ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΕΙΤΑΙ ΙΕΡΕΑΣ
ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΜΑΝΤΟΣ
Όταν λοιπόν ο μεγάλος εκείνος πατήρ είδε τον φθόνο του ηγουμένου και των άλλων, έλαβε τον μαθητή του και επισκέπτεται εκείνον τον Αντώνιο, τον περιβόητο για την αρετή του τότε, ηγούμενο της γειτονικής μονής του Αγίου Μάμαντος και σ’ αυτόν ως θησαυροφυλάκιο των καλών αναθέτει τον Συμεών. Και τι συνέβηκε έπειτα; Ηρέμησε με αυτό εντελώς ο Πονηρός και παραιτήθηκε από τον φθόνο και τους πολέμους κατά του ανδρός; Καθόλου, αλλά ξεσηκώνει πάλι τον κατά σάρκα πατέρα τούτου και μερικούς της συγκλήτου, και μηχανεύονται να τον εμποδίσουν να αποταχθή ο Συμεών από τον κόσμο και τα εγκόσμια. Άλλ’ ο γενναίος αθλητής του Χριστού έμενε ακλόνητος και ακατάβλητος, πυρπολούμενος από τον έρωτα του Θεού.
Γι’ αυτό γράφει προς τον κατά σάρκα πατέρα του λόγους τους οποίους εκείνος έπρεπε να γράψη προς τον υιό, για να τον νουθετήση να μη προτιμά τίποτε από την αγάπη του Χριστού. Σ’ αυτό το σημείο, όταν έγραφε, του εμφανίσθηκε πάλι άλλη θεοσημεία. Καθώς δηλαδή έγραψε στον πατέρα την παραίνεσί του, θέλοντας να τον διδά- ξη πως πρέπει να γράφη σε άγιους άνδρες, πρόσθεσε και τούτο· «την δε επιστολή προς τον άγιό μου πατέρα θα επιγράψης έτσι»· και συγχρόνως με τον λόγο —οποία καινά μυστήρια, Χριστέ βασιλεύ— ξαφνικά έλαμψε επάνω του από τον ουρανό φως άπειρο, σαν να διέσχισε την στέγη του δώματος, και εγέμισε πάλι την ψυχή του άφατη χαρά και ηδονή, ώστε από την αφθονία του φωτός εκείνου τόσο αυτός όσο και το αναμμένο λυχνάρι (διότι ήταν νύκτα) να αμαυρωθούν τελείως. Και ιδού από το θείο εκείνο φως εξέρχεται φωνή που λέγει αυτά, «στον απόστολο και μαθητή του Χριστού, στον μεσίτη και πρεσβευτή μας προς τον Θεό». Σαν άκουσε αυτά ο Συμεών, ήλθε κατά τρόπο παράδοξο σε έκστασι της διανοίας και έφριξε κατά τα αισθητήρια. Πραγματικά επικαλώνταν τον Θεό που του είχε εμφανισθή λέγοντας ότι, «αυγαζόμενος όλος από το θείο φως και χύνοντας πηγές δακρύων, αισθάνθηκα σαν να μου εσήκωνε κάποιος άλλος το χέρι και να μου το ωθούσε και να το καθωδηγούσε· δεν μου επιτρεπόταν πραγματικά να βλέπω αισθητώς, όταν έγραφα την επιγραφή που ανέφερα προηγουμένως».
Επειδή δε ο καλός ποιμήν επισκεπτόταν συχνά τον μαθητή και τον αντιλαμβανόταν να πυρπολήται ολόκληρος από τον θείο έρωτα και να φλέγεται από την επιθυμία του αγίου σχήματος τον αποκείρει και τον ενδύει τον χιτώνα της ευφροσύνης. Από τότε ο θερμός στην αρετή, Συμεών εισέρχεται σε μεγαλύτερους αγώνες από τους προηγουμένους και γεμάτος φρόνησι ζώνεται στην μέση με την ζώνη της ευφροσύνης και της ανδρείας, με τις οποίες από βρέφος συναυξήθηκε και συνέζησε. Αφιερώνεται δε στα τελειότερα έργα της δικαιοσύνης εγκαταλείποντας όλα τα αλλά, επιδίδεται μόνο στην προσευχή και ησυχία και μελέτη των θείων Γραφών και συνάπτεται με τον Θεό τελειότερα στο φως της θεωρίας, στο οποίο εζούσε και πριν από την χρίσι και από το οποίο ελλάμπονταν πλουσίως από τα σπάργανα.
Η καθημερινή του δε δίαιτα, αφού είχε καθαρθή ολοσχερώς, ήταν ο ζωοποιός άρτος και το τίμιο αίμα του Χριστού, καθώς επίσης και φαγώσιμα λάχανα και σπόρια. Με αυτά συντηρούσε την ζωή του σώματός του, χωρίς να γεύεται τίποτε άλλο κατά τις ημέρες της εβδομάδος, πλην των Κυριακών κατά τις ημέρες των εορτών συμμετείχε της κοινής με τους αδελφούς τραπέζης, με κατηφές πρόσωπο και διαρκή κατάνυξι, έπειτα δε ευχαριστούσε, εσηκωνόταν μαζί με τους άλλους και φεύγοντας στο κελλί του έκλειε τις θύρες και εστεκόταν σε προσευχή. Έπειτα από αυτήν, αφού εδιάβαζε λίγο, έπαιρνε μικρή ανάπαυσι κατακλινόμενος στην γη· διότι δεν είχε αυτός κλίνη και στρώματα και άλλη άνεσι για την σωματική ανάπαυσι, αλλά άνετη κλίνη γι’ αυτόν στρωμένη με ψάθα και προβειά ήταν το έδαφος. Και αυτό δεν τον είχε ούτε καν καθημερινώς ξαπλωμένον επάνω του, διότι το κελλί του Κυριακή και επίσημη εορτή τον είχε άυπνο από το βράδυ έως το πρωί και ούτε τότε πάλι, όπως ο μέγας Αρσένιος, δεν ελάμβανε ύπνο, αλλά ευθύς μόλις ανέτελλε ο ήλιος, εστεκόταν σε προσευχή ποτιζόμενος με θερμότατα δάκρυα· πραγματικά δεν εθεωρούσε τίποτε προτιμότερο από την συνομιλία με τον Θεό. Εφρόντιζε επίσης πολύ να μη πέτα ανωφελή λόγια· διότι εγνώριζε ακριβώς ότι και της φαινομενικά ελαχίστης εντολής του Χριστού η παράβασις δεν προξενεί μικρόν κίνδυνο στην ψυχή για το μέλλον. Μπορούσες να ιδής αυτόν τον ασκητή να τρέχη καθημερινώς με ευψυχία και πνευματική θέρμη σαν σε στάδιο τον δρόμο των εντολών του Χριστού, μη υπολογίζοντας κανένα άνθρωπο, όλος προσοχή, όλος γεμάτος θέρμη του πνεύματος, όλος θείες αποκαλύψεις και ελάμψεις.
Από τότε ο καρτερικώτατος άνθρωπος έμενε όλην την ημέρα κλεισμένος στο κελλί και δεν εξερχόταν καθόλου. Καθήμενος μέσα εργαζόταν το μέλι της αρετής και παρεσκεύαζε καλώς τις κηρήθρες κάθε αρετής σαν φίλεργη μέλισσα, για να έχη στο μέλλον αδάπανη τροφή και αποδώση ως προσφορά τον καρπό του στον βασιλέα και Θεό τον επάξιον της επουρανίας τραπέζης. Γι’ αυτό πρώτα στις αρχές της ημέρας συνάγοντας όλον τον εαυτό του απ’ έξω εστεκόταν σε προσευχή, όπως έχει αναφερθή, σύροντας τον νού προς τα άνω και συναπτόμενος αύλως με τον άυλο Θεό, χωρίς να έχη την διάνοια περισπασμένη από καμμιά φροντίδα ή μεριασμένη στις αισθήσεις, ενώ το ίδιο το θείο εισάκουε αμέσως τις δεήσεις του. Και περιλαμβάνοντας με το έμφυτο φως το νοερό της ψυχής του και αναχωνεύοντας κάθε χοϊκό με τον εαυτό του, εγέμιζε την καρδιά του θερμό πνεύμα και κάθε ευφροσύνη. Έτσι, λουσμένος με τα δάκρυα, σαν από λουτρό, και φλογισμένος όλος από την προσευχή εξερχόταν από το κελλί για το κάθισμα, έπειτα εμελετούσε τις θείες Γραφές και ανεγίνωσκε τους βίους των παλαιοτέρων ασκητών, οικειώνοντας τα κατορθώματα εκείνων.
Μετά την ανάγνωσι ασχολείτο με το εργόχειρο, γράφοντας τους κώδικες των θεόπνευστων Γραφών. Πραγματικά έγραφε μ’ εξαιρετική κομψότητα, ώστε όποιος έβλεπε τα γράμματά του να αισθάνεται ευχαρίστησι. Μόλις δε υκτυπούσε το ξύλο εσηκωνόταν σε υμνωδία Θεού, όταν δε ετελείτο η θεία λειτουργία, αυτός μετά την ακρόασι του ευαγγελίου αποκλειόμενος σ’ ένα από τα παρεκκλήσια του ναού εστεκόταν σε προσευχή και συνωμιλούσε δακρυσμένος με τον Θεό, έως ότου ο ιερεύς ύψωνε τον άρτο. Έπειτα εξερχόμενος όλος θείο πυρ μετελάμβανε των αχράντων μυστηρίων και αμέσως έσπευδε σιωπηλός προς το κελλί του, αφού δε μετείχε της μέτριας εκείνης και λιτής τραπέζης, ασχολείτο με την συνηθισμένη εργασία του, όπως έχει λεχθή. Όταν δε έπεφτε η εσπέρα και ερχόταν η νύκτα μπορούσες να τον ιδής σαν άλλον ακοίμητο αστέρα να δαδουχή στο σκοτάδι της και να στέκεται σε προσευχή και σε ανάγνωσι θείων Γραφών έως το μεσονύκτιο, μερικές φορές δοκιμάζοντας έκστασι στις ιερές θεωρίες και συναπτόμενος μυστικώς με τον Θεό.
Όταν δε εκτυπούσαν το ξύλο την έβδομη ώρα, εσηκωνόταν από την γη όπου κατακλινόμενος έπαιρνε λίγη ανάπαυσι και απηύθυνε στον Θεό τους εωθινούς ύμνους μαζί με τους αδελφούς. Έμενε όρθιος όλον τον όρθρο έως την απόλυσί του· δεν εκαθόταν ούτε όταν αναγινώσκονταν οι θείες Γραφές, αλλά εισερχόμενος σ’ ένα από τα παρεκκλήσια εστεκόταν ασάλευτος, ακροώμενος την ανάγνωσι και ραίνοντας το έδαφος με τα δάκρυα. Αλλ’ όταν ετελείωνε η εωθινή ακολουθία εξερχόταν τελευταίος όλων από τον ναό και έτρεχε προς το κελλί του και άρχιζε τους ιερούς αγώνες του. Αυτός ήταν ο δρόμος των ασκητικών αγώνων του θαυμαστού Συμεών όλην την ημέρα και την νύκτα. Κατά δε τον χρόνο της αγίας Τεσσαρακοστής έμενε σχεδόν άσιτος όλες τις ημέρες κάθε εβδομάδος εκτός του Σαββάτου και της Κυριακής· διότι αυτές τις δύο ημέρες μετελάμβανε όσπρια και λάχανα μαγειρευτά στην κοινή τράπεζα. Δεν έπεφτε δε καθόλου στο πλευρό για ύπνο, άλλ’ οσάκις αντιλαμβανόταν την φύσι του να κάμπτεται, κλίνοντας την κεφαλή του, όπως εκαθόταν, στον αγκώνα, της πρόσφερε κάποια σύντομη και γεμάτη πόνο ανάπαυσι και ένα ψευδοΰπνο έως μία ώρα. Τέτοια ήταν η εργασία των εισαγωγικών και μέσων κόπων της σύμφωνης με τους κανονισμούς αθλήσεώς του.
ΑΝΑΔΕΙΞΕΙΣ ΣΕ ΗΓΟΥΜΕΝΟ
Αφού δε με αυτήν την άσκησι επί δύο έτη εξεπέρασε επιτυχώς το μέσο στάδιο και ανέβηκε δια της σοφίας προς το τέλειο στάδιο, παρατήρησε με το βλέμμα της θεωρίας τις φύσεις των όντων και εννόησε τους λόγους των, εξ αιτίας των οποίων έλαβαν τα όντα την κίνησι από επάνω. Τότε βλέπει να δυναμώνεται η γλώσσα του από το πνεύμα και εκφέρει επιστολικώς λόγους αγαθούς στο μέσο της εκκλησίας του Χριστού. Αλλά καθώς έτσι ο ποιμήν και διδάσκαλος αντιλήφθηκε ότι ο μαθητής έφθασε σύντομα με την θέρμη του πνεύματος σε τέλειον άνδρα, στο μέτρο της ηλικίας του Χριστού, σκέπτεται καλά να τον θέση ήδη σαν λύχνο καιόμενον επάνω στην λυχνία της εκκλησίας των πιστών, για να φέγγη το φως της γνώσεως που εφώτισε αυτόν σε όλους όσοι είναι μέσα σ’ αυτήν.
Ενώ δε αυτά εσκεπτόταν ο ιερός εκείνος άνδρας για τον Συμεών, σε λίγον καιρό ο προεστώς της μονής τούτου επεδήμησε προς τον Κύριο, εγκαταλείποντας τα κάτω. Με ψήφο λοιπόν του πατριάρχη Νικολάου Χρυσοβέργη και των μοναχών του αγίου Μάμαντος ανεβάζεται στον διδασκαλικό θρόνο και χειροτονείται ιερεύς ο συλλειτουργός των άνω δυνάμεων. Αυτό έγινε όχι άκοντα και χωρίς την επαινετή ένστασι, την οποία προέβαλε σφοδρώς από ταπείνωσι καρδιάς ευλαβούμενος το αξίωμα της ιερωσύνη και αποκρούοντας το βάρος της αρχής λόγω δειλίας επαινετής και υψηλής. Χρίεται λοιπόν το έλαιο αγαλλιάσεως και εκφωνεί την ειρήνη στα πλήθη αυτός που εμαρτυρήθηκε από όλους μεγαλοφώνως «άξιος» ιερεύς και εξηγητής των μυστηρίων του Θεού, ο θεατής των φρικτών οπτασιών, τις οποίες έβλεπε με χερουβικούς οφθαλμούς. Διότι, όταν εχειροτονώνταν ιερεύς από τον αρχιερέα ο σοφώτατος Συμεών, και εκείνος μεν ανέπεμπε την ευχή επάνω σ’ αυτόν, αυτός δε είχε υποκλείνει στο μυστήριο το γόνατο και την κεφαλή, είδε όραμα· το άγιο Πνεύμα σαν άπειρο φως απλό και ανείδεο κατερχόμενο εκάλυψε την πανίερη κεφαλή του, και αυτό έβλεπε λειτουργώντας κατά τα σαράντα οκτώ έτη της ιερατείας του στην από αυτόν αναφερομένη θυσία στον Θεό, καθώς έλεγε αυτός προς κάποιον, σαν για κάποιον άλλον, υποκρύβοντας τον εαυτό του και όπως είναι γραμμένο στα αποφθέγματά του.
Ποιος λοιπόν από αυτήν την γενεά ανέβηκε σε τέτοιο σημείο περιωπής ώστε να βλέπη πάντοτε καθαρά το άγιο Πνεύμα, να το ακούη να ομιλή, και να το αισθάνεται να ενεργή και κινήται; Από τότε, αφού έφθασε σε βάθη ταπεινοφροσύνης, έσπευσε να κρύβεται και, αν είναι δυνατό, ν’ αποφεύγη και αυτούς τους συντρόφους του, αποστρεφόμενος την ανθρώπινη δόξα. Γι’ αυτό ακριβώς πολλές φορές, ερωτώμενος από κάποιους πως πρέπει να είναι ο ιερεύς, μόλις αποκρινόταν με κατάνυξι αναστενάζοντας.
«Αλλοίμονο, αδελφοί, τι μ’ ερωτάτε γι’ αυτό; Το πράγμα είναι φρικτό και να το, σκεφθής ακόμη. Εγώ βέβαια δεν είμαι καθόλου άξιος να είμαι ιερεύς, αντιλαμβανόμενος το φρικτό του ιερού αξιώματος. Πρώτα πρέπει να είναι αγνός όχι στο σώμα μόνο αλλά πολύ περισσότερο στην ίδια την ψυχή· όχι δε μόνο αυτό, αλλά και αμέτοχος κάθε αμαρτίας, ταπεινός κατά το εξωτερικό ήθος και συντετριμμένος κατά την εσωτερική διάθεσι. Όταν παρίσταται στην ιερά τράπεζα, οφείλει να βλέπη νοερώς μεν την θεότητα, αισθητώς δε τα προκείμενα δώρα και να κατέχη ενσυνειδήτως στην καρδιά του αυτόν που είναι αοράτως παρών στα δώρα, για να μπορή να προσφέρη με παρρησία τις ευχές και να διαλέγεται με τον Θεό και Πατέρα ως φίλος με φίλο και να λέγη ακατακρίτως, ‘Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς’, ως έχοντας τον αληθινό Θεό και φύσει Υιό του Θεού να κατοική μέσα του δια του αγίου Πνεύματος που είναι σ’ αυτόν».
Λέγοντας αυτά άφηνε ρυάκια δακρύων και απαιτούσε από κάθε παρευρισκόμενο να μη επιθυμή και να μη τρέχη αναξίως προς το υψηλό και για τους αγγέλους ακόμη φοβερό μυστήριο, προτού δια μέσου πολλών κόπων φθάση σε τέτοια κατάστασι· αλλά να κοπιάζωμε κάθε ημέρα με ζήλο στην εκτέλεσι των εντολών του Χριστού, να μετανοούμε κάθε ώρα, θα ελέγαμε, για όσα σαν άνθρωποι πλημμελούμε, όχι μόνο δια της σαρκός αλλά και δια μέσου του νοός και των αφανών λογισμών της ψυχής· κατά τον τρόπο αυτόν με συντετριμμένο πνεύμα πρέπει καθημερινώς να προσφέρουμε ως θυσία στον Θεό και ως προσευχή και δέηση υπέρ των εαυτών μας και των πλησίον την μυστική μας ιερουργία, με την όποια ευαρεστείται και ο Θεός και την οποία προσδεχόμενος στο άγιο, το υπερουράνιο, το νοερό θυσιαστήριό του, αντιδίδει σ’ εμάς την δωρεά του παναγίου Πνεύματος.
Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο αποκρινόμενος στους ερωτώντας και με τέτοια κατάστασι καθισμένος στην καθέδρα των πρεσβυτέρων ο συλλειτουργός των επουρανίων τάξεων προσέφερε πάντοτε την αναίμακτη θυσία στον Θεό, θεωρώντας το Πνεύμα και λαμβάνοντας αγγελοειδή μορφή στο πρόσωπο. Πραγματικά, όσο σταθερός κι αν ήταν στην ψυχή όποιος τον ατένιζε στην ώρα της λειτουργίας του δεν μπορούσε να προβλέπη ατενώς την λαμπρότητα του προσώπου του, όταν έδινε στον λαό την ειρήνη, σκαπτόμενος στα μάτια από τις εκπεμπόμενες απ’ εκεί ακτίνες· όπως δηλαδή όποιος κυττάξει ξαφνικά προς τον δίσκο του ήλιου παθαίνει αμαύρωσι του φωτός που έχει, έτσι συστελλόταν προς τον εαυτό του οποίος εκύτταξε το πρόσωπό του. Διότι η χάρις του Πνεύματος, διαδομένη όλη σ’ όλο το σώμα του τον κατέστησε ολόκληρον πυρ κι ήταν σχεδόν απρόσιτος στους ανθρώπινους οφθαλμούς κατά την ώρα της λειτουργίας του. Έλεγε δε και Συμεών ο Εφέσιος, που ήταν και αυτός μαθητής του ανδρός, διηγούμενος σ’ άλλους τις εντυπώσεις του, ότι «συλλειτουργώντας με τον άγιο, ανοίχθηκαν οι νοεροί οφθαλμοί μου και τον είδα εκείνη την ώρα της λειτουργίας του μέσα στο θυσιαστήριο ενδυμένο πατριαρχική στολή με ωμοφόριο και ασχολούμενο με το θεία μυστήρια». Ο δε Μελέτιος, που είχε καρή μοναχός με τα χέρια του, μ’ εβεβαίωσε ότι «πολλές φορές εβλέπαμε φωτεινή νεφέλη να τον καλύπτη ολόκληρον, καθώς εστεκόταν στο βήμα την ώρα της αγίας αναφοράς». Και ευλόγως· διότι όσοι διαπρέπουν με το ύψος των αρετών καταξιώνονται και της ενθέου δόξης.
Από: ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΥΠΟ ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ- ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ (19)- Σελ. 73-89. ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1983, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ -Καθηγητής Πανεπιστημίου.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ