Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου. (Ψαλμ. 102, 5)
Ὁ ἀετὸς εἶναι τὸ μακροβιότερο ἀπὸ τὰ ἁρπακτικὰ πτηνά. Εἶναι ὑπερήφανο πουλὶ ποὺ ζεῖ στὰ ψηλὰ βουνά. Δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει στὶς πεδιάδες. Τὸν θέλγουν τὰ ψηλώματα, οἱ ἀπάτητες κορυφές. Ἀρέσκεται στὰ δύσκολα καὶ τὰ ἐπιδιώκει. Ἐπιθυμεῖ τὸ φῶς. Θέλει νὰ ἀγναντεύει ἀπὸ ψηλὰ τὴ θεϊκὴ δημιουργία. Πετᾶ ἐκεῖ ποὺ σπάνια μποροῦν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ἄλλα πτηνά. Νὰ μπορούσαμε καὶ ἐμεῖς νὰ τοῦ ὁμοιάσουμε ποὺ δὲν πετοῦμε κἂν στὰ χαμηλά! Νὰ φθάσουμε στὶς δυσπρόσιτες κορυφὲς πετώντας καὶ ὄχι ἕρποντας. Νὰ φθάσουμε καὶ νὰ ἀγναντέψουμε ἀπὸ ψηλὰ ὅλη τὴ φύση ποὺ ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ θαυμάζοντάς την μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας νὰ ἀναφωνήσουμε: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103, 24).
Ὁ ἀετὸς μπορεῖ νὰ ζήσει μέχρι καὶ ἑβδομήντα χρόνια! Ἀλλὰ γιὰ νὰ συμβεῖ αὐτὸ πρέπει νὰ πάρει μιὰ σκληρὴ απόφαση! Ἀπόφαση ποὺ δὲν παίρνουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ πετύχουμε τὴ μακροημέρευσή μας ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄληκτη μακαριότητα. Τὴν ἀπόφαση ποὺ πῆρε ὁ Προφήτης Ἠλίας, ὅταν ὑπακούοντας στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ «Κρύβηθι» (Γ΄ Βασ. 17, 3-4), ἔφυγε καὶ πῆγε πρῶτα στὸ σπήλαιο τῆς κοιλάδος Χοῤῥὰθ καὶ μετὰ στὸ σπήλαιο τοῦ θεοβαδίστου Χωρήβ, δηλαδὴ τοῦ ὄρους Σινᾶ.
Στὰ σαράντα του χρόνια ὁ ἀετὸς μὲ τὰ μακριὰ καὶ εὐέλικτα νύχια του δὲν μπορεῖ νὰ πιάσει τὴ λεία του καὶ νὰ τραφεῖ! Τὸ μακρὺ καὶ κοφτερὸ ράμφος του γίνεται πολὺ κυρτό. Τὰ ὑπερήλικα καὶ βαριὰ φτερά του, ποὺ ὀφείλονται στὰ πυκνὰ πούπουλα κολλοῦν στὸ στῆθος του καὶ τὸν ἐμποδίζουν νὰ πετάξει. Τοῦ μένουν, λοιπόν, δύο ἐπιλογές: Ἢ νὰ πεθάνει ἢ νὰ περάσει μιὰ σκληρὴ καὶ ἐπώδυνη δοκιμασία ποὺ διαρκεῖ ἑκατὸν πενήντα ἡμέρες. Ἡ δοκιμασία ἀπαιτεῖ πρῶτα νὰ πάρει τὴ μεγάλη ἀπόφαση. Τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποφέρει πρόσκαιρα, γιὰ νὰ ζήσει ἀργότερα εὐχάριστα. Ἔπειτα νὰ πετάξει στὴν κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ καὶ νὰ παραμείνει στὴ φωλιά του. Ἐκεῖ ὁ ἀετός χτυπάει τὸ ράμφος του σὲ ἕνα βράχο μέχρι νὰ τὸ ἀποκόψει. Ἀφοῦ συμβεῖ αὐτό, ὁ ἀετὸς θὰ περιμένει νὰ ξαναφυτρώσει τὸ ράμφος του, γιὰ νὰ κόψει τὰ νύχια του. Μὲ τὸ καινούργιο ράμφος θὰ ἀφαιρέσει ὅλα τὰ γερασμένα του πούπουλα. Μετὰ ἀπὸ πέντε μῆνες αὐτὸς πραγματοποιεῖ τὴν πρώτη διάσημη πτήση τῆς ἀναγεννήσεώς του καὶ ζεῖ ἄλλα τριάντα χρόνια! Γιατί πρέπει νὰ συμβεῖ αὐτό; Μερικὲς φορὲς γιὰ νὰ ἐπιβιώσουμε πρέπει νὰ περάσουμε στὴν ἐπώδυνη καὶ χρονοβόρα διαδικασία τῆς ἀλλαγῆς. Μερικὲς φορὲς πρέπει νὰ ἀφήσουμε πίσω μας ἀναμνήσεις, πάθη, συνήθειες καὶ ξεπερασμένες παραδόσεις. Μόνο ἂν ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ παλιὰ φορτία θὰ μπορέσουμε ἐλαφρωμένοι νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε σωστικὰ τὸ παρόν.
Μήπως καὶ σὰν πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ σὰν ἔθνος πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα τοῦ ἀετοῦ; Νὰ τὸν μιμηθοῦμε, γιὰ νὰ ζήσουμε χρόνια πολλά, γιὰ νὰ ἀνακαινισθοῦμε, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὸ βαρὺ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας, τῶν κακῶν ἀναμνήσεων τοῦ παρελθόντος, τοῦ χρέους ποὺ ἡ ἀνεξέλεκτη ζωή μας ἔχει ἐπισσωρεύσει στὶς πλάτες μας καὶ στὶς πλάτες τῶν παιδιῶν καὶ τῶν ἐγγονῶν μας, ἀκόμη καὶ τῶν μελλοντικῶν γενεῶν ποὺ δὲ ἔχουν δεῖ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας;
Ἡ μέχρι σήμερα πορεία τῆ ζωῆς μας δὲν μᾶς ἐξομοιώνει μὲ αὐτὴ τοῦ ἀετοῦ. Ἐκεῖνος πετᾶ ἐνῶ ἐμεῖς ἕρπουμε. Ἐκεῖνος εἶναι πτηνὸ ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε σκουλήκια. Καὶ ἂν κατακτοῦμε καμιὰ κορυφή, αὐτὴ δὲν εἶναι κορυφὴ ἀρετῆς, ἀφοῦ τὴν κατακτοῦμε ἕρποντας καὶ φυσικὰ δὲν μποροῦμε νὰ ἀπολαύσουμε ἀπὸ ἐκεῖ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία, ἀλλὰ περιορισμένη, ὅση ἐπιτρέπουν τὰ τσιμλιασμένα μας ἀπὸ τὶς ἀνομίες καὶ τὰ μυωπικὰ ἀπὸ τὰ πάθη μάτια μας. Ἂν μπορούσαμε νὰ πετάξουμε ἔστω γιὰ λίγο καὶ ἀπολαμβάναμε τὴν ὀμορφιὰ ποὺ δὲν γνωρίζουμε σήμερα, τότε ποτὲ δὲν θὰ θέλαμε νὰ γυρίσουμε στὴν τωρινή μας κατάσταση. Καὶ ἂν κάνουμε σύμβολό μας τὸν ἀετὸ καὶ θέλουμε, ὅπως ἐκεῖνος, νὰ πετάξουμε στὶς ἀπάτητες κορυφές, τότε θὰ νοιώσουμε μιὰ πρωτόγνωρη ἐμπειρία, μιὰ χαρὰ μοναδική, ἀφοῦ θὰ ἔχουμε ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ βάρη τῶν ἁμαρτιῶν μας ποὺ μᾶς γερνοῦν, ποὺ μᾶς κρατοῦν καθηλωμένους ἐδῶ στὴ γῆ, στὸν τόπο τῶν βασάνων καὶ τῶν θλίψεων. Πῶς ὅμως θὰ ἀποκτήσουμε φτερά, γιὰ νὰ πετάξουμε; Ὁ Ἴκαρος προσπάθησε νὰ πετάξει καὶ ἔπεσε στὴ θάλασσα, στὸ Ἰκάριο πέλαγος. Ἔπεσε γιατὶ αὐτονομήθηκε. Γιατὶ νόμισε ὅτι μόνος του μποροῦσε νὰ κατορθώσει τὸ ἀκατόρθωτο, νὰ πετάξει καὶ νὰ φθάσει στὸν ἥλιο. Ἐμεῖς σήμερα μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε φτερά! Μᾶς τὰ δίνει ἡ δύναμη τῆς μετανοίας, ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς, ἡ δύναμη τῆς ἐξομολογήσεως, ἡ δύναμη τῆς Θείας Κοινωνίας. Δὲν πρέπει καὶ δὲν εἴμαστε μόνοι! Ἔχουμε μαζί μας τὸ Χριστό μας καὶ ἂν τοῦ ζητήσουμε νὰ πετάξουμε, θὰ ἔλθει νὰ μᾶς ὑποβοηθήσει γιὰ νὰ πετύχουμε τὸ ἀκατόρθωτο. Ἄλλωστε τίποτα δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸ Θεό μας. «Τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστί» (Λουκ. ιη΄ 27). Ἐκεῖνος μᾶς δίνει φτερά, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ τοῦ τὸ ζητήσουμε. Ἀρκεῖ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν ἀνομιῶν μας, αὐτὸ ποὺ σήμερα σὰν λαὸ μᾶς ἔχει φέρει στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ. Καὶ πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦμε; Μά, μὲ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ ἡ ὑμνολογία μας τὸν παρομοιάζει μὲ ἕνα ἄλλο πτηνό, πολὺ φιλόστοργο, τὸν πελεκάνο. Τί κάνει ὁ πελεκάνος ὅταν τὰ νεογνά του δαγκωθοῦν ἀπὸ φίδι; Μὲ τὸ ράμφος του τρυπάει τὸ στῆθος του καὶ τὸ ματώνει. Τότε παίρνει τὰ μικρά του ποὺ ἔχουν μέσα τους τὸ δηλητήριο τοῦ φιδιοῦ καὶ τὰ ποτίζει μὲ τὸ καθαρό, τὸ ζωοποιὸ αἷμα του. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ Χριστός μας. Ὅλους ἐμᾶς ποὺ μᾶς εχει δαγκώσει τὸ φίδι τῶν ἡδονῶν, τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας μᾶς καλεῖ στὴν Ἐκκλησία Του νὰ μᾶς ποτίσει μὲ τὸ Ἄχραντο αἷμα Του, αὐτὸ ποὺ ἔχυσε γιὰ ἐμᾶς στὸ βράχο τοῦ Γολγοθᾶ λέγοντάς μας: «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Ματθ, κστ΄ 27). Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ μᾶς ἐλαφρύνει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἀνομιῶν μας. Καὶ φυσικὰ τότε μᾶς δίνει πνευματικὰ φτερὰ νὰ πετάξουμε στὶς ἀπρόσιτες κορυφὲς τῆς ἐνάρετης ζωῆς καὶ ἄϋλα φτερὰ νὰ πετάξουμε γιὰ τὴ φωλιὰ τοῦ Οὐρανοῦ, τὴ φωλιὰ τῶν Ἁγίων μας.
Γιὰ νὰ φθάσουμε ὅμως νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ φορτίο τῆς ἁμαρτίας πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ δρόμο τοῦ παραδείγματος τοῦ Προφήτη Ἠλία. Πρέπει νὰ κρυφτοῦμε, νὰ κλεισθοῦμε στὸ ταμεῖο μας καὶ νὰ κλάψουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Γιὰ νὰ κρυφτοῦμε ὅμως πρέπει νὰ φύγουμε. Νὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν ἐσφαλμένο δρόμο, τὸ δρόμο τῆς ἀπωλείας, στὸν ὁποῖο, δυστυχῶς, βαδίζουμε. Νὰ δώσουμε ὑπόσχεση ὅτι δὲν θὰ ξαναγυρίσουμε στὴν ἁμαρτωλὴ ζωή μας, γιατὶ τότε μᾶς περιμένει ὄχι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μας, ἀλλὰ ἡ ὀργή Του, ὅπως τῆς γυναίκας τοῦ Λὼτ ποὺ ἔγινε στήλη ἅλατος, ὄχι γιατὶ γύρισε τὸ κεφάλι πίσω νὰ δεῖ τὴν πατρίδα της, τὰ Σόδομα, ποὺ καταστρέφονταν ἀπὸ τὴ δίκαιη ὀργὴ του Θεοῦ, ἀλλὰ ἔστρεψε τὴν καρδιά της σὲ ἐνήδονες ἐνθυμίσεις. Μὲ τὸν ἑκούσιο, λοιπόν, περιορισμό μας στὰ σπίτια μας, μὲ τὴ λιτότητα ποὺ γεμίζει μὲ ἀρετὲς τὰ χέρια μας καὶ τὴν καρδιά μας, ἀφοῦ δίνοντας γεμίζουμε τὴν καρδιά μας, ἐνῶ πέρνοντας γεμίζουμε μόνο τὰ χέρια μας, καὶ μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοὺ τρόπου ζωῆς μας θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ περιττὰ βάρη τῆς ἁμαρτίας, θὰ ἀνακαινισθοῦμε ὅπως ὁ ἀετὸς καὶ θὰ ζήσουμε, ὄχι ἐκεῖνος μόνο τριάντα ἀκόμη χρόνια, ἀλλὰ προσωπικὰ θὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἐθνικὰ θὰ βάλουμε νέο ξεκίνημα, γιὰ νὰ ζήσει ὁ λαός μας, τὸ Ὀρθόδοξο ἔθνος μας γιὰ αἰῶνες πολλοὺς καὶ νὰ μεγαλουργήσει μὲ τὴ δύναμη Ἐκείνου ποὺ μᾶς εἶπε: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν, ιε΄ 5 ).