ΜΩΥΣΕΩΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Αγιορείτικες διηγήσεις του γ. Ιωακείμ
Έλεγε ο Γέροντας Ιωακείμ πριν την αλλαγή τού ημερολογίου, την Κυριακή της Ορθοδοξίας το εσπέρας, είδαν μία λευκή ταινία στον ουρανό, από την ανατολή ως τη δύση, που τον χώριζε στα δύο.
Όλοι είπαν ότι κάτι το σοβαρό θα συμβεί. Πατέρες που είχαν έλθει από τον κόσμο έλεγαν πως μία δαιμονισμένη, αν έβλεπε μοναχό, έλεγε:
Θα έλθω στο Όρος και θα κάνω κάθε καλύβα μητρόπολη, κάθε κελλί αρχιεπισκοπή, κάθε ησυχαστήριο Οικουμενική Σύνοδο και κάθε μοναστήρι πατριαρχείο. Όταν άλλαξε το ημερολόγιο ήλθε ο πειρασμός και χώρισε τους πατέρες.
Ο παπα-Ιωνάς ο Καυσοκαλυβίτης (†1765), ο υποτακτικός και βιογράφος τού οσίου Ακακίου, έλεγε: Θα έλθει ένας καιρός που οι πατέρες θ’ ακούνε την καμπάνα τού Κυριακού και θα πηγαίνουν αλλού και όχι στο Κυριακό. Κι έλεγε ο οσιακής βιοτής μακάριος παπα-Ιωνάς: Πατέρες μη χωρίζετε από την καμπάνα τού Κυριακού, μην κάνετε ανυπακοή στην καμπάνα… Και άλλοτε έλεγε: Εύχεσθε πατέρες εκτενέστερον, να μην έλθει εκείνη η ώρα, αλλά δεν θα την αποφύγετε. Θα δημιουργηθούν φατρίες και θα τυραννήσουν τον τόπο…
Ο Γ. Αρσένιος είχε πει στον Γ. Ιωακείμ με παράπονο για την αποτυχία τού ζητήματος του ημερολογίου: Οι πατέρες πριν πάνε έξω, για να εργασθούν κι ενεργήσουν για τη διόρθωση τού ημερολογίου, είχαν τη σύμφωνη γνώμη του εγκλείστου Καλλινίκου του Ησυχαστού τού Κατουνακιώτου. Τους είχε πει να μην κτίσουν εκκλησίες και μοναστήρια, απλώς να διαφωτίσουν τον κόσμο και να επιστρέψουν στο Όρος. Αυτοί όμως μόλις βγήκαν έξω, έφτιαξαν εκκλησίες και μοναστήρια και χώρισαν κι αναμεταξύ τους και δεν εργάζονταν όλοι μαζί και κήρυξαν πόλεμο κι έφθασαν να μη λένε ούτε ευλογείτε ούτε Χριστός ανέστη.
Ο Γ. Ιωακείμ παρότι ευλαβείτο πολύ πολλούς των ζηλωτών πατέρων για την ακρίβεια, την άσκηση και την απλότητά τους, δεν θέλησε ποτέ να τους ακολουθήσει και λυπόταν για τις συνεχείς διαμάχες τους.
Υπέρ της συχνής θείας Κοινωνίας, έλεγε, ήταν ο Γ. Γαβριήλ Σταυρονικητιανός, ο Γ. Χριστόφορος από την Καλύβη Άγιος Αθανάσιος της Κουτλουμουσιανής σκήτης, ο Γ. Παχώμιος ιδρυτής τού οίκου των Παχωμαίων, ο Γ. Ιωσήφ ο Σπηλιώτης, ο Γ. Γαβριήλ Κατουνακιώτης, ο Γ. Θεοδόσιος Αγιοπαυλίτης, ο ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης, ο Γ. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ο Γ. Γερόντιος Καψαλιώτης, ο ιερομόναχος Γεράσιμος Αγιοβασιλειάτης και άλλοι.
Περί μεγαλόσχημων
Έλεγε ο Γ. Ιωακείμ πως καλό είναι ο μοναχός να γίνεται μεγαλόσχημος. Τη γνώμη αυτή έχουν όλοι οι καλοί παλαιοί πατέρες. Αυτό που κάνουν ορισμένοι, να γίνονται την τελευταία ώρα, όταν καταλάβουν ότι θα πεθάνουν, θεωρείται ως η θυσία τού Κάϊν, ότι τη νεότητά τους δεν την έδωσαν στον Χριστό, παρά μόνο τα γεράματα τους. Όταν μπορούσαν, ως νέοι, να κάνουν αγώνες δεν έκαναν, λέγοντας πως θα κάνουν όταν γεράσουν. Μα όταν γεράσουν και να θέλουν δεν μπορούν να κάνουν μετάνοιες, μεγάλες νηστείες κι αγρυπνίες. Λέγεται πως οι παλαιοί Ξηροποταμηνοί μοναχοί γίνονταν με ρασοευχή κι ορισμένοι ούτε σταυροφόροι. Κάποτε πήγε ένας Ξηροποταμηνός στον παράδεισο κι απόρησαν οι εν τω παραδείσω Ξηροποταμηνοί που τον είδαν, νομίζοντας, ότι το μοναστήρι τους είχε καταστραφεί και δεν έχει μοναχούς και τού έλεγαν: Από τα άλλα μοναστήρια έρχονται τακτικά πατέρες, ενώ από το δικό μας έχουμε καιρό να δούμε κι έρχεσαι εσύ, ύστερα από αρκετά χρόνια. Αυτό οφείλεται στ’ ότι οι άξιοι μεγαλόσχημοι είναι οι μοναχοί εκείνοι που θ’ αναπληρώσουν το εκπεσών τάγμα τού εωσφόρου. Οι σωζόμενοι ρασοφόροι και σταυροφόροι μοναχοί πηγαίνουν σε άλλο τόπο τού παραδείσου. Ο Ξηροποταμηνός μοναχός που πήγε με τους άλλους ήταν μεγαλόσχημος.
Το να γίνεται κανείς σε μεγάλη ηλικία μεγαλόσχημος παρατηρείται συχνά στους Ρώσους, οι οποίοι υπερτιμούν το μέγα αγγελικό σχήμα λέγοντας: Αν δεις ένα πατριάρχη κι ένα μεγαλόσχημο, πρώτα θα φιλήσεις το χέρι τού μεγαλόσχημου. Γι’ αυτό και στη Ρωσία γενικώς γίνονται λίγοι μεγαλόσχημοι. Εμείς όμως δεν έχουμε τέτοια παράδοση κι ούτε σημαίνει πως οποίος δεν είναι μεγαλόσχημος τού επιτρέπεται ν’ αμελεί τα μοναχικά του καθήκοντα.
Περί των παλαιών πατέρων, των αγίων και της Θεοτόκου
Έλεγε ο Γέροντας Ιωακείμ πως πρόλαβε στο Άγιον Όρος πολύ καλούς πατέρες. Βέβαια οι καλοί δεν φαίνονται, κρύβονται. Υπήρχαν όμως αληθινοί αγωνιστές και άνθρωποι μεγάλης υπομονής. Επίσης είχαν πενία, κόπωση, μεγάλες ακολουθίες, πολύωρες ορθοστασίες, πολλές αγρυπνίες και στα μοναστήρια και στα καλύβια. Τότε έβγαζαν το ψωμί με τον ιδρώτα τους, δεν περίμεναν, δεν είχαν και δεν ήθελαν βοήθεια από τους κοσμικούς, όπως σήμερα. Πολλοί πατέρες αγόραζαν μόνο ενδύματα, τα οποία συχνά τα μπάλωναν, και αλάτι. Αρκούνταν σε αυτά που παρήγαγαν. Ούτε έβγαιναν συχνά από το Άγιον Όρος, αρκετοί, τότε, δεν είχαν βγει ποτέ από τότε που ήλθαν. Μόνο στα Κελλιά που είχαν πολλές λεπτοκαρυές και ιδίως σ’ εκείνα που ήσαν αγιογράφοι περνούσαν ίσως κάπως πιο άνετα. Το εργόχειρο της αγιογραφίας απέδιδε, γιατί τότε, η λεγόμενη αγία Ρωσία, έκαμε πολλές παραγγελίες στο Άγιον Όρος εικόνων, για τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της, από ευλάβεια, και το θεωρούσε ιδιαίτερη ευλογία να έχει κάτι από το Περιβόλι της Παναγίας. Αυτοί είχαν και κάποια άνεση για να επιδιορθώνουν τα Κελλιά τους.
Επίσης πολλά θαύματα έβλεπαν τότε οι άγιοι πατέρες, από τα τίμια λείψανα, τις ιερές εικόνες, τους τιμώμενους αγίους της μονής ή τού Κελλιού. Εκτός των αγίων Αναργύρων και του αγίου Παντελεήμονος πολλά θαύματα έκανε και ο άγιος Αρτέμιος, γιατί αρκετοί πατέρες από τη μεγάλη ορθοστασία, έπασχαν από κήλη, την οποία ο άγιος θεραπεύει. Ο άγιος Νικόλαος επίσης είχε συχνές θαυματουργικές επισκέψεις σ’ εκείνους που ταξίδευαν, ασχολούνταν με την αλιεία κι είχαν βάρκες. Ο άγιος Μηνάς είχε καθημερινώς ταξίματα, άλλος έταζε μια λαμπάδα και άλλος μία λειτουργία για αντικείμενα που έχαναν. Όλοι έτρεχαν στον άγιο Μηνά και πολλά από τα απολεσθέντα τα έβρισκαν με θαυματουργικό τρόπο.
Στο Κελλί του Χατζηγιώργη στην Κερασιά, όπου είχαν θαυματουργή εικόνα τού αγίου Μηνά, την παραμονή μιας πανηγύρεως, κατά την ώρα της αρχής της αγρυπνίας, ήλθε ένας φτωχός λαϊκός, που είχε χάσει το ζώο του. Οι πατέρες τού είπαν να ξεκουραστεί και τον παρηγορούσαν. Εκείνος ήταν απαρηγόρητος, γιατί το ζώο αυτό ήταν μεγάλη βοήθεια στη φτώχεια του. Την ώρα εκείνη ακούστηκαν δυνατά κτυπήματα στην εξώθυρα. Πήγαν να δουν ποιος κτυπά έτσι δυνατά, είδαν το ζώο, το έδιωχναν, μα δεν έφευγε. Ο φτωχός που βγήκε να δει, είδε πως ήταν το μουλάρι του. Ευχαρίστησαν όλοι τον άγιο.Πολλά θαύματα ετελούντο κατά τις μνήμες εορταζόντων αγίων, στις πανηγύρεις μονών και Κελλιών. Κακοκαιρίες σφοδρές, εμπόδια μεγάλα και διάφορα, την τελευταία ώρα διαλύονταν κι όλα πήγαιναν καλά.
Τα θαύματα είναι πάμπολλα, αυτά που ξέρουν οι ίδιοι οι μοναχοί, η συνοδεία τους, και οι πνευματικοί τους. Άπειρα τα θαύματα από θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας και των αγίων, των μονών και των Κελλιών. Πολλά διηγούνται οι Σλάβοι και ιδίως οι Ρώσοι, κυρίως θαύματα της Παναγίας, του αγίου Νικολάου και του αγίου Παντελεήμονος.
Διηγείτο ο Ρώσος παπα-Ισαάκ στον Γ. Ιωακείμ, που εκοιμήθη γύρω στο 1960 στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος, πως όταν ήταν στο Παντοκρατορινό Κελλί των Δώδεκα Αποστόλων στην Καψάλα, του έλεγαν οι Γεροντάδες του για ένα θαύμα που έγινε στο Κελλί τους, πριν το 1917. Λέγεται πως το Κελλί αυτό ήταν παλαιά Κυριακό της εκεί σκήτης. Σε μια Ρωσίδα παρουσιάσθηκε η Παναγία και της είπε να στείλει βοήθεια στο Κελλί αυτό: Μη στενοχωρείσαι, θα σε κάνω καλά, μόνο στείλε κάτι στο Κελλί των Αγίων Αποστόλων στο Άγιον Όρος… Εκεί βρίσκεται η εικόνα μου η Γοργοεπήκοος. Όταν έλαβαν οι πατέρες το γράμμα, θαύμασαν για τη βοήθεια της Παναγίας προς τη Ρωσίδα και το Κελλί τους. Μιά εικόνα που είχαν έτοιμη, της Παναγίας της Γοργοεπηκόου, για να τη στείλουν στη Ρωσία, δεν την έστειλαν και παρήγγειλαν άλλη στους αγιογράφους. Σήμερα το Κελλί είναι ακατοίκητο και η εικόνα αυτή δεν υπάρχει εκεί.
Λέγουν οι παλαιοί πατέρες, πως πολλοί των πατέρων που άγιασαν στον ιερό αυτό τόπο, δεν φανερώνονται μετά την κοίμηση τους, μόνο και μόνο για να τιμάται η Παναγία και προς αυτή ν’ απονέμεται όλη τους η ευλάβεια. Ακόμη και των γνωστών οσίων των μονών, των σκήτεων και των Κελλιών ή μετά την κοίμηση δράση και τιμή είναι περιορισμένη και δεν κάνουν παρά πολλά θαύματα, όπως άλλοι άγιοι στον έξω κόσμο. Ο λόγος είναι ένας, για να έχει το προβάδισμα στην τιμή η Θεοτόκος.
Εν τούτοις έχουμε και παραδείγματα αρκετά επεμβάσεων των τοπικών αγίων στη ζωή των μοναχών. Ο Γέροντας Εφραίμ, αντιπρόσωπος της μονής Γρηγορίου, έλεγε στον Γ. Ιωακείμ: Έναν αδελφό, που ήταν διάκος, τον πολεμούσε ο λογισμός να φύγει από το μοναστήρι, αρρώστησε όμως βαρειά κι έπεσε στο κρεβάτι. Πριν ξεψυχήσει πήγε ο αδελφός που τον υπηρετούσε, να πάρει τα ρούχα του, για να τα πλύνει. Του λέγει: Κάνε υπομονή μέχρι να έλθω, πάω να πλύνω τα ρούχα. Του λέγει ο ετοιμοθάνατος: Τα πήρε τα ρούχα η γυναίκα εκείνη με τα μαύρα, που ήταν πριν εδώ… Και λέγοντας αυτά παρέδωκε το πνεύμα του. Η γυναίκα ήταν η οσιομάρτυς Αναστασία, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων της φυλάγεται στη μονή. Τούτο συνέβη μάλλον το 1953.
Στην ίδια μονή ο ηγούμενος επισκέφθηκε άλλο ετοιμοθάνατο αδελφό και τον ρώτησε: Γέροντα, πως πας, τι καταλαβαίνεις, θα σωθούμε; Τού απαντά ταπεινά εκείνος: Αγαθάς ελπίδας έχουμε Γέροντα, από αυτά που βλέπω, αγαθάς ελπίδας έχουμε…
Στη Μ. Λαύρα ήταν τα τελευταία χρόνια ένας ευλαβέστατος εκκλησιαστικός ο Γ. Θεόφιλος, ο οποίος πολύ αγαπούσε τον κτίτορα της μονής, όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Ήθελε να είναι ακοίμητα τα κανδήλια τού τάφου και της εικόνας τού οσίου, και τον παρακάλεσε όταν σβύνουν να τον ειδοποιεί. Πράγματι κατά τρόπο θαυμαστό τού παρουσιαζόταν ο άγιος, ημέρα και νύκτα και τού έλεγε ποιο καντήλι του δεν ανάβει. Ο άγιος τού μήνυσε και τον ακριβή χρόνο τού θανάτου του. Στη μονή Διονυσίου ο Γ. Ιάκωβος έβλεπε τον προστάτη της μονής Τ. Πρόδρομο να λιχνίζει τους καλούς από τους σκάρτους. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν «Ω ευλογημένο κοινόβιο!».
Περί των Θεοπατόρων
Έλεγε ο Γ. Ιωακείμ στη σκήτη της Αγίας ΑΓ. Άννης υπήρχε μια Καλύβη έπ’ ονόματι των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης. Κάποτε, όταν πήρε την Καλύβη νέος Γέροντας, θεώρησε καλό ν’ αλλάξει τους εορταζομένους αγίους και ν’ αφιερώσει σε άλλο άγιο το ναό, επειδή την ίδια ημέρα εορτάζει το Κυριακό. Ένας Γέροντας της σκήτης είδε ένα Γέροντα και μία Γερόντισσα να κατηφορίζουν και τους λέει με όλη την απλότητά του: Πού πάτε και που είσασθαν εσείς; Και τού λέγουν: Μας έδιωξαν από το σπίτι μας και πάμε στο Κυριακό… Μετά κατάλαβαν όλοι, όσοι το έμαθαν, ότι επρόκειτο για τους αγίους Θεοπάτορες…
Περί τού παπά-Μελετίου τού πνευματικού
Στο Παντοκρατορινό Κελλί τού Αγίου Νικολάου (Χατζούδα) ήταν ένας καλός Γέροντας παπά-Μελέτιος πνευματικός, που ήταν κι αυτός από τη συνοδεία τού Χατζηγιώργη, ο οποίος είχε πλούσια βιβλιοθήκη και πολλές γνώσεις.Στα καλογέρια του δεν επέτρεπε ποτέ να εργασθούν Κυριακές και αργίες, γιατί το θεωρούσε βαρειά αμαρτία. Εκείνοι είπαν, πως θα πάνε να δουν τα μελίσια, που τα είχαν στην Καψάλα. Δεν πήγαν όμως εκεί και πήγαν στον λάκκο, στη σκήτη τού Κουτλουμουσίου, όπου υπήρχαν ψάρια, για να ψαρέψουν. Εκεί είναι ένα μέρος που τραβιούνται τα νερά και το λέγουν φονιά, γιατί παλαιότερα πνίγηκαν άνθρωποι. Εκεί μπροστά τους, δίχως να μπορούν να τον βοηθήσουν και τον σώσουν, πνίγηκε ο ένας της συνοδείας, για την ανυπακοή τους. Δεν τολμούσαν να επιστρέψουν στο Κελλί τους και πως να το πουν στον Γέροντά τους. Το είπαν σε άλλους Γέροντες πνευματικούς, οι οποίοι μεσολάβησαν να τού το πουν με τρόπο. Λυπήθηκαν τότε όλοι οι πατέρες της περιφερείας Καρυών για τον πνιγμένο και τους παρήκοους μοναχούς. Ο Γέροντας τους παπα-Μελέτιος εκοιμήθη από τη λύπη του.
Περί τού ανυπάκουου μονάχου
Ήταν ένας υποτακτικός είχε μεγάλη επιθυμία να πάει να δει τη μητέρα του. Ο Γέροντας δεν ήθελε. Οι άλλοι πατέρες τού Κελλιού επέμεναν να τον αφήσει. Συνενοήθηκαν μαζί της, να έλθει από την Καισαρεία στην Κωνσταντινούπολη, κι εκεί θα πήγαινε ο γιος της να τη συναντήσει, με τη συνοδεία ενός αδελφού. Δύο φορές την εβδομάδα πήγαινε και ερχόταν πλοίο από τη Ρωσία στο Άγιον Όρος, το οποίο στάθμευε και στην Πόλη. Με αυτό κανόνισαν να πάνε. Πήγανε να βάλουν μετάνοια στον Γέροντα για την αναχώρηση. Ο Γέροντας ήταν κατάκοιτος. Μόλις το άκουσε άρχισε να κλαίει, ως να τον αποχαιρετούσε. Οι άλλοι τον καθησύχαζαν, πως σε λίγες ημέρες θα είναι πάλι εδώ. Σε λίγες ημέρες όμως επέστρεψε μόνο ο συνοδός του, ο άλλος έμεινε για πάντα στον κόσμο.
Περί τού παπα-Ακακίου
Στο Κελλί της Κερασιάς Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ζούσαν Ρώσοι μοναχοί. Τελευταίος της παλαιάς συνοδείας ήταν ο Ελληνο-Ρώσος παπά-Ακάκιος, ο οποίος είχε υποτακτικούς δύο αδέλφια από τη Μυτιλήνη• τον παπά- Αβέρκιο και τον μοναχό Πρόχορο.Κάποτε ανέβηκαν στην κορυφή τού Άθωνος και διανυκτέρευσαν στο Κάθισμα της Παναγίας, εκεί που είχε εμφανισθεί η Παναγία στον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη. Ο παπά-Αβέρκιος, ενώ τού είπε ο Γέροντάς του να μην πάει, πήγε να κοιμηθεί σ’ ένα, μοναχικό κελλί και κλείδωσε την πόρτα. Το βράδυ τού παρουσιάσθηκε ο δαίμονας και τον έδειρε. Ο παπά-Αβέρκιος φώναζε. Πήγε ο Γέροντας Ακάκιος, πήρε τον σταυρό, έκανε μια προσευχή, αλλά ο δαίμονας δεν έφευγε και ο παπά-Αβέρκιος αδυνατούσε ν’ ανοίξει και την πόρτα. Τότε ο παπά-Ακάκιος πήγε από το παράθυρο και λέγει στον δαίμονα: Με ποιο δικαίωμα εσύ κτυπάς τον δικό μου υποτακτικό; Με τα λόγια αυτά ο δαίμονας εξαφανίσθηκε, γιατί είναι γνωστό πως μόνο ο Γέροντας έχει δικαίωμα επί τού υποτακτικού του, και έτσι φάνηκε η πνευματική υπεροχή τού Γέροντος και το επικίνδυνο της ανυπακοής.
Περί του μονάχου Θεοδούλου
Στο σπήλαιο που υπάρχει απέναντι από το Κουτλουμουσιανό Κελλί των Αγίων Αποστόλων, που ήταν το αρχαίο μονύδριο τού Αλυπίου, πλησίον της σκήτης τού Αγίου Παντελεήμονος, έμενε επί τριάντα έτη περίπου με μεγάλη εγκράτεια και πτωχεία ο μοναχός Θεόδουλος.Ορισμένοι τον θεωρούσαν πλανεμένο κι άλλοι τον ευλαβούντο. Συνήθως εκκλησιαζόταν στο ναό τού Πρωτάτου. Μετά τον Πρώτο τού Αγίου Όρους πήγαινε και προσκυνούσε αυτός. Το ίδιο έκαμε και στις πανηγύρεις, όπου έπιανε το πρώτο στασίδι, και στις θέσεις της τραπέζης. Πολλοί νόμιζαν πως είναι ανόητος και γι’ αυτό τα κάνει αυτά. Τον μάλλωναν, αλλά αυτός επέμενε στις πρωτοκαθεδρίες. Ο Γ. Ιωακείμ έλεγε: Αν ήταν απλός θα ήξερε και να ταπεινωθεί κι όχι μόνο να υπερηφανευτεί….
Κάποτε πήγε στη μονή της Μ. Λαύρας και νυχτώθηκε και μέχρι να ξημερώσει καθόταν έξω και προσευχόταν. Τού παρουσιάσθηκαν δαίμονες ως μοναχοί και τού έλεγαν: Ορίστε, άγιε τού Θεού, προσεύχεσαι και σείεται το μοναστήρι, ορίστε να φιλοξενηθείς, να έλθει η ευλογία τού Θεού στο μοναστήρι… Έλεγε ο Γ. Ιωακείμ: Ήταν ένας από αυτούς που βλέπανε κι ακούγανε δαίμονες, είχε έλθει κι αυτός από την Αμερική, που νομίζουν πως από την αρετή τους βλέπουν αυτά. Κρίμα στους κόπους και τους αγώνες τόσων χρόνων. Πόση προσοχή χρειάζεται μη θυσιασθούμε στο λιμάνι…
Περί τού μονάχου Χρυσόγονου
Ο μοναχός Χρυσόγονος ζούσε στο εργατόσπιτο τού Κουτλουμουσιανού Κελλιού των Αγίων Αποστόλων (Αλυπίου). Το εργόχειρό του ήταν να βάφει ρούχα. Τις βαφές τις κατασκεύαζε μόνος του από ρίζες δένδρων. Ζούσε με μεγάλη πενία, που ήταν πράγματι αξιοθαύμαστη. Το καθημερινό του φαγητό ήταν ψωμί, που το βουτούσε στο νερό και λίγη ζάχαρη ή παξιμάδι. Αυτή ήταν η παντοτεινή τροφή του, εκτός αν πήγαινε σε καμμία γειτονική πανήγυρη και τού πρόσφεραν κάτι. Τα ενδύματά του φτωχά και τα σκεπάσματα του παλιά τσουβάλια. Άνοιγε μια τρύπα στα τσουβάλια, φορούσε τέσσερα -πέντε από αυτά κι έτσι περνούσε τους χειμώνες, δίπλα στο τζάκι. Ήταν πολύ ήσυχος και καλός μοναχός.
Διηγείτο ο Γ. Ιωακείμ πως σαν τον π. Χρυσόγονο πτωχός, ήταν κι ένας μοναχός στη Βίγλα, που δεν θυμάται τ’ όνομά του. Ζούσε σ’ ένα καλύβι δίχως ναό με μεγάλη στέρηση. Μόνο όταν τέλειωνε το λάδι από το φανάρι του, το οποίο το άναβε όταν πήγαινε στις νυκτερινές λειτουργίες των γύρω πατέρων, οδηγούσε τα βήματα του στη Ρουμανική Σκήτη ή στη Μ. Λαύρα. Βλέποντας το λυχνάρι του οι πατέρες, δίχως να τους πει τίποτε, ήξεραν, το γέμιζαν και τού έδιναν και κάτι. Στο καλύβι του ζούσε ως άσαρκος. Όταν πήγαινε στις λειτουργίες με ντροπή έτρωγε κάτι ελάχιστο.
Περί τού μονάχου Σάββα
Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Μαζέϊκα των Καλαβρύτων. Εκάρη μοναχός στο Κελλί Άγιος Νικόλαος, εξάρτημα άλλοτε τού παρακείμενου μονυδρίου τού Ραβδούχου, σήμερα της μονής Παντοκράτορος. Ένα διάστημα κοινοβίασε στο μονή Εσφιγμένου και είχε το διακόνημα τού τυπικάρη.Διακρινόταν για το φιλακόλουθο, τη μεγάλη ευλάβεια, την αντοχή στους σωματικούς κόπους και την υπομονή του. Όταν προείδε τον θάνατό του, επέστρεψε στη μετάνοια του. Οι παραδελφοί του και ο Γέροντάς του τον υποδέχθηκαν με χαρά, γιατί ποτέ δεν τους είχε στενοχωρήσει, παρά μόνο με τη φυγή του.
Μετά τρία έτη από τον ήσυχο θάνατό του έγινε η εκταφή του και η κάρα του ευωδίαζε. Επειδή διεδόθη το γεγονός, πήγαιναν πολλοί να την προσκυνήσουν. Ένας δόκιμος της συνοδείας νόμισε ότι οι Γεροντάδες για να καυχηθούν, ότι είχαν ένα άγιο μεταξύ τους, ρίχνουν άρωμα στην κάρα. Την πήρε κρυφά και την έρριξε στη στέρνα με βάρος, για να μην φαίνεται. Οι Γεροντάδες την έχασαν και δεν ήξεραν τι έγινε και ποιος την πήρε. Μετά δώδεκα ημέρες την έβγαλε ο δόκιμος από την στέρνα και πάλι ευωδίαζε. Και πίστεψε πράγματι ότι επρόκειτο περί αγίου μοναχού.
Αντίθετα ο Γέροντάς του που ήταν από την Κέρκυρα δεν έλυωσε και η αιτία ήταν μάλλον πως περιφρονούσε τους γείτονές του και ποτέ δεν πήγαινε στις πανηγύρεις και τις λειτουργίες τους. Είχε μόνιμο εφημέριο τον παπα-Χαράλαμπο από την Καλύβη τού Αγίου Χαραλάμπους της σκήτης τού Κουτλουμουσίου. Αυτά τα διηγήθηκε στον Γ. Ιωακείμ ο τελευταίος διάδοχος τού Κελλιού τού Αγίου Νικολάου ο Γ. Σάββας, που εκοιμήθη στο Φιλοθεΐτικο Κελλί Άγιος Δημήτριος το 1988.
Περί τού Γ. Ευλογίου τού Φανερωμένου
Ο Χατζηγιωργιάτης Γ. Ευλόγιος από το Κελλί τού Αγίου Γεωργίου τού Φανερωμένου διηγείτο στον Γ. Ιωακείμ συχνά, πολλά θαύματα που είχε ζήσει ο ίδιος από τον άγιο Γεώργιο. Πολλές φορές όταν έσβυνε το καντήλι τού αγίου τη νύχτα, άκουγε τον άγιο με το άλογό του στον διάδρομο τού Κελλιού να πηγαίνει πέρα-δώθε. Άκουγε ο Γέρο Ευλόγιος το ποδοβολητό τού αλόγου, ξυπνούσε, και πήγαινε στην εκκλησία κι άναβε το καντήλι.
Αρκετές φορές οικονόμησε ο άγιος τα της πανηγύρεως, ενώ υπήρχαν μεγάλες και διάφορες δυσκολίες. Την τελευταία ώρα επενέβαινε ο άγιος και φρόντιζε για όλα. Μία φορά έχασε ο Γ. Ευλόγιος το άλογό του. Ψάχνοντας για να το βρει και κουρασμένος καθώς ήταν, περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη και βρέθηκε σ’ ένα δύσβατο τόπο. Εκεί τού επετέθησαν οι δαίμονες και τον κτυπούσαν. Έλεγε πως είχε μετρήσει μέχρι δεκαεφτά δαίμονες. Ο Γέροντας χαριτολογώντας, όταν τού το διηγείτο, τού είπε: Καλά, Γέροντα, δεν κυτούσες να φύγεις, παρά καθόσουν και τους μετρούσες;
Ο ευλογημένος Γέροντας Ευλόγιος έζησε ογδόντα χρόνια στο Άγιον Όρος. Στα νειάτα του έκανε εφτά χρόνια να φάει λάδι και στα γεράματά του έξι. Αγαπούσε πολύ την Παναγία. Όταν ήταν μικρός τον επισκέφθηκε η Παναγία στο χωριό του, το Αχλάδι Ευβοίας, και τού είπε: Πήγαινε κι εγώ θα είμαι πάντα μαζί σου. Σε μια αγρυπνία, της εορτής τού Ακάθιστου, που την τιμούσε ιδιαίτερα, είδε άγγελο Κυρίου να θυμιάζει την εικόνα της. Προείδε το τέλος του κι εκοιμήθη στις 11.4.1948.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ
ΜΩΥΣΕΩΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ “ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ” – 1989