π. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ (+)
ΤΟ ΟΣΙΑΚΟ ΤΕΛΟΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
«ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΕΒΑΛΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ» Προαισθανθείς το τέλος του, εζήτησε και ετέλεσαν τα απαραίτητα χριστιανικά του καθήκοντα. Έκαμε γενικήν εξομολόγησιν, εποίησαν Ευχέλαιον και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, ως είχε την συνήθειαν εν τη ασθενεία του να μεταλαμβάνη καθημερινώς. Από την προηγουμένην εβάρυνε και εστενοχωρείτο ως μη δυνάμενος να κρατή κατά νουν την ευχήν, λέγων εις τους κύκλω αυτού αδελφούς: «Να με συγχωρήσετε πατέρες μου, απέκαμεν ο νους μου και δεν δύναται να βαστάξη την ευχήν—το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με»— δια τούτο την εκφωνώ». Την ευχήν αυτήν είχεν αχώριστον σύντροφον εις όλην του την ζωήν ο θείος Πατήρ, ως είδομεν, πραγματοποιών ούτω την εντολήν του Αποστόλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», και την προτροπήν Γρηγορίου του Θεολόγου, «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον».
Πάντοτε, και εις τα ελάχιστα ευγνώμων, εφανερούτο και κατά τας τελευταίας στιγμάς του βίου του η ευγένεια της αγίας του ψυχής. Ευχαριστών αδιακόπως τους αδελφούς Σκουρταίους δι’ όσα εμερίμνησαν υπέρ αυτού, έλεγεν: «Ο άγιος Θεός να πληρώση τον κόπον της αγάπης σας, δι’ ό,τι κάμετε εις εμέ τον αμαρτωλόν». Εγνώριζεν ότι, «και αυταί αι μερικαί στιγμαί του ημετέρου βίου, αίρουσιν εφ’ εαυτάς το βάρος της αιωνιότητας». Και απόδειξις τούτου είναι, ότι και κατά τας τελευταίας στιγμάς της ανθρώπινης ζωής, ο διάβολος αγωνίζεται, όπως αρπάση τον στέφανον του καλώς αθλήσαντος, δι’ ενός μόνου λογισμού υπερηφανείας, ως γράφει σχετικώς και ο θείος Διδάσκαλος εις τον πρόλογον του «Αοράτου Πολέμου».
Προσδοκών, όπως «επί το αυτό κοιμηθή και υπνώση», εζήτησε να του φέρουν τα αγία λείψανα των συναγωνιστών και φίλων του Αγίων Πατέρων Μακαρίου του Νοταρά του Κόλλυβά και Παρθενίου, του Γέροντος των Σκουρταίων, και αγκαλισάμενος αυτά, κατεφίλει δακρυρροών και λέγων: διατί άγιοι Πατέρες με αφήκατε ορφανόν; Σεις ήλθατε αυτού και αναπαύεσθε δια τας αρετάς, όπου εκατωρθώσατε εις την γην και ήδη κατατρυφάτε της δόξης του Κυρίου μας και εγώ πάσχω εξ αμαρτιών μου. Διο παρακαλώ σας, Πατέρες μου, ικετεύσατε τον Κύριόν μας να ελεήση κι’ εμέ και να με αξιώση αυτού, όπου είσθε και σεις…» γράφει ο Ευθύμιος.
Θα ενόμιζε κανείς, ότι ο λέγων ταύτα είναι μέγας τις αμαρτωλός, ζητών έλεος εν ώρα φόβου και επιγνώσεως δια τα εν τω κόσμω εγκλήματά του. Εν τούτοις τα έλεγεν ο μέγας, ο θείος Νικόδημος, όστις έζησεν ως άγγελος, ήθλησεν ως ήρως, και απέθνησκεν ως αμαρτωλός. Όλοι οι πατέρες της Εκκλησίας απέθανον ως μεγάλοι αμαρτωλοί και η τελευταία πνοή των ήτο στεναγμός. Ιδού το μεγαλείον της αγιότητας! Να αγνοή εαυτήν. Και το εκπληκτικώτερον, όπερ διαφεύγει των διαστάσεων της ανθρωπίνης διάνοιας και όπερ καθίσταται οικείον μόνον τη απλότητι και καθαρότητι της ανθρωπίνης ψυχής, είναι ότι ο άγιος θεωρεί εαυτόν μετά βεβαιότητας ως άθλιον. Είναι σοφόν το του φιλοσόφου. «Το μεγαλείον του ανθρώπου είναι μέγα κατά τούτο. Ότι συναισθάνεται εαυτόν άθλιον. Είναι, λοιπόν, άθλιος, διότι είναι άθλιος. Αλλ’ είναι και μέγας διότι γνωρίζει ότι είναι άθλιος. Τις άλλος θεωρεί εαυτόν δυστυχή επειδή δεν είναι βασιλεύς, ειμή ο έκπτωτος βασιλεύς;»
Καθ’ όλην την νύκτα της 13ης προς την 14ην Ιουλίου περιεστοιχίζετο υπό πλήθους προσευχομένων και οδυρομένων, δια την στέρησιν του Διδασκάλου, αδελφών, εν οις οι πλείστοι ασφαλώς θα ήσαν Κολλυβάδες Αγιορείται, ενδεικνύοντες την αγάπην και τον σεβασμόν των προς τον «απλανή οδηγόν» των. Η περιεκτικωτάτη εις φιλοσοφικόν περιεχόμενον και κατανυκτικωτάτη αυτή σκηνή, φέρει εις μνήμην μας την ωραίαν και λίαν εκφραστικήν παράστασιν της «Κοιμήσεως του Αγίου Εφραίμ του Σύρου», υπό της Κρητικής Σχολής, με την πληθύν των Μοναχών, διακεχυμένην εχόντων εις τα πρόσωπα, εκ της ασκήσεως υποβλητικά, την πνευματικήν θλίψιν και το χαροποιόν πένθος, όλα μετρημένα, όλα πνευματικά. Που μεν τας εκφραστικάς, γηραλέας και οσιακάς μορφάς, που δε των μέσων και «νεωτέρων» τα αποπνευματωθέντα χλωμά εκ της νηστείας πρόσωπα και τους φωτεινούς από τας ολονυκτίους προσευχάς οφθαλμούς… Όλα αγία, κρινοειδή, διαφανή, θεία, φωτεινά, αγγελικά.
«Τη δε έκτη ώρα της νυκτός εις ερώτησιν των αδελφών, πως έχεις Διδάσκαλε; Απεκρίθη με εσβεσμένην φωνήν και με τους οφθαλμούς εστραμμένους εις βυζαντινήν Εικόνα της Παναγίας Παρθένου, δια την υπερύψωσιν της Οποίας τόσους εδέξατο ονειδισμούς: «Αποθνήσκω, αποθνήσκω, αποθνήσκω. Αλλά σας παρακαλώ μεταλάβετέ με». Και ούτως ευτρεπισθείς μετέλαβε του Σώματος και Αίματος του Κυρίου. Και μετ’ ολίγην ώραν εύρον αυτόν έχοντα τας χείρας εσταυρωμένας και τους πόδας ηπλωμένους. Διδάσκαλε, τον ηρώτησαν, τι κάμνεις; Ο δε απεκρίθη, τον Χριστόν έβαλα μέσα μου και πως να μη ησυχάσω; …Και συνομιλήσαντες ολίγον εσιώπησε…»
«Τον Χριστόν έβαλα μέσα μου…». Τι εσήμαινε δια τον άγιον Πατέρα αυτό ; Το γράφει: «Ω αγάπη άκτιστος! Ω αγάπη γλυκεία ! Τι θέλεις εσύ από εμένα ; Αυτός δε θέλει σού ειπή, πως δεν θέλει άλλο παρά αγάπην… Ζητώ την καρδίαν σου, να ενωθή με την ιδικήν μου, ήτις δια τούτο μου ανοίχθη με την λόγχην επάνω εις τον Σταυρόν. Και ζητώ όλον εσέ δια να είμαι και εγώ όλος εδικός σου εσύ βλέπεις, ότι εγώ είμαι ασυγκρίτου τιμής, και όμως γίνομαι τόσης τιμής, όσης είσαι εσύ. Αγόρασέ με, λοιπόν, ω ψυχή μου ηγαπημένη, με το να δοθής εις εμέ…»
«ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΝΕΚΡΩΝ» Και ούτω την 14ην Ιουλίου του έτους 1809 εις εν απέριττον Κελλίον του Αγίου Όρους και εν μέσω ηγαπημένων αδελφών και τέκνων κατά πνεύμα, «ανατέλλοντος του αισθητού ήλιου — γράφει ο Ευθύμιος — εις την γην, εβασίλευσεν ο νοητός ήλιος της Εκκλησίας του Χριστού. Έλλειψεν ο πύρινος στύλος, ο οδηγών τον νέον Ισραήλ εις την ευσέβειαν. Εκρύβη η νεφέλη, η δροσίζουσα τους τηκομένους τω καύσωνι των αμαρτιών. Επένθησαν οι φίλοι και γνωστοί και όλοι οι χριστιανοί, εκ των οποίων εις χριστιανός, αν και αγράμματος, είπε τοιούτον λόγον: Πατέρες μου, καλύτερον ήτο να απέθνησκον σήμερον χίλιοι χριστιανοί και όχι ο Νικόδημος».
Το άγιον αυτού σκήνος ετάφη υπό σκιάν συνηρεφών καστανεών, εγγύς του ναϊδρίου του Αγίου Γεωργίου εις το Κελλίον των ηγαπημένων του Κολλυβάδων Σκουρταίων. Ενας απέριττος ξύλινος σταυρός εδήλου με πολλήν λιτότητα περί του κοιμηθέντος, επ’ ελπίδι αναστάσεως· «Ενθάδε κείται Μοναχός Νικόδημος εκ Ναξίας. Εκοιμήθη εν Κυρίω την 14ην Ιουλίου 1809 εις ηλικίαν 60 ετών».
Μετά την ανακομιδήν των ιερών λειψάνων του, έγραψαν επί της αγίας Κάρας του, το ταμείον αυτό της θείας σοφίας, κατ’ εκφρασθείσαν επιθυμίαν του: «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών». Οι προσκυνηταί του Αγίου Όρους εθεώρουν απαραίτητον, ως γίνεται μέχρι σήμερον, να διέλθουν εκ του Κελλίου των Σκουρταίων. δια να ασπασθούν την Κάραν του Αγίου, αποπνέουσαν ευωδίαν αγιότητος εις τους μετά καθαρού συνειδότος προσερχομένους.
Ο δε πολύς Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’. ίστατο μετά δέους και θαυμασμού προ αυτής, αναλογιζόμενος τι προσέφερεν ο θείος Νικόδημος εις την Εκκλησίαν. Και κλίνων γόνυ όπως την ασπασθή έλεγε: «Ποιον κατηραμένον στόμα λέγει ότι δεν ηγίασας, ω Νικόδημε». Τούτο ο Πατριάρχης δεν έλεγε αφ’ εαυτού, αλλ’ «ως προφητεύων». Διότι ο Οικουμενικός θρόνος, τον οποίον αυτός εκλέϊσεν, ανύψωσε τον ηγαπημένον του Όσιον εις περιωπήν πανορθοδόξου Αγίου, κατά την Κανονικήν Πράξιν: «...Διό και θεσπίζομεν Συνοδικώς και διοριζόμεθα και εν Αγίω διακελευόμεθα Πνεύματι, όπως από του νυν και εις τον εξής αιώνα τον άπαντα, Νικόδημος ο Αγιορείτης συναριθμήται τοις Οσίοις και Αγίοις της Εκκλησίας ανδράσιν, ετησίοις ιεροτελεστίαις αγιαστίαις τιμώμενος και ύμνοις εγκωμίων γεραιρόμενος…».
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ, 1749-1809 – (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XIV) – ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – 1959
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ