Συμεών του Νέου Θεολόγου
Όλα τα πράγματα και τα χρήματα
ανήκουν από κοινού σε όλους
Όλα τα πράγματα και τα χρήματα ανήκουν από κοινού σε όλους όπως το φως και ο αέρας που αναπνέουμε, όπως τα βοσκοτόπια στις πεδιάδες και τα βουνά ανήκουν από κοινού στα άλογα ζώα. Όλα λοιπόν έχουν δοθεί από κοινού σε όλους να τα χρησιμοποιούν και δεν ανήκουν σε κανέναν ως προς την κυριότητα.
Η πλεονεξία όμως, σαν τύραννος μπήκε στη ζωή μας και αυτά που ο Δεσπότης από κοινού σε όλους έχει δώσει τα μοίρασε στους δούλους και υπηρέτες της, και τα περιέφραξε και τα ασφάλισε με πύργους και μοχλούς και πόρτες, και στέρησε την απόλαυσή των αγαθών του Δεσπότη από όλους τους ανθρώπους, λέγοντας η ξεδιάντροπη ότι είναι ιδιοκτήτης τους και άρα δεν αδικεί κανέναν. Και οι υπηρέτες και δούλοι αυτής της τυράννου, διαδεχόμενοι ο ένας τον άλλο δεν είναι ιδιοκτήτες όσων κατέχουν αλλά πονηροί δούλοι και φύλακες.
Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ελεήμονες, διότι τάχα έθρεψαν τον Χριστό ή έκαναν έργο άξιο αμοιβής, εάν βγάλουν μερικά από αυτά τα χρήματα, ή και όλα, και, είτε από φόβο των απειλουμένων τιμωριών είτε από την ελπίδα ότι θα ανταμειφθούν εκατονταπλάσια είτε επειδή συγκινήθηκαν από τις συμφορές των ανθρώπων, τα δώσουν στους έως τότε καταφρονημένους στη στενοχώρια και τη στέρηση;
Όχι μόνο δεν μπορούν να θεωρηθούν αυτοί ελεήμονες αλλά χρωστούν και μετάνοια μέχρι θανάτου, γιατί κατείχαν για πολλά χρόνια αυτά τα αγαθά και τα στερούσαν από τους αδελφούς τους και δεν τους επέτρεπαν να τα χρησιμοποιούν.
Μας έβαλε ο διάβολος την ιδέα να οικειοποιηθούμε και να θησαυρίζουμε αυτά που ο Χριστός μας έδωσε να χρησιμοποιούμε όλοι από κοινού, ώστε με αυτή τη πλεονεξία να μας χρεώσει δύο εγκλήματα. Αφ’ ενός το έγκλημα της ανελεημοσύνης και αφ’ ετέρου το έγκλημα της ελπίδας στα χρήματα και όχι στον Θεό. Γιατί αυτός που έχει πολλά χρήματα δεν μπορεί να ελπίζει στον Θεό. Όπως το λέει κι ο Χριστός ότι “όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί είναι και η καρδιά σας”. Αυτός λοιπόν που δίνει σε όλους από τα χρήματά του κανονικά όχι μόνο δεν δικαιούται να πάρει αμοιβή γι’ αυτό, αλλά μάλλον είναι και υπόδικος για την μέχρι τότε άδικη αποστέρηση των χρημάτων του από τους συνανθρώπους του.
Επί πλέον είναι και υπεύθυνος γι’ αυτούς που κατά καιρούς έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της πείνας και της δίψας γιατί ενώ μπορούσε να τους θρέψει δεν τους έθρεψε, καταχωνιάζοντας όσα ανήκουν στους φτωχούς και αφήνοντάς τους να πεθαίνουν από το κρύο και τη πείνα κι έτσι αποδείχθηκε φονιάς τόσων ανθρώπων όσους θα μπορούσε να είχε θρέψει.
(Συμεών του Νέου Θεολόγου, εκδ. Βυζάντιο τομ. 19Δ Λόγος Κατηχητικός Θ’ σελ. 41-51).