ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΣ ΚΥΡΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΘΗΜΑΤΩΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ
ΠΡΟΘΕΩΡΙΑ
Πολλές φορές με συνάντησαν διάφοροι από αυτούς που είναι προσκολλημένοι στην ελληνική μυθολογία και διακωμώδησαν τη δική μας πίστη, λέγοντας ότι εμείς τίποτε άλλο δεν κάνουμε παρά να παροτρύνουμε τους εκπαιδευόμενους από εμάς στα θεία γράμματα να πιστεύουν, και κατηγορούσαν την απαιδευσία των Αποστόλων, αποκαλώντας τους βάρβαρους, που δεν διέθεταν γλαφυρή καλλιέπεια.
Και το να τιμά κανείς τους μάρτυρες έλεγαν ότι είναι γελοίο, και πολύ ανόητο το να προσπαθούν οι ζωντανοί να εξασφαλίζουν κάποια ωφέλεια από τους πεθαμένους.
Προσέθεταν δε και άλλα τέτοια παραπλήσια με αυτά, τα οποία θα αναλύσει το σύγγραμμα. Εγώ δε προς εκείνους ανέπτυξα όσα ήταν χρέος μου, διαλύοντας τις κατηγορίες, αλλά θεώρησα ότι είναι ανόσιο και ασεβές να αφήσω τους απλοϊκούς ανθρώπους να εξαπατώνται από εκείνους και να μη συγγράψω και να αποδείξω το μάταιο των κατηγοριών. Γι’ αυτό και διαίρεσα την πραγματεία μου σε δώδεκα διαλέξεις, ενώ επίσης χρησιμοποίησα το απλό ύφος στον λόγο μου, γιατί θεώρησα ότι αυτό είναι πρόσφορο στη διδασκαλία μου. Άλλωστε, αφού χρησιμοποίησα και τις μαρτυρίες του Πλάτωνα και των άλλων φιλοσόφων, έπρεπε και τον ίδιο τον λόγο μου να τον συνταιριάξω έτσι ώστε να μην είναι άσχετος, αλλά να έχει κάποια συνάφεια με κείνους.
Και η πρώτη διάλεξη απολογείται για την πίστη και την απαιδευσία των Αποστόλων, αντλώντας τις αποδείξεις από τους Έλληνες φιλοσόφους.
Η δεύτερη απαριθμεί τις απόψεις σχετικά με την αρχή των πάντων των ονομαστοτάτων Ελλήνων σοφών και όσων μετά από εκείνους ονομάστηκαν φιλόσοφοι. και παραλληλίζοντας προς εκείνες την αληθινή θεολογία του παλιότερου από όλους εκείνους Μωυσή, αυτή αποδεικνύει αφ’ ενός την ψευδολογία εκείνων, αφ’ ετέρου αναδεικνύει απαστράπτουσα την αλήθεια της δικής του διδασκαλίας.
Η τρίτη αναλύει τι έχει μυθολογηθεί από εκείνους για τους λεγάμενους από τους Έλληνες δεύτερους θεούς και τι μας διδάσκει η Αγία Γραφή για τις ασώματες κτιστές φύσεις. ώστε πάλι με την παράλληλη εξέταση να αναδειχθεί και των δικών μας δογμάτων το αξιέπαινον και να καταφανεί των μυσαρών εκείνων μύθων η δυσμορφία και δυσωδία.
Η τέταρτη ασχολείται με την ύλη και τον κόσμο και δείχνει ότι η δική μας κοσμοθεωρία είναι πολύ πιο κατάλληλη της πλατωνικής.
Η πέμπτη αποδέχεται τον αγώνα, και παρουσιάζει τις ελληνικές και τις χριστιανικές δοξασίες για την ανθρώπινη φύση, εξηγώντας ότι η διαφορά τους είναι όπως αυτή ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.
Η έκτη έλαχε να αναφερθεί στο θέμα της θείας Πρόνοιας. Γιατί έπρεπε ο λόγος αυτός να ακολουθήσει όσα έχουν διατυπωθεί περί τον Θεό και από τον Θεό αποδεικνύοντας την αθεΐα του Διαγόρα, τη βλασφημία του Επίκουρου, και του Αριστοτέλη τη φτωχή άποψη περί της θείας Πρόνοιας ενώ παράλληλα ο λόγος μου επαινεί τον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο και τους άλλους όσοι συμφωνούν με αυτά τα χριστιανικά δόγματα περί της θείας Πρόνοιας, και με ορθολογικά επιχειρήματα αποδεικνύει ότι αυτή εμφανίζεται στην κτίση και είναι εμφανής σε κάθε θεϊκή πράξη.
Επειδή όμως έπρεπε να καταδείξω και το περιττό των θυσιών, η έβδομη διάλεξη περιέχει αυτό το θέμα, κατηγορώντας μεν τις ελληνικές θυσίες με φιλοσοφικά επιχειρήματα, φανερώνοντας δε τον νηπιακό χαρακτήρα της ιουδαϊκής νομοθεσίας με επιχειρήματα αντλημένα από τους Προφήτες.
Η όγδοη περιέχει την κατηγορία εναντίον αυτών που τιμούν τους νικηφόρους μάρτυρες και βέβαια και την απολογία, χρησιμοποιώντας τις μαρτυρίες των φιλοσόφων, των συγγραφέων και των ποιητών και αποδεικνύοντας πως οι Έλληνες όχι μόνον με χοές, αλλά και με θυσίες τιμούσαν τους πεθαμένους, και άλλους τους ονόμαζαν θεούς, άλλους ημίθεους και άλλους ήρωες, παρ’ όλο που οι περισσότεροι από εκείνους είχαν ζήσει μέσα στην ακολασία.
Θεώρησα ωφέλιμο να εξετάσω παράλληλα τους δικούς μας νομοθέτες με τους πιο ονομαστούς ανάμεσα στους Έλληνες, εννοώ τους ψαράδες, τον βυρσοδέψη και τους τελώνες· και να δείξω πάλι με τη σύγκριση τη διαφορά και πως εκείνοι οι νόμοι μαζί με αυτούς που τους νομοθέτησαν παραδόθηκαν στον ζόφο της λησμονιάς, ενώ οι απόψεις των ψαράδων ανθούν όχι μόνον ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ρωμαίους, αλλά και στους Σκύθες, τους Σαυρομάτες και τους Πέρσες και τους άλλους βάρβαρους. Αυτή την παράλληλη εξέταση περιέχει η ένατη διάλεξη.
Η δέκατη διδάσκει αφ’ ενός τι προφήτευσαν οι θεϊκοί χρησμοί και ότι αυτά αρέσουν στον Θεό και ταιριάζουν στους σώφρονες ανθρώπους. Από την άλλη αναφέρει τι προφήτευσαν ο Πύθιος Απόλλωνας, ο Δωδωναίος Ζεύς, και οι άλλοι ψευδομάντεις των Ελλήνων και αποδείχτηκαν ψεύτες, αφού δεν γνώριζαν τίποτε από τα μέλλοντα, και είχαν θεσπίσει τέτοια που ούτε καν κάποιος από τους απλοϊκούς ανθρώπους δεν θα ανεχόταν να εισηγηθεί.
Επειδή όμως έπρεπε να γνωρίζουν οι αδαείς τι υποστηρίζουμε εμείς και τι εκείνοι για το τέλος και την κρίση, αυτή την ανάλυση προσφέρει η ενδέκατη διάλεξη σε όσους θελήσουν να τη διαβάσουν. Αλλά βέβαια αποδεικνύω τη διαφορά και στην πρακτική αρετή, επειδή βλέπω ότι η ελληνική συμμορία πολύ υπερηφανεύεται για τους παλιούς φιλοσόφους και ότι προσπαθεί να εξυψώσει τον βίο εκείνων με τους λόγους.
Η δωδέκατη διάλεξη θα αποδείξει πως ο βίος εκείνων όχι μόνον για φιλοσόφους ήταν ανάξιος, αλλά και για τα πιο αξιέπαινα από τα ζώα· ενώ αντίθετα ο βίος των Αποστόλων και των οπαδών τους είναι υπέρτερος της ανθρώπινης φύσεως και παρόμοιος με τον βίο εκείνων που έχουν απαλλαγεί από τα σώματα και περιδιαβάζουν στους ουρανούς.
Και το όνομα του βιβλίου Θεραπευτική των Ελληνικών παθημάτων η Επίγνωση της ευαγγελικής αλήθειας μέσω της Ελληνικής σοφίας.
Εγώ λοιπόν ανέλαβα αυτό τον μόχθο με προθυμία για τη θεραπεία των νοσούντων και την ωφέλεια των υγιών παρακαλώ δε όσους έρχονται σε επαφή με τα έργα των άλλων, εάν όλα τα γεγραμμένα είναι καλά, να ανυμνήσουν τον δότη τούτων, δηλαδή τον Θεό, και να αναπέμψουν προσευχές για τους συντάκτες· εάν όμως υπάρχει και κάποια έλλειψη, να μην καταδικάσουν το σύνολο του έργου ανεξαιρέτως, αλλά να αποκομίσουν το ανάλογο κέρδος από όσα έχουν ορθώς λεχθεί.
Είναι λοιπόν καιρός, άντρες, να ανιχνεύσουμε την ίδια τη ρίζα της αλήθειας. Και όπως όσοι προσπαθούν να βγάλουν χρυσομετάλλευμα ή αργυρομετάλλευμα από τη γη, όταν βρουν μικρά ψήγματα, ακολουθώντας τα ερευνούν όλες τις φλέβες και δεν παύουν να τρυπούν μέχρι να βρουν τον πολύ χρυσό από τον οποίο διεσπάρησαν τα ψήγματα, έτσι και σεις πρέπει να ακούσετε τους λόγους του Αναξαγόρα, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα και βέβαια και του Νουμήνιου και του Πλούταρχου και του Πλωτίνου και των άλλων και να ζητήσετε την πηγή από την οποία κάποια λίγα εκ των ιερών ναμάτων άντλησαν αυτοί και στόλισαν τους λόγους τους, και εγκαταλείποντας την πενία αυτών να πιαστείτε από την απέραντη σοφία και να μάθετε ακριβώς από εκείνη τι είναι ποιητής και τι ποίημα, και ποια είναι η αιτία των αοράτων δημιουργημάτων και ποια η χρησιμότητα των ορατών. Γιατί αν μάθετε αυτό, δεν θα χωρίσετε τον σεβασμό προς τον Θεό σε πολλά μέρη, αλλά τον αιώνιο και αληθινό και Αυτόν που δώρησε την ύπαρξη στα όντα από την ανώτατη αγαθότητά Του θα προσκυνήσετε, έτσι, αντί εχθροί και αντίπαλοι, θα γίνετε οικείοι και φίλοι, και θα απολαύσετε, ως φίλοι, πολλή παρρησία, και σεις που χρειάζεστε προς το παρόν καθοδήγηση πολλούς από τους πλανεμένους θα οδηγήσετε προς την αλήθεια. |
Ελληνικών Παθημάτων Θεραπευτική
Το συγκεκριμένο κείμενο του Θεοδώρητου, το οποίο μεταφράζεται στη δημοτική γλώσσα για πρώτη φορά, είναι ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά κείμενα. Με το κείμενό του αυτό ο Θεοδώρητος θα στραφεί ενάντια στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και θα απορρίψει κάθε μία από εκείνες τις φιλοσοφικές σχολές, τα δόγματα των οποίων έρχονταν σε σύγκρουση με τη χριστιανική διδασκαλία και πίστη. Θα στραφεί ενάντια, για παράδειγμα, στην αθεΐα του Επίκουρου, θα πολεμήσει την άρνηση του Αριστοτέλη για την ύπαρξη της θείας πρόνοιας, ενώ θα χλευάσει τον Πυθαγόρα για τις ηθικές εντολές του και θα ασκήσει δριμύτατη κριτική στις πολλές και αντικρουόμενες απόψεις των φιλοσόφων σχετικά με την ύπαρξη του Θεού. Το κείμενο του Θεοδώρητου ακολουθεί, σε ό,τι αφορά στον τρόπο γραφής και το ύφος, τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου προς τους νέους, ο οποίος με τη σειρά του ακολουθεί τον Πλούταρχο. Ο Θεοδώρητος θα αντιπαραβάλει στις φιλοσοφικές δοξασίες τη χριστιανική αποκάλυψη και θα υποστηρίξει ότι κάποιες από τις απόψεις των φιλοσόφων είναι σωστές γιατί τις δανείστηκαν από τους Εβραίους με τη μεσολάβηση των Αιγυπτίων. Ο Θεοδώρητος ακολουθεί τον τρόπο της μέλισσας, υιοθετώντας από τα κείμενα των φιλοσόφων ό,τι μπορούσε να συμβιβαστεί με τη χριστιανική ηθική και διδασκαλία. Η αληθινή αρετή, για τον Θεοδώρητο, βρίσκεται μόνον στον Χριστιανισμό, και όχι στα φληναφήματα και τις ερεσχελίες των ανθρώπων.
Διάλεξις Α-Δ
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ – ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΡΑΚΑΣ, Δρ. Φιλολογίας
Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις Τρίκαλα, Αθήνα 2008
Copyright © 2008, Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο, Εκδότης
Τηλ.: 2431-029887, -029897. -043622, Fax: 2431-029897
www.degiorgio.gr
[email protected]
Διόρθωση κειμένων: Αλέξανδρος Βαναργιώτης, Φιλόλογος
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Ο Θεοδώρητος (393 – 457) ήταν σημαντικός συγγραφέας, δεινός θεολόγος και χριστιανός επίσκοπος της Κύρρου (423-457), πρωτεύουσας της συριακής επαρχίας της Κυρρηστικής. Θεωρείται ως «ο μεγαλύτερος ερμηνευτής της Ανατολής».
Ο βίος του
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας. Έλαβε εκπαίδευση στη μονή του Αγίου Ευπρέπιου κοντά στην Αντιόχεια. Διορίστηκε διάκονος από τον επίσκοπο Πορφύριο τον Γαζαίο και εκλέχτηκε επίσκοπος Κύρου το 420 και το 423. Ως μαθητής του Διόδωρου από την Ταρσό και του Θεόδωρου της Μοψουεστίας (Μόψου), συμμετείχε στη μειοψηφία της Συνόδου της Εφέσου το 431 η οποία εκδίωξε τον Νεστόριο. Εντούτοις, η “ληστρική” Σύνοδος της Εφέσου το 449 εκδίωξε τον ίδιο και τον εξανάγκασε να αποσυρθεί στη μονή Απάμειας. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας, όμως, τον επανέφερε στην προηγούμενη θέση του. Πέθανε είτε στην Κύρο είτε στη μονή κοντά στην Απάμεια.
Τα μέλη της Ε’ Οικουμενικής Συνόδου το 553 «τὰ τε γραφέντα παρὰ Θεοδωρήτου κατὰ τῆς ὀρθῆς πίστεως, καὶ τῶν δώδεκα κεφαλαίων τοῦ μακαρίου Κυρίλλου, καὶ τὴν λεγομένην Ἴβα ἐπιστολήν, συνοδικῶς ἀνεθεμάτισάν τε καὶ ἐβδελύξαντο», όπως επίσης και εκείνους που είχαν συγγράψει ή επρόκειτο να συγγράψουν προς υπεράσπισή του.
Τα έργα του
Υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας. Έχουν επιζήσει έως τις μέρες μας έργα, ομιλίες και επιστολές του ερμηνευτικά, ιστορικά, πολεμικής και δογματικά. Αλλά το κύριο έργο του είναι η Εκκλησιαστική Ιστορία, η οποία καλύπτει την περίοδο από 325 έως το 429, η οποία μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Ματέ (Mathée) του Πουατιέ το 1544. Η πρώτη συλλογή των έργων του εκδόθηκε τον Σερμόν το 1642.