ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ
ΣΤΟΝ ΗΛΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΧΗΡΑ
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ
(…)
Έγινε λοιπόν στα χρόνια αυτής φοβερή πείνα· όχι γιατί η γη κουρασμένη έπαυσε να είναι εύφορη, αλλά επειδή οι αμαρτίες των ανθρώπων απομάκρυναν τη δωρεά του Θεού. Έγινε λοιπόν πείνα φοβερή και πείνα πιο οδυνηρή από όλες, και αυτή την πείνα την έφερε ο μεγάλος Ηλίας, καλώντας την σαν κάποιο φοβερό υπηρέτη για να συνετίσει τους ομοδούλους του που ατίμαζαν το Θεό· ή καλύτερα την προκάλεσαν οι αμαρτίες των Ιουδαίων, αλλά την έφερε το στόμα του προφήτη· γιατί λέει, «στο όνομα του ζωντανού Θεού, δε θα βρέξει, παρά μόνο όταν εγώ πω με το στόμα μου να βρέξει». Ήταν λοιπόν ανυπόφορο το κακό· γιατί δεν είχε κάνει μόνο τα σπλάγχνα της γης άγονα η φοβερή φωνή του προφήτη, αλλά σταμάτησε και τα νερά των ποταμιών και ξηραίνονταν τότε όλοι οι χείμαρροι. Και όπως, όταν στο σώμα πέσει απότομος και ψηλός πυρετός, δεν ξηραίνει μόνο την επιφάνειά του, αλλά προχωρώντας στο βάθος καταξηραίνει και τα ίδια τα κόκκαλα, έτσι και η πείνα που συνέβηκε τότε δεν κατέκαυσε μόνο την επιφάνεια της γης, αλλά, εισχωρώντας στα σπλάχνα της, εξαφάνισε κάθε υγρασία.
Τι λέει λοιπόν ο Θεός στον προφήτη; «Σήκω», λέει, «και πήγαινε στα Σαρεπτά της Σιδώνας· εκεί θα δώσω εντολή σε μια γυναίκα χήρα να σε συντηρήσει». Γιατί αυτό; Στην πατρίδα του δεν απόλαυσε καμμιά φιλοφρόνηση, και τον στέλνεις σε ξένη χώρα και σε γυναίκα χήρα; Γιατί, αν ήταν εύπορη, αν ήταν πολύ πλούσια, αν ήταν γυναίκα του ίδιου του βασιλιά, εάν είχε τις αποθήκες γεμάτες με πολλά γεννήματα, δεν θα έκανε περισσότερο άγονη την διάθεση αυτής της γης ο φόβος της πείνας; Για να μη λέει ούτε να σκέφτεται τέτοια ο προφήτης, γι’ αυτό προηγουμένως τον συντήρησε με κόρακες, σαν να του έλεγε με αυτά που έγιναν ότι, εάν προετοίμασα την άλογη φύση να σε φιλοξενήσει, πολύ περισσότερο θα πεισθεί να το κάνει αυτό η λογική φύση.
Γι’ αυτό μετά τους κόρακες έρχεται η χήρα. Και έβλεπε κανείς τον προφήτη να περιμένει την απόφαση της γυναίκας, εκείνη την ουρανομήκη και θεϊκή ψυχή, τον γενναίο και υπέροχο Ηλία να έρχεται σαν κάποιος αλήτης και ζητιάνος στην πόρτα της χήρας, και το στόμα, που έκλεισε τον ουρανό, να λέει τα λόγια των ζητιάνων, ‘δος μου ψωμί, δος μου νερό’, για να μάθεις εσύ ότι τίποτα δεν είναι τόσο κατάλληλο, όσο το σπίτι της χήρας γυναίκας και η σκηνή η πάμφτωχη, που είναι απαλλαγμένη από τον πλούτο και τα κακά που απορρέουν από αυτόν.
Γιατί ο τόπος ήταν απαλλαγμένος από ταραχές, γεμάτος από κάθε αρετή και πιο ήρεμος από κάθε λιμάνι. Τέτοια δηλαδή καταλύματα αναζητούν προπάντων οι ψυχές των αγίων.
Πήγε λοιπόν ο προφήτης στη χήρα, η οποία θα γινόταν κατήγορος της ιουδαϊκής αφιλοξενίας. Πήγε στη χήρα, διδάσκοντας όλους ότι δίκαια υποφέρουν εκείνη την κόλαση της πείνας οι Ιουδαίοι. Γιατί όταν πρόκειται να τιμωρήσει κάποιους ο Θεός δεν επιβάλλει την τιμωρία στην τύχη, ούτε αρκείται στην απόφαση της δικής του κρίσεως, αλλά και απολογείται στους ανθρώπους με τα πράγματα, σαν να κρίνεται σε κοινό δικαστήριο από τις σκέψεις των πολλών. Και όπως οι δικαστές, όταν πρόκειται να στείλουν κάποιον στο θάνατο, αφού καθίσουν πάνω σε ψηλό βήμα και δώσουν εντολή να τραβηχτούν τα παραπετάσματα, και στήσουν γύρω τους ολόκληρη την πόλη, έτσι δικάζουν τον υπόδικο σαν σε κοινό θέατρο, κάνοντας τις ερωτήσεις τους μπροστά σε όλους, και αφού δώσουν εντολή να διαβαστούν τα πρακτικά για όσα διέπραξαν εκείνοι και το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να γίνει κατήγορος των εγκλημάτων του, τότε εκδίδουν την απόφαση, έτσι και ο Θεός· αφού πρώτα καθίσει, σαν σε βήμα ψηλό, δηλαδή στο κήρυγμα της Γραφής, και στήσει γύρω του όλη την οικουμένη, εξετάζει τα αμαρτήματα μπροστά σε όλους, χωρίς να δίνει εντολή να διαβαστούν πρακτικά, ούτε να παρουσιάζει γραπτά στοιχεία, αλλά παρουσιάζει σ’ εμάς τους ίδιους τα αμαρτήματα των καταδίκων.
Όταν λοιπόν επρόκειτο να ρίξει εναντίον των Σοδομιτών τους φοβερούς κεραυνούς του και να εξαφανίσει λαούς και πόλεις από τη χώρα με εκείνη τη φοβερή φλόγα, όταν έρριχνε στη γη την καινούργια και παράξενη εκείνη βροχή, που ήταν πιο φρικτή από την πρώτη που μόνο ο ήλιος είχε δει, επειδή ήταν τέτοιο το γεγονός, προτού να επιβάλει την τιμωρία αυτή, έδειξε σε μας την κακία εκείνων που επρόκειτο να τιμωρηθούν, χωρίς να διαβάζει γραπτά στοιχεία, όπως είπα, αλλά παρουσιάζοντας τα ίδια τα αμαρτήματά τους. Γι’ αυτό λοιπόν έστειλε τους αγγέλους, όχι μόνο για να βγάλουν έξω από την πόλη τον Λωτ, αλλά για να σού δείξουν την παρανομία εκείνων, πράγμα βέβαια που και έγινε. Γιατί, επειδή τους υποδέχτηκε ο Λωτ, πολιορκούσαν όλοι το σπίτι αυτού που τους φιλοξένησε, αφού το περικύκλωσαν. Και τους οδηγούσε στην πολιορκία αυτή αφύσικος έρωτας και επιθυμία παράνομης σαρκικής επαφής, που ξεπερνούσε τα όρια και της φύσεως και της ηλικίας τους. Γιατί δεν είχαν περικυκλώσει το σπίτι μόνο νεαροί, αλλά και ηλικιωμένοι· και ούτε τα άσπρα μαλλιά τους κατέστειλαν τη λύσσα, ούτε τα γηρατειά τους έσβησαν την μανία τους, αλλά μπορούσε κανείς να δει ναυάγιο μέσα σε λιμάνι, στα γηρατειά παράνομη επιθυμία. Και δεν σταμάτησαν ούτε σ’ αυτό το σημείο της παρανομίας, αλλά, ενώ ο Λωτ τους υποσχόταν ότι θα τους παραδώσει τις θυγατέρες του, δεν απομακρύνονταν, αλλά επέμεναν λέγοντας, ότι δεν θα φύγουν, αν πρώτα δεν πάρουν και τους άνδρες· και απειλούσαν ότι θα προξενήσουν μεγάλα κακά σ’ αυτόν που υποσχόταν να τους παραδώσει τις θυγατέρες του, για να περισώσει την τιμή των ξένων. Είδες ότι πρώτα έδειξε από όλες τις πλευρές την κακία των Σοδομιτών και έπειτα πρόσθεσε την τιμωρία; Για να μη λυπηθείς λοιπόν αργότερα, βλέποντάς τους να τιμωρούνται με τόσο μεγάλη καταστροφή, και να μη κατηγορείς μαζί μ’ εκείνους το Θεό, αλλά να τους κατακρίνεις μαζί με το Θεό, προλαμβάνοντας με την απόδειξη της κακίας τους, αφήρεσε εκ των προτέρων τον οίκτο τους, απομακρύνοντάς μας από του να τους δείξουμε συμπάθεια.
Αυτό ακριβώς έκανε και τώρα με τον προφήτη. Για να μη πονάς βλέποντας τους Ιουδαίους να πεθαίνουν από την πείνα, σού δείχνει την απανθρωπιά τους και την ωμότητα και τη σπάνια αφιλοξενία τους.
Γιατί όχι μόνο δεν υποδέχτηκαν τον προφήτη, αλλά απειλούσαν ότι και θα τον σκοτώσουν και αυτό είναι φανερό από τα λόγια του Θεού.
Γιατί δεν είπε μόνο «αναχώρησε», αλλά και «κρύψου». Δε σού φτάνει δηλαδή η φυγή για να σωθείς, αλλά πρέπει και να κρυφτείς με πολλή προσοχή· γιατί είναι όχλος ιουδαϊκός, όχλος που διψάει για προφητικό αίμα και είναι συνηθισμένος σε σφαγές αγίων με τα αίματα των προφητών ανέκαθεν μάτωναν τα χέρια τους. Και όταν βέβαια τον έστειλε έξω από την Ιουδαία του είπε, «φύγε και κρύψου», όταν όμως τον έστελνε στη χήρα, «εγώ», του λέει, «θα της δώσω εντολή». Βλέπεις ότι, όταν έφευγε από εκεί τον προστάζει να το κάνει με πολλές προφυλάξεις, ενώ όταν κατέφευγε εδώ, τον προστάζει να πάει με πολλή παρρησία και θάρρος;
(…)
Αλλ’ ίσως αναρωτηθεί κανείς και πει· ‘Γιατί επέτρεψε ο Θεός να θλίβεται και να στεναχωριέται εκείνος που έδειξε τόσο ζήλο για τη δόξα του Θεού, στέλνοντάς τον πότε στο χείμαρρο, πότε στη χήρα και πότε σε άλλο τόπο, κάνοντάς τον να αλλάζει τον ένα τόπο μετά τον άλλο, σαν να ήταν κανένας μετανάστης;’ Για το ότι θλιβόταν και στενοχωριόταν άκουσε τον Παύλο που λέει· «γυρνούσαν με προβιές, με δέρματα κατσικιών, γεμάτοι στερήσεις, θλίψεις και κακουχίες».
Για ποιο λόγο λοιπόν επέτρεψε ο Θεός να θλίβεται; Εάν είχε ζητήσει να τιμωρηθούν οι Ιουδαίοι, για τις αμαρτίες που είχαν κάνει εναντίον του, θα έλεγε κανείς εύλογα ότι με τη στενοχώρια αποκτά ο ίδιος πείρα της θλίψεως, για να γίνει πιο πράος και να μετριάσει την ωμότητά του. Αν όμως είχε προκαλέσει σ’ αυτούς τη συμφορά, όχι από μνησικακία για όσα έκαναν σ’ αυτόν, αλλά επειδή έλειωνε από την ασέβεια και τη βλασφημία προς τον Κύριο, για ποιο λόγο υφίσταται και αυτός τα δεινά και δεν απολαμβάνει άνεση και ασφάλεια;
Διότι, εάν, ενώ οι άλλοι υπέφεραν από τις κακουχίες και αποδεκατίζονταν από την πείνα, εκείνος είχε πλούσια τραπέζια και ζούσε άνετα, θα νόμιζε κανείς ότι αυτό που έγινε οφειλόταν στην ωμότητά του. Γιατί δεν θα ήταν καθόλου περίεργο να χαίρεται με τα δεινά των άλλων, απολαμβάνοντας ο ίδιος πλουσιοπάροχα αγαθά. Γι’ αυτό του επέτρεψε ο Θεός να δοκιμάσει τη συμφορά και να αποκτήσει πείρα των κακών που συνέβαιναν και να λάβει μέρος στην πείνα, για να μάθεις ότι δεν υπέφερε από την πείνα, αλλά από τον θεϊκό ζήλο. Γιατί δεν θα προτιμούσε να στενοχωριέται έτσι και να στερείται και να θλίβεται και να περνά κακουχίες και να μη λύνει την απειλή, εάν δεν είχε εκστομίσει τα μακάρια εκείνα λόγια, παρακινούμενος από πολύ ζήλο. Γι’ αυτό και τον ευχαριστούσε να στενοχωριέται και να τους βλέπει εκείνους να σωφρονίζονται, παρά να τους δει να επιστρέφουν στην προηγούμενη ασέβεια, απαλλασσόμενοι από τα κακά που επρόκειτο να συμβούν.
Τέτοιες είναι παντού οι ψυχές των αγίων για την διόρθωση των άλλων, θυσιάζουν τη δική τους ασφάλεια. Για να μη λέει λοιπόν κανείς ότι εξαιτίας της σκληρότητας του παρέτεινε τον λιμό, τον άφησε να υποστεί την πείνα, για να μάθεις την αρετή του προφήτη. Και εκτός από αυτό, επειδή συνήθως η θαυματουργία κάνει αυτούς που θαυματουργούν να υπερηφανεύονται, και εκείνους που βλέπουν τα θαύματα τους πείθει να φαντάζονται γι’ αυτούς ότι είναι ανώτεροι από την ανθρώπινη φύση, και τα δύο αυτά ο Θεός τα διόρθωσε με το να τα ανταλλάξει με την αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως. Και ότι αυτά έτσι είναι, είναι εύκολο να το μάθει κανείς από τα λόγια του Παύλου. Για το ότι τα θαύματα προκαλούν έπαρση, άκουσε τι λέει «και για τις πολλές αποκαλύψεις, για να μη υπερηφανεύομαι, μου δόθηκε ένα αγκάθι στο σώμα, άγγελος του Σατανά, για να με ραπίζει». Ότι και εκείνους που βλέπουν και ακούν τα θαύματα τους κάνουν να σκέφτονται ότι αυτοί που κάνουν θαύματα είναι ανώτεροι, και αυτό είναι φανερό από εκεί· γιατί, αφού μίλησε για τις αποκαλύψεις του, λέει «αλλά κι αν θελήσω να καυχηθώ, δε θα είμαι ανόητος, γιατί θα πω την αλήθεια». Τότε λοιπόν γιατί δεν καυχιέσαι; «Το αποφεύγω όμως, μήπως κανείς με θεωρήσει ανώτερον από ό,τι με βλέπει η ακούει κάτι από μένα».
Για να μη συμβεί λοιπόν και στον προφήτη κάτι παρόμοιο (γιατί, αν και ήταν ο Ηλίας, ήταν κι αυτός άνθρωπος), ανέμιξε με το θαύμα και την αδυναμία της φύσεώς του. Γι’ αυτό αυτός που νίκησε τους ουρανούς, δεν νίκησε την πείνα· αυτός που συγκρότησε τις ωδίνες της γης, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ανάγκη της κοιλιάς του, αλλά είχε ανάγκη μιας γυναίκας χήρας, για να μάθεις και τη θεία χάρη, και την ανθρώπινη αδυναμία.
Και δεν ωφελούσε το γεγονός σ’ αυτό μόνο, αλλά και σε άλλο όχι κατώτερο από αυτό. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Όταν σε παρακαλεί να μιμηθείς τον ζήλο του προφήτη, να μη χάσεις το θάρρος σου ούτε να απογοητευθείς, νομίζοντας ότι ο άνθρωπος είναι διαφορετικής φύσεως και γι’ αυτό έχει τόσο μεγάλη παρρρησία στο Θεό, πράγμα που το υπαινίχθηκε και κάποιος που είπε· «ο Ηλίας ήταν άνθρωπος με αδυναμίες όπως εμείς». Σα να λέει δηλαδή· Μη νομίζεις ότι είναι αδύνατο να φτάσεις στην ίδια μ’ εκείνον κορυφή της αρετής· γιατί κι εκείνος είχε την ίδια φύση. Η θαυμαστή όμως και θεϊκή του προαίρεση τον ανάδειξε πολύ πιο ψηλό από τους άλλους.
Αλλά είναι καιρός πια να ξαναγυρίσουμε στη χήρα. «Πήγε», λέει «στα Σαρεπτά της Σιδώνας και βρήκε μια γυναίκα χήρα να μαζεύει ξύλα». Η πρόσοψη του σπιτιού εδώ ήταν ενδεικτική της εσωτερικής φτώχειας. Τι λοιπόν; Αποθαρρύνθηκε βλέποντας σ’ αυτή την κατάσταση τα προοίμια της φιλοξενίας; Καθόλου· γιατί είχε άκούσει τη θεϊκή απόφαση· αντίθετα φώναξε από πίσω της και είπε· «δος μου λίγο νερό, κι εκείνη πήγε να φέρει». Πραγματικά γενναία και ένάρετη η γυναίκα, και, αν δεν είναι τολμηρό να το πει κανείς, αντάξια της μεγαλοψυχίας του προφήτη. Μάλλον όμως δεν είναι τολμηρό να το πει· γιατί, αν δεν ήταν αντάξια, δεν θα αξιωνόταν να υποδεχθεί εκείνον τον άγιο, όπως λέει ο Χριστός στους μαθητές του· «σ’ οποιαδήποτε δε πόλη ή χωριό μπείτε, ρωτήστε ποιος είναι άξιος σ’ αυτήν και εκεί να μείνετε». Έτσι και εδώ ο Θεός, επειδή γνώριζε ότι η γυναίκα είναι περισσότερο από όλους άξια να δεχθεί τον προφήτη, γι’ αυτό, αφού άφησε όλες τις άλλες, τον έστειλε εκεί. Ας δούμε όμως και από τα ίδια τα πράγματα την ευγένειά της. «Δος μου», λέει, «νερό σε αγγείο».
Μεγάλη η φιλοφροσύνη της γυναίκας. Διότι το ότι απάντησε, το ότι συζήτησε μαζί του, το ότι δεν τον συνέλαβε και δεν κάλεσε ολόκληρη την πόλη για να τιμωρήσει τη θεία εκείνη κεφαλή, δεν είναι άξιο να εκπλήττεται και να θαυμάζει κανείς; Γιατί, το ότι ήταν φυσικό η ανάγκη της πείνας να κάνει τη γυναίκα να οργισθεί, μάθε το από ένα ιουδαϊκό παράδειγμα.
Ο Ελισσαίος, ο μαθητής του Ηλία, ο διπλός Ηλίας (γιατί στο πρόσωπο του μαθητή μπορούμε να δούμε δυο φορές τον δάσκαλο), προφήτεψε αργότερα πείνα. Δεν την προκάλεσε ο ίδιος, όπως ο Ηλίας, αλλά προείπε ότι πρόκειται να έρθει. Τι έκανε λοιπόν ο βασιλιάς που βασίλευε εκείνα τα χρόνια; «Φόρεσε σάκκο», λέει, γιατί η συμφορά τον ταπείνωσε. Όμως, αν και είχε ταπεινωθεί τόσο, όταν άκουσε μια γυναίκα να κλαίει για όσα συνέβηκαν εξαιτίας της πείνας, κυριεύτηκε από τόση οργή, ώστε αμέσως φώναξε και είπε· «ας μου κάνει αυτά κι αυτά ο Θεός και ας με τιμωρήσει, εάν παραμείνει το κεφάλι του Ελισσαίου, γιου του Σαφάτ, επάνω του σήμερα». Είδες την οργή του βασιλιά; Δες και την υψηλοφροσύνη της γυναίκας· γιατί αυτή δεν βρήκε αυτόν που προφήτευσε την πείνα, αλλά αυτόν που την προκάλεσε, και ενώ ήταν κοντά στην πόλη, δεν αγανάκτησε, δεν εξαγριώθηκε, δε φώναξε άλλους να τον τιμωρήσουν, αλλά υπάκουσε με πολλή προθυμία.
(…)
Τι έκανε λοιπόν η γυναίκα; Ούτε τώρα δυσανασχετεί, αλλά τι λέει; «Ορκίζομαι στον Κύριο και Θεό σου, ότι δεν έχω ψωμί, παρά μονάχα μια χούφτα αλεύρι». Για ποιο λόγο ορκίζεται; Ο προφήτης ζήτησε ψωμί και αυτή δεν είχε ψωμί. Φοβήθηκε λοιπόν μήπως, καθώς αυτή θα ζύμωνε, θα έψηνε και θα ετοίμαζε αυτό, επειδή θα αργούσε, μήπως, μη υπομένοντας την αναβολή ο προφήτης, αποσκιρτήσει και φύγει το θύραμα της φιλοξενίας. Γι’ αυτό τον προκατέλαβε με τον όρκο λέγοντας, όχι ότι δεν έχω αλεύρι, αλλά ότι ψωμί δεν έχω, έχω όμως αλεύρι. Και δεν τον βεβαιώνει μόνο με τον όρκο, αλλά και με έμπρακτη απόδειξη. «Να», λέει, «μαζεύω δυο ξυλαράκια και θα μπω να ετοιμάσω αυτά για τα παιδιά μου, θα φάμε και θα πεθάνουμε».
Ας τα ακούσουν εκείνοι που κτίζουν πολυτελή σπίτια και αγοράζουν τα ακριβά χωράφια, και φέρνουν μαζί τους στην αγορά κοπάδια δούλων ή καλύτερα όλοι, και πλούσιοι και φτωχοί ας τα ακούσουν γιατί σε κανέναν μετά τη χήρα αυτή δεν υπάρχει πια δικαιολογία.
Ήταν τόσο πολλά σ’ αυτήν τα εμπόδια, και όμως όλα εκείνα τα νίκησε και τα ξεπέρασε.
Άκουσέ τα· ήταν αλλόφυλος· ένα αυτό το κώλυμα.
Ήταν από τη Σιδώνα· δεύτερο κώλυμα. Γιατί δεν είναι ίδιο το να είναι απλώς αλλόφυλη, και το να κατάγεται από τη Σιδώνα, τη πιο διεφθαρμένη πόλη· αφού την πόλη αυτή την έφερε ο Χριστός στα Ευαγγέλια σαν έσχατο παράδειγμα κακίας. Ήταν λοιπόν και αλλόφυλη και από τη Σιδώνα και γυναίκα, δηλαδή από το ασθενές φύλο που έχει πάντοτε ανάγκη από βοήθεια.
Ήταν επί πλέον και χήρα· τέταρτο κώλυμα.
Πέμπτο, μεγαλύτερο από όλα εκείνα, η φροντίδα για την ανατροφή των παιδιών. Ας το ακούσουν οι χήρες που ανατρέφουν και παιδιά, ότι δεν ήταν αρκετή η δικαιολογία αυτή για να μη κάνει ελεημοσύνη, ούτε να φιλοξενεί ξένους. Και της είχε απομείνει μια χούφτα μόνο αλεύρι και μετά από αυτό περίμενε το θάνατο. Εσύ λοιπόν, και αν ακόμα δώσεις όλα τα χρήματά σου, και αν απογυμνώσεις τον εαυτό σου από τη περιουσία σου, μπορείς να χτυπήσεις τις πόρτες των άλλων και να βρεις παρηγοριά, τότε όμως ούτε να ζητιανέψεις ήταν δυνατό· τόσο είχε αποκλείσει όλα τα λιμάνια η πείνα.
Όμως τίποτα από αυτά δεν την εμπόδισε. Θα πω και ένα έβδομο κώλυμα· αυτόν που επρόκειτο να φιλοξενηθεί στη γυναίκα. Γιατί δεν ήταν ούτε συγγενής, ούτε γνωστός της, αλλά ξένος και άγνωστος, και τον χώριζε από αυτήν και ο λόγος της θρησκείας του. Και δεν ήταν μόνο ξένος και άγνωστος, αλλά ήταν και αυτός που προκάλεσε την πείνα.
Τίποτα όμως από αυτά δεν απέτρεψε τη γυναίκα, αλλά έδωσε τροφή στο στόμα που τελείωσε όλη την τροφή της και έτρεφε τον αίτιο της πείνας με τα υπολείμματα της πείνας.
Εξαιτίας σου, λέει, όλη μου η περιουσία περιορίστηκε σ’ αυτή τη χούφτα· αλλά ούτε αυτή τη χούφτα τη λυπάμαι για σένα, αλλά και τον εαυτό μου και τα παιδιά μου θα τα παραδώσω στο θάνατο, για να μην αισθανθείς εσύ, λέει, ο αίτιος της στενοχώριας, ούτε την παραμικρή στενοχώρια. Ποια άλλη περισσότερη φιλοξενία θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς; Δεν είναι δυνατό να βρεθεί καμμιά. Είδε ξένο και αμέσως λησμόνησε τη φύση της και αγνόησε τις ωδίνες του τοκετού, και βλέποντας τα παιδιά της δεν ένοιωσε συντριβή. Και γνωρίζω, έχοντας ακούσει πολλές φορές πολλούς να λένε, ότι ο τάδε όταν είδε κάποιο φτωχό, έβγαλε το πουκάμισο το μόνο που φορούσε και έντυσε το φτωχό, ενώ αυτός δανείστηκε από άλλον ένα ένδυμα και έφυγε μ’ αυτό.
Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ότι είναι σπουδαίο και αξιοθαύμαστο. Και πράγματι είναι σπουδαίο. Της χήρας όμως αυτής είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό.
Γιατί εκείνος γυμνώνοντας τον εαυτό του και ντύνοντας τον γυμνό, βρήκε και πήρε από άλλον ένα ιμάτιο, ενώ αυτή, προσφέροντας τη χούφτα του αλεύρου, δεν μπόρεσε να βρει άλλη· ούτε ο κίνδυνος γι’ αυτήν σταματούσε μέχρι τη γυμνότητα, αλλά μετά από εκείνο την περίμενε ο θάνατος ο δικός της και των παιδιών της. Όταν λοιπόν δεν την εμπόδισε ούτε η φτώχεια, ούτε η φροντίδα της ανατροφής των παιδιών, ούτε η φοβερή πείνα, ούτε η τόσο μεγάλη φτώχεια, ούτε ο αναμενόμενος θάνατος, ποια δικαιολογία θα έχουμε οι εύποροι; ποιόν οι φτωχοί;
«Ορκίζομαι στον Κύριο και Θεό σου, ότι δεν έχω ψωμί, παρά μόνο μια χούφτα αλεύρι στο πυθάρι και λίγο λάδι στο δοχείο του λαδιού, να τώρα θα μαζέψω δυο ξυλαράκια, θα μπω μέσα, θα τα κάνω αυτά στα παιδιά μου, θα φάμε και θα πεθάνουμε».
Αυτά τα αξιολύπητα, ή καλύτερα τα μακάρια και αντάξια των ουρανών λόγια ο καθένας ας τα γράψει στους τοίχους του σπιτιού του, στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, στο σπίτι όπου τρώμε. Αυτά τα λόγια στο σπίτι, αυτά στην αγορά αυτά στις συναντήσεις των φίλων, αυτά όταν πηγαίνει ο καθένας στο δικαστήριο, αυτά όταν μπαίνει, αυτά όταν βγαίνει, να τα έχει στο νου του· και θα μπορούσα να ισχυρισθώ με βεβαιότητα, ούτε κι αν κάποιος είναι από πέτρα ή σίδηρο ή διαμάντι, θ’ αντέξει να διώξει ένα φτωχό, που τον πλησίασε, με άδεια χέρια, αν γράψει τα λόγια αυτά, αν έχει μπροστά στα μάτια του τη χήρα.
Αλλ’ ίσως κάποιος να πει ‘Φέρε και σε μένα προφήτη, και θα τον υποδεχθώ με την ίδια προθυμία’. Υποσχέσου το μου αυτό και θα σού φέρω τον προφήτη. Και γιατί λέω τον προφήτη· θα σού φέρω τον ίδιο τον Δεσπότη του προφήτη, τον κοινό μας Θεό και Κύριο, τον Χριστό.
Γιατί αυτός λέει· «με είδατε πεινασμένο και με θρέψατε». Εάν μερικοί απιστούν στα λόγια και παραμελούν τη φιλοξενία, θα το μάθουν τότε αυτό με την κόλαση και την τιμωρία. Γιατί θα οδηγηθούν στην αφόρητη κόλαση, σαν να παραμέλησαν τον ίδιο το Χριστό. Έτσι λοιπόν εκείνοι που τρέφουν τους φτωχούς, σαν να υπηρετούν τον ίδιο το Χριστό θα οδηγηθούν στη βασιλεία των ουρανών.
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ – ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ – 8Α – (Αποσπάσματα από σελ. 161-179) – ΕΙΣ ΤΟΝ ΗΛΙΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΗΡΑΝ – ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΚΕΙΜΕΝΟ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ: Από τον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, Διδάκτορα θεολογίας – ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΕΡΕΤΑΚΗ «ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ» ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1990 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ