ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ 1974
ΠΩΣ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΕΧΑΣΑΝ 80 ΑΝΔΡΕΣ
Τις πρωινές ώρες της Κυριακής 21 Ιουλίου 1974, τρία τουρκικά αντιτορπιλικά, το «Κοτσάτεπε» (τύπου Γκίρινγκ-Φραμ ΙΙ, Κυβερνήτης Αντιπλοίαρχος Γκιουβέν Ερκαγιά ΤΝ) και δύο τύπου Γκίρινγκ-Φραμ Ι, το «Μ.Φεβζί Τσακμάκ» και το «Αντάτεπε» (Κυβερνήτης Αντιπλοίαρχος Ριζά Νουρ Οντζού ΝΤ), βομβάρδιζαν στόχους της ακτής, προστατεύοντας τα αποβατικά σκάφη και παρέχοντας πυρά υποστηρίξεως στα αποβατικά τμήματα πεζικού που βρίσκονταν ήδη στην ακτή στην περιοχή της Κυρήνειας, στη Β. ακτή της Κύπρου.
Κατά τις 10.00 το Γ.Επιτελείο στην Άγκυρα σήμανε προς τα τρία Αντιτορπιλικά τις γεωγραφικές συντεταγμένες μιας Ελληνικής νηοπομπής, η οποία έπλεε κατευθυνόμενη προς Κύπρο. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες από τα αναγνωριστικά αεροσκάφη, η Ελληνική νηοπομπή αποτελείτο από 8 έως 9 μεταγωγικά έμφορτα στρατού, υλικού, εφοδίων και πυρομαχικών τα οποία συνοδεύονταν από πολεμικά πλοία. Το σήμα προς τα τουρκικά Αντιτ/κα έκλεινε, λέγοντάς τους ότι «μπορούσαν να επιτεθούν» (sic).Τα τρία Αντιτορπιλικά με διοικητή τον Πλοίαρχο Ιρφάν Τινάζ ΤΝ, ο οποίος επέβαινε στο «Αντάτεπε», σταμάτησαν τον βομβαρδισμό και κατευθύνθηκαν προς τα Δυτικά, πλέωντας κατά μήκος της βόρειας Κυπριακής ακτής.
Σχεδόν αμέσως, έφθασε ένα νέο σήμα από την Άγκυρα, μετατρέποντας τους κανόνες εμπλοκής κατά το ότι τα τρία Αντιτορπιλικά θα έπρεπε να επιτεθούν και να καταστρέψουν μόνο πλοία πού έφεραν την Κυπριακή σημαία, ενώ τα πλοία της νηοπομπής, εάν έφεραν την Ελληνική σημαία, έπρεπε πρώτα να διαταχθούν να αναστρέψουν και να εγκαταλείψουν την περιοχή. Επίθεση εναντίων τους και βύθισή τους θα γινόταν μόνο αν δεν συμμορφώνονταν με την διαταγή αυτή. Στις 11.30 η παραπάνω κανόνες εμπλοκής μετετράπησαν εκ νέου και τα τρία Αντιτορπιλικά διατάσσοντο να ανοίξουν πυρ εναντίων όλων των πλοίων που έφεραν την Ελληνική σημαία και τα οποία θα συνέβαινε να βρίσκονται μέσα στην «απηγορευμένη» περιοχή.
Σύμφωνα με νέες πληροφορίες από τα αεροσκάφη αναγνωρίσεως, η Ελληνική νηοπομπή έδειχνε να αποτελείται από 11 εμπορικά πλοία συνοδευόμενα από 9 πολεμικά. Λίγο αργότερα, στις 12.18 νέα περιγραφή της νηοπομπής θα αναφέρει ότι αποτελείται από 9 αποβατικά σκάφη και 5 συνοδά πολεμικά. Τα 3 Αντιτορπιλικά έφθασαν στις 12 στο ακρωτήριο Αρβανίτης, το δυτικότερο σημείο της Βόρειας Κυπριακής ακτής και έστρεψαν προς νότο προσδοκώντας να έλθουν σε οπτική επαφή με την Ελληνική νηοπομπή.
SOS…ΕΠΙΘΕΣΗ
Τουρκικές πηγές αναφέρουν ότι, εκείνη την ώρα, τα Αντιτορπιλικά ανέφεραν στη Άγκυρα ότι μόλις είχαν υποστεί επίθεση από 3 παράκτια περιπολικά και ότι, κατά την επακολουθήσασα συμπλοκή δύο από τα τρία είχαν βυθιστεί ενώ το τρίτο είχε διαφύγει προς την ακτή. Υπάρχει κάτι το παράδοξο σε όλα αυτά – εκτός εάν οφείλεται σε σφάλματα των πηγών – διότι δεν υπήρχαν Κυπριακά – και βέβαια ούτε ελληνικά – περιπολικά στην περιοχή, η δε μόνη ναυτική απώλεια που είχε αναφερθεί μέχρι στιγμής ήταν της μικροσκοπικής τορπιλακάτου του υποπλοιάρχου Ε.Τσολάκη που είχε βυθιστεί τα ξημερώματα της προηγουμένης από αεροσκάφη έξω από το λιμάνι της Κυρήνειας – δηλαδή περισσότερο από 60 μίλια ανατολικά από το αναφερόμενο σημείο επιθέσεως και 31 ώρες νωρίτερα – όταν προσπάθησε να επιτεθεί στα σκάφη της αποβάσεως. Παραλλάσσοντας το ακρωτήριο Αρβανίτης και παίρνοντας πορεία προς το νότο ούτε τα ραντάρ των Αντιτορπιλικών ούτε οι οπτήρες στις γέφυρές τους μπόρεσαν να διακρίνουν κάποια νηοπομπή. Μόνο μετά από επίμονη έρευνα εντόπισαν 3 εμπορικά πλοία.
Τα δύο έπλεαν ήσυχα και αμέριμνα προς την Πάφο ενώ το τρίτο κατευθυνόταν ενώ το τρίτο κατευθυνόταν προς την Λιβύη, ακολουθώντας μία πορεία που, μέσα σε λίγα λεπτά θα το έβγαζε εκτός της «απηγορευμένης περιοχής». Η Άγκυρα διέταξε τα Αντιτορπιλικά να διατάξουν την «ελληνική νηοπομπή» να αναστρέψει και σε περίπτωση μη συμμορφώσεως να την βυθίσουν. Εάν η νηοπομπή ανέστρεφε, εγκαταλείποντας την περιοχή, τα Αντιτορπιλικά θα έπρεπε να επιστρέψουν στη περιοχή της αποβάσεως και να συνεχίσουν τον βομβαρδισμό των στόχων ξηράς στη περιοχή της Κυρήνειας.
Επειδή όμως όλα αυτά ήταν τελείως αντίθετα προς την πραγματική εικόνα στην περιοχή, τα Αντιτορπιλικά ζήτησαν από τα αναγνωριστικά αεροσκάφη να εκτελέσουν άλλη μία πτήση επάνω από την περιοχή και να αναφέρουν ότι έβλεπαν. Σε λίγα λεπτά, ένα αεροσκάφος πέταξε από πάνω τους και επιβεβαίωσε ότι τα δύο εμπορικά ήταν πράγματι εμπορικά, ότι δεν έφεραν σημαία, ότι είχαν κάποιο φορτίο – που δεν αναγνωρίστηκε – σκεπασμένο στο κατάστρωμα, ότι το όνομα του ενός ήταν «LINE MESSINA», ότι δεν υπήρχε τίποτε το ασύνηθες και ότι »…αυτά ήταν όλα και όλα τα πλοία, όλη η νηοπομπή ευχαριστούμε λοιπόν και γεια σας over and out…»
Παρόλα αυτά, εδώ ακριβώς αρχίζουν τα εκπληκτικά…
Η Άγκυρα επανέλαβε την διαταγή επιθέσεως με την μόνη διαφορά τώρα ότι το πρώτο πλήγμα θα δινόταν από την τουρκική αεροπορία, ότι τα Αντιτορπιλικά έπρεπε να παραμείνουν εκτός του τομέως ενέργειας των αεροσκαφών και ότι θα επιτίθεντο μετά την αναχώρηση των τελευταίων.
Στις 13.30, η «ελληνική νηοπομπή» ανύποπτη έπλεε προς τα ανατολικά, προς το λιμένα προορισμού της, ενώ οι ασυρματιστές των 2 πλοίων αντήλλασσαν, από τα ραδιοτηλέφωνα, αστεϊσμούς στην ιταλική. Τα τρία Αντιτορπιλικά, τηρώντας μία απόσταση 25-30 μιλίων από τη «νηοπομπή» περιπολούσαν μεταξύ του ακρωτηρίου Δρέπανον και της Πάφου, ήτοι περίπου 5 μίλια βορείως και περίπου 10 μίλια δυτικά της Πάφου.
Στις 14.15, τρία σμήνη της τουρκικής αεροπορίας, από συνολικά 48 αεροσκάφη, οπλισμένα με ρουκέτες και βόμβες περνούσαν από τον τελευταίο έλεγχο πριν την απογείωσή τους από τρία διαφορετικά αεροδρόμια. Ήταν τα σμήνη 181 από την Αττάλεια, 141 από το Μουρτενέ και 111 από το Εσκί Σεχίρ. Θα απογειώνονταν διαδοχικά κατά κύματα και καλύπτοντας την απόσταση από το στόχο σε περίπου 45 λεπτά, θα επιτίθεντο και θα τον κατέστρεφαν. Ο στόχος ήταν η «ελληνική νηοπομπή». Περιττό να αναφερθεί βέβαια ότι η μεγαλύτερη προτεραιότητα είχε δοθεί στην καταστροφή πρώτα των συνοδών πολεμικών της νηοπομπής. Στις 15.00 το πρώτο σμήνος εντόπισε 3 πολεμικά πλοία.
Στις 15.05 τα αεροσκάφη επετέθησαν με ρουκέτες. Τα πολεμικά απάντησαν με αντιαεροπορικά πυρά. Η κατάσταση θαλάσσης και αέρος ήταν σχετικά μέτρια ζωηρεύοντας λίγο, σιγά-σιγά. Πρώτο το «Κοτσάτεπε» δέχτηκε πλήγμα από ρουκέτα που κατέστρεψε το ΚΠΜ (κέντρο πληροφοριών μάχης).Είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνεις τα χαρακτηριστικά σήματα ενός αεροσκάφους που κινείται με 700 χλμ. την ώρα. Και βέβαια ακόμη δυσκολότερο, σχεδόν αδύνατο θα έλεγε κάποιος, όταν αυτό εφορμά εναντίων σου εκτοξεύοντας ρουκέτες. Πάντως, αυτά τα επιτιθέμενα αεροσκάφη ήταν τύπων με τους οποίους οι ΗΠΑ εξόπλιζαν όλους τους συμμάχους των περιλαμβανομένης και της Ελλάδας. Ανεξάρτητα όμως, από όλα αυτά οι οπτήρες του «Αντάτεπε» κατόρθωσαν να δουν και να επαληθεύσουν τα τουρκικά σήματα των αεροσκαφών. Η Άγκυρα ειδοποιήθηκε με ραδιοτηλέφωνο, ότι τα επιτιθέμενα αεροσκάφη ήταν, πιθανώς, τουρκικά.
ΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΚΟΡΟΪΔΙΕΣ
Οι επιθέσεις των αεροσκαφών δεν σταμάτησαν παρά τις τουρκικές σημαίες που ήταν εμφανέστατα υψωμένες στους ιστούς των πλοίων. Στη πραγματικότητα οι πιλότοι είχαν προειδοποιηθεί για κάτι τέτοια κόλπα και τρικ του εχθρού. Και έτσι ανέφεραν στις βάσεις τους ότι τα εχθρικά πλοία είχαν υψώσει τουρκικές σημαίες αλλά, παρόλα αυτά, δεν είχαν καταφέρει να ξεγελάσουν κανέναν.
Πριν αποπλεύσουν τα Αντιτορπιλικά από τη περιοχή της αποβάσεως, το «Τσακμάκ» είχε ανασύρει από τη θάλασσα κοντά στην Κυρήνεια, ένα νεαρό τούρκο πιλότο που το αεροπλάνο του είχε καταρριφθεί. Αυτός, κατόρθωσε να μιλήσει από το ραδιοτηλέφωνο με τα αεροσκάφη. Τους έδωσε τα στοιχεία του και τους είπε ότι επιτίθεντο εναντίων τουρκικών πολεμικών πλοίων. Οι πιλότοι ζήτησαν να τους πει το σύνθημα. Ο νεαρός δεν είχε ιδέα διότι είχε καταρριφθεί πριν από την τελευταία αλλαγή συνθήματος. Έτσι τα λόγια του συνάντησαν γέλια και κοροϊδίες.
Με θαυμασμό οι πιλότοι έλεγαν: «Άκου τι ωραία τουρκικά μιλάει...». Τα αεροσκάφη συνέχισαν τις επιθέσεις…Λίγο πριν την επίθεση ο πλοίαρχος Ιρφάν Τινάζ είχε μεταφέρει το σήμα του από το «Αντάτεπε» υψώνοντάς το στο «Τσακμάκ». Τώρα πλέον, διέταξε τα δύο πλοία να κλείσουν το σχηματισμό τους κα να πλεύσουν προς βορά συνεχίζοντας να βάλλουν κατά των αεροσκαφών, εγκαταλείποντας το άτυχο «Κοτσάτεπε» το οποίο, εντωμεταξύ, δέχτηκε 4 ακόμη πλήγματα από ρουκέτες. Ένα μηχανοστάσιο και ένα λεβητοστάσιο ήταν ήδη εκτός λειτουργίας όπως και τα ραντάρ και οι ασύρματοί του.
Η γέφυρα είχε επίσης πληγεί. Μία ρουκέτα κατέστρεψε τον κύριο ηλεκτρικό πίνακα διανομής και το πλοίο στερήθηκε οποιασδήποτε δύναμης απαραίτητης όχι μόνο για την πρόωσή του αλλά έστω για την λειτουργία των αντλιών καταπολέμησης των πυρκαγιών. Δέκα λεπτά μετά την πρώτη επίθεση, το πρωραίο δίδυμο πυροβόλο των 5” σίγησε. Μερικά λεπτά αργότερα, το «Αντάτεπε» δέχθηκε ένα πλήγμα, όχι τόσο σοβαρό μεν αλλά που στέρησε το Αντιτορπιλικό από τα ραντάρ του και προξένησε εκτεταμένες βλάβες στην υπερκατασκευή, ενώ το «Τσακμάκ» υφίστατο και αυτό ελαφρότερες ζημίες. Τα αεροσκάφη, βλέποντας ότι το «Κοτσάτεπε» φλεγόταν και ήταν σχεδόν τελείως ανυπεράσπιστο, εστράφησαν με κάποια κωμική σπουδή, στο να το αποτελειώσουν αντί να επιδιώξουν να επιτύχουν περισσότερα πλήγματα αχρηστεύοντάς τα τελείως στα υπόλοιπα 2 Αντιτορπιλικά. Προφανώς, τα δύο τελευταία απαντούσαν ακόμη με τα πυροβόλα τους στις επιθέσεις…
Ανεξάρτητα πάντως από τα οποιαδήποτε κίνητρα των τούρκων πιλότων, οι τελευταίοι με αυτήν την ασυνήθιστη στάση τους συνέβαλαν στο να διασωθούν 2 – το «Αντάτεπε» μισοαχρηστευμένο και σχεδόν εκτός μάχης και το «Τσακμάκ» με μικρές ζημιές- πλοία του τουρκικού ναυτικού. Και αυτό, γιατί κάτω από οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, είναι σίγουρο ότι 48 σύγχρονα αεροσκάφη θα αποτέλειωναν μέσα σε λίγα λεπτά 3 τριαντάχρονα Αντιτορπιλικά που έφεραν ξεπερασμένα οπλικά συστήματα.
Τα αεροσκάφη συνέχισαν να επιτίθενται στο «Κοτσάτεπε» εμποδίζοντας έτσι την εγκατάλειψη πλοίου από το πλήρωμά του που φοβόταν ότι μόλις εμφανιζόταν θα του επιτίθεντο με πολυβολισμούς. Τελικά η εγκατάλειψη πλοίου έγινε στις 16.15. Ευτυχώς τα αεροσκάφη δεν πολυβόλησαν το προσωπικό. Το Αντιτορπιλικό βυθίστηκε στις 22.00 περίπου. Από τους επιβαίνοντες 16 Αξκους ήσαν νεκροί οι 13 ήτοι το 81% και από τους 273 του πληρώματος ήσαν νεκροί οι 51 ήτοι το 19%. Δεν έχει γίνει γνωστός ο ακριβής αριθμός των άλλων 2 Αντιτορπιλικών.
Τα σμήνη ανέφεραν στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας στην Άγκυρα ότι η «η τουρκική αεροπορία επετέθη στα πλοία που μετέφεραν ενισχύσεις στην Πάφο και βύθισαν το ένα από αυτά».
«Στο γραφείο του πρωθυπουργού στην Άγκυρα, ενθουσιασμένοι οι άνθρωποι αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο φωνάζοντας «Ζήτω, τα αγόρια μας, πετύχαμε». Η πρωτεύουσα πήρε βαθιές αναπνοές…Η νηοπομπή είχε αναγκασθεί να σταματήσει».
Το γραφείο δημοσίων σχέσεων και τύπου, του γενικού επιτελείου (Εθνικής Αμύνης) στην Άγκυρα, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
«Παρόλες τις φιλικές προειδοποιήσεις οι οποίες συνεχώς εκδίδονταν μέχρι σήμερα το απόγευμα, μία μεγάλη Ελληνική αποβατική νηοπομπή, συνοδευόμενη από ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη, κατόρθωσε να διεισδύσει στη περιοχή η οποία είχε κηρυχθεί «Απαγορευμένη» από της εσπέρας της 20ης Ιουλίου, και να καταπλεύσει στις 16.00, στα ανοικτά της Πάφου. Η νηοπομπή απήντησε με πυκνά πυρά στις προειδοποιήσεις της αεροπορίας μας και του ναυτικού μας και άρχισε να αποβιβάζει στρατεύματα στη Πάφο. Η αποβίβασις απετράπη μετά από επιθέσεις της τουρκικής αεροπορίας στον λιμένα της Πάφου. Οι επιθέσεις της αεροπορίας μας προξένησαν βαριές απώλειες στα πολεμικά και τα αποβατικά πλοία της νηοπομπής».
Όλα τα παραπάνω είναι βασισμένα σε ότι έχει δημοσιευθεί στον διεθνή τύπο, και κυρίως στο βιβλίο του τούρκου δημοσιογράφου Μπιράντ Μεχμέτ Αλί «30 Sicak Gun»
Σαράντα ένα χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και μια ιστορία που στοίχησε στους εισβολείς δεκάδες θύματα, παραμένει σχετικά άγνωστη. Είναι η ιστορία της βύθισης του τουρκικού θωρηκτού Κοτζά Τεπέ από τους…ίδιους τους Τούρκους! 21 Ιουλίου 1974. Ή ώρα έδειχνε 2 και 35 μ.μ. Το τουρκικό πολεμικό πλοίο «Κοτζά-Τεπέ», μέλος τουρκικής νηοπομπής μαζί με άλλα δύο πλοία, μετά από την πέμπτη και χαριστική επίθεση πού είχε δεχτεί από τα τουρκικά F-104, βυθίζονταν στα ανοιχτά της Πάφου παίρνοντας στον υγρό τάφο του και ένα μεγάλο αριθμό από το πλήρωμα του θύματα της…. υπέρμετρης «πολεμικής αρετής» των Τούρκων, που μόλις πριν μια μέρα είχαν αποβιβαστεί στο βόρειο ανυπεράσπιστο τμήμα της Κύπρου. Έκτοτε πέρασαν πολλά χρόνια, και οι πρωταγωνιστές αυτής της υπόθεσης, όσοι φυσικά επέζησαν, κρατούσαν κλειστά τα στόματα τους. Αρχηγός του τουρκικού ναυτικού ήταν τότε ό Ναύαρχος Κεμάλ Καγιατζάν ενώ αρχηγός της αεροπορίας ήταν ό Πτέραρχος Εμίν Άλπκαγια. Ό μόνος πού είχε περιγράψει και αποθανατίσει εκείνες τις στιγμές, ήταν ό γνωστός Τούρκος δημοσιογράφος-συγγραφέας, Αλί Μπιράντ, ό οποίος καταλόγισε ευθύνες για την τραγωδία, πού είχε γελοιοποιήσει για άλλη μία φορά την τουρκική στρατιωτική μηχανή, στην ασυνεννοησία μεταξύ των επιτελείων της αεροπορίας και του ναυτικού. Μετά από πολλά χρόνια για πρώτη φορά το 1997 ανοίγει το στόμα του ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές αυτής τής ιστορίας. Ό τότε πιλότος, Ζεκί Κιλίτς, περιγράφει σε συνέντευξη πού έδωσε τότε στην εφημερίδα «Χουριέτ» το πώς έπληξε θανάσιμα το Κοτζά-Τεπέ με μια ρουκέτα πού έπεσε ακριβώς πάνω στην κεντρική καπνοδόχο του πλοίου και εξεράγει μέσα στο κεντρικό γραφείο επιχειρήσεων. «Όταν έγινε ή «ειρηνική» επιχείρηση στην Κύπρο, λέει ό Ζεκί Κιλίτς, «ήμουν πιλότος σε μια μονάδα από τέσσερα πολεμικά αεροσκάφη και είχαμε απογειωθεί με την πληροφορία ότι έρχονταν μια νηοπομπή από ελληνικά πολεμικά πλοία με κατεύθυνση το λιμάνι της Πάφου. Ήμασταν εκπαιδευμένοι για βομβαρδισμό αλλά τώρα πού έρχονταν ή στιγμή του αληθινού πολέμου όλοι είχαμε κάποιο τρακ. Ενώ έπρεπε να είχαμε εφοδιαστεί με βόμβες ναπάλμ τις οποίες ξέραμε καλά από τις ασκήσεις, μας είχαν οπλίσει με ρουκέτες. -Χτυπάτε και επιστρέφετε ήταν οι διαταγές, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε. Το αεροπλάνο που επέβαινα είχε βόμβες, πέντε ρουκέτες και δυο χιλιάδες βολές πυροβόλου. Εντωμεταξύ είχαν προηγηθεί οι διαβουλεύσεις των Τούρκων επιτελαρχών πού φανέρωναν ένα κλίμα αγωνίας αλλά και καχυποψίας, γεγονός που μαρτυρούσε την πλήρη σύγχυση που επικρατούσε». Ή πληροφορία ότι ελληνική νηοπομπή πλησίαζε την Κύπρο είχε προκαλέσει και την έντονη δραστηριοποίηση της τουρκικής κυβέρνησης που είχε προειδοποιήσει πως αν δεν γύριζαν πίσω τα ελληνικά πολεμικά, ή τουρκική αεροπορία θα τα βομβάρδιζε. Ό ναύαρχος Καγιατζάν, είχε ζητήσει ένα αναγνωριστικό της πολεμικής αεροπορίας για να εξερευνήσει την περιοχή. Στην πραγματικότητα όμως τα μοναδικά πλοία πού έπλεαν ανοιχτά της Πάφου, ήταν ή τουρκική ναυτική μονάδα που αποτελείτο από τα πολεμικά «Αντάτεπε», «Φεβζή Τσακμάκ» και το «Κοτζά-Τεπε». Τα τρία πολεμικά είχαν περάσει το ακρωτήριο Αρναούτη και είχαν λάβει και αυτά μια αναφορά από την Άγκυρα για την ελληνική νηοπομπή που περίμεναν με μεγάλη αγωνία για να την αντιμετωπίσουν. Εντωμεταξύ το τουρκικό αναγνωριστικό που είχε πετάξει πάνω από τα τουρκικά πολεμικά, μετέδωσε πώς από την θέση που βρίσκονταν, ή εχθρική νηοπομπή δεν μπορεί να ήταν άλλη από τα πολεμικά που έβλεπε να πλέουν στην περιοχή και μάλιστα προξένησε κατάπληξη στους Τούρκους επιτελάρχες γιατί περίμεναν μεγαλύτερο αριθμό ελληνικών πλοίων. Ή περιγραφή των πλοίων δεν έδινε κανένα άλλο στοιχείο. Ήταν γνωστό πως τα πολεμικά των χωρών του ΝΑΤΟ, ήταν όλα αμερικανικά και μονάχα το έμβλημα διέφερε. Ή Άγκυρα έδωσε την διαταγή της επίθεσης στην νηοπομπή που τώρα βρίσκονταν απόσταση 20-30 μίλια από το ακρωτήριο Δρέπανο της Πάφου. Το ότι είχαν τουρκικές σημαίες αυτό θεωρήθηκε σαν άλλο ένα ελληνικό κόλπο για να ξεγελάσει την τουρκική αεροπορία. Ό αξιωματικός υπηρεσίας του «Κοτζά-Τεπέ», πλωτάρχης, Μετίν Σουλούτς, που βρήκε τον θάνατο μαζί με το πολεμικό πλοίο, ερευνούσε τον ουρανό αλλά φαίνονταν καθησυχασμένος γιατί ήξερε την αδυναμία της Ελλάδας να στείλει πολεμικά αεροσκάφη λόγω της μεγάλης απόστασης από τα αεροδρόμια της Κρήτης. Και τότε, ξαφνικά ό ουρανός σκοτείνιασε. Τα τουρκικά σμήνη πλησίασαν και άρχισαν να πετάνε απειλητικά πάνω από την νηοπομπή. Το πλήρωμα νόμισε πώς είναι ελληνικά αεροπλάνα και αμέσως σήμανε συναγερμός. Αλλά δεν πρόλαβαν γιατί άρχισε ή αεροπορική επίθεση. Ό Ζεκί Κιλίτς διηγείται πώς μόλις πλησίασαν, ρωτήσανε για να τους φύγει κάθε αμφιβολία για την εθνικότητα των πλοίων το σύνθημα. Επειδή όμως είχε αλλάξει χωρίς να ενημερωθούνε τα τουρκικά πολεμικά, δεν υπήρξε ή κατάλληλη ανταπόκριση. Ή διαταγή, λέει ό Ζεκί Κιλίτς είχε δοθεί και ήταν ρητή πώς πρέπει να χτυπήσουν την εχθρική νηοπομπή. Οι πιλότοι νόμιζαν πώς πάνω στα καράβια βρίσκονταν Έλληνες που ήθελαν να τους ξεγελάσουν μιλώντας στα ραντάρ …τουρκικά. Είχαν ακούσει για περιπτώσεις πού στις συχνότητες του ασύρματου συχνά έμπαιναν Έλληνες και κυρίως Έλληνες από την Τουρκία που υπηρετούσαν στον Ελληνικό στρατό και ξέροντας απταίστως τουρκικά, προσπαθούσαν να δημιουργούν προβλήματα στις επικοινωνίες. Εντωμεταξύ τα δύο άλλα πλοία υπό την διοίκηση τού πλοίαρχου Ιρφάν Τινάζ, έβαλλαν κατά των αεροπλάνων και έτσι ή μάχη γενικεύτηκε ενώ στο «Κοτζα-Τεπέ» μαίνονταν ή πυρκαγιά που είχε ανάψει ή ρουκέτα που έπληξε το πλοίο. Πριν περάσουν λίγα λεπτά άρχισε νέα επίθεση ενώ οι τουρκικές βρισιές στα ραντάρ από τα πλοία προς τα αεροπλάνα έδιναν και έπαιρναν. Δύο νέες ρουκέτες έπληξαν το «Κοτζά-Τεπέ» ενώ και το «Αντά Τεπέ» είχε βληθεί στο ραντάρ. Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν μέχρι που μια νέα ρουκέτα έπληξε τον πίσω πίνακα του ηλεκτρικού. Από εκείνη την στιγμή το τουρκικό πολεμικό πλοίο ήταν καταδικασμένο. Ή αναφορά προς το Γενικό Επιτελείο στην Άγκυρα, ήταν ή εξής: «-Κύριε διοικητά το γλέντι άρχισε, (Σενλίκ μπασλαντί), το σύνθημα για την επίθεση. -Από κάτω μας βάλλουν με πυροβολικό, αλά άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος. Εμείς τους έχουμε λιανίσει». Ό διοικητής τού πλοίου Γκιουβέν Έρκαγια, που αργότερα έγινε αρχηγός του τουρκικού ναυτικού, (πρόκειται για τον Τούρκος αρχιναάαρχο στην κρίση των Ίμια), έδωσε την διαταγή να εγκαταλείψουν το βυθιζόμενο πλοίο. Το «Κοτζα Τεπε» βυθίζονταν ανοιχτά της Πάφου ενώ την ίδια στιγμή στην Άγκυρα είχε συνέλθει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και οι αρχηγοί των όπλων έδειχναν ανίδεοι για το τί πραγματικά συνέβη. Πολλούς ναυαγούς περισυνέλεξε ένα ισραηλινό πολεμικό πλοίο που είχε βρεθεί στην περιοχή. Μαζί με το πλοίο πνίγονταν και 55 άτομα από το πλήρωμα του ενώ οι πιλότοι πανηγύριζαν γι” αυτή την επιτυχία τους. Το άλλο πλοίο, το «Τσακμάκ» επεδίωξε να προστρέξει σε βοήθεια και κατέβασε σωσίβιο άκατο που κατευθύνθηκε ολοταχώς προς τους ναυαγούς, αλλά αμέσως εκδηλώθηκε νέα αεροπορική επιδρομή. Οι νεκροί συνεχώς αυξάνονταν. Πριν βυθιστεί τελείως το πλοίο άρχισε να εκπυρσοκροτεί ή κύρια πυριτιδαποθήκη. Όλα γύρω είχαν πάρει μια κόκκινη ανταύγεια. Απέναντι ή μαρτυρική Κύπρος αιμορραγούσε από τις πληγές που είχε ανοίξει ή «ειρηνική» εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων του Αττίλα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ συνεχίζονταν ή επιχείρηση, ό Ετσεβίτ αναζητούσε τον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρυ Κίσινγκερ. Ή γυναίκα του εκνευρισμένη γιατί ξύπνησαν νωρίς τον άντρα της τον άκουσε να λέει θυμωμένα στο τηλέφωνο: «-Αντί να με ξυπνήσουν να τα καταβυθίσουν όλα!!!». Ο Ζεκί Κιλίτς συνέχισε την καριέρα του και μάλιστα υπηρέτησε σε μονάδες του ΝΑΤΟ ενώ εκπαιδεύτηκε και στα περίφημα F-4 με τα οποία ή τουρκική αεροπορία είχε αρχίσει την ιστορία των παραβιάσεων και παραβάσεων του εναέριου χώρου πάνω στο Αιγαίο. Αυτοί ήταν οι «περίφημοι» Τούρκοι που εισέβαλλαν το 1974 στην Μεγαλόνησο! Ατζαμήδες και Θρασύδειλοι! |