‘Ιωάννη Καραβιδόπουλου Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Α.Π.Θ.
Ὁ ὕμνος τῶν ἀγγέλων κατά τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ
«Ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίας» (Λουκ 2:4)
Ἐκ τῶν δύο Εὐαγγελιστῶν, τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Λουκᾶ, πού ἀφηγοῦνται τή Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ δεύτερος διασώζει τόν ὕμνο τῶν ἀγγέλων. Ὁ ὕμνος παρουσιάζεται στή χειρόγραφη παράδοση τοῦ κειμένου μέ διπλή μορφή, μέ κύρια διαφοροποίηση στήν τελευταία λέξη του, ἡ ὁποία στό λεγόμενο Βυζαντινό, ἤ καθ’ ἠμᾶς ὀρθότερα Ἐκκλησιαστικό κείμενο, στόν κώδ. Θ, στό σύνολο τῶν συριακῶν μαρτύρων, στούς Εἰρηναῖο, Εὐσέβιο, Μ. Βασίλειο καί σέ μερικά ἔργα τοῦ Ὠριγένη παραδίδεται σέ ὀνομαστική πτώση («εὐδοκία»), ἐνῶ στούς ἀρχαίους κώδικες Σιναϊτικό, Βατικανό, Ἀλεξανδρινό, Βέζα, στή λατινική χειρόγραφη παράδοση, στή σαϊδική καί γοτθική μετάφραση, στά συγγράμματα τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων καί σέ μερικά τοῦ Ὠριγένη σέ γενική πτώση («εὐδοκίας»).
Ἡ παραλλαγή αὐτή συντελεῖ στή διαφορετική γιά τήν κάθε περίπτωση διαίρεση τοῦ ἀγγελικοῦ ὕμνου σέ στίχους. Ἔτσι στήν πρώτη περίπτωση ἔχουμε τρίστιχο μέ τήν ἑξῆς μορφή: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία. Στή δεύτερη περίπτωση ὁ ὕμνος ἀποτελεῖ δίστιχο μέ τήν ἀκόλουθη μορφή: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἀνθρώποις εὐδοκίας. Ἡ προσπάθεια δημιουργίας τρίστιχου καταφαίνεται σέ μερικά συριακά χειρόγραφα μέ τήν προσθήκη ἑνός δεύτερου «καὶ» πρίν ἀπό τή φράση «ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία», ἐνῶ ἄλλωστε ἡ παράλειψη ἀπό ἄλλα χειρόγραφα τοῦ «ἐν» οὐδεμία συνεπάγεται μεταβολή στό νόημα τῆς φράσης. Μέ τήν τρίστιχη μορφή ἀπαντᾶ ὁ ὕμνος αὐτός καί στή «Δοξολογία» πού ψάλλεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατά τό τέλος τοῦ Ὄρθρου.
Καί οἱ δύο γραφές τῆς λ. εὐδοκία εἶναι ἀρχαῖες καί μαρτυροῦνται ἤδη ἀπό τόν 2ο μ.Χ. αἰῶνα. Τό θέμα, ποιά ἀπό αὐτές πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ἀρχική, μελετήθηκε ἀπό πολλούς κριτικούς καί ἑρμηνευτές καί ἐπικράτησε στήν ἔρευνα ἡ ἄποψη ὅτι ἡ δίστιχη μορφή τοῦ ὕμνου εἶναι ἡ ἀρχική, γιά τούς ἑξῆς κυρίως λόγους:
α) Ὑπάρχει ἀκριβής ἀντιστοιχία τῶν δύο μελῶν τοῦ ὕμνου, σύμφωνα μέ τόν γνωστό παραλληλισμό τῶν μελῶν τῆς ἑβραϊκῆς ποίησης (δόξα/εἰρήνη, ἐν ὑψίστοις / ἐπὶ γῆς, Θεῷ/ἀνθρώποις εὐδοκίας)·
β) ἡ μορφή αὐτή στηρίζεται στούς ἀρχαίους μεγάλους κώδικες τῆς Κ. Διαθήκης· καί γ) ἡ φράση «ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίας» θεωρήθηκε ὡς lectio difficilior, χωρίς βέβαια νά ἀπουσιάζει καί ἡ ἀντίθετη ἄποψη περί ἀρχικότητας καί ὀρθότητας τῆς τρίστιχης μορφῆς, μέ τό ἴδιο μάλιστα ἐπιχείρημα, ὅτι δηλ. ἡ ὀνομαστική «εὐδοκία» συνιστᾶ δυσκολότερη γραφή. Ἡ ἄποψη ὅμως αὐτή ἔχει ἐλάχιστους ὑποστηρικτές. Παρά τή σχεδόν καθολική ἐπικράτηση τῆς δίστιχης μορφῆς τοῦ ὕμνου καί τῆς προτίμησής της ἀπό ὅλους τους νεότερους κριτικούς ἐκδότες τοῦ κειμένου τῆς Κ. Διαθήκης, ἡ ἑρμηνευτική δυσχέρεια συνίστατο στήν ἔννοια τῆς ἔκφρασης «ἄνθρωποι εὐδοκίας», τῆς ὁποίας δέν ὑπῆρχε κανένα παράλληλο πρίν ἀπό τήν ἀνεύρεση τῶν χειρογράφων της Νεκρῆς Θάλασσας. Ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ὑπῆρχαν παράλληλα εἴτε στή βιβλική εἴτε στήν ἐξωβιβλική γραμματεία, πολλές προσπάθειες κατεβλήθησαν ἀπό τούς ἑρμηνευτές πρός ἀναζήτηση μιᾶς ἀντίστοιχης ἑβραϊκῆς ἔκφρασης, ἡ ὁποία πιθανῶς νά ὑπέκειτο ὡς βάση τῆς ἑλληνικῆς μορφῆς τοῦ κειμένου.
Ὁ Γερμανός Καθηγητής J. Jeremias διατύπωσε τήν πρόταση νά θεωρηθεῖ ἡ ἑλληνική μορφή ὡς ἀπόδοση τῆς ἑβραϊκῆς ἔκφρασης bene ratson (: υἱοί εὐδοκίας) ἤ haneche ratson (: ἄνθρωποι εὐδοκίας), δεδομένου ὅτι ἑβραϊσμοί παρατηροῦνται σέ ὅλη τήν ἑνότητα Λουκ :5-2:40. Κατά τόν σημιτικό τρόπο ἔκφρασης εἶναι πολύ συνηθισμένη ἡ δήλωση τῆς ἰδιότητας ἤ τῆς σχέσης σέ γενική πτώση μετά τό οὐσιαστικό. Ἔτσι π.χ. ἀπαντοῦν στήν Κ. Διαθήκη οἱ ἐκφράσεις «ἄνθρωπος ἀνομίας» (Β´ Θεσ 2:3), «ἄνθρωπος Θεοῦ» (Α´ Τιμ 6:), «υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου» (Λουκ 6:8), «υἱὸς εἰρήνης» (Λουκ 0:6), «υἱοὶ τῆς βασιλείας» (Ματθ 8:2· 3:38), «τέκνα φωτός» (Ἐφεσ 5:8) κ.τ.ὅ. Ὡς πρός τόν ἀκριβέστερο προσδιορισμό τοῦ περιεχομένου τῆς λ. εὐδοκία, τίθεται τό ἐρώτημα, ἐάν αὐτή κατηγορεῖται ἐπί τοῦ Θεοῦ ἤ ἐπί τῶν ἀνθρώπων, ἐάν δηλ. ἔχει ὡς ὑποκείμενό της τόν Θεό καί δηλώνει τήν εὔνοια καί τή χάρη του, ἤ ἀναφέρεται στήν bona voluntas τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τήν κατανόησε ἡ λατινική παράδοση τοῦ κειμένου.
Ὁ ὅρος «εὐδοκία», πού δέν ἀπαντᾶ στήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία, μαρτυρεῖται σέ 0 χωρία τῶν Ο΄, ὅπου στίς 8 περιπτώσεις ἀποδίδει τόν ἑβραϊκό ὅρο ratson, ὁ ὁποῖος πάλι στά 40 ἀπό τά 56 χωρία τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου, στά ὁποῖα ἀπαντᾶ, ἀναφέρεται στόν Θεό καί δηλώνει τή χάρη, τή βουλή, τό θέλημα, τήν εὐαρέσκειά του. Καί στήν Κ. Διαθήκη ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται συνήθως μέ ὑποκείμενο τόν Θεό, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεός πάλιν εἶναι ὑποκείμενο τοῦ ρ. εὐδοκέω, πού χρησιμοποιεῖται στά χωρία Ματθ 3:7. Μάρκ :. Ματθ 2:8· 7:5, ὅπου ὁ λόγος γιά τήν κατά τή βάπτιση ἀναγνώριση τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν Θεό Πατέρα ὡς τοῦ «ἐκλεκτοῦ δούλου» τοῦ Ἠσ 42:. Συνεπῶς καί στόν ὕμνο τῶν ἀγγέλων στό Λουκ 2:4 δέν πρόκειται γιά τήν bona voluntas τῶν ἀνθρώπων, ὅπως παραδίδουν τά λατινικά χειρόγραφα καί δέχονται ὁρισμένοι νεότεροι καθολικοί ἑρμηνευτές, ἀλλά γιά τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, ἀντικείμενο τῆς ὁποίας εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ χαρακτηρίζονται ὡς ἐκ τούτου «ἄνθρωποι εὐδοκίας». Ἄς σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι καί οἱ Ἕλληνες Πατέρες, πού δέχονται τήν τρίστιχη μορφή τοῦ ὕμνου μέ τή λ. εὐδοκία στήν ὀνομαστική, ἐξηγοῦν τή λ. «εὐδοκία» ὡς σημαίνουσα τή θεία εὔνοια, τήν ἐσχατολογική χάρη τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους. Ἡ ὑπόθεση τοῦ J. Jeremias, πού ἀναφέραμε προηγουμένως, ἐπικράτησε σταθερά στήν ἔρευνα.
Ἐνῶ ὅμως τό ἔτος 95 ὁ Harnack ἔγραφε ὅτι «ἄμεσα παράλληλα γιά τήν ἔκφραση ἄνθρωποι εὐδοκίας δέν ὑπάρχουν», σήμερα εἶναι δυνατό νά προσαχθοῦν πλῆθος παραλλήλων ἀπό τά ἐσσαϊκά χειρόγραφα τῆς κοινότητας τοῦ Qumran (947), στά ὁποῖα ἀπαντᾶ ἡ ἔκφραση μέ τή μορφή μάλιστα πού τήν εἶχε ὑποθέσει ὁ J. Jeremias. Ὑπό τό φῶς τῶν χειρογράφων τῆς Νεκρῆς Θάλασσας, στά ὁποῖα ἀπαντᾶ ὁ χαρακτηρισμός τῶν μελῶν τῆς ἐσσαϊκῆς κοινότητας ὡς «υἱῶν τῆς εὐδοκίας» τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά προτιμηθεῖ ἡ γραφή τῶν ἀρχαίων κωδίκων στό Λουκ 2:4. «Ἄνθρωποι εὐδοκίας» εἶναι τά μέλη τῆς χριστιανικῆς κοινότητας τῶν ἐσχάτων, οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος ἐσχατολογικός λαός τοῦ Θεοῦ.
Σ’ αὐτούς δίδεται ἡ «εἰρήνη», δηλ. ἡ σωτηρία, ἡ ἐσχατολογική χάρη τοῦ Θεοῦ κατά τήν ἔναρξη τῶν ἐσχάτων χρόνων μέ τή Γέννηση τοῦ «ἄρχοντος τῆς εἰρήνης» (Ἠσ 9:5). Μέ τόν ὕμνο τῶν ἀγγέλων στό Λουκ 2:4 διακηρύσσεται ἡ πλήρης συγχορδία καί συμφωνία ὅσων συμβαίνουν στόν οὐρανό καί στή γῆ: Στόν οὐρανό ἀποδίδεται «δόξα» καί λατρεία στόν ἐν ὑψίστοις Θεό ἀπό τούς ἀγγέλους γιά τή γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ, ἡ ὁποία ἐπί γῆς φέρνει τή σωτηρία τοῦ ἐσχατολογικοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τέλος, πρέπει νά παρατηρήσουμε γενικότερα ὅτι ἡ ποικιλία γραφῶν στά χειρόγραφα δέν ἀποτελεῖ πρόβλημα γιά τόν Ὀρθόδοξο ἀναγνώστη, ἀλλά ἀντιθέτως ὑπογραμμίζει τόν πλοῦτο τῆς ἐκκλ. παράδοσης, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Ἄγγλος καθηγητής D. Parker , ὁ ὁποῖος σημειώνει χαρακτηριστικά –καί δέν μπορεῖ παρά νά συμφωνήσει κανείς μαζί του– ὅτι: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ Πνεύματος ἀκόμη καί στήν πολλαπλότητα τῶν κειμένων της, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ἀκόμη καί στίς φθαρμένες ἤ ἀποκατεστημένες γραφές. Πράγματι ὑποστηρίζουμε», συνεχίζει, «ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ Πνεύματος ὄχι παρά τήν ποικιλία τῶν παραλλαγῶν ἀλλά ἕνεκα αὐτῶν».
ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ Νοέμβριος – Δεκέμβριος 202