Του Αργυροκάστρου ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
(1890- 1969)
ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Η ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΥ
Πριν από έξι χρόνια, στις 8 Οκτωβρίου 1940 λευτερώθηκε το Αργυρόκαστρο από τον ένδοξο ελληνικό στρατό μας. Ύστερα από την κατάληψι της Κορυτσάς, η πτώσις τον Αργυρόκαστρου ήταν ένα από τα μεγάλα γεγονότα τον ελληνο-ιταλικού πολέμου. Οι δύο αυτές πόλεις για τη στρατηγική θέση που είχαν κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα και για το πλήρες οδικό δίκτυο που τις συνέδεε μεταξύ τους και με το εσωτερικό της Αλβανίας, είχαν γίνει μεγάλα κέντρα εφοδιασμού και σοβαρές βάσεις εξορμήσεως τον ιταλικού στρατού για την καθυπόταξη της Ελλάδος. Η εκπόρθησί τους θα αποτελή για την ιστορία του πολέμου ένα πραγματικό πολεμικό θαύμα. Τι αξέχαστες μέρες, οι μέρες εκείνες!
Πέρασαν από τότε πέντε ολόκληρα χρόνια. Χρόνια φορτωμένα με πικρίες και στερήσεις, που κάθε μέρα τους χωρίς υπερβολή ισοδυναμούν με ένα πραγματικό θάνατο. Και όμως η ανάμνησις εξακολουθεί να παραμένη ακόμα τόσο ζωηρή και τόσο δυνατή στην ψυχή μας ώστε και τα πέντε εκείνα ολόκληρα χρόνια να μας φαίνονται σαν στιγμές μιας μικρής, μα πολύ μικρής χρονικής διάρκειας. Αναρωτιέμαι πολλές φορές, πόσο σκληρή θα ήταν η ζωή της σκλαβιάς για τα άτομα, αν δεν υπήρχαν οι γλυκείες αυτές αναμνήσεις της χαράς και του μεγαλείου με της ελπίδες που γενούν, μ’ ένα φυσικό τρόπο, για ένα μελλοντικό αντίκρυσμά των στου χρόνου την ανακύκληση.
Βρισκόμουν τότε στο Αργυρόκαστρο, στο θρυλικό Κάστρο της Βυζαντινής Αρχοντοπούλας Αργυρώς, με τις πολλές δραματικές ιστορικές του περιπέτειες, με τον ιστορικό επισκοπικό της θρόνο από το 456 μ.X. Πρωτόπειρος είχα διαδεχθή Ιεράρχες τρανούς, που είχαν αφήσει εποχή με τη φωτεινή τους δράση και τη μαρτυρική ζωή, υποχρεωμένος να βαδίσω ηρωικά και άσφαλτα πάνω στα ματωμένα αχνάρια ενός γίγαντα της νεοελληνικής μας Ιστορίας που αγίασε τα μέρη εκείνα με το αίμα του ματυρίου του νεομάρτυρος Αγίου Κοσμά τον Αιτωλού. Οι ξύλινοι Σταυροί με τους οποίους είχε σημαδέψει το φωτεινό του πέρασμα ο μεγάλος εκείνος φωτιστής, δεν ήταν για μένα εκφραστικά και καθοδηγητικά ορόσημα για τη συνέχιση του έργου του, και σύμβολα πολυσήμαντα μιας αγωνιστικής προσπάθειας, που μπορούσε από στιγμή σε στιγμή να κατάληξη σε ένα μικρό Γολγοθά. Μεγάλη εντολή, πιο μεγάλη η ευθύνη, μα και αντάξια κάθε θυσία και κόπος για ένα λαό περιούσιο, που φλέγονταν από πατριωτισμό, που η θρησκεία του δεν ήταν υπόλειμμα μιας νεκρής παραδόσεως άλλ’ απόσταγμα ενός πολύχρονου μαρτυρίου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, όσα χρόνια βαρεία και μαύρα κι αν περάσουν από πάνω της, το ξύπνημα εκείνο το εθνικό και θρησκευτικό που έμοιαζε με ένα τεράστιο ηφαίστειο, που με τις αναλαμπές του έδιωχνε σιγά-σιγά από τις ψύχες τα σκοτάδια της σκλαβιάς και έκαιγε με την καυστική του λάβα τον φόβο τον σκλαβωμένου. Ήταν το μυσταγωγικό ξύπνημα που αθόρυβα οδηγούσε σε μια αναδημιουργία, που όρθωνε τις ψυχές, τόνωσε τις καρδιές και τις καλούσε για μια ανάσταση που θα’ πρεπε τη φορά αυτή τουλάχιστον να είναι οριστική. Οι δυο προμαχώνες της Ελληνικής Ορθοδοξίας, η εκκλησία και το Σχολείο, με την αρμονική εθνική τους συνεργασία είχαν αρχίσει πλούσια την απόδοσή τους. Γιγάντωναν το φρόνημα, ζωντάνευαν τις ελπίδες, τα αμάραντα αυτά λουλούδια ενός πόθου προαιώνιου, του πόθου να ενωθούμε με τη Μάννα μας Ελλάδα. Γοργό κυλούσε το ποτάμι του χρόνου και κάθε μέρα που περνούσε μας φαίνονταν πως μας έφερνε πιο κοντά στο πολυπόθητο όραμά μας.
Μα ξάφνου κάποια μέρα αποφράδα, στις επτά του Απρίλη του 1939, ένας μαύρος στρατός ξεχύνονταν, χωρίς να βρη καμμιάν αντίσταση, από την Δύση στην Αλβανία και κατέλυε την ανεξαρτησία της. Δεν ήταν το γεγονός αυτό που μας έκανε σκεπτικούς, μα η βεβαιότης πως ο στρατός αυτός με τις μηχανοκίνητες φάλαγγες του θα ξεχύνονταν ακράτητος και προς τη χώρα εκείνη από την οποία εξαρτούσαμε την ελπίδα της σωτηρίας μας. Ποιος θα μπορούσε να τον κρατήσει μακρυά από τα σύνορά της: Ο διεθνής ορίζοντας ήταν απελπιστικά θολωμένος. Ο περίφημος Άξονας πρόβαλε θρασύς και απαιτητικός. Τα πραξικοπήματα του διαδέχονταν προκλητικά το εν το άλλο. Οι μεγάλοι Σύμμαχοί μας απαράσκευοι δίσταζαν να αποδοθούν στις περιπέτειες ενός πολέμου που προβλέπονταν, ότι θα είναι μακρύς, αιματηρός και καταστρεπτικός. Το πένθος είχε απλωθή μαύρο στις ψυχές μας και στο τρομερό δίλημμα που πρόβαλλε μπροστά μας, να αφήσομε τον μεγάλο εχθρό να οργώση τα πάντα ή να προβάλωμε στη σμικρότητά μας μια παθητική αντίσταση, απ’ εκείνες τις τόσο γνώριμες στα πολύπαθα μέρη μας, προτιμήσαμε το δεύτερο. Κι έτσι γύρω από την Εκκλησία μας, όπως πάντα, με το φτωχό κλήρο και τους δασκάλους μας στην πρώτη γραμμή, με τους κοινοτικούς προέδρους και τα αγνά στελέχη των κοινοτήτων μας, ομόψυχους βοηθούς, μπήκαμε, στο χωρό του θανάτου. Καμμιά λιποψυχία, από κανέν μέρος, μπρος στον πολυκέφαλο εχθρό μας. Ομάδες Ουνιτών παπάδων και καλογραιών δρασκέλιζαν ανενόχλητα τα χωριά μας, για να προσηλυτίσουν με το χρήμα, με τις υποσχέσεις και την απειλή. Οι Αλβανοί με τις σπιουνιές και τις καταδόσεις οργίαζαν κυριολεκτικά. Η Καραμπινιερία άρχισε πάλι τις ομαδικές συλλήψεις και τους εκτοπισμούς των φιλήσυχων πολιτών με μόνη την κατηγορία ότι είναι επικίνδυνα πρόσωπα, που μισούν θανάσιμα την Αλβανία.
Μα κανείς δεν παραδίνεται, κανείς δεν δειλιάζει, κανείς δεν προδίνει. Το φρόνημα το πατριωτικό για το οποίον έχουν δουλέψει αιώνες μακροί και που είναι ζυμωμένο με το αίμα του Βορειοηπειρώτου, δεν καταλύεται εύκολα και όταν ακόμη η δυνάμεις της κολάσεως εξαπολύονται για να το πνίξουν. Σαν το Κάστρο της αρχοντοπούλας Αργυρώς, έμενε άπαρτο το κάστρο των ψυχών και των καρδιών μας. Τις είχε ατσαλώσει το Λίκνο και το πείσμα και η δόξα της Ιστορίας της Φυλής.
Από τον Σεπτέμβρη του 1939 αποφασίζεται η επίθεση κατά της Ελλάδος, μα αναβάλλεται παραδόξως. Εντείνεται όμως η επίθεση με το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων, με τους περιορισμούς του ελληνικού Προξενείου, με την άγρυπνη παρακολούθησι της Μητροπόλεως, και ο βούρκος της Ιταλικής ψυχής στη συμμαχία της με την αλβανική θηριωδία δεν στερεύει, είναι ανεξάντλητος. Αρχίζει όμως το σχέδιο της επιθέσεως. Ανοίγονται καινούργιοι δρόμοι και φαρδύνονται οι παληοί, που φέρνουν στα ελληνικά σύνορα. Χτίζονται και στερεώνονται γεφύρια απ’ όπου θα περάσουν τα πολλά και βαρεία μηχανοκίνητα μέσα τους. Ισοπεδώνονται μεγάλες εκτάσεις στο Αργυρόκαστρο, για να μεταβληθούν σε αεροδρόμια και στρατώνες και αποθήκες. Διαλαλείται μέρα-νύχτα με τον ραδιοσταθμό με τον τύπο, με διαλέξεις, με παρελάσεις, με τα φασιστικά αλβανικά σχολεία, με τις φασιστικές αλβανικές οργανώσεις, η μεγάλη Αλβανία με την Κοσόβα και την Τσαμουργιά μέσα στα σύνορά της. Και ξεχύνεται ολόκληρος ο τρομακτικός αυτός αλαζονικός όγκος προς τα ακάλυπτα σύνορα της Ελλάδος, όπως τα είχε διαρρυθμίσει ο περίφημος Τελλίνι. Ολόκληρη η περιφέρεια είχε κηρυχθή πολεμική ζώνη, όπου κάθε κίνησι ύποπτη ετιμωρείτο με την ποινή του θανάτου και η κρίσιμη μέρα είχε φτάσει. Γεμάτοι αγωνία και τρόμο την αναμέναμε από στιγμή σε στιγμή, πότε με την απαισιοδοξία των ανθρώπινων υπολογισμών, πότε με την αισιόδοξη ελπίδα στην επέμβαση του Θείου. Είναι φρικτές και απερίγραπτες οι στιγμές της ζωής των ατόμων, που οι ελπίδες και οι αγνότεροι πόθοι χαροπαλεύουν με την αβεβαιότητα της αυριανής ημέρας, σαν σε όνειρο εφιαλτικό, που είναι εν τούτοις μια στυγνή πραγματικότης.
Και κάποτε ξημέρωσε βαρειά η 28 του Οκτώβρη. Σκυμμένοι όπως πάντα στα ραδιόφωνά μας, παρά την αυστηρή απαγόρευση, ακούσαμε το Βασιλικό διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, το λιτό, το σεμνό, το ανδρικό. Ο πόλεμος είχε αρχίσει ακήρυκτος. Οι νέοι Φιλισταίοι περιφρονούν τα διεθνή νόμιμα, επιτίθενται σαν ληστές.
Το διατρανώνει από τον εξώστη του Δημαρχείου του Αργυροκάστρου και ο Αντιβασιλεύς Γιακομόνι «Λαέ του Αργυρόκαστρου» είχε πει : «από τις πέντε το πρωί σήμερα η Ιταλία και η Αλβανία βρίσκονται σε εμπόλεμο κατάστασι με την Ελλάδα. Ο στρατός μας πέρασε τα σύνορα συντρίβοντας τον εχθρό. Η Ελλάς, παρουσιάζοντας την ουδετερότητα, βοηθεί μυστικά την Αγγλία και θα τιμωρηθή σκληρά γι’ αυτό. Η Αλβανία θα γίνη μεγάλη και θα μοιραστούμε μαζύ της Νίκης τους καρπούς».
Ανεβαίνοντας μελαγχολικά τον ανήφορο της Μητροπόλεως, με σπαραγμό στην καρδιά, άκουγα τις άγριες φωνές των Τουρκαλβανών του Αργυροκάστρου κατά της Ελλάδος και της Αγγλίας και σε λίγο τους είδα να πετροβολούν το Προξενείο και να περνούν απειλητικοί από τη Μητρόπολη. Τι φρίκη! «Έπεσε το Δελβινάκι, μας ανήγγειλε το βράδυ ο Ραδιοσταθμός τον Αργυροκάστρου, έπεσε κι η Κόνιτσα, έπεσαν κι οι Φιλιάτες, ύστερα από λίγες μέρες. Ο εχθρός καταδιώκεται πέραν του Καλαμά, μα αμύνεται στο Καλπάκι, ανθίσταται στην Πίνδο».
Και περνούν την άλλη μέρα τα ζώα των αγάδων τον Αργυροκάστρου κάτω από τα παράθυρα της Μητροπόλεως, φορτωμένα πλιάτσικο από τα πατημένα ελληνικά χωριά της μεθορίου. Να και εννέα αιχμάλωτοι στρατιώτες μας με αγέρωχο και άριστο το ηθικό τους, μα να και τραυματίες Ιταλοί και Αλβανοί σε αξιοθρήνητη κατάστασι.
Οι τελευταίοι άρχισαν να ψιθυρίζουν στα Νοσοκομεία κάτι παράδοξα πάρατα. «Οι Έλληνες είναι παλληκάρια, μα πολύ σκληροί στον πόλεμο. Στην Πίνδο πολεμούν με βράχους τους Κένταυρους. Στο Καλπάκι το Πυροβολικό τους θερίζει αδυσώπητα». Τα πενηνταπέντε σιδηροπαγή οχυρά κατά μήκος του Καλαμά-—ανύπαρκτα στην πραγματικότητα —είναι απόρθητα. Άρχισε πια η υποχώρησι των Ιταλών.
Και το ψιθύρισμα σε λίγες μέρες γίνεται τρανή φωνή και η φωνή λάμψη και βροντή κανονιού, που πλησιάζει προς το Αργυρόκαστρο και κάθε μέρα γίνεται πιο ζωηρή. Είναι η βροντή του λυτρωμού, που στυλώνει τα λυγισμένα γόνατα των σκλαβωμένων. Είναι το τραγούδι της Λευτεριάς που αντιλαλεί στο Κάστρο της Αργυρώς και τους γύρω λόφους που το πλαισιώνουν. Είναι το αστροπελέκι που θα σκοτώση τη σκλαβιά ίσως τελειωτικά. Είναι τα Πάσχα της Χαράς που θα ανθίση, να σε λίγες μέρες, ίσως αύριο, στα πικραμένα χείλια των σκλαβωμένων. Και η αύριον αυτή ήταν η 8 Δεκεμβρίου 1940.
Το Αργυρόκαστρο είναι ελεύθερο πια για δεύτερη φορά και αναγαλιάζει, με όλα τα χωριά της περιφερείας του. Ύστερα από 25 χρόνια μιας διπλής στυγνής σκλαβιάς. Πωγώνι, Ζαγοριά, Λιούντζη, Ρέζα, Δρόπολη, Ριζά, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Χειμάρρα πανηγυρίζουν την ανάσταση μαζί με το στρατό της Λευτεριάς, και αντηχεί χαρμόσυνο απ’ άκρη σ άκρη το «Χριστός Ανέστη», σύνθημα αυθόρμητο της χαράς του επί αιώνες αναμενομένου λυτρωμού.
Ξαναβρίσκουν το τραγούδι και ο χορός τον παληό γνωστό ρυθμό τους. Φύγαν οι μυσαροί εχθροί, οι σύγχρονοι Φιλισταίοι, τους κατάπιε η γη, η ελληνική γη, η πολυβασανισμένη, η χιλιοτραγουδησμένη, η πολυδοξασμένη. Έτσι αμείβεται το μαρτύριο της υπομονής για τους λαούς που ξέρουν να περιμένουν πιστοί μέχρι θανάτου στα ανεκτίμητα ιδανικά της θρησκείας και της Πατρίδος.
Είναι η μοίρα της Φυλής μας να υφαίνει τη Δόξα και τα μεγαλεία της με της συχνές εναλλαγές της χαράς και της λύπης. Μα η Ψυχή δεν πεθαίνει. Ξαναγεννιέται, πάντα πιο ζωντανή μες από τη στάχτη της, πάντα σφραγισμένη με τη σφραγίδα της Αθανασίας. Τι κι αν θα γυρίσουν ξανά σαν λυσσασμένοι, ύστερα από 6 μήνες ντροπής οι Φιλισταίοι. Τι και αν ο νικητής στρατός, προ της ανάγκης θα υποχωρήσει με δακρύβρεχτα τα μάτια, αφήνοντας ορφανούς τους χαροκαμένους Βορειοηπειρώτες: Θα ξανάρθουν ημέρες της χαράς τους και η Βόρειος Ήπειρος θα γίνη και πάλιν Ελληνική, θα γυρίοη και πάλιν στην αγκαλιά της Μάννας της. Είναι θέλημα θεού και επιταγή της ιστορίας. Μα τώρα μακρυά σας πως σας πονώ, μέσ’ την καινούργια σας σκλαβιά. Ω! Άγια χώματα της αγαπημένης μου επαρχίας! Μα ο αθέλητος αυτός χωρισμός ποτέ δεν θα κόμη να ξεχάσω τη Χερουβική ομορφιά σας.
Και πως να σε ξεχάσω, Δροπολή μου παινεμένη μέσ’ στο μόχθο της παντοτεινής δουλειάς σου και στων τραγουδιών και στων χορών σου το λεβέντικο ξέσπασμα: Ποιό σφουγγάρι λησμονιάς θα μπόρεση να σβέση τη θύμηση της αρχαιοπρεπής σου αρχοντιάς και της μυαλωμένης σου παληκαριάς, Λιούντζη μου λεβεντομάννα; Ποιά καμπίσια ομορφιά και χάρη μπορεί να σταθή μπρος τη αγριωπή βουνίσια ολόδροση ομορφάδα και στης φιλότιμής σας φτώχειας τη μαγεία, ω πολιτισμένα χωριά του Πωγωνιού και της Ζαγοριάς, που σφιχταγκαλιασμένα σας δέρνει ο πόθος και η ελπίδα μιας κοινής Λευτεριάς; Και ποια σκόνη του χρόνου, όσο παχειά κι αν είναι, μπορεί να σκεπάση στη μνήμη μου τη χρυσόσκονη των αρετών σου και της πίστεώς σου και ανδρειωσύνη σου, μέσα στο διπλό καμίνι της φτώχειας και της σκλαβιάς, ω Ριζά και Βούρκε μου ζηλεμένε; Και σένα, Χειμάρρα του θρύλου το τραγούδι και των κεραυνών της Λευτεριάς τη γεννήτρα, του ασκλάβω του σκλάβου το αιώνιο υπόδειγμα, ποιές βουνοκορφές και ποια φαράγγια και ποιοι κάμποι ενός αθέλητου χωρισμού μπορούν να με κάμουν να ξεχάσω τη λεβέντικη και περήφανη θωριά σου;
Αξετίμητα διαμάντια της πατρίδας μου, ας μη σας τρομάζη η καινούργια σκλαβιά. Θα’ χη κι αυτή πολύ σύντομα το τέρμα της!
Ζη η Ελλάδα η Πατρίδα!
Σ’ αυτή γυρίστε άφοβα τα μάτια σας και τις καρδιές σας. Θα ξανάρθη μεγάλη και τρανή όπως πάντα κοντά σας! Χωρίς δισταγμούς και αμφιβολίες, περιμένατέ την.
Θα ξανάρθη!
+ Ο Αργυροκάστρου ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Γ. ΠΩΠ – ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΒΑΝΙΑ – (Έρευνα δημοσιευθείσα εις την εφημερίδα «Έθνος» εις απάντησιν των Αλβανικών ψευδολογιών) – ΑΘΗΝΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1946
ΠΗΓΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΝΕΜΗ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ