ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΥΛΕΤΙΣΜΟΥ
Ας μη θεωρεί λοιπόν κανείς ντροπή της Εκκλησίας, το ότι προετοιμάσαμε τους βαρβάρους να σηκωθούν και να μιλήσουν εδώ, γιατί αυτό είναι στόλισμα της Εκκλησίας, αυτό είναι καύχημα, αυτό είναι απόδειξη της δύναμης που έχει η πίστη…
Στο ναό του Αποστόλου Παύλου…
Η ομιλία αυτή εκφωνήθηκε στο ναό του αποστόλου Παύλου, αφού προηγουμένως διάβασαν Γότθοι και μίλησε κάποιος Γότθος πρεσβύτερος. Στην ομιλία αυτή, που αποτελείται από έξι μέρη, ο Χρυσόστομος ασχολείται με διάφορα θέματα. Πρώτα τονίζει τη δύναμη του κηρύγματος που έφθασε στα πιο απομακρυσμένα μέρη της γνωστής τότε οικουμένης. Θεωρεί στόλισμα της Εκκλησίας την παρουσία των βαρβάρων, λέγοντας πως και ο Χριστός πρώτα κάλεσε βαρβάρους, και αναφέρεται στην ταπεινή έλευση του Χριστού που είχε σαν σκοπό την καταπάτηση της αλαζονείας του ανθρώπου και την εξαφάνιση της ματαιοδοξίας του.
ΟΜΙΛΙΑ ΠΟΥ ΕΚΦΩΝΗΘΗΚΕ
ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
αφού διάβασαν Γότθοι και μίλησε προηγουμένως Γότθος πρεσβύτερος
Ήθελα να παραβρίσκονται σήμερα Έλληνες, για ν’ ακούσουν αυτά που διαβάστηκαν και να μάθουν πόση είναι η δύναμη εκείνου που σταυρώθηκε, πόση είναι η δύναμη του σταυρού, πόση είναι η ευγένεια της Εκκλησίας, πόση η δύναμη της πίστης, πόση η ντροπή της πλάνης, πόσο γελοίοι είναι οι δαίμονες. Γιατί τα κηρύγματα των φιλοσόφων έχουν παραμεληθεί και σ’ αυτούς που μιλούν την ίδια γλώσσα μαζί τους, ενώ τα δικά μας έχουν πολλή δύναμη και σ’ εκείνους που μιλούν άλλη γλώσσα· και εκείνα διαλύθηκαν πιο εύκολα από την αράχνη, ενώ τα δικά μας έγιναν πιο στερεά από το διαμάντι.
Που είναι τα κηρύγματα του Πλάτωνα και του Πυθαγόρα και των άλλων φιλοσόφων της Αθήνας; Έσβησαν. Που τα κηρύγματα των ψαράδων και των σκηνοποιών; Όχι μόνο στην Ιουδαία, αλλά και στη γλώσσα των βαρβάρων, όπως ακούσατε τα μετέφρασαν στη δική τους γλώσσα ο καθένας, μελετούν με προσοχή τα κηρύγματα αυτά, που ούτε στο όνειρό τους το φαντάσθηκαν όσοι από τους Έλληνες έτρεφαν γενειάδα και με το ραβδί τους απομάκρυναν αυτούς που συναντούσαν στην αγορά και κουνούσαν πέρα-δώθε τις ‘μπούκλες’ από το κεφάλι και φανέρωναν πρόσωπα περισσότερο λιονταριών παρά ανθρώπων.
Αλλά τα δικά μας δεν είναι τέτοια, ούτε η φιλοσοφία μας στηρίζεται στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά στη σωφροσύνη. Γιατί η πόρνη, επειδή δεν έχει και φυσική ομορφιά, με φτιασίδια και βάψιμο των ματιών, με λευκά φορέματα και με αλλά τέτοια τεχνάσματα προσθέτει στον εαυτό της κάποια τεχνητή ομορφιά, καλύπτοντας τη φυσική ασχήμια της. Η κόρη όμως που από τη φύση της είναι ωραία και χαριτωμένη και ευγενική αφήνει μόνο του ν’ αγωνίζεται το δώρο της φύσης, χωρίς να έχει ανάγκη κανενός από τα βοηθήματα αυτά, αλλά τα αποφεύγει, για να μη σκεπάσει με τα τεχνητά αυτά στολίδια τη φυσική ομορφιά της.
Αυτό μπορεί κανείς να το δει και στην Εκκλησία και στους έξω απ’ αυτήν. Γιατί εκείνοι επειδή δεν έχουν φυσική ομορφιά, ούτε μπορούν να στολισθούν με ευσέβεια, καλλωπίζουν τα δικά τους με την ευγλωττία, τα καλά λόγια, τις συνθέσεις λέξεων, καθώς και με τα μαλλιά, με τα φορέματα και αλλά παρόμοια. Οι δικοί μας όμως δεν κάνουν έτσι, αλλά, αφού τα απέκρουσαν όλα αυτά και απέρριψαν την εξωτερική εμφάνιση, φανερώνουν τη φυσική ομορφιά τους, χωρίς να ακονίζουν τη γλώσσα και χωρίς να επιδιώκουν τον έπαινο, αλλά φιλοσοφούν με τη δύναμη των νοημάτων, με την επίδειξη των έργων και με την προσεκτική συμπεριφορά τους, διαλαλώντας με όλα τη χάρη του Θεού που κατοικεί μέσα τους.
Γι’ αυτό δεν προσέλκυσαν κοντά τους με τη σαγήνη τους μόνο την κατοικημένη περιοχή της γης, αλλά και την ακατοίκητη, όχι μόνο τη γη, αλλά και τη θάλασσα, όχι μόνο τις πόλεις, αλλά και τα όρη και τα βουνά και τα φαράγγια, όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τις ξένες χώρες, όχι μόνο αυτούς που κατέχουν τα αξιώματα, αλλά και αυτούς που βρίσκονται στη χειρότερη φτώχεια, όχι μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες, όχι μόνο τους γέροντες αλλά και τους νέους. Και δε σταμάτησαν μέχρι σ’ αυτά, αλλά προχώρησαν και παραπέρα, και, χωρίς να περιορισθούν στη γνωστή μας οικουμένη, ξεπέρασαν τον ωκεανό και έπιασαν μέσα στα δίχτυα τους τις βαρβαρικές χώρες και τα βρετανικά νησιά.
Και όπου και αν πας τώρα θα δεις να περιφέρονται στα στόματα όλων τα ονόματα των ψαράδων, όχι εξ αιτίας της δύναμής τους, αλλ’ εξ αιτίας της δύναμης εκείνου που σταυρώθηκε, που παντού τους προετοίμαζε το δρόμο και έκανε τους κακούς ανθρώπους πιο σοφούς από τους φιλοσόφους, και εκείνους που ήταν αγράμματοι και πιο άφωνοι από τα ψάρια τους καθιστούσε πιο ρωμαλέους από τους ρήτορες, τους λογογράφους και τους σοφιστές.
Ας μη θεωρεί λοιπόν κανείς ντροπή της Εκκλησίας, το ότι προετοιμάσαμε τους βαρβάρους να σηκωθούν και να μιλήσουν εδώ, γιατί αυτό είναι στόλισμα της Εκκλησίας, αυτό είναι καύχημα, αυτό είναι απόδειξη της δύναμης που έχει η πίστη. Αυτό και ο προφήτης προαναγγέλλοντας από την αρχή έλεγε· «δεν υπάρχουν ομιλίες ούτε λόγοι που να μην ακούγονται οι φωνές τους · σε ολόκληρη τη γη απλώθηκε η φωνή τους και στα πέρατα της οικουμένης τα λόγια τους». Αυτό εννοώντας και άλλος πάλι προφήτης, με διαφορετικά λόγια το υπαινισσόταν λέγοντας· «λύκοι και αρνιά θα βόσκουν μαζί, και η λεοπάρδαλη θα ξεκουράζεται μαζί με το κατσίκι, και το λιοντάρι θα τρώγει άχυρα σαν το βόδι». Δεν τα λέγει αυτά για λιοντάρια και αρνιά και λεοπαρδάλεις και κατσίκια, αλλά θέλει να μας προαναγγείλει και να μας δείξει, ότι η αγριότητα των ανθρώπων θα φθάσει σε τόσο μεγάλη ημερότητα όταν αναμειχθεί με τη φιλοσοφία του κηρύγματος, ώστε να συναναστρέφεται με τους ήρεμους και τους πιο πράους ανθρώπους. Και αυτό το είδατε σήμερα, να στέκουν μαζί με τα πρόβατα της Εκκλησίας οι πιο βάρβαροι απ’ όλους τους ανθρώπους, και να είναι κοινή η βοσκή και μία η μάνδρα, και να βρίσκεται μπροστά σε όλους μία τράπεζα.
Ας ντρέπονται οι Ιουδαίοι που διαβάζουν τα βιβλία και δεν ξέρουν τα νοήματά τους. Ας σκεπάσουν τα πρόσωπά τους οι Έλληνες που, αν και βλέπουν την αλήθεια να λάμπει πιο φωτεινά από την ακτίνα του ήλιου, λατρεύουν τις πέτρες και επιδιώκουν το σκοτάδι. Ας καμαρώνει η εκκλησία που με όλα λάμπει και πετάει. Γιατί, όπως ο ήλιος είναι κοινός για όλους και η γη κοινή και η θάλασσα και ο αέρας, έτσι πολύ περισσότερο έγινε κοινός ο λόγος του κηρύγματος. Γι’ αυτό και ο Παύλος έλεγε· «για να έχω κάποιο καρπό και μεταξύ σας καθώς και μεταξύ των υπόλοιπων εθνικών. Στους Έλληνες και στους βαρβάρους, στους σοφούς και στους αμόρφωτους είμαι χρεώστης· γι’ αυτό, όσο εξαρτάται από μένα, είμαι πρόθυμος να κηρύξω το ευαγγέλιο και σε σας που βρίσκεστε στη Ρώμη».
Και γιατί θαυμάζεις αν στην Καινή Διαθήκη γίνεται ακριβώς το ίδιο που γίνεται και στην Παλαιά. Γιατί εκείνος που υπήρξε πρώτος πρόγονος και της εκκλησίας και της συναγωγής, εκείνων βέβαια πρόγονος σαρκικός ενώ δικός μας πνευματικός, ήταν βάρβαρος και καταγόταν μέσα από την Περσία, ο πατριάρχης δηλαδή Αβραάμ, και αυτός χωρίς να μάθει γράμματα, ούτε να συμμετάσχει στην προφητεία, χωρίς να έχει διδάσκαλο, ούτε να διδαχθεί ιστορία, γιατί δεν είχε ακόμη γεννηθεί ο Μωυσής, χωρίς να μάθει κάτι από τα πριν απ’ αυτόν, ούτε να διδαχθεί για εκείνα που θα συνέβαιναν μετά απ’ αυτόν, αλλά, παρ’ όλο που γεννήθηκε και ανατράφηκε μέσα στη χώρα των Περσών, πίστεψε τόσο πολύ, ώστε να προλάβει να εφαρμόσει πολλές εντολές της Καινής Διαθήκης και να τις φανερώσει με τα έργα. Γιατί πραγματικά όταν έπαιρνε τη διαταγή να φύγει από την πατρίδα του και ν’ αφήσει σπίτι και φίλους και συγγενείς και να έρθει στην ξένη χώρα, δεν έπαθε τίποτε το ανθρώπινο, ούτε συγκρατήθηκε από συμπάθεια, ούτε σκέφθηκε μέσα του και είπε, ‘θ’ αφήσω τα φανερά και τα βέβαια και θα πάω στα άγνωστα και αβέβαια;’ Αλλ’ έχοντας οδηγό την πίστη και κρατώντας την υπόσχεση του Θεού αντί για ραβδί, άφηνε αυτά που είχε στα χέρια του και έπαιρνε εκείνα που ήταν ελπίδες· καθόσον και σ’ αυτό ήταν πρόγονος της εκκλησίας.
Γιατί βέβαια και μείς παίρνουμε την εντολή να περιφρονούμε τα βιοτικά πράγματα και αυτά που βλέπουμε, και να απλώνουμε την ελπίδα σ’ αυτά που δεν είναι φανερά, και να κρατάμε την πίστη, την άγκυρα της δικής μας σωτηρίας, και να επιζητούμε αυτά. Γι’ αυτό και ο Παύλος έλεγε· «γιατί με την ελπίδα σωθήκαμε· ελπίδα όμως που τη βλέπει κανείς δεν είναι ελπίδα». Και πάλι· «γιατί η στιγμιαία ελαφρή θλίψη μας προετοιμάζει για μας αιώνιο βάρος δόξας που ξεπερνάει κάθε μέτρο, επειδή δεν προσέχουμε εκείνα που βλέπονται, άλλ’ εκείνα που δε βλέπονται».
Και όταν έφυγε από την πατρίδα του ο μακάριος εκείνος Αβραάμ και έστησε την καλύβα του σε ξένη χώρα, πάλι φανέρωσε με τα έργα του αποστολικές εντολές. Γιατί, αφού έστησε το λαμπρό εκείνο τρόπαιο και κέρδισε την παράξενη νίκη και νίκησε τους βαρβάρους, όχι με τη δύναμη του στόματός του, αλλά με τη δύναμη της πίστης του, έπαιρνε την εντολή να λάβει και αμοιβή για τους κόπους του εκείνους και την ταλαιπωρία του άπ’ αυτούς που σώθηκαν. Όταν λοιπόν ο βάρβαρος του έλεγε, «πάρε εσύ τα άλογα και δώσε μας τους άνδρες», τι λέγει; «θ’ απλώσω το χέρι μου στο Θεό τον ύψιστο, αν θα πάρω από σένα σχοινί μέχρι λουρί παπουτσιών». Είδες πως εκπλήρωσε εκείνη την ευαγγελική εντολή που λέγει, «δωρεάν πήρατε, δωρεάν δώστε»;
Και ο Μωυσής επίσης σε βαρβαρικό σπίτι ανατράφηκε και μεγάλωσε. Όμως δεν τον έβλαπτε αυτό, αλλά και αυτός φιλοσοφούσε όχι λιγότερο από τον πατριάρχη, αφού αδιαφορούσε για τα συβαριτικά τραπέζια, και στεκόταν πιο ψηλά από τις απολαύσεις τους, περιφρονώντας τον πλούτο, τη βασιλεία και τα αξιώματα της Αιγύπτου, και πηγαίνοντας μόνος του να εργασθεί στη λάσπη και στην κατασκευή πλίνθων. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Παύλος θαυμάζοντάς τον, έλεγε· «θεώρησε μεγαλύτερο πλούτο από τους θησαυρούς της Αιγύπτου τον εξευτελισμό του Χριστού». Στη συνέχεια για να δείξει το διδάσκαλο αυτών των αγαθών, προσθέτει λέγοντας· «γιατί έδειξε καρτερία σαν να έβλεπε τον αόρατο Θεό», πράγμα που ήταν απόδειξη μέγιστης πίστης.
Ας μη θεωρούμε λοιπόν ντροπή το ότι βρίσκονται βάρβαροι στην εκκλησία, αλλ’ αντίθετα μεγάλο στόλισμα. Γιατί και ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός όταν ήρθε στη γη πρώτους κάλεσε βαρβάρους. Όταν δηλαδή γεννήθηκε και τον έβαλαν στη φάτνη, ήρθαν μάγοι από την Περσία και τον προσκυνούσαν. Τι καινούργια και παράξενα πράγματα! Όταν πρόκειται να μπει σε κάποια πόλη ο βασιλιάς, υψώνουν λάβαρα και ανάβουν λαμπάδες, και όσοι κατέχουν τα αξιώματα και τις εξουσίες τον συναντούν με χαρούμενη εμφάνιση, και υπάρχουν αυλοί και φλογέρες και κιθάρες και κάθε είδος μουσικής, και λαμπρές ενδυμασίες και τιμές και μεγάλη επισημότητα. Όταν όμως επρόκειτο να έρθει στη γη ο βασιλιάς των ουρανών, δεν έγινε τίποτε τέτοιο, άλλ’ όλα τα αντίθετα, δηλαδή καλύβα και σκηνή και φάτνη, μητέρα ασήμαντη στην εμφάνιση, φτώχεια πολλή και στέρηση πολύ μεγάλη. Και όμως, αν βέβαια ήθελε, μπορούσε να έρθει σείοντας τον ουρανό, τραντάζοντας τη γη, και αφήνοντας αστραπές. Και γιατί λέγω αυτά; Αν έδειχνε γυμνή μόνο τη Θεότητά του, δε θα ήταν αυτό μεγαλύτερο από κάθε λαμπρότητα και από κάθε φαιδρότητα.;
(…)
Γιατί και ο Παύλος όταν λέγει, «όταν όμως παρουσιάσει πάλι τον πρωτότοκο στην οικουμένη», μας αναγγέλλει την οικονομία του Θεού· γιατί εκείνος που βρίσκεται παντού και γεμίζει τα πάντα, που θα μπορούσε να μπει; άλλ’ έτσι ονόμασε τη φανέρωσή του που έγινε κατ’ οικονομία του Θεού. Όταν λοιπόν ερχόταν στην οικουμένη, ερχόταν με ταπεινή εμφάνιση, για να καταπατήσει την αλαζονεία, να εξαλείψει τη ματαιοδοξία, να πείσει όλους να είναι μετριόφρονες, να μην περιφρονούν τη στέρηση ούτε να εξευτελίζουν τη φτώχεια, να μη θαυμάζουν τον πλούτο, να μη θεωρούν πως είναι μεγάλο πράγμα η ανθρώπινη επίδειξη, αλλά πως είναι πιο αδύνατη από τη σκιά και πιο ασήμαντη από τα φύλλα και πιο απατηλή από τα όνειρα. Όταν λοιπόν ήρθε, κάλεσε βαρβάρους, και όχι απλώς βαρβάρους, αλλά και μάγους, το πιο μεγάλο είδος της ασέβειας.
(…)
Γι’ αυτό ακριβώς ο μονογενής Υιός του Θεού, θέλοντας να συγκρατήσει τη ματαιοδοξία, προετοίμασε έτσι την αρχή της εισόδου του με καλύβα και φτώχεια και μητέρα φτωχή, για να πείσει με τα έργα όλους να περιφρονούν την ανθρώπινη αλαζονεία, και όταν ήρθε, καλεί πρώτα τους βαρβάρους. Για ποιο λόγο και γιατί;
Επειδή το ανθρώπινο γένος βρισκόταν σε κακή κατάσταση (πάλι λοιπόν θα επαναλάβω τα ίδια λόγια), και όλοι ήταν απελπισμένοι για τη σωτηρία τους, μετατοπίζει πρώτα το φρούριο του διαβόλου και τα ισχυρότατα όπλα του, για να μην απελπίζεται κανείς από τους άλλους. Άλλωστε αυτό γίνεται και για να καταισχύνει τους Ιουδαίους, αφού αυτοί δίσταζαν να έρθουν κοντά του, ενώ εκείνοι έκαμαν και μακρινό ταξίδι για να τον δουν και να τον προσκυνήσουν και περιφερόμενοι εδώ και εκεί ερωτούν «που είναι εκείνος που γεννήθηκε, ο βασιλιάς των Ιουδαίων;».
Τι θαυμαστά και παράδοξα πράγματα! Από βαρβαρική φωνή πρώτα κηρύσσεται ο μονογενής Υιός του Θεού στην Ιουδαία, εκεί που υπήρχαν προφήτες και πατριάρχες και δίκαιοι και νόμος και κιβωτός και διαθήκη και ναός και θυσία και λατρείες.
Και αυτοί που ανατράφηκαν μ’ αυτά δε διδάσκονται ούτε όταν έμαθαν από τους βαρβάρους, ενώ εκείνοι που ποτέ δεν άκουσαν τίποτε τέτοιο γίνονται διδάσκαλοι αυτών που τα μελέτησαν. Γι’ αυτό ακριβώς ο προφήτης Δαβίδ τους γελοιοποιούσε λέγοντας· «γιατί αφηνίασαν τα έθνη και οι λαοί μελέτησαν μάταια πράγματα;». Γιατί πως δε μελέτησαν μάταια πράγματα, αφού δε δέχθηκαν αυτόν που προφητεύθηκε; Δεν έκαναν όμως το ίδιο οι μάγοι, άλλ’, εγκαταλείποντας πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς, έκαμαν μακρινό ταξίδι και έρριξαν τον εαυτό τους σε κίνδυνο. Γιατί, όταν ήρθαν σε βασιλευόμενη πόλη, ερωτούσαν, ‘που γεννήθηκε ό βασιλιάς;’, χωρίς να υποψιάζονται τότε την οργή του βασιλιά, ούτε την εξέγερση του λαού, ούτε τις επιβουλές της πόλης.
Αφού λοιπόν δέχθηκαν το κήρυγμα, γίνονται ξαφνικά και φιλόσοφοι και μάρτυρες ζωντανοί, περιφρονώντας το θάνατο, αψηφώντας τους κινδύνους, αδιαφορώντας για την παρούσα ζωή, διαλαλώντας με θάρρος αυτό που έμαθαν, μιλώντας δημόσια γι’ αυτόν που γεννήθηκε ανάμεσα στο λαό και στο κέντρο της πόλης. Γι’ αυτό ακριβώς και το αστέρι κρύβεται, ώστε, χάνοντας τον οδηγό τους, ν’ αναγκασθούν να πληροφορηθούν από τους Ιουδαίους, ή μάλλον καθώς θα πληροφορούνταν να διδάξουν εκείνους. Γιατί τον τόπο ζητούν μόνο, το ότι όμως γεννήθηκε, το ήξεραν από πριν.
Δεν έστειλε προφήτη, γιατί δε θα τον δέχονταν, ούτε απόστολο, γιατί δε θα τον πρόσεχαν, ούτε Γραφές, γιατί δεν τις γνώριζαν, αλλά με τα γνωστά και καθημερινά πράγματα τους ανασύρει από την πλάνη τους. Επειδή δηλαδή ήταν μάγοι, και η τέχνη τους ήταν σχετική με τα αστέρια, φανερώνεται σ’ αυτούς ένα αστέρι, οδηγώντας τους από τη μακρινή τους χώρα, όχι ένα αστέρι άπ’ αυτά που βλέπουμε, αλλά κάποια θεϊκή και αόρατη δύναμη που πήρε το σχήμα του αστεριού. Και τους οδηγεί το αστέρι, για να τους απαλλάξει στο μέλλον από την ασχολία τους με τα αστέρια και για να καταργήσει την εξουσία της αστρονομίας.
(…)
Τέτοια λοιπόν είναι τα έργα της θείας οικονομίας· πρώτα δείχνει συγκατάβαση και ύστερα ξερριζώνει. Έτσι και ο Χριστός έκαμε καλώντας τους βαρβάρους. Γιατί, όπως όταν καλούσε τους ανθρώπους, έγινε άνθρωπος και στη μορφή και στη φύση, έτσι και όταν καλούσε τους μάγους, διαμόρφωσε την αόρατη δύναμη σε μορφή αστεριού. Και ότι το αστέρι εκείνο δεν ήταν ένα αστέρι από τα πολλά, μάθε το αυτό από την πορεία του. Γιατί δεν πήγαινε από την ανατολή στη δύση, αλλά από το βορρά στο νότο, αφού η Παλαιστίνη βρίσκεται στα νότια της Περσίας. Επίσης φαίνεται όχι τη νύχτα, αλλά την ημέρα, πράγμα που δεν είναι γνώρισμα αστεριού. Και χάνεται όταν έφθασαν στα Ιεροσόλυμα, και φαίνεται όταν απομακρύνθηκαν από το βασιλιά. Απ’ αυτό είναι φανερό πως ήταν κάποια λογική δύναμη που ρύθμιζε τα πάντα σύμφωνα με την εντολή που έλαβε.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ – ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ – 33 -ΟΜΙΛΙΕΣ
ΕIΣAΓΩΓΗ – ΚΕΙΜΕΝΟ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ Από τον ΣΠΥΡΟ ΜΟΥΣΤΑΚΑ, θεολόγο – Φιλόλογο
78 ΕΠΕ- ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1985
Σελ.290-317 (αποσπάσματα) ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ