Timothy W. Ryback
ΦΑΟΥΛΧΑΜΠΕΡ – ΧΙΤΛΕΡ
Πως ο εθνικοσοσιαλισμός με πρόσχημα τον κομμουνιστικό κίνδυνο
προσπάθησε να χειραγωγήσει τον Παπισμό
Ο Φαουλχάμπερ ήταν άνθρωπος δεσποτικός και με αυστηρές αρχές, τόσο διανοητικά όσο και θρησκευτικά. Όπως και ο Σούλτε, είχε χαιρετίσει τον διορισμό του Χίτλερ ως καγκελάριου για τη σταθερότητα και την υπόσχεση που έδινε για τη Γερμανία, ιδιαίτερα στον αγώνα ενάντια στον μπολσεβικισμό. Ωστόσο δεν επρόκειτο να μετακινηθεί σε ζητήματα πίστης, ηθικής ή αρχών, ειδικά όσον αφορούσε τις πιο ριζοσπαστικές πτυχές της ναζιστικής ιδεολογίας. Ήδη από την άνοιξη του 1930, σε ένα συνέδριο επισκόπων στη Φούλντα, είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους που έκρυβε ο Μύθος του Ρόζενμπεργκ παραθέτοντας και επικρίνοντας εκτενή αποσπάσματα. Ο Χίτλερ είχε αναφερθεί σε αυτή τη συγκέντρωση κατά τη συνάντησή του με τον καρδινάλιο Σούλτε, κατηγορώντας τον «επίσκοπο στο Μόναχο» για τη διάδοση του βιβλίου του Ρόζενμπεργκ.
Στο πρώτο του κήρυγμα τον Δεκέμβριο του 1933, ο Φαουλχάμπερ είχε επιτεθεί στον ριζοσπαστισμό τύπου Ρόζενμπεργκ, ο οποίος εισέβαλλε στη γερμανική κοινωνία. Δεν ανέφερε το όνομα του επικεφαλής ιδεολόγου του Χίτλερ, ωστόσο οι νύξεις στο έργο του Ρόζενμπεργκ ήταν προφανείς. Ο Φαουλχάμπερ επισήμανε ότι οι φυλετικές έρευνες, «καθαυτές ένα ουδέτερο ζήτημα όσον αφορά τη θρησκεία», είχαν «συγκεντρωθεί με σκοπό τον πόλεμο ενάντια στη θρησκεία, προκαλώντας τριγμούς στα ίδια τα θεμέλια του χριστιανισμού». Ο Φαουλχάμπερ μίλησε για μια αναγκαία απάντηση εκ μέρους της Εκκλησίας. «Όταν πρόκειται για τέτοιες φωνές και κινήματα, ο επίσκοπος δεν μπορεί να σιωπά» δήλωσε. Ο Φαουλχάμπερ ήταν εξίσου ευθύς όταν κατέφθασε στο Μπέργκχοφ το πρωί της 6ης Νοεμβρίου 1936.
Το Ομπερζάλτσμπεργκ ήταν καλυμμένο με ένα πέπλο ομίχλης. Το φθινοπωρινό ψιλόβροχο πάγωνε τον αλπικό αέρα. Ο Χίτλερ, με τη συνοδεία του Ρούντολφ Ες, οδήγησε τον Φαουλχάμπερ στο ήσυχο «αναγνωστήριο» του δεύτερου ορόφου. Μόλις κάθισαν, ο Χίτλερ είπε στον Φαουλχάμπερ ότι επρόκειτο να πει πράγματα που δε θα άρεσαν στον καρδινάλιο, τα οποία όμως έπρεπε να ειπωθούν ανοιχτά.
Απηχώντας την άποψη του Χουντάλ, ο Χίτλερ είπε ότι ο μπολσεβικισμός αποτελούσε απειλή όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά και για τον χριστιανισμό. Επισήμανε την εμφάνιση του αριστερού κινήματος του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, την αυξανόμενη απειλή στην Τσεχοσλοβακία, στην Πολωνία και σε άλλες χώρες, και ειδικά στην Ισπανία, όπου εκείνη τη στιγμή που μιλούσαν οι φασίστες πολεμούσαν με τους κομμουνιστές για τον έλεγχο της Μαδρίτης. «Η καθολική Εκκλησία δεν πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό της να εξαπατηθεί» είπε ο Χίτλερ. «Αν ο εθνικοσοσιαλισμός δεν επικρατήσει έναντι του μπολσεβικισμού, θα έρθει το τέλος του χριστιανισμού και της Εκκλησίας στην Ευρώπη».
Ύστερα ο Χίτλερ έστρεψε την κουβέντα στο θέμα που τους απασχολούσε: τη σχέση μεταξύ εθνικοσοσιαλισμού και καθολικής Εκκλησίας. «Ο χριστιανισμός είναι άρρηκτα δεμένος με τον λαό μας και με τον δυτικό πολιτισμό μέσω της χιλιετούς ιστορίας» είπε στον Φαουλχάμπερ, είπε επίσης ότι στον χαρτοφύλακά του είχε τριακόσιες ογδόντα περιπτώσεις ιερέων οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί ότι κήρυτταν ενάντια στον εθνικοσοσιαλισμό.
Η καθολική Εκκλησία έπρεπε να εγκαταλείψει αυτές τις «γελοιότητες» εναντίον του κράτους. Με την αυξανόμενη απειλή του μπολσεβικισμού, τόσο οι καθολικοί όσο και οι φασίστες είχαν σημαντικότερους λόγους για να ανησυχούν. Ωστόσο «σε περίπτωση που η Εκκλησία εξακολουθήσει να εναντιώνεται στον εθνικοσοσιαλισμό και συνεχίσει τον πόλεμο, τότε ο εθνικοσοσιαλισμός θα αναγκαστεί να προχωρήσει χωρίς την Εκκλησία» είπε ο Χίτλερ στον Φαουλχάμπερ. Συνέχισε να μιλάει περίπου μία ώρα.
Ο Φαουλχάμπερ άκουσε υπομονετικά και έπειτα αποκρίθηκε. Είπε ότι δε χρειαζόταν να του κάνει κανείς διάλεξη για την απειλή των μπολσεβίκων. Κήρυττε με πάθος και αδιαλείπτως εναντίον του μπολσεβικισμού εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Ανέφερε την ομιλία του στη συγκέντρωση καθολικών στο Ζάλτσμπουργκ το 1921, όταν καταδίκασε τον μπολσεβικισμό ως «τη μεγαλύτερη συμφορά της εποχής μας». Είπε ότι είχε μιλήσει με παρόμοιο τρόπο ξανά το 1921, το 1922 και το 1930. Ο Χίτλερ μπορούσε να είναι βέβαιος ότι η Εκκλησία είχε αναγνωρίσει εδώ και καιρό τον κίνδυνο του κομμουνισμού. Η Εκκλησία υποστήριζε την εθνική κυβέρνηση και σεβόταν τον επικεφαλής του κράτους. Όμως ο Χίτλερ έπρεπε να καταλάβει ρητώς ότι για την Εκκλησία αυτό δεν ήταν «θέμα τακτικής». Η Εκκλησία είχε όλη την καλή διάθεση να υπακούσει τους νόμους του κράτους εφόσον δεν παραβίαζαν θεμελιώδεις αρχές. «Πιστεύω ότι σε καμιά άλλη θρησκεία η έννοια της εξουσίας δεν είναι τόσο ισχυρή όσο στην καθολική Εκκλησία» είπε στον Χίτλερ. «Όταν όμως οι αξιωματούχοι ή οι νόμοι σας προσβάλλουν το εκκλησιαστικό δόγμα ή τους νόμους της ηθικής, και κατ’ αυτό τον τρόπο τη συνείδησή μας, οφείλουμε να μπορούμε να εκφράσουμε την αντίθεσή μας ως υπεύθυνοι υπερασπιστές των ηθικών αξιών».
Ο Φαουλχάμπερ προσήψε στη ναζιστική κυβέρνηση ότι, ασχέτως των ισχυρισμών της, τα τελευταία τρία χρόνια διεξήγε πόλεμο εναντίον της καθολικής Εκκλησίας. Εκτός του ότι οι εκδηλώσεις για τη ναζιστική νεολαία προγραμματίζονταν τα πρωινά της Κυριακής, αποκλείοντας έτσι τους νέους από τη θεία κοινωνία, μόνο στη Βαυαρία πάνω από εξακόσιοι καθηγητές θρησκευτικών είχαν χάσει τη δουλειά τους, ενώ ο αριθμός σύντομα θα έφτανε τους επτακόσιους.
Από το βιβλίο του Timothy W. Ryback «Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ – ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΣΑΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ»
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον