του Μακεδονομάχου ιερέως, Πέτρου Παπαναστασίου
9/6/1905
Από τα ατελείωτα εγκλήματα των βουργάρων στην Μακεδονία
Πρώτοι οι βούργαροι έκαιγαν
ανθρώπους στους φούρνους…
Λίγο πιο κάτω από την Βεύη, στο άνοιγμα του κάμπου, αριστερά μέσα στη χαράδρα βρίσκεται το Φλάμπουρο. Τότε ήταν ένα μικρό χωριουδάκι που οι άνθρωποί του άφηναν συχνά τα σπίτια τους ψάχνοντας για πολλές μέρες δουλειά.
Ελληνοχώρι το Φλάμπουρο, από τα καλύτερα, στάθηκε αλύγιστο σε όλα τα χρόνια του αγώνα. Η βουλγάρικη προπαγάνδα δεν μπορούσε ούτε να περάσει από μέσα του. Και το σχίσμα πηγαινοέρχονταν ντροπιασμένο.
Ο Ιούνιος είχε φτάσει στην ένατη μέρα του. Ο Κώστας Νικολάου με τον Μήτσο Πέτρου και ο Θανάσης Λάζου με τον Κώστα Βασιλείου, νύχτα ακόμα είχαν ξεκινήσει. Με τα μεγάλα πριόνια διπλωμένα στους τουρβάδες και τα τσεκούρια στο χέρι, πέρασαν τον κάμπο και έφτασαν στην Σέτινα. Πριονιστάδες καλοί, όλοι τους, πάλευαν όλη μέρα με τα πελώρια κορμιά της οξιάς του Καϊμάκ ξυλάν, τάσχιζαν όπως τους άρεσε και έβγαζαν από αυτά ότι χρήσιμο ξύλο ταιριάζει για πατώματα, παράθυρα ή πόρτες.
Το σπίτι που τους κάλεσε στην δουλειά, τους περίμενε και τάχε ετοιμάσει όλα. Ως και πίττα θα τους έφτιαχνε η νύφη, ζέστη – ζέστη για το μεσημέρι. Τα απελέκυτα μεγάλα κορμιά της οξιάς βρίσκονταν ξαπλωμένα με τάξη έξω από το χωριό, λίγα μέτρα δώθε απ’ το δάσος. Κάθισαν λίγο να ξαποστάσουν, έριξαν μερικές μπούκες στα στομάχια τους και ρίχτηκαν με όρεξη στη δουλειά. Όπως υπολόγιζαν, είχαν γεμάτες πέντε μέρες δουλειά. Στο αναμεταξύ μπορεί να τους φώναζαν και σ’ άλλο σπίτι.
Αυτές τις μέρες η συμμορία του βοεβόδα Τάνεφ έφτασε ως τα κάτω καλύβια του Φαρμάκη. Έμαθε για τους πριονιστάδες πως ήσαν βέρα γκαρκομάνηδες, από τους πιο φανατικούς και τόβαλε σε σκοπό να τους καθαρίσει.
Αμέριμνοι οι δουλευτάδες, λίγο πριν σχολάσουν, αντίκρισαν δύο κομιτατζήδες. Και σαν τελείωσαν κι ετοιμάστηκαν για το χωριό, άλλους πέντε μαζί με τον βοϊβόδα. Άγριοι και συννεφιασμένοι όλοι τους στις φάτσες, φανέρωναν την αγριάδα τους. Ο τρόπος και η κινήσεις τους, πρόδιδαν το σχέδιό τους. Πιάσανε την κουβέντα ως που να βραδυάσει. Το σκοτάδι τους παραστέκονταν πάντοτε σύντροφος στα εγκληματικά σχέδια και σκέπαζε τις απαίσιες γκριμάτσες των προσώπων τους την ώρα του εγκλήματος.
Ξεκίνησαν όλοι μαζί για το χωριό. Ο δρόμος για την Σέτινα ήταν τώρα κατηφορικός. Τέσσερις από τους κομιτατζήδες με τα μαρτίνια τους γεμάτα, με ανοιχτή τη σκανδάλη, παρακολουθούσαν, δήθεν αμέριμνα, συζητώντας, ο καθένας τους και έναν πριονιστή. Κι εκεί στη στροφή, κοντά στη χαράδρα, εκτελέστηκε στην εντέλεια το σχέδιό τους. Τέσσερις σφαίρες, σχεδόν ταυτόχρονα, ξάπλωσαν καταμεσής του δρόμου, τα κουρασμένα κορμιά των πριονιστάδων.
Δύο απ’ τους κομιτατζήδες έσειραν τα άψυχα κορμιά ως την άκρη του δρόμου και κάθισαν στη μεγάλη πέτρα να καπνίσουν. Οι άλλοι φτάσαμε στο χωριό και ο ένας αφού πήρε δύο γερά μουλάρια γύρισε στο μέρος του εγκλήματος. Φόρτωσε μαζί με τους άλλους δύο τα πτώματα επάνω στα ζώα και γύρισαν στο τελευταίο σπίτι της Σέτινας όπου οι υπόλοιποι είχαν ετοιμάσει τον φούρνο.
Έτσι τα ίχνη του εγκλήματος χάθηκαν στις φλόγες.
Πηγή: Το έργο του Μακεδονομάχου ιερέως, Πέτρου Παπαναστασίου, από τις εκδόσεις ‘’Ελεύθερη Σκέψις’’, «Θυσίες και αγώνες στην Μακεδονία».
* Τόσο οι τοπικοί κάτοικοι, Μακεδόνες και θράκες, αλλά και αργότερα οι Έλληνες πρόσφυγες που τους έζησαν το ’40, τους αποκαλούσαν βούργαρους και όχι βούλγαρους. Είς μνήμην των θυμάτων διατηρήσαμε την ορθογραφία και την προφορά τους.
ΠΗΓΗ: Ἑλληνοϊστορεῖν-Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο | Ἑλληνικό Ἡμερολόγιο-Ἑλληνοϊστορεῖν (ellinoistorin.gr)