Jim Forest
Τραπεζώνετε τους εχθρούς υμών
Αγαπώντας τον εχθρό μου
Για την αγάπη μπορεί κανείς πολύ εύκολα να πει θαυμάσια πράγματα, ειδικά στο ενδιάμεσο των πολέμων», μου είπε κάποτε ένας απόστρατος Βρετανός στρατηγός στο διάλειμμα ενός συνεδρίου στην Αγγλία. Και συνέχισε: «Είναι σαν να το παίζεις χορτοφάγος μετά από κάθε γεύμα και πριν το επόμενο. Βάλε, όμως, τον εαυτό σου στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όταν εγώ κι οι συνομήλικοί μου αντιμετωπίζαμε τους Ναζί και οι βόμβες έπεφταν πάνω στα σπίτια μας, εσύ ήσουν νεογέννητο. Τι περίμενες να κάνουμε; Να φορτώσουμε τα αεροπλάνα με αντίτυπα της Αγίας Γραφής και να τα ρίξουμε στη Γερμανία;»
Όχι πολύ αργότερα, επί Σοβιετικής Ένωσης ακόμη, βρέθηκα στο Κίεβο και συνάντησα έναν Ουκρανό Εβραίο. «Είμαι ο μόνος που γλίτωσε απ’ την οικογένειά μου», μου εξομολογήθηκε σε σπαστά αγγλικά. «Ο μόνος. Κι οι γονείς μου, κι οι παππούδες μου, τα αδέλφια μου και τα ξαδέλφια μου, όλοι τους είναι νεκροί. Δεν περνάει απ’ τον νου σου τι μας έκαναν. Ποιος θα μπορούσε να μην αντισταθεί, να μην πολεμήσει; Εσύ τι θα είχες κάνει;»
Και στις δυο περιπτώσεις έδωσα την ίδια απάντηση: Δεν ξέρω τι θα είχα κάνει. Όταν γεννήθηκα, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει· τέλειωσε πριν καν γίνω τεσσάρων χρόνων. Αν ήμουν μεγαλύτερος, μπορεί να γινόμουν στρατιώτης, ή και εθελοντής ακόμη, η αλήθεια είναι πως ήμουν πολύ μικρός για να ξέρω τι ακριβώς σημαίνει πόλεμος. Για μένα, σήμαινε κυρίως ότι ο μπαμπάς μου έλειπε μακριά, για την ακρίβεια ότι ήταν στρατιώτης σ’ ένα νησί κάπου στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Μόνο σεβασμός και θαυμασμός αρμόζει σε όσους διακινδύνευσαν τη ζωή τους, ή και πέθαναν ακόμη, παίρνοντας τα όπλα ενάντια στον φασισμό! Μα να που μου συμβαίνει συχνά να συλλογίζομαι με έκπληξη όλους εκείνους που αντιστάθηκαν στον Ναζισμό άοπλοι και να αναρωτιέμαι: Αν ήμουν στην θέση τους, θα είχα την δύναμη να κάνω το ίδιο;
Ωστόσο, δεν είναι αυτή η σωστή διατύπωση του ερωτήματος. Περισσότερο ίσως απ’ τους γονείς και τους παππούδες μας, το ζήτημα για τη δική μας γενιά δεν είναι να μεμφθεί όσους τότε δεν βρήκαν άλλο μέσο άμυνας πέρα απ’ τη βία, ούτε να διερωτάται τι θα είχε πράξει η ίδια, παρά μονάχα το εξής:
Τι μπορούμε να κάνουμε, τώρα και στο μέλλον, για να αποτρέψουμε τον πόλεμο και να σβήσουμε τα ήδη ενεργά μέτωπα;
Από την άλλη, βέβαια, και η μελέτη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αποβαίνει διδακτική, καθώς υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που αγωνίστηκαν ενάντια στους Ναζί χωρίς να καταφύγουν σε βίαιες μεθόδους. Το παράδειγμα και το σθένος τους ενδέχεται να αποτελέσουν οδοδείκτες για μελλοντικές λύσεις εναλλακτικές του πολέμου.
Ένας, λοιπόν, απ’ τους άοπλους αντιπάλους του Χίτλερ ήταν ο Kasper Mayr, γραμματέας της Διεθνούς Ένωσης για τη Συμφιλίωση, ενός οικουμενικού κινήματος που υιοθετεί μη βίαιες προσεγγίσεις για την επίλυση των συγκρούσεων και την αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Τον ίδιο δεν τον γνώρισα ποτέ. Η κόρη του, όμως, η Hildegard Goss–Mayr, είναι από παλιά φίλη και συνεργάτης μου. Μαζί με τον άντρα της Jean έχουν προταθεί πολλές φορές για το Νόμπελ Ειρήνης, χάρη στο έργο τους στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική, την περιοχή των Φιλιππίνων και την Ασία.
Στα δώδεκά της χρόνια, η Hildegard, μαζί με χιλιάδες άλλα παιδιά, σχημάτισαν ένα πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί για να υποδεχθεί τον Χίτλερ κατά την είσοδό του στην Βιέννη, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία τον Μάρτιο του 1938. Ιδού πώς μου αφηγήθηκε αυτή την εμπειρία:
«Η αυτοκινητοπομπή έκανε την εμφάνισή της· ο Χίτλερ στεκόταν όρθιος σ’ ένα απ’ τα αυτοκίνητα και όλοι γύρω μου φώναζαν με τα χέρια σηκωμένα: “Heil Hitler! Heil Hitler!” Τότε αισθάνθηκα για πρώτη φορά ότι στ’ αλήθεια υπάρχει μια ισχύς του κακού, κάτι δυνατότερο από οποιοδήποτε άνθρωπο. Βίωσα την σαγήνη που εξέπεμπε ο Χίτλερ, τη χειραγώγηση των ανθρώπων. Το κακό μπορεί να ασκεί μια τρομακτική γοητεία. Χάρη στην αγωγή που είχα λάβει απ’ τους γονείς μου, ήμουν αποφασισμένη να μη σηκώσω το χέρι μου, ούτε να φωνάξω μαζί με τους άλλους. Σκεφτόμουν ότι “ακόμη και να με σκοτώσουν, εγώ δεν θα σηκώσω το χέρι μου”. Ήταν απίστευτα δύσκολο».
Για να αντισταθεί και να μην συμπράξει αυθόρμητα με το πλήθος, κρατούσε με το αριστερό χέρι τον δεξιό της καρπό και μάλιστα τόσο σφιχτά, που στο τέλος γέμισε μελανιές. Τόσο ιλιγγιώδης ήταν ο αγώνας της για να νικήσει τον αυτοματισμό του πλήθους..
Το σπίτι της οικογένειας Mayr, με τον μεγάλο κήπο και τα οπωροφόρα δέντρα, βρισκόταν στα περίχωρα της Βιέννης. Καθώς τα ρωσικά στρατεύματα πλησίαζαν, οι κάτοικοι της Βιέννης, μιας απ’ τις κεντρικότερες εστίες του Τρίτου Ράιχ, είχαν κάθε λόγο να φοβούνται, ακόμη κι αν ανήκαν σε εκείνη τη μικρή μερίδα που είχαν αντισταθεί στον Ναζισμό, όπως οι Mayr. Κι αυτό γιατί οι χιτλερικές στρατιές, στις οποίες εντάχθηκαν και χιλιάδες Αυστριακοί, είχαν αφήσει πίσω τους τουλάχιστον είκοσι εκατομμύρια νεκρούς στην Σοβιετική Ένωση, ενώ είχαν φροντίσει να καταστρέψουν ολόκληρα βιομηχανικά κέντρα και να ισοπεδώσουν πολλές πόλεις.
«Ήταν νικητές», θυμάται η Hildegard, «και μέχρι να φτάσουν στο κέντρο της πόλης θα εκδικούνταν και θα βίαζαν. Έτσι, ο πατέρας μου αποφάσισε να κλείσει την πόρτα του σπιτιού μας, χωρίς όμως να την κλειδώσει». Η γυναίκα και η κόρη του, μαζί με κάποιους οικογενειακούς φίλους που φιλοξενούσαν, κατέβηκαν στο κελάρι, ενώ εκείνος έμεινε πάνω και προσευχόταν – γι’ αυτό είμαι σίγουρος.
«Όταν οι Ρώσοι πλησίασαν και χτύπησαν δυνατά την πόρτα με τα όπλα τους, ο πατέρας μου τούς άνοιξε και τους αντιμετώπισε με τέτοιο τρόπο, που αποκλείεται να τον περίμεναν. Παραμέρισε τα τουφέκια τους και τους έκανε νόημα να περάσουν μέσα, λες και ήταν καλεσμένοι. Φυσικά, κάθε στρατιώτης είναι καχύποπτος μπροστά σε μια τέτοια συμπεριφορά. Πολεμούσαν επί έξι χρόνια, πάλευαν για την ζωή τους. Ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν πριν πυροβοληθούν. Κι όμως! Υπήρχε κάτι στην χειρονομία του πατέρα μου που τους έπεισε ότι δεν υπήρχε λόγος να φοβούνται. Έλεγξαν όλο το σπίτι για να σιγουρευτούν ότι δεν τους την είχαν στημένη. Πείστηκαν. Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι ανακουφίστηκαν. Μας κάλεσε να ανεβούμε απ’ το υπόγειο, εκείνοι παράτησαν τα τουφέκια. Ήταν πολύ ικανός στο να διαμορφώνει μια φιλόξενη ατμόσφαιρα γεμάτη εμπιστοσύνη, αγάπη κι ένα αίσθημα ενότητας».
Αντί να βιάσουν τις γυναίκες και να σκοτώσουν τους ενοίκους, προθυμοποιήθηκαν να μοιραστούν και το λιγοστό τους φαγητό. «Έβλεπαν πόσο πεινασμένοι κι αδυνατισμένοι ήμασταν – η πόλη εδώ και καιρό ήταν απροσπέλαστη. Από την τροφή που είχαν για τους ίδιους, έδωσαν και στην οικογένειά μου και στους φιλοξενούμενούς μας. Κάποια στιγμή, ένας στρατιώτης είδε μια ρωσική εικόνα στον τοίχο του σαλονιού. Έκανε τον σταυρό του και προσευχήθηκε μπροστά της. Σε λίγο τον ακολούθησαν κι οι υπόλοιποι»
Σε μια τέτοια περίπτωση, οι θιασώτες του κατά–τον–John–Wayne–Ευαγγελίου θα βασίζονταν στις κλειδωμένες πόρτες και στα όπλα μάλλον, παρά στη φιλοξενία. Όπως, όμως, επισημαίνει η Hildegard, «αν ο πατέρας μου είχε καταφύγει στα όπλα, δεν θα κατάφερνε να μας προστατέψει. Πιθανότατα, θα μας βίαζαν, ίσως και να μας σκότωναν. Αν ήταν οπλισμένος, οι φόβοι των στρατιωτών θα επιβεβαιώνονταν. Εκείνος έκανε το αντίθετο. Με την εσωτερική δύναμη και γαλήνη που διέθετε, τους είπε κατ’ ουσίαν ένα μεγαλειώδες: “Ναι, σας αναγνωρίζω ως ανθρώπους” και τους απεγκλώβισε απ’ την άθλια στενωπό του πολέμου. Κανένας άνθρωπος δεν είναι άγγελος, ειδικά δε στον πόλεμο βγάζει συχνά τον χειρότερο εαυτό του. Η στάση του πατέρα μου τους διευκόλυνε να βγάλουν τον καλύτερο εαυτό τους, αλλά φυσικά ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις τι θα γίνει. Δεν αποκλείεται, ανεξάρτητα απ’ τη συμπεριφορά του, να μάς είχαν φερθεί βίαια. Όταν βέβαια, πιστεύεις στη δύναμη της αλήθειας και της αγάπης, έτσι πρέπει και να ενεργείς, όποιον κίνδυνο κι αν διατρέχεις. Πρέπει να προτιμάς να σκοτωθείς εσύ, παρά να σκοτώσεις κάποιον άλλο».
Είμαστε, επομένως, σε θέση να ισχυριστούμε ότι ναι, υπάρχουν άνθρωποι που, κινούμενοι απ’ αυτό το υψηλό κίνητρο, μπορούν να πετύχουν κάτι μοναδικό. Πρόκειται ασφαλώς για εξαιρετικές περιπτώσεις, για ήρωες ή για αγίους, και όχι για συνηθισμένους ανθρώπους.
Υπάρχει ακόμη μια εντυπωσιακή ιστορία από εκείνη την εποχή. Το Chambon–sur–Lignon είναι σήμερα μια μικρή πόλη στα βουνά της νότιας Γαλλίας. Οι εφτακόσιοι κάτοικοι αυτού του τόπου, μαζί με δυο χιλιάδες χωρικούς που ζούσαν στις απομακρυσμένες φάρμες τους, κατάφεραν να σώσουν χιλιάδες Εβραίους από το Ολοκαύτωμα. Εμπνευσμένοι από ένα χωρίο του βιβλίου των Αριθμών, αποφάσισαν να μετατρέψουν το Chambon σε πραγματικό «φυγαδευτήριο», ένα άσυλο, ένα μέρος όπου όσοι κινδύνευαν θα έβρισκαν στήριξη. Ο προτεστάντης πάστοράς τους Andre Trocme και η σύζυγός του Μάγδα κάλεσαν τους συμπολίτες τους να «μην εκχωρήσουν τη συνείδησή τους, συμμετέχοντας στο μίσος, στην προδοσία και στους φόνους», όπως έκανε η συνεργαζόμενη με τους Ναζί κατακτητές γαλλική κυβέρνηση, αλλά να προσφέρουν φιλοξενία και αρωγή στους Εβραίους που εγκατέλειπαν τις εστίες τους. Υπολογίζεται ότι εκεί, μεταξύ του 1942 και του 1945, περίπου 3.500 Εβραίοι εξασφάλισαν τροφή, στέγη και πλαστά έγγραφα, ενώ, μέσω ενός δικτύου συνεννοημένων συνεργατών, διάβηκαν κρυφά τα σύνορα και βρήκαν την πολυπόθητη ασφάλεια στην Ελβετία.
Η ειρηνική τους αντίσταση θεμελιώθηκε σε δυο απαρασάλευτες αρχές, στις οποίες ο Trocme επανερχόταν τακτικά με αφορμή το κυριακάτικο κήρυγμά του. Η πρώτη ήταν ότι ο Χριστιανός είναι πρωτίστως πιστός στον Θεό και το Ευαγγέλιο, ακόμη κι αν αυτή η πίστη συνεπάγεται ότι θα πρέπει να παρακούσει κάποιον νόμο. Η δεύτερη αρχή ήταν ότι, όταν αντιστέκεσαι στη βία με βία, στην πραγματικότητα συνεργάζεσαι με τον εχθρό, διότι ρίχνεις λάδι στη φωτιά του μίσους και της βούλησης για καταστροφή. δηλαδή στα κατεξοχήν στοιχεία που τον κινητροδοτούν. Μόνο η αγάπη για τον εχθρό και η αποκήρυξη της βίας σπάνε αυτόν τον φαύλο κύκλο.
Οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης του Βισύ θυμηθείτε τον Λουί Ρενώ, όπως τον υποδύεται ο Claude Rains στην ταινία Καζαμπλάνκα) ήξεραν πολύ καλά τι συνέβαινε στο Chambon, αλλά οι κάτοικοι ήταν τόσο επινοητικοί σε μεθόδους παραπλάνησης των αρχών, ώστε όλα τα χρόνια που οι Εβραίοι κατέφευγαν εκεί, έγινε μονάχα μία επιτυχής αιφνιδιαστική έρευνα. Ο Daniel Trocme, ξάδερφος του Andre και συνεργάτης του, δεν δέχθηκε να φύγουν χωρίς τη συνοδεία του ίδιου τα παιδιά που είχε υπό την επίβλεψή του, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και αργότερα να πεθάνει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Maidanek, στην ανατολική Πολωνία.
Κάθε κάτοικος αυτού του χωριού κινδύνευε να συλληφθεί, να φυλακιστεί, ακόμη και να εκτελεστεί. Ο κίνδυνος ήταν οξύτατος, διότι το έργο τους είχε λάβει τέτοια έκταση, που ήταν αδύνατο να κρατηθεί μυστικό. Συλλογικός ηρωισμός, λοιπόν, σε τόσο μεγάλη κλίμακα, και μάλιστα από ανθρώπους καθ’ όλα συνηθισμένους. Η σύλληψη του Andre Trocme τον χειμώνα του 1943 λίγο έλλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Ενώ επισκεπτόταν ορισμένους ενορίτες που κατοικούσαν στα περίχωρα, η αστυνομία έφτασε σπίτι του, αφού πρώτα φρόντισε να κόψει τις τηλεφωνικές γραμμές και να εγκαταστήσει φρουρούς σε όλα τα στρατηγικά σημεία του χωριού. Οι ώρες περνούσαν. Ο πάστορας επέστρεψε την ώρα του φαγητού. Η Μάγδα επέμενε να του επιτρέψουν να γευματίσει και κάλεσε τους αστυνομικούς να φάνε κι αυτοί. Την ίδια ώρα, στη σοφίτα του σπιτιού κρύβονταν 7 Εβραίοι, που περίμεναν γεμάτοι αγωνία να δουν τι θα γίνει.
Η παρουσία της αστυνομίας στο σπίτι του Trocme δεν πέρασε απαρατήρητη και σιγά–σιγά άρχισε να συγκεντρώνεται κόσμος· όλοι ήθελαν να αποχαιρετήσουν τον πάστορά τους. Μόλις βγήκε απ’ το σπίτι, έτρεξαν όλοι καταπάνω του, για να τον αγκαλιάσουν και να γεμίσουν τις τσέπες του με τα πιο πολύτιμα καλούδια που μπορούσε κανείς να φανταστεί εκείνη την εποχή της ακραίας ένδειας: κεριά, ζεστές κάλτσες, σοκολάτες, μπισκότα, μια κονσέρβα σαρδέλες, ακόμη κι ένα λουκάνικο. «Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τέτοιον αποχαιρετισμό», αναφώνησε ένας αστυνομικός. Έκλαιγαν οι πάντες, μαζί τους κι ο Trocme. Στην επίσημη αναφορά του, ο αρμόδιος για την σύλληψη αστυνομικός βρήκε το θάρρος να αναφέρει πως οι κάτοικοι του Chambon ήταν «γεμάτοι αγάπη». Καθώς ο πάστορας ξεμάκραινε, μια γυναίκα άρχισε να ψέλνει το «Απόρθητο φρούριο είναι ο Θεός μας», για να την ακολουθήσει αμέσως όλο το χωριό.
Στην ανάκριση, παραδέχθηκε ότι περιέθαλπε Εβραίους και αρνήθηκε να υπογράψει ότι στο εξής θα εφαρμόζει τον νόμο. «Αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν εδώ για βοήθεια και προστασία», αντέτεινε στις αρχές. «Είμαι ο ποιμένας τους. Ο ποιμένας δεν εγκαταλείπει το ποίμνιό του. Δεν γνωρίζω τι θα πει “Εβραίος”, εγώ βλέπω μονάχα ανθρώπους». Το αξιοσημείωτο είναι ότι μετά από τέσσερις εβδομάδες κράτησης τον άφησαν ελεύθερο. Πιθανότατα δεν ήξεραν πώς να τον χειριστούν, ορισμένοι μπορεί και να τον λυπήθηκαν.
Δύο φορές έχουμε πάει προσκύνημα οικογενειακώς στο Chambon. Παρότι είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τον θάνατό του, και ακόμη περισσότερα από τότε που ήταν πάστορας, οι μεγαλύτεροι τον θυμόντουσαν και μας διηγήθηκαν τις μακρινές διαδρομές που έκανε με τα πόδια, μες στη βροχή και στο χιόνι, για να επισκεφθεί τους αρρώστους.
Κυρίως, όμως, κρατούσαν ακόμη στον νου τους τα κυριακάτικα κηρύγματά του. «Μου ‘χει μείνει αξέχαστη η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη», μας εκμυστηρεύτηκε ένας ηλικιωμένος αγρότης. «Όλα εκείνα τα χρόνια, η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη έγινε για μας τρόπος ζωής. Στα μάτια μας, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που φιλοξενήσαμε ή βοηθήσαμε να διαβούν τα ελβετικά σύνορα ήταν σαν τον ταξιδιώτη της παραβολής: γυμνοί, χτυπημένοι, αφημένοι να πεθάνουν στα χαντάκια του δρόμου. Θα ήταν ποτέ δυνατόν να μην τους ανοίξουμε τα σπίτια μας, να τους πούμε «όχι» και να εξακολουθούμε να λέμε πως είμαστε Χριστιανοί; Ακόμη και την Αγία Γραφή, στα σπίτια μας, με ποιο δικαίωμα θα την κρατούσαμε αν τους διώχναμε;»
Να λοιπόν ένα απ’ τα μικρά θαύματα του πολέμου: ο Trocme όχι απλώς αποφυλακίστηκε κι έζησε πολλά ακόμη χρόνια, αλλά παρέμεινε επίμονος αγωνιστής της ειρήνης και διακόνησε το ποίμνιό του ως πάστορας μέχρι το τέλος της ζωής του. «Δεν υπάρχει κανένας δρόμος που να οδηγεί στην ειρήνη, η ειρήνη είναι ο δρόμος»38 υπογράμμιζε σε ένα κήρυγμά του που μνημονεύεται κατά κόρον.
Κατά την τελευταία μου επίσκεψη εκεί, η γυναίκα του, η Μάγδα, ζούσε ακόμη. Πέθανε το 1996. Παρέμενε ίδια κι απαράλλαχτη, ο τύπος του ανθρώπου που δεν θα δίσταζε καθόλου να καλέσει στο οικογενειακό τραπέζι τους εχθρούς του. Πόσο μάλλον που εντυπωσιαζόταν στη σκέψη ότι μπορεί ποτέ κανείς να διανοηθεί να μην προσφέρει φαγητό στους εχθρούς του.
«Πρέπει κι αυτοί να φάνε», μου έλεγε στο μεσημεριανό. «Να θυμάσαι ότι, συνήθως, κάνουν ό,τι κάνουν επειδή φοβούνται. Δεν θέλουν να κάνουν το κακό, στην πραγματικότητα ντρέπονται. Αλλά φοβούνται αυτό που θα τους συμβεί αν τελικά δεν το κάνουν».
Αγαπώντας τον εχθρό μου-Εκδόσεις ΠΟΡΦΥΡΑ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ