π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ TOY ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Το γεγονός της Πεντηκοστής -Η γλωσσολαλία- Ιδιαίτερο πρόσωπο- Ομοούσιο και Ομόθρονο- Κύριος και Θεός- Οι μειωτικές εκφράσεις- Το έργο του Αγίου Πνεύματος- Πνεύμα υιοθεσίας- Πνευματική αναγέννηση- Άκτιστη χάρη- Οι αρνητές του Αγίου Πνεύματος
Με την ανάληψή Του ο Χριστός ανέβασε την ανθρώπινη φύση μέχρι το θρόνο της δόξης του Θεού και την πρόσφερε ως εκλεκτό δώρο για λογαριασμό μας. Έτσι η συμφιλίωση που πραγματοποιήθηκε με τη θυσία του Χριστού ολοκληρώθηκε και ο Θεός, σαν επισφράγιση αυτής της συμφιλίωσης, αποστέλλει το Άγιο Πνεύμα, πολύτιμο δώρο στους ανθρώπους (πρθλ. Ιω. ζ’ 37-39, ιστ’ 7).
α) Το γεγονός της Πεντηκοστής
Ο Χριστός υποσχέθηκε στους μαθητές Του άλλον Παράκλητον (Ιω. ιδ’ 16), ο οποίος θα απεκάλυπτε σ’ αυτούς ολόκληρη την αλήθεια για το πρόσωπό Του (Ιω. ιδ’ 26, ιε’ 26, ιστ’ 7-14), την οποία εκείνοι δεν μπορούσαν ακόμη να βαστάσουν (Ιω. ιστ’ 12).
Βέβαια και πριν από τον Χριστό υπήρχε το Άγιο Πνεύμα, αλλά οι προφήτες και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης δεν μπορούσαν να μεταδώσουν σε άλλους αυτή τη χάρη· τούτο όμως έγινε μετά την πεντηκοστή (πρθλ. π.χ. Πράξ. ιθ’ 1-6. Ιω. ζ’ 37-39).
Τι ακριβώς συνέβη την ημέρα της πεντηκοστής;
Το σπίτι που ήσαν συναθροισμένοι οι μαθητές εγέμισε με βίαιη πνοή και πάνω στους μαθητές διαμοιράσθηκαν πύρινες γλώσσες, γλώσσες που έμοιαζαν με φωτιά (Πράξ. θ’ 2-3). Τότε επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου και άρχισαν το κήρυγμα της σωτηρίας (Πράξ. 6′ 3-4).
ΟΙ γλώσσες αποτελούν συμβολικό σημείο του ότι οι μαθητές έπρεπε να πορευθούν σ’ όλο τον κόσμο και να κηρύξουν σ’ όλες τις γλώσσες το ευαγγέλιο. Το μήνυμα της σωτηρίας δεν απευθύνετο πλέον σε ένα λαό, αλλά στην ανθρωπότητα (Ματθ. κη’ 18-19. Λουκ. κδ’ 45-48. Πράξ. α’ 8).
Αλλά το γεγονός αυτό αποτελεί και σημείο άλλης, νέας πραγματικότητας: της επιστροφής στην ενότητα της ανθρωπότητας, που είχε ολοκληρωτικά διασπασθεί με τη σύγχυση των γλωσσών (Γέν. ια’ 1 -9).
β) Η γλωσσολαλία
Οι απόστολοι μιλούσαν την ημέρα της Πεντηκοστής σε ξένες γλώσσες. Πρόκειται πράγματι για μεγάλο θαύμα. Ποια ήταν ακριβώς η έννοια του; Η γλωσσολαλία των πρώτων χριστιανικών χρόνων αποτελούσε χωρίς αμφιβολία σημείον, αλλά σημείον για τους απίστους και όχι δια τους πιστούς, για να αποτελέσει κατήγορο των απίστων (Γρηγ. Θεολ.)· με ανθρώπους ετερογλώσσους και με χείλη ξένα θα μιλήσω εις τον λαόν τούτον, άλλ’ ούτε κατ’ αυτόν τον τρόπον θα με ακούσουν, λέγει Κύριος (Α’ Κορ. ιδ’ 21. Ησ. κη’ 11).
Πράγματι η αγία Γραφή υπογραμμίζει: Ώστε αι γλωσσολαλιαί είναι σημείον όχι δι’ εκείνους που πιστεύουν, αλλά για τους απίστους. Η προφητεία όμως είναι όχι δια τους απίστους, αλλά δι’ εκείνους που πιστεύουν (Α’ Κορ. ιδ’ 22). Το να διερμηνεύει κανείς το θέλημα του Θεού, αυτό είναι για τους πιστούς, όχι η γλωσσολαλία!
Στην πρώτη Εκκλησία υπήρχε αυτό το φαινόμενο. Γιατί το ίδιο φαινόμενο δεν υπάρχει και σήμερα; Την ερώτηση αυτή την έκανε και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την Εκκλησία της εποχής του. Μήπως ο Θεός δεν μας τιμά στον ίδιο βαθμό, όπως τους χριστιανούς των αποστολικών χρόνων;
Αντίθετα, απαντά ο Χρυσόστομος, όχι επειδή δεν μας τιμά ο Θεός, άλλ’ επειδή ακριβώς μας τιμά πάρα πολύ. Πως; Εγώ θα σάς το πω. Οι άνθρωποι τότε συμπεριφέρονταν πιο ανόητα, επειδή λίγο πιο πριν είχαν εγκαταλείψει τα είδωλα, και το μυαλό τους ήταν ακόμη κατώτερο πνευματικά, και πιο αναίσθητο και τρόμαζαν και έμεναν μ’ ανοιχτό το στόμα μπροστά σ’ όλα τα υλικά πράγματα· δεν είχαν ακόμη καμιά γνώση για τα πνευματικά χαρίσματα, ούτε γνώριζαν τι ακριβώς είναι η πνευματική χάρη, που μόνο με την πίστη μπορούσε να την κατανοήσει κανείς.
Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος που τότε υπήρχε απόλυτη ανάγκη για θαύματα και εντυπωσιακά γεγονότα. Βέβαια τα πνευματικά χαρίσματα διακρίνονται σε δύο είδη. Άλλα παρουσιάζουν κάποιο αισθητό σημάδι, για να τα δουν οι άπιστοι, όπως τότε η γλωσσολαλία. Αλλά όμως είναι αόρατα και κατανοούνται μόνο με την πίστη. Ένα τέτοιο αόρατο χάρισμα είναι η συγχώρηση των αμαρτιών.
Κανείς δεν βλέπει με τα μάτια του σώματος, πως καθαρίζεται η ψυχή από τις αμαρτίες· όμως αυτό το γεγονός είναι πολύ μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο που γίνεται αντιληπτό σαν θαύμα με τα υλικά μας μάτια. Γι’ αυτό και ο Χριστός είπε στους πονηρούς γραμματείς πως η θεραπεία του παραλυτικού ήταν πολύ ασήμαντο γεγονός μπροστά στη συγχώρηση των αμαρτιών (Ματθ. θ’ 4-6) και σε άλλη περίπτωση τόνισε: μη χαιρόσαστε γι’ αυτό, για το ότι δηλαδή τα πονηρά πνεύματα υποτάσσονται σε σάς, αλλά να χαιρόσαστε, γιατί τα ονόματα σας έχουν γραφεί στους ουρανούς (Λουκ. Γ 20).
Είναι δυνατόν ακόμη και ένας που έκανε θαύματα να έχει σαρκικό φρόνημα και όχι πνευματικό επειδή πολλές φορές τα θαύματα δεν γίνονται για όσους ενεργούν, αλλά χάριν άλλων, μπορεί ο Θεός να ενεργήσει ακόμη και δι’ αναξίων. Γι’ αυτό ο Κύριος θα πει σε μερικούς που θά ισχυρισθούν πως στο όνομα Του εξέβαλαν δαίμονες κι ανέστησαν και νεκρούς: φύγετε μακριά από εμέ, σεις που πράττετε την ανομία· δεν σάς γνωρίζω (Ματθ. ζ’ 23).
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα από την αποβολή της αμαρτίας, γιατί έτσι απέκοψες τα νεύρα του διαβόλου, του έσπασες την κεφαλήν του, συνέτριψες εξ ολοκλήρου όλην την δύναμίν του, διέσπασες το στρατόπεδόν του και επέδειξες θαύμα μεγαλύτερον από όλα τα θαύματα (Χρυσόστ.).
Διότι, είπε μου, τι θα επροτιμούσες, αν κάποιος σου επρότεινε να κάνεις τον χόρτον χρυσάφι ή να κατορθώσεις και να περιφρονήσεις όλα τα χρήματα ωσάν να ήσαν χόρτο; Δεν θα επροτιμούσες πολύ περισσότερο το δεύτερο; Και βέβαια κατά πολύ φυσικόν λόγον, καθόσον αυτό 0ά προσέλκυε περισσότερον την προσοχήν. Διότι εάν έβλεπαν το χόρτον να μεταβάλλεται εις χρυσόν, θα επιθυμούσαν και αυτοί να αποκτήσουν αυτή την δύναμιν, όπως ακριβώς ο Σίμων (Πράξ. η’ 9-24) και θα ηύξανε ο πόθος των δια τα χρήματα· εάν όμως έβλεπαν όλους να περιφρονούν τον χρυσόν ωσάν χόρτον και να μην τον προσέχουν, θα είχαν απαλλαγεί προ πολλού από αυτήν την ασθένεια, δηλαδή από την φιλοχρηματία.
Τέτοια θαύματα υπογραμμίζονται ιδιαίτερα στην αγία Γραφή: είναι ο Τελώνης που έγινε απόστολος, ο διώκτης Παύλος που έγινε κήρυκας της οικουμένης, οι μάγοι που έγιναν διδάσκαλοι των Ιουδαίων, ο ληστής που έγινε πολίτης του παραδείσου, η πόρνη που επαινέθηκε για τη μεγάλη της πίστη, η Χαναναία, η Σαμαρείτις…
Το να λαλεί βέβαια κανείς διάφορες γλώσσες, αυτό είναι ένα πνευματικό χάρισμα, που συνοδεύεται με αισθητό σημάδι, που μπορούν εύκολα να το δουν οι άπιστοι και να το κατανοήσουν τους πείθει το θαύμα˙ γι’ αυτό και θεωρείται κάτι πολύ σπουδαίο. Και φαίνεται πως στα πρώτα βήματα της Εκκλησίας οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από τέτοια σημεία.
Το ότι λοιπόν σήμερα δεν επαναλαμβάνονται μερικά θαυμαστά γεγονότα της τότε εποχής, δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα πως και τότε δεν συνέβαιναν. Ούτε πάλι, επειδή τότε είχαμε τέτοιου είδους ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, συνοδευόμενες δηλαδή με εξωτερικά σημεία (γλωσσολαλία κ.ο.κ.), πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε και σήμερα. Διότι και τότε δια ωφέλειαν έγιναν και τώρα δια ωφέλειαν δεν γίνονται. Επειδή πείθεται κανείς μόνον με τον λόγον, αυτό δεν αναγκάζει τώρα το κήρυγμα να γίνεται με κοσμικήν σοφίαν (Χρυσόστ.). /
Εγώ λοιπόν δεν έχω ανάγκη από θαύματα. Για ποιο λόγο; γιατί έχω μάθει να πιστεύω στον Κύριο και χωρίς να μού δώσει κάποιος αποδείξεις. Γιατί εκείνος που δεν πιστεύει, χρειάζεται εγγύηση, εγώ όμως που πιστεύω δεν χρειάζομαι εγγύηση, ούτε θαύματα, αλλά και αν δεν μιλήσω ξένη γλώσσα, γνωρίζω ότι καθαρίστηκα από τις αμαρτίες. Εκείνοι όμως τότε, δηλαδή στην εποχή των αποστόλων, δεν πίστευαν, αν δεν είχαν κάποια απόδειξη… Συνεπώς τους έδινε τις αποδείξεις όχι γιατί ήταν πιστοί, αλλά γιατί ήταν άπιστοι, ώστε να γίνουν πιστοί (Χρυσόστ.).
Για την Εκκλησία στην εποχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου η μεγάλη απόδειξη για την παρουσία και τη δράση του Αγ. Πνεύματος δεν είναι η γλωσσολαλία ή τα υλικά θαύματα, αλλά η ελευθερία από τα πάθη και από την αμαρτία. Αυτός είναι ο Λόγος για τον όποιο σήμερα δεν χρειάζεται το χάρισμα της γλωσσολαλίας.
γ) Ιδιαίτερο πρόσωπο
Το Άγιο Πνεύμα είναι ιδιαίτερο πρόσωπο˙ Το τρίτο πρόσωπο του Τριαδικού Θεού.
Είναι όμως αύτη η διδασκαλία της αγίας Γραφής και της Εκκλησίας του Χριστού; Το ζήτημα αυτό πρέπει να εξετασθεί με προσοχή, γιατί πολλές ομάδες χρησιμοποιούν τον όρο Άγιο Πνεύμα, για να δηλώσουν μια απρόσωπη δύναμη η ενέργεια ή και τυφλή δύναμη ή συνειδητότητα, υποστηρίζοντας πως αυτή είναι η διδαχή της αγίας Γραφής και της πρώτης Εκκλησίας!
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που συνοψίζει τη διδασκαλία των πριν από αυτόν πατέρων της Εκκλησίας δίνει σ’ αυτό το θέμα την ακόλουθη απάντηση:
Όπως ακριβώς όταν ηκούσαμεν δια τον Λόγο του Θεού, δεν τον εθεωρήσαμε ότι είναι χωρίς προσωπική ύπαρξη, ούτε αποκτάται με την εκμάθηση, ούτε ότι προσφέρεται με τη φωνή, ούτε ότι διασκορπίζεται, άλλ’ ότι υπάρχει κατ’ ουσίαν και ότι έχει ελευθέρα βούληση και ενέργεια και παντοδυναμία, έτσι και όταν εδιδάχθημεν δια το Πνεύμα του θεού, το οποίον συνοδεύει το Λόγο και φανερώνει την ενέργειά Του, δεν θεωρούμε ότι είναι κάποια πνοή χωρίς προσωπική ύπαρξη, διότι η μεγαλοπρέπεια της θείας φύσεως θα εξευτελίζετο, αν θεωρείτο ότι το Πνεύμα που έχει, είναι όμοιο με το ιδικό μας πνεύμα.
Το Άγιο Πνεύμα λοιπόν έχει προσωπική ύπαρξη, είναι ο άλλος Παράκλητος (Ιω. ιδ’ 16) σε σχέση με τον Λόγο του Θεού (Α’ Ιω. β 1), που έχει επίσης προσωπική ύπαρξη και δεν είναι απρόσωπη δύναμη η σοφία (πρβλ. Α’ Κορ. α’ 24). Με το να πει άλλον, δείχνει τη διαφορά του προσώπου, ενώ με το να πει Παράκλητον δείχνει την συγγένεια της ουσίας (Χρυσόστ.). Δεν είναι δυνατόν να είναι η απρόσωπη δύναμη του Πατρός, γιατί πέμπεται στο όνομα του Υιού (Ιω. ιδ’ 26) και ονομάζεται και Πνεύμα Χριστού (Ρωμ. η’ 9. Α’ Πέτρ. α’ 11).
Στην Αγία Γραφή διακρίνεται κατηγορηματικά το Άγιο Πνεύμα από τη δύναμη του Θεού. Ας αναφέρουμε ένα από τα πολλά εδάφια: Σαν υπηρέται του Θεού συσταίνουμε τους εαυτούς μας σε όλα… με αγνότητα, σύνεσιν, μακροθυμίαν και καλωσύνην, με Πνεύμα Άγιον, με αγάπην ανυπόκριτον, με το κήρυγμα της αληθείας και με δύναμιν Θεού (Β’ Κορ. στ’ 4-7). Άλλο λοιπόν Πνεύμα Άγιον και άλλο δύναμις Θεού (πρβλ. και Μιχ. γ’ 8. Πράξ. ι’38.Α’Κορ. β’4. Ρωμ ιε’ 13. Α’Θεσ. α’5). Αλλά και αν ακόμη χαρακτηρίσουμε το Άγιο Πνεύμα δύναμη του Θεού (πρθλ. Κριταί ια’ 29, ιδ’ 6. Ης. ια’ 2), τότε, εάν πράγματι δεν πρόκειται για τη θεία ενέργεια, πρέπει να το εκλάβουμε ως δύναμη ενυπόστατη, όπως ακριβώς και τον Υιό, ο οποίος χαρακτηρίζεται δύναμις του Θεού (Α’ Κορ. α’ 12).
Εάν το Πνεύμα το Άγιο ήταν μόνο ενέργεια, όχι και πρόσωπο, τότε πρέπει να συμπεράνουμε πως τίθεται σε ενέργεια, δεν θέτει κάτι άλλο σε ενέργεια. Και φυσικά θα παύσει να υπάρχει μόλις τελειώσει την αποστολή του.
Όμως το Πνεύμα το Άγιο ακούει (Ιω. ιστ’ 13), λαλεί (Ιεζ. ια’ 5. Ματθ. ι’ 20. Ιω. ιστ’ 13. Πράξ. α’16,η’ 29, κα’ 11, κη’25), μαρτυρεί (Ιω. ιε’26. Πράξ. ε’ 32 η’23. Ρωμ. η ‘ 16. Έβρ. θ’8,ι’ 15), αναγγέλλει (Ιω. ιστ’ 13-15), διδάσκει (Ίεζ. ια’5. Ιω. ιδ’26. Αουκ. ιβ’ 12), έρευνα (Α ‘ Κορ. β’ 10-11), αποκαλύπτει (Αουκ. β’ 26. Α’ Πέτρ. α’ 11), προφητεύει (Πράξ. α’ 16 κα’ 11), οδηγεί στην αλήθεια (Ιω. ιστ’ 13). προτρέπει (Πράξ. Γ 19-20, ια’ 12), βοηθεί (Ρωμ. η ‘ 14. Γαλ. ε’ 18), ελέγχει (Ιω. ιστ’ 8), εμποδίζει (Πράξ. ιστ’ 6), κρίνει (Πράξ. ιε’ 28), διατάσσει (Πράξ. η 29, ιγ’2), συνετίζει (Νεεμ. θ’20).
Το άγιο Πνεύμα έχει ακόμη προσωπική βούληση (Ης. ια’ 2. Α’ Κορ. ιβ’ 11) και προσωπικό συναίσθημα. Μια απρόσωπη δύναμη δε μπορεί ποτέ να συνοδεύεται από προσωπική θέληση, δεν αγαπά ποτέ, ούτε λυπείται, δεν έχει συναίσθημα. Όμως το Άγιο Πνεύμα αγαπά (Ρωμ. ιε’ 30), λυπείται (Εφεσ. δ’ 30. Ρωμ. η ’26), επιποθεί (Ιάκ. δ’ 5), παρηγορεί (Πράξ. θ’ 31), παροργίζεται (Ης.ξγ’ 10, Μιχ.β’7).
Το Άγιο Πνεύμα έχει αυτοσυνειδησία· έχει συναίσθηση της ύπαρξής Του και μπορεί να πει: Εγώ απέστειλα αυτούς (Πράξ. ι’ 20)· ξεχωρίσατε μου τον Βαρνάβαν και τον Παύλον (Πράξ. ιγ’ 2).
Έτσι το Άγιο Πνεύμα έχει προσωπική υπόσταση, είναι πρόσωπο και γι’ αυτό το λόγο η θεία του ενέργεια φθάνει σε μας και ζεσταίνει την ύπαρξή μας, μας ανυψώνει στη θεία αγάπη, που είναι η προσωπική σχέση του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Όποιος πει λόγον εναντίον του Υιού του άνθρωπου, θα συγχωρηθεί· γι’ αυτόν υπάρχει το Πνεύμα το Άγιο, που μπορεί με τη δική μας μετάνοια να μας οδηγήσει και πάλι στο Χριστό με τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας. Άλλ’ εκείνος που θα βλασφημήσει κατά του Αγίου Πνεύματος, δεν θα συγχωρηθεί (Λουκ. ιβ’ 10. Πρβλ. Εβρ. Γ 29)· θα μείνει μόνος, ορφανός χωρίς το Άγιο Πνεύμα (πρβλ. Ιω. ιδ’ 18) και μόνος του ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί.
Το Άγιο Πνεύμα είναι η μοναδική μας ελπίδα, είναι ζωής χορηγός· μεταδίδει σε μας τη δική Του ζωή και κοινωνία με τον Πατέρα και τον Υιό, που είναι κοινωνία μεταξύ προσώπων. Έτσι ο άνθρωπος καταξιώνεται, γιατί η ζωή του γίνεται εικόνα της ζωής του Θεού, δηλαδή αγάπη (πρβλ. Γέν. α’ 26).
Υπάρχει λοιπόν ελπίδα για τον άνθρωπο, γιατί το Άγιο Πνεύμα βρίσκεται σε δράση και είναι πρόσωπο˙ διαθέτει αυτοσυνείδηση, προσωπική βούληση και προ παντός αγάπη. Είναι πάντοτε ενωμένο με τον Πατέρα και τον Υιό σε κοινωνία πλήρους αγάπης, χωρίς σύγχυση, χωρίς εξουθένωση της προσωπικότητος· αυτό αποτελεί την εγγύηση της δικής μας σωτηρίας.
δ) Ομοούσιο και Ομόθρονο
Γιατί είναι απαραίτητη για τη σωτηρία μας η πίστη ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ομούσιο προς τον Πατέρα και τον Υιό;
Το Άγιο Πνεύμα χορηγεί σε μας τα πάντα, όλα τα χαρίσματα του Θεού (πρβλ. Α’ Κορ. ιβ’ 3-11), που αποβλέπουν φυσικά στο να κάνουν δικό μας κτήμα το δώρο του Θεού: το Σώμα του Χριστού (πρβλ. και Εφεσ. β’ 19-22, δ’ 11-16).
Εάν το Άγιο Πνεύμα είναι κατώτερο και διαφορετικής ουσίας από τον Θεό Πατέρα, η ελπίδα και η παρηγοριά δεν προέρχονται από τον ίδιο τον Θεό, αλλά από κατώτερο ον και επομένως δε μπορούμε μέσω αυτού να οδηγηθούμε σε αληθινή κοινωνία με τον Θεό. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να δώσουμε απάντηση στο βασικό ερώτημα, αν η ουσία του Αγίου Πνεύματος είναι κτιστή ή άκτιστη, αν δηλαδή το Άγιο Πνεύμα είναι ομοούσιον προς τον Πατέρα.
Οι απόστολοι έπρεπε ν’ αφήσουν κάθε δυσπιστία ως προς την ταυτότητα του Χριστού. Έπρεπε δηλαδή πρώτα να πεισθούν για το πιο καταπληκτικό γεγονός της σωτηρίας μας, για το ότι πράγματι ο Χριστός είναι Κύριος (Ρωμ. ν’ 9), ο Κύριος και ο Θεός (πρβλ. Ψαλμ. ξζ’ 19 σε συσχετισμό με το Εφεσ. δ’ 7-11. Ιω. κ’ 28). Μόνο τότε μπορούσαν να δεχθούν και την εκπλήρωση της υπόσχεσής Του (Ιω. ιστ’ 7-14) και να διακηρύξουν την Θεότητα του Αγίου Πνεύματος.
Έτσι ο απόστολος διακηρύττει: Είναι δε διαιρέσεις χαρισμάτων, αλλά το Πνεύμα είναι το ίδιο, υπάρχουν και ποικιλίαι διακονιών, ο Κύριος όμως είναι ο αυτός· υπάρχουν και διάφορα είδη ενεργειών, άλλ’ ο Θεός είναι ο ίδιος, ο ενεργών τα πάντα εν πάσι (Α’ Κορ. ιβ’ 4-6). Αν τα πάντα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, τότε το Άγιο Πνεύμα είναι ο Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσι.
Εδώ δεν πρόκειται για σύγχυση των θείων προσώπων, για άλλο Θεό. Πρόκειται για τα ονόματα Θεός και Κύριος, που είναι κοινά και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, γιατί μετέχουν στην κοινή θεία ουσία, η οποία μεταδίδεται από τον Πατέρα στον Υιό με τη γέννηση και στο Άγιο Πνεύμα με την προαιώνια εκπόρευση. Γι’ αυτό πιστεύουμε πως και τα τρία θεία πρόσωπα είναι ομοούσια.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε εξετάζοντας την ομολογία της αναγέννησης, δηλαδή το βάπτισμα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. κη’ 19), όπως υπογραμμίζουν οι πατέρες της Εκκλησίας (Α’ Τιμ. γ’ 15). Γιατί βάπτισμα και πίστη συμβαδίζουν βαπτιζόμαστε εις το όνομα του Θεού στο οποίον πιστεύουμε· και το κοινό όνομα του Θεού στο οποίο βαπτιζόμεθα δεν ανήκει μόνο εις τον Πατέρα και εις τον Υιό, αλλά και εις το Άγιο Πνεύμα.
Ώστε το να μην αποδίδει κανείς τιμή εις ένα εκ των τριών ή να τα χωρίζει, είναι ατίμωση της ομολογίας δηλαδή της αναγέννησης άφ’ ενός και της Θεότητας άφ’ ετέρου, της θέωσης άφ’ ενός και της ελπίδας άφ’ ετέρου (Γρηγ. Θεολ.).
Βλέπετε τι μας χαρίζει το Πνεύμα, όταν το θεωρούμε ως Θεόν και τι χάνομε, όταν το στερούμε από την θεότητα. Διότι παραλείπω να αναφέρω τον φόβο και την οργή, η οποία απειλεί όχι εκείνους οι οποίοι το τιμούν, αλλά εκείνους οι οποίοι του αποστερούν την τιμή. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν το Άγιον Πνεύμα να είναι άλλης φύσεως ή άλλος θεός η κτίσμα˙ σ’ Αυτό ανήκει το κοινό όνομα του Τριαδικού Θεού (Ματθ. κη’ 19).
Αλλά η θεία φύση του Αγίου Πνεύματος φαίνεται και από το γεγονός ότι ερευνά τα πάντα, και τα βάθη του Θεού, τα οποία ουδείς οίδεν ει μη το Πνεύμα του Θεού (Α’ Κορ. θ’ 10-11). Πως λοιπόν Αυτό που γνωρίζει τα απόρρητα του Θεού, δύναται να είναι ξένον και άλλότριον του Θεού;· και αν η Γραφή λέγει πως ο Θεός δια του Πνεύματος κατοικεί μέσα μας, δεν είναι φανερά ασέβεια να λέγει κανείς ότι αυτό το Πνεύμα δεν μετέχει της Θεότητος; (Μ. Βασιλ., πρβλ. Α’ Κορ. γ’ 16, στ’ 19. Εφεσ. θ’22).
Δίκαια η Εκκλησία μας διακηρύσσει το Πνεύμα το Άγιο ως ομοούσιο και ομόθρονο, δηλαδή της αυτής ουσίας και της ίδιας τιμής με τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος (πρβλ. Β’ Βασιλ. κγ’ 2-3. Ψαλμ. ρλη’ 7. Άγγ. β’4-5. Ης. μη’ 16, ξγ’ 14. Ιω. ε’24. Πράξ. ι’20).
ε) Κύριος και Θεός
Υπάρχουν σαφείς αποδείξεις στην αγία Γραφή, που να φανερώνουν πως όντως ο Παράκλητος φέρει τα κοινά ονόματα του Θεού, Κύριος και Θεός;
Ο ψαλμωδός δοξολογεί τον Κύριο (Γιαχβέ) διότι Θεός μέγας είναι ο Κύριος και βασιλεύς μέγας σε όλη τη γη· στα χέρια Του βρίσκονται τα πέρατα της γης˙ και τα ύψη των βουνών είναι δικά Του˙διότι δική Του είναι η θάλασσα και Αυτός την εδημιούργησε, και την ξηρά τα χέρια Του την έπλασαν. Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Αυτώ και ας κλαύσωμεν ενώπιον του Κυρίου που μας έπλασε, διότι Αυτός είναι ο Θεός μας και εμείς λαός της βοσκής Του και πρόβατα χειρός Του. Σήμερον, εάν ακούσετε την φωνήν Του, μη σκληρύνετε τας καρδίας σας, όπως κατά την ανταρσία (παραπικρασμός), την ημέρα της δοκιμασίας εις την έρημον, όπου επείρασάν με οι πατέρες υμών… (Ψαλμ. 94, 3-9). Ο απόστολος αναφέρεται στον ψαλμό αυτό και υπογραμμίζει πως ο Κύριος (Γιαχβέ), ο οποίος ομιλεί εδώ είναι το Πνεύμα το Άγιον (Εβρ. γ’ 7-9. Πρβλ. Πράξ. ζ’ 51).
Στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξουμε, εάν συγκρίνουμε το εδάφιο Ης. στ’ 1-10 με το Πράξ. κη’ 25-27 Καλώς το Άγιον Πνεύμα ελάλησε δια Ησαΐου του προφήτου προς τους πατέρας ημών…. Ας δούμε ακόμη μια προφητεία του Ιερεμία:
Ιδού έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος (Γιαχβέ), και θά συνάψω με τον οίκο Ισραήλ και τον οίκο Ιούδα διαθήκη νέαν…θα δώσω οπωσδήποτε νόμους στην διάνοιά των και θα τους χαράξω στην καρδιάν τους· και έσομαι αυτοίς εις Θεόν και θα είμαι σ’ αυτούς Θεός, και αυτοί θα μού γίνουν λαός… και δεν θα θυμηθώ πλέον τις αμαρτίες των (Ιερεμ. λη’ 31-34· Εβραϊκό κείμενο: λα ‘ 31-34).
Και αυτό το εδάφιο ο απόστολος το αναφέρει στο Άγιο Πνεύμα· Αυτό είναι ο Κύριος (Γιαχβέ) και ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης (Εβρ. Γ 15-17). Την ίδια μαρτυρία βλέπουμε στον προφήτη Ιεζεκιήλ: Και ήλθεν έπ’ εμέ Πνεύμα και με έστησεν εις τα πόδια μου, και μού ελάλησε και μού είπε: – Είσελθε και κλείσου εις την οικία σου, και όταν θα σού ομιλήσω, θα ανοίξω το στόμα σου και θα πεις προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος (Γιαχβέ)· όποιος θέλει να ακούσει, ας ακούσει και όποιος θέλει να απειθήσει, ας απειθήσει, διότι είσθε λαός που με εξοργίζει (Ιεζ. γ’ 24-27. Πρβλ. Ψαλμ. ρθ’ 1-5. Ης. μη’ 16, νθ’ 15-20 κατά το εβραϊκό κείμενο).
Αυτά τα εδάφια φανερώνουν πως τα ονόματα, που αναφέρονται στην κοινή θεία φύση (Κύριος, Θεός) ανήκουν και στο Άγιο Πνεύμα. Η αλήθεια αυτή υπάρχει ήδη στην Παλαιά Διαθήκη και φανερώνεται στο φως της Καινής Διαθήκης (Ιω. ιστ’ 13).
Για τους αποστόλους και τους μαθητές του Χριστού δεν υπήρχε αμφιβολία σχετικά με τη Θεότητα του Αγίου Πνεύματος (Πράξ. ε’ 3-4, 9, ιγ’ 2. Α’ Κορ. γ’ 16, ε’ 3-4, ιβ’4-11. Β’ Κορ. γ’ 17-18, Εφεσ. β’22, Β’ Θεσ. γ’5).
Γι’ αυτόν που εμπιστεύεται στη θεία αποκάλυψη και όχι στις δικές του δυνατότητες και προϋποθέσεις, το Πνεύμα το Άγιο είναι κοινωνό της μιας Θείας ουσίας που μεταδίδεται εις Αυτό προαιωνίως από τον Πατέρα με την εκπόρευση (Ιω. ιδ’ 26, ιε’ 26). Γι’ αυτό και ονομάζεται Κύριος και Θεός.
στ) Οι μειωτικές εκφράσεις
Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ενούνται σε μία θεότητα με βάση την μία ουσία και διακρίνονται με βάση τον τρόπο με τον οποίο η κοινή ουσία μεταδίδεται προαιώνιος από τον Πατέρα, που είναι η μόνη αιτία και πηγή της Θεότητος, στον Υιό (γέννηση) και στο Άγιο Πνεύμα (εκπόρευση).
Στην αγία Γραφή υπάρχουν εδάφια που αναφέρονται στη μία φύση του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (ομοούσιο) και επομένως στη μία Θεότητα· άλλα εδάφια αναφέρονται στη Θεότητα του καθενός προσώπου της Αγίας Τριάδος· άλλα τέλος αναφέρονται στην πρώτη αιτία, ώστε να δηλώνεται ο Πατήρ του Υιού και η πηγή της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος.
Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ολόκληρη η αλήθεια περί Θεού: ενότης ουσίας, διάκριση υποστάσεων εις Θεός, τρία πρόσωπα. Έτσι δεν κινδυνεύουμε να πέσουμε στην πολυθεΐα, με το να εισάγομε διάκριση στην ουσία ούτε στην αίρεση του Σαβαλλίου, με το να συγχέομε τα πρόσωπα ή στον αρειανισμό, με το να διαχωρίζουμε τις φύσεις.
Μ’ αύτη τη βάση ο ορθόδοξος χριστιανός δεν κινδυνεύει να παρερμηνεύσει τις φράσεις της αγίας Γραφής που αναφέρονται στο Άγιο Πνεύμα:
Ο Πατήρ ο εξ ουρανού δώσει Πνεύμα αγαθόν τοις αιτούσιν αυτόν (Λουκ. ια’ 13)’ αποστέλλω την επαγγελίαν του Πατρός μου (Λουκ. κδ’ 49) και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός (Πράξ. θ’ 3). Επίσης γίνεται λόγος για χαρίσματα (Α’ Κορ. ιβ’ 30), δωρεάς (Πράξ. η’ 20) καθώς και για εμφύσημα, με το οποίο μετεδόθη το Πνεύμα το Άγιο (Ιω. κ’ 22) ή και για μεσιτεία του Αγίου Πνεύματος (Ρωμ. η’ 26).
Αυτές οι εκφράσεις πρέπει να αναφερθούν στην πρώτη αιτία ώστε να δηλώνεται η Πηγή της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος και να ασφαλίζεται η ορθόδοξη πίστη, με την υπογράμμιση της μιας αιτίας και πηγής στην Τριαδική Θεότητα και όχι πολλών, πράγμα που θα οδηγούσε στην πολυθεΐα. Οι εκφράσεις αυτές δεν είναι μειωτικές για το Άγιο Πνεύμα.
ζ) Το έργο του Αγίου Πνεύματος
Ποιο είναι το έργο του Παρακλήτου μέσα στη δημιουργία και την αναδημιουργία του κόσμου;
Στην πρώτη δημιουργία το Άγιο Πνεύμα επεφέρετο επάνω του ύδατος (Γέν. α’ 2), πράγμα που σημαίνει συνέθαλπε και εζωογόνει τη φύση του νερού, όπως το πτηνό κλωσσά τα αυγά του, δηλαδή ετοίμαζε τη φύση του νερού για να βγάλει ζωή (Εφραίμ ο Σύρος. Πρβλ. Ψαλμ. λβ’6. Ιώβ λγ’4).
Αλλά εν Αγίω Πνεύματι συντελείται και ολόκληρη η αναδημιουργία και ανακαίνιση του ανθρώπου και ολοκλήρου της κτίσεως (πρβλ. Ψαλμ. ργ’ 30)· το Άγιο Πνεύμα πεπλήρωκε την οικουμένην, συνέχει τα πάντα και έχει γνώσιν φωνής (Σοφ. Σολ. α’ 7. Πρβλ. ιβ’1. Πράξ. θ’2).Ποια είναι τα δώρα του Θεού μετά από την εκλεκτή προσφορά που πραγματοποίησε ο Χριστός με την ανάληψή Του;
Το δώρο αυτό της ανθρωπότητας, δηλαδή το Σώμα του Χριστού, δεν το κράτησε ο Θεός, αλλά το αντιπροσφέρει σε μας με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος (πρβλ. Ταλμ. ξζ’ 19. Έφεσ. δ’ 8):
Και αυτός έδωκε άλλους μεν αποστόλους, άλλους προφήτας, άλλους ευαγγελιστάς, άλλους ποιμένας και διδασκάλους, με σκοπό τον καταρτισμό των αγίων, δια έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού μέχρι να φθάσωμε όλοι εις την ενότητα της πίστεως και της πλήρους γνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού (Εφεσ. δ’ 11-13).
Κεντρικός λοιπόν σκοπός του Αγίου Πνεύματος είναι να μας εγκεντρίσει με το άγιο βάπτισμα στο Σώμα του Χριστού (Ρωμ. ια’ 19-24. Α’ Κορ. ιβ’ 3,13. Εφεσ. β’ 18, δ’ 4), να προσφέρει δηλαδή σε μας το μεγάλο δώρο του Θεού, να μας χαρίζει με τη θεία Κοινωνία τη ζωή του Χριστού (Ιω. στ’ 53). Γι’ αυτό και η Εκκλησία (Α’ Τιμ. γ’ 15) εύχεται στον Θεό Πατέρα:
Κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ’ ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα. Και ποίησον τον μεν άρτον τουτον τίμιον Σώμα του Χριστού Σου, το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον Αίμα του Χριστού Σου–μεταβολών τω Πνεύματί Σου τω Αγίω (επίκληση θ. λειτουργίας).
Το τίμιο Σώμα και το τίμιο Αίμα του Χριστού· αυτά είναι τα μεγάλα δώρα που μας έστειλε ο Θεός μετά την ανάληψη του Κυρίου· αυτά μας εξασφαλίζει η παρουσία του Παρακλήτου στην Εκκλησία. Το Άγιο Πνεύμα διανέμει στους πιστούς κάθε χάρισμα (Α’ Κορ. ιθ’ 4-11. Εφεσ. δ’ 4-13) και συγκροτεί ολόκληρο το θεσμό της Εκκλησίας (πρβλ. Α’ Κορ. ιθ’ 27, ιδ’ 4).
Την αλήθεια αυτή εκφράζει και το γνωστό στιχηρό από τον εσπερινό της Κυριακής της πεντηκοστής:
Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον, βρύει προφητείας, ιερέας τέλειοι,
αγράμματους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν,
όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας.
Ομοούσιε και ομόθρονε τω Πατρί και τω Υιώ,
Παράκλητε, δόξα Σοι (πρβλ. Α’ Κορ. ιβ’ 4-11).
Με άλλα λόγια, το Άγιο Πνεύμα ενεργοποιεί για μας όλα τα αποτελέσματα του έργου του Ιησού Χριστού κάνει δικά μας όλα τα δώρα, όλα τα χαρίσματα που εδωρήθηκαν στην ανθρώπινη φύση του Χριστού και έτσι μας μεταφέρει στο ύψος της δόξης του Τριαδικού Θεού (Φιλιπ. θ’ 9-11, γ’20-21).
η) Πνεύμα υιοθεσίας
Το Άγιο Πνεύμα μας οδηγεί σε νέα σχέση με τον Τριαδικό Θεό, στην υιοθεσία. Ποιος όμως είναι ο δρόμος και ποιες οι συνέπειες;
Εάν ένας δεν έχει Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν είναι δικός Του. Εάν όμως ο Χριστός είναι μέσα σας, τότε το σώμα σας είναι νεκρόν δια την αμαρτία, αλλά το Πνεύμα σας είναι ζωή ένεκα της δικαίωσης σας. Εάν το Πνεύμα Εκείνου, ο οποίος ανέστησε τον Ιησούν εκ νεκρών, θα δώσει ζωήν και εις τα θνητά σώματα σας δια του Πνεύματος Του, που κατοικεί μέσα σας… Διότι όσοι οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί του Θεού. Δεν ελάβατε πνεύμα δουλείας, που να σάς φέρει πάλιν εις κατάστασιν φόβου, άλλ’ ελάβατε Πνεύμα υιοθεσίας δια του οποίου κράζομεν Αββά, Πατέρα. Αυτό το Πνεύμα μαρτυρεί μαζί με το Πνεύμα μας ότι είμεθα παιδιά του Θεού. Εάν δε είμεθα παιδιά του, τότε είμεθα και κληρονόμοι– κληρονόμοι μεν του Θεού, συγκληρονόμοι δε του Χριστού, εάν βέβαια πάσχομε μαζί Του, δια να δοξασθούμε επίσης μαζί Του (Ρωμ. η’ 9-17).
Το Άγιο Πνεύμα είναι πάντοτε ενωμένο μετά του Πατρός και του Υιού σε μία θεία φύση με μία θέληση και μία ενέργεια (πρβλ. Ματθ. κη ‘ 19. Ιω. ιδ’26, ιε 26, ιστ’ 12-15. Α ‘ Κορ. β’ 10-11,ιβ’3, Β’ Κορ. γ 13. Α Πέτρ. α’ 1-2). Έτσι η σωτηρία του ανθρώπου είναι καρπός της κοινής αυτής θέλησης και ενέργειας του Τριαδικού Θεού.
Με τη χάρη του Άγιου Πνεύματος (πρβλ. Α’ Κορ. ιβ’ 3) ο άνθρωπος οδηγείται δια του βαπτίσματος στην εν Χριστώ αναγέννηση (Ιω. γ’ 3-5. Γαλ. γ’ 27. Τίτ. 4-6) εγκεντρίζεται δηλαδή στο Σώμα του Χριστού (πρβλ. Ρωμ. ια’ 19-24). Με αυτόν τον τρόπο η δική μας ανθρώπινη φύση μεταβάλλεται στην ανθρώπινη φύση του Χριστού επειδή όμως Εκείνη είναι ενωμένη ασυγχύτως, αδιαιρέτως, ατρέπτως, αχωρίστως με τη θεία φύση στο ένα πρόσωπο του Χριστού, η σχέση του Υιού προς τον Πατέρα μεταφέρεται σε μας λόγω της ενσωμάτωσης μας στο Σώμα του Χριστού γινόμαστε δηλαδή τέκνα Θεού (Ιω. α’ 12. Γαλ. γ’ 26. Α’ Ιω. γ’ 2).
Βέβαια δεν μπορούμε να γίνουμε φυσικοί υιοί του Θεού, να κληρονομήσουμε δηλαδή τη θεία φύση, την οποία ο Πατήρ μεταδίδει προαιωνίως στον Υιό (γέννησις) και στο Άγιο Πνεύμα (εκπόρευσις). Γινόμαστε όμως συγκληρονόμοι της ανθρώπινης φύσης του Χριστού (Ρωμ. η’ 17).
Η σχέση του Υιού προς τον Πατέρα δεν είναι μόνο σχέση ουσίας, ενότητας θέλησης και ενέργειας, αλλά και κοινωνία αγάπης (πρβλ. Ρωμ. ε’ 5, ιε’ 30. Β’ Τιμ. α’ 7. Α’ Ιω. δ’ 8, 16). Αυτής λοιπόν της αγάπης γίνεται συγκληρονόμος ο άνθρωπος. Διότι όταν μετέχωμε του Αγίου Πνεύματος, έχομεν την χάρη του Υιού και δι’ Αυτού την αγάπην του Πατρός (Μ. Αθαν.).
Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος οδηγούμεθα στον Χριστό (Α’ Κορ. ιβ’ 3). Εισερχόμαστε στο περιβάλλον της αγάπης του Χριστού, στη χαρά και στην ευφροσύνη αυτής της αιώνιας κοινωνίας (Παροιμ. η’ 30). Συναισθανόμαστε την αγάπη του Χριστού και την εγγύτητα του Πατρός, όπως ένα μικρό παιδί συναισθάνεται και χαίρεται την εγγύτητα του Πατέρα του (Ιω. ιδ’ 23./ί’ Κορ. ιγ’ 16, στ’ 19. Α’ Ιω. β’24).
Όταν το Άγιο Πνεύμα ενώνεται με το δικό μας εγώ, δεν το εξουδετερώνει· όμως το Άγιο Πνεύμα είναι Εκείνο δια του οποίου κράζομε: Αββά ο Πατήρ (Ρωμ. η 15. Γαλ. δ’ 6). Αυτή η κραυγή είναι βασικά κραυγή του Αγίου Πνεύματος· όμως είναι και δική μας κραυγή, γιατί η παρουσία του Αγίου Πνεύματος δεν καταστρέφει τη δική μας προσωπικότητα, ούτε εξουδετερώνει το εγώ μας. Το Άγιο Πνεύμα δεν αντικαθιστά τη δική μας θέληση· ομιλεί μέσα μας και μας παρακινεί να κάνουμε και μείς το ίδιο. Αλλά πάντοτε έχουμε τη δυνατότητα να αρνηθούμε τη συνεργασία. Έτσι το Άγιο Πνεύμα συμμαρτυρεί όχι χωρίς το δικό μας πνεύμα, αλλά μαζί μ’ αυτό, ότι είμεθα τέκνα Θεού (Ρωμ. η’ 16).
Είναι η άκτιστη θεία ενέργεια, η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που μας διοικεί (Ρωμ. η’ 14), με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε την παρουσία του θείου προσώπου, να μεταβαίνουμε δηλαδή και πέρα από μια απλή αίσθηση της θείας χάρης: να κοινωνούμε μέσω αυτής με το ίδιο το πρόσωπο του Υιού και του Αγίου Πνεύματος σε μία κοινωνία χάρης και αγάπης, μέσω της προσωπικής αγάπης του Υιού, που με την ενανθρώπισή Του άνοιξε την πόρτα της αγάπης του Θεού Πατρός.
Αυτή η νέα σχέση αγάπης που δημιουργείται με την ένωσή μας στο Σώμα του Χριστού με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος έχει βέβαια μεγάλες συνέπειες για την καθημερινή μας ζωή:
Εάν όμως ο Χριστός είναι μέσα σας, τότε το σώμα σας είναι νεκρό δια την αμαρτία, αλλά το πνεύμα σας είναι ζωή ένεκα της δικαιώσεώς σας… Άρα λοιπόν, αδελφοί, είμεθα χρεώσται όχι εις την σάρκα, δια να ζώμεν υπό την εξουσίαν της σαρκός, διότι εάν ζήτε κατά σάρκα, τότε θα πεθάνετε, αλλά εάν δια του Πνεύματος θανατώνετε τας πράξεις του σώματος, τότε θα ζήσετε. Επειδή όσοι οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί Θεού (Ρωμ. η’ 10-14).
Αυτός είναι λοιπόν ο δρόμος προς την υιοθεσία και αυτές οι συνέπειες της για τον άνθρωπο.
θ) Πνευματική αναγέννηση
Με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος τα πάντα γίνονται νέα. Μια καθολική αναγέννηση συμβαίνει στον άνθρωπο, αφού ο νους του, η καρδιά του, τα πάντα ανυψώνονται και λειτουργούν καθαρότερα.
Οι απόστολοι δεν είχαν από την αρχή το Άγιο Πνεύμα γι’ αυτό δεν μπορούσαν να δουν με καθαρότητα τον Χριστό, να τον αναγνωρίσουν αληθινά. Αποτέλεσμα ήταν να τον εγκαταλείψουν κατά το πάθος Του (Ματθ. κστ’ 56). Ούτε και τις προειδοποιήσεις Του μπόρεσαν να κατανοήσουν, πως βαδίζει σταθερά προς το πάθος και την ανάσταση (Ματθ. ιστ’21, ιζ’22-23. κ’ 18-19. Μάρκ. η’ 31, θ’ 31, ι’ 33-34. Λουκ. θ’22,44, ιη’ 31-33. Ιω. γ’ 14-15): Η σημασία των λόγων του Ιησού ήταν γι’ αυτούς κρυμμένη, δεν εννοούσαν τι έλεγε (Ιω. ιδ’ 14, 26, ιε’267, Λουκ. κδ’ 48. Πράξ. α’ 8).
Όταν όμως οι μαθητές επλήσθησαν από Πνεύμα Άγιον, τότε το Πνεύμα τους έγινε καινούργιο, γιατί ενώθηκε με το Πνεύμα το Άγιο, κι άρχισαν να κηρύττουν την εν Χριστώ σωτηρία με δύναμη (Πράξ. β’ 1-41. Πρβλ. Ιωήλ γ’ 1-5) κι έτσι εκπληρώθηκε πλήρως η προφητεία:
Θα δώσω σε σάς νέαν καρδίαν, καινούργιο πνεύμα…
θα δώσω το Πνεύμα μου σε σάς και θα σάς κάμω να βαδίζετε σύμφωνα
με τας εντολάς μου, να φυλάξετε και να τηρήσετε τα προστάγματα μου
(Ιεζ. λστ’ 26-27).
Το Πνεύμα το Άγιο δεν οδηγεί απλώς στην κατανόηση των λόγων του Χριστού (Ιω. ιε’ 26, ιστ’ 13-14), αλλά στον ίδιο τον Χριστό (Α ‘ Κορ. ιβ’ 3, 11-18), και την αληθινή ζωή (Ιω. ιδ’ 6), μέσω των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του βαπτίσματος, που πραγματοποιεί την πνευματική μας γέννηση (Ιω. γ’3-5. Α ‘ Ιω. ιβ’ 13. Γαλ. δ’26-27. Τι’τ. γ’4-6), και της θείας ευχαριστίας (Ιω. στ’ 53).
Όταν μιλάμε για πνευματική αναγέννηση, εννοούμε το ίδιο πράγμα με την υιοθεσία, μέσω της σχέσης μας με τον Ιησού Χριστό, που είναι αληθινός Υιός του Θεού του ζώντος. Η παρουσία του Πνεύματος μέσα μας εξασφαλίζει και την παρουσία του Χριστού κι έτσι γινόμαστε ναός του Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. στ’ 19), τόπος κατοικίας του Θεού (πρβλ. Εφεσ. 6′ 18-22), άνθρωποι πνευματικοί, όχι πλέον σαρκικοί.
Πνευματικός λοιπόν άνθρωπος είναι εκείνος που έλαβε το δώρο του Αγίου Πνεύματος και καθαρίστηκε από κάθε κηλίδα:
Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας,
ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν
και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος, και σώσον, Αγαθέ, τας ψυχάς ημών.
Όπως τα λαμπερά και διαφανή σώματα, όταν πέσει επάνω τους κάποια ακτίνα, λάμπουν περισσότερο και αντανακλούν μεγαλύτερη λάμψη, έτσι και οι ψυχές που είναι πνευματοφόρες και οι ίδιες γίνονται φωτεινές και αντανακλούν στους άλλους τη χάρη.
Εδώ οφείλεται η πρόγνωσις των μελλόντων, η κατανόησις των μυστηρίων, η γνώσις των απόκρυφων, η διανομή των χαρισμάτων, η ουράνιος ζωή, η μετά των αγγέλων συμβίωσις, η ατέλειωτος ευφροσύνη, η μετά του Θεού διαμονή, η ομοίωσις προς τον Θεόν, και το ανώτερον από όσα ημπορεί κανείς να επιθυμήσει, το να γίνει Θεός (Μ. Βασιλ.).
Και ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ προσθέτει πως η χάρη αναπτύσσεται σε εκείνον που θα γίνει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος και γίνεται ένα με την ουσία του, όπως το προζύμι με το ζυμάρι.
Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται τη Τριαδική Μονάδι, ιεροκρυφίως, δηλαδή κάθε ψυχή αποκτά με το Άγιο Πνεύμα ζωή, ανυψώνεται με την κάθαρση και λαμπρύνεται μυστικά με την έλλαμψη του φωτός της Άγιας Τριάδος.
Με το Άγιο Πνεύμα, τα πάντα γίνονται στον άνθρωπο καινούργια. Τα δώρα που έλαβε η ανθρώπινη φύση του Χριστού γίνονται δικά μας δώρα ο άνθρωπος αναγεννάται ολόκληρος.
ι) Άκτιστη χάρη
Οι ορθόδοξοι πιστεύουμε πως άκτιστος δεν είναι μόνο ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο, αλλά και η ενέργειά Του, η χάρη που φθάνει σε μας. Και πάλι εδώ δεν πρόκειται για θεωρητική απασχόληση˙ η θέση που θα πάρουμε στο θέμα αυτό άφορα τη σωτηρία μας.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ενωθεί με τον Θεό κατά φύσιν· γίνεται κοινωνός μόνο της θείας ενέργειας του Θεού, της χάρης του Αγίου Πνεύματος. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως στην Πεντηκοστή δεν ήταν παρόν προσωπικώς το Πνεύμα το Άγιο ή δεν κατήλθε προσωπικώς για να μείνει στην Εκκλησία (Ιω. ιδ’ 16). Άλλωστε η Θεότητα δεν προσδιορίζεται τοπικά, ο Θεός είναι πάντοτε και πανταχού παρών και δεν έχει ανάγκη να κατέλθει.
Αυτό που μεταδόθηκε στους μαθητές δεν ήταν το πρόσωπο, αλλά η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η χάρη δεν ήταν κάτι που δημιούργησε ο Θεός εκείνη τη στιγμή, για να το προσφέρει, όπως κάποιος τεχνίτης δημιουργεί κάτι, για να το προσφέρει σε αγαπώμενο πρόσωπο. Η θεία ενέργεια δεν προήρχετο έξω από την ουσία του Θεού, αλλά από μέσα, από την ίδια τη θεία ουσία, ήταν συνεπώς άκτιστη και αιώνια.
Επειδή ήταν άκτιστη και προήρχετο από την ίδια την ουσία του Θεού, η ένωση του ανθρώπου μέσω αυτής δεν ήταν ένωση με κάποιο κτίσμα, αλλά πραγματική κοινωνία με τον Θεό˙ όχι βέβαια κοινωνία ουσίας, αλλά κατά χάριν, δηλαδή με βάση τη θεία ενέργεια. Γι’ αυτό λέμε πως γινόμαστε υιοί του Θεού, όχι κατά φύση, αλλά κατά χάρη, με βάση την θεία ενέργεια του Θεού που είναι άκτιστη.
Η Ορθοδοξία εξασφαλίζει πραγματική κοινωνία με τον Θεό, απαλλαγμένη από κάθε πανθεϊστική και ινδουιστική αντίληψη. Σ’ αυτή την πραγματική κοινωνία ο άνθρωπος διατηρεί το δικό του εγώ και έρχεται σε προσωπική σχέση με το Συ του Θεού χωρίς να συγχωνεύεται με τη θεία ουσία ή και να συγχέεται με αυτήν χωρίς η ανθρώπινη φύση να μετατρέπεται σε θεία φύση. Ο άνθρωπος διατηρεί την προσωπικότητα του και χαίρεται την κοινωνία του Θεού.
Η διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού αποκτά για τον ορθόδοξο χριστιανό σωτηριολογική σημασία. Με αυτόν τον τρόπο ξεχωρίζει την πίστη του από τις μη χριστιανικές θρησκείες– βεβαιώνεται πως ο Θεός σέβεται την προσωπικότητα του άνθρωπου και ταυτόχρονα τον αγαπά και γι’ αυτό του δίνει τη δυνατότητα, εάν και ο άνθρωπος το θελήσει, να υψωθεί μέχρι το επίπεδο της προσωπικής σχέσης και αληθινής κοινωνίας με τον Δημιουργό. Ακόμα και σ’ αυτή την κοινωνία, παρ’ όλον ότι ο άνθρωπος πυρακτούται και γίνεται ο ίδιος θεός, μένει αυτό που τώρα είναι, άνθρωπος, πλημμυρισμένος από τη δόξα του Θεού, δηλαδή από τη θεία χάρη.
Γι’ αυτό λέμε πως η πίστη μας στη διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας (χάρης) και στην άκτιστη χάρη του Θεού, έχει πρωταρχική σημασία για τη σωτηρία μας.
ια) Οι αρνητές του Αγίου Πνεύματος
Εάν η ορθή πίστη στο Άγιο Πνεύμα είναι απαραίτητη για τη σωτηρία μας (Ιω. η’ 32, ιστ’ 13. Πρβλ. Μάρκ. γ’ 29), είναι βασικό να γνωρίζουμε πως θα φθάσουμε στην πίστη αυτή.
Η αγία Γραφή μας πληροφορεί πως πρέπει γι’ αυτό να έχουμε τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. θ’ 4). Βέβαια το Πνεύμα όπου θέλει πνεί (Ιω. γ’ 8), δεν μπορούμε να του βάλουμε περιορισμούς (Α’ Κορ. ιβ’ 11). Αλλά δεν μπορούμε να φθάσουμε στο Άγιο Πνεύμα έξω και μακράν του Σώματος του Χριστού.
Για να έλθει κανείς στον Πατέρα πρέπει να τον υψώσει ο Υιός (Ιω. ιδ’ 6)· για να αναγνωρίσει κανείς τον Χριστόν ως Κύριον, πρέπει να έχει την συμπαράσταση του Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. ιθ’ 3. Πρβλ. Ιω. ιε’ 26) Όμως το Άγιο Πνεύμα αποστέλλεται από τον Πατέρα στο όνομα του Χριστού (Ιω. ιδ’ 26). Ετσι δεν μπορεί να είναι ο στόχος μας η κατοχή του Αγίου Πνεύματος έξω και μακράν του Χριστού, έξω από το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία (Γαλ. γ’ 27. Α’ Κορ. ιθ’ 12-27. Εφεσ. ε’ 23).
Το Πνεύμα το Άγιο δε δρα ανεξάρτητα από τον Υιό, ούτε βέβαια ανεξάρτητα και από τον Πατέρα· μεταξύ των τριών προσώπων υπάρχει ενότητα θέλησης και ενότητα ενέργειας (πρβλ. Ιω. η ’28-29, ιστ’ 12-15, 23-24, 26-28. Α ‘ Κορ. β’ 4-6). Γι’ αυτό άλλωστε και το Άγιο Πνεύμα δεν χαρακτηρίζεται μόνο ως το Πνεύμα του Θεού (Ματθ. γ’ 16. Α΄ Κορ. θ’ 10-14), αλλά και Πνεύμα του Υιού (Γαλ. δ’ 6) ή ακόμη Πνεύμα του Χριστού (Ρωμ. η’ 9) και νους Χριστού (Α’ Κορ. β’ 16). Αν θέλουμε λοιπόν να φθάσουμε στην επίγνωση του Πνεύματος, πρέπει να επιθυμήσουμε την αγάπη του Χριστού και την ένωσή μας με το Σώμα Του, την Εκκλησία.
Κλείνοντας συνοψίζουμε πως με την Παρουσία του Αγίου Πνεύματος αποκαλύπτεται η αλήθεια για το πρόσωπο του Χριστού και η σωτηρία που συντελέσθηκε, γίνεται κτήμα του καθενός πιστού.
Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της πεντηκοστής συνοδεύθηκε με το σημείο των γλωσσών, που ήταν σημείο για τους απίστους και σύμβολο της οικουμενικότητας του ευαγγελίου του Χριστού.
Για τους πιστούς δεν υπάρχει σήμερα αναγκαιότητα τέτοιου σημείου, που προξενεί εντύπωση στα μάτια των απίστων τα πνευματικά χαρίσματα είναι για τους πιστούς ανώτερα από τα θαύματα. Έτσι η συγχώρηση των αμαρτιών είναι μεγαλύτερο πράγμα από τη θεραπεία ενός παραλυτικού.
Το Άγιο Πνεύμα ήταν συνεργό στη δημιουργία του κόσμου και ολοκληρώνει την ανακαίνιση του. Εντάσσει και εγκεντρίζει τους πιστούς στο σώμα του Χριστού και τους καθιστά μετόχους της ζωής του Χριστού. Όλα τα αποτελέσματα του έργου του Χριστού ενεργοποιούνται για τον κάθε πιστό με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, με αποτέλεσμα ο κάθε πιστός να γίνεται τέκνο Θεού κατά χάρη και μέτοχος της αγάπης του Θεού προς τον μονογενή Του Υιό, τον ένσαρκο Λόγο.
Αυτή η αγάπη του Πατέρα δεν αναιρεί την ανθρώπινη θέληση, γιατί το Άγιο Πνεύμα, που μας παρακινεί μέσα μας να ανοίξουμε σ’ αυτή τη Θεϊκή αγάπη, δε μας εκβιάζει και εμείς μπορούμε σε κάθε στιγμή να αρνηθούμε τη συνεργασία.
Το Άγιο Πνεύμα οδηγεί όχι απλώς στην κατανόηση των λόγων του Χριστού, αλλά στον ίδιο τον Χριστό, δρώντας με τα ίερά μυστήρια της Εκκλησίας μας. Με τα ιερά μυστήρια ο πιστός γίνεται τόπος κατοικίας του Θεού, πνευματικός άνθρωπος, που αντανακλά τη χάρη του Αγίου Πνεύματος γύρω του.
Το Πνεύμα του Θεού δεν είναι σαν το δικό μας πνεύμα˙ έχει ιδιαίτερη υπόσταση, δηλαδή προσωπική ύπαρξη. Είναι Παράκλητος, όπως και ο Υιός και Λόγος του Θεού, δηλαδή της ίδιας ουσίας. Όμως είναι άλλος Παράκλητος, δηλαδή διαφορετικό πρόσωπο, που πέμπεται δια του Ιησού Χριστού γι’ αυτό και ονομάζεται Πνεύμα Χριστού. Είναι η δύναμη του Θεού, όμως όχι τυφλή δύναμη, αλλά ενυπόστατη. Γι’ αυτό και δεν τίθεται σε ενέργεια, αλλά θέτει σε ενέργεια, όπως συμβαίνει με κάθε πρόσωπο· έχει βούληση, συναίσθημα (αγαπά, λυπάται, παρηγορεί), αυτοσυνειδησία. Επειδή είναι πρόσωπο, η χάρη Του, δηλαδή η θεία Του ενέργεια που φθάνει σε μας, μας χαρίζει την αγάπη του Θεού.
Χωρίς το Άγιο Πνεύμα, ο άνθρωπος μένει μόνος, χωρίς ελπίδα. Γιατί το Άγιο Πνεύμα είναι ζωής χορηγός, μεταδίδει την κοινωνία με τον Πατέρα και τον Υιό, εντάσσοντας τον πιστό στο Σώμα του Χριστού. Τα δώρα που μας χαρίζει το Άγιο Πνεύμα σ’ αυτό αποβλέπουν: στην ένταξη μας στο σώμα του Χριστού, στη μετοχή μας στη ζωή του Χριστού.
Ο λόγος της Γραφής μας βεβαιώνει πως το Άγιο Πνεύμα είναι ομοούσιο και ομόθρονο του Πατρός και του Υιού και μέτοχο των κοινών θείων ονομάτων Κύριος και Θεός. Τυχόν μειωτικές εκφράσεις στην άγια Γραφή αναφέρονται σε σχέση με την πρώτη πηγή και αίτια από την οποία προαιώνια εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται ολόκληρη η αλήθεια· δηλαδή η ενότητα της ουσίας και η διάκριση των προσώπων, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται η αίρεση, που απειλεί τη σωτηρία του άνθρωπου.
Μέσα στην ενότητα του ενός Σώματος ο καθένας πιστός συνεχίζει να είναι το συγκεκριμένο πρόσωπο· δεν απορροφάται από το όλον. Γι’ αυτό και στη θεία λατρεία και στη μυστηριακή ζωή μνημονεύεται ο καθένας με το όνομα του. Έλαβε από το Άγιο Πνεύμα το δικό του χάρισμα και καλείται να το χρησιμοποιήσει όχι εγωιστικά, αλλά για την οικοδομή των άλλων μελών και για την αύξηση του όλου σώματος, μαζί με τη δική του, πνευματική αύξηση εν Χριστώ.
Ο απόστολος Παύλος αναφέρει: στον καθένα δίδεται η φανέρωση του Πνεύματος για το συμφέρον στον ένα δίδεται δια του Πνεύματος λόγος σοφίας, στον άλλο λόγος γνώσεως κατά το αυτό πνεύμα, στον άλλον δε πίστις δια του αυτού πνεύματος· στον άλλο χαρίσματα θεραπείας δια του αυτού πνεύματος, στον άλλον ενεργήματα δυνάμεων, στον άλλον προφητεία, στον άλλον διακρίσεις πνευμάτων, σε άλλον γένη γλωσσών, σε άλλον ερμηνεία γλωσσών. Όλα αυτά ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα, το οποίον τα διανέμει εις τον καθένα, όπως αυτό θέλει.
Όπως ακριβώς το σώμα είναι ένα, αλλά έχει πολλά μέλη, όλα δε τα μέλη του σώματος, αν και είναι πολλά, αποτελούν ένα σώμα έτσι και ο Χριστός. Διότι εις ένα Πνεύμα όλοι εμείς βαπτισθήκαμε και γίναμε ένα σώμα… Σεις είσθε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους (Α’ Κορ. ιβ’7-27).
Η θεία ενέργεια δεν έχει την πηγή της έξω από τη φύση του Αγίου Πνεύματος· είναι άκτιστη και εγγυάται την κατά χάρη κοινωνία με τον Θεό. Διακρίνεται από την Θεία Ουσία και μας προφυλάσσει από τον κίνδυνο της σύγχυσης και της εξουδετέρωσης της δικής μας προσωπικότητας, αφού δεν είναι κοινωνία Ουσίας.
Τα δώρα του Πνεύματος δεν εξαναγκάζονται· προσφέρονται με βάση τη θεία βούληση (Ιω. γ’ 8, Α’ Κορ. ιβ’ 11. ‘Εβρ. β’ 4), όχι με ανθρώπινες μεθοδεύσεις. Αν τα χαρίσματα αυτά ήσαν αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας, θα ήσαν κτιστής τάξης, δεν θα αποτελούσαν πραγματική κοινωνία με τον Θεό. Αυτό μας βοηθεί να κατανοήσουμε γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει ιδιαίτερη σημασία στη διδαχή της άκτιστης χάρης, ενώ ταυτόχρονα διακρίνει τη θεία χάρη από τη Θεία Ουσία.
Αν η χάρη είναι κτιστή, δεν οδηγεί στη σωτηρία, γιατί η κοινωνία με κάτι κτιστό δεν μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην υπέρβαση της κτιστής του πραγματικότητας και στην ένωση του με τον άκτιστο Θεό. Αν πάλι δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στην Ουσία και στη Χάρη του Θεού, τότε η κοινωνία με τη θεία Ουσία θα εξαφάνιζε το πρόσωπο του άνθρωπου. Υπάρχει λοιπόν διάκριση ανάμεσα στην Ουσία και στη Χάρη του Θεού, που είναι άκτιστη, όχι κτιστή (δεν προέρχεται έξω από τη Θεία Ουσία), γι’ αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία διασώζονται και τα δύο: και η αληθινή Θεο-κοινωνία, και το ανθρώπινο πρόσωπο.
Αλλά η Θεία Χάρη δεν προσφέρεται χωρίς την ενεργό συμμετοχή του άνθρωπου. Τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας δεν είναι πράξεις μαγικές· προϋποθέτουν τη συμμετοχή του κάθε πιστού. Ο άγγελος του Κυρίου ανήγγειλε στην Παρθένο Μαρία: Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι· όμως και εκείνη έπρεπε να πει το γένοιτο! (Λουκ. α’ 35-38).
Η Ορθόδοξη πίστη στον Τριαδικό Θεό απομακρύνει τον πιστό από την κακοδοξία και την πλάνη και περιφρουρεί το μυστήριο της σωτηρίας του άνθρωπου. Όμως για να φθάσει ο άνθρωπος στην επίγνωση αυτής της σωτήριας αλήθειας, πρέπει να δεχθεί την πνοή του Άγιου Πνεύματος. Σ’ αυτή τη Θεία πνοή δε μπορούμε να βάλουμε περιορισμούς, γιατί συντελείται σύμφωνα με τη Θεία βουλή. Όμως δεν υπάρχει τρόπος να φθάσουμε στη χάρη του Αγίου Πνεύματος ανεξάρτητα από το πρόσωπο του Υιού. Το Πνεύμα το Άγιο οδηγεί τον άνθρωπο στην επίγνωση του Υιού, τον εντάσσει στο Σώμα του Χριστού, που είναι για τον άνθρωπο σωτηρία.
Από το βιβλίο Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ – ΑΘΗΝΑ 1994