ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟΣ A.
(Απόσπασμα)
α. Περί Πνευματικής εργασίας
β. Ποία ήτον η εργασία των παλαιών Αγίων.
γ. Και πως δυνάμεθα και ημείς να κατορθώσωμεν αυτήν.
Επειδή μερικοί άνθρωποι έχουν μεγάλην υπόληψιν δια τον εαυτόν τους, (όπου άμποτε να μην την είχαν) και νομίζουν πως είναι παρόμοιοι με τους παλαιούς Αγίους και θεοφόρους Πατέρας ημών κατά την γνώσιν, και πράξιν και τελειότητα, και πως έχουν την ιδίαν χάριν του Αγίου Πνεύματος όπου είχαν και εκείνοι, και συσταίνουν τον εαυτόν τους με λόγια μοναχά χωρίς έργα, με το να επλανήθησαν από το πνεύμα της οιήσεως και της κενοδοξίας· έκρινα εύλογον να ειπώ εις αυτούς ολίγα τινά με απλότητα, δια την εντολήν του Θεού όπου είπε, και συ στραφείς, διόρθωσαι τους αδελφούς σου, και δια την κοινήν αγάπην όπου μας προστάζει ό Χριστός να έχωμεν προς τους πλησίον μας. Θέλεις, αδελφέ, να ακούσης τι έκαμναν οι Άγιοι, και θεοφόροι Πατέρες ημών, όταν εκάθηντο μέσα εις τα κελλειά τους ; διάβασε τους βίους τους, και μάθε συ πρώτον την σωματικήν τους εργασίαν, και τότε θέλει σου φανερώσω και εγώ την Πνευματικήν εργασίαν όπου έκαμναν˙ διατί εκείνοι όπου έγραψαν τους βίους των, εφανέρωσαν τα σωματικά έργα τους, ήγουν την ακτημοσύνην, την νηστείαν, την εγκράτειαν, την υπομονήν, και τα λοιπά, δια να μη τα λέγω όλα, και μακρύνω τον λόγον˙ την δε Πνευματικήν τους εργασίαν την εφανέρωσαν, δια μέσου των σωματικών τους έργων ολίγον τι, και ωσάν μέσα εις καθρέπτην, δια να γνωρίσουν, και να μάθουν τα Πνευματικά τους χαρίσματα, και να μεθέξουν από αυτά εκείνοι μόνον όπου δείχνουν τους κόπους, και την πίστιν εκείνων με αυτά τα έργα, και αγωνίζονται ωσάν εκείνους˙ οι δε λοιποί όπου δεν κάμνουν τους αγώνας εκείνων, να μην ακούσουν τίποτε δια τα Πνευματικά τους έργα. Όμως επειδή εκαταντήσαμεν εις τόσην μωρίαν, ώστε να νομίζωμεν, πως έχομεν και ημείς την ομοίαν χάριν του Πνεύματος όπου είχαν οι παλαιοί, χωρίς να κάμωμεν τα έργα όπου έκαμαν εκείνοι˙ ας εξετάσωμεν την υπόθεσιν, και άφ’ ου πληροφορηθούμεν από τα μαρτυρημένα πράγματα, ας αγωνισθούμεν πλέον δια να ακολουθήσωμεν εκείνους, και εάν δεν δυνηθούμεν να τους φθάσωμεν.
β. Λοιπόν τι έκαμεν ο μέγας Αντώνιος, όταν εκάθητο μέσα εις το μνήμα ; και με όλον όπου δεν ίξευρεν ακόμι παντελώς Πνευματικήν εργασίαν; δεν εκλείσθη μέσα εις το μνήμα, ωσάν νεκρός, και δεν είχε μαζή του κανένα από τα πράγματα του κόσμου, ούτε εφρόντιζε δια τον εαυτόν του τελείως ; δεν ενεκρώθη όλος διόλου από τον κόσμον, και εκείττετο μέσα εις το μνήμα, ωσάν νεκρός, και εζητούσε τον Θεόν όπου δύναται να του δώση ζωήν, και να τον αναστήση; δεν ευχαριστείτο εις ψωμί και νερόν μοναχά ; δεν έπαθε πολλά κακά από τους δαίμονας, και εκείττετο μισαποθαμμένος από τον πολύν δαρμόν ; δεν τον έφεραν εις την εκκλησίαν ασυκωτόν, ως νεκρόν, και πάλιν άφ’ ου ήλθεν εις τον εαυτόν του δεν εγύρισεν οπίσω, και επήγεν εις τους εχθρούς του μοναχός του; Ότι ανίσως δεν εγύριζεν εις τους εχθρούς του, αλλά έμενεν εις τον κόσμον, και ανίσως δεν υπέμενε μέχρι τέλους, δίδωντας τον εαυτόν του εις θάνατον με όλην του την προθυμίαν, και προαίρεσιν, δεν ήθελε αξιωθή να ιδή την πολυπόθητον όψιν του Δεσπότου Χριστού, ουδέ ήθελε ακούση την γλυκυτάτην του φωνήν˙ αμή επειδή εζήτησεν ολοψύχως, έκρουσε προθύμως, υπέμεινε μέχρι τέλους, δια τούτο έλαβε και τον μισθόν άξιον της υπομονής του. Ότι, ως είπαμεν, απέθανε τη προαιρέσει δια την αγάπην του Χριστού, και εκείττετο ωσάν νεκρός, έως όπου ήλθεν ο Χριστός όπου ζωογονεί τους νεκρούς, και τον ανέστησεν από τον άδην, ήγουν από τo ψυχικόν σκότος, και τον έφερεν εις το θαυμαστόν φως του προσώπου του· το οποίον βλέπωντάς το ο Αντώνιος, ελευθερώθη από όλα τα λυπηρά, και εχάρη πολλά, και έλεγε, Κύριε που ήσουν έως τώρα; και με αυτό όπου είπε, που ήσουν Κύριε, εφανέρωσε, πως δεν ίξευρε που ήτον ο Κύριος˙ και πάλιν με εκείνο όπου είπεν έως τώρα, εφανέρωσε, πως είδε, και αισθάνθη, και εγνώρισε την παρουσίαν του Δεσπότου Χριστού. Ανίσως λοιπόν ημείς δεν θέλωμεν να αρνηθούμεν τον κόσμον τοιούτης λογής, ουδέ προαιρούμεθα να υπομείνωμεν παρόμοια με τον Άγιον Αντώνιον, πως είναι δυνατόν να αξιωθούμεν να ιδούμεν τον Θεόν με την χάριν του Αγίου Πνεύματος, και να γεμίσωμεν από χαράν Πνευματικήν, ωσάν και εκείνον; Όχι, δεν είναι δυνατόν. Αμή ο μέγας Αρσένιος παρευθύς όπου εμίσησε τον κόσμον, τι έκαμε; δεν άφησε τα βασίλεια, και τους βασιλείς, και εκείνους όπου εφορούσαν τα μεταξωτά, και τους δούλους, και όλον του τον πλούτον, και επήγε μόνος εις το μοναστήριον ωσάν ένας πτωχός, και πένης, και εσπούδαζε να μη γνωρισθή ποιος ήτον, δια να φύγη την δόξαν, και τον έπαινον των ανθρώπων, και να δοξασθή κοντά εις τον Θεόν; τι λοιπόν; αρά γε ευχαριστήθη να μείνη με αυτά μοναχά; όχι αμή τι έκαμεν ; ουδέ έστερξε μόνον να συναριθμήση τον εαυτόν του με τους πτωχούς εκείνους ασκητάς, ως πτωχός, και καταφρονημένος, αμή εστοχάσθη τον εαυτόν του, ωσάν σκύλλον, διατί όταν του έρριψε δια δοκιμήν ο ηγούμενος κομμάτι ψωμί, και έπεσε το ψωμί κάτω εις την γην, αυτός ο ευλογημένος έβαλε τα χεριά του κάτω εις την γην, και περιπατώντας, ωσάν τετράποδον με τα χέρια ομού, και με τα πόδια, και περνώντας το ψωμι όχι με το χέρι του, αλλά με το στόμα του, ωσάν σκύλος, το έφαγε. Και όταν εκάθετο εις το κελλείον του, όχι μόνον έκαμνε εργόχειρον όπου ήτον τελείως ασυνήθιστος εις αυτό, αλλά και εις τας χρείας του εξοδίαζε πολλά ολιγώτερον από εκείνο όπου έπερνεν από το εργόχειρόν του, και έπινε και νερόν βρωμερόν. Δια τούτο και όταν εδούλευε το εργόχειρον του, και όταν επροσηύχετο, πάντοτε έκλαιε, και εβρέχετο με τα δάκρυά του, και εστέκετο εις την προσευχήν από το βράδυ έως όπου εξημέρωνε, και υπέμεινεν έως τέλους την πτωχείαν, και ευτέλειαν διατί; δια να ίδη, και να πάθη και αυτός εκείνο όπου ηξιώθη να ιίδή, και να πάθη και ο μέγας Αντώνιος. Αμή πως δεν είναι γραμμένον και δια αυτόν, πως είδε τον Χριστόν ; μήπως και δεν έκαμεν αυτός τους αγώνας του Αγίου Αντωνίου, ή μήπως και τους αγώνάς του τους έκαμεν, όμως δεν ηξιώθη να ιδή τον Θεόν ; Όχι, δεν είναι έτζι˙ αλλά και αυτός ηξιώθη να ιδή τον Θεόν τοιουτωτρόπως, καθώς και ό μέγας Αντώνιος, όμως εκείνος όπου έγραψε τον βίον του δεν το είπε φανερά˙ και αν θέλης να το μάθης με ακρίβειαν, διάβασε τα κεφάλαια όπου έγραψεν ο μέγας Αρσένιος, και θέλει γνωρίσεις από αυτά, ότι και αυτός είδε τον Θεόν.
γ’. Λοιπόν εκείνος όπου μιμείται αυτούς τους Αγίους με τα ίδια έργα, και με τους ιδίους αγώνας, βεβαιότατα θέλει αξιωθή και αυτός να απολαύση, και την ιδίαν χάριν. Ειδέ και τινάς δεν θέλει να μιμηθή την ταπείνωσιν, και την υπομονήν τους, διατί λέγει το πράγμα πως είναι αδύνατον; αλλά τας πράξεις, και την άσκησιν του Αγίου Ευθυμίου, και Σάββα, και των λοιπών Αγίων ποιος είναι δυνατός να τας διηγηθή; ότι κανένας από τους Αγίους Πατέρας, ούτε πριν να λάβη την χάριν του Παναγίου Πνεύματος, ούτε άφ’ ου την έλαβε δεν εδυνήθη να απεράση τον σκοτασμόν της ψυχής, ουδέ να ιδή το φως του Παναγίου Πνεύματος, χωρίς κόπους, και πόνους, και ίδρωτας πολλούς της αρετής, και χωρίς βίαν, και στενοχωρίαν και θλίψιν. «Βιαστή γαρ έστιν η βασιλεία των ουρανών, και βιασταί αρπάζουσιν» αυτήν επειδή δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθειν εις αυτήν, η οποία είναι η χάρις του Παναγίου Πνεύματος. Ότι αυτό δηλοί ο λόγος του Κυρίου, όπου λέγει. «Η βασιλεία των ουρανών εντός ημών έστι», δια να αγωνισθούμεν να λάβωμεν, και να έχωμεν μέσα μας το Πνεύμα το Άγιον Λοιπόν όσοι είναι έξω από την παντοτινήν βίαν, και θλίψιν, και στενοχωρίαν, και πτωχείαν, και ευτέλειαν ας μη λέγουν πως έχουν μέσα τους το Πνεύμα το Άγιον ότι, χωρίς κόπους, και ίδρωτας, και πόθους της αρετής, αυτός ο μισθός δεν δίδεται εις κανένα. Όθεν αληθεύει ο κοινός λόγος όπου λέγει· δείξον έργα, και ζήτει μισθούς. Διατί εγώ ιξεύρω άνθρωπον (προ του να κοπιάση εις την άσκησιν, και προ του να βιάση τον εαυτόν του) όπου εδιάβασε τας θείας γραφάς με ευθύτητα διαλογισμών, και με απλότητα ψυχής, και όπου αγρύπνησε, και προσευχήθη ολίγας ημέρας, και νύκτας, χωρίς κόπους, και αγώνας, και τόσον πολλά εφωτίσθη από την χάριν του Παναγίου Πνεύματος, όπου του εφαίνετο πως ευρίσκετο έξω από το σώμα, και έξω από το σπήτι, και από όλον τον κόσμον. Διατί όταν είδεν εκείνο το φως ήτον νύκτα, και έγινεν ωσάν ημερα τελεία. Όμως επειδή έλαβε τον πλούτον χωρίς κόπον, ογλίγρα τον εκαταφρόνησε˙ δια τούτο έπεσε, και εις αμέλειαν, και έχασεν όλον εκείνον τον πλούτον, και τόσον πολλά, όπου ουδέ ενθυμείτο παντελώς, πως είδε καμμίαν φοράν τοιαύτην δόξαν. Λοιπόν εκείνοι όπου δεν ηξιώθησαν ποτέ να λάβουν, ή να ιδούν παντελώς αυτήν την δόξαν, πως λέγουν, ότι την έχουν όλην μέσα τους; απορώ. Άλλ’ ω της τυφλώσεως, και του σκοτασμού αυτών. ω της αναισθησίας τους, και ματαίας οιήσεως˙ που το έμαθαν αυτό, ή από ποίας γραφάς το ήκουσαν; κατά αλήθειαν εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμούς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία, και έμειναν εις την Αίγυπτον, ήγουν εις το σκότος των παθών τους, και των ηδονών. Ότι εκείνοι όπου επόθησαν να ιδούν την γην της επαγγελίας, την οποίαν αξιώνονται να την βλέπουν οι πραείς, και ταπεινοί, και πτωχοί, δέχονται με ευχαρίστησίν τους κάθε στενοχωρίαν, και θλίψιν, και πτωχείαν, και ευτέλειαν, και απέχουν σφοδρώς από κάθε σωματικήν ηδονήν, και άνεσιν, και τιμήν και χωρίζουν και από κάθε άνθρωπον μικρόν όμου, και μεγάλον, και φεύγουν από αυτούς χωρίς μίσος, δια να αξιωθούν να υπάγουν εις την γην της επαγγελίας, προ του να κοπή ο δρόμος της παρούσης ζωής, ήγουν προ του να αποθάνουν. Διατί οι τέτοιοι ταπεινώνονται πολλά, και στοχαζόμενοι πως είναι αληθινά κακότροποι, και πολλά αμαρτωλοί, και εχθροί, και παραβάται των εντολών του Θεού, απερνούν την ζωήν τους σκυθρωποί, και πολλά λυπημένοι, και μετανοημένοι, και ποθούν να μάθουν, τι πρέπει να κάμουν, δια να φιλιωθούν με τον Δεσπότην Χριστον. Δια τούτο λοιπόν τους χαρίζει και ο Κύριος μας, όχι μόνον το να γνωρίσουν, τι πρέπει να κάμουν δια να φιλιωθούν με αυτόν, αλλά τους δίδει και δύναμιν, και υπομονήν δια να τελειώσουν όλα, όσα πρέπει να κάμουν, δια να ιδούν, και να αποκτήσουν τον επί πάντων, και εν πάσι Θεόν, και τότε πλέον να πολιτεύωνται, ωσάν να είναι εις τον ουρανόν, και να έχουν εκείνο το πολίτευμα καν ευρίσκονται εις τα βουνά, καν εις σπήλαια, καν εις κελλεία, καν εις πολιτείας· και τοιουτωτρόπως να τον δουλεύουν πάντοτε με χαράν, και ευφροσύνην, και αγαλλίασιν ανεκλάλητον. Αυτή είναι η εργασία των Αγίων αυτή είναι η πράξις εκείνων όπου ενεργούνται με Πνεύμα Θεού· ό,τι λογής έγινε και εις τους εδικούς μας καιρούς ο Άγιος, και μακαριώτατος Συμεών ο ευλαβής, όπου έλαμψεν, ωσάν ήλιος μέσα εις το περίφημον Μοναστήριον του Στουδίου˙ εκείνος όπου ευρίσκετο μίαν φοράν μέσα εις τον κόσμον, και εις τα κοσμικά πράγματα, και με φίλους, και συγγενείς, και με φροντίδας, και μέριμνας, και ηδονάς κοσμικάς, και ύστερα τόσον τα αρνήθη όλα, όπου μηδέ τα ενθυμείτο παντελώς. Εκείνος, λέγω, όπου εδιάτριβε μέσα εις το πλήθος των Μοναχών, και είπε τούτον τον μακάριον λόγον. Χρέος έχει ο Μοναχός να ευρίσκεται μέσα εις το μοναστήριον, ως ων, και και μη ων, και μη φαινόμενος, μάλλον δε μη γνωριζόμενος· το οποίον το εξηγούσε, και έλεγε, ως ων, ωσάν να είναι κατά το σώμα, και να μην είναι κατά το Πνεύμα, και να μη φαίνεται εις τους άλλους, έξω μόνον εις εκείνους όπου έγιναν καθαροί κατά την καρδίαν, με την χάριν του Παναγίου Πνεύματος, και να μη γνωρίζεται, με το να μην έχη τίποτε με κανένα. Ω μακάριοι λόγοι, δια μέσου των οποίων κηρύττεται η υπέρ άνθρωπον αγγελική του πολιτεία· ω λόγοι αξιοθαύμαστοι, δια μέσου των οποίων αυτός ο ίδιος ωμολόγησε, πως απόκτησε εν ουρανοίς το πολίτευμα με την χάριν του Αγίου Πνεύματος·, και προς τούτοις μας εφανέρωσε την ένωσιν όπου είχε με τον Θεόν, με τον λόγον όπου είπε, να μην έχη τίποτε με κανένα˙ το οποίον θα ημπορεί να το κατορθώση τινάς, ή να το ειπή τη αλήθεια, ανίσως δεν ενωθή όλος διόλου με τον Θεόν, ειδέ και το ειπή πλάνα τον εαυτόν του. Ότι εκείνος όπου δεν είναι ενωμένος με τον Θεόν, και λέγει πως δεν αμαρτάνει είναι τυφλός, και δεν βλέπει παντελώς, ουδέ αισθάνεται˙ εκείνος δε όπου έχει τον Θεόν μέσα του, δεν ημπορεί να αμαρτάνη˙ ότι σπέρμα αυτού εν αυτώ μένει, καθώς λέγει ο θεολόγος Ιωάννης. …
ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ