Κίνημα του Ίλιντεν: Αιτίες και συνέπειες
Χάρης Τσιρκινίδης
Από το βιβλίο: «Σύννεφα στη Μακεδονία», εκδ. Ερωδιός.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ http://www.e-istoria.com/179.html
Ύστερα απ’ τα γεγονότα του 1902, η Ρωσία και η Αυστρία, αφού πήραν την έγκριση και των άλλων Δυνάμεων που υπέγραψαν τη Συνθήκη του Βερολίνου, αποφάσισαν να κάνουν παραστάσεις προς το σουλτάνο και να ζητήσουν την εφαρμογή νέων μεταρρυθμίσεων υπέρ των χριστιανών της Μακεδονίας, ενώ συνέστησαν στη Βουλγαρία αυτοσυγκράτηση και να λάβει μέτρα για τον περιορισμό της δράσης των ανταρτών.
Ιδού ένα έγγραφο που δείχνει και πάλι τη βουλγαρική υποκρισία. Είναι γραμμένο από το Γάλλο πρόξενο στη Σόφια Bonnardet και έχει ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 1903.
«Ο κύριος Daneff εκφώνησε, τελευταία, λόγο στη Sobranie για το Μακεδονικό πρόβλημα…Σχολίασα το λόγο του σε μια τελευταία συνομιλία που είχα μαζί του. Η Βουλγαρία, είπε, θέλει να ακολουθήσει μια νόμιμη πολιτική. Δεν διεκδικεί μια εδαφική επέκτασή της στη Μακεδονία, αλλά δεν μπορεί ν’ αδιαφορήσει εξαιτίας της μακεδονικής μετανάστευσης στη Βουλγαρία, η οποία είναι πολύ μεγάλη και διατηρεί μέσα στη χώρα μια συνεχή αναταραχή…Καθώς μου μίλησε για τις προσπάθειες που η κυβέρνησή του δεν έπαυσε να κάνει για να φυλάξει τα σύνορα και να εμποδίσει τη διείσδυση συμμοριών, τον υπενθύμισα αυτό που είχε πει στον κύριο Bonnardet σχετικά με την Πρόθεσή του να διαλύσει τις Μακεδονικές Επιτροπές. Ο κύριος Daneff μου απήντησε ότι δεν μετέβαλε τα σχέδιά τον, αλλά, σύμφωνα με το σύνταγμα, η διάλυση εταιρειών ανήκει στη δικαιοδοσία της δικαστικής εξουσίας…Οι εφημερίδες ανέφεραν νέα είσοδο προσφύγων στη Βουλγαρία….Οι κυριότεροι αρχηγοί της εξέγερσης εγκατέλειψαν τη Μακεδονία. Εξοχότατε, γνωρίζετε ότι ο στρατηγός Zontchef και ο συνταγματάρχης Nicoloff βρίσκονται, ήδη, στη Σόφια. Ο συνταγματάρχης Yankow, ο οποίος δρούσε στα περίχωρα του Μοναστηρίου, κατέφυγε στην Ελλάδα απ’ όπου εξορίστηκε και γύρισε στη Βουλγαρία».
Παρά το χειμώνα, συμμορίες δρούσαν ακόμη στη Μακεδονία και ιδίως Αλβανών γιουρούκων.
Στις 30 Δεκεμβρίου 1902 έφτασε στη Βιέννη ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών κόμη Lamsdorf και την επομένη είχε συνομιλίες με τον Αυστριακό αυτοκράτορα και τον υπουργό Εξωτερικών κόμη Goluchowski και αποφασίστηκαν οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στη Μακεδονία.
Οι προτάσεις μεταρρυθμίσεων δόθηκαν στις 21 Φεβρουαρίου 1903 στο Ferid Pacha, Μέγα Βεζύρη, ταυτόχρονα από τους πρέσβεις της Ρωσίας και Αυστρίας. Έγιναν δεκτές χωρίς καμιά τροποποίηση.
Τα μέτρα προέβλεπαν:
— Το διορισμό Γενικού Επιθεωρητού, των βιλαετίων Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου, Κοσόβου. Αυτός αποφασίστηκε να είναι ο ίδιος που διόρισε το Νοέμβριο 1902 ο σουλτάνος. Λεγόταν Hussein Hilmi Pacha.
— Αναδιοργάνωση της αστυνομίας. Για το σκοπό αυτό θα ζητούσαν τη συνδρομή ξένων ειδικών.
— Οι διοικητές των βιλαετίων (Valis) θα υπάγονταν στις οδηγίες του Γενικού Επιθεωρητού.
— Οι αγροφύλακες θα επιλέγονταν από τους κατοίκους των χωριών.
— Διάφορες άλλες μεταρρυθμίσεις φορολογικού και οικονομικού χαρακτήρα κ.ά.
Το πιο εκπληκτικό ήταν ότι εχορηγείτο αμνηστία σ’ όλους όσους τελούσαν υπό κατηγορία ή καταδικάστηκαν για πολιτικές πράξεις, οι οποίες όμως δεν συνδέονταν άμεσα με εγκλήματα του κοινού δικαίου. Έτσι, άδειασαν οι φυλακές και οι κομιτατζήδες επέστρεψαν στα λημέρια τους ή πήγαν στη Βουλγαρία για να πάρουν νέες οδηγίες.
Θ’ αναφέρουμε εδώ ότι η Βουλγαρία, πιστή στην πολιτική της διπλωματικής απάτης, έριχνε στάχτη στα μάτια της διεθνούς Κοινής γνώμης, εμφανιζόμενη δήθεν πρόθυμη να συμβάλλει στην επιτυχία των νέων μέτρων και γι’ αυτό απεφάσισε να συλλάβει τα ηγετικά στελέχη του βουλγαρικού κομιτάτου.
Να, τι αναφέρει ο Γάλλος πληρεξούσιος πρέσβυς Bourgarel με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου 1903 από τη Σόφια:
«Άρχισαν να εκτελούνται τα μέτρα καταστολής που σας υπογράμμισα χθες. Οι έδρες των επιτροπών κλείστηκαν και τέθηκαν σφραγίδες επί των εγγράφων και των αρχείων. Οι κυριώτεροι αρχηγοί, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και οι Mikhailowski, Zontcheff, και Hanichef, τέθηκαν υπό προληπτική κράτηση και θα παραδοθούν αύριο στα χέρια της δικαιοσύνης. Τα μέτρα αυτά εφαρμόστηκαν με την ίδια αυστηρότητα και κατά των επαρχιακών επιτροπών. Έτσι, σήμερα το πρωί στη Βάρνα συνέλαβαν το συνταγματάρχη Yankog».
Βέβαια, επρόκειτο για θέατρο και η αυλαία του δεν άργησε ν’ ανοίξει την Άνοιξη κιόλας της ίδιας χρονιάς.
Πράγματι, το 1903 οι εγκληματικές ενέργειες των κομιτατζήδων πήραν διαστάσεις, διότι η Βουλγαρία και τα “κομιτάτα” αντιλήφθηκαν ότι ο σουλτάνος Abdul Hamid δεν είχε πλέον κανένα περιθώριο αντίδρασης στις πιέσεις των Μεγάλων. Έτσι, ενθαρρυνθέντες και από τη χορηγηθείσα αμνηστία, που στην πράξη εφαρμόστηκε ακόμη και για εκατοντάδες εγκληματίες του κοινού Ποινικού Δικαίου, οργάνωσαν και εκτέλεσαν σειρά επεισοδίων και ταραχών με σκοπό να δείξουν στους ευρωπαίους πως όποιες μεταρρυθμίσεις κι αν επιβάλλουν, στην πράξη οι Τούρκοι δεν θα τις εφαρμόσουν και επομένως η μοναδική λύση πρέπει να είναι η δημιουργία μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας.
Οι σκοποί και ο απώτερος στόχος αυτού του σχεδίου των Βουλγάρων, ήδη, μας παρουσιάστηκε μέσ’ απ’ τα έγγραφα των Γάλλων διπλωματών. Δεν θα αναφερθούμε αναλυτικά στα γεγονότα και θα περιοριστούμε μόνο στα επεισόδια του Απριλίου στη Θεσσαλονίκη και στην περίφημη “Επανάσταση του Iliden”. Θ’ αναφέρουμε, επίσης, τις δολοφονίες δυο προξένων της Ρωσίας.
α. Ο Γάλλος στρατιωτικός ακόλουθος στην Κωνσταντινούπολη, ταγματάρχης Dupont, του οποίου οι αναφορές χαρακτηρίζονται από πολιτική διορατικότητα, στις 24 Φεβρουαρίου 1903, αναφέρει μεταξύ άλλων:
«… Δεν ανήκει σε μένα, να εξετάσω αν ένας πόλεμος με τη Βουλγαρία είναι πιθανός αυτόν το χρόνο…Είναι εμφανές ότι η ειρήνη ή ο πόλεμος θα εξαρτηθούν από την πορεία των εξελίξεων στη Μακεδονία. Τώρα, οι επαναστατικές επιτροπές φαίνονται αποφασισμένες να επιχειρήσουν ένα ξεσήκωμα την Άνοιξη και όπλα, πυρομαχικά, δυναμίτες, φθάνουν στη Μακεδονία απ’ όλες τις πλευρές, (από Βουλγαρία, Σερβία, Αδριατική Θάλασσα, Αλβανία, Θεσσαλία, ακόμη και από Κωνσταντινούπολη)».
Και συνεχίζοντας την ανάλυση του ο Γάλλος ακόλουθος, λέγει παρακάτω:
«… Κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει μέχρι που απλωνόταν η αναμμένη φωτιά που θα προερχόταν από την πρώτη βολή κανονιού στα Βαλκάνια».
Ο ίδιος ακόλουθος σε αναφορά του, με ημερομηνία 7 Απριλίου 1903, κάνει υπαινιγμό και στην εκρηκτική κατάσταση που επικρατεί στον αλβανικό χώρο:
«… Στην παρούσα στιγμή βασιλεύει μεγάλη αναταραχή στις αλβανικές φυλές στα περίχωρα των Dibra, Ipek, Drakuo, Prizren και λέγεται ότι γύρω στην τελευταία αυτή πόλη έχουν συγκεντρωθεί 12 έως 15 χιλιάδες Αλβανοί».
Αυτή ήταν η γενική κατάσταση, όταν ξέσπασαν τα επεισόδια της Θεσσαλονίκης, τα οποία μας περιγράφει ο Γάλλος στρατιωτικός ακόλουθος Dupont με αναφορά του από την Κωνσταντινούπολη, με ημερομηνία 9 Μαΐου 1903:
«Κύριε υπουργέ
Έχω την τιμή να σας υποβάλλω μερικές πληροφορίες γεγονότων που έλαβαν χώρα στη Θεσσαλονίκη στις 28 και 29 Απριλίου.
Στις 28 Απριλίου και ώρα 11.15’ το πρωί, μόλις το γαλλικό πλοίο “Guadalgoiuir” εξήλθε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκη ς, έκρηξη προκλήθηκε στο μηχανοστάσιό του, προκαλώντας ρήγμα στο πλευρό του που βλέπετε στο σχεδιάγραμμα. Αποτέλεσμα της έκρηξης ήταν να προκληθεί πυρκαγιά και το πλοίο ρυμουλκήθηκε στο λιμάνι, όπου βυθίστηκε… Ο δράστης, ένας Βούλγαρος του Κιουστεντίλ, ονομαζόμενος Georges Manassoff, φέροντας βουλγαρικό διαβατήριο, συνελήφθη την επομένη στα Σκόπια (Uskub). Την ίδια μέρα, στις 9 η ώρα το απόγευμα, ένας μηχανισμός από δυναμίτη εξερράγη μπροστά στη μηχανή του τραίνου που ερχόταν από την Κωνσταντινούπολη κι έμπαινε στη Θεσσαλονίκη… Την άλλη μέρα, 29 Απριλίου στις 8 η ώρα το απόγευμα, ύστερα από έκρηξη δυναμίτιδας κόπηκε ο κύριος αγωγός αερίου τον εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρισμού κι έτσι η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι. Συγχρόνως, το παράρτημα της Οθωμανικής Τράπεζας τιναζόταν στον αέρα, πιάνοντας φωτιά. Επαναστάτες έριχναν βόμβες δυναμίτιδας κατά των φυλάκων της τράπεζας, καθώς και σε μερικά καφενεία, στο ταχυδρομικό μέγαρο κ.λπ., σκοτώνοντας και ακρωτηριάζοντας πολλά άτομα. Δύο επαναστάτριες έριχναν βόμβες από τα παράθυρα ενός διαμερίσματος που γειτόνευε με την Τράπεζα. Καταδιώχθηκαν δυναμικά οι επαναστάτες και πολλοί σφάχτηκαν επί τόπου. Η αιματηρή συμπλοκή κράτησε μέχρι το βράδυ της 30ης Απριλίου. Σύμφωνα με το Βαλή σκοτώθηκαν 35 Βούλγαροι, αλλά ο πρόξενός μας συνάντησε μέσα στους δρόμους, στις 29 Απριλίου, 15 κάρα που το καθένα μετέφερε 2 έως 3 πτώματα. Οι Οθωμανοί αξιωματικοί ανεβάζουν σε 115 τον αριθμό των σκοτωμένων».
Επεισόδια έλαβαν χώρα παντού. Πρέπει να τονίσουμε ότι στις συγκρούσεις της Βάνιτζας-Μοναστηρίου, σκοτώθηκαν τρεις αιμοβόροι κομιτατζήδες. Αυτοί ήταν ο Ντέλτσεφ (Deltchef), ο Δημητρώφ (Dimitroff) και ο Κωνσταντίνωφ (Konstantinoff).
β. Στις εξεγέρσεις των Αλβανών στην περιοχή Μιτροβίτσας (Mitrovitza), οι οθωμανικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να κάνουν χρήση των όπλων. Ο Γάλλος στρατιωτικός ακόλουθος εξηγεί την έξαψη των πνευμάτων και κάπου στην αναφορά του της Απριλίου 1903, αναφέρει:
«… Στην πραγματικότητα, από την εποχή της ανόδου στο θρόνο τον σουλτάνου Abdul Hamid II, ποτέ τακτικά στρατεύματα δεν τόλμησαν ν’ αντισταθούν στους Αλβανούς. Ποτέ οι μουσουλμάνοι δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι, με διαταγή του σουλτάνου, μουσουλμάνοι θα πυροβολούσαν εναντίον άλλων μουσουλμάνων, για να υπερασπιστούν τους άθλιους ghiaours».
Εκείνο, όμως, που προξένησε αγανάκτηση και οργή, κυρίως στους Ρώσους, ήταν η δολοφονία του Ρώσου προξένου στη Mitrovitza, στις 31 Μαρτίου 1903, από ένα δεκανέα του οθωμανικού στρατού, αλβανικής καταγωγής. Ο γνωστός μας Γάλλος ακόλουθος, με ημερομηνία (δεν φαίνεται), αλλά, όπως φαίνεται από τη σφραγίδα, παρελήφθη από το Υπουργείο των Στρατιωτικών στις 28 Απριλίου 1903, αναφέρει:
«… Στις 10 Απριλίου ο Ρώσος πρόξενος Stcherbina πέθανε. Λίγο αργότερα o δολοφόνος του καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκιση. Αυτοί οι οποίοι γνωρίζουν ότι μια παρόμοια καταδίκη, ισοδυναμεί με αθώωση, γιατί θα συνεχιστεί από μια σκηνοθετημένη απόδραση, αν όχι με επίσημη απονομή χάριτος, όταν σι συνθήκες το επιτρέψουν, δεν εκπλήσσονται με τα κίνητρα του σουλτάνου να καλοπιάσει τους Αλβανούς…».
γ. Έτσι, οι κομιτατζήδες αμνηστεύονται και οι δολοφόνοι Τούρκοι ή Αλβανοί τιμωρούνται για τα μάτια του κόσμου. Όλα αυτά σπρώχνουν τους Βουλγάρους στην πραγματοποίηση των σχεδίων τους. Πιστεύουν ότι με μια δυναμική προπαγάνδα και επεισόδια θα επιτύχουν την επέμβαση των Μεγάλων.
Την 2Ο Ιουλίου (παλαιά ημερομηνία, 2 Αυγούστου νέα) του 1903, την ημέρα τον Προφήτη Ηλία (γι’ αυτό και ili – den – Ίλιντεν ονόμασαν την εξέγερσή τους), έδωσαν το σύνθημα της εξέγερσης που επίκεντρο είχε την περιοχή Μοναστηρίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Βούλγαροι έστρεφαν τις περισσότερες ενέργειες τους στα βιλαέτια Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης και κυρίως στο πρώτο, διότι:
- Είχαν συμπαγέστατο ελληνικό πληθυσμό. Αφού η Ελλάδα αδρανούσε, από τη μεγάλη αυτή δεξαμενή επεδίωκαν οι Βούλγαροι να προσελκύσουν οπαδούς.
- Κερδίζοντας τις περιοχές αυτές όσο το δυνατό γρηγορότερα, θα δημιουργούσαν τετελεσμένα γεγονότα, μη ανατρέψιμα εύκολα.
- Με την επικράτηση αυτή αποκοπτόταν ο Ελληνισμός της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας από την άμεση γειτνίαση της Ελλάδας.
- Αποκοπτόταν οριστικά η συνοριακή επαφή Σέρβων και Ρώσων.
- Ελεγχόταν η κεντρική οδική αρτηρία από τη Θεσσαλονίκη προς την Κεντρική Ευρώπη.
- Τέλος, οποιαδήποτε βαριά αντίποινα των Τούρκων θα τα πλήρωνε πρώτιστα ο συμπαγής ελληνικός πληθυσμός της περιοχής, ενώ οι Βούλγαροι κάτοικοι θα μπορούσαν να καταφύγουν σαν πρόσφυγες στη Βουλγαρία.
Βέβαια, τα σχέδια των Βουλγάρων απέτυχαν, διότι παρά την τρομοκρατία που έσπειραν οι ένοπλοι κομιτατζήδες, η μάζα του λαού δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα για γενικό ξεσηκωμό.
Αλλ’ ας δώσουμε το λόγο στον ταγματάρχη Dupont, το γνωστό μας Γάλλο στρατιωτικό ακόλουθο στην Κωνσταντινούπολη. Στις 13 Αυγούστου 1903 γράφει:
«… Παρά τις σοβαρές απώλειες που προκάλεσαν τα οθωμανικά στρατεύματα στις επαναστατικές συμμορίες από την αρχή της χρονιάς και το θάνατο πολλών αρχηγών συμμοριών, φαίνεται πως η παρατηρηθείσα ύφεση της δραστηριότητας αυτών οφειλόταν, κυρίως, στην ανάγκη να αφεθούν οι χωρικοί να κάνουν το θερισμό. Έτσι, από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου, τα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής έδιναν διαταγές για την ενίσχυση των συμμοριών.
Η Επιτροπή συγχρόνως διαδήλωνε την πρόθεσή της να αναλάβει την επίθεση με τις συμμορίες κατά των οθωμανικών στρατευμάτων, το δεύτερο ήμισυ του μηνός Αυγούστου. Αυτές όφειλαν να μεταχειρίζονται τις γυναίκες και τα παιδιά των μουσουλμάνων με τον ίδιο τρόπο που εκείνοι μεταχειρίζονταν τις γυναίκες και τα παιδιά των Βουλγάρων, με σκοπό να προκαλέσουν αιματηρά αντίποινα και ν’ αναγκάσουν την Ευρώπη να επέμβει.
Είτε διότι η Επιτροπή είχε φόβο μήπως χάσει ένα μέρος της επιρροής της επί των τρομοκρατούμενων χωρικών, αν συνεχιζόταν η απραξία, είτε διότι νέα στοιχεία που ήλθαν από τη Βουλγαρία τροποποίησαν τις αρχικές προθέσεις και έτσι το γενικό σύνθημα της εξέγερσης δόθηκε στο βιλαέτι του Μοναστηρίου την Κυριακή 2 Αυγούστου, στις 8 η ώρα το απόγευμα, από πυρκαγιά θημωνιών αχύρου, τόσο στις εισόδους του Μοναστηρίου, όσο και σε διάφορα άλλα σημεία του βιλαετίου.
Με αυτό το σύνθημα, περίπου 600 νέοι Βούλγαροι άνδρες εγκατέλειψαν το Μοναστήρι, βέβαιοι ότι θα δολοφονούνταν αν δεν υπάκουαν στις διαταγές της Επιτροπής, και από διάφορα άλλα σημεία του βιλαετίου επισημάνθηκε η αναχώρηση όλων των ικανών ανδρών, για να πάνε να συνενωθούν με τις συμμορίες.
Εντός της ίδιας νύκτας σι τηλεφωνικές επικοινωνίες τον Μοναστηρίου με τις άλλες πόλεις κόπηκαν.
Η σιδηροδρομική γραμμή Μοναστηρίου-Θεσσαλονίκης κόπηκε επίσης μεταξύ Βάνιτζας και Σόροβιτς, στο ύφος τον Εσκί-Σου…
Στις 3 του μηνός, δύο μεγάλες συμμορίες πήγαν προς το Krutcheuo, κείμενο βόρεια του Μοναστηρίου, αφού έκαναν ένα γύρο στις περιοχές του βιλαετίου…
Σαν συμπέρασμα, αν οι επαναστάτες δεν υποστηριχτούν από τη Βουλγαρία, θα τσακιστούν θανάσιμα. Αν το κίνημα παραμείνει περιορισμένο στο βιλαέτι τον Μοναστηρίου, η Βουλγαρία δε θα επέμβει. Αν το κίνημα φτάσει στα βουλγαρικά σύνορα κι αν οι Τούρκοι το καταπνίξουν με αγριότητα, ίσως ο Βούλγαρος πρίγκιπας, όπως ο Έλληνας βασιλιάς Γεώργιος το 1897, θα είναι υποχρεωμένος να υπακούσει στη δημόσια γνώμη, αν θέλει να κρατήσει το θρόνο του. Η Ελλάδα έκανε τον πόλεμο παρά τη θέληση της Ευρώπης. Παρά ταύτα, οι Δυνάμεις εμπόδισαν την Τουρκία να επωφεληθεί της νίκης της. Η Βουλγαρία δεν ξεχνά αυτό το παράδειγμα».
Αυτό το Κίνημα του Ίλιντεν στοίχισε πολύ στον ελληνισμό της περιοχής, διότι οι Βούλγαροι άναψαν φωτιά και έφυγαν. Έτσι, οι Τούρκοι ξέσπασαν στο υπόλοιπο χριστιανικό στοιχείο, δηλαδή στους Έλληνες.
δ. Στις 12 Αυγούστου 1903, ο Ρώσος πρόξενος στο Μοναστήρι, Rostkowsky, δολοφονήθηκε από έναν Τούρκο χωροφύλακα. Για το επεισόδιο μας λέγει ο γνωστός στρατιωτικός ακόλουθος ταγματάρχης Dupont στην αναφορά του της 24ης Αυγούστου 1903:
«Έγινε γνωστό ότι ο κύριος Rostkowsky δολοφονήθηκε από ένα χωροφύλακα της φρουράς, ο οποίος δεν τον χαιρέτισε και τον οποίον μαστίγωσε δυνατά. Ο χωροφύλακας, αγανακτισμένος απ’ αυτήν την άγρια πράξη του Ρώσου προξένου, τον σκότωσε. Στις 13 Αυγούστου, τέσσερις κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν ενώπιον του στρατοδικείου του Μοναστηρίου. Ο ένοχος του φόνου χωροφύλακας, ένας δεύτερος χωροφύλακας που ήταν δίπλα του και δεν τον εμπόδισε να διαπράξει το φόνο, ένας τρίτος χωροφύλακας και ένας λυχνοποιός, μάρτυρες, οι οποίοι βεβαίωσαν ότι ο κύριος Rostkowsky πυροβόλησε δυο φορές, ενώ αποδείχθηκε ότι ο πρόξενος ήταν άοπλος. Οι δύο πρώτοι καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν την ίδια μέρα μπροστά στην πόρτα όπου έγινε το έγκλημα. Ο τρίτος και ο τέταρτος καταδικάστηκαν σε 15 και 5 χρόνια φυλακή αντίστοιχα. Τη στιγμή της εκτέλεσης η πλατεία ήταν γεμάτη από Τούρκους που ήταν συγχρόνως τρομαγμένοι και απελπισμένοι. Οι περισσότεροι έλεγαν:
“Είναι δύο επιπλέον άνδρες που προστίθενται σ’ αυτούς τους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στο Krouchevo”.
Ο δολοφόνος χωροφύλακας, πολύ ήρεμος, είπε πριν πεθάνει: “Ο θάνατός μου δεν είναι τίποτε, αρκεί να υπηρετήσει τη χώρα”.
Η Ρωσία άρπαξε αυτήν την ευκαιρία για να ζητήσει από το σουλτάνο το διορισμό Ευρωπαίων αξιωματικών που να διοικούν τη χωροφυλακή των τριών βιλαετίων και άλλες μεταρρυθμίσεις πολιτικές, που ο σουλτάνος δέχθηκε αμέσως…».
Το μόνο, λοιπόν, που κατόρθωσαν οι κομιτατζήδες ήταν να σπείρουν αγεφύρωτο μίσος μεταξύ Τούρκων, Αλβανών, Βουλγάρων και Ελλήνων και να πέσει άφθονο δάκρυ και αίμα. Την 11 Οκτωβρίου 1903 ο τσάρος Νικόλαος και ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ συναντήθηκαν στην πόλη Μϋrzsteg και εξέτασαν το σχέδιο μεταρρυθμίσεων, που είχαν προετοιμάσει οι αντίστοιχοι υπουργοί Εξωτερικών Ρωσίας και Αυστρίας, κόμητες Lamsdorff και Goluchowski. Το σχέδιο, αφού εγκρίθηκε και αφού προκαταβολικά έγινε δεκτό και από τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις, δόθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1903 στην οθωμανική κυβέρνηση για εφαρμογή. Επακολούθησε διστακτικότητα εκ μέρους του σουλτάνου, αλλά στις 11 Νοεμβρίου υπέβαλαν στην Πύλη μια “pro memoria”, ζητώντας την αποδοχή του σχεδίου χωρίς αλλαγές και καθυστερήσεις.
Αυτό το σχέδιο μεταρρυθμίσεων, γνωστό ως Σχέδιο Μϋrzsteg , περιλάμβανε εννιά σημεία, τα κυριότερα των οποίων ήταν:
• Διορίζονταν κοντά στο Γενικό Επιθεωρητή Hilmi Pacha δύο ειδικοί (Ρώσος και Αυστριακός) που θα τον συνόδευαν παντού και θα επέβλεπαν την εφαρμογή των μέτρων. Η αποστολή της αναδιοργάνωσης της χωροφυλακής, αναλαμβανόταν από ξένο στρατηγό (διορίστηκε ύστερα από διαβουλεύσεις ο Ιταλός στρατηγός Degiorgis).
• Διοικητές χωροφυλακής αναλάμβαναν ξένοι αξιωματικοί (τελικά διορίστηκαν στα Σκόπια Αυστριακοί, στο Μοναστήρι Ιταλοί, στη Δράμα Άγγλοι, στις Σέρρες Γάλλοι, στη Θεσσαλονίκη Ρώσοι).
• Αναδιοργάνωση διοικητικών περιφερειών (Sadjak, Cazas) που να ανταποκρίνονται περισσότερο προς τις εθνικές κατανομές του πληθυσμού.
• Συγκρότηση ειδικών επιτροπών για εξέταση πολιτικών και άλλων εγκλημάτων, διαπραχθέντων κατά τις ταραχές.
• Οργάνωση και διαχείριση πόρων κ.ά.
• Χορήγηση και νέας αμνηστίας.
Είναι βαρύς ο απολογισμός των θυμάτων των Ελλήνων της Μακεδονίας για την περίοδο που εξετάσαμε (1896-1903). Συνολικά, για τα βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου υπερβαίνουν τους 500 φόνους και απόπειρες δολοφονίας.
Τα στοιχεία δίδονται από τα γαλλικά αρχεία με λεπτομέρειες. Ενδεικτικά επισυνάπτω δύο σελίδες από την αναλυτική κατάσταση (32 σελίδων).
Πριν κλείσουμε την περίοδο αυτήν, θα αναφερθούμε σε δύο έγγραφα που φανερώνουν περίτρανα την ιταλική αντιπάθεια προς τους Έλληνες μια, αντιπάθεια που θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, για να φτάσει στο αποκορύφωμά της στις περιόδους 1919-1923 και 1940-1943.
Ιδού τα σχετικά έγγραφα:
α. Ο Γάλλος πρέσβυς στη Ρώμη, σ’ αναφορά του με ημερομηνία 27 Φεβρουαρίου 1903, λέγει μεταξύ άλλων:
«… Αποδίδουν εδώ μεγάλο ενδιαφέρον σ’ ό,τι συμβαίνει στην άλλη ακτή της Αδριατικής…Η σκέψη δικαιωμάτων της Ιταλίας σ’ αυτό το μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχει επεκταθεί στο κοινό σε τέτοιο σημείο, ώστε προσωρινά να αφήσουν στο περιθώριο τις ελπίδες που τρέφουν προς την πλευρά της Τριπολίτιδας. Εξάλλου, το νέο βασίλειο σταθεροποιήθηκε και η πρόοδος την οποία έκανε από τη Συνθήκη του Βερολίνου και εντεύθεν εκπλήσσει τον κόσμο.
Παρήλθε ο χρόνος που έβλεπε τους χειρισμούς στην Ανατολή σαν αδύναμος θεατής, χωρίς να μπορεί να ενεργήσει, ν’ ακουστεί η φωνή της. Τώρα θέλει να κρατήσει τη θέση που της αρμόζει στην Ανατολή και στην Ευρώπη».
β. Ο Γάλλος επιτετραμμένος στην Ελλάδα, σ’ έγγραφό του από την Αθήνα, με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1904, αναφέρει:
«Ο Ιταλός πρέσβυς στην Αθήνα, κύριος Silvestreli, έγινε αντικείμενο οξείας κριτικής από τον αθηναϊκό τύπο σχετικά με μια έκθεση που εμφανίστηκε πρόσφατα, με δική του υπογραφή, στο “Επίσημο περιοδικό του Υπουργείου Εξωτερικών της Ιταλίας “. Η οξεία πολεμική αφορά τις απαντήσεις του πρέσβυ σ’ ένα ερωτηματολόγιο κι επικεντρώνεται στα εξής κύρια σημεία.
1ο . Στο θέμα τον πληθυσμού, ο Ιταλός πρέσβυς απάντησε ότι ο σημερινός ελληνικός πληθυσμός υπέστη πολλές επιμιξίες και είναι δύσκολο να θεωρήσουμε τους σύγχρονους Έλληνες γνήσιους απογόνους των κατοίκων της Αρχαίας Ελλάδας.
2ο . Στο θέμα της γλώσσας, ο κύριος Silvestreli είπε ότι η σύγχρονη ομιλουμένη ελληνική είναι το αρχαίο ελληνικό ιδίωμα, με ανάμιξη ορισμένου αριθμού λατινικών, σλαβικών και τουρκικών λέξεων.
3ο . Όσον αφορά τις συγκοινωνίες…
4ο . Επί τον τετάρτου σημείου, ο κύριος πρέσβης της Ιταλίας, υπέδειξε την Αλβανία ως κράτος που συνορεύει Βόρειο-Δυτικά με την Ελλάδα και όχι την Ήπειρο».
Μ’ αυτά τα δεδομένα εισερχόμαστε σε μια περίοδο γεμάτη πόνο, αίμα και δόξα ελληνική.
Η φωτογραφία είναι από: http://www.army.gr