ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Σημειώματα Φιλοκαλικής Αυτογνωσίας
Πριν χειροτονηθώ ιερέας, για πόσα πράγματα δεν ήμουνα υποχρεωμένος να σωπαίνω και να συγκρατούμαι! Η ιεροσύνη όμως για μένα σημαίνει την δυνατότητα να εκφράζομαι καθαρά.
Δεν είναι άλλη παρηγοριά στα βάσανα παρά μόνο να τα εξετάζεις με φόντο «τον άλλο κόσμο»• αυτή στην ουσία είναι κι η μόνη σωστή θεώρηση των πραγμάτων. Αν υπάρχει τούτος μονάχα ο κόσμος, τότε τα πάντα σ’ αυτόν είναι παράλογα: ο χωρισμός, οι αρρώστιες, τα βάσανα αθώων ανθρώπων, ο θάνατος. Όλα αυτά κατανοούνται υπό το φως του ωκεανού της αόρατης ζωής, που αγκαλιάζει και περιβρέχει το νησάκι της γήϊνής μας ζωής. Ποιος δε δοκίμασε εμπνεύσεις «από εκεί» στα όνειρα του ή την ώρα της προσευχής! Όταν ο άνθρωπος βρίσκει μέσα του την δύναμη να δεχτεί τη δοκιμασία, που ο Θεός του στέλλει, κάνει ένα τεράστιο βήμα προς τα μπρος στην όλη πορεία της πνευματικής του ζωής.
«Φιλοσοφώ» δεν σημαίνει «θεολογώ». «Αν αληθινά προσεύχεσαι, τότε είσαι θεολόγος», κατά τον Άγιο Νείλο το Σιναΐτη. Χρειάζεται η εσωτερική τελειότητα για να κατανοήσει κανείς το τέλειο.
Τι είναι το μόνιμο αίσθημα της μη ικανοποίησης και της ανησυχίας -συνηθισμένο μας αίσθημα- παρά μόνο η πνιγμένη φωνή της συνείδησης, που μιλάει μέσα μας, εν αγνοία μας και συχνά παρά την θέληση μας, για το ψέμα της ζωής μας; Κι ενόσω ζούμε αψηφώντας το φωτεινό νόμο που μας δόθηκε, η φωνή τούτη δεν θα σωπάσει, γιατί είναι η φωνή του ίδιου του Θεού μέσα στην ψυχή μας.
* * *
Γιατί κάθε «απόλαυση», κάθε τι το «γλυκό», είναι αμαρτία; Γιατί η στιγμή της ηδονής είναι στιγμή οπού είναι πιο έντονα αισθητό το δικό μας εγώ και όσο πιο έντονη είναι η ηδονή, τόσο βαθύτερο είναι το ρήγμα που με χωρίζει από την καθολική αρμονία. Η ηδονή φέρνει την φιλαυτία, η φιλαυτία οδηγεί στο σπάσιμο της αρμονίας κι αυτή η τελευταία καρπό της έχει τον θάνατο.
«Είν’ επικίνδυνο το κολύμβι σαν είσαι ντυμένος, κι ειν’ επικίνδυνο να έρευνας τα Θεία μυστήρια σαν σε κυριαρχούν τα πάθη» (Κλίμακα)• απ’ αυτό όμως δεν έπεται πως γενικά δεν πρέπει να θεολογούμε (όπως πολλοί νομίζουν)• αυτό σημαίνει πως πρέπει να λυτρωθούμε απ’ την δουλεία των παθών και τότε είναι δυνατό να μας αποκαλυφθούν λίγο τα «Θεία μυστήρια».
Πάντα στοχάζομαι τα λόγια τούτα: «Ει εκ του κόσμου ήτε, ο κόσμος αν το ίδιον εφίλει». . . ( Ιωάν. 15, 19). Σημάδι τα βάσανα μας, πως είμαστε του Χριστού• κι όσο περισσότερο υποφέρουμε, τόσο πιο πολύ σημαίνει τούτο πως «εκ του κόσμου ουκ εσμέν». Γιατί όλοι οι άγιοι, περπατώντας στ’ αχνάρια του Χριστού, υπέφεραν τόσο; Η επαφή με τον κόσμο και το βούλιαγμα σ’ αυτόν δίνει πόνο σ’ αυτούς που ακολουθούν τον Χριστό• πόνο δεν νοιώθουν μονάχα τα τέκνα του κόσμου τούτου. Αυτό είναι κάτι σαν την αλάθητη χημική αντίδραση.
Όσο δίκαιος και καθαρός κι αν είν’ ο άνθρωπος έχει μέσα του το στοιχείο της αμαρτίας, που δεν μπορεί να εισέλθει στην Ουράνια Βασιλεία και πρέπει να κατακαεί• και να που οι αμαρτίες μας κατακαίγονται με τον πόνο μας και τα βάσανα μας.
Τι είν’ εκείνο που αυξάνει μέσα μας την πνευματική δύναμη; Είν’ ο πειρασμός που έχουμε υπερνικήσει.
Η παρουσία του άπειρου, της αγάπης δηλαδή, μέσα μας σαν υπάρξεων πεπερασμένων, οδηγεί στην επιθυμία του θανάτου σαν εισόδου στο άπειρο.
Ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει ούτε σ’ αυτή την σκοτεινή ζωή μας, γιατί στην προσευχή μας, στα μυστήρια, στην αγάπη μας προς τον Θεό είναι πάντα παρών. Η αγάπη μας προς τον Θεό είναι απόδειξη της κοινωνίας Του μαζί μας.
Η ζωή είναι πολύτιμη και μοναδική δωρεά, μα εμείς την σπαταλούμε ασύνετα και χωρίς καθόλου να γνοιαζόμαστε γι’ αυτή,, ξεχνώντας πόσο είναι εφήμερη. Είτε με νοσταλγία έχουμε το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν, είτε βρισκόμαστε σ’ αναμονή του μέλλοντος, όταν, θάλεγε κανείς, πρόκειται να αρχίσει ή πραγματική ζωή. Όμως, το παρόν, αυτό δηλαδή που αποτελεί την ζωή μας, φεύγει και χάνεται μέσα στις άκαρπες τούτες θλίψεις και όνειρα.
Η ιδέα που οι άλλοι έχουνε για μας – να ο καθρέφτης μπροστά στον οποίο ποζάρουν σχεδόν όλοι δίχως εξαίρεση. Ο άνθρωπος γίνεται αυτό που θέλει να τον θεωρούν οι άλλοι. Ο πραγματικός του όμως εαυτός, αυτός όπως είναι στην πραγματικότητα, είναι σ’ όλους άγνωστος, συχνά άγνωστος και στον ίδιο• ζει μοναχά και δρα κάποια μορφή επινοημένη και ωραιοποιημένη. Αυτή η επιδίωξη εξαπάτησης των άλλων είναι τόσο μεγάλη, που ο άνθρωπος θυσιάζει σ’ αυτήν -παραμορφώνοντας τη φύση του- ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του, το μοναδικό ετούτο κι ανεπανάληπτο, που είναι το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο.
Γι’ αυτό και μας γοητεύει κάθε φορά τόσο πολύ η συνάντηση με άνθρωπο, πούναι ελεύθερος απ’ αυτή τη μάστιγα, γι’ αυτό και μας αρέσει τόσο πολύ στα παιδιά -που δεν έχουν ακόμα αποκτήσει την αυτοσυνειδησία- η αλώβητη απλότητα τους και η αμεσότητα των τρόπων τους. Όμως, είναι δυνατή η ενσυνείδητη πάλη κι η επιστροφή απ’ αυτή την περίπλοκη κατάσταση στην απλότητα. Όπως κι αν έχει το πράγμα, το νάχουμε συνείδηση της παρουσίας αυτού του κακού μέσα μας είναι ήδη το ήμισυ του παντός.
Πόσο, μεγάλη είναι η χαρά νάσαι ιερέας! Χτες άκουσα την εξομολόγηση ολόκληρης οικογένειας. Παιδιά, ιδιαίτερα καλά, δυό αγόρια 7 -8χρόνων. Όλο το βράδυ βρισκόμουνα σχεδόν σε έκσταση. Η ιεροσύνη είναι το μόνο επάγγελμα, στο οποίο οι άνθρωποι στρέφονται σε μένα με την όψη τους την πιο σοβαρή και στο οποίο και συ ζεις το κάθε τι «στα σοβαρά».
Όσο και νάμαστε αδύναμοι και με την ασκήμια μας όντας χώρια ο ένας από τον άλλο, είναι ωστόσο μεγάλη για μας χαρά να σκεφτόμαστε πως για όλους μας ένα είναι το κυριώτερο.
«Εγενόμην τοις Ιουδαίους ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδήσω. . . • τοις ανόμοις ως άνομος. . . • εγενόμην τοις ασθενέσιν ως ασθενής- τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω» (Α’ Κορ. Θ’,20-22). Αυτά τα λόγια βρίσκονται σ’ επιγραφή στον τάφο του στάρετς Αμβρόσιου• ασυναίσθητα, αυτά είναι και γνώμονας της δικής μου τακτικής.
Ο υπερόπτης άνθρωπος είναι κουφός και τυφλός προς τον κόσμο• τον κόσμο δεν τον βλέπει, παρά μονάχα βλέπει του εαυτού του την αντανάκλαση στο κάθε τι.
Η αρρώστια… – να, το σχολειό της ταπείνωσης – να, που βλέπεις, πως άθλιος είσαι και γυμνός και τυφλός (στα πρόθυρα του θανάτου). Πως να τους παρηγορήσεις, που κλαίνε; Κλαίοντας μαζί τους.
Συνομιλία με την Χ ύστερ’ από εγχείρηση καρκίνου, μέσα σε ασταμάτητους φρικτούς πόνους («λες και σε ξεσκίζουν και σε ροκανίζουν σκυλιά»), μέσα σε μια καθολικά απελπιστική κατάσταση, εσωτερικά κι εξωτερικά. . . Να οι σκέψεις της: «Μου φαίνεται πως κατάλαβα γιατί ο Θεός μας έστειλε αύτη την δυστυχία• τόσο είχαμε βουλιάξει στις καθημερινές μικροϋποθέσεις, στις μικροκακίες και στους εκνευρισμούς, που ο Θεός θέλησε να μας ξετινάξει και να μας συνεφέρει. Πόσο έχουν όλα αλλάξει τώρα’ σ’ όλους αποκαλύφθηκαν ασυνήθιστες ψυχικές ιδιότητες. Χθες, μαζί μου πέρασε τη νύχτα η Α. : Τι νύχτα ήταν αυτή!. . . Κι εκείνη ήταν ατέλειωτα τρυφερή, υπομονετική• όλα τάκανε τόσο ήσυχα, τόσο επιδέξια. Κι ακόμα, όλοι τους ήτανε τόσο καλοί και προσεκτικοί». Να, λοιπόν, το νόημα του πόνου! Ο Θεός έχει ατέλειωτη, για μας ευσπλαχνία’ τι να γίνει όμως, αν εμείς μπορούμε να ξεπετάξουμε μερικές σπίθες ή να φλογιστούμε με κάποια άγια φλόγα τότε μονάχα, όταν μας κτυπάνε δυστυχίες και καταστροφές. Εδώ βρίσκεται το νόημα του πολέμου, των επαναστάσεων και των ασθενειών. Όλα τούτα φαίνονταν πολύ πιο σημαντικά χτες, στο δωμάτιο του άνθρωπου που πέθαινε, παρά σ’ αυτές εδώ τις ωχρές σημειώσεις.
Είναι τόσο ζωηρό και ενεργό κάθε τι το αμαρτωλό μέσα μας, που η συνηθισμένη άτονη μετάνοια μας δεν είναι διόλου ανάλογη με το στοιχείο τούτο της αμαρτίας, που μας κυβέρνα.
Νάχουμε το βλέμμα στραμμένο σε εικόνες παραδείσιου κάλλους είναι το καλύτερο μέσο για να λυτρωθούμε από την αιχμαλωσία του άδη και για να μη δίνουμε απόκριση στις κλήσεις του.
Συχνά μου φαίνεται πως όλες οι κακοτοπιές και στενοχώριες της βιοτικής μας κατάστασης είναι εκεί ακριβώς βαλμένες απ’ τον Θεό με σκοπό συγκεκριμένο, την θεραπεία της ψυχής μας. Τούτο μου είναι ολότελα σαφές, στην δική μου την ζωή.
Στην εξομολόγηση, η αδύνατη μνήμη δεν αποτελεί δικαιολογία• η ξεχασιά σ’ αυτή την περίπτωση προέρχεται από αδιαφορία κι έλλειψη σοβαρότητας απέναντι στην αμαρτία, από πώρωση στην σχέση μας μ’ αυτή. Η αμαρτία, που βαραίνει στην συνείδηση μας, δεν θα ξεχαστεί.
Οι άνδρες ειδικά είναι σχεδόν κατά γενικό κανόνα αδιάφοροι στην εξομολόγηση. Ευχαριστώ τον Θεό, γιατί σχεδόν πάντοτε μου δίνει την δύναμη να ζω την εξομολόγηση σαν ένα είδος συμφοράς.
Γενική είναι η συνήθεια να μη μιλούν για τις αμαρτίες, που έχουν σχέση με την έβδομη εντολή -Λες κι η αμαρτία τούτη δεν έχει τίποτε να κάνει με την εξομολόγηση- «Αυτό», λέει, «αφορά την προσωπική μου ζωή»• πολλοί που συζούν με παράνομο δεσμό, δεν τον θυμούνται, ενόσω δεν τους ρωτάς, θεωρώντας την πράξη αυτή ολότελα φυσική.
Στην εξομολόγηση το πιο σημαντικό είναι η ψυχική κατάσταση του μετανοούντος, που εξομολογείται, όποιος και νάναι ο εξομολόγος. Αυτό που έχει σημασία είναι η δική σας μετάνοια, κι όχι εκείνος, που σας απευθύνει μερικά λόγια. Στη χώρα μας, όμως, στην προσωπικότητα του πνευματικού δίνεται συχνά πρωτεύουσα θέση.
Όταν σε κυριεύει το συναίσθημα της κακίας για οποιοδήποτε πρόσωπο, να σκέφτεσαι ότι κι έσύ κι εκείνος μέλλετε ν’ αποθάνετε και πως μπροστά σ’ αυτό το γεγονός το σφάλμα του θα χάσει την σημασία του και πως άδικη, κατά συνέπεια, είναι η κακία σου, όσο κι αν ήταν ορθή τυπικά.
Τα εμπόδια, που μας έρχονται την ώρα της προσευχής, οφείλονται στην αδύναμη, την σφαλερή και ανεπαρκή μας πίστη, στο πλήθος των ανησυχιών και μερίμνων μας, στη ματαιότητα και την απασχόληση μας με τα εγκόσμια, στα αμαρτωλά και ακάθαρτα αισθήματα και λογισμούς μας.
Οι ώρες της αρρώστιας είναι ο πιο ευνοϊκός χρόνος για να επιστρέψουμε στην καρδιά μας και στον Θεό. Με την ανάρρωσή μας η δυνατότητα αυτή απομακρύνεται πάρα πολύ.
* * *
Γι’ αυτόν που ξεκίνησε την πορεία προς πνευματική τελείωση και που ακολούθησε τον Χριστό, γίνεται πρόδηλη, εσώτατα πειστική, η μοναδικότητα της πορείας τούτης. Λίγοι είν’ όσοι έβαλαν πόδι στον δρόμο ετούτο, όμως γι’ αυτό και δεν είναι σχεδόν κανείς που, μια και ξεκίνησε, γύρισε πίσω. Είναι τούτο σύμφωνο μ’ αυτό που υποσχέθηκε ο Χριστός λέγοντας, πως όποιος αναζητάει, βρίσκει.
Για την πίστη, τρομερή δεν είναι ούτε η αρνητική πολεμική ούτε η δοκιμασία της στο φως του νου -την δοκιμασία τούτη την αντέχει. Τρομερή γι’ αυτήν είναι μέσα μας η αδυναμία του πνεύματος, «η αποστασία της καρδίας», όπως τη χαρακτήρισε ο Κηρεγιέβσκυ.
Εκείνοι, που αναζητούν αποδείξεις για την πίστη τους, βρίσκονται σε λαθεμένο δρόμο. Η πίστη είν’ ελεύθερη εκλογή• εκεί όπου υπάρχει επιθυμία γι’ αποδείξεις, επιθυμία κρυμμένη ακόμα κι από μας τους ίδιους, εκεί δεν υπάρχει πίστη. Τα σημεία της Θείας φανέρωσης δεν πρέπει να τα δεχόμαστε σαν «αποδείξεις», γιατί μ’ αυτό τον τρόπο υποβαθμίζουμε και μηδενίζουμε την πίστη μας.
Οι άγιοι είχαν συναίσθηση της βαθιάς αμαρτωλότητάς τους, γιατί βρίσκονταν κοντά στην πηγή του φωτός, τον Χριστό.
Πόσο γίνεται για μας δύσκολη η προσέγγιση στον Θεό, ιδιαίτερα για μερικούς από μας, όταν όλα, ακόμα κι η ίδια η φύση, η κληρονομικότητα και η σύσταση του ανθρώπου στήνουν ολόκληρο τοίχο σαν εμπόδιο ανάμεσα αυτού και του Θεού.
Ο τύπος άνθρωπου, που συχνά συναντούμε στην ζωή, συνδυάζει μέσα του τούτα τα τρία χαρακτηριστικά: α) έπαρση, βαθιά πεποίθηση στις δικές του δυνάμεις και αυταρέσκεια για ό,τι δημιουργεί β) μια παράφορη αγάπη για τη γήινη ζωή και γ) έλλειψη συναίσθησης της αμαρτίας. Πως μπορούν τέτοιοι άνθρωποι να έρθουν κοντά στον Θεό; Στην κατάσταση, όπου βρίσκονται σήμερα, είναι δίχως ελπίδα απομονωμένοι από τον Θεό και δεν έχουν ούτε την συναίσθηση πως Τον έχουν ανάγκη. Κι αυτό τον τύπο είναι που διαμορφώνει η σύγχρονη ζωή με την εκπαίδευση, τη λογοτεχνία και άλλα μέσα. Η ιδέα περί Θεού εξαλείφεται έτσι μέσα στην ψυχή του άνθρωπου αυτού, που για να μπορέσει ν’ αναγεννηθεί χρειάζονται μεγάλες καταστροφές και χαλασμός πολύς.
Από την λύπη για τους αποθανόντες δεν θα μας σώσει ούτε η φυσική μας αγάπη για την ζωή, ούτε η γενναία εγκαρτέρησή μας στις δοκιμασίες, ούτε η γήϊνη σοφία μας, ούτε κι αυτή η πίστη, όσο μεγάλη κι αν είναι. Ο θάνατος είναι ένα φαινόμενο με δυό όψεις: Πεθαίνει αυτός που φεύγει από μας και μέσα σ’ αυτή την πορεία του οδυνηρού χωρισμού πονεί και πάει να σβήσει και η δική μας ψυχή. Για τον Χριστιανό όμως είναι ανεπίτρεπτη η απεγνωσμένη λύπη, μελαγχολία και κατάθλιψη• ο Χριστιανός δεν πρέπει να υποχωρεί μπροστά στον πόνο και το μαρτύριο, ούτε να βουλιάζει ανίσχυρος, όταν τα συναντά στην ζωή του. Ο Χριστιανός πρέπει να διέρχεται διαμέσου του πόνου και του μαρτυρίου επιστρατεύοντας τις πνευματικές του δυνάμεις σ’ όλη τους την ένταση και να εξέρχεται ενισχυμένος και ακόμα πιο σοφός, έχοντας εμβαθύνει στο μυστήριο.
Όσο κι αν είναι αδύναμες η πίστη μας και γενικά η πνευματική μας ζωή, η αγάπη μας όμως για τους αποθαμένους μας δεν είναι αδύναμη. Γιατί κι η λύπη μας είναι τόσο μεγάλη γι’ αυτούς, επειδή μεγάλη είν’ η αγάπη μας. Έτσι λοιπόν, αυτή ακριβώς η αγάπη μας θα μας οδηγήσει έξω από το σκοτάδι της λύπης. Με την δύναμη της αγάπης μας ας διαβούμε και μείς το μοιραίο εκείνο κατώφλι, που εκείνοι διάβηκαν. Με την δύναμη της φαντασίας μας ας εισέλθουμε στον κόσμο, στον οποίον εισήλθαν εκείνοι, κι ας δώσουμε, στην ζωή μας, περισσότερο χώρο σ’ αυτό, που τώρα αποτελεί την δική τους ζωή – βαθμιαία, μ’ αυτό τον τρόπο, και ανεπαίσθητα η θλίψη μας θα μετατραπεί σε χαρά, στην χαρά εκείνη που κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει από μας.
Κουβέντιαζα κάποτε με τον Χ περί νηστείας. Με ρώτησε: Ποια είναι η βάση, πάνω στην οποία διακρίνουμε τις τροφές σε νηστήσιμες και μη νηστήσιμες; Γιατί μπορούμε να σκοτώσουμε και να φάμε ψάρι και όχι βόδι;
Να πως του απάντησα: Στον καθορισμό των νηστήσιμων τροφών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η Εκκλησία δεν οδηγείται διόλου από συναισθηματικές αντιλήψεις, όπως συμβαίνει στην θρησκευτική χορτοφαγία ή τον Ινδουισμό, αλλά από υπολογισμούς καθαρά φυσιολογικούς: Ότι παχαίνει ή διεγείρει και ερεθίζει δεν επιτρέπεται.
Χ. – Η νηστεία έχει πολύ άσχημες συνέπειες πάνω μου. Όταν νηστεύω, αδυνατίζω και γίνομαι ανίκανος για δουλειά. Η φυσιολογική ψυχική μου κατάσταση εξαρτάται ολότελα από το κατά πόσον είμαι χορτάτος ή όχι. Γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνω γιατί είναι ανάγκη να εξαντλούμαι.
Απάντηση: – Θα σας εξηγήσω το γιατί, αν μου πείτε κατά πόσον ξεχωρίζετε αρκετά καθαρά την διαφορά μεταξύ ψυχικής σφαίρας και πνευματικής.
Χ. – Όχι, όχι καθαρά.
Απάντηση: – Κατά συνέπειαν, δεν μπορείτε να βεβαιώσετε με σιγουριά ότι η εξάντληση του σώματος βλάπτει την πνευματική (όχι την ψυχική) ζωή. Εγώ, από την άλλη, μπορώ να σας φέρω παραδείγματα περί του αντιθέτου, ότι, δηλαδή, η νηστεία αναπτύσσει τις πνευματικές δυνάμεις. Για παράδειγμα, δεν μπορείτε να αρχίσετε να προσεύχεστε αν είστε βαρυστομαχιασμένος• και δεν πάτε να επισκεφθείτε έναν άνθρωπο, που πεθαίνει, αν έχετε πιει σαμπάνια. Ένα άνθρωπο, που υποφέρει, θα τον παρηγορήσετε καλύτερα, αν δεν είστε βαρυστομαχιασμένος.
Χ. – Όλα αυτά όμως ήταν καλά και ωραία, όταν η ζωή ολόκληρη ήταν προσαρμοσμένη στην Εκκλησιαστική ζωή. Τώρα, όμως, πρέπει να νηστεύουμε δίχως να αλλάζουμε καθόλου την συνηθισμένη μας εργασία και τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Σαν αποτέλεσμα της νηστείας κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, παραβλάπτεται η εργασία μας και γινόμαστε ευέξαπτοι. Αν πρόκειται να νηστέψεις, είναι ανάγκη να αποσυρθείς κάπου, σε κάποιο μοναστήρι, αφού απομακρυνθείς από την συνηθισμένη ζωή.
Απάντηση: – Μη επιδιώκετε δια μιας το απόλυτα τέλειο. Μη αναβάλλετε, όμως, αυτό που σας παραγγέλει η Εκκλησία να κάνετε, ίσαμε που να ξανάρθουν οι συνθήκες του 17ου αιώνα. Πολλά μπορείτε να επιτύχετε και τώρα. Σαν παράδειγμα, σας αναφέρω τις νταντάδες, τις υπηρέτριες και τους χωρικούς.
Χ. – Το παράδειγμά σας δεν είναι και πολύ πετυχημένο. Εγώ δεν είδα ποτέ υπηρέτρια σε τόσο άσχημη ψυχική διάθεση όσο κατά τις τελευταίες μέρες της Αγίας Εβδομάδας. Είναι φανερό ότι η νηστεία επενεργεί πολύ άσχημα πάνω στα νεύρα.
Απάντηση: – Έχετε απόλυτο δίκαιο• η νηστεία, όμως, είναι κάτι το εξωτερικό, το τεχνικό και βοηθητικό, κι αν δεν συνοδεύεται από προσευχή και πιο έντονη πνευματική ζωή, τότε οδηγεί μονάχα σε ακόμα πιο ευέξαπτες καταστάσεις. Είναι δε φυσικό το γεγονός ότι υπηρέτριες, που νήστευαν στα σοβαρά και που τις ανάγκαζαν να δουλεύουν σκληρά κατά την Αγία Εβδομάδα και δεν τους επέτρεπαν να πάνε στην Εκκλησία, γίνονταν θυμώδεις και ευέξαπτες.
– Ποιος είναι ο σκοπός της νηστείας;
– Η υπακοή στην Εκκλησία.
Το ξαλάφρωμα του σώματος. «Λογισμοί (γαρ) θνητών δειλοί, και επισφαλείς αι επίνοιαι ημών φθαρτόν γαρ σώμα βαρύνει ψυχήν». (Σοφ. Σολ. θ’, 14-15).
Σκοπός ακόμα της νηστείας είναι η άσκηση της θέλησης, η αυτοκυριαρχία, η αυταπάρνηση και η θυσία.
Η κοινή αντίληψη για τη νηστεία δείχνει μια ριζική ακατανοησία του πράγματος. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αυτή καθαυτή η νηστεία σαν αποφυγή από μέρους μας αυτής ή εκείνης της τροφής ή σαν αποστέρηση του εαυτού μας από αυτό ή εκείνο το φαγητό για σκοπούς τιμωρίας• η νηστεία δεν είναι παρά μόνο μια δοκιμασμένη μέθοδος για να πετύχουμε τα αναγκαία αποτελέσματα, όπως, μέσω εξάντλησης του σώματος, να επιτύχουμε εκλέπτυνση των μυστικών πνευματικών ικανοτήτων μας, που συσκοτίστηκαν από το γεγονός ότι φέρουμε σάρκα, και έτσι να διευκολύνουμε την προσέγγιση μας στον Θεό.
Όπως στη νάρκωση, τη μέθη και τον ύπνο, έτσι και στη νηστεία ο άνθρωπος φανερώνει τον εαυτό του έτσι άλλοι εκδηλώνουν τις πιο ψηλές πνευματικές ικανότητες κι άλλοι γίνονται μόνο νευρικοί και θυμώδεις. Η νηστεία αποκαλύπτει την αληθινή ουσία του άνθρωπου.
Εργασία, που σχεδιάζεται σωστά από την θρησκευτική άποψη, δεν μπορεί να οδηγήσει σε υπερκόπωση, νευρασθένεια ή σε καρδιακή πάθηση. Αν παρατηρηθούν τέτοια συμπτώματα, αυτό δείχνει ότι ο άνθρωπος, που τα υφίσταται, εργάζεται «εν ονόματι του ίδιου του εαυτού του», αποθέτοντας την ελπίδα του στις δικές του δυνάμεις, στην προσωπική του γοητεία, στην ευγλωττία του και την δική του καλωσύνη, και Όχι στην Θεία Χάρη.
Όπως υπάρχει φωνή, που τραγουδάει στον σωστό τόνο, έτσι υπάρχει και ψυχή, που λειτουργεί κι εκφράζεται σωστά. Ο Καρούζο τραγουδούσε δίχως να κουράζεται• ο Πούσκιν δεν μπορούσε να πει ότι τον κούραζε να γράφει στίχους• και τ’ αηδόνι τραγουδάει ολονυχτίς και τα ξημερώματα η φωνή του δεν εξασθενίζει.
Αν κουραζόμαστε από την εργασία μας, από την επικοινωνία μας με τους ανθρώπους, από την κουβέντα με άλλους ή από την προσευχή, ο λόγος είναι μόνο γιατί η ψυχή μας «δεν λειτουργεί στον ορθό τόνο». Υπάρχουν φωνές, που εκδηλώνονται «στο σωστό τόνο» από την φύση τους• άλλες πρέπει να πετύχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα με συνεχή εργασία και κόπους και με τεχνητές ασκήσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή.
Η ασθένεια και η σοφία. Ο Πλάτων, στην προσπάθεια του ν’ αποδείξει στον ρήτορα Ευδόκιο ότι είχε την προδιάθεση για την φιλοσοφική ενασχόληση, του αναφέρει, σαν επιχείρημα, την ευγένεια της ψυχής, το φιλήσυχο του χαρακτήρα και το φιλάσθενο ή την ασθένεια του σώματος• όλα αυτά, για τον Πλάτωνα, έχουν μεγάλη σημασία στην ενασχόληση με την φιλοσοφία, την αγάπη προς την σοφία.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com