ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ἐδῶ καὶ 18 χρόνια ἔχει καθιερωθεῖ ἐτησίως ἡ λεγόμενη Ὥρα τῆς γῆς, ὅπου ὅλα τὰ δημόσια κτίρια σβήνουν τὰ φῶτα μία ἡμέρα τοῦ χρόνου καὶ γιὰ μιὰ ὥρα τὸ βράδυ, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι, καὶ δι’ αὐτῆς τῆς συμβολικοῦ χαρακτῆρος δράσεως, συντελοῦν στὴν προστασία τοῦ, κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν, βεβαρυμένου φυσικοῦ περιβάλλοντος καὶ τῆς ἤδη ἐμφανισθείσης κλιματικῆς ἀλλαγῆς, ἡ ὁποία δὲν ἀνήκει πλέον στὰ προσδοκώμενα σημεῖα τῶν ἐσχάτων καιρῶν, ἀλλ’ εἶναι παροῦσα, μὲ ἀπειλητικὲς μάλιστα φανερώσεις.
Κάθε φορά, στὴν ὥρα τῆς γῆς, τίθεται καὶ ἕνας ξεχωριστὸς στόχος, μὲ σκοπὸ τὸν προβληματισμὸ καὶ τὴν ἔμπρακτη ἔκφραση τῆς ὀφειλόμενης πρὸς τὸ περιβάλλον ἀγάπης. Ἐφέτος, μὲ τὸ σύνθημα «Δῶσε μιὰ ὥρα γιὰ τὸ δάσος!» τὸ ἐνδιαφέρον ἑστιάζεται στὸ δάσος, ἐπειδὴ ἡ περυσινὴ χρονιὰ χαρακτηρίσθηκε παγκοσμίως ὡς ἡ πιὸ θερμὴ καὶ ἐπειδὴ ὑπολογίσθηκε πὼς οἱ καμένες δασικὲς ἐκτάσεις στὴν Πατρίδα μας ἀνέρχονται σὲ 1,7 ἑκατομμύρια στρέμματα!
Προβάλλεται πλέον ἐπιτακτικὴ ἡ κατόπιν ἑορτῆς (;) ἀνάγκη προστασίας τοῦ πλανήτη μας, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ ἡ κατοικία, τὸ σπίτι μας. Ἐὰν δὲν προστατευθεῖ τὸ περιβάλλον ἔστω καὶ τώρα, τότε ἡ «ὥρα τῆς γῆς» θὰ εἶναι ἡ «κακὴ ὥρα» τῆς παντελοῦς καταστροφῆς καὶ τοῦ θανάτου της, μὲ τὶς ἀνάλογες συνέπειες γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τότε θὰ ἔλθει καὶ ἡ τελευταία ὥρα τῶν κατοικούντων ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς πλασμάτων, συνεπῶς καὶ τοῦ ἀνθρώπου!
Τὰ γεγονότα βοοῦν ὅτι τώρα εἶναι ἡ ἐσχάτη ὥρα! Φαίνεται ὅτι δὲν ὑπάρχουν πλέον περιθώρια ἀδιαφορίας ἢ καὶ τῆς περαιτέρω κακοποιήσεως τῆς κτίσεως. Πρὸς αὐτήν τὴν κατεύθυνση πολλές καὶ ποικίλες διοργανώνονται ἐκδηλώσεις γιὰ τήν σωτηρία τοῦ πλανήτη, ὥστε νὰ μὴν θεωρηθεῖ ὑπερβολική ἡ διαπίστωση ὅτι οὐδέποτε στὸ παρελθόν ἀσχολήθηκε, τόσο πολύ θεωρητικά κυρίως, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν προστασία τοῦ περιβάλλοντος.
Ὡστόσο, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια ἀποκαλύπτει ὄχι μόνο τὴν ἀπουσία οὐσιαστικῶν προστατευτικῶν ἔργων, ἀποδεικτικῶν τῆς ὀφειλόμενης ἀγάπης, ἀλλά καί κυρίως τήν συνέχισιν ἐγκληματικῶν ἐπιβαρυντικῶν δραστηριοτήτων, οἱ ὁποῖες ἐκθέτουν τόν ἄνθρωπο ὡς ἀδίστακτο, ἄπληστο καί πλεονέκτη, ποὺ καταδυναστεύει τήν κτίση γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν παχυλῶν ὑλικῶν του συμφερόντων καί, τελικά, φανερώνουν ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον του δὲν εἶναι ἀληθινό, ἀλλ’ ἐπιφανειακό καὶ ὑποκριτικό. Ἀλήθεια, τί σοβαρό γίνεται γιὰ τὴν θεραπεία τῶν μολυσμένων θαλασσῶν, τὴν προστασία τῶν δασῶν, τήν ἀποφυγή τῶν πολεμικῶν συρράξεων καὶ τὴν χρήση χημικῶν καὶ τόσων ἄλλων ποὺ ἀποτελοῦν τὴν καθημερινή ἀσφάλτινη πραγματικότητα;
Μέσα σ’ αὐτή τὴν ζοφερή πραγματικότητα, εὐτυχῶς, γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, ἡ ὥρα τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει καὶ μιὰ ἄλλη ἑρμηνεία καὶ προοπτική. Ἐκείνη, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του, κεφάλαιο 13 καὶ στίχους 11-14. «Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι»! Εἶναι ὥρα, μᾶς προτρέπει, νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν βαθὺ θανατηφόρο ὕπνο τῆς ἁμαρτίας, νὰ ἀνανήψουμε ἀπὸ τὸν λήθαργο τῆς ἀπὸ τὸν Θεό ἀποστασίας, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπειλεῖ μόνον τὸ αἰώνιο μέλλον μας, ἀλλὰ καὶ τὴν παροῦσα ἐπίγεια βιοτή μας τὴν μεταβάλλει σὲ κόλαση καὶ τὴν κάνει ἀβίωτη. Αὐτὴ ἡ ἐξ ὕπνου, προφανῶς πνευματικοῦ, ἔγερση εἶναι ἡ μετάνοια! Δηλαδή, ἡ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἀλλαγὴ τοῦ νοῦ, τοῦ τρόπου σκέψεως καὶ θεωρήσεως τῆς ζωῆς καὶ τῶν πραγμάτων. Καὶ προβάλλεται καὶ γιὰ τὴν ἐπιτυχῆ ἀντιμετώπιση τοῦ λεγομένου οἰκολογικοῦ ζητήματος, διότι, κατὰ τὴν ἄποψη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶναι Θεολογικό! Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό καὶ εἶναι ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς σχέσεως.
Αὐτὸ ἐπισημαίνει διαπιστωτικὰ καὶ ὁ μέγας Οἰκουμενικὸς διδάσκαλος ἅγιος Οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, ποὺ ἔχει ἰδιαίτερα ἀσχοληθεῖ, ὅπως καὶ ὁ ἀδελφός του ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, μὲ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιος, λέγει ὁ ἱερὸς πατήρ, ἔχασε τὴν σχέση του μὲ τὸν Θεό, ταυτοχρόνως, ἀπώλεσε καὶ τὴν οἰκειότητα πρὸς τὴν ζωή (PG 30, 33 Β). Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ σχέση αἰτίου καὶ ἀποτελέσματος.
Πράγματι, τὸ ἐσωτερικό κενό, ἕνεκα τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ του, προσπαθεῖ ὁ ἀποστάτης ἄνθρωπος νὰ τὸ πληρώσει κυνηγῶντας ἀκόρεστα καὶ ἀνεμπόδιστα ὅ,τι ἡ φιλαυτία τοῦ ὑπαγορεύει. Καταναλώνει ἀχόρταγα καὶ κυριολεκτικά ἀναλίσκεται μὲ ἀγχώδη μέριμνα σὲ αὐτό τό διαρκές ξέφρενο κυνήγι. Στὴν πραγματικότητα, δὲν εἶναι αὐτός ποὺ καταναλώνει τὰ ἀγαθά, ἀλλ’ ἐκεῖνα, γι’ αὐτό καί ἡ λανθάνουσα καὶ τὰ ἀληθῆ λέγουσα γλῶσσα του τὰ ὀνομάζει καταναλωτικά καὶ ὄχι, ὅπως θὰ ἔπρεπε, ἀναλώσιμα.
Γιὰ τὴν ἐπαναφορά, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου, πρὸς τὴν οἰκειότητα καὶ τὴν σωστή συγγενική-φιλική σχέση του μὲ τὴν φύση, εἶναι ἀνάγκη ἡ θεωρητική καὶ βιωματική γνώση τῆς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, ἐπειδὴ «ἡ πρᾶξις εἶναι θεωρίας ἐπίβασις», πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ σπουδάσει τί περὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου διδάσκει ἡ Θεολογία, μαθητεύοντας μὲ ταπείνωση στὸ «Σχολεῖο» τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖ ποὺ διδάσκονται τά ὑπερασπιστικά τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου δικαιώματα τοῦ Θεοῦ.
Κόσμος, δηλαδή κόσμημα, ὀνομάζεται ὁλόκληρη ἡ δημιουργία, ἐξ αἰτίας τῆς τάξεως καὶ τῆς ἁρμονίας ποὺ τὴν διέπουν καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ ὁρατὰ (ὑλικὴ φύση) καὶ τὰ ἀόρατα (ἄϋλη φύση-οἱ Ἄγγελοι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στὴν ἔκδοση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ΙΙ,17, λέγει τὰ ἑξῆς: «Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μὴ εἶναι στὸ εἶναι, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ συνίσταται ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη φύση». Ἡ δημιουργία αὐτή, ὅπως καὶ κάθε ἄλλη, προϋποθέτει δημιουργὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι τὸν κόσμο τὸν ἐδημιούργησε ὁ Θεός, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερβολικῆς ἀγάπης Του καὶ τῆς θελήσεώς Του. Ὁλόκληρη ἡ δημιουργία εἶναι ἔργο τῆς θελήσεως, τῆς ἀγάπης, τῆς σοφίας καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Εἶπε καὶ ἐγεννήθησαν τὰ πάντα!
Ἐνδεικτικὰ σταχυολογοῦμε μερικά ἐκ τῶν Θεοπνεύστων σχετικῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (Γεν. 1, 1). «Μακάριος οὗ ὁ Θεὸς ᾿Ιακὼβ βοηθὸς αὐτοῦ, ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ. Τὸν ποιήσαντα τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς· τὸν φυλάσσοντα ἀλήθειαν εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλμ. 145, 5-6). «Ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις, οἵα οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ᾿ ἀρχῆς κτίσεως ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς ἕως τοῦ νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται» (Μάρκ. 13, 19). «Οἱ δὲ ἀκούσαντες ὁμοθυμαδὸν ἦραν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπον· Δέσποτα, σὺ ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς» (Πράξ. 4, 24). «Ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ» (Πράξ. 17, 24). «Πᾶς γὰρ οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός» (Ἑβρ. 3, 4). «Διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε» (Ρωμ. 1, 19). Καὶ «Ὥσπερ γὰρ ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ ἀνδρός, οὕτω καὶ ὁ ἀνὴρ διὰ τῆς γυναικός, τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 11, 12).
Ὑπογραμμίζουμε ἕνα ἐκ τῶν ἀνωτέρω παρατεθέντων στίχων, τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸ περιεχόμενο τοῦ ὁποίου εὔκολα γίνεται ἀποδεκτό καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη λογική. «Πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπὸ τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεὸς» (Ἐβρ. 3, 4), λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος.
Κεντρικός, συνεπῶς, ἄξονας τῆς δημιουργίας εἶναι ὁ τριαδικὸς Θεός, ὁ ἄκτιστος καὶ ἀνενδεὴς. Ὁ Θεὸς εἶναι αὐθύπαρκτος, δηλαδή, ὑπάρχει ἀπὸ μόνος Του, ἐνῶ ἡ πλάση λαμβάνει τὴν ὕπαρξή της, ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, διὰ τῆς κτίσεως. Καὶ κτίστης εἶναι Ἐκεῖνος! Στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῆς Γενέσεως, περιγράφεται ἡ ἐκ τοῦ Θεοῦ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἐντὸς ἕξ ἡμερῶν, ἡ ὁποία μάλιστα χαρακτηρίζεται ὡς «καλὴ λίαν» (Γεν. 1, 31), ἀναφέρεται ἐπίσης καὶ ἡ πλάση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἑξῆς: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1, 26). Σαφὴς εἶναι ἐδῶ ὁ ὑπαινιγμὸς τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁπότε καὶ τὰ τρία πρόσωπα διαλέγονται καὶ μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή τους, τὴν ἀγαπητική, συνεργοῦν στὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου· ὁ Πατήρ, διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τελοῦν τά πάντα! «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. 1, 27-28). Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς καὶ τὸν ζωοποίησε ἐμφυσῶντας στὸ πρόσωπό του τὴν πνοὴ τῆς ζωῆς (Γεν. 2, 7), ἐκδηλώνοντας μὲ αὐτό τὸν ἰδιαίτερο δημιουργικό τρόπο, τὴν πρὸς αὐτόν περισσή φροντίδα καὶ στοργή Του. Τὸ «κατ’ εἰκόνα», ἀναφέρεται στὴν ψυχή, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀσώματος καὶ ἀπερίγραπτος (Ὀρθόδοξος Ἱερά Κατήχησις, ἐκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 57).
Ἔγινε ὁ ἄνθρωπος ὅμοιος μὲ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τοῦ δωρήθηκε τὸ νοερὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο. Μὲ τὸ αὐτεξούσιο, μέσῳ τῆς ἀρετῆς, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐξομοιωθεῖ μὲ τόν Θεό. Προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὰ δῶρα τῆς ἀρχεγόνου δικαιοσύνης, ἤτοι τὸ πνεῦμα τὸ λογικὸ καὶ τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀγαθοῦ. Καὶ ὅπως ὁ Θεὸς δεσπόζει τῶν ὑπ᾽ Αὐτοῦ ποιηθέντων κτισμάτων (Πρβ. Σοφ. Σολ. 9, 2), ἔτσι κατέστησε καὶ τὸν ἄνθρωπο ἐπὶ τῶν ἔργων τῶν χειρῶν Του καὶ τοῦ χορήγησε «τὸ ἀρχικόν», τὴν δύναμη, δηλαδή, νὰ εἶναι ἀρχηγὸς σὲ ὅλα τὰ δημιουργήματα. «Καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.» (Γεν. 1, 28), εἶπε καὶ ἐξουσιοδότησε τοὺς πρωτοπλάστους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης παρομοιάζει τὸν Θεόπλαστο ἄνθρωπο ὡς βασιλέα τῆς κτίσεως καὶ τονίζει ὅτι ὅλα προετοιμάσθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ δημιουργήθηκε τελευταῖος ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὸ βασίλειο τοῦ ἀνθρώπου. (Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, «Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου», PG 44, 133A). Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι κάποια ἄλλη ἀνάγκη ὑπῆρξε τὸ κίνητρο τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ ὄντα, λοιπόν, δὲν συστάθηκαν αὐτομάτως, δίχως νὰ ἔχουν κάποια αἰτία, ἀλλ’ εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, μὲ μοναδικὸ κίνητρο τὴν ἀγάπη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν Τοῦ ἦταν ἀρκετὸ νὰ κινεῖται γύρω ἀπὸ τὴν θεωρία τοῦ ἑαυτοῦ Του, ἀλλ’ ἤθελε ἡ ἀγαθότητά Του νὰ ξεχυθεῖ στὰ πολλὰ κτίσματά Του, τὰ ὁποῖα ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη (PG 36, 320 Θ). Καὶ τὸν ἄνθρωπο τὸν κατέστησε κορωνίδα ὅλης τῆς δημιουργίας. Κάθε δημιούργημα, ἐπίσης, εἶναι προικισμένο μὲ σοφία καὶ πορεύεται ὄχι τυχαῖα, ἀλλὰ μὲ εἱρμό, ἰσορροπία καὶ ἁρμονία. Ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος, ἐνῷ ἡ κτίση εἶναι κτιστὴ, ἀποτέλεσμα τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ κτίση Του, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἐξαρτώμενη ἀπολύτως καὶ συντηρούμενη ἀπὸ τὴν στοργικὴ καὶ ἄγρυπνη πρόνοιά Του. Τίποτα δὲν συντηρεῖται στὴν ὕπαρξη, ἄν δὲν λαμβάνει τὴν ζωή ἀπό τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργό Θεό. «Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. Ἀποστρέψαντος δέ σου τὸ πρόσωπον ταραχθήσονται· ἀντανελεῖς τὸ πνεῦμα αὐτῶν, καὶ ἐκλείψουσι καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν», λέγει ὁ ἱερός ψαλμωδός (Ψαλμ. 103, 28-29). «Τοῦ γὰρ ὄντος ἐξῆπται τὰ πάντα, καὶ οὐκ ἔνεστι εἶναί τι, μὴ ἐν τῷ ὄντι τὸ εἶναι ἔχον» (Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, PG 45, 65 D).
Τὰ ὄντα ποὺ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ μηδέν, φέρουν μέσα τους τὸν κίνδυνο τοῦ ἀφανισμοῦ καὶ τῆς ἐπιστροφῆς στὸ μηδέν, γι’ αὐτό μὲ λαχτάρα ζητοῦν τὴν ἐξασφάλιση, τὴν ὁποία, ὅμως, μόνον ὁ Θεός, ὡς αὐτοζωή, μπορεῖ νὰ τοὺς χορηγήσει. Ἑπομένως, Θεὸς καὶ κτίση δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξομοιώνονται, ἀφοῦ εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἑτερότητά τους. Ἕνα σοβαρό λάθος ποὺ διαχρονικά γίνεται ἀπό πολλούς εἶναι ἡ ἐκ μέρους των θεοποίηση τῆς κτίσεως, τήν ὁποία θεωροῦν ὡς αὐθύπαρκτον, καὶ μάλιστα, ὡς ἀποτέλεσμα τύχης. «Οἱ θεόφρονες», ὡστόσο, ὅπως ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία, «οὐκ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρά τὸν Κτίσαντα», δηλαδή, δὲν ἐξωμοίωσαν τὴν δημιουργία μὲ τὸν Δημιουργό, ἀλλά ἀποδεχόμενοι τὴν θεία δημιουργία καὶ τήν ἑτερότητα μεταξύ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, ἐν μέσῳ πυρός ἐμβληθέντες, δροσιζόμενοι δοξολογοῦσαν τόν Κύριο τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἐκάλεσαν, μάλιστα, καί ὅλη τὴν δημιουργία νὰ ὑμνήσει τὸν Πλάστη της: «Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας… Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας… Εὐλογεῖτε, πῦρ καὶ καῦμα τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας… Εὐλογείτω ἡ γῆ τὸν Κύριον· ὑμνείτω καὶ ὑπερυψούτω αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. Εὐλογεῖτε, ὄρη καὶ βουνοὶ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. Εὐλογεῖτε, πάντα τά φυόμενα ἐν τῇ γῇ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. Εὐλογεῖτε, θάλασσα καὶ ποταμοί, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. Εὐλογεῖτε, αἱ πηγαί, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. Εὐλογεῖτε, κήτη καὶ πάντα τὰ κινούμενα ἐν τοῖς ὕδασι, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. Εὐλογεῖτε, πάντα τά θηρία καὶ τὰ κτήνη, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. Εὐλογεῖτε, υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας… Εὐλογεῖτε, πάντες οἱ σεβόμενοι τὸν Κύριον τὸν Θεὸν τῶν θεῶν, ὑμνεῖτε καὶ ἐξομολογεῖσθε, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ» (Δαν. 3, 28, 34, 43, 51-59 καὶ 67).
Σκοπὸς τῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία μεταβάλλεται καὶ ἀλλοιώνεται, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι τέλειος καὶ ἀμετάβλητος, εἶναι ἡ ἀπόλαυση τῶν θείων ἀγαθῶν, ἡ δυνατότητα νὰ καταστεῖ ὁ ἄνθρωπος μέτοχος κάθε ἀγαθοῦ. Ἀπόλαυση! Ἐμπειρία τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἀποτέλεσμα τοῦ αὐτεξουσίου καὶ τῆς κυριαρχικῆς του δυνατότητος. Γι’ αὐτό τὸν τοποθέτησε στὸν Παράδεισο, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γεν. 2, 15).
Ἐντολή, λοιπόν, ἦταν ἡ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ὑπεύθυνη φροντίδα γιὰ τὴν τήρηση τῆς φυσικῆς τάξεως καὶ ἁρμονίας. Φυλάσσω, σημαίνει ἐπιτηρῶ, ἀγρυπνῶ, προσέχω, ὑπερασπίζομαι. Τιμητικό τὸ διακόνημα, ἀφοῦ καὶ δι’ αὐτοῦ ἀναγνωρίζεται τὸ χοϊκό πλάσμα ὡς συνεργός τοῦ προνοητοῦ καὶ συντηρητοῦ τῆς φύσεως παντοδυνάμου Θεοῦ! Ὅμως, δυστυχῶς, ὁ ἄνθρωπος ὑπέκυψε στὸν φοβερό πειρασμό τῆς ὑπὸ τοῦ διαβόλου κατασυκοφαντήσεως τοῦ Θεοῦ, διέκοψε αὐτὴ τὴν σχέση, αὐτονομήθηκε, ἀφοῦ ἐμπιστεύθηκε ὄχι τὸν δημιουργὸ καὶ πλάστη του, ἀλλὰ τὸν ἐχθρό του καί, μὲ τὴν ἀνυπακοή του στὸ θεῖο θέλημα, ἀποπειράθηκε τὴν αὐτοθέωση! Ἑκουσίως ἁμάρτησε. Πρόδωσε τὴν ἀγάπη καὶ ἔγινε παραβάτης τῆς θείας ἐντολῆς. Ἀψήφησε τήν προστατευτική προειδοποίηση τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὶς συνέπειες τῆς παρακοῆς καὶ, μὴ φυλάξας τὸ θεϊκό πρόσταγμα, ἔπεσε! Ὁ νοῦς του σκοτίσθηκε, γυμνώθηκε καὶ εἰσῆλθε στὴν ζωή του ὁ θάνατος!
Μαζὶ δὲ μὲ τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση παραδόθηκε στὴ φθορά! «Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς… τῷ Ἀδὰμ· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν… ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου… ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι» (Γεν. 3, 14-19). Συστενάζει καὶ συνωδίνει (Ρωμ. 8, 22), ἀλλά καὶ ἐπαναστατεῖ πλέον εἰς βάρος τοῦ ἀποστάτου, γιατὶ, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλες τὶς ἐπαναστάσεις, ὁ πρῶτος ποὺ κινδυνεύει εἶναι ὁ Βασιλιάς. Ὑποδουλωμένος καὶ γυμνός ὁ Βασιλιάς ἐθελουσίως στὰ ἀνομολόγητα πάθη του, «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48, 13)· χρησιμοποιεῖ τήν ἐπιστήμη γιὰ νὰ ἀμφισβητήσει τὸν Δημιουργό του, καὶ μάλιστα καυχᾶται ὅτι λίγο διαφέρει ἀπὸ τὰ ζῶα. Ἡ ἄμετρη φιλανθρωπία, ἐν τούτοις, τοῦ Θεοῦ δὲν παρεῖδε τὸν ἀποστάτη, ἀλλὰ τριαδικῶς καὶ πάλιν, οἰκονόμησε τὴν ἐκ παλιγγενεσίας σωτηρία του, διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Θεία Λειτουργία Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου).
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ θεραπεύει, διὰ τῆς προσλήψεως καὶ τῆς συγκράσεως, τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἁγιάζει καὶ τήν ὕλη! Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς νέος καὶ ἔσχατος Ἀδάμ, πραγματοποιεῖ αὐτό ποὺ δὲν ἔκανε ὁ πρῶτος Ἀδάμ. «Οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιπ. 2, 6-11).
Πράγματι, μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ὁ Χριστός «νέαν ἔδειξεν κτίσιν» (Γ΄ στάσις Χαιρετισμῶν). Διὰ τοῦ Σταυροῦ Του ἕνωσε τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα καὶ διὰ τῆς Ἀναστάσεως Του ἐπάτησε τὸν θάνατο. Νικήθηκε κατά κράτος ὁ τὸ κράτος ἔχων τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν ὁ διάβολος (Ἑβρ. 2, 14) καὶ ἀπηλλάγησαν πλέον ἐκ τοῦ φόβου τοῦ θανάτου «ὅσοι διά παντός τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Ἑβρ. 2, 15). Ἐλευθέρα πλέον ἡ φύσις γνωρίζεται, υἱοί δὲ φωτὸς καθίστανται οἱ ἄνθρωποι οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι… (Εἱρμός η΄ ᾠδῆς ἰαμβικοῦ κανόνος Θεοφανίων).
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση βεβαίως γιὰ νὰ νοιώσουμε οἱ γηγενεῖς τὴν προσφερόμενη ἀπὸ τὸν Χριστὸ νεοποίηση εἶναι νὰ Τὸν προσλάβουμε, ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς προσέλαβε (Ρωμ. 15, 7). Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τολμήσουν αὐτὴ τὴν πρόσληψη, –γιατί ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ποὺ δὲν τὸν παραλαμβάνουν, διότι δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἀρνηθοῦν τὰ πονηρά τους ἔργα– ἀπολαμβάνουν τὴν θεία υἱοθεσία, γίνονται τέκνα Θεοῦ (Ἰωάν. 1, 11-13). Ὡς φωτόμορφα δὲ τῆς Ἐκκλησίας τέκνα, μπολιασμένα διὰ τοῦ βαπτίσματος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀγωνίζονται, διὰ τῆς ἐξ ἀγάπης καὶ ὄχι ἀνάγκης ὑπακοῆς στὶς θεῖες Του ἐντολές, νὰ χριστοποιήσουν τὶς αἰσθήσεις τους καὶ κυρίως νὰ ἀποκτήσουν νοῦν καὶ καρδία Χριστοῦ. Διότι ὁ Χριστὸς μᾶς ἄφησε ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ (Α΄ Πέτρ. 2, 21). Καὶ θέλει ὅπου εἶναι Ἐκεῖνος, ἐκεῖ νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς οἱ ἀγαπητικὰ ὑπ’ Αὐτοῦ ἀπελευθερωθέντες δοῦλοι Του.
Μὲ αὐτὴ τὴν σωτήρια ἕνωση καὶ ἀκολουθία τοῦ τρόπου ζωῆς ἀληθινὰ θεοῦται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀποκτᾶ νέα ζωὴ καὶ καινούργια θέαση καὶ κατανόηση τῶν πάντων! Κινεῖται ἐδῶ στὴ γῆ ὡς ὁδίτης, ἀφοῦ ἡ πατρίδα του εἶναι στὸν οὐρανό, ἀλλά καὶ ὡς «μεθόριον» ἀνάμεσα στὸν ὑλικό καὶ πνευματικό κόσμο, ἀποτελεῖ συνδετικό κρίκο μεταξύ Θεοῦ καὶ κτίσεως. Αἰσθάνεται ὡς Ἱερέας τῆς κτίσεως καὶ μὲ ἦθος λειτουργικὸ προσφέρει ὁλόκληρη τὴν δημιουργία στὸν Δημιουργὸ Θεὸ. «Τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν, σοὶ προσφέρομεν…» (Θεία Λειτουργία). Ἀναφέρεται σ’ Αὐτὸν καὶ τὸν εὐχαριστεῖ «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα»! Τὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγωγή του, τὴν ἀνάστασή του ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἀναγέννησή του καὶ τὴν ἀποκατάστασή του στὸν οὐρανό, τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο τῆς Βασιλείας Του. Μελετᾶ τὸν προιμιακό Ψαλμό καὶ συντονίζεται μὲ τὸν Προφητάνακτα· θαυμάζει! «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103, 24) καὶ ἀνυψώνεται στὴν Δοξολογία· «εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον… » (Ψαλμ. 103, 35). Καλεῖ καὶ πᾶσα πνοή-κάθε ὕπαρξη, οὐράνια καὶ ἐπίγεια καὶ κάθε δημιούργημα νὰ αἰνέσῃ τὸν Κύριο (Ψαλμ. 150, 6). Ἀγαπᾶ τὴν φύση καὶ προσεύχεται γιὰ τὴν προστασία της. Δέεται πρὸς τὸν Κύριο: «Ὑπὲρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς, καὶ καιρῶν εἰρηνικῶν». Ζητεῖ προσευχητικὰ καὶ ὄχι διὰ τῆς βίας τὴν καρποφορία καὶ τὴν ἀειφορία της· «ὄμβρους εἰρηνικοὺς τῇ γῇ πρὸς καρποφορίαν δώρησαι» (Θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου). Ἐπιθυμεῖ τὸν Θεό συνεργό καὶ ἀντιλήπτορα στὴ ζωή του καὶ αἰτεῖται τὴν εὐλογία τῆς ἐργασίας του καὶ τῶν ἔργων τῶν χειρῶν του, χρησιμοποιῶντας τὶς συγκεκριμένες γιὰ κάθε περίσταση εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας, π.χ. Εἰς χωράφια ἤ κήπους, ἤ ἀμπελῶνας. Ἐπὶ εὐλογήσει σπόρου. Ἐπὶ τρυγῆν ἀμπέλου. Ἐπὶ τῶν προσφερόντων ἀπαρχάς ὀπωρῶν. Εἰς τὸ εὐλογῆσαι ποίμνην. Εἰς κτήνη. Καὶ ὅταν συμβῇ κάτι βλαβερόν, καλεῖ τὰ βλαβερά ἔντομα καὶ ζωΰφια, στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, νὰ σταματήσουν τήν καταστροφή (εὐχή ἁγ. Τρύφωνος). Μαθαίνει τὴν ἄσκηση, ἀγωνίζεται γιὰ τὴν τῶν κακῶν ἀλλοτρίωση καὶ παιδαγωγεῖται στὴν ἐγκράτεια.
Γίνεται αὐτάρκης στὴν ὀλιγάρκειά του· «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκε πάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. 6, 8). Μαθαίνει ὅτι οἱ «βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» (Α΄ Τιμ. 6, 9). Ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἀγχώδη μέριμνα ἀποκτήσεως πολλῶν καὶ ὄχι σπάνια περιττῶν, ἐμπιστευόμενος τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατον μεριμνῶν νὰ προσθέσει τις στὴν ἡλικία του πῆχυν ἕνα (Ματθ. 6, 27). Ἐκπαιδεύεται στὸ νὰ ζητεῖ πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ… μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα (ποὺ μετὰ μανίας ζητοῦν οἱ μὴ πιστοί – τὰ ἔθνη) θὰ τοῦ προστεθοῦν (Ματθ. 6, 33) καὶ τὰ πάντα ποιεῖ πρὸς δόξαν Θεοῦ, ἀκολουθῶν τἠν ἀποστολική προτροπή: «Εἴτε οὖν ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» (Α΄ Κορ. 10, 31).
Γνωρίζει τό τέλος της· «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται» (Λουκ. 21, 33) καὶ ἀναμένει τὴν ὁριστικὴ τελικὴ μεταμόρφωσή της – Καινὴ γῆ! Καινοὺς οὐρανούς! (Β΄ Πέτρ. 3, 13).
Αὐτὴ εἶναι ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας, ἀληθινὰ ρεαλιστικὴ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος. Ἂς μὴν αὐταπατώμεθα! Ἐὰν δὲν ἀλλάξει, δὲν μεταμορφωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας τοῦ κόσμου. Δυστυχῶς, ὅμως, μετά τήν παρέλευση δύο χιλιάδων καί πλέον ἐτῶν ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου, ἐν πολλοῖς, χαρακτηρίζεται ἡ ἴδια· ἀπειθής καὶ ἀχάριστος πρὸς τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή του καὶ δυναστικὴ καὶ τυραννική ἀπέναντι στὴν φύση.
Ἡ μέχρι ὥρας πορεία τῶν πραγμάτων ἔχει ἀποδείξει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν σεβάστηκε τὴν κτίση. Φέρθηκε καὶ συνεχίζει νὰ φέρεται κατὰ τρόπο ἐχθρικό, βίαιο καὶ ἄπληστο. Δὲν χρειάζεται νὰ ἀναφερθεῖ κανεὶς ἐπὶ μακρὸν στὴν ἀλόγιστη καὶ βάναυση ἐκμετάλλευση τῶν πλουτοπαραγωγικῶν πηγῶν, τὴν καταστροφή τῶν δασῶν, τοῦ θαλάσσιου πλούτου ἀπὸ τὰ βιομηχανικὰ ἀπόβλητα καὶ τὴν ὑπεραλίευση, τὴν ρύπανση τῆς ἀτμόσφαιρας καὶ τὶς φοβερές συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀσύνετης καὶ αὐτοκτονικῆς τακτικῆς ὅπως εἶναι π.χ. ἡ συνεχής μεταβολή τοῦ κλίματος· εἶναι πλέον ὁρατὲς οἱ συνέπειες σὲ κάθε σημεῖο τοῦ πλανήτη.
Πόσο πολύ θυμίζει τὴν ἐποχή τῶν Προφητῶν! «Ἐπένθησεν ἡ γῆ, καὶ ἐφθάρη ἡ οἰκουμένη, ἐπένθησαν οἱ ὑψηλοὶ τῆς γῆς ἡ δὲ γῆ ἠνόμησε διά τούς κατοικοῦντας αὐτήν, διότι παρήλθοσαν τὸν νόμον καὶ ἤλλαξαν τὰ προστάγματα, διαθήκην αἰώνιον. Διὰ τοῦτο ἀρὰ ἔδεται τὴν γῆν, ὅτι ἡμάρτοσαν οἱ κατοικοῦντες αὐτὴν· διὰ τοῦτο πτωχοὶ ἔσονται οἱ ἐνοικοῦντες ἐν τῇ γῇ, καὶ καταλειφθήσονται ἄνθρωποι ὀλίγοι. Πενθήσει οἶνος, πενθήσει ἄμπελος, στενάξουσι πάντες οἱ εὐφραινόμενοι τὴν ψυχήν. Πέπαυται εὐφροσύνη τυμπάνων, πέπαυται αὐθάδεια καὶ πλοῦτος ἀσεβῶν, πέπαυται φωνὴ κιθάρας…» (Ἠσ. 24, 4-8).
Καὶ ἀλλοῦ· ὁ Ἱερεμίας ἀποδίδει τὸν μαρασμὸ τῆς γῆς στὴν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου: «Ἕως πότε πενθήσει ἡ γῆ καὶ πᾶς ὁ χόρτος τοῦ ἀγροῦ ξηρανθήσεται ἀπὸ κακίας τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ; ἠφανίσθησαν κτήνη καὶ πετεινά, ὅτι εἶπαν· οὐκ ὄψεται ὁ Θεὸς ὁδοὺς ἡμῶν» (Ἱερ. 12, 4). Ἰδιαίτερα τονίζουν οἱ προφῆτες τὶς συνέπειες τῆς στροφῆς ἀρχόντων καὶ λαοῦ πρὸς τὶς ξένες θεότητες, ἡ ὀργιαστικὴ λατρεία τῶν ὁποίων χαρακτηρίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ὡς πνευματικὴ «πορνεία»: «ἐκτενῶ τὴν χεῖρά μου ἐπ’ αὐτοὺς καὶ θήσομαι τὴν γῆν εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς ὄλεθρον ἀπὸ τῆς ἐρήμου Δεβλαθᾶ ἐκ πάσης τῆς κατοικίας» (Ἰεζ. 6, 14).
Θλιβερό μάλιστα εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ κατάχρηση τοῦ θείου προνομίου τῆς κυριαρχίας στὴ φύση συντελεῖται, δυστυχῶς, καὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ δηλώνει ὅτι εἶναι ἐπώνυμος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι ζεῖ ὑπὸ τὸ καθεστὼς τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς σωτηρίας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἄγευστος, στὴν πραγματικότητα, τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, αὐτοθεοῦται καὶ θεοποιεῖ τά δῆθεν δικαιώματά του. Ἀπαιτεῖ, δίχως νὰ ἔχει τὴν διάθεση νὰ προσφέρει ὀφειλετικά καὶ θυσιαστικά, πολλῷ δὲ μᾶλλον νὰ λογοδοτήσει. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ κατακυριεύσατε τὴν γῆν» ἑρμηνεύθηκε λάθος, ὡς δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου νὰ συμπεριφέρεται πρὸς τὴ φύση κατὰ τρόπο αὐθαίρετο καὶ ἐξουσιαστικό, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀτομοκρατικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου καὶ τὸν εὐδαιμονιστικό-ὠφελιμιστικὸ τρόπο ζωῆς.
Τοιουτοτρόπως ὅμως ὁ ἄνθρωπος προγεύεται τὴν κόλαση, ἀφοῦ δὲν πιστεύει, δὲν ἀγαπᾶ, δὲν χαίρεται τὴν δημιουργία καὶ ζεῖ σ’ ἕνα τόσο ἀπελπιστικό ὅσο καὶ ἀπειλητικό πλέον περιβάλλον, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ἐδημιούργησε. Ἄν, συνεπῶς, δὲν ὑπάρξει πνευματικὴ ἀναστροφὴ καὶ ἐπιστροφὴ μὲ ριζικὴ ἀλλαγὴ νοοτροπίας ὡς πρὸς τὴν ζωή καὶ τὸ αὐθεντικό νόημά της καὶ τὴν χρήση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, δὲν πρόκειται νὰ ἀναστραφεῖ ἡ οἰκολογικὴ καταστροφή.
Ἐφόσον ἡ αἰτία τῆς κρίσης εἶναι ἡ ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀντίδοτο εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τὸν «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ ἄνθρωπο στὸ ἀρχέτυπό του καὶ τὸν ἀναδεικνύει σὲ ἀληθινὸ πρόσωπο. Ἡ λύση προσφέρεται καὶ θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ στὸ λειτουργικό, εὐχαριστιακὸ καὶ ἀσκητικὸ ἦθος τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης.
Αὐτή καὶ μόνον εἶναι ἡ ὥρα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀληθινά σωστική ὥρα τῆς γῆς! Μακάρι, ἐπιτέλους, νά ἀντιληφθοῦμε καὶ νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὄντως δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ κρίση ἠθική, ἀλλὰ γιὰ μιὰ σοβαρότατη ὀντολογική κρίση, ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ταλαιπωρημένη ὅσο καὶ κακοποιημένη ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου!
Από το περιοδικό «Αχιλλίου Πόλις» Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης – Τεύχος 11 – Ιούνιος 2024
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ