μ. Θεοκλήτου Διονυσιάτου
Τά χειρόγραφα ἑνός ἐρημίτη
Ύστερα από εικοσιπέντε χρόνια, η χάρις του Θεού μου θύμισε κάποια κιτρινισμένα και λίγο εφθαρμένα χειρόγραφα ενός ερημίτη, που κινδύνευσαν να γίνουν σητόβρωτα από την αμέλειά μου σε μια άκρη του κελλιού μου. Πρόκειται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, για τις αξιόλογες και οσιακές εμπειρίες ενός ησυχαστού, που εκοιμήθη εν Κυρίω κατά τη δεύτερη δεκαετηρίδα του αιώνος που διανύουμε (ενν. τον 20ο αιώνα), όπως τουλάχιστον υπολογίζω. Γιατί τα χειρόγραφα αυτά μου παρέδωσε ένας φίλος μου Γέρων Μοναχός προ τριανταπέντε χρόνια για να τα φυλάξω και να τα χρησιμοποιήσω όπως νόμιζα καλύτερα.
Πράγματι, αφού τα διάβασα κατά την νεότητά μου, τόσο με εντυπωσίασαν –βέβαια με τα κριτήρια του τότε αρχαρίου στη μοναχική ζωή– που όταν αργότερα ο Κύριος επέτρεψε να γραφή με το χέρι μου το βιβλίο «Μεταξύ ουρανού και γης», θυμήθηκα τα χειρόγραφα του ερημίτη. Επειδή το βιβλίο αυτό εγράφετο με απολογητικό σκοπό για τον Μοναχισμόν, χρησιμοποίησα όχι μόνον μερικά βιογραφικά στοιχεία του ερημίτη, όπως μου τα μετέδωσεν ο φίλος μου Γέρων Μοναχός, αλλά και μία-δύο σελίδες των χειρογράφων του, που είχαν σχέση με την απόφασή του να γίνη Μοναχός.
Πα’ρ ότι το «Μεταξύ ουρανού και γης» κυκλοφορεί ήδη σε Τρίτη έκδοση, πολλοί αναγνώσται των Α.Δ. ασφαλώς δεν θα το διάβασαν. Γι αυτό αντιγράφω 2 – 3 αποσπάσματα από τον βίο του αγίου εκείνου ερημίτη, που είναι στις σελίδες 181-197, του βιβλίου, για να συνεχίσω ύστερα τον λόγο περί των χειρογράφων, τα οποία αποτελούν το θέμα του άρθρου αυτού.
«… Ο Ερημίτης Νικόδημος έζησε πεντήκοντα συναπτά έτη εις μιαν «αετοφωληάν», εις τα Ασκητήρια της νοτιοανατολικής ακρωρείας του Άθωνος… Εις όλον αυτό το διάστημα έβλεπε τον ήλιον, που εφώτιζε το ηρωικόν και όσιον γήρας του,… να διαγράφη την αυτήν ευεργετικήν τροχιάν του «επί δικαίους και αδίκους». … Εις ποίαν μακαριότηταν έπλεεν!… Ησθάνετο ότι ήδη ευρίσκετο εις τον προθάλαμον της αιωνίου χαράς… Ο Ερημίτης φίλος μου Νικόδημος ήτο έως εβδομήκοντα ετών. Σεβασμία μορφή, φωτιζομένη από τας ιεράς ανταυγείας της κεκαθαρμένης εν Χριστώ ψυχής του… Συνήθιζε, πάντοτε να σιωπά… Όταν όμως μου ωμιλούσε αργά και με πολύ βάθος, κυριολεκτικώς με ηχμαλώτιζε. Το πρόσωπόν του εξέπεμπε συνήθως μίαν απροσδιόριστον λάμψιν και φαντασία μου με μετέφερεν ασυναισθήτως εις το Θαβώριον Όρος. Θεέ μου, τι απερίγραπτος άνθρωπος ήτο ο γέρων αυτός Ασκητής! Η μακρά και λευκή ως χιών κόμη του επλαισίωνε με αφελή αισθητικήν την οσίαν μορφήν του και ηπλούτο επί των ώμων του εις χονδρούς ελικοειδείς βοστρύχους… Και, παρ όλην την ερημιτικήν του απλότητα, είχεν εν τω συνόλω του την μεγαλοπρέπειαν Ρωμαίου Συγκλητικού και συνεδύαζε την μερημένην αυστηρότητα Έλληνος φιλοσόφου με την ελκυστικήν γλυκύτητα αγίου της Θηβαίδος του τετάρτου αιώνος.
… Είχεν εμβαθύνει εις το πνεύμα των Πατέρων… και εγνώριζε με σαφήνειαν τους αρχαίους Έλληνας συγγραφείς… Κυρίως όμως τας «σκιάς», ως απεκάλει την φιλοσοφίαν, τας διέλυεν εις την βαθείαν καρδίαν του το φως που εξέπεμπεν ο Πανάγιος Σταυρός του Κυρίου. Η αγάπη εξετόπιζε την σκέψιν. «Συνεσταύρωμαι»… μου έλεγε πολλάκις. Ο γέρων ανέπνεεν «Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον». Ω, ο Σταυρός! Δια τον φίλον μου Ερημίτην, ήτο ο μοναδικός έρως…».
«… «Τέκνον εν Κυρίω Θεόληπτε. Ο Κύριος με καλεί. Χαίρω διότι μεταβαίνω προς το ανέσπερον φως… Ελθέ το ταχύτερον, ίσως με προλάβης. Αν όχι, σε ασπάζομαι εν φιλήματι αγίω και σοι καταλείπω την βιβλιοθήκην μου, τα χειρόγραφά μου και την αυτοβιογραφίαν μου. Χαίρε, και μνημόνευε τους τύπους των ήλων μου». Ο Ερημίτης φίλος σου Νικόδημος».
– «… Πως αισθάνεσθε; ηρώτησα πλησίον εις το ους του. Εμειδίασεν. Αργώς και βαθέως, μόλις ακουόμενος, απεκρίθη: Πορεύομαι. «Ουδείς γαρ ημών εαυτώ ζη και ουδείς εαυτώ αποθνήσκει∙ εάν τε γαρ ζώμεν, τω Κυρίω ζώμεν∙ εάν τε αποθνήσκωμεν, τω Κυρίω αποθνήσκομεν∙ εάν τε ουν ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν». Συ, φύλαττε την παρακαταθήκην, την αγάπην… Και εσιώπησε. Και μετ ολίγον: Την αγάπην, αδελφέ… Και πάλιν εσιώπησε…
Αίφνης, το πρόσωπον του Ερημίτου εφωτίσθη. Ήνοιξε τους οφθαλμούς, εκίνησε την κεφαλήν εις χαιρετισμόν και, ελθέ, αμήν, ψελλίσας, αφήκε την τελευταίαν πνοήν, την αγίαν του ψυχήν…»
«… Διανυκτερεύσαμεν προσευχόμενοι επί του νεκρού, και την επομένην εψάλαμεν την νεκρώσιμον ακολουθίαν των Μοναχών, κηδεύσαντες το άγιον λείψανον του ήρωος τούτου της Πίστεως, με πολλήν και απέριττον τιμήν… Ανταλλάξαμεν ολίγες σκέψεις, και μετά δύο ώρας έλαβον την «Διαθήκην», 4-5 βιβλία της εκλογής μου, δίπλωσα τα κάπως ογκώδη χειρόγραφα και την αυτοβιογραφίαν του εν μακαριστοίς φίλου μου Νικοδήμου και εχαιρέτησα, επιστρέφων εις την ιεράν Μονήν μας…».
Μέχρι του σημείου αυτού κατεχωρίσθηκαν μερικά από τα βιογραφικά στοιχεία, που ευρίσκονται στην βιογραφία του οσίου ερημίτη, που την συνέχισε ο Γέρων Μοναχός, ο οποίος μου ενεπιστεύθη τα χειρόγραφα.
Όπως ήδη έγραψα πρόκειται για οσιακές αξιόλογες εμπειρίες μιας ψυχής αγνισμένης στην ησυχία και στην κάμινο της αδιαλείπτου προσευχής, αφού πέρασε όλα τα στάδια της ασκητικής αγωγής, την υπακοή, την ταπείνωση και την αγάπη.
Από τα χειρόγραφα προκύπτει, ότι ο ερημίτης Νικόδημος ήτο άνθρωπος με πολλές γνώσεις, με θεολογικά ενδιαφέροντα και η πλατειά του αγάπη αγκάλιαζε όχι μόνον ολόκληρο το Έθνος, αλλά και τον κόσμο. Σε επαφή με πολύ κόσμο δεν φαίνεται να ευρίσκετο, ενώ προσευχότανε με πόνο και αγάπη «υπέρ πάσης ψυχής».
Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι ότι αυτά που έγραφε από ανάγκη ψυχής, δεν ήσαν απλώς σκέψεις, δεν ήταν θεολογική εσωτερικώς απλή διεργασία, δεν ήσαν «μελέτες», αλλά αυτή η ίδια ψυχή του, το αίμα της καρδιάς του, η έντονη αίσθηση των Πνευματικών του εμπειριών. Ο Ερημίτης Νικόδημος έφθασε σε προσωπική σχέση αγάπης και έρωτος με τον Θεόν. Γι’ αυτό οι εμπειρίες του παίρνουν την μορφή συνομιλίας με τον Χριστό.
Τα χειρόγραφα είναι σε γλώσσα καθαρεύουσα με αρχαϊκές εκφράσεις, που τις συναντά κανείς σε κείμενα της λογίας γλώσσης, τα οποία εγράφοντο προ μισού αιώνος. Σήμερα, με τη ραγδαία εξέλιξη προς την απλή καθαρεύουσα και μάλλον προς την δημοτική, που μορφώνεται μια διάφορη γλωσσική αίσθηση, τα κείμενα αυτά ασφαλώς θα έχαναν την ομορφιά και την δύναμή τους. Γι αυτό με πολύ σεβασμό, προς την ψυχή που διαλέγεται με τον Θεόν, θα φροντίσω ώστε να αποδώσω όσο πιο γνήσια είναι δυνατό την εν αγάπη φλεγομένη ψυχή και τον καθαρό νου του οσίου αυτού Ερημίτου.
θ.μ.δ
Γλυκύτατε Κύριε Ιησού Χριστέ, τι να σου ανταποδώσω για τις ανέκφραστες δωρεές σου; Σήμερα που είχα βυθισθή στη μελέτη του αγίου Ευαγγελίου σου και το άγιό σου Πνεύμα έφλεγεν άκαυστα την αμαρτωλή καρδίαν μου, εθαύμαζα την θεϊκήν αγάπην σου σε μας τα «κατ εικόνα» σου πλάσματά σου.
Βροχή ουράνια οι καθαροί διαλογισμοί μου για την άπειρη δόξα σου, στις εωθινές γλυκύτατες και κρινόλευκες ώρες, ύστερα από την ορθινή προσευχή μου μέσα στο απέριττο ασκητικό καλύβι μου, που μου χάρισε, Χριστέ μου, η πατρική σου αγάπη.
Ω, η ψυχή μου πως φτερουγίζει σε Σένα! Ω, η ψυχή μου πως είναι πυρακτωμένη από τον θείο έρωτά σου και «τετρωμένη αγάπης», Κύριε! Πως με επισκιάζει η χάρη σου εμένα τον ανάξιο; Και πως φωτίζεις τον νουν μου, πως φλογίζεις την ταλαίπωρη καρδιά μου;
… Μελέτησα στο θείο Ευαγγέλιό σου για την ανεννόητη Σάρκωσή σου. Τι άρρητος πλούτος αγάπης και ασήκωτο βάρος δόξας για τους ανθρώπους! Όσο βυθιζόμουνα στην εφικτή για μένα γνώση του θεϊκού μυστηρίου της Σαρκώσεώς σου, τόσο θαύμαζα την σοφία σου∙ και όσο εθαύμαζα τόσο αγαπούσα∙ και όσο καιόμουνα ερωτικά, τόσο ο νους μου εφωτίζετο στην γνώση σου…
Μέσα στην αδιατάρακτη σιωπή της Ερήμου, που την πλαισιώνουν το υγρό στοιχείο μιας καθαρής θάλασσας με τις ακραίες αντιθέσεις της και η στερεά φύση του κτιστού κάλλους σ όλη την κλίμακα της πολυμορφίας «των έργων των χειρών σου», Ιησού μου, έκλαψα από απέραντη ευτυχία και ευγνωμοσύνη…
Θα πρέπει όμως να εξηγηθώ. Όταν η ψυχή μας είναι πλασμένη να εννοή, να γεύεται και να αγαπά όσα συγγενεύουν στην άϋλη και «θεία» φύση της, πως, Χριστέ μου, να μη σκιρτά και να μην αγάλλεται από τα τόσα μεγαλεία που μας έφερε η Σάρκωσή σου, που μας επιβάλη αφωνία από θαυμασμό; Βέβαια, αν η χάρη σου δεν φώτιζε τον νου, έστω σύμμετρα, και δεν ελευθέρωνε τις ψυχικές αισθήσεις από την καταδυναστεία του κακού, δεν θα εννοούσα και δεν θα αισθανόμουνα τίποτε. Αλλά τώρα, επέβλεψες στην ταπείνωσή μου και μου μεταποίησες κάπως τις διεστραμμένες από την αμαρτία αισθήσεις της ψυχής μου σε Πνευματικές. Κι έτσι, με την φιλάνθρωπη χάρη σου, μπορώ να σε γνωρίζω «εκ μέρους» και να σε αινώ μέσα στην πλουτισθείσα πτωχεία μου.
Άλλωστε, Κύριέ μου, γι αυτό δεν ήλθες στην αμαρτωλή και επαναστατημένη γη μας; Δεν «έκλινες ουρανούς» για να μας καθαρίσης το «κατ΄εικόνα», που «εφθάρη τοις πάθεσι», να μας χαρίσης «το αρχαίον απλούν», το «πρωτόκτιστον κάλλος» και να μας δώσης έτσι τη δυνατότητα της ομοιώσεως με Σένα, για να γίνουμε «θείας φύσεως κοινωνοί» και «θεοί κατά χάριν»;..
Ω Κύριε Ιησού, δίνε μας φωτισμό να σε εννοούμε∙ δίνε μας γνώση να σε αγαπούμε∙ δίνε μας Πνεύματι κή αίσθηση να σε θαυμάζουμε∙ φλόγιζε την καρδιά μας να σε λατρεύουμε και δίνε μας κατάνυξη να κλαίμε τις αμαρτίες μας κα δάκρυα γλυκά για να σε δοξάζουμε…
Αλλά τι είναι η Σάρκωσή σου, η ενανθρώπησή σου; Η θέωση των πάντων. Και τι να θαυμάσω πιο πολύ; Την φιλανθρωπία σου, που δεν άφησες «των χειρών σου το πλαστούργημα υπό του πλάνου τυραννούμενον» ή γιατί πέρα απ’ τη σκύλευση του άδου, αντιμετάδωσες την θεότητά σου στην προσληφθείσα φύση μας; Με πόσα σκιρτήματα στην καρδιά μου και με ποια νοήματα στο νου μου διαβάζω την τόσο λιτή περιγραφή του πιο συγκλονιστικού ιστορικού γεγονότος, της Γεννήσεώς σου, Κύριε. «Και έτεκεν τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι».
Γιατί, Ιησού μου, γεννήθηκες μέσα στις συνθήκες αυτές της ακρότατης πτωχείας; Θέλησες να διδάξης τους ανθρώπους την άκρα ταπείνωση από την ασύλληπτη σε ανθρώπινο νου Σάρκωση ενός απείρου Θεού; Αλλά και αυτή η ενανθρώπησή σου τι άλλο είναι από άρρητη κένωση; Πως μπορούμε να αξιολογήσουμε όχι απλώς θεία πράγματα, αλλά αυτή την σαρκωμένην Αγάπη, τον ανθρωποποιημένο Θεόν; Τα γεγονότα αυτά υπερβαίνουν την ικανότητα νοήσεως και ανθρώπων και Αγγέλων. Είναι Μυστήρια. Και πρέπει με δέος, με κατάνυξη, με χαρά, με θαυμασμό, με αγάπη, φλογισμένοι, αλλοιωμένοι, ταπεινωμένοι και γονατιστοί, με πλήρη σιωπή στόματος και νου, κλαίοντες από ευγνωμοσύνη και εκστατικοί να υποδεχόμαστε τα Μυστήρια του Θεού. Γι αυτό και «εκχέω την καρδίαν μου», Λόγε, μπροστά στη φάτνη των αλόγων, όπου ανάκεισαι συ «ο Βασιλεύς των βασιλευόντων «εν μορφή δούλου»!..
Δημοσιεύτηκε στο Αγιορειτικό περιοδικό ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ τεύχ. 43-44, Δεκ.-Ιανουάριος 1977, σελ. 27-29
Μεταφορά στο διαδίκτυο: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/2015/01/5805-2.html