Συνέντευξη του μακαριστού Στυλιανού Παπαδόπουλου
καθηγητή Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών στο περιοδικό ΤΟΛΜΗ
Δεν είναι τόσο εύκολο να παρουσιάσει κανείς τον Στυλιανό Παπαδόπουλο, καθηγητή τού Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Θα προσπαθήσω, ωστόσο, να συνοψίσω τα κυριότερα χαρακτηριστικά της σταδιοδρομίας και τού έργου του.
Με σπουδές στην Αθήνα, το Παρίσι και το Μόναχο, ξεκίνα την καριέρα του με τα καλύτερα διαπιστευτήρια. Έκτακτος καθηγητής της έδρας της Πατρολογίας στη Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών το 1972, και από το 1978 Τακτικός Καθηγητής.
Διετέλεσε Πρόεδρος τού Τμήματος Θεολογίας. Ταυτόχρονα είναι μέλος Συνοδικών Επιτροπών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έχει την επιστημονική και οργανική ευθύνη των Πατρολογικών Συνεδρίων μεταξύ Ορθοδόξων και Κοπτών Θεολόγων, ενώ συμμετείχε για πολλά χρόνια στο διαχριστιανικό διάλογο με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών.
Ταξιδεύει συχνά στο εξωτερικό δίνοντας διαλέξεις-μαθήματα. Πλούσια είναι η εκκλησιαστική-κοινωνική του δράση, καθώς διετέλεσε Κατηχητής και Ιεροκήρυκας.
Όμως, ο καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος έχει να παρουσιάσει και ένα πλουσιότατο σε όγκο και ευρύ σε προβληματισμό επιστημονικό έργο.
Από τα φοιτητικά του χρόνια επιδόθηκε στη μελέτη της νηπτικής Θεολογίας. Έγραψε αρκετές δεκάδες μελετών, όπως το συνθετικό πατρολογικό και θεμελιακό εργο «Πατρολογία» (τομ. Α, και τόμ. Β), που είναι πρωτοποριακό για την υπέρβαση τού ιστορισμού και τού νεοσχολαστικισμού, ενώ πραγματοποιεί και τη θεώρηση των πατρολογικών, επιμέρους και γενικών, προβλημάτων, με ανανεωμένα ορθοδοξοπατερικά κριτήρια.
Αυτό το στοιχείο της προσωπικότητας τού καθηγητή Παπαδόπουλου είναι που με συγκίνησε βαθύτατα. Ο αγώνας του δηλαδή, μέσα και έξω από το Πανεπιστήμιο, να βοηθήσει τον επιστήμονα, τον ερευνητή, το φοιτητή, τον απλό άνθρωπο να προσεγγίσει τη Θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας.
Ας περάσουμε όμως στις απαντήσεις που έδωσε στα θέματα που τού έθεσε η ΤΟΛΜΗ:
Πως αποφασίσατε να σπουδάσετε την επιστήμη της Θεολογίας;
Σχεδόν μου ζητάτε να εξομολογηθώ. Αλλά μερικά θα το κάνω. Στα εφηβικά μου χρόνια, στα μαθητικά, όταν εύρισκα διάβαζα λογοτεχνία και λίγο φιλοσοφία. Στα δύο τελευταία έτη των γυμνασιακών μου σπουδών προσανατολίστηκα οριστικά στη θεολογική επιστήμη. Τα λίγα θεολογικά που έτυχε να διαβάσω με έπεισαν ότι αυτό που πιο βαθιά μπορεί να συγκλονίσει τον άνθρωπο είναι, κυρίως, η Θεολογία. Και αυτήν μόνο ήθελα να σπουδάσω.
Βέβαια, στη διάρκεια των σπουδών μου στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, άκουγα κάποτε-κάποτε καθηγητές της Φιλοσοφίας, κάτι που το επανέλαβα πιο συστηματικά στο Παρίσι και στο Μόναχο, προς κατάρτισή μου, το έκανα όμως και ως τεστ στον εαυτό μου, για να βεβαιωθώ εάν η επιλογή μου της Θεολογίας ήταν η απόλυτη εκείνη που με γέμιζε πνευματικά και επιστημονικά.
Υπήρξε κάποιο πρόσωπο ή γεγονός που σας ενέπνευσε, ώστε ν’ ακολουθήσετε αυτό το δρόμο;
Υπήρχε πρόσωπο που με επηρέασε στη θεολογική μου πορεία, αλλά πολύ αργότερα. Ήταν ο αδελφός τού πατέρα μου, μακαριστός Γεράσιμος Παπαδόπουλος, που έγινε το 1967 επίσκοπος στην Αμερική και εργάσθηκε για δεκαετίες ως Καθηγητής της Καινής Διαθήκης και της Φιλοσοφίας. Όμως, όταν εγώ απεφάσιζα να σπουδάσω Θεολογία, εκείνος βρισκόταν στη Γερμανία, δεν τον έβλεπα.
Το αντικείμενο της διδασκαλίας σας είναι η Πατρολογία. Γιατί, αλήθεια σπουδάζουμε τους Πατέρες; Πιστεύετε ότι έχουν να πουν κάτι στην εποχή μας;
Απάντηση απλή! Δεν υπάρχουν πιο συγκλονιστικοί συγγραφείς από τους Πατέρες. Και αυτό διότι λειτούργησαν ως όργανα τού Αγίου Πνεύματος. Γράφουν βιώνοντας τη θεία Αλήθεια και καθοδηγούμενοι, στις καίριες στιγμές της θεολογίας τους, από το Άγιο Πνεύμα. Μελετώντας με πνευματική προετοιμασία έναν Πατέρα Θεολόγο, γεύεσαι κάτι από την εμπειρία του της αλήθειας και θεμελιώνεσαι σιγά -σιγά και συ στη θεία Αλήθεια. Τι περισσότερο να θέλεις; Με την επίνευση του Αγίου Πνεύματος και στο πλαίσιο των Μυστηρίων της Εκκλησίας ενώνεσαι με το Χριστό πραγματικά και οι Πατέρες σου μιλάνε ακριβώς για τον αυθεντικό Χριστό και πως ν’ αποκτάς «νουν Χριστού». Αυτά συνιστούν την ύψιστη Θεολογία και Φιλοσοφία, και βοηθούν αποφασιστικά να διαπιστώσουμε τους ψευδείς και επινοημένους, από κακόδοξους, χριστούς.
Είναι πολύ ευτυχείς όσοι κατανοούν ότι αυτά που για τη θεία Αλήθεια είπαν οι Πατέρες ως διδάσκαλοι της Εκκλησίας, αφορούν όλους τους ανθρώπους, όλων των εποχών.
Ο Θεός με τους Αποστόλους και τους Πατέρες φανέρωνε τη συστηματική αλήθεια με την οποία και άλλοτε και τώρα σωζόμαστε. Ό,τι φανερώνεται από το Θεό, είναι παντοτινής και γενικής ισχύος. Οι Πατέρες μίλησαν με αφορμή το κήρυγμα και τις κακοδοξίες. Αλλά οι άνθρωποι, μολονότι ζούμε σε διαφορετικότερες συνθήκες και κυριαρχεί τώρα διαφορετικό κοσμοείδωλο, παραμένουμε οι ίδιοι. Τα εσωτερικά μας προβλήματα είναι ανάλογα, με παραλλαγές μόνο. Το στήθος μας πιέζουν πάντοτε τα ίδια ερωτηματικά. Μα και όταν ανακύπτουν τελείως νέα προβλήματα, οι Πατέρες μας ενθαρρύνουν στην αντιμετώπισή τους. Μας διδάσκουν την τόλμη τους, με την οποία αντιμετωπίζουν προβλήματα και κρίσεις. Μας δείχνουν ότι για να πει ο θεολόγος κάτι γνήσιο για την αλήθεια, για να δώσει λύση σ’ ένα σύγχρονο πρόβλημα, πρέπει να βιώνει όλη την παράδοση της Εκκλησίας, ν’ αγωνίζεται πνευματικά και να ζητάει να λάβει από το Άγιο Πνεύμα, που τότε σπεύδει και φωτίζει το θεολόγο Πατέρα.
Από την επικοινωνία με τους φοιτητές σας, τι εντύπωση αποκομίσατε; Ενδιαφέρονται για τις σπουδές τους; Ή απλώς οι μαμάδες τους οδήγησαν σε μια Σχολή, η οποία δεν τους ενδιέφερε πραγματικά ;
Έξοχη και παρηγορητική. Και βέβαια υπάρχουν φοιτητές και φοιτήτριες με μειωμένο ή κάποτε με κανένα ενδιαφέρον για τη Θεολογία. Όμως, αυτό που έχει σημασία είναι το σφρίγος των φοιτητών εκείνων που ζητούν από το δάσκαλο τα πάντα.
Διανύουμε μία κρίσιμη εποχή. Οι πανανθρώπινες αξίες υποχωρούν η μία μετά την άλλη μπροστά στην επερχόμενη παγκοσμιοποίηση. Θα περιμέναμε από την επιστημονική κοινότητα, να είναι πιο τολμηρή, πιο επαναστατική πιο κοντά στο λαό. Κι όμως κανένας δεν μιλά. Μήπως η σήψη που μαστίζει την κοινωνία έχει φωλιάσει και στα πανεπιστημιακά έδρανα;
Μιλάτε για κρίσιμη εποχή, υποχώρηση αξιών κλπ. Μα πάντοτε οι εποχές γνώριζαν κρίσεις, άλλοτε μικρότερες κι άλλοτε μεγαλύτερες. Δεν υπάρχουν εποχές χωρίς κρίσεις. Απλώς αυτές ποικίλλουν κι εμφανίζονται με λίγο διαφορετικό ένδυμα. Στο βάθος, είναι η αντινομία που κυριαρχεί στο πνεύμα του ανθρώπου. Του ανθρώπου, που όσο λιγότερο μετέχει στο Χριστό δια των Μυστηρίων, τόσο πιο ανειρήνευτος και διασπαστικός γίνεται. Και παγκοσμιοποίηση -που όπως την προβάλλουν τη θεωρώ ουτοπία- εάν αποβλέψει στην ευκολότερη μετάδοση πνευματικών αγαθών, είναι καλή. Εάν αποβλέπει -όπως και αποβλέπει- στη διεύρυνση της δυνάμεως των παντός είδους εξουσιομανών, είναι εγκληματική.
Η στάση της πανεπιστημιακής κοινότητας δημιουργεί αρνητικές εντυπώσεις, διότι το Πανεπιστήμιο δεν αποτελεί πλέον κεντρική εξουσία, ώστε ν’ αντιδράσει και να εισακουστεί. Πρόκειται για απέραντο και ετερόκλητο κόσμο. Η αποτελεσματική του αντίδραση είναι πολύ επιθυμητή, αλλά οι δομές δεν βοηθούν καθόλου. Πρέπει όμως να επισημάνω, οι πανεπιστημιακοί καθηγητές που έχουν και ισχυρό λόγο και τόλμη, εμφανίζονται – ως πρόσωπα και σπάνια ως φορείς Σχολών -καθημερινά στη δημοσιότητα, και με άλλους παράγοντες κρίνουν τα δρώμενα και γίνονται συνδιαμορφωτές και αυτοί της πορείας της κοινωνίας. Οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις φιλοξενούν σχεδόν καθημερινά καθηγητές. Το πρόβλημα δεν είναι η παρουσία τους, αλλά το πως κρίνουν, τι προτείνουν, πόση δημιουργική τόλμη έχουν οι καθηγητές, και πόσο η κρατική και οικονομική εξουσία έχει διάθεση να ακούει, να συμμορφώνεται και να εφαρμόζει τις καλύτερες προτάσεις.
Η σήψη για την οποία μιλάτε, δεν απουσιάζει καθόλου δυστυχώς. Όμως δεν είναι γενική. Και αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο. Άλλωστε, από λίγους έρχεται πάντοτε το γνήσιο, το δημιουργικά επαναστατικό.
Θα ήθελα τώρα να περάσουμε σε ένα άλλο θέμα το οποίο έχει συζητηθεί πολύ;
Σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Πιστεύετε ότι ένας ενδεχόμενος χωρισμός θα βοηθήσει, ή θα δημιουργήσει χάσμα στην ελληνική κοινωνία, που ως επί το πλείστον, στη συνείδησή της θεωρεί στενά συνδεδεμένους αυτούς τους δύο θεσμούς;
Προχωράτε και θίγετε ένα θέμα πολυσυζητημένο. Ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες και στα πρόσφατα χρόνια. Πριν απ’ όλα, θέλουμε να ξεχνάμε ότι χωρισμός υπάρχει. Υπάρχει εκ των πραγμάτων, βάσει του Συντάγματος και της νομοθεσίας.
Η πολιτεία νομοθετεί για τον εαυτό της και η Εκκλησία για τον εαυτό της. Υπάρχει μόνη για κάποια ζητήματα της κοινωνικής ζωής των πιστών, τα οποία έχουν πάλι χαρακτήρα θρησκευτικό – εκκλησιαστικό, όπως π.χ. ο γάμος.
Εκεί έχουν δοθεί λύσεις, που λίγο -πολύ δεν ενοχλούν. Τα άλλα ζητήματα είναι σχεδόν τυπικά, από πλευράς Πολιτείας – όπως π.χ. αν θα γίνει αγιασμός στη νέα περίοδο της Βουλής ή αν στην ορκομωσία της Κυβερνήσεως υπάρξει και υποτυπώδες θρησκευτικό μέρος, που δεν είναι και υποχρεωτικό για όλους τους υπουργούς. Αυτά και άλλα δευτερεύουσας σημασίας στοιχεία συναλληλίας Εκκλησίας και Πολιτείας επιβάλλονται από το γεγονός ότι η μέγιστη πλειοψηφία του ελληνικού λαού είναι ορθόδοξα βαπτισμένοι Χριστιανοί.
Μία άλλη μορφή σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας (ο χωρισμός) πιθανότατα θα δημιουργήσει κάποιο διχασμό στην ελληνική κοινωνία, κάτι που δεν το θέλουμε. Αλλά και πάλι, δεν θα πρόκειται για κάτι το καταστρεπτικό.
Τα μέλη της Εκκλησίας θα το ξεπεράσουν εύκολα. Πιο δύσκολα θα το ξεπεράσει η συντριπτική πλειοψηφία των κρατικών – πολιτικών λειτουργών, που, ενώ θα επιθυμούν σε διάφορες περιπτώσεις την ευλογία της Εκκλησίας ή τη θεσμική παρουσία της, δεν θα την έχουν. Το επιχείρημα των δικαιωμάτων των μειονοψηφιών είναι ανίσχυρο, διότι στην Ελλάδα όλοι οι νομοταγείς πολίτες είναι ελεύθεροι να θρησκεύουν (ή να μην θρησκεύουν). Η θρησκευτική ελευθερία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη και πρακτικά δυνατή. Παράλληλα, κάποιοι πολιτικοί -και σήμερα- προσβάλλουν βάναυσα τη μεγάλη ορθόδοξη πλειοψηφία του λαού, που θέλει την παρουσία της Εκκλησίας ευρεία, μολονότι όχι ρυθμιστική της πολιτικής ζωής. Η Εκκλησία είναι κι αισθάνεται μητέρα του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό, η ίδια, ουδέποτε μπορεί να ζητήσει «χωρισμό» από τα τέκνα της. Εάν άφρονες πολιτικοί και εξουσιαστές της το επιβάλουν, θα ζήσει δημιουργικά και θα διακονεί πάντοτε τα μέλη της, τον ελληνικό λαό. Το έργο της δεν θα ανακοπεί – θα έχει μάλιστα και μεγαλύτερη ελευθερία. Θα κατηγορείται λιγότερο ότι συμπλέει με κρατικές εξουσίες και πολιτειακούς φορείς, έτσι κι αλλιώς.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΤΟΛΜΗ» ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2001