ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΑΚΟΥ
Εγίνετο μεγάλη ενέργεια και η Πελοπόννησος όλη υπόκωφα εσείετο.
Αυτοί εσκέπτοντο αρχιερείς, άρχοντες και καπεταναίοι και λοιποί αδελφοί περί των μέσων, τα οποία ημπορούσαν να μεταχειρισθούν δια τον μέλλοντα αγώνα.
Από δε τας αρχάς του Ιανουαρίου του 1821, αφού τα πάντα ωρίμασαν, άρχισαν οι Έλληνες και ήρχοντο εις τα σπήτια τους από τα ξένα, από την Ρωσσίαν, Βλαχίαν, Μολδαυίαν, Κωνσταντινούπολιν, Σμύρνην και από τα άλλα μέρη δια να λάβουν μέρος κατά την αποφασισθείσαν από τους αποστόλους της Εταιρίας ημέραν δια τον αγώνα υπέρ της πατρίδος.
Ευθύς καθώς ήρχοντο εις τα χωρία τους ή εις τας πόλεις των, διεδίδετο η ιδέα της επαναστάσεως εις όλους τους συγγενείς και γείτονάς των.
Oι αρχιερείς εσυγχωρούσαν εις τους ιερείς να διαβάζουν εις τας εκκλησίας παρακλήσεις νύκτα και ημέραν προς τον Θεόν δια να ενισχύση τους Έλληνας εις τον μέλλοντα αγώνα˙ και εις τους πνευματικούς δε και εις τους άλλους κληρικούς εσυγχώρησαννα παρακινούν κατά την εξομολόγησίν των τους Έλληνας εις την επανάστασιν, και να την θεωρούν ως συγχωρημένην θρησκευτικώς˙ διότι ο Θεός όλους τους ανθρώπους έπλασεν ελευθέρους. Πολλοί δε μάλιστα των αρχιερέων ως ο Έλους Άνθιμος, έκαμαν επίτηδες καί ευχάς, τας οποίας έδιδαν εις τους ιερείς των επαρχιών των και τας εδιάβαζαν μετά την παράκλησιν.
Ιδού και η ευχή του Έλους Ανθίμου προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν˙ και το εξαποστειλάριον και το στιχηρόν προς τήν Θεοτόκον, ευρισκόμενα παρά τω προέδρω του Εφετείου Ναυπλίας Ν. Φλογαίτη.
Θεέ παντοδύναμε, αόρατε, ακατάληπτε, ακατανόητε, ο ενισχύσας τον προφήτην σου Μωϋσήν τω τύπω του σταυρού κατατροπώσαι τον τύραννον του παλαιού Ισραήλ, τον αλαζόνα καί άκαμπτον Φαραώ εν τη Ερυθρά Θαλασσή, και σώσας δι’ αυτού τον λαόν σου, επάκουσον της δεήσεως και ημών των ευτελών δούλων σου, των χρισθέντων τω ονόματι του αγαπητού σου υιού, κυρίου δε ημών Ιησού Χριστού, και απάλλαξον ημάς, τον νέον Ισραήλ, το βασίλειον ιεράτευμα της Ισμαηλίτιδος τυραννίδος˙ ενίσχυσον και ενδυνάμωσον ημάς, και τούς ευσεβάστους και θεοφύλακτους ημών Πρίγκιπας και Ηγεμόνας (εννοεί τους Υψηλάντας) και τον φιλόχριστον Στρατόν τη δυνάμει του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, κατατροπώσαι τούς εχθρούς της αγίας σου εκκλησίας, και αναφανήναι νικητάς και τροπαιούχους εναντίον των απογόνων της Άγαρ.
Επί σοί τας ελπίδας ανατιθέμεθα, Κραταιέ εν πολέμοις, ορθώς λατρεύοντες σε τον μόνον Θεόν, και σωτήρα ημών˙ φώτισον ημάς μιμητάς γενέσθαι και οπαδούς του αληθούς θεράποντός σου ευσεβούς βασιλέως Κωνσταντίνου, και αξίωσον ακούσαι της ουρανίου εκείνης φωνής «εν τούτω νικάτε, απόγονοι Ελλήνων οι χριστώνυμοι, και της ορθοδόξου εκκλησίας ευσεβή τέκνα, και καταβάλλετε τους άθεους Αγαρηνούς», όπως και ημείς οι τεταπεινωμένοι αξιωθώμεν της ποθητής ημών ελευθερίας, δοξάζοντες τoπαντοδύναμον όνομά σου του Πατρός και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΟΝ.
Ο Ουρανόν τοις Άστροις.
Τους μη την σην εικόνα, Παρθένε, ασπαζομένους, και του υιού σου και Θεού, εκ πίστεως ειλικρινούς, κατάβαλε άθεους και τη γεέννη παράδος.
Στιχηρόν ήχος πλ. ά.
Χαίροις ασκητικώς αληθώς.
Δεύρο, μήτερ Χριστού, προς ημάς, σου δεομένους, συμπαθούς επισκέψεως, και ρύσαι κεκακουμένους, τυραννικαίς απειλαίς, και δεινή μανία των Αγαρηνών˙ δι’ ους ως αιχμάλωτοι, και γυμνοί διωκόμεθα, τόπον εκ τόπου συνεχώς διαμείβοντες και πλανώμενοι, εν σπηλαίοις και όρεσιν˙ οίκτειρον ούν Πανύμνητε, και δος ημίν άνεσιν, παύσον την ζάλην και σβέσον την καθ’ ημών αγανάκτησιν, Χριστόν δυσωπούσα, τον παρέχοντα τώ κόσμω το μέγα έλεος.
Πολλοί μάλιστα Τούρκοι εσοφίζοντο διάφορα πράγματα, αλλά ένα από τα περιεργότερα είναι το ακόλουθον. Έστειλαν μίαν ημέραν εις τον Δεσπότην Έλους Άνθιμον ένα Τούρκον, ο οποίος εγνώριζε καλά και την γλώσσαν μας και τας θρησκευτικάς μας τελετάς. Αυτός, καθώς επήγεν εις την Μητρόπολιν εζήτησε να προσκυνήση τον Δεσπότην, και ο Έλους διέταξε και τόν έμβασαν εις την κάμαράν του, όπου έκαμνε τον άρρωστον δια να μην υπάγη με τους άλλους αρχιερείς εις την Τριπολιτσάν. Ευθύς καθώς εμβήκεν έπεσε και τον επροσκύνησε και του είπε, Δεσπότη μου, θέλω να εξομολογηθώ εις την Πανιερότητά σου ως χριστιανός ταις αμαρτίαις μου.
Ο Έλους του έδωσε την άδειαν, και ευθύς άρχισε και έλεγε ταις αμαρτίαις του με κλαύματα και με πολλήν προσποιητικήν κατάνυξιν, και τέλος του είπε «πότε θά έλθη, Δεσπότη μου, η αγία εκείνη ώρα να πάρωμε τα άρματα, δια να σκοτώσωμεν τους απίστους τυράννους μας και να ρουφήξω από το αίμα τους»;
ΟΔεσπότης έκαμε τότε σημεία της Εταιρίας, αλλά καθώς είδεν ότι δεν εννόησε τίποτε, εκατάλαβεν ότι είναι Τούρκος και άρχισε να τον συμβουλεύη και να του λέγη «τέκνον τι λόγια είναι αυτά˙ μη πιστεύεις τα λόγια όπου λέγονται. Ο Θεός έβαλεν εις το κεφάλι μας τον Σουλτάνον δια το καλόν μας, αυτόν τον έβαλεν να μας εξουσιάζη και να ήμεθα πιστοί ραγιάδες του και ευπειθείς, διότι αυτός φροντίζει δια εμάς, επειδή αλλοιώτικα μας κολάζει ο Θεός·» έπειτα του εδιάβασε την συνειθισμένην ευχήν και τον έστειλεν εις το καλόν.
Ο Μεταμορφωμένος αυτός Τούρκος τα είπεν όλα όσα ήκουσεν από τον Έλους εις τούς Αγάδες, και δια τούτο εκείνοι δεν τον υπωπτεύοντο πλέον και τον άφησαν ως άρρωστον να μην πάη εις την Τριπολιτσάν. Τοιαύτα πολλά εγίνοντο μέχρις ότου αρχίση η επανάστασις.
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
ΥΠΟ ΦΩΤΑΚΟΥ– ΑΘΗΝΑ 1858 (σελ. 7-8-9, 11-12)