τοῦ Ἰωάννου Μηλιώνη, ἐκπαιδευτικοῦ, μέλους τῆς Π.Ε.Γ.
Ἄν καί ὁ τίτλος τοῦ σημερινοῦ μας σημειώματος εἶναι δεόντως εὔγλωττος, θά προσεγγίσουμε τό θέμα μας μέσω ἑνός προσώπου, πού ἀνάγεται μέν στόν 17ο αἰώνα, εἶναι ὅμως χαρακτηριστικό, καθώς στόν ἄνθρωπο αὐτόν βασίστηκε σχεδόν ὅλο τό μεταγενέστερο, σύγχρονο ἀποκρυφιστικό οἰκοδόμημα.
Στά πλαίσια τῆς προσέγγισής μας αὐτῆς θά ἀσχοληθοῦμε -ἐπί τροχάδην- μέ τόν βίο καί τήν πολιτεία ἑνός χαρακτηριστικοῦ δείγματος τῆς σχετικά νεώτερης ἀποκρυφιστικῆς, εὐρωπαϊκῆς γραμματείας· ἕναν προβαλλόμενο ὡς φιλόσοφο, θεολόγο καί «χριστιανό μυστικιστή», πού ἔβαλε τίς βάσεις ὅπου στηρίχθηκαν νεώτεροι φιλόσοφοι, ὡς ὁ Κάντ (Immanuel Kant), ψυχολόγοι, ὡς ὁ Γιούνγκ (Carl Jung), λογοτέχνες, ὡς οἱ Μπαλζάκ (Honore de Balzac) καί Στρίντμπερκ (August Strindberg), καλλιτέχνες, ὡς ὁ Μπλέϊκ (William Blake), ὁμοιοπαθητικοί, ὡς ὁ Χάνεμαν (Samuel Hahnemann)1 καί φυσικά ὄχι «χριστιανοί μυστικιστές», καθώς τέτοιοι δέν ὑπάρχουν ἀφοῦ, ἁπλά, Χριστιανισμός καί Μυστικισμός εἶναι στοιχεῖα ἀσύμβατα τουλάχιστον στά πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας, ἄν ὄχι στά πλαίσια τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν· ὁ λόγος λοιπόν γιά τόν Ἐμάνουελ Σβέντενμποργκ (Emanuel Swedenborg, 1688-1772).
O Σουηδός, καθιερωμένος στήν ἑλληνική ὡς Σβέντενμποργκ -ἄν καί τό ὄνομά του στά Ἀγγλικά καί Σουηδικά προφέρεται «Σουΐντενμποργκ»-, ἦταν κατά κάποιους βιογράφους του, ἐπιστήμονας, φιλόσοφος, χριστιανός μυστικιστής καί θεολόγος2. Υἱός Λουθηρανοῦ ἐπισκόπου, ἄλλοτε πρυτάνεως τοῦ πανεπιστημίου τῆς Οὐψάλας, σπούδασε στήν πατρίδα του φιλοσοφία καί φυσικές ἐπιστῆμες καί συνέχισε στό Λονδίνο, στήν Ὀλλανδία, στή Γαλλία καί στή Γερμανία. Στό Λονδίνο οἱ θεοσοφιστικές φυσιοκρατικές τάσεις του συνδυάστηκαν μέ τόν ἐνθουσιασμό του γιά τήν μηχανική. Ὁ Σβέντενμποργκ εἶχε μία ἐξέχουσα καριέρα ὡς ἐφευρέτης καί ἐπιστήμονας.
Τό 1741, σέ ἡλικία πενήντα τριῶν ἐτῶν, εἰσῆλθε σέ μία «πνευματική φάση», κατά τήν ὁποία ἄρχισε νά ἔχει ὀνειρικές ἐμπειρίες καί ὁράματα (vision spirituality). Tό ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς κατάστασης -σύμφωνα μέ τίς περιγραφές τοῦ ἰδίου- ἦταν μία πνευματική ἀφύπνιση, μία κλήση ἀπό τόν Θεό νά γράψει μία οὐράνια πραγματεία γιά τή μεταρρύθμιση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἰσχυρίστηκε ὅτι ὁ Κύριος ἄνοιξε τά μάτια του, ἔτσι ὥστε ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή αὐτός θά μποροῦσε ἐλεύθερα νά ἐπισκέπτεται τόν παράδεισο καί τήν κόλαση καί νά μιλᾶ μέ τούς ἀγγέλους, τούς δαίμονες καί ἄλλα πνεύματα. Κατά τά ὑπόλοιπα 28 χρόνια τῆς ζωῆς του ἔγραψε καί δημοσίευσε 18 θεολογικά ἔργα, ἀπό τά ὁποῖα τό πιό γνωστό εἶναι τό «Οὐρανός καί Κόλαση» (Heaven and Hell)3, τό 1758 καί πλῆθος ἀπό μή δημοσιευμένα θεολογικά ἔργα.
Ἐκπρόσωποι τῆς Λουθηρανικῆς Ἐκκλησίας στή Σουηδία τόν κατηγόρησαν γιά αἵρεση. Τό 1770 τό βασιλικό συμβούλιο ἀπέρριψε τίς θεολογικές του ἀπόψεις. Ὅταν ζητήθηκε ἀπό τούς συνηγόρους του ἡ γνωμοδότηση τῶν θεολόγων τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Οὐψάλα, ἐκεῖνοι οἱ θεολόγοι ἀρνήθηκαν νά ἀποφανθοῦν.
Εἶναι ἐντυπωσιακό τό ὅτι ἡ λουθηρανική ὁμολογία ἐδέησε, μετά ἀπό χρόνια, νά θεωρήσει «αἵρεση» μία σαφῶς ἐπιβεβαιωμένα δαιμονική κατάσταση τήν ὁποία ὅμως ἡ Εὐρώπη κι ὁ κόσμος τῆς ἐποχῆς ὑποδέχθηκε διθυραμβικά ἐπί 28 χρόνια καί τήν ὁποία κατέταξε στά κορυφαῖα ἔργα τῆς θεολογικῆς καί φιλοσοφικῆς διανόησης.
Ὁ δυστυχής Σβέντενμποργκ στά 53 του χρόνια ἀποδέχθηκε νά γίνει ὑποχείριο ὀντοτήτων, πού τοῦ παρουσιάστηκαν «ὡς ἄγγελοι φωτός», ἀλλά καί -γιά νά γίνουν προφανῶς πιό πιστικοί- μέ τήν πραγματική, δαιμονική τους μορφή καί τοῦ «ἔδειξαν» τόν «παράδεισο» καί τήν «κόλαση» ὥστε νά «καταγράψει» τίς «ἐμπειρίες» του αὐτές στό «μνημειῶδες» ἔργο του «Περί Οὐρανοῦ καί τῶν Θαυμαστῶν Αὐτοῦ Πραγμάτων» καί σέ πολλά ἄλλα δημοσιευμένα -18 τόν ἀριθμόν- ἀλλά καί κάποια ἀδημοσίευτα ἀκόμη «συγγράμματα», τά ὁποῖα συνολικά ἀποτελοῦν καί σήμερα ἕνα «εὐαγγέλιο» τῶν ἁπανταχοῦ ἀποκρυφιστῶν.
Ἀκόμη, ὁ δυστυχής Σβέντενμποργκ δέν δίστασε νά παραφράσει καί νά «ἐξηγήσει», ὅπως οἱ δαίμονες τοῦ ἔδειξαν, τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλοιώνοντας τό περιεχόμενό της ἐπί τό ἀποκρυφιστικότερον.
Ὅμως ἡ μεγαλύτερη ἀστοχία τοῦ Σβέντενμποργκ ὑπῆρξε ἡ ἀποδοχή τῆς ἐπικοινωνίας μέ τό δαιμονικό στοιχεῖο καί ἡ στή συνέχεια ἀπολυτοποίηση τῶν «ἐμπειριῶν» του, κάτι πού προϋποθέτει ἄκρατη ὑπερηφάνεια καί ἐλαστικότητα περί τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Θά μοῦ πεῖτε, βέβαια, «ποιά δόγματα… καί ποιά Ἐκκλησία;» τήν στιγμή πού ἔχουμε νά κάνουμε μέ τόν Λουθηρανισμό, μία χριστιανική ὁμολογία, πού ἀναπτύχθηκε σάν ἀντίδραση στόν Παπισμό, μέ ζωή μόλις δυό αἰῶνες ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Σβέντενμποργκ καί χωρίς γεύση τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων καί τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ὁ Σβέντενμποργκ, ὡς θεολόγος «ἀθεολόγητος» ἀφέθηκε ἄοπλος στήν πρώτη παραφυσική ἐμπειρία τήν ὁποία ἑρμήνευσε μέ βάση τά προσωπικά του κριτήρια.
Εἶναι ἐντυπωσιακή ἡ περιγραφή τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς, ὅπως περιγράφεται ἀπό βιογράφους του:4 «Τό 1745, ὁ Σβέντενμποργκ γευμάτιζε στό σεπαρέ μίας ταβέρνας στό Λονδίνο. Περί τό τέλος τοῦ γεύματος, τό βλέμμα του σκοτείνιασε, ἐνῶ τό δωμάτιο ἄλλαζε χαρακτηριστικά. Ξαφνικά, εἶδε ἕνα ἄτομο νά κάθεται σέ μία γωνία τοῦ δωματίου καί νά τοῦ λέει: “Μήν τρῶτε πάρα πολύ!”. Ὁ Σβέντενμποργκ, τρομαγμένος, ἔσπευσε σπίτι. Ἀργότερα ἐκεῖνο τό βράδυ, ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ἐμφανίστηκε στά ὄνειρά του. Ὁ ἄντρας εἶπε στό Σβέντενμποργκ ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, ὅτι εἶχε διορίσει τόν Σβέντενμποργκ γιά νά ἀποκαλύψει τό πνευματικό νόημα τῆς Βίβλου καί ὅτι θά τόν καθοδηγοῦσε στό τί νά γράψει. Τήν ἴδια νύχτα, ὁ πνευματικός κόσμος ἄνοιξε στόν Σβέντενμποργκ».
Προσπαθώντας νά ἑρμηνεύσουμε τά ἀνωτέρω, ὑπό τό πρίσμα τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας μας, θά χρησιμοποιήσουμε ὡς ὁδηγό ἕνα μικρό ἀλλά οὐσιῶδες -ἐκτός κυκλοφορίας δυστυχῶς σήμερα- ἔργο τοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου.
Τό βιβλίο ἔχει τόν τίτλο «Ἐμπειρίες στήν ἀναζήτηση νοήματος ζωῆς. Ἕνα καυτό ποιμαντικό πρόβλημα» -Ἔκδοση Π.Ε.Γ. (Πανελλήνιας Ἕνωσης Γονέων), Ἀθήνα 1989- καί ἀποτελεῖ συλλογικό ἔργο μέ συγγραφεῖς πλήν τοῦ μακαριστοῦ Πατρός, τῶν Αἰκατερίνας Βασιλάκη, Ἄννας Βογιατζῆ καί Ἰωάννου Μηλιώνη.
Γράφει λοιπόν ὁ π. Ἀντώνιος: «Στήν Ἁγία Γραφή ὑπάρχουν γνήσιες ἐμπειρίες καί ἐμπειρίες πού προέρχονται ἀπό τό πνεῦμα τῆς πλάνης. Μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ ὁ Ἀαρών ρίπτει τή ράβδο του ἔμπροσθεν τοῦ Φαραώ καί γίνεται ὄφις. Ὅμως τό ἴδιο κάνουν καί οἱ μάγοι τῆς Αἰγύπτου (Ἔξοδ. ζ΄ 10-11). Αὐτό ἐπαναλαμβάνεται καί μέ ἄλλες “πληγές” (Ἔξοδ. ζ΄ 20-22, η΄ 8-12)… Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ ψευδόχριστοι, ψευδοδιδάσκαλοι καί ψευδοπροφῆτες θά προβάλουν “σημεία”, μέ σκοπό νά φέρουν σύγχυση καί νά πλανήσουν ἄν εἶναι δυνατόν καί τούς ἐκλεκτούς (Ματθ. κδ΄ 24-25. Β΄ Κορ . ια΄ 13-15. Ἀποκ. ιγ΄ 12-18, ιστ΄ 14, ιθ΄ 20)5.
»Δέν εἶναι ὅλες οἱ ἐμπειρίες γνήσιες. Οὔτε ὅμως καί ὅλες οἱ μή γνήσιες ἐμπειρίες ὀφείλονται στό “πνεῦμα τῆς πλάνης“. Ὅπως ὑπάρχουν γνήσιες ἐμπειρίες πού ἔχουν τήν προέλευσή τους ἀπό τόν Θεό καί πραγματικές “ἐμπειρίες“, πού μπορεῖ νά εἶναι σατανικῆς προελεύσεως, ἔτσι μπορεῖ νά ὑπάρχουν καί “ἐμπειρίες“ πού εἶναι ἀποτέλεσμα ὑποκειμενικῶν ἡ φυσικῶν καταστάσεων. Ἀλλά ἐάν παρερμηνευθοῦν, ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά πιστεύει πώς τοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, πέφτει σέ ἔπαρση καί αὐτό τό ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος, ὁδηγώντας τον ὁριστικά στήν πλάνη6.
»Ἡ γνήσια ἐμπειρία μέσα στήν Ἐκκλησία δέν τίθεται ποτέ στό κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος· ὁ πιστός ἔχει σάν στόχο τήν ἀγάπη στόν Θεό, ὄχι τήν ἐμπειρία, εἴτε “προφητεία”, εἴτε “δυνάμεις”, “χαρίσματα ἰαμάτων” ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο (Α΄ Κόρ. ιβ΄ 29)· ἡ “καθ’ ὑπερβολήν ὁδός” εἶναι ἡ ἀγάπη, ὄχι ἡ ἐμπειρία, ἀκόμη καί ἐάν πρόκειται γιά τήν “πάσαν γνώσιν”· ἡ ἀγάπη “οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς” καί λογίζεται μεγαλύτερη καί ἀπό τήν πίστη καί ἀπό τήν ἐλπίδα (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31, ιγ΄ 13)7.
»Ἡ ἀληθινή Θεογνωσία δέν εἶναι καρπός ἀπομονώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τεχνικῶν “αὐτοβυθίσεως”, πού προσφέρονται πλούσια στήν ἐποχή μας ἀπό τίς ψυχολατρεῖες, τίς γκουρουϊστικές, νεογνωστικές ἤ ὅποιες ἄλλες ὁμάδες, γιά νά γνωρίσει κανείς τόν Θεό8.
»Ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς ἐμπειρίας εὔκολα ὁδηγεῖ στήν ἐξωχριστιανική ἀντίληψη γιά “ὁλική θεώρηση τοῦ κόσμου“, στήν ἄποψη ὅτι μέσα στόν ἄνθρωπο βρίσκεται ὁ “Ἑαυτός“, πού δέν εἶναι κάτι διαφορετικό ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτός ὁ “Ἑαυτός“ πρέπει νά “ἀναπτυχθεῖ“, νά “ἐξελιχθεῖ“, νά “γνωσθεῖ“. Γνωρίζοντάς τον ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τά πάντα, γιατί ἐκτός ἀπό τόν “Ἑαυτό“ δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο»9.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος στρέφεται «πρός τά μέσα», μέ τίς τεχνικές πού ὁ ἀποκρυφισμός -στήν οὐσία ὁ Πονηρός- τοῦ ὑποδεικνύει, ζητῶντας «αὐτογνωσία», «αὐτοπραγμάτωση» καί «αὐτοσωτηρία», μέ ὅποια ὁρολογία κι ἄν παρουσιάζονται αὐτά, πιστεύοντας ὅτι ἔτσι λύνει τό προσωπικό του ἀδιέξοδο, ἐνῶ, γιά τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό ἡ πορεία πρός τήν θεογνωσία περνᾶ μέσα ἀπό τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, πού εἶναι οἱ μόνες γνήσιες ἐμπειρίες, πού ὁ Θεός χορηγεῖ κατά τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός γνωρίζει πόσο καταστροφική εἶναι ἡ ἀναζήτηση ἐμπειριῶν.
1 https://archive.is/3fSKa#selection-561.0-561.186
3 Κυκλοφόρησε σέ ἑλληνική ἔκδοση μέ τόν τίτλο «Περί Οὐρανοῦ καί τῶν Θαυμαστῶν Αὐτοῦ Πραγμάτων».
4 https://en.wikipedia.org/wiki/Emanuel_Swedenborg#cite_note-42-43
5 π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, Ἐμπειρίες στήν ἀναζήτηση νοήματος ζωῆς, σ. 24.
6 Στό ἴδιο, σ. 25.
7 Στό ἴδιο, σ. 28.
8 Στό ἴδιο.
9 Στό ἴδιο, σ. 27.