γιατρός και καθηγητής Φιλοσοφίας και Βιοηθικής
ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΤΗΣ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ
ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΦΥΣΙΚΟ να ΜΙΛΑ ΚΑΠΟΙΟΣ για την ηθική διάφορων θρησκειών και ποικίλων πολιτιστικών και ιδεολογικών κοινοτήτων. Διάφορα βιβλία εξερευνούν την ηθική των Ρωμαιοκαθολικών, των Ιουδαίων, των Λουθηρανών και άλλων. Γι’ αυτό φαίνεται πώς είναι σωστό να δίνονται παρόμοιες περιγραφές της ηθικής των Ορθοδόξων, με βιβλία για την Ορθόδοξη Χριστιανική ηθική, τη βιοηθική, την κοινωνική δικαιοσύνη και την περιβαλλοντική ηθική. Η δυσκολία μόνον είναι πώς η κατάλληλη Ορθόδοξη συμπεριφορά, η Ορθόδοξη ηθική, κατανοείται με έναν διαφορετικό τρόπο από ό,τι η κοσμική ηθική και η ηθική άλλων θρησκειών.
Αναζητώντας την Ορθόδοξη ηθική
Αυτό πού για τούς άλλους εύκολα διαιρείται σε πλήθος διαφορετικών ηθικών -π.χ. βιοηθική, επιχειρηματική ηθική, περιβαλλοντική ηθική, νομική ηθική- για τούς Ορθοδόξους η ηθική ενοποιείται στην ορθή λατρεία τού ενός τέλειου Θεού, πού είναι η αγία Τριάδα, τού Πατρός, τού Υιού και τού αγίου Πνεύματος. Η ηθική των Ορθοδόξων είναι περισσότερο λειτουργική παρά επαγωγική. Είναι μια ηθική πού θεμελιώνεται στη μεταμορφωτική, λειτουργική λατρεία ενός Θεού πού υπερβαίνει τις ανθρώπινες κατηγορίες σκέψης και πού αποκαλύπτεται στη λατρεία. Το άτομο βρίσκει την ηθική του ταυτότητα και η κοινότητα βρίσκει την ολοκλήρωσή της σ’ αυτήν τη μεταμορφωτική. Η Ορθόδοξη ηθική βρίσκεται μακριά από τη φλυαρία των διάφορων ηθικών και κατευθύνεται στην κοινωνία με τον τριαδικό Θεό. Συνεπώς, η Ορθόδοξη ηθική φαίνεται να μη συνδέεται επαρκώς με τα δημοφιλή κοινωνικά ζητήματα. Η εμπλοκή της Ορθόδοξης ηθικής στα σύγχρονα προβλήματα διαφέρει επίσης από την ηθική πού αναπτύχθηκε υπό το φως και τη σκιά της Δυτικοευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Η Ορθόδοξη ηθική δεν είναι ένα σώμα δογμάτων και διδαχών. Ούτε είναι απλώς ένα σύνολο κανόνων σωστής συμπεριφοράς. Η Ορθόδοξη ηθική προσφέρει τη θέωση κι όχι μίαν απλή ηθική ορθότητα. Είναι ένας τρόπος ζωής πού αγκαλιάζει τα πάντα. Αυτός ο θεωτικός τρόπος ζωής πολύ δύσκολα ορίζεται, επειδή επικεντρώνεται περισσότερο στη λατρεία παρά στην αναλυση, περισσότερο σ’ έναν υπερβατικό Θεό παρά σέ επαγωγικές αρχές. Η Ορθόδοξη ηθική δεν προκαλεί τη δημιουργία ορισμών, αλλά προκαλεί μια εμπλοκή με τα πρόσωπα τής αγίας Τριάδος, μέσω μιας κοινότητας πού ενώνεται σέ ευχαριστιακή κοινωνία.
Η σημασία της Ορθόδοξης ηθικής μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα, αν συνειδητοποιήσουμε τις διαφορές πού υφίστανται αναμεσα στην Ορθόδοξη ηθική και στις Δυτικές ηθικοφιλοσοφικές αναφορές στην ηθική, καθώς και την πνευματική και ηθική ιστορία πού χωρίζει το Ορθόδοξο ηθικό ενδιαφέρον από τις ηθικές τής εκκοσμικευμένης Δύσης. Αυτές οι διαφορές εκφράζονται στις διαφορετικές αντιλήψεις πού υπάρχουν σχετικά με την αγάπη πρὸς τον πλησίον, τις κατάλληλες ανθρώπινες σχέσεις και τις σωστές απαντήσεις στο θέμα τού θανατου και τού «θνήσκειν». Ο χαρακτήρας της Ορθόδοξης ηθικής εξαίρετοι ιδιαίτερα σ’ εκείνα τα ζητήματα βιοηθικής και πολιτικής για την υγεία, πού σχετίζονται με αποφάσεις ζωής και θανατου. Αυτές οι αποφάσεις μπορούν να παρθούν υπεύθυνα μόνο μπροστά σέ μια συνειδητοποίηση τού νοήματος τής ζωής και τού θανατου.
Το κεφάλαιο αυτό θα προσπαθήσει να αποσαφηνίσει τις συνέπειες πού έχει η Ορθόδοξη ηθική, εξετάζοντας τις ηθικές επιταγές πού θα πρέπει να καθορίζουν τη χρήση τής εντατικής θεραπείας – δηλαδή, την ιατρική φροντίδα υψηλής τεχνολογίας πού χρησιμοποιείται στις μοναδες εντατικής θεραπείας.
Ηθική: πλήθος αμφιβολιών
Η κοσμική ηθική χωρίζεται σέ μια τεράστια ποικιλία ηθικών, πού προβάλλονται από ανταγωνιζόμενα ηθικά συστήματα. Σημαδεύεται επίσης και από σημαντικές ασάφειες. Η ηθική έχει τις ρίζες της στον ελληνικό όρο «ήθος», μιά λέξη πού σημαίνει «έθιμο», «συνήθεια». Η ηθική (morality, morals) επίσης, αντίθετα απ’ ό,τι ο lex ή «νόμος», προέρχεται από τη λατινική λέξη «mos, mores», μια λέξη πού σημαίνει «τρόποι», «συνήθειες», «ήθη» και «μόδες».
Αυτές οι σημασίες κινούνται αναμεσα σ’ αυτό πού συνήθως συμβαίνει, υπό την έννοια των συνηθισμένων τρόπων των ανθρώπων, μέχρις αυτό πού πρέπει να γίνει, υπό την έννοια των κανόνων μιας ορθής συμπεριφοράς. Αυτή η τελευταία σημασία περιλαμβάνει την αποδεκτή συμπεριφορά, με την έννοια ακριβώς υπό την οποία συζητούμε σήμερα την ηθική. Ο όρος «ηθική» στα αγγλικά αναφέρεται κυρίως στην ηθική συμπεριφορά και στις ηθικές αρχές, καθώς και στη μελέτη των ηθικών άξιών και της σωστής συμπεριφοράς μέσα οστό τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Υπό την τελευταία αυτή έννοια, η ηθική περιλαμβάνει την ηθική φιλοσοφία και την ηθική θεολογία. Δεδομένου τού ποικίλου χαρακτήρα αυτών των δύο χρήσεων, το κεφάλαιο αυτό δεν θα κάνει καμιά διάκριση αναμεσα στην ηθική και στην ηθικότητα.
Υπάρχουν πολλές ηθικές και ηθικότητες, πού διαφέρουν ουσιαστικά η μία από την άλλη. Μπορούμε να διακρίνουμε σ’ αυτές τέσσερα καθοριστικά χαρακτηριστικά:
Η αξιολογική διάσταση: Πρώτον, οι ηθικές διαφέρουν όσον αφορά τις αξίες πού παίρνουν στα σοβαρά, καθώς και ως προς τον τρόπο πού κατανοούν το σωστό και το λάθος. Οι διάφορες ηθικές διαφέρουν ως προς τις «αξιολογίες» τους, δηλαδή ως προς τη διαστρωμάτωση των αξιών τους. Μια ηθική στην οποία προέχει περισσότερο η ελευθερία παρά η ισοτιμία διαφέρει απ’ αυτήν πού δίνει προτεραιότητα στην ισότητα έναντι της ελευθερίας. Αυτή πού δίνει προτεραιότητα στην ελευθερία έναντι της ευημερίας διαφέρει απ’ αυτήν πού δίνει προτεραιότητα στην ευημερία έναντι της ελευθερίας. Έτσι και οι ηθικές διαφέρουν ως προς το πώς συγκρίνουν την παρούσα και μέλλουσα πραγματοποίηση όλων όσων αξίζει να πραγματοποιηθούν. Όσο περισσότερο μια ηθική είναι προσανατολισμένη στο μέλλον, τόσο περισσότερο λογαριάζει την πραγματοποίηση των σκοπών της στο απώτερο μέλλον, παράλληλα με την πραγματοποίηση των αξιών της στο παρόν.
Η επεξηγηματική διάσταση: Οι ηθικές διαφέρουν επίσης ως προς τον επεξηγηματικό τους χαρακτήρα, δηλαδή ως προς το πώς δικαιώνουν την ηθική ζωή, ως προς το ποιες είναι οι έμφυτες λογικές τους. Εδώ, παραδείγματος χάριν, έχουμε δύο έντονα διαφορετικές ηθικές προσεγγίσεις:
Τελολογική ηθική: Μερικές ηθικές είναι τελολογικές ως προς το ότι ερμηνεύουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, καθώς και το σωστό και λάθος, σε σχέση με κάποιο τέλος, με κάποιον σκοπό. Στις ολοκληρωτικές τελολογικές εκτιμήσεις, κάθε ηθική ενασχόληση με το σωστό υποβαθμίζεται σε ενασχόληση με το καλό ή το σκοπό. Η ωφελιμιστική εκτίμηση είναι ένα πολύ γνωστό παράδειγμα τελολογικής ηθικής. Για τον ωφελιμιστή, κάθε ηθική ενασχόληση περιορίζεται στη μεγέθυνση της ωφέλειας, στο να μεγαλώσει δηλαδή το θετικό ισοζύγιο των κερδών έναντι των απωλειών.
Δεοντολογική ηθική: Αντίθετα, η δεοντολογική ηθική εξηγεί την ηθικότητα επί τη βάσει της προτεραιότητας τού σωστού ως προς το καλό. Ο όρος προέρχεται από τη λέξη «δέον», πού σημαίνει «αναγκαίο», «κατάλληλο», «σωστό», και προέρχεται από μιά ρίζα πού σημαίνει «δένω». Σύμφωνα με αυτή την ετυμολογία, η δεοντολογική ηθική αναγνωρίζει τη διαφορά σωστού και λάθους, άσχετα από το ωφελιμιστικό αποτέλεσμα. Μερικές πράξεις είναι σωστές ή λανθασμένες, όποιες κι αν είναι οι συνέπειές τους.
Δεοντολογικές προτάσεις, όπως αυτές τού Εμμανουήλ Κάντ (1724- 1804), επικεντρώνονται πρωταρχικά στο τί κάνει ένα ηθικό στοιχείο να είναι αξιοθαύμαστο ή αξιοκατάκριτο, άξιο για έπαινο ή για τιμωρία, άξιο ευτυχίας ή δυστυχίας. Αυτοί οι τρόποι κατανοήσεως της ηθικής είναι θεμελιωδώς διαφορετικοί από τις τελολογικές προτάσεις, πού επικεντρώνονται στην επίτευξη κάποιου καλού, όπως η ευτυχία Και οι δύο, όπως θα δούμε, διαφέρουν από την Ορθόδοξη ηθική.
Οι δύο αυτές λογικές, η τελολογική και η δεοντολογική, προσφέρουν ουσιαστικά και διαφορετικές ηθικές. Η ίδια η σημασία για το πώς ενεργεί κάποιος ηθικά είναι διαφορετική στα δύο αυτά είδη ηθικής. Η ωφελιμιστική ηθική δεν αποδέχεται τούς ισχυρισμούς ότι ορισμένες πράξεις ή επιλογές είναι κακές ή λανθασμένες καθ’ εαυτές. Όλες οι ηθικές υποθέσεις τοποθετούνται σε μια θεώρηση κέρδους και ζημίας. Αντίθετα, μια δεοντολογική πρόταση περιλαμβάνει ηθικές υποθέσεις πού δεν μπορούν να διαμορφωθούν μέσα σ’ ένα ωφελιμιστικό πλαίσιο – για παράδειγμα, η εγγενής μεμπτότητα ορισμένων πράξεων της ανθρώπινης θέλησης, ανεξάρτητα από τη θεώρηση των συνεπειών τους. Αν και οι ωφελιμιστικές και δεοντολογικές προτάσεις μπορεί να χρησιμοποιούν παρόμοιους όρους -όπως δικαιώματα, υποχρεώσεις, σωστό, λάθος-, αυτοί οι όροι έχουν ουσιαστικά διαφορετικό νόημα στους δύο αυτούς τύπους ηθικής.
Αν και μπορεί οι διάφορες ηθικές να εμφανίζονται πώς διαθέτουν παρόμοιες αξιώσεις για τη σημασία πού έχει η τήρηση μιας υπόσχεσης, ωστόσο διαφέρει η δύναμη των αξιώσεών τους, πού εξαρτάται από την εσωτερική λογική της ηθικότητας. Κάποιος πού αποτελεί «κανόνα ωφελιμιστή» θα τηρήσει την υπόσχεσή του επειδή πιστεύει, ως γενικό κανόνα, πώς το να τηρεί κάποιος την υπόσχεσή του οδηγεί στο μέγιστο θετικό ισοζύγιο των κερδών έναντι των ζημιών. Ωστόσο, θα ανεχθεί εξαιρέσεις από τούς ηθικούς κανόνες όταν, αφού υπολογίσει όλες τις συνέπειές τους, αντιληφθεί ότι παράγουν περισσότερα κέρδη παρά ζημίες. Αντίθετα, ένας Καντιανός θα τηρήσει τις υποσχέσεις του, επειδή αυτό απαιτείται από την ίδια τη λογική τού ηθικού στοιχείου. Δεν θα επιτρέψει καμιά παρέκκλιση. Η κάθε προσέγγιση λοιπόν περιλαμβάνει μια διαφορετική ηθική λογική και υποστηρίζει έναν διαφορετικό ηθικό κόσμο.
Υπάρχουν επίσης ηθικά πλαίσια πού δεν επικεντρώνονται μόνο στην επίτευξη τού καλού, ή στο να ενεργούν έτσι σαν να αξίζουν την ευτυχία, αλλά στην καλλιέργεια εναρετου χαρακτήρα στο άτομο. Σε μιά τέτοια «αρετολογική ηθική», το ηθικό ενδιαφέρον δεν στρέφεται απλώς στις συνέπειες των πράξεων, ή στις προθέσεις των στοιχείων, αλλά στη φύση, στην ολοκλήρωση και στις ηθικές δυναμεις ενός ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο να είναι κανείς καλό άτομο, άτομο με καλό ηθικό χαρακτήρα. Ωστόσο, υπάρχουν διάφοροι τύποι αρετολογικής ηθικής, πού εξαρτώνται από τη φύση των αρετών και το χαρακτήρα πού υποστηρίζουν. Ένας πολεμιστής Σαμουράι, πού έχει ως κύρια αρετή το «bushido», διαθέτει μια εκτίμηση ηθικού χαρακτήρα αρκετά διαφορετική απ’ αυτήν ενός γενναίου Βίκινγκ. Η εναρετη ζωή πού επιδίωκε ένας Στακκός ήταν τοποθετημένη σέ ένα περίπλοκο πλαίσιο προσδοκιών, αρκετά διαφορετικό απ’ αυτό ενός Άγγλου τζέντλεμαν. Οι αρετές παίρνουν το περιεχόμενό τους από τις αξίες πού συντηρούν και από την άποψη πού υποστηρίζουν για το τι είναι σωστό και λάθος.
Οι αρετές επίσης αναφέρονται σέ μιά ολοκλήρωση τής ζωής, πού έρχεται σε αντίθεση στο να επιχειρηθεί να υποβαθμιστούν απλώς σε δεοντολογικά και τελολογικά ενδιαφέροντα. Επιπλέον, η αρετή εκλαμβάνεται με ποικίλους τρόπους: ως απλή συνήθεια ή διάθεση να ενεργούμε σύμφωνα με το καλό και το σωστό, ως ηθική υπεροχή, ως δύναμη και λειτουργική επίδραση τού καλού και τού σωστού. Καμιά απ’ αυτές τις έννοιες της αρετής και τού χαρακτήρα δεν ισοδυναμεί με το Ορθόδοξο ενδιαφέρον για την αγιότητα, αν και η τελευταία έννοια υπαινίσσεται μια αναγνώριση των μεταμορφωτικών, θεωτικών και άκτιστων ενεργειών και της χάριτος τού Θεού. Η αρετή ως αγιότητα δεν είναι μιά μεμονωμένη δύναμη, αλλά οι άκτιστες ενέργειες τού Θεού, η ένωση με τον Θεό.
Η θεμελιολογική διάσταση: Οι διάφορες ηθικές διακρίνονται επίσης όχι μόνο από τις αξίες πού τονίζουν και από τις λογικές τους, αλλά και από τα γενικά θεμέλια στα οποία στηρίζονται. Επί παραδείγματα οι θεωρίες για τον φυσικό ηθικό νόμο επιχειρούν να καταδείξουν τη λογικότητα των ισχυρισμών τους με έναν απολογισμό της ανθρώπινης φύσης. Φιλόσοφοι, όπως ο Ιμμάνουελ Κάντ, επικαλούνται τον ίδιο το χαρακτήρα της λογικότητας για να δικαιώσουν τούς ισχυρισμούς τους, όσον αφορά τον ηθικό νόμο και τη σωστή συμπεριφορά. Φιλόσοφοι, όπως ο Ντέιβιντ Χιούμ (1711-76), έχουν υιοθετήσει μιά βασική ιδέα για τον άνθρωπο και τις αμοιβαίες συμπάθειές του, για να κάνουν πιο αληθοφανές ένα συγκεκριμένο δίκτυο ηθικών ισχυρισμών.
Σέ καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις, για να θεμελιωθεί η ηθική και η ζωή στον Θεό, αναζητείται, στη λογικότητα και στις ανθρώπινες συμπάθειες, ένα υποκατάστατο και μιά κατανόηση της αρετής και της ολοκλήρωσης και ούτω καθ’ εξής. Σέ καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις, η άγκυρα για την ηθική αποτυγχάνει ουσιαστικά να γίνει η πηγή και η βάση της πραγματικότητας, και αντίθετα παραμένει ένα μεμονωμένο κομμάτι ή μέρος τής πραγματικότητας.
Η κοινωνική διάσταση: Τελικά, οι διαφορές αναμεσα στις ηθικές μπορούν να εντοπιστούν με την παρατήρηση της ηθικής κοινότητας, πού παίζει κεντρικό ρόλο στο πλαίσιο της σωστής συμπεριφοράς. Για τον ωφελιμιστή Τζέρεμυ Μπένθαμ (1748-1832), πού ενδιαφερόταν για την ευτυχία όλων των υπάρξεων πού βιώνουν την ηδονή και τον πόνο, η ηθική κοινότητα περιλαμβάνει όλους τούς οργανισμούς πού είναι ικανοί να νιώθουν. Για τον Κάντ, πού ενδιαφερόταν για το αξιοκατάκριτο ή το αξιέπαινο των ηθικών στοιχείων, η ηθική κοινότητα αγκαλιάζει μόνο τα ηθικά στοιχεία, μιά ομάδα πού περιλαμβάνει και άλλες υπάρξεις εκτός τού ανθρώπου, αλλά δεν περιλαμβάνει κατ’ αναγκην όλους τούς ανθρώπους. Για τούς Ορθοδόξους, η πρωταρχική κοινότητα είναι αυτή της αγίας Τριάδος, στην οποία υπακούουν οι ασώματες δυναμεις και οι άγιοι, και οι σχέσεις μεταξύ των προσώπων της πρέπει να αποτελούν πρότυπο για τούς ανθρώπους.
Έτσι, η ηθική ή η ηθικότητα διαθέτει αξιολογικές, ερμηνευτικές, θεμελιολογικές και κοινωνικές διαστάσεις. Η πρώτη περιλαμβάνει το περιεχόμενο της ηθικότητας, η δεύτερη τη λογική της, η τρίτη τη βαθιά δικαίωσή της και η τελευταία το κοινωνικό πλαίσιο πού αποτελεί το σημείο εστίασής της. Ο χαρακτήρας μιάς συγκεκριμένης ηθικής ή ηθικότητας συνήθως μπορεί να προσδιοριστεί σε αναφορά προς αυτούς τούς παράγοντες και προς το ιδιαίτερο περιεχόμενό τους. Μπορούμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα αναφορικά σημεία για να προσδιορίσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι ηθικές διαφέρουν η μία από την άλλη.
Αυτό μάς βοηθά να αντιληφθούμε πώς οι διάφορες ηθικές δεν αποτελούν είδη ενός γένους, αλλά ότι είναι περισσότερο πρακτικές, πού στην καλύτερη περίπτωση μοιάζουν κάπως, ή έχουν μιά «οικογενειακή ομοιότητα», για να χρησιμοποιήσω έναν όρο τού Βιτγκενστάιν. Μπορούμε έτσι να αναγνωρίσουμε πώς οι διάφορες κοσμικές και θρησκευτικές ηθικές διαφέρουν ουσιαστικά, αν και εμφανίζονται ότι συμπίπτουν στη χρήση παρόμοιων ηθικών όρων, όπως καλό και κακό, σωστό και λάθος. Η χρήση παρόμοιων ηθικών όρων μπορεί συχνά να καλύπτει ανόμοιες αντιλήψεις σχετικά με τη σπουδαιότητα τής ηθικότητας και με τούς τρόπους με τούς οποίους οργανώνεται η ηθική ζωή.
Σε αντίθεση προς αυτό το σκηνικό, το διακριτικό σημάδι τής Ορθόδοξης ηθικής είναι ότι ενώνει τις ηθικές θεωρήσεις πού έτσι κι αλλιώς είναι χωρισμένες. Για το πρόσωπο πού λατρεύει την αγία Τριάδα, πού παραδίνεται σ’ Αυτήν και είναι ενωμένο μαζί Της, δεν υπάρχει ένταση ανάμεσα σ’ αυτή την προσέγγιση πού τονίζει το σωστό και στην άλλη πού τονίζει το σκοπό. Μιά Ορθόδοξη ηθική είναι ταυτόχρονα τελολογική και δεοντολογική. Η ηθική εστιάζεται στην αποφόρτιση των υποχρεώσεων και στην αποφυγή τού κακού, όπου το κακό δεν είναι απλώς ένα αρνητικό ισοζύγιο κερδών και ζημιών, αλλά οι πρώτοι καρποί των πεπτωκότων, ασώματων δυνάμεων.
Η Ορθόδοξη ηθική εστιάζεται επίσης στην πραγματοποίηση τού καλού -στη μεγιστοποίηση τής ωφέλειας για όλη την κτίση- μέσω μιας πλήρους υποταγής στον Θεό με αγάπη και υπακοή, τού οποίου ο Υιός υπετάγη στο θάνατο επί τού σταυρού. Η Ορθόδοξη ηθική είναι η επιδίωξη μιας αγιότητας πού η λογική της δεν βρίσκεται στη θεώρηση τού καλού και τού κακού, ή σέ ένα ευνοϊκό ισοζύγιο κερδών έναντι ζημίων, ή στην αξία των συγκεκριμένων πεπερασμένων στοιχείων, αλλά σ’ έναν Θεό πού μόνο Αυτός είναι αξιέπαινος και έσχατο κέντρο όλων των υποχρεώσεων, πού τελικά ολοκληρώνονται στην αιώνια λατρεία. Όπως ο Θεός είναι ένας, έτσι το καλό και το κακό είναι τελικά ένα σ’ Αυτόν. Η ακεραιότητα τής ηθικής ζωής δεν επιτυγχάνεται απλώς με την επιδίωξη τής αρετής και την πραγμάτωση ενός καλού χαρακτήρα, αλλά με τη θέωση μέσω των μυστηρίων τής Εκκλησίας. Η βαθιά δικαίωση τής Ορθόδοξης ηθικής δεν βρίσκεται ούτε στη φύση, ούτε στην ανθρώπινη λογική, αλλά στον Θεό, την πηγή κάθε φύσεως και λογικής, σ’ έναν Θεό πού βρίσκεται πέρα από τη φύση και τη λογική μας.
Η κοσμική ηθική, αντίθετα από την Ορθόδοξη, αντιμετωπίζει μιά ένταση ανάμεσα στη δικαίωση τής ηθικής και στο κίνητρο να ενεργήσει κάποιος ηθικά. Μιά ωφελιμιστική πρόταση μπορεί να δικαιώσει την ηθική επί τη βάσει τού μέγιστου καλού για το μέγιστο σύνολο, αλλά η δυσκολία της βρίσκεται στο να πείσει γιατί είναι λογικό κάποιος να ενεργεί ριζικά ενάντια στο δικό του καλό για να στηρίξει το μέγιστο καλό. Ακόμη και μιά δεοντολογική πρόταση, όπως αυτή τού Κάντ, δυσκολεύεται να δείξει μ’ έναν πειστικό τρόπο γιατί θα πρέπει ένα άτομο να αποφασίσει να ενεργήσει ριζικά ενάντια στην ευτυχία του (π.χ. να χάσει τη ζωή του), για να αποφύγει τη λογική κύρωση, το να θεωρείται δηλαδή αξιοκατάκριτο. Ο ίδιος ο Κάντ αναγνωρίζει ότι το σωστό, το ατομικό καλό και το ύψιστο καλό μπορούν να ενωθούν πλήρως μόνο αν κάποιος ενεργεί σαν να υπήρχε Θεός και αθανασία.
Αντίθετα, μιά Ορθόδοξη ηθική αποκαλύπτει ότι η γένεση τής ηθικής, η λογική τής ηθικότητας, η βαθιά της δικαίωση και το κίνητρο να ενεργεί κάποιος ηθικά, είναι όλα ενωμένα στη σχέση μας με την άγια Τριάδα. Τόσο ό,τι είναι καλό για το άτομο, όσο και για το έσχατο καλό, είναι ενωμένα, αν και αυτή η ένωση βιώνεται μόνο στην αληθινή λατρεία και απλώς ποτέ δεν γίνεται αντιληπτή με τη λογική επαγωγική σκέψη. Η Ορθόδοξη ηθική δεν αποτελεί απλώς ένα σώμα ανθρωπίνων εθίμων και παραδόσεων, ούτε απορρέει από κάποια λογική επιχειρηματολογία, ούτε εκφράζεται μόνο με επαγωγικούς λογικούς όρους, αλλά είναι μάλλον η έκφραση, σέ συνδυασμό με την παράδοση των Πατέρων, μιας συγκεκριμένης ζωντανής σχέσης με έναν υπερβατικό Θεό της αγάπης.
Δύση και εκκοσμίκευση τής ηθικής
Η Ορθόδοξη κατανόηση τής ηθικής, όπως αυτή διατηρείται στη λειτουργική ζωή, έρχεται σε αντίθεση προς ό,τι καθιερώθηκε ως κυρίαρχη ηθική παράδοση στη Δύση. Αυτή η παράδοση βίωσε τη θεμελίωση τής θεολογίας και ιδιαίτερα τής ηθικής περισσότερο στη λογική, παρά στη λατρεία. Η ανάπτυξη τής Δυτικής Χριστιανικής και κοσμικής ηθικής περιέλαβε μιά μετακίνηση, στο κεντρικό πλαίσιο, των ηθικών ενδιαφερόντων από τη λειτουργική κοινωνία με τον Θεό, σε μιά επαγωγική λογική κοινωνία με την πραγματικότητα. Η μετακίνηση έγινε από το μυστήριο τής ευχαριστιακής κοινότητας στο διανοητισμό τής ακαδημαϊκής.
Μετά απ’ αυτήν τη μεταβολή υπήρξε μιά άλλη: οι άνθρωποι πού θεωρήθηκαν ως παραδείγματα ηθικής δεν ήσαν πλέον οι ενωμένοι με τον Θεό στην αληθινή λατρεία και πίστη, αλλά εκείνοι πού ασχολούνταν με την επαγωγική εξερεύνηση των αξιών και των υποχρεώσεων. Αυτές οι αλλαγές υπήρξαν ανεπαίσθητες και αργές. Παρήγαγαν όμως βαθιές, αν και συχνά απαρατήρητες, διαφορές ανάμεσα στην Ορθόδοξη ηθική και στις προσληφθείσες ηθικές τής Δύσης. Αυτές οι διαφορές συχνά παραγνωρίζονται, αφού δεν παρουσιάζονται ούτε ως σύγκρουση επαγωγικών προτάσεων, ούτε ως διαφορετικοί προσανατολισμοί τής ηθικής συμπεριφοράς.
Οι διαφορές ριζώνουν σε μιά μακρά ιστορία διαφορετικής ανάπτυξης. Η πρώιμη Δυτική Αναγέννηση, πού γεννήθηκε στην Αυλή των Καρολιδών στα τέλη τού όγδοου και στις αρχές τού ένατου αιώνα, όχι μόνο περιέλαβε τη φράση και εκ τού Υιού (filioque) στο Σύμβολο τής Πίστεως, αλλά έφθασε να περιλάβει την εμπιστοσύνη στη λογική, η οποία άνθισε τελικά στο απόγειο τού σχολαστικισμού, τον δέκατο τρίτο αιώνα. Η σκέψη πού γεννήθηκε εκείνη την εποχή οδήγησε στο συμπέρασμα ότι μέσα από τη γνώση των «αισθητών» πραγμάτων μπορούμε να γνωρίσουμε την ύπαρξη τού Θεού, την ουσία τού Θεού, και με την εξέταση των ροπών τού ανθρώπου και με την αποκάλυψη τού φυσικού νόμου μπορούμε να γνωρίσουμε τον ηθικό νόμο. Δεν υπήρξε απλώς η άποψη ότι η κτιστή πραγματικότητα διαθέτει μιά τάξη και ότι αυτή η τάξη μπορεί να βρεθεί σε μιά ανθρώπινη καρδιά πού είναι στραμμένη στον Θεό, ή ότι η τάξη αυτή διαθέτει ηθικές συνέπειες. Σήμαινε ότι ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει αυτή την τάξη και τις ηθικές της συνέπειες, δίχως να ανοίξει με την προσευχή την καρδιά του στον Θεό.
Αντίθετα, η Ορθοδοξία αναγνωρίζει ότι η αμαρτία τού Αδάμ και τής Εύας έχει συσκοτίζει τον ανθρώπινο νου, ο οποίος έχει διαφορετικές προσδοκίες όσον αφορά την ηθική γνώση. Στρέφεται με τη λατρεία και τον ασκητισμό στον Θεό για να διδαχθεί τούς νόμους Του. Οι Ορθόδοξοι δεν επεζήτησαν να θέσουν περιορισμούς στην κοσμική φιλοσοφική σκέψη σχετικά με την αποδεικτικότητα τής ύπαρξης τού Θεού ή τη γνωσιμότητα των γενικών χαρακτηριστικών τού νόμου τού Θεού. Απλώς, η δυνατότητα μιάς τέτοιας γνώσης φαίνεται να θεωρείται ως ένα δεδομένο στοιχείο της προσληφθείσας φιλοσοφικής επιστήμης τής εποχής. Όμως, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (1296-1359), θεωρείται ότι η γνώση τής ουσίας τού Θεού παραμένει αδύνατη.
Κατά συνέπεια, η θεολογία πρωταρχικά εστιάζεται σέ μιά ζωντανή λατρευτική σχέση με τον ένα υπερβατικό Θεό, ο οποίος είναι παντελώς έτερος, και όχι σέ μιά φιλοσοφική εξερεύνηση τής φύσης τού Θεού. Η Ορθοδοξία όχι μόνο δεν ερευνα το νόμο τού Θεού με την επαγωγική μελέτη τής φύσης, πού να ολοκληρώνεται σέ μιά ηθική τού φυσικού νόμου, αλλά επιζητά να βασίσει την ηθική της σέ μιά λειτουργική σχέση μ’ έναν προσωπικό Θεό, πού ή ύπαρξή Του στα πρόσωπα μιας Τριάδος είναι τόσο εμφανής όσο η ίδια η ύπαρξη τού Θεού ως Θεού. Κι όταν ακόμη οι άνθρωποι στρέφουν την καρδιά τους μακριά από τον Θεό, υφίσταται εντούτοις η δυνατότητα μετοχής τους στη σκιά κάποιας ηθικής.
Ωστόσο, η διαφορά ανάμεσα σέ μιά ηθική πού απαντάται στην ευχαριστιακή λατρεία τού Θεού και σε μιά ηθική πού μπορεί να ενώνει ηθικά ξένους, πού δεν έχουν καμιά σύνδεση με τον Θεό, είναι απόλυτη. Είναι τόσο απόλυτη, όσο η διαφορά πού υπάρχει ανάμεσα σέ μιά ηθική πού απαντάται στην ευχαριστιακή λατρεία τού Θεού και στις διάφορες κοσμικές ηθικές, πού επιχειρούν να εξασφαλίσουν το ηθικό τους περιεχόμενο μέσα από ηθικά επιχειρήματα διαφόρων τύπων. Η αντίθεση βρίσκεται ανάμεσα σέ μιά ηθική πού ανευρίσκεται στη λατρεία και σέ μιά ηθική διαδεδομένη, θεσμοθετημένη ή δικαιωμένη επαγωγικά ή συμβατικά. Η διαφορά επηρεάζει την Ορθόδοξη προσέγγιση στις σύγχρονες ηθικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών πού θέτει η σύγχρονη ιατρική.
Η διαφορά ήδη φάνηκε τον δέκατο τέταρτο αιώνα, στη διαμάχη ανάμεσα στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και στον Βαρλαάμ τον Καλαβρό (1290-1348). Αυτή δεν αφορούσε μόνο τις άκτιστες ενέργειες τού Θεού πού θεώνουν τον άνθρωπο, αλλά την αναπτυσσόμενη τάση στη Δύση να αντιθέτει την ηθική πού μπορεί να συναχθεί δίχως τη χάρη τού Θεού στην ηθική πού μπορεί να γνωσθεί μέσω αυτής τής χάριτος. Αν και για τούς πιστούς Δυτικούς Χριστιανούς εξακολουθεί να ισχύει το ότι το πλαίσιο για την ηθική γνώση προϋποθέτει τη χάρη, ωστόσο η ηθική, ως συστηματική έκθεση τής σωστής συμπεριφοράς, κρίθηκε τώρα ότι είναι δυνατή έξω από μιά στενή σχέση με τον Θεό. Η προσεκτική θεώρηση και ανάλυση της κατάστασης τού ανθρώπου ή της φύσης τού κόσμου μπορεί να αποκαλύψει τον τρόπο πού οι άνθρωποι οφείλουν να ενεργούν. Η ηθική πού βασίζεται στον φυσικό νόμο και πού ανοίγεται στην ανθρώπινη γνώση, ακόμη και χωρίς τη χάρη, έγινε ένα από τα πρωταρχικά ζητήματα τής κοσμικής φιλοσοφικής μελέτης.
Εκεί όπου η Ανατολή αναγνώρισε στη λογική ένα ρόλο στην επεξεργασία των όσων γνωρίζονται μέσω τής χάριτος, η Δύση ήρθε με αυτοπεποίθηση να προσδιορίσει έναν νέο ρόλο στη λογική, εντελώς ανεξάρτητο τής χάριτος, στη διαδικασία αποκάλυψης μιάς θεμελιακής ηθικής. Ένας επιστημονικός δυαλισμός έφερνε πλέον σέ αντίθεση τη γνώση πού παράγει ή φυσική λογική και τη γνώση πού γεννά η υπερφυσική αποκάλυψη.
Κι όταν ακόμη ο σχολαστικισμός έχασε τη λάμψη του, η ηθική τού φυσικού νόμου, πού αναπτύχθηκε κατά τον Μεσαίωνα, συνέχισε να εμπνέει τα δυτικά κοσμικά ηθικά συστήματα. Μετά την Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση, μιά διηρεμένη ομολογιακά Ευρώπη και συντετριμμένη από την αιματοχυσία τού Τριακονταετούς πολέμου και τού εμφυλίου πολέμου στην Αγγλία, έλπιζε ότι η ίδια η λογική θα μπορούσε να αποκαλύψει το πώς πρέπει να ζουν οι άνθρωποι. Αυτό το καθήκον το έχει επωμισθεί το σύγχρονο πρόγραμμα τής ηθικής φιλοσοφίας. Όπως διατείνονται τα διάφορα συστήματα, θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μιά ηθική για τούς ανθρώπους, με τον έλεγχο τού χαρακτήρα τής ίδιας τής λογικής, με την εξερεύνηση τής κατάστασης τού ανθρώπου, με την εξέταση των συμπαθειών πού αναπτύσσει ό άνθρωπος, με την εκτίμηση των ευαισθησιών του κτλ. Οι κανόνες τής σωστής συμπεριφοράς, είτε στρέφονται προς το εσωτερικό τής φύσης τής λογικής, είτε στρέφονται έξω από τη φύση τού ανθρώπου, θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν χωρίς να χρειάζεται να συνδεθούν με κάποια συγκεκριμένη θρησκευτική πίστη, ένταξη ή λατρεία
Αυτό το πρόγραμμα αν πετύχαινε, θα θεράπευε μέσω τής λογικής την κομματιασμένη πίστη τής Δυτικής Ευρώπης και θα παρείχε μιά ουσιαστικά κοσμική ηθικότητα πού θα δέσμευε τούς πάντες. Αν κάποιος μπορούσε με λογικά επιχειρήματα να δείξει το πώς οι άνθρωποι πρέπει να συμπεριφέρονται, θα μπορούσε τότε να διορθώσει τούς ανήθικους ανθρώπους δείχνοντάς τους πώς, συμπεριφερόμενοι με τον τρόπο πού συμπεριφέρονται, είναι παράλογοι. Επιπλέον, αν κάποιος επέβαλλε λογικά επιβεβλημένους κανόνες συμπεριφοράς, θα μπορούσε να επικαλεσθεί το κύρος τής λογικής για να δικαιολογήσει τη βία πού ασκήθηκε. Μάλιστα, η βία πού θα ασκείτο για να επιβληθεί μιά λογική ηθικότητα δεν θα ήταν ξένη σ’ αυτούς πάνω στους οποίους ασκείτο. Μιά τέτοια πίεση θα επανέφερε στην τάξη όσους αναγκάστηκαν να συμπεριφερθούν με τρόπο πού να προσιδιάζει στη φύση τους. Ο ορθολογισμός θα αποκάλυπτε τότε μιά κοινότητα κοσμικής ηθικής πού θα δέσμευε τούς πάντες. Θα θεμελίωνε τη λογική της και θα έδινε στο περιεχόμενό της μιά βάση ανεξάρτητη από κάθε σχέση με τον Θεό. Τότε η διάσπαση πού δημιούργησε ο πύργος τής Βαβέλ θα έμπαινε στο περιθώριο, όχι με τη μετάνοια τού ανθρώπου, με την άφεση τού Θεού και με την εν Χριστώ ενότητα, αλλά με την ανθρώπινη λογική. Η ανθρώπινη κοινότητα θα θεμελιωνόταν στον ορθολογισμό – και όχι στη χάρη, πού εμφανίστηκε μόνο να χωρίζει.
Αυτή η ελπίδα, πού έφθασε στο αποκορύφωμά της κατά το Διαφωτισμό, ότι δηλαδή η λογική θα μπορούσε να ενώσει την Ευρώπη σε μιά κοινή ηθική αντίληψη, στην ουσία παρήγαγε τόσες κοσμικές προτάσεις για τη δικαιοσύνη, την ισότητα, τα δικαιώματα και την ευημερία, όσες είχε παραγάγει η Μεταρρύθμιση για την Αγία Γραφή και τη φύση τής θρησκευτικής πίστης. Η ποικιλία των ηθικών προτάσεων τής μεταμοντέρνας εποχής αντανακλά την ηθική ποικιλία ενός πολυθεϊστικού κόσμου πού προηγήθηκε τού Χριστιανισμού.
Όπως έχουμε ήδη δει, η θεωρία της ηθικής περιστοιχίζεται από μιά πλειάδα προκλήσεων πώς να καταταγούν τα διάφορα καλά για τα οποία ενδιαφέρονται οι άνθρωποι, πώς να ισορροπήσει το καλό και το σωστό, πώς να κατανοηθεί η σωστή ηθική κοινότητα, πώς να διαμορφωθεί η λογική τής ηθικής, πώς να αποκαλυφθούν τα βαθιά της θεμέλια – ή αντίθετα να αποδείξει ότι τα βαθιά θεμέλια είναι περιττά. Εφόσον η επιλογή οποιοσδήποτε ηθικής αντίληψης προϋποθέτει την ενίσχυση μιας συγκεκριμένης διαβάθμισης αξιών, προϋποθέτει ένα «προεξοφλητικό επιτόκιο» για αξίες και ή περιεχόμενο για το τί είναι ηθικά σωστό και λάθος, η κοσμική ηθικότητα απαιτεί την καθοδήγηση μιας κανονικής ηθική; πρότασης, ενός οράματος, μιας αίσθησης ή ενός συνόλου ενοράσεων, για να γνωρίζει ποιά πρόταση θα ενισχύσει. Αφού αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο -δηλαδή, το ερώτημα ποιά ηθική πρόταση θα προηγείται- η κοσμική φιλοσοφία δεν μπορεί να βρει το δρόμο για να βγει από το αδιέξοδο, το να μη γνωρίζει δηλαδή ποιό ηθικό όραμα πρέπει να είναι το κανονικό.
Για να έχει περιεχόμενο μιά κοσμική φιλοσοφική πρόταση, πρέπει σέ κάποιο κρίσιμο σημείο να υιοθετήσει συγκεκριμένες δασικές ηθικές αρχές ή αξιώματα. Το κεφαλαιώδες ερώτημα -πού για τούς Ορθοδόξους βρίσκει την απάντησή του στην ιερή παράδοση- αναφέρεται στο ποιές αρχές και αξιώματα πρέπει να υιοθετηθούν. Εφόσον ο κοσμικός ορθολογισμός για αιώνες προσέβλεπε σε μιά καθολική ηθική πρόταση, πού θα μπορούσε να διαμορφωθεί έξω από κάθε συγκεκριμένη Ιστορία, κοινωνικό πλαίσιο ή «απλή» παράδοση, μιά έκκληση προς την παράδοση θα αποτελούσε εγκατάλειψη τού καθήκοντος πού ο κοσμικός ορθολογισμός έχει θέσει στον εαυτό του. Γι’ αυτό, το έργο του ήταν και θα είναι αδύνατο. Είτε μιά κοσμική πρόταση πρέπει αυθαίρετα να αποδεχθεί ένα συγκεκριμένο ηθικό όραμα ως έσχατο και απόλυτο, ή πρέπει να παρακαλεί για το ίδιο το ζητούμενο. Η κοσμική σκέψη δεν μπορεί να παράσχει ένα κανονικό περιεχόμενο στην ηθική της παρά μόνο μ’ έναν αυθαίρετο τρόπο.
Έτσι, η μεταμοντέρνα κακοφωνία των ανταγωνιζόμενων ηθικών οραμάτων δεν είναι απλώς ένα κοινωνιολογικό γεγονός. Είναι ένας αναπόφευκτος επιστημολογικός όρος για την κοσμική λογική. Η ελπίδα τού Διαφωτισμού, ότι η φιλοσοφία θα μπορούσε να αποκαλύψει τούς κανόνες τής ορθής ανθρώπινης συμπεριφοράς, έμεινε απραγματοποίητη. Σύμφωνα με τούς Ορθοδόξους, η λογική χωρίς τη θεία χάρη, δεν μπορεί να αποκαταστήσει την ηθική ενότητα πού θρυμμάτισε η αμαρτία. Ούτε μπορεί να καθορίσει ποιές θα είναι οι ηθικές αρχές ή τα ηθικά αξιώματα πού πρέπει να εκληφθούν ως θεμελιώδη. Ο Διαφωτισμός υποτίμησε το ρόλο τής θέλησης στη μετάνοια και στη λατρεία, ενώ δέχθηκε το ρόλο τής λογικής στην αποκάλυψη τής ηθικής αλήθειας. Ωστόσο, μπορεί κάποιος να ενώσει τα θρυμματισμένα στοιχεία τής ηθικότητας με τη μετάνοια, και να ενωθεί με τον Χριστό μέσω τής ευχαριστιακής κοινότητας. Η εκκοσμίκευση, μέσα στα χαλάσματα τής αποτυχίας της να μετανοήσει και να επιστρέφει στη χάρη τού Θεού, και δεδομένης τής ανικανότητας τής απλής λογικής, αντιμετωπίζει την αδυναμία τού μεταμοντερνισμού να ανακαλύψει μέσω τής λογικής μιά καθολική κοσμική ηθική πρόταση ή να δικαιώσει μιά κανονική πλήρη πρόταση ορθής ηθικής συμπεριφοράς.
Αντίθετα, ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός αποκαλύπτει τις ηθικές λύσεις μέσα από μιά λειτουργική, μεταμορφωτική σχέση με τον Θεό, το θεμέλιο κάθε όντος και κάθε αξίας. Αυτή η σχέση δεν αναζητείται μέσα από την ανάλυση και την επαγωγική σκέψη. Αναζητείται και φανερώνεται στην προσευχή, στη νηστεία, στην ελεημοσύνη, στην αγάπη για τον πλησίον και στην αγάπη για τον Θεό. Ένα κανονικό ηθικό νόημα δεν αποκαλύπτεται μέσα από τον φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά μέσα από την Ορθόδοξη λατρεία και την ενεργητική αγάπη. Τα πρώτα και σπουδαιότερα ηθικά παραδείγματα είναι αυτών πού ζητούν να είναι τέλειοι, εγκαταλείποντας τα πάντα για να ακολουθήσουν τον Χριστό (Ματθ. 19, 21), πού ελευθερώνουν την καρδιά τους από τα πάθη, πού φωτίζονται και γνωρίζουν τον Θεό. Κατά συνέπεια, οι Ορθόδοξοι ηθικολόγοι μπορούν με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη να καταφεύγουν στο μοναστήρι παρά στην ακαδημία. Το τεστ τής ηθικής κατανόησης θα είναι η κρίση αυτών πού είναι αληθινοί θεολόγοι, αυτών των αγίων ανδρών και γυναικών, πού προσφέρουν τη ζωή τους, με λατρεία, στον Θεό.
Αυτό μπορεί μόνο να σημαίνει ότι η Ορθόδοξη ηθική θα επιβαρυνθεί, ή και θα τεθεί σέ κίνδυνο, σε κάθε χώρα η Εκκλησία, η οποία κυοφορεί περισσότερους ακαδημαϊκούς, πού στοχάζονται επαγωγικά πάνω στη θεολογία και στην ηθική, από ό,τι άγιους ασκητές, έγγαμους και άγαμους. Στην πρόσφατη έκδοση των στοχασμών τού άγιου Σιλουανού τού Αθωνίτου (1866-1938), οι αρχιμανδρίτες Σωφρόνιος και Βασίλειος υπογραμμίζουν αυτή την αλήθεια, την οποία εκτιμούσαν οι Πατέρες, πού την υπερασπίστηκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και πού συνιστά τον μοναδικό χαρακτήρα τής Ορθόδοξης ηθικής. Ότι δηλαδή οι αποσπασματικές ηθικές πρακτικές μπορούν να ολοκληρωθούν μόνο αν έρθουν σε επαφή με τον συνδετικό κρίκο τής πραγματικότητας -δηλαδή τον Θεό- μέσω τής λατρείας. Η ηθική τής σωστής συμπεριφοράς, το πρωταρχικό περιεχόμενο ενός σωστού ηθικού νοήματος, πρέπει να βρεθεί σέ μιά αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον πού να αντλεί τον αυθεντικό της χαρακτήρα από την Ορθόδοξη λατρεία, η οποία αποκαλύπτει και ενσωματώνει την Ορθόδοξη πίστη. Η ηθική γνώση είναι πλήρως ενσωματωμένη στην Ορθόδοξη ηθική ζωή και λατρεία. Παραμορφώνεται όσο χωρίζεται από τα έργα τής αγιότητας. Η Ορθόδοξη ηθική είναι αγιότης, κοινωνία μ έναν Θεό πού είναι εντελώς έτερος, αλλά παραμένει Πατέρας. Μιά τέτοια ηθική αποτελεί ιερό μυστήριο πού αποκαλύπτεται μέσα στα άγια μυστήρια. Είναι μιά ηθική πού πρέπει να βιώνεται και όχι απλώς να ερμηνεύεται.
Από το βιβλίο: Ζωντανή Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ΕΣΤΙΑΣ” ΑΘΗΝΑ 2001
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ