† 18 Νοεμβρίου
Ὁ Πλάτων σοφὸς καὶ πλοξύσιος
Ὁ Ἅγιος Πλάτων γεννηθηκε στὴν σημερινὴ Ἄγκυρα, τὴν σημερινὴ πρωτεύουσα τῆς Τουρκίας. Τότε ἦταν αὐτοκράτορας ὁ χριστιανομάχος Διοκλητιανός.
Οἱ γονεῖς τοῦ ἤσαν ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Αὐτός, λοιπόν, ὁ Πλάτων, γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε μὲ πολλὴ φροντίδα. Τὸν ἔμαθαν οἱ γονεῖς τοῦ γράμματα πολλά. Ἀπὸ μικρὸς φαινόταν σὲ ὅλους φρόνιμος καὶ ἔγινε σοφός. Ὅταν μεγάλωσε ὅμως μὴ μπορώντας νὰ βλέπει τὴν ἀσέβεια νὰ αὐξάνει, ἀγωνιζόταν ἀκατάπαυστα ὑπὲρ τῆς ἐξαπλώσεως τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας.
Μπροστὰ στὸν ἄρχοντα ὁμολογεῖ μὲ θάρρος
Ἐπειδὴ ὅμως ὁμολογοῦσε ἐλεύθερα τὴν πίστη του στὸν Χριστό, τὸν ἔφεραν στὸν ἄρχοντα Ἀγριππίνο τὸν βικάριο, δηλαδὴ τὸν Ἐπίτροπο. Αὐτός, πανοῦργος, ὅπως ἦταν, προσπάθησε μὲ ἡμερότητα καὶ γλυκὰ λόγια νὰ ψυχράνει τὴν θερμότητα τῆς πίστεως τοῦ Ἁγίου.
Ἀρχίζουν τὰ φρικτὰ βασανιστήρια
Βλέποντας ὁ Ἀγριππίνος τὴν ἀμετάθετη γνώμη του, ἄρχισε τὰ βασανιστήρια. Ἀμέσως οἱ στρατιῶτες κατόπιν διαταγῆς τοῦ τὸν κρέμασαν σὲ τέσσερα μέρη ἀπὸ τὰ τέσσερα ἄκρα. Ἐκεῖ τὸν τέντωσαν καὶ τὸν ἔδερναν δυνατὰ μὲ βούνευρα δεκαέξι ἄνδρες, ἐναλασσόμενοι ἀνὰ δύο-δύο.
Ὁ μάρτυρας ὑπέμεινε ἀγογγύστως τὰ βασανιστήρια αὐτά, ἡ δὲ θεία δύναμη τὸν δυνάμωνε καὶ τοῦ γιάτρευε ἀμέσως κάθε πληγῆ. Παντοῦ του καταφέρνανε κτυπήματα. Φαινόταν ὅμως ὁ βασανιζόμενος μάρτυρας σὲ ὅλους λαμπρὸς καὶ χαρούμενος τόσον, ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ τύραννος ἐξεπλάγει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν βλέπουν οἱ ἄλλοι τὸν μάρτυρα καὶ πιστέψουν στὸν Χριστό, τὸν φυλάκισε. Τὸν μάρτυρα ἀκολουθοῦσαν στὴν φυλακὴ καὶ ὅσοι εἶχαν διδαχθεῖ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἤσαν Χριστιανοί. Προτιμοῦσαν νὰ φυλακισθοῦν καὶ αὐτοί, παρὰ νὰ ἀποχωριστοῦν ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Καὶ τοῦτα, διότι στερεώθηκε ἡ καρδιά τους στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, περισσότερο ἀπὸ τὸ θαῦμα. Μέσα στὴ φυλακὴ ὁ Πλάτων προσευχήθηκε θερμά. Ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ δύναμη, γιὰ νὰ ἀντιμετώπιση μὲ θάρρος ὅλα τα βασανιστήρια. Ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ αὐτὴ ὁ μακάριος Πλάτων πῆρε δύναμη καὶ θάρρος. Ἐλυπεῖτο ὅμως γιατί δὲν βασανιζόταν γρήγορα.
Ἐπάνω στὸ πυρακτωμένο κρεβάτι
Ὕστερα ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρες κάλεσε τὸν Ἅγιο πάλιν ὁ κριτὴς καὶ τοῦ πρότεινε νὰ τοῦ δώσει γυναίκα του, τὴν ἀνεψιά του, ποὺ ἦταν ὡραιότατη, ἐὰν μόνον δεχόταν νὰ θυσιάσει, στοὺς θεούς. Ὁ Πλάτων θεώρησε τὴν πρόταση γελοία. Ὁ φοβερὸς τότε τύραννος ἄρχισε νὰ τὸν φοβερίζει. Ἀλλὰ ὁ μάρτυρας στεκόταν ἀπτόητος. Βλέποντας ὅμως αὐτὸν ἀνυποχώρητο τελείως, θύμωσε πολὺ ὁ Ἀγριπίνος καὶ σκεπτόταν πὼς νὰ τὸν τιμωρήσει σκληρά. Ἔδωσε εὐθὺς διαταγὴ καὶ οἱ στρατιῶτες τοῦ τὴν ἐξετέλεσαν πρόθυμα. Τὸν ἔβαλαν ἐπάνω σ’ ἕνα σιδερένιο κρεβάτι. Ἄναψαν μεγάλη φωτιά, ἀπὸ πάνω δὲ τὸν ἔδερναν μὲ λεπτὰ σιδερένια ραβδιά, γιὰ νὰ θανατωθεῖ μὲ πολλοὺς πόνους τὸ γρηγορότερο. Αὐτὸ τὸ βασανιστήριο ἦταν φοβερό! Ὅσο τὸ ἔβλεπαν ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους, ἐφοβοῦντο. Ὁ Πλάτων ὅμως φαινόταν, ὄχι σὰν νὰ καιγόταν, ἀλλὰ σὰν νὰ ἀναπαυόταν σὲ δροσερὰ καὶ ὡραία ἄνθη.
Ὁ τύραννος προσπάθησε καὶ πάλι νὰ τὸν πείσει, λέγοντάς του:
—Θυσίασε, ἄθλιε, μὲ τὸν λόγο μόνον καὶ εἶπε, ὅτι εἶναι μεγάλος θεὸς ὁ Ἀπόλλων καὶ θὰ σὲ ἐλευθερώσω ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ θὰ σὲ κάμω φίλο μου ἀγαπητό. Ὁ μάρτυρας τὸν κοίταξε καὶ τοῦ εἶπε:
—Ἐγώ δὲν πρόκειται νὰ ἀρνηθῶ, ἀπὸ τὶς ἀπειλές σου, τὸν Θεό μου, λυπούμενος γιὰ τὸ σῶμα μου καὶ νὰ φλογίζομαι ἐκεῖ αἰωνία. Γιατί γιὰ μένα ζωὴ εἶναι ὁ θάνατος, γιὰ τὸν Χριστό. Γὶ αὐτὸ καὶ ἐσὺ ἄφησε ἀμέσως τὸ σκοτάδι, τῆς εἰδωλολατρίας, καὶ τρέξε στὸ φῶς τῆς ἀληθείας.
Αὐτὰ τὸν ἐξαγρίωσαν περισσότερο τὸν τύραννο. Πρόσταξε τότε ὁ ἄγριος τύραννος βαρύτερες τιμωρίες. Ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν σηκώσουν ἀπὸ τὸ κρεβάτι ὅπου τὸν εἶχαν τοποθετήσει. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ Ἅγιος ἦταν σὰν νὰ ξύπνησε ἀπὸ ἥσυχο ὕπνο. Ἔβγαινε δὲ ἀπ’ αὐτὸν καὶ μιὰ ὡραία εὐωδία. Τότε πολλοὶ φώναζαν:
—Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἐλευθέρωσε τὸν δοῦλο του, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνυπόφορη φλόγα τοῦ πυρός.
Τοῦ βάζουν στὶς μασχάλες σιδερένιες καυτὲς σφαῖρες
Ὁ τύραννος πρότεινε στὸν Ἅγιο νὰ βλασφημήσει μόνον τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἀμέσως νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ὁ σοφότατος μάρτυς ἀποκρίθηκε στὶς νέες προτάσεις τοῦ τυράννου ὡς ἑξῆς:
— Ὢ καρδία, διεστραμμένη! Τὸν Χριστό μου νὰ βλασφημήσω, πού μου χάρισε τὴν πνοὴ καὶ τὴν ζωή μου καὶ μὲ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα; Φύγε ἀπὸ ἐμένα, ἐργάτη τῆς ἀνομίας.
Ἀμέσως τότε τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ ροῦχο καὶ τοῦ τὸ ξέσχισε. Ἔδωσε διαταγὴ δὲ νὰ βάλουν στὶς μασχάλες τοῦ σιδερένιες σφαῖρες καυτές, οἱ ὁποῖες ἔκαιγαν πολύ. Ἄρχισε νὰ βγαίνει ἀπὸ παντοῦ καπνός. Καιγόντανε τὰ ἅγια, μέλη του. Ὁ μάρτυρας καὶ αὐτὸ τὸ μαρτύριο τὸ ὑπέμεινε. Κάποιος ἀσεβής, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, τοῦ εἶπε:
—Θυσίασε Πλάτων, μήπως καὶ δὲν μπορέσεις νὰ ἀντέξεις ἕως τέλους τὶς τιμωρίες.
Ὁ μάρτυρας τὸν ἔβρισε καὶ ἄλλη φορᾶ δὲν τὸν ἄκουσε νὰ τοῦ ξαναμιλήσει. Αὐτὸς ἔβλεπε μόνο πρὸς τὸν Οὐρανό, ἀναμένοντας παρηγορία καὶ λέγοντας:
—Βλέπε, Κύριε, καὶ μὴ μακρύνεις ἀπὸ ἐμένα, γιατί θλίψη πλησίον μου εὑρίσκεται.
Ἀμέσως τότε ὁ Θεὸς ἔσεισε δυνατὰ τὸν τόπο ἐκεῖνο καὶ ὅλοι φοβήθηκαν.
Τὸν γδέρνουν
Ὁ θηριώδης καὶ ἄγριος Ἀγριππίνος ἀμετανόητος, διέταξε νὰ τοῦ γδάρουν, ὅσες σάρκες τοῦ εἶχαν ἀπομείνει στὸ σῶμα, τοῦ. Ὁ μάρτυρας ἔψελνε ἀπ’ τοὺς ψαλμοὺς καὶ σ’ αὐτὸ ἀκόμη τὸ βασανιστήριο.
Ξίφει τελειοῦται
Μὲ ἄλλη διαταγὴ τοῦ Ἀγριππίνου τοῦ ξεσχίζουν τὸ δέρμα τοῦ προσώπου, τόσο ποὺ φάνηκαν τὰ ὀστᾶ. Ὅμως τὸ σχῆμα τοῦ προσώπου δὲν χάθηκε. Ἀφοῦ, λοιπόν, χόρτασε τὴν ἀνήμερη ψυχὴ τοῦ ὁ Ἀγριππίνος, τότε κατέβασε τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ τοῦ εἶπε ἤρεμα:
—Μή θελήσεις, Πλάτων, νὰ προτιμήσεις θάνατο πικρό, ἀπὸ τὴν γλυκιὰ ζωὴ καὶ νὰ βάλεις ὅλους σου τοὺς συγγενεῖς καὶ ἐμᾶς σὲ θλίψη ἀπαρηγόρητη γιατί πολὺ λυπούμεθα τὴν νεότητά σου.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ μάρτυρας ἦταν ἀμετακίνητος στὴν πίστη του, τὸν κρέμασε πάλι καὶ τοῦ ξέσχισαν τοὺς μηρούς, τὰ γόνατα καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέρη τοῦ σώματός του, ἕως τοὺς ἀστραγάλους. Ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ καὶ πάλι ἀμετάπιστος ἦταν, τὸν κολάκευε ὁ τύραννος, λέγοντάς του.
—Έως πότε δὲν πείθεσαι νὰ θυσιάσεις; Σὲ ἀγαποῦμε, γιατί ἔχεις τὸ ὄνομα τοῦ σοφοῦ Πλάτωνα καὶ θέλουμε νὰ γίνεις ὅμοιός του στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν σοφία. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ μάρτυρας ἦταν ἀμετακίνητος. Καὶ πάλι φυλακίστηκε. Ὁ τύραννος ἔδωσε διαταγὴ νὰ τοῦ δίνουν τόσο μόνο ψωμὶ καὶ νερό, ὅσον νὰ κρατιέται στὴ ζωὴ καὶ νὰ μὴ πεθάνει. Ἀλλὰ ὁ τύραννος βλέποντας τελικὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ μεταπείσει τὸν Ἅγιο, διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Τὸν ἔφεραν οἱ δήμιοι στὸν καθορισμένο τόπο καὶ ὁ Ἅγιος εἶπε μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση:
—Κύριε, εἰς χείρας Σου, παραδίδω τὸ πνεῦμα μου.
Καὶ ἀμέσως τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν 18 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 296.
Μερικοί, βλέποντας τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου πίστεψαν στὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Πῆραν κατόπιν τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἔθαψαν σὲ ἐπίσημο τάφο.
Μεγαλυνάριον
Πλάτος εὐσεβείας διατρανοί, Πλάτων ὁ θεοφρων, τὴ στενώσει τῶν αἰκισμῶν, πίστεως δὲ ρώμην, ὁ Ρωμανὸς ἐκλάμπει, καὶ ἄμφω τὸ τοῦ Λόγου, πάθος δοξάζουσι.
Βίος Ἁγίου Μάρτυρος Ρωμανοῦ καί τοῦ Ἁγίου Νηπίου
«Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον» (Ματθ. ΚΑ’ 16) λέγει ὁ Ψαλμωδός. Καὶ αὐτὸς ὁ αἶνος δὲν εἶναι φανταστικός, οὔτε ρητορικὸ σχῆμα, ἀλλὰ μιὰ μεγαλειώδης καὶ ἔνδοξη πραγματικότητα, μὲ ἀληθινὰ νήπια εὐλογημένα, ποὺ ὁμολόγησαν καὶ ἐμαρτύρησαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὸν Χριστό. Ναί, νήπια καὶ μικρὰ παιδιά, ποὺ φωνάζουν καὶ διαλαλοῦν τὴν πίστι τους μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ τραγουδοῦν ἀγγελικά το ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Πολλὰ εἶναι τὰ νήπια, ποὺ ἀνέβηκαν στὸν ὑψηλότατον βωμὸ τοῦ Μαρτυρίου. Ἀπὸ τὶς 14.000 νήπια, ποὺ κατέσφαξε ὁ αἱμοσταγὴς Ἡρώδης ὁ θηριόψυχος, ἕως τὸν τριετῆ Κήρυκο καὶ ὡς τὰ «μειράκια» τῶν νεομαρτύρων. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ Ἅγια Νήπια γιορτάζει καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ρωμανὸ καὶ τὸν Ἅγιο Παιδομάρτυρα Πλάτωνα, στὶς 18 Νοεμβρίου. Μένει ἀνώνυμο στὰ Συναξάρια τὸ Ἅγιο αὐτὸ Νήπιο καὶ ἄγνωστό το ὄνομά του σὲ μᾶς σήμερα. Εἶναι ὅμως γνωστὸ καὶ ἔνδοξο στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου Νηπίου, ποὺ εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ἀναφέρει τοὺς ἑξῆς δύο στίχους:
«Κόλπους Ἀβραὰμ νήπιον λαχὸν ξίφει τοῖς Βηθλεὲμ σύνεδρον ὤφθη νηπίοις».
Καὶ στὴν σημερινὴ γλώσσα σημαίνει ὅτι τὸ «νήπιον μὲ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ διὰ ξίφους ἐπέτυχε νὰ πάη στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ (μεταφορικὴ παρομοίωσι τοῦ Παραδείσου) καὶ νὰ ἔχη συντροφιὰ τὰ νήπια της Βηθλεέμ». Οἱ δύο – τρεῖς στίχοι, ποὺ προτάσσονται πάντοτε σὲ κάθε Συναξάρι τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι σὰν ἕνα εἶδος ταυτότητος, μιᾶς ἀτομικῆς καταγραφῆς τῆς κάθε περιπτώσεως καὶ περιέχει πολὺ συνοπτικά, σχεδὸν ἐπιγραμματικά τό ὄνομα, τὸ μαρτύριο, τὸν τύπο, τὴν ἰδιότητα καὶ τὴν ἡμέρα τῆς θυσίας τοῦ Μάρτυρος, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι μοιάζουν σὰν τὶς ἐπιγραφές, ποὺ βάζουν σήμερα πάνω στοὺς ἐπιτάφιους σταυροὺς τῶν Χριστιανῶν, μὲ τὸ ὄνομα, τὴν πατρίδα, τὴν ἰδιότητα καὶ τὴν χρονολογία γεννήσεως καὶ θανάτου τοῦ ἀποβιώσαντος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπάρχουν πολλὰ τέτοια μεμονωμένα περιστατικὰ στὰ Συναξάρια, ὅπου μνημονεύονται οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ Μάρτυρες, χωρὶς ὑπόμνημα (βιογραφία) καὶ μόνο μὲ τοὺς ἀρχικοὺς στίχους, ποὺ διασώθηκαν ἀπὸ τὴν θυελλώδη ἐκείνη περίοδο τῶν διωγμῶν, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχαν οἱ δυνατότητες καὶ οἱ προϋποθέσεις νὰ γίνωνται γνωστὰ ὅλα τα στοιχεῖα καὶ νὰ καταγράφωνται μὲ πληρότητα.
Οἱ Χριστιανοὶ ἦταν συνεχῶς διωκόμενοι καὶ ἡ Ἐκκλησία κρυμμένη ἀπὸ τὰ μάτια τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἔτσι, ποὺ πολλὲς φορὲς μετακόμιζαν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι καὶ πολλὰ στοιχεῖα καὶ βιβλία καὶ πληροφορίες χάνονταν, καίγονταν ἢ καταστρέφονταν ἀπὸ τὴν ἀναστάτωσι, τὶς μετακινήσεις, τοὺς διωγμούς, τὶς καταστροφὲς καὶ τὶς πυρκαγιές. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ εὐγνωμονοῦμε ὅλους ἐκείνους, ποὺ βοήθησαν, κουράστηκαν καὶ κινδύνευσαν γιὰ νὰ διασωθοῦν ὡς τὶς μέρες μας, ὅλα τα σπουδαῖα στοιχεῖα, ποὺ ἔχουμε ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἡρωικὴ ἐκείνη ἐποχή, τὴν πιὸ βάρβαρη σὲ ἀγριότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν πιὸ ὑψηλὴ καὶ ἔνδοξη μέσα στὴν παγκόσμια ἱστορία. Εἶναι ἡ πιὸ κορυφαία στιγμὴ τοῦ ἱστορικοῦ ἀνθρώπου, στὴν προσπάθειά του νὰ ξαναγυρίση κοντὰ στὸν Δημιουργό του καὶ νὰ ἀπάντηση στὸ μέγα κάλεσμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἃς ἐπιστρέψουμε ὅμως στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Νηπίου καὶ τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ποὺ ζοῦσαν τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέως τῆς Ρώμης Μαξιμιανοῦ, τὸ 286 – 304 μ.Χ. Ὁ Ρωμανὸς ἦταν διάκονος στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἀργότερα πῆγε στὴν Ἀντιόχεια. (Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι οἱ Συναξαριστὲς μιλοῦν γιὰ δύο συνωνύμους Ἁγίους τὴν ἴδια μέρα, μὲ τὸ ὄνομα Ρωμανός, μέσα στὴν ἴδια περιοχὴ σχεδὸν καὶ μὲ τὸ ἴδιο μαρτύριο, ποὺ γιορτάζονται τὴν ἴδια μέρα. Ἡ μόνη διαφορὰ τοὺς εἶναι τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸ νήπιο. Πιθανὸν νὰ πρόκειται γιὰ δύο ξεχωριστοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ ἐξ ἴσου πιθανὸν εἶναι νὰ πρόκειται γιὰ ἕνα καὶ τὸ ἴδιο πρόσωπο, ποὺ ὅμως παραδόθηκε ἀπὸ δύο διαφορετικὲς πηγές).
Μίαν ἡμέρα, ποὺ ὁ Ἔπαρχος Ἀσκληπιάδης ἔμπαινε στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων, ὁ διάκονος Ρωμανός, ποὺ εἶχε ἀγωνιστικότατον φρόνημα, δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξη τολμηρὰ καὶ δημόσια τὸν ἄρχοντα καὶ τοῦ εἶπε:
– Δὲν εἶναι θεοὶ τὰ εἴδωλά σας, οἱ δὲ Χριστιανοὶ ὑπερέχουν σὲ εὐσέβεια, γιατί λατρεύουν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦν ἀκόμα καὶ τὰ μικρὰ παιδιά.
Καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώση τὰ λόγια του ἐζήτησε τὴν μαρτυρία ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, γύρω στὰ πέντε του χρόνια, ποὺ τὸ κρατοῦσε ἡ μητέρα του στὴν ἀγκαλιά. Τὸ πῆρε λοιπὸν ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Ἔπαρχο καὶ τὸ πλησίασαν κοντά του καὶ ὁ Ἀσκληπιάδης ἐρώτησε τὸ νήπιον:
– Ποῖον δεῖ σέβειν Θεόν; (Ποιὸν Θεὸν πρέπει νὰ σεβώμεθα;).
– Τὸν Χριστόν, ἀπήντησε τὸ μικρὸ παιδί.
Ὀργισμένος καὶ ντροπιασμένος ὁ Ἔπαρχος χτύπησε στὸ πρόσωπο τὸ νήπιο καὶ διέταξε νὰ κόψουν τὴν γλώσσα τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Οἱ δήμιοι ἐξετέλεσαν ἀμέσως τὴν διαταγὴ τοῦ Ἐπάρχου, ἀλλὰ ὁ Μάρτυς καὶ μὲ κομμένη τὴν γλώσσα συνέχισε νὰ μιλᾶ θαυματουργικὰ μὲ κανονικὴ φωνὴ καὶ δόξαζε τὸν Θεὸ καὶ τὸ ἄπειρο ἔλεός του. Τὸ νήπιο, ποὺ τὸ ξαναχτυποῦν οἱ στρατιῶτες καὶ διψᾶ, ζητᾶ λίγο νερό. Ἡ μητέρα τοῦ ὅμως, ἡ ὁποία βρίσκεται κοντά του, τοῦ φωνάζει:
– Μὴ πιής, παιδί μου, ἀπὸ τὸ νερὸ τῶν εἰδωλολατρῶν. Νὰ κάνης ὑπομονὴ καὶ νὰ πιὴς τὸ νερό, ποὺ θὰ σοῦ δώση ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Τὸ νήπιο, ποὺ τόσο θαρρετὰ ὠμολόγησε τὴν πίστι του στὸν Χριστό, θὰ ἀποκεφαλισθῆ ἀπὸ κάποιον στρατιώτη, κατὰ διαταγὴ τοῦ Ἐπάρχου, ἐνῶ ὁ Ρωμανὸς θὰ κλεισθῆ στὴν φυλακή, ὅπου καὶ θὰ συνεχισθοῦν οἱ ξυλοδαρμοὶ καὶ τὰ μαρτύρια. Τὸ γεγονὸς τῆς γενναίας καὶ δημοσίας ὁμολογίας του θὰ τὸ μάθη ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμιανός, καθὼς καὶ τὸ παράδοξο θαῦμα, νὰ μιλᾶ δηλαδὴ ὁ Μάρτυρας καὶ μὲ κομμένη τὴν γλώσσα, πράγμα φυσικῶς ἀδύνατο, ἀντὶ νά θαυμάση καὶ νά σκεφθῆ τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἀγριεύει καὶ δίνει αὐστηρὴ διαταγὴ νά θανατωθῆ καὶ ὁ Ρωμανὸς στὴν φυλακὴ μὲ ἀπαγχονισμό. Ἡ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορος, ποὺ φοβᾶται μὴ γνωσθῆ εὐρύτερά τό γεγονὸς καὶ οἱ Χριστιανοὶ πάρουν θάρρος καὶ ἀρχίζουν νὰ ἐλέγχουν δημοσίως τοὺς τυράννους των, ἐκτελεῖται ἀμέσως. Ὁ ἀπαγχονισμὸς τοῦ Ἁγίου ἔγινε μέσα στὴν φυλακὴ καὶ ὁ πιστὸς Ρωμανὸς ἔλαβε τὸν στέφανον τῆς μαρτυρικῆς θυσίας του. Οἱ δύο στίχοι τοῦ Συναξαριοῦ του ἀναφέρουν χαρακτηριστικά:
«Ρωμαλέος ἣν Ρωμανὸς πρὸς βασάνους
ρώμη κρατυνθεῖς παντοδυνάμου Λόγου».
Καὶ σὲ σημερινὴ μετάφρασι:
«Γενναῖος ἐστάθηκε στὰ βάσανα ὁ Ρωμανὸς
ἀφοῦ δυναμώθηκε μὲ τὴν δύναμι τοῦ παντοδυνάμου Λόγου».
Ἡ θυσία τῆς πρόσκαιρης καὶ μάταιης ζωῆς αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὅμως τὸν ἀνέβασε στὰ ὕψη τῆς οὐράνιας δόξας καὶ τῆς αἰωνίας εὐτυχίας στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπου βρίσκεται τώρα. Γι’ αὐτὸ καὶ ταιριάζει νὰ κλείσουμε τὶς λίγες αὐτὲς γραμμές, μὲ τὸ θαυμάσιο Κοντάκιόν του, ποὺ ψάλλεται κάθε χρόνο στὴν γιορτή του, σὲ ἦχο Δ’ (Προσόμοιον: «Ἐπεφάνης σήμερον»):
«Ὡς ἀστέρα μέγιστον, ἡ Ἐκκλησία,
Ρωμανὲ πανεύφημε,
σὲ κεκτημένη ἀληθῶς,
φωταγωγεῖται τοῖς ἄθλοις σου,
τὴν φωτοφόρον δοξάζουσα μνήμην σου».
Πηγή: Π. Μ. Σωτήρχου, Παιδομάρτυρες, σελ. 81-86
Νηπίου Μάρτυρος
Tη αυτή ημέρα το Άγιον νήπιον ερωτηθέν παρά του επάρχου, ποίον Θεόν σέβεται, και αποκριθέν, ότι τον Xριστόν, ξίφει τελειούται.
Kόλπους Aβραάμ νήπιον λαχόν ξίφει,
Tοις Bηθλεέμ σύνεδρον ώφθη νηπίοις.
Βίος Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἀναστασίου ἀπὸ τὴν Παραμυθιὰ Ἠπείρου
Ὁ καλλίνικος Μάρτυς Ἀναστάσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου. Ἦταν ἀγρότης καὶ πιστὸς χριστιανός. Μιὰ μέρα βγῆκε μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς ἔξω στὰ χωράφια, γιὰ νὰ θερίσουν. Ὁ Ἀναστάσιος εἶχε πάρει μαζί του καὶ τὴν ἀδελφή του. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα συνέπεσε νὰ περάσει ἀπὸ ἐκεῖ, ὁ υἱὸς τοῦ ἡγεμόνος τοῦ τόπου, ποὺ λεγόταν Μούσας, μαζὶ μὲ ἄλλους Ἀγαρηνοὺς γιὰ ὑπηρεσία. Μόλις οἱ ἄπιστοι εἶδαν τὴν ὡραιοτάτη ἀδελφή του Ἀναστασίου, ἔτρεξαν ἀμέσως κατὰ πάνω της, μὲ ἀνήθικους σκοπούς. Προφθάσε ὅμως ὁ Ἀναστάσιος καὶ ὅρμησε ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ἔδωσε ἔτσι καιρὸ στὴν ἀδελφή του καὶ ἔφυγε. Οἱ Ἀγαρηνοὶ προσβλήθηκαν, γιατί μαζὶ μὲ τὸν Ἀναστάσιο ἔτρεξαν καὶ ἄλλοι Χριστιανοὶ ἐναντίον τους καὶ τοὺς ἔβρισαν.
Ὅταν ἐπέστρεψαν αὐτοὶ ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία τους, στὸν Πασά, ὅλη ἡ μανία τοὺς στράφηκε ἐναντίον τοῦ Ἀναστασίου. Μάλιστα γιὰ νὰ ἐπιβαρύνουν τὴν θέση του, εἶπαν στὸν Πασά, ὅτι δῆθεν εἶχε δώσει λόγο νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ δὲν τὸ ἔκαμε. Αὐτὸ ἦταν λόγος νὰ τὸν σκοτώσουν. Τὸν συλλαμβάνουν Ἀμέσως ὁ Πασὰς ἔστειλε στρατιῶτες καὶ συνέλαβαν τὸν Ἀναστάσιο. Ὅταν τὸν εἶδε τόσο ὡραῖο καὶ ἀνδρεῖο, σκέφθηκε νὰ τὸν καταφέρει, εἴτε μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις, εἴτε μὲ ἀπειλὲς καὶ τιμωρίες γιὰ νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του. Ὁ Ἀναστάσιος ὅμως ὅταν ἄκουσε τὴν τελευταία κατηγορία, διαμαρτυρήθηκε μὲ δύναμη, ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε δώσει τέτοια ὑπόσχεση σὲ κανένα. Ἐγώ, εἶπε, Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θὰ πεθάνω μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ μου. Κατόπιν ἔβαλαν τὸν Ἀναστάσιο στὴν φυλακὴ μέχρι νὰ σκεφτοῦν πὼς θὰ τὸν πείσουν νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του. Ἄρχισε λοιπόν, ὁ πασάς, νὰ τοῦ ὑπόσχεται χίλια δυὸ ἀγαθά. Ἐν τέλει τοῦ εἶπε ὅτι θὰ τὸν θεωρεῖ σὰν παιδὶ τοῦ γνήσιο, ἂν ὑπακούσει σε ὅτι τοῦ λέγει.
Μὲ φρίκη, ἀηδία καὶ ἀποστροφή, ἄκουσε ὅλα αὐτὰ ὁ Ἀναστάσιος, ὁ γενναῖος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ. Μὲ ἀξιοθαύμαστο θάρρος τοὺς λέγει:
– Ἐγὼ ἔχω στοὺς οὐρανούς, ἀγαθὰ ὄχι σὰν αὐτὰ τὰ δικά σας, ἀλλὰ πολὺ καλλίτερα, τιμιώτερα καὶ διαρκῆ, ποὺ δὲν τελειώνουν ποτέ. Δὲν δέχομαι ἐπ’ οὐδενὶ λόγω τὰ δικά σας, τὰ φθαρτὰ καὶ μάταια, γιὰ νὰ μὴ χάσω ἐκεῖνα τὰ αἰώνια. Γὶ αὐτὸ τὴν πίστη μου δὲν τὴν ἀρνοῦμαι μὲ κανένα τρόπο. Οἱ Ἀγαρηνοὶ ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπὸ τὴν ἀπολογία αὐτὴ τοῦ Μάρτυρος. Τὸν ἔκλεισαν τότε πάλι στὴ φυλακή, ἕως ὅτου σκεφθοῦν τί νὰ τοῦ κάμουν. Ὁ Μουσᾶς, ὁ γιὸς τοῦ Πασᾶ, ὅταν εἶδε καὶ ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Ἀναστασίου, μὲ ἀγαθὴ διάθεση, σκέφθηκε φρόνιμα καὶ λογικὰ καὶ ἀναρωτήθηκε: «Ποιὰ εἶναι λοιπὸν αὐτὴ ἡ πίστη ποῦ φυλᾶνε τόσο ἀκριβὰ οἱ Χριστιανοί;» Θέλησε λοιπὸν νὰ φωτισθεῖ πάνω σ’ αὐτὰ καὶ νὰ πάρει σωστὲς πληροφορίες. Κατόρθωσε τότε νὰ πάει κρυφὰ στὴ φυλακή, νὰ μιλήσει μὲ τὸν Ἀναστάσιο.
Ὁ Θεὸς εἶδε τὴν ἀγαθὴ διάθεση τοῦ νέου, καὶ ἔδειξε τὸ ἑξῆς θαῦμα γιὰ νὰ θερμάνει περισσότερό το ζῆλο του: Μόλις μπῆκε στὴ φυλακή, ἀφοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα ὁ δεσμοφύλακας, βλέπει δύο νέους ἀστραπόμορφους κοντὰ στὸν Ἀναστάσιο. Μὴ ὑποφέροντας τὴ λάμψη τους, ἔπεσε μπρούμυτα καταφοβισμένος. Ἀμέσως ὁ Ἀναστάσιος ἔκαμε νόημα στοὺς ἀστραπόμορφους νέους νὰ φύγουν. Πλησίασε ὁ Μουσᾶς τότε καὶ ἔρωτα τὸν Ἀναστάσιο ποιοὶ ἤσαν αὐτοί. Ἔμαθε ὅτι ἤσαν Ἄγγελοι καὶ φύλακες τῶν Χριστιανῶν. Πάλιν τὸν ἔρωτα ἂν ἔχουν καὶ οἱ Ἀγαρηνοὶ τέτοιους φύλακες, ἀλλὰ καὶ γιατί οἱ Χριστιανοὶ καταφρονοῦν ὅλα του κόσμου τὰ ἀγαθὰ καὶ δὲν δειλιάζουν στὰ βάσανα, τὶς τιμωρίες καὶ σ’ αὐτὸν τὸν θάνατο.
Στὶς ἐρωτήσεις αὐτὲς ἀποκρίθηκε ὁ Μάρτυς καὶ εἶπε: – Ὅλοι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἔχομε ἀπὸ ἕνα τέτοιον Ἄγγελο, ποὺ μᾶς φυλάει ὅσο εἴμαστε σὲ τοῦτο τὸν κόσμο. Ὅταν πεθάνουμε, παίρνει τὴν ψυχή μας καὶ τὴν πηγαίνει στὸν Παράδεισο. Τώρα, γιατί περιφρόνησα τὰ καλά, ποῦ μου πρότεινε ὁ πατέρα σου; Αὐτὸ τὸ ἔκαμα γιατί ἐμεῖς ἔχομε στοὺς οὐρανοὺς ἀγαθὰ ἀνεκλάλητα καὶ αἰώνια μὲ τὰ ὁποῖα ἂν παραβάλωμε ὅλα του κόσμου τὰ ἀγαθά, εἶναι σκιὰ καὶ μηδέν.
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ νέος, πλημμύρισε ἡ ψυχή του ἀπὸ Θεία Χάρη καὶ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἀναστασίου καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν κάνει Χριστιανό.
– Αὐτὸ ποὺ ζητᾶς, τοῦ ἀπάντησε ὁ Μάρτυς, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τώρα. Γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ πατέρας σου, θὰ ἐξοντώσει ὅλους τους Χριστιανούς.
Μόνο πίστευε κρυφὰ στὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ αὐτός, ὅταν τὸν παρακαλέσεις νὰ σὲ ἀξιώσει, ἀσφαλῶς ἡ Χάρις Του, θὰ οἰκονομήσει τὸ συμφέρον σου. Αὐτὰ εἶπε ὁ Μάρτυς στὸν Μουσά, τοῦ ἔδειξε πὼς νὰ κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν συνόδευσε ὡς τὴν πόρτα νὰ φύγει μὲ εἰρήνη. Ὁ Πασάς, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φυλακὴ τὸν Ἀναστάσιο. Βλέποντας ὅμως ὅτι δὲν κατάφερε νὰ πείσει οὔτε μὲ κολακεῖες, οὔτε μὲ φοβέρες, διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, πλησίον του Μοναστηριοῦ, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ κοντά.
Πράγματι! Τὸν πῆγαν ἐκεῖ καὶ ὁ δήμιος τράβηξε τὴν σπάθη καὶ τὸν ἀποκεφάλισε. Ἔμεινε δὲ τὸ λείψανο τοῦ καλλινίκου Μάρτυρος κάτω ἐκεῖ, ποὺ τὸν ἀποκεφάλισαν, ἀρκετὲς ἡμέρες. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς δὲν τολμοῦσε νὰ πλησιάσει γιὰ νὰ τὸ παραλάβει καὶ τὸ ἐνταφιάσει. Ὁ τύραννός τους εἶχε ἀπειλήσει μὲ θάνατο. Ἔβλεπαν ὅμως κάθε βράδυ οἱ Χριστιανοὶ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἕνα φῶς ἐπάνω στὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ἔτσι δόξαζε ὁ Θεὸς τὸν καλλίνικο ἀθλητή, ποὺ σὲ τόση νεαρὰ καὶ ἀνθηρὰ ἡλικία γιὰ τὴν ἀγάπη Τοῦ πέθανε ἀνδρεία. Μιὰ νύκτα ὅμως ὁ Μάρτυς φάνηκε στὸ ὄνειρο τοῦ Πασᾶ καὶ τὸν διέταξε ἀπειλώντας τὸν, νὰ δώσει τὸ λείψανό του στὸ Μοναστήρι.
Τὸ πρωὶ ἀμέσως εἰδοποιήθηκαν οἱ Μοναχοὶ καὶ ἦλθαν μὲ λαμπάδες καὶ θυμιάματα. Μὲ τιμὲς ποὺ τοῦ ἄξιζαν καὶ μὲ εὐλάβεια ἔφεραν τὸ λείψανό του στὸ Μοναστήρι καὶ τὸ ἐνταφίασαν. Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἀποκεφαλίστηκε τὴν 18ην Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1750 εἰς δόξαν Θεοῦ. Μετὰ τὸ ἔνδοξο Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου, ὁ υἱὸς τοῦ Πασᾶ ἔγινε περίλυπος καὶ σκεπτικός. Ἀναλογιζόταν ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε ἀπὸ τὸν Μάρτυρα. Γὶ αὐτὸ ἀποστρεφόταν τὰ πάντα, δόξες καὶ ἡδονὲς καὶ ὅλα του κόσμου τὰ εὐχάριστα. Νύκτα μέρα παρακαλοῦσε τὸν Θεό, νὰ κάμει τὸ ἔλεός Του σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ γίνει Χριστιανός. Καὶ πράγματι! μὲ τὶς ἱκεσίες τοῦ Ἁγίου ἡ Χάρις τοῦ δόθηκε. Βαπτίστηκε χριστιανὸς στὴν Βενετία καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Δημήτριος.
Ὕστερα πῆγε στὴν Κέρκυρα ὅπου μπῆκε σὲ ἕνα κοινόβιο καὶ ἔγινε Μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Δανιήλ.Ἀπὸ τὴν Κέρκυρα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ σφοδρὴ ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσει. Ἐκεῖ εἶχε καὶ θαυμαστὴ ὀπτασία, ὅπου του ἀπεκαλύφθη ἡ ἀπελευθέρωση τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὴν ὁποία καὶ συνέγραψε. Ὅμως οἱ Χριστιανοὶ τὸν ἀπέτρεψαν ἀπὸ τὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ μὴ προκληθεῖ διωγμὸς ἐναντίον τους.
Τελικὰ ἐπέστρεψε στὴν Κέρκυρα, ὅπου καὶ ἐκοιμήθη, ἀφοῦ πρῶτα ἔχτισε ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὴ Μυρτιά.
Ἀπολυτίκιον
Τὴν πλάνην κατήσχυνας τῶν δυσεβῶν ἀνδρικῶς ἐκχύσει τοῦ αἵματος ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ πόνοις ἀθλήσεως. Ὅθεν της ἀφθαρσίας δεδεγμένος τὸ στέφος, πρέσβευε τῷ Κυρίω, Ἀναστάσιε, Μάρτυς, λυτροῦσθαι πολυτρόπων ἠμᾶς περιστάσεων.
Κοντάκιον
Ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρικῶς ἐναθλήσας, τῆς τῶν Μαρτύρων ἠξιώθης εὔκλειας, ἐν τοῖς ἐσχάτοις χρόνοις, Ἀναστάσιε, ἄνθος γὰρ νεότητος περιδὼν θεοφρόνως ἀνδρικῶς ὑπέμεινας τὴν τομὴν τοῦ αὐχένος. Δὶ’ ὁ καὶ αἰωνίου δόξης μετασχῶν, Χριστὸν δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν. Μεγαλυνάριον Τῆς Παραμυθίας τερπνὸς βλαστός, καὶ πάσης Ἠπείρου, νέον κλέος ὤφθης σοφέ, ὅθεν σου τὴν μνήνην, τελοῦμεν τὴν Ἁγίαν, χαρμονικῶς τιμῶντες, Σέ, Ἀναστάσιε.