Η γένεση των «Σλαβομακεδόνων» ως έθνους
ένθετο του περιοδικού άρδην τεύχος 115, Μάρτιος-Ιούνιος 2019- ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Ρώσοι και Βούλγαροι επινοούν τη «Μακεδονία»
Το σλαβικό αρχικώς και εν συνεχεία τριτοδιεθνιστικό αφήγημα για το Μακεδονικό Ζήτημα επιμένει σε μια «Μακεδονία» που δεν περιορίζεται στην ιστορική μακεδονική περιοχή, αλλά συμπεριλαμβάνει μια γεωγραφική περιοχή πολύ μεγαλύτερη, πάνω στην οποία εδράζεται και η αντίληψη για περισσότερες της μίας «Μακεδονίες». Αυτή η νέα αντίληψη για τη Μακεδονία υπήρχε σε ένα βαθμό και κατά τον 19ο αιώνα αλλά εδραιώθηκε και κυριάρχησε μετά τους βαλκανικούς πολέμους και κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως γράφει και ο Douglas Dakin:
Στις αρχές του (20ού) αιώνα, ο όρος «Μακεδονία» υποδήλωνε συνήθως τα τρία τουρκικά βιλαέτια ή επαρχίες, της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηριού και του Κοσόβου. Αυστηρότερα αναφερόταν στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης και εκείνα τα τμήματα των βιλαετίων του Μοναστηρίου και του Κοσόβου στα οποία, το 1902, διόρισε η οθωμανική διοίκηση έναν Γενικό Επιθεωρητή για να εφαρμόσει ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Δεν υπήρχε κάποιος άλλος κοινά αποδεκτός ορισμός της Μακεδονίας. Κατά τη σύγχρονη περίοδο, η Μακεδονία δεν αποτελούσε ποτέ μια φυλετική ή πολιτική ενότητα και πριν από το 1902 δεν αντιμετωπιζόταν ποτέ και ως διοικητική ενότητα…. Η περιοχή δεν αποτελούσε ποτέ μια «φυσική περιοχή» με την γενικότερα αποδεκτή έννοια του όρου.
Τωόντι, κατά στην πρώτη περίοδο της μεγάλης διαμάχης, κυρίως μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, η διαμάχη αυτή αφορούσε την περιοχή της ιστορικής Μακεδονίας που, κατά 90%, ανήκει σήμερα στο ελληνικό κράτος (δεν έχουν συμπεριληφθεί μόνο η περιοχή του Μοναστηρίου, η Στρώμνιτσα, το Πετρίτσι και ορισμένες ακόμα μικρές πόλεις). Και προφανώς η αντιπαράθεση Ελλήνων και Βουλγάρων δεν αφορούσε τα Σκόπια, τα οποία είχαν πλειοψηφικά σλαβικό βουλγαρόφωνο πληθυσμό, αλλά κατ’ εξοχήν τη νότια και «μεσαία» οθωμανική ζώνη. Εδώ συγκατοικούσαν ελληνικοί (ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι), τουρκικοί και σλαβικοί, κυρίως βουλγαρικοί, ή έστω βουλγαρόφρονες, πληθυσμοί, μαζί με πολλούς Βλάχους, Σαρακατσάνους, Αλβανούς, και Εβραίους. Και καθώς, μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η ρωσική πολιτική εγκαταλείπει την αναφορά στους ορθόδοξους πληθυσμούς των Βαλκανίων και προσανατολίζεται κατ’ εξοχήν προς τους σλαβικούς πληθυσμούς και μόνο, ιδιαίτερα τους Βουλγάρους, στους οποίους μάλιστα προσπαθεί να εμφυσήσει και μια ισχυρή εθνική σλαβική συνείδηση, ενισχύεται ταχύτατα ο βουλγαρικός εθνικισμός. Οι Βούλγαροι, μετά τη συντριπτική ήττα της Τουρκίας, στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο και τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το 1878, και εκείνη του Βερολίνου που ακολούθησε, όχι μόνο θα κατορθώσουν να αποκτήσουν δύο βουλγαρικά ημιαυτόνομα κράτη (τα πριγκιπάτα της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας) αλλά θα εγκαινιάσουν έναν ανελέητο αγώνα για να υπερακοντίσουν την πλειοψηφική ελληνική επιρροή στα εδάφη της ιστορικής Μακεδονίας.
Το «Μακεδονικό Ζήτημα», σε αυτή την πρώτη περίοδο, αφορούσε λοιπόν την απόπειρα των Βουλγάρων να επικρατήσουν, μετά την Ανατολική Ρωμυλία (όπου ήδη είχαν επιδοθεί σε διώξεις του ελληνικού πληθυσμού στη Φιλιππούπολη τον Πύργο και αλλού), και στη Μακεδονία και έτσι να διασφαλίσουν στην πράξη αυτά που είχαν χάσει μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αποκτώντας και την πολυπόθητη έξοδο στο Αιγαίο. Επειδή όμως οι Βούλγαροι αποτελούσαν μειοψηφία στην ιστορική Μακεδονία, όπου οι μεγαλύτερες εθνικές και θρησκευτικές ομάδες ήταν οι πατριαρχικοί Έλληνες (ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι) και οι μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Αλβανοί κυρίως), επινόησαν, κυριολεκτικώς, το «μακεδονικό ζήτημα». Δηλαδή, ανέπτυξαν μια στρατηγική σύμφωνα με την οποία οι «Μακεδόνες», δηλαδή οι Έλληνες, μουσουλμάνοι, Σλάβοι, Εβραίοι κ.λπ., κάτοικοι της Μακεδονίας, θα έπρεπε να ενωθούν σε έναν κοινό αγώνα για να απελευθερωθούν από την οθωμανική κυριαρχία και να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο πολυεθνοτικό μακεδονικό κράτος. Το ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος αποτελούσε εκείνη την περίοδο το όχημα του βουλγαρικού εθνικισμού, διότι μέσω αυτού επλήττοντο οι δύο κυρίαρχες εθνικές ομάδες της Μακεδονίας. Αρχικώς οι Οθωμανοί Τούρκοι και οι μουσουλμάνοι Αλβανοί, που κυριαρχούσαν στρατιωτικά και πολιτικά και προφανώς δεν επιθυμούσαν την αποκοπή της Μακεδονίας από την οθωμανική Αυτοκρατορία, και κατά δεύτερο λόγο οι Έλληνες – ενώ αποκρούονταν και οι σερβικές διεκδικήσεις που χαρακτήριζαν τους Σλάβους της περιοχής ως παλαιο-σέρβους ή «νοτιο-σέρβους». Όσο για τους Έλληνες, αυτοί, παρότι «ραγιάδες», κυριαρχούσαν πολιτιστικά και οικονομικά στη Μακεδονία – έχοντας στις αποσκευές τους και την μακρόχρονη ιστορική τους παρουσία σε αυτή-, και προφανώς δεν επιθυμούσαν τη δημιουργία κάποιου ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους αλλά την ένωσή τους με το ελληνικό κράτος. Εξάλλου, ένα μεγάλο μέρος των σλαβόφωνων της περιοχής είχε ελληνική εθνική συνείδηση και συντάχθηκε με το πατριαρχείο και τους Έλληνες στον μακεδονικό αγώνα (οι περιβόητοι «γραικομάνοι», όπως τους αποκαλούσαν οι Βούλγαροι) ενώ και το σλαβικό ιδίωμα που χρησιμοποιούσαν περιλάμβανε μεγάλο αριθμό ελληνικών λέξεων, καταδεικνύοντας τη συνάφεια των διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων και ενίοτε την ιδία την εθνοτική προέλευση ενός μεγάλου μέρους αυτού του πληθυσμού.
Δηλαδή, ο μακεδονισμός υπήρξε το στρατήγημα μιας μειονοτικής εθνοτικής ομάδας, στο εσωτερικό της ιστορικής Μακεδονίας, ώστε να επικρατήσει έναντι των κυρίαρχων εθνικών ομάδων, των Τούρκων και των Ελλήνων. Γι’ αυτό και οι λεγόμενες μακεδονικές οργανώσεις (η εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση και η «εξωτερική», που υποστήριζε μέχρι τέλους τη βουλγαρική ταυτότητα των σλαβοφώνων, οι λεγόμενοι Βερχοβιστές) δεν εμφανίζονται αρχικώς ως βουλγαρικές οργανώσεις, παρότι η έδρα τους βρίσκεται στη Βουλγαρία, και προσπαθούν να ενσωματώσουν στο εσωτερικό τους όχι μόνο τους Σλάβους αλλά και Έλληνες αγρότες, ιδιαίτερα τους σλαβόφωνους ελληνικής συνείδησης Μακεδόνες. Ο υπολογισμός των Βουλγάρων μακεδονιστών, βάσιμος σε μεγάλο βαθμό, ήταν πως, εάν η Μακεδονία αποκοβόταν τόσο από την οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και από τον ελληνισμό και το Πατριαρχείο (εξ ου και η δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870), θα μπορούσε να αποτελέσει, τουλάχιστον σε μια πρώτη περίοδο, έναν χώρο διεκδικήσιμο από τη Βουλγαρία, όπως είχε συμβεί με την Ανατολική Ρωμυλία. Για τους Βουλγάρους, λοιπόν, τότε, όπως και σήμερα, δεν υπήρχε ένα μακεδονικό «έθνος», αλλά μόνο, a termine, ένας μακεδονικός «λαός», με πολυεθνοτικά χαρακτηριστικά, δηλαδή οι κάτοικοι της Μακεδονίας, όπου κατ’ αυτούς κυριαρχούσαν οι Βούλγαροι. Προφανώς δε, για να ενισχύσουν τη σλαβική συνιστώσα της μακεδονικής περιοχής, έτειναν να επεκτείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη μακεδονική επικράτεια, ώστε να συμπεριλάβει όλα τα βόρεια, κατεχόμενα ακόμα από τους Οθωμανούς, εδάφη των Βαλκανίων, έστω και εάν τα Σκόπια π.χ. ήταν πρωτεύουσα του Κοσόβου. Πάντως, σε όλη αυτή την ιστορική περίοδο, καθώς οι Έλληνες θα αρχίσουν να αντιδρούν απέναντι στα βουλγαρικά σχέδια και θα αρχίσει ο Μακεδονικός Αγώνας, η μακεδονική διαμάχη θα αφορά κατ’ εξοχήν την αντίθεση Ελλήνων και Βουλγάρων, με επίδικο αντικείμενο και βασικό χώρο αντιπαράθεσης την ιστορική Μακεδονία. Εξάλλου, παράλληλα, θα αρχίσουν και οι Σέρβοι να παρεμβαίνουν όλο και πιο ενεργά στη διαμάχη, υποστηρίζοντας πως οι Σλάβοι της ευρύτερης μακεδονικής περιοχής ήταν στην πραγματικότητα μια «παλαιοσερβική» ή «νοτιοσερβική» κοινότητα η οποία δεν είχε σχέση με τους Βουλγάρους «που αποτελούσαν ένα ταταρικό φύλο».
Η γένεση των «Σλαβομακεδόνων» ως έθνους
Οι υποστηρικτές μιας αυτόνομης σλαβομακεδονικής εθνότητας, σε αυτή την πρώτη περίοδο, ήταν ιδιαίτερα λιγοστοί και θα αρχίσουν να ακούγονται για πρώτη φορά μετά την αποτυχία της βουλγαρόφωτης εξέγερσης του Ήλιντεν. Τότε -αμέσως μετά-, τον Δεκέμβριο του 1903, εκδόθηκε, από τον Κρίστε Μισίρκωφ, το θεωρούμενο ως μανιφέστο των Σλαβομακεδόνων βιβλίο, Μακεδονικές υποθέσεις (Za makedonckite raboti), που υποστήριζε την ανάγκη να διαμορφωθεί μια ενιαία σλαβική μακεδονική γλώσσα. Μεταξύ άλλων, ο Μισίρκωφ υποστηρίζει πως οι Σλαβομακεδόνες κινδυνεύουν να πέσουν θύματα του ανταγωνισμού των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Ελλήνων και, επομένως, θα πρέπει να συγκροτήσουν μια αυτόνομη ταυτότητα, έστω και αν αυτή δεν είχε προϋπάρξει στο παρελθόν.
Απέναντι σε εκείνους που υποστηρίζουν πως «η Μακεδονία δεν αποτελεί ενιαίο γεωγραφικό εθνικό ή ιστορικό σύνολο» και δεν έχει επιδράσει στις τύχες των γειτονικών λαών, «αλλά υπήρξε η αρένα της πολιτικής και πολιτιστικής πάλης ανάμεσα στα διάφορα βαλκανικά έθνη», ο Μισίρκωφ απαντά με το αφοπλιστικό επιχείρημα πως «κάτι που δεν υπήρξε στο παρελθόν μπορεί κάλλιστα να εμφανιστεί αργότερα, αν υπάρξουν οι κατάλληλες ιστορικές συνθήκες»! Και συνεχίζει:
…Το όνομα “Μακεδόνας” χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τους σλάβους Μακεδόνες ως γεωγραφικός όρος για να δηλώσουν την καταγωγή τους. Είναι μάλιστα πολύ γνωστό ανάμεσά τους και όλοι τους το χρησιμοποιούν για να αυ- τοπροσδιορίζονται. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ακόμα και ο σχηματισμός των εθνοτήτων είναι μια μηχανική πολιτική διαδικασία, άρα υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις ώστε η Μακεδονία να εξελιχθεί σε μια ανεξάρτητη εθνογραφική περιοχή…
Τόσο ασθενείς ήταν, τότε ακόμα, οι προϋποθέσεις της ύπαρξης αυτού του νεόκοπου «έθνους», ώστε ο ίδιος ο Μισίρκωφ, λίγα χρόνια αργότερα, το 1907, επέστρεψε στον βουλγαρισμό, ενώ το 1919, μετά τη νέα ήττα της Βουλγαρίας στον πόλεμο, έγινε και πάλι για μικρό διάστημα, μακεδονιστής! Δηλαδή, ο μακεδονισμός του ίδιου του Μισίρκωφ εξαρτώνταν από τις διακυμάνσεις του «πολιτικού μηχανισμού». Ωστόσο, είχε επισημάνει ένα βασικό στοιχείο για τη δημιουργία νεόκοπων «εθνών», την κατασκευή τους από την πολιτική βούληση άλλων εθνών και δυνάμεων. Έτσι, κατά τον 20ό αιώνα, θα δημιουργηθούν αρκετά «πολιτικά» έθνη, στην Αφρική, επί τη βάσει του αποικιοκρατικού χωρισμού των αφρικανικών εδαφών. Στην περίπτωση των «Σλαβομακεδόνων», αυτό θα συμβεί κατ’ εξοχήν μέσα από τον ανταγωνισμό μεταξύ των Σέρβων και των Βουλγάρων. Η αδυναμία τόσο των μεν όσο και των δε, κυρίως των Βουλγάρων, να κυριαρχήσουν οριστικά πάνω σε αυτούς τους σλαβικούς πληθυσμούς, και επί πλέον ο ανταγωνισμός με την Ελλάδα, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να αναδυθεί, σε ένα αυξανόμενο ποσοστό των Σλάβων της ευρύτερης Μακεδονίας, μια χωριστική ταυτότητα, την οποία αρχικώς ο Στάλιν και εν συνεχεία ο Τίτο, ως οι εμβρυουλκοί του, θα μεταβάλουν σε ένα χρήσιμο «πολιτικό έθνος». Όπως τόσο εύστοχα έγραφε ο Μισίρκωφ:
Έτσι το μακεδονικό Εθνικό Αναγεννησιακό Κίνημα αναπτύσσεται ως ιστορικό φαινόμενο με γερά θεμέλια και λαμπρό μέλλον και είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα του ανταγωνισμού ανάμεσα στη Βουλγαρία και τη Σερβία πάνω στο Μακεδονικό Ζήτημα.
Για να συγκεντρωθούν όμως όλες αυτές οι ευτυχείς προϋποθέσεις έπρεπε αρχικώς να αποτύχει η ενσωμάτωσή τους από τον βουλγαρισμό -την πρωιμότερη και ισχυρότερη σλαβική εθνική αναφορά των σλαβόφωνων πληθυσμών- και το μεγαλύτερο μέρος των σλαβικών πληθυσμών της περιοχής να παραμείνει εκτός του βουλγαρικού κράτους.
Και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αδηφαγία και τα αλλεπάλληλα λάθη των Βουλγάρων ηγετών. Κατ’ αρχάς, μετά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, οι Βούλγαροι, θεωρώντας εαυτούς στρατιωτικά παντοδύναμους, δεν αρκέστηκαν στα εδαφικά κέρδη τα οποία είχαν αποκομίσει, καταλαμβάνοντας ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, μέχρι τη Χαλκιδική, καθώς και το σύνολο της δυτικής και της ανατολικής Θράκης, αλλά θέλησαν να αποσπάσουν από την Ελλάδα και τη Σερβία όλα τα εδάφη που είχε παραχωρήσει στους Βουλγάρους η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, καθώς και τη Θεσσαλονίκη.
Το αποτέλεσμα ήταν να στραφούν εναντίον της Βουλγαρίας όλες οι βαλκανικές χώρες (Ελλάδα, Σερβία, Ρουμανία), ακόμα και η Τουρκία, και η Βουλγαρία να συντριβεί κατά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Μακεδονίας, αλλά και την Ανατολική Θράκη, την οποία ανακατέλαβε η Τουρκία. Έτσι -εκτός από τη λεγόμενη «Μακεδονία του Πιρίν»-, η Σερβία κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος των σλαβικών οθωμανικών εδαφών, αλλά και ένα μέρος ελληνικών πόλεων (όπως το Μοναστήρι) τις οποίες ο Βενιζέλος παραχώρησε στη Σερβία, στα πλαίσια μιας πολιτικής εξευμενισμού της, ώστε να επιτύχει την ενσωμάτωση της λοιπής Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος.
Αμέσως μετά, η Βουλγαρία, ακολουθώντας αναθεωρητική πολιτική, συντάχθηκε με την Γερμανία και την οθωμανική Αυτοκρατορία, στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με συνέπεια να χάσει και την κατεχόμενη από αυτήν Δυτική Θράκη προς όφελος της Ελλάδας και προφανώς να παγιωθεί η σερβική κυριαρχία στη σημερινή περιοχή των Σκοπίων.