι περί βαρβάρων κατοικούντων εις τα πέριξ όρη. Τελευταίον περί Διοκλητια νουπόλεως ευρίσκω εις τον Προκόπιον τα εξής. «Πόλις δε ην τις επί Θεσσαλίας, Διοκλητιανούπολις όνομα, ευδαίμων μεν το παλαιόν γεγενημένη, προϊόντος δε του χρόνου βαρβάρων οι επιπεσόντων καταλυθείσα και οικητόρων έρημος γεγονυία επί μακρότατον.» Η πόλις αύτη κατεστράφη, ως και άλλαι τινές, εις μίαν επιδρομήν των βαρβάρων, αλλ όχι υπό Σλάβων κατοικούντων εις τα πέριξ όρη, ως βεβαιοί ο Φαλλεραϋέρος.
Εν σελ. 169 αξιοί ο Φαλλμεραϋέρος ότι οι το 578 έτος επιδράμοντες Σλάβοι, εισέβαλον πιθανώς και εις την Πελοπόννησον, αν και ο Μένανδρος δεν λέγη τούτο ρητώς· μετά μίαν δε σελίδα, τρέπων την πιθανότητα, ταύτην εις βεβαιότητα και παραδεχόμενος ήδη όχι απλήν εισβολήν, αλλά μόνιμον εγκατάστασιν, αποφαίνεται με το σύνηθες ποιητικόν του ύφος. «Από της εποχής ταύτης εκάλυψεν όλην την από Θερμοπυλών μέχρι Ταινάρου αρχαίαν Ελλάδα αιμοσταγές νέφος, μετά την διάλυσιν του οποίου βλέπομεν τους κατοίκους της γης εκείνης εντελώς αλλοιωθέντας κατά τε τα ήθη και την γλώσσαν, και την θρησκείαν κλπ. κλπ. «Αλλά τα πλάσματα της φαντασίας δεν κατισχύουσιν της ιστορικής αληθείας. Ο Μένανδρος λέγει ρητώς ότι ο ηγεμών των Αβάρων εισέβαλε το 578 έτος, κατ αίτησιν του βασιλέως Τιβερίου, εις την χώραν των Σλάβων δια να βιάση τους αποδημήσαντας να επανέλθωσιν εις τας εστίας των προς υπεράσπισιν των οικογενειών και της περιουσίας αυτών. Είναι αληθές ότι το κολοβωμένον τεμάχιον του Μενάνδρου δεν προςθέτει αν οι Σλάβοι ούτοι τωόντι επανήλθον, αλλά το πράγμα είναι τόσον πιθανόν ώστε αυτός ο Φαλλμεραϋέρος αναγκάζεται να παραδεχθή (εν σελ. 170) ότι οι κατά την Θράκην ευρισκόμενοι Σλάβοι, επανέκαμψαν προς υπεράσπισιν της χώρας των. Εκτός τούτου, πως είναι δυνατόν να υποθέσωμεν μόνιμον εγκατάστασιν των Σλάβων τούτων ενώ τας μεν ιδίας οικογενείας αφήκαν οίκοι, εντός δε του Βυζαντινού Κράτους δεν ησχολούντο εις άλλο, κατά τον συγραφέα μας, ειμή εις το να εξολοθρεύσωσιν την εγχώριον φυλήν. Ειμπορούμεν να παραδεχθώμεν μόνιμον εγκατάστσιν άνευ οικογενείας; Η ανυπόστατος γνώμη του Φαλλμεραϋέρου ότι οι Σλάβοι κατέκτησαν την Πελοπόννησον μεταξύ των ετών 584 -593 και ιδίως το 589 έτος ανηρέθη ήδη ανωτέρω εν πλάτει. Ο δε Ζιγκεϊζένος λέγει (εν σελ. 689) ότι η επί του Ελληνικού εδάφους πρώτη των Σλάβων εγκατάστασις ανατρέχει ίσως εις την εποχήν ταύτην του έτους 578. Αλλ ο συγγραφεύς ούτος αποφαίνεται εν γένει περί του ζητήματος τούτου με τόσους δισταγμούς, και με τόσας αμφιβολίας ώστε κυρίως δεν ειμπορούμεν να γνωρίσωμεν ποία είναι η οριστική γνώμη του. Ούτως ενώ εκφέρει ήδη την εικασίαν ταύτην, εν σελ. 704 λέγει ότι η επιτού Ελληνικού εδάφους πρώτη εποίκησις των Σλάβων δύναται ευλόγως να ανατρέξη μέχρι της εποχής των επί του Χαγάνου Αβαροσλαβικών πολέμων, εποχής μεταγενεστέρας της ανωτέρω μνημονευθείσης και ενώ εις την τελευταίαν ταύτην γνώμην του περιλαμβάνει προδήλως και την Πελοπόννησον εν σελ., 171 πάλιν επιφέρει ότι η Χερσόνησος αύτη δεν εκατοικήθη υπό των Σλάβων ειμή κατά τα έτη 746 και 747.
Η αλήθεια είναι ότι καθ όλας τας μαρτυρίας και καθ όλας τας πιθανότητας μόνιμος εγκατάστασις Σλάβων εις το Βυζαντινόν Κράτος εντός του έκτου αιώνος δεν εγένετο ουδεμία. Αι εποικήσεις των φυλών τούτων ήρξαντο εντός της επομένης εκατονταετηρίδος και εξετελέσθησαν όχι δια κατακτήσεως της Βυζαντινής χώρας, όχι βία της Βυζαντινής κυβερνήσεως, αλλά δυνάμει συμβάσεων μετ αυτής προς εκτέλεσιν οικείων αυτής βουλευμάτων γενομένων. «Ότι οι Χρωβάτοι οι εις τα Δελματίας νυν κατοικούντες μέρη, λέγει ο Πορφυρογέννητος, από των αβαπτίστων Χρωβάτων και των άσπρων επονομαζομένων κατάγονται. . . οι δε αυτοί Χρωβάτοι εις τον βασιλέα των Ρωμαίων Ηράκλειον πρόςφυγες παρεγένοντο προτού τους Σέρβλους προςφυγείν εις τον αυτόν βασιλέα Ηράκλειον, κατά τον καιρόν ον οι Άβαρες πολεμήσαντες απ εκείσε (από της Δαλματίας) τους ωμάνους εναπεδίωξαν· ους ο βασιλεύς Διοκλητιανός από ώμης αγαγών, εκείσε κατεσκήνωσε, διο και ωμάνοι εκλήθησαν δια το από ώμης μετοίκους αυτούς γενέσθαι εν ταις τοιαύταις χώραις ήγουν της νυν καλουμένης Χρωβατίας και Σερβλίας· παρά δε των Αβάρων εκδιωχθέντες οι αυτοί ωμάνοι εν ταις ημέρας του αυτού βασιλέως Ρωμαίων Ηρακλείου, αι τούτων έρημοι καθεστήκασι χώραι. Προς τάξει ουν του βασιλέως Ηρακλείου, οι αυτή Χρωβάτοι καταπολεμήσαντες και από τα εκείσε τους Αβάρους εκδιώξαντες, Ηρακλείου του βασιλέως κελεύσει εν τη αυτή των Αβάρων χώρα εις ην νυν οικούσι, κατεσκήνωσαν… ο δε βασιλεύς Ηράκλειος αποστείλας και από ρώμης αγαγών ιερείς και εξ αυτών ποιήσας αρχιεπίσκοπον και επίσκοπον και πρεσβυτέρους και διακόνους τους Χρωβάτους εβάπτισε. . . ότι ο άρχων Χρωβατίας εξ αρχής ήγουν από της βασιλείας Ηρακλείου του βασιλέως, δουλικώς εστιν υποτεταγμένος τω βασιλεί Ρωμαίων.»
Και κατωτέρω ο αυτό διηγείται « Ιστέον ότι οι Σέρβλοι από των άσπρων επονομαζομένων κατάγονται, των της Τουρκίας εκείθεν κατοικούντων εις τον παρ αυτοίς Βόϊκι τόπον επονομαζόμενον. . . εκείσε ουν και ούτοι οι Σέρβλοι το απ αρχής κατώκουν. Δύο δε αδελφών την αρχήν της Σερβλίας εκ του πατρός διαδεξαμένων, ο εις αυτών το του λαού αναλαβόμενος ήμισυ εις Ηράκλειον τον βασιλέα Ρωμαίων προσέφυγεν, ον και προσδεξάμενος ο αυτός Ηράκλειος βασιλεύς παρέσχε τόπον εις κατασκήνωσιν εν τω θέματι Θεσσαλονίκης τα Σέρβλια, α έκτοτε την τοιαύτην προςηγορίαν παρείληφε. Σέρβλοι δε τη των Ρωμαίων διαλέκτω δούλοι προςαγορεύονται· ταύτην δε την επωνυμίαν έσχον οι Σέρβλοι δια το δούλοι γενέσθαι του βασιλέως Ρωμαίων· μετά δε χρόνον τινα έδοξε τους αυτούς Σέρβλους εις τα ίδια δια απελθείν και τούτους απέστειλεν ο βασιλεύς· ότε δε διεπέρασαν τον Δούναβιν ποταμόν, μετάμελοι γενόμενοι εμήνυσαν Ηρακλείω τω βασιλεί δια του στρατηγού του τότε το Βελάγραδον κρατούντος, δούναι αυτοίς ετέραν γην εις κατασκήνωσιν· και επειδή η νυν Σερβλία και Παγανία και η ονομαζομένη Ζαχλούμων χώρα και Τεοβουνία, και η των Κινελιτών υπό την εξουσίαν του βασιλέως Ρωμαίων υπήρχον. . . κατεσκήνωσεν ο βασιλεύς τους αυτούς Σέρβλους εν ταις τοιαύταις χώραις και ήσαν τω βασιλεί Ρωμαίων υποτασσόμενοι· ους ο βασιλεύς πρεσβύτας από ώμης αγαγών εβάπτισε και διδάξας αυτούς τα της ευσεβείας τελείν καλώς, αυτοίς των χρόνων πίστιν εξέθετο. . . ότι ο άρχων Σερβλίας εξ αρχής ήγουν από της βασιλείας Ηρακλείου του βασιλέως δουλικώς εστιν υποτεταγμένος τω Ρωμαίων βασιλεί.»
Τοιουτοτρόπως επώκησαν δι όλου του εβδόμου αιώνος οι Σλάβοι εις διαφόρους βορείους επαρχίας του Βυζαντινού κράτους και ιδίως μεταξύ άλλων εις το θέμα του Στρυμόνος, Ιουστινιανού του ινοτμήτου εν «τοις όρεσι του Στρυμόνος και ταις διαβάθραις των κλεισουρών τούτους εγκατοικίσαντος. «Όχι κατάκτησις, όχι καταστροφαί, όχι εξόντωσις του ελληνικού γένους, αλλά ειρηνικαί συμβάσεις μεταξύ της Βυζαντινής Κυβερνήσεως και των βορείων εκείνωνεπήλυδων επεσφράγισαν ήδη το συμβεβηκός τούτο. Η δε διαφορά της ειρηνικής ταύτης εποικήσεως από τας εντός του προλαβόντος αιώνος πολεμίας ίχνος, είναι ευεξήγητος. Οι Σλάβοι δεν ήσαν εθνος εν, συμπαγές και υπό εθνάρχην ένα διατελούν, αλλά διηρημένον εις φυλάς πολλάς, εχούσας ιδίους φυλάρχους και ίδια συμφέροντα. Εξερχόμενοι εις πόλεμον δεν ωδηγούντο υπό ενός αρχηγού, ούτε υπήκουον εις μίαν γενικήν προσταγήν και εν γενικόν σχέδιον, ούτε εμάχοντο συντεταγμένοι, αλλ αγεληδόν, έκαστος κατά την ιδίαν αυτού βούλησιν και την ατομικήν γενναιότητα και τόλμην. Τοιούτος εσωτερικός οργανισμός, τοιούτος τρόπος πολέμου καθίστησιν τα έθνη ήκιστα ισχυρά προς κατάκτησιν αλλοτρίων χωρών και μόνιμον εν αυταίς δια του πολέμου εγκατάστασιν. Αφ ετέρου οι Σλάβοι ουδέ συμφέρον κανέν είχον κατ αρχάς να εγκαταλέιψωσι την πλουσία χώραν την οποίαν κατώκουν και την οποίαν, κατά Μένανδρον, μέχρι του τέλους του έκτου αιώνος εχθρός κανένας δεν είχεν έτι εκπορθήσει. Οι Σλάβοι όθεν ηδύναντο τότε να διαβαίνωσιν από καιρόν εις καιρόν τον Ίστρον, να λεηλατώσι τας επαρχίας του Βυζαντινού κράτους, να φέρωσι οίκαδε πολλούς αιχμαλώτους και πλούσια λάφυρα, αλλά δεν ηδύναντο εις πολεμίαν όντες θέσιν με το Βυζάντιον και να εποικήσωσι σταθερώς εντός των επαρχιών τουδιότι η μόνιμος δορυκτησία προϋποτίθησιν ενότητα διευθύνσεως και ενεργείας και πνεύμα στρατιωτικόν ευρύ, των οποίων αι φυλαί εκείναι ήσαν όλως αλλότριαι. Προς δέ τούτοις τίποτε δεν υπεχρέου αυτούς τότε ακόμη, ως προείπον, να παραιτήσωσι την ευδαίμονα αυτών γην ενόσω ηδύναντο και ταύτης ν απολαμβάνωσι των αγαθών και του Βυζαντινού πλούτου να τρυγώσι εκ διαλειμμάτων τους καρπούς. Αλλ από της ενάρξεως της εβδόμης εκατονταετηρίδος η θέσις των μεταβάλλεται. Πορθούσιν ήδη αυτούς οι Άβαρες υπό του ευτυχούς και μεγαλοφυούς αυτών Χαγάνου οδηγούμενοι και δουλόνουσι την χώραν των επί ικανόν χρόνον· επέρχονται μετέπειτα οι κραταιώς βασιλευόμενοι Βούλγαροι και εις νέον ζυγόν υποβάλλουσι τας αγερώχους εκείνας κεφαλάς. Έκτοτε ήτο φυσικόν πολλοί Σλάβοι, προτιμώντες την ανετωτέραν δεσποτείαν του Βυζαντίου, να ζητήσωσι σταθεράν εντός του ωμαϊκού κράτους εποίκησιν· αλλά συγχρόνως εννοούντες ότι η μετανάστευσίς των αύτη δεν ηδύνατο να κατορθωθή άνευ της συναινέσεως της Βυζαντινής κυβερνήσεως, κατέφυγον εις ειρηνικάς αιτήσεις περί τούτου και προτάσεις. Οι Βυζαντινοί είχον συμφέρον να δεχθώσι τας προτάσεις ταύτας και δια να κατοικίσωσι πολλάς χώρας της ευρείας αυτών επικρατείας ερημωθείσας από τας προλαβούσας πολυειδείς ειςβολάς και δια να προςκτήσωσιν ως εκ των αρειμανίων εκείνων εποίκων νέα στοιχεία στρατιωτικής ρώμης· τοιαύτα αμοιβαία συμφέροντα παρήγαγον βαθμηδόν το μέγα γεγονός της εποικήσεως Σλαβικών τινών φυλών εντός του Βυζαντινού κράτους. Τούτων προεκτεθέντων, έρχομαι εις το κύριον ημών ζήτημα, την εποίκησιν των φυλών τούτων εις την Πελοπόννησον. Και αν δεν είχομεν περί τούτου ειδικήν τινα μαρτυρίαν, τα προηγούμενα μόνα ήσαν ικανά να μας πείσωσι ότι και εις τούτο του Βυζαντινού Κράτους το μέρος η μετανάστευσις εγένετο ειρηνικώς, υπό την διεύθυνσιν της Βυζαντινής Κυβερνήσεως και όχι δια πολεμίας εισβολής και κατακτήσεως. Αλλά η ρήσις του Πορφυρογεννήτου συμπληρούσα την πεποίθησίν μας, αίρει εκ μέσου πάσαν αμφιβολίαν· Εσθλαβώθη, λέγει, η χώρα ότε ο λοιμικός θάνατος επί Κοπρωνύμου του βασιλέως πάσαν εβόσκετο την οικουμένην. Θέλομεν εκτιμήσει ακριβώς την έννοιαν των λόγων τούτων και βεβαιωθή ότι ο Πορφυρογέννητος δεν αναφέρει ενταύθα τον λοιμικόν θάνατον, μόνον δια να προσδιορίση την εποχήν καθ ην εγένετο η εποίκησις, αλλά και δια να υποδείξη το τε περιστατικόν το δόσαν αφορμήν εις το γεγονός και τον τρόπον με τον οποίον το γεγονός τούτο εξετελέσθη, όταν παρατηρήσωμεν ποίαι χώραι της Πελοποννήσου εκατοικήθησαν υπό των Σλάβων και ποία ιδίως μέρη αυτής εμάστισεν η φθοροποιός εκείνη νόσος.Καθ όσον ηξεύρομεν, αι φυλαί αύται εκατοίκησαν το πρώτον εις την Ηλείαν, εις την Μεσσηνάν και εις την Λακωνίαν. Εις αυτά τουλάχιστον μόνον τα μέρη της Πελοποννήσου αναφέρονται υπό των αρχαιοτέρων μαρτυριών. Εις τας δυτικάς επαρχίας μνημονεύονται ρητώς υπό του συγγραφέως της επιτομής του Στράβωνος εν τω δεκάτω αιώνι. « Νυν δε ουδέ όνομά εστιν Πισατών και Καυκώνων και Πυλίων. Άπαντα γαρ ταύτα Σκύθαι νέμονται.» Σλάβοι έγκατεστημένοι εις την Ηλείαν και εις την Πυλίαν ήσαν πιθανώτατα και οι προςβάλοντες τας Πάτρας περί τας αρχάς του εννάτου αιώνος και υποχρεωθέντες μετά την ήτταν των, να δουλεύωσι την εκκλησίαν του αγ. Ανδρέου. Εις δε την Λακωνίαν αναφέρονται υπό Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου, όστις διηγούμενος την επί Μιχαήλ του βασιλέως σταλείσαν εις την Πελοπόννησον Σλάβους επιφέρει. «Μόνοι δε οι Εζερίται και οι Μιληγγοί κατελήφθησαν (ανυπότακτοι) υπό την Λακεδαιμονίαν και το Έλος και επειδή όρος εστίν εκείσε μέγα και υψηλότατον, καλούμενον Πενταδάκτυλος και ειςέρχεται ώσπερ τράχηλος εις την θάλασσαν έως πολλού διαστήματος, δια δε είναι τον τόπον δύσκολον, κατώκησαν εις τας πλευράς του αυτού όρους εν μεν τω ενί μέρει οι Μιληγγοί, εν δε τω ετέρω οι Εζερίται.» Κατά την μαρτυρίαν ταύτην οι Σλάβοι της Λακωνίας κατώκουν το πρώτον αποστήσαντες, προςεβλήθησαν υπό του Βυζαντινού στρατηγού, κατέφυγον εις τους βράχους του Ταϋγέτου όπου ήλπισαν ότι θέλουν εύρει ασφαλές κατά της Βυζαντινής κυριαρχίας άσυλον. Εκεί επί του Ταϋγέτου εμφωλευμένους τους εύρον οι Φράγκοι κατά τον δέκατον τρίτον αιώνα. Οι Σλάβοι λοιπόν επώκησαν, το πρώτον, κατά τας αρχαιοτέρας μαρτυρίας, εις τας δυτικάς και μεσημβρινάς επαρχίας της Πελοποννήσου. Αν και αλλαχού αυτής απαντώμεν Σλαβικά τινα ονόματα, ταύτα εξηγούνται ευκόλως ως εκ των μεταναστεύσεων αυτών των ιδίων Σλάβων της Πελοποννήσου από επαρχίας εις επαρχίαν, ως εκ της μεταγενεστέρας εποικήσεως και άλλων Σλαβικών ή Σλαβιστί λαλουσών φυλών, τελευταίον ως εκ της επελεύσεως των Αλβανών οίτινες βεβαίως έφερον μεθ εαυτών και τινά Σλαβικά ονόματα της Ηπείρου εις την Πελοπόννησον. Περί πάντων τούτων θέλει γενή πλατύτερον λόγος εν τω Βω και Γώ. βιβλίω της παρούσης μελέτης. Ενταύθα περιορίζομαι να παρατηρήσω ότι η αρχαία, η πρώτη των Σλάβων εποίκησις ιδίως αναφαίνεται εις τας δυτικάς και τας νοτείους επαρχίας.
Αυτάς δε ταύτας τας επαρχίας εμάστισε και η λοιμώδης νόσος του 746 έτους. Η νόσος αύτη ήρξατο, κατά τον Θεοφάνην από Σικελίας και Καλαβρίας και ειςβαλούσα από των δυτικών παραλίων εις την Πελοπόννησον επενείματο την χώραν μέχρι της Μονεμβασίας. Ο Φαλλμεραϋέρος φρονεί κατ αρχάς ότι η νόσος εμάστισεν ιδίως την περί την Μονεμβασίαν χώραν, δηλαδή, προςθέτει, τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου. Αλλά, κατά την συνήθειάν του παρεξηγεί τα κείμενα τα οποία ρητώς λέγουν ότι το νόσημα, επισκήψαν εκ δυσμών, ώρμησεν επί την Μονεμβασίαν. Και ήθελεν είσθαι όλως απίθανον τωόντι να πάθωσιν ιδίως τα ανατολικά παράλια, ενώ το κακόν ήρχετο εκ δυσμών, η δε ημετέρα ερμηνεία είναι τόσον σύμφωνος με τα πράγματα ώστε ο Φαλλμεραϋέρος αυτός αναγκάζεται να ομολογήση εν σελ. 209, εναντίον των πρότερον ρηθέντων, ότι η μεσημβρινή παραλία έπαθεν ιδίως ως εκτού λοιμου εκείνου.Της μεσημβρινής τωόντι ταύτης πλευράς και της δυτικής πρέπει να ηλαττώθησαν οι κάτοικοι κατά την εποχήν εκείνην και επειδή εις αυτάς βλέπομεν τας αρχαιοτέρας Σλαβικάς εποικίας, η έννοια της μαρτυρίας του Πορφυριγεννήτου προκύπτει πασίδηλος από της συμπτώσεως ταύτης βλέπομεν ήδη ότι η Πελοπόννησος εσθλαβώθη όχι απλώς εις την εποχήν του λοιμικού θανάτου, αλλά και ένεκα της ερημώσεως της επισυμβάσης είςτινας αυτής επαρχίας, ως εκ του κακού τούτου. Αλλ η αιτία αύτη και σύμπτωσις δεν εξηγεί αρκετά και τον τρόπο αυτόν της εποικήσεως δεν υποδεικνύει αρκετά ότι η εποίκησις έγινε όχι δια βιαίας εισβολής και κατακτήσεως, αλλά δια ειρηνικής μεταναστεύσεως, την οποίαν πιθανώτατα επροκάλεσε και βεβαίως εδιεύθυνεν αυτή η Βυζαντινή κυβέρνησις; Τωόντι, η πολεμία εισβολή των εθνών τούτων δεν ηδύναντο να έχη άλλον σκοπόν ειμή την αρπαγήν, την λαφυραγωγίαν, τον εξανδραποδισμόν. Ήθελεν άραείσθαι τουλάχιστον παράδοξον, αν οι Σλάβοι εξέλεγον, δια να ειςβάλωσιν εις την Πελοπόννησον και να λαφυραγωγήσωσι, την εποχήν του λοιμού καθ ην όλοι οι άνθρωποι και ιδίως οι εύποροι, όσοι επεβίων, έφευγον και επομένως ο τόπος ερημώθη και από της αποδημίας επίσης και από του θανάτου. Ήθελεν είσθαι ομοίως ανεξήγητον αν οι Σλάβοι επέδραμον κατ εκείνην την εποχήν ως πολέμιοι, πως να μη διευθυνθώσι προς την διαφυγούσαν τον λοιμόν Αργολίδα, όπου κατά την ομολογίαν αυτού του Φαλλμεραϋέρου πώποτε δεν εκατεστάθησαν, αλλά προς της ερημωθείσας επαρχίας της δύσεως και μεσημβρίας; πως τελευταίον αυτοί, έθνος εξόχως γεωργικόν, ειςβαλόντες εις την Πελοπόννησον αυθαιρέτως και πολεμίως και επομένως ελεύθεροι να καταλάβωσι οποίας ήθελον χώρας, να προτιμήσωσι τα απώτατα όρη της Λακωνίας από την πρόχειρον και εύφορον πεδιάδα του Άργους. Όλα ταύτα είναι απίθανα και παράλογα.Εκτός τούτου, εις την Βυζαντινήν ιστορίαν της εποχής εκείνης δεν απαντώμεν το παραμικρόν ίχνος Σλαβικής τινος εισβολής και όμως η εισβολή αύτη δια να φθαση έως εις το ακρωτήριον του Ταινάρου έπρεπε να ήναι αρκετά μεγάλη και δεν ήτο δυνατόν να αποδιωπηθή από τους χρονογράφους οίτινες εμνημόνευσαν όλων των λοιπών και πολλών μάλιστα όλως ασημάντων.
Όλαι λοιπόν αι πιθανότητες αποκρούουν την πολεμίαν των Σλάβων εποίκησιν εις την Πελοπόνησον, και το κατ εμέ δεν αμφιβάλλω ότι η εποίκησις αύτη υπηγορεύθη από συμφέροντα ουσιώδη αυτής της Βυζαντινής κυβερνήσεως. Αφ ενός εγεννήθη η ανάγκη να κατοικηθώσι μέρη τινά της Πελοποννήσου ερημωθέντα ως εκ του λοιμού, αφ ετέρου οι Σλάβοι οι κατοικίσαντες τας βορείους επαρχίας του Βυζαντινού κράτους, στερεωθέντες άπαξ εν τη χώρα και πολλαπλασιασθέντες, ήρχισαν προ χρόνου να στασιάζωσι, ν αποποιώνται την πληρωμήν των φόρων και εν γένει να παραγνωρίζωσι την Βυζαντινήν κυριαρχίαν. Η κυβέρνησις ησθάνετο προ καιρού την ανάγκην του να ελαττώση τας δυνάμεις αυτών και τα πλήθη, μετατοπίζουσα τινάς εις άλλας επαρχίας. Ούτως επί του ινοτμήτου Ιουστινιανού, περί τα τέλη του εβδόμου αιώνος, είχε ήδη μετοικίσει τινάς από του θέματος της Θεσσαλονίκης εις το εν τη Ασία θέμα του Οψικίου. Ούτως επίσης βραδύτερον, τω 762 προςρυέντων εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον τον Κοπρώνυμον 280.000περίπου Σλάβων, ενεκατέστησεν αυτούς όχι πλέον εις τας Ευρωπαϊκάς επαρχίας, αλλά παρά τον εν Βιθυνία Αρτάνην ποταμόν. Δύο λοιπόν ουσιώδη συμφέροντα υπηγόρευσαν εις την Βυζαντινήν κυβέρνησιν την μετοίκησιν Σλάβων τινών εις την Πελοπόννησον, η ερήμωσις τινών επαρχιών αυτής, ο επικίνδυνος πολλαπλασιασμός των εις τας βορείους επαρχίας. Οι δε Σλάβοι δεν εδυσκολεύθησαν να ενδώσωσιν εις τας περί τούτου αποφάσεις της, διότι μακρυνόμενοι τοιουτοτρόπως από το κέντρον της Βυζαντινής εξουσίας συνελάμβανον ελπίδας πλειοτέρας ανεξαρτησίας, διότι επρόκειτο να μεταβώσιν εις χώραν πλουσιωτέραν ως ολιγώτερον παθούσαν από τας καταστροφάς των παρελθουσών εκατονταετηρίδων, διότι είναι πιθανώτατον ότι έλαβον παρά της Κυβερνήσεως, επειγομένης εις το να επιτύχη τον διπλούν σκοπόν της, προνόμια μεγαλήτερα από τα οποία είχον εις ας διετέλουν ήδη επαρχίας, διότι, τέλος, ήσαν ευκολωτάτοι, ω είδομεν, περί τας μεταβολάς των κατοίκων του.
Τοιουτοτρόπως εξετελέσθη η εποίκησις των Σλάβων εις την Πελοπόννησον. Αι προηγούμεναι εποικήσεις εις τας βορείους επαρχίας, η σύμπτωσις ότι οι έποικοι εκατοίκησαν εις τα μέρη τα υπό του λοιμού ερμωθέντα και η εντελής σιωπή των χρονογράφων περί πολεμίας εισβολής Σλάβων κατά την εποχήν εκείνην, τα πάντα, ενισχύουσι μεγάλως την εικασίαν ταύτην. Η δε μαρτυρία του Πορφυρογεννήτου συμβιβαζομένη ταμάλιστα με την ερμηνείαν ταύτην, ενώ προςφέρει εις αυτήν νέαν ισχύν, λαμβάνει και από εκείνης ως συμφωνούσης ιδίως με τα πράγματα, πολλήν βαρύτητα και καθίσταται αξία έτι μάλλον να προτιμηθή της σκοτεινής, της απιθάνου, της καθ όλα λανθασμένης μαρτυρία, του πατριάρχου Νικολάου. Μέγα δε έρεισμα λαμβάνει ο Πορφυρογέννητος ως προς την εποχήν εις την οποίαν αποδίδει το ιστορικόν τούτο γεγονός, όταν τον συνδυάσωμεν αφ ενός με όσα περί της εποχής των προτέρων εποικήσεων γινώσκομεν, αφ ετέρου με τας λοιπάς πληροφορίας όσας περί αυτών των Σλάβων της Πελοποννήσου έχομεν. Η μετανάστευσις των Σλάβων εις τας βορείους επαρχίας έπρεπε βεβαίως να προηγηθή της εις την Πελοπόννησον μεταναστεύσεως· και τωόντι επροηγήθη, διότι οι χρονογράφοι αναφέρουσι τους Σλάβους των βορείων επαρχιών πολύ πριν μνημονεύσωσι των εν Πελοποννήσω. Επειδή δε ως είδομεν, η εποίκησις εις τας βορείους επαρχίας έγινεν εντός του εβδόμου αιώνος, είναι αναμφιβόλως πολύ πιθανώτερον ότι έφθασεν έως εις την Πελοπόννησον εντός του ογδόου, ως λέγει ο Πορφυρογέννητος, παρά εντός του έκτου, ως λέγει ο Πατριάρχης. Προστούτοις, οι Σλάβοι της Πελοποννήσου αναφαίνονται το πρώτον εις τους Χρονογράφους μικρόν μετά την εποχήν καθ ην ο Πορφυρογέννητος λέγει ότι επώκησαν εις αυτήν δηλαδή τω 783και έκτοτε τους βλέπομεν ακαταπαύστως αναφερομένους, ενώ, αν παρεδεχόμεθα ότι εισέβαλον από τα τέλη του έκτου αιώνος, έπρεπε συγχρόνως να παραδεχθώμεν ότι έμεινον αμνημόνευτοι επί διακόσια σχεδόν έτη, δηλαδή από τα 589 έως εις τα 783, όπερ όλως απίθανον και απαράδεκτον. Παραδεχόμενοι λοιπόν την μαρτυρίαν του Πορφυρογεννήτου και ως καθ εαυτήν μάλλον αξιόπιστον και ως συμφωνούσαν με τα πράγματα και με τας λοιπάς όλας μαρτυρίας, συμπεραίνομεν,
- Ότι η πρώτη των Σλάβων εποίκησις εις την Πελοπόννησον εγένετο περί τα μέσα του ογδόου αιώνος, επί Κοπρωνύμου του βασιλέως,
- Ότι η Βυζαντινή κυβέρνησις επροκάλεσε και διεύθυνε την πρώτην και κυρίαν ταύτην μετανάστευσιν δια να κατοικίση τα μέρη της Πελοποννήσου τα υπό του λοιμού τότε ερημωθέντα.
Μετά ταύτα δεν είναι αμφιβολία ότι οι έποικοι ούτοι ήλθον πολλάκις εις πολεμίας σχέσεις μετά των κατοίκων των διαφόρων επαρχιών της Πελοποννήσου και μετά της Βυζαντινής κυβερνήσεωςμ ότι οι εν τη στερεά Ελλάδι εγκατεστημένοι Σλάβοι προςέβαλον ενίοτε τας επαρχίας της χερσονήσου, ότι τέλος οι Βούλγαροι, φυλή όχι Σλαβική αλλά παραδεχθείσα την Σλαβικήν, γλώσσαν, εξέτεινον προς καιρόν τας κατακτήσεις των μέχρι της Πελοποννήσου· αλλά τα μεταγενέστερα ταύτα συμβεβηκότα δεν μεταβάλλουσι τον αληθή χαρακτήρα της πρώτης και κυρίας εποικήσεως. Έρχομαι ήδη εις την εξιστόρησιν των σχέσεων εις τας οποίας οι εν Πελοποννήσω Σλάβοι διετέλεσαν μετά τε την εγχωρίων και μετά την Βυζαντινών αυτοκρατόρων· το μέρος τούτο του έργουμου θέλει περιλάβει την ιστορίαν της χερσονήσου επί πολλάς εκατονταετηρίδας· μεταβαίνω όθεν εις αυτό ευχαρίστως. Ο περικλεής ιστοριογράφος της ώμης Νειβούρος έλεγεν, ότι ανακαλών εις την ύπαρξιν το παρεληλυθός απολαμβάνει την ευφροσύνην της δημιουργίας· αλλ ο γράφων την ιστορίαν της πατρίδος του αισθάνεται προστούτοις την ηδονήν ότι εκπληροί ιερόν προς αυτήν χρέος.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Οι σημειώσεις δεν επεξεργάστηκαν λόγω κακής ανάλυσης η οποία κάνει σχεδόν αδύνατη την ηλεκτρονική επεξεργασία. Όποιος επιθυμεί μπορεί να τις βρει μαζί με το βιβλίο εδώ.
ΠΗΓΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ: http://www.e-istoria.com/p7.html (σε πολυτονικό)