Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης (+)
ΔΥΟ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΥΣΑΪΚΟ
Μέσα στην εκκλησιαστική γραμματεία υπάρχουν μερικά βιβλία, όπου έχουν συγκεντρωθή θαυμαστά περιστατικά από την ζωή εναρέτων μοναχών, από τον βίο αγίων ασκητών. Αυτού του είδους τα βιβλία χαρακτηρίζονται συνήθως ως «Γεροντικά».
Στις αρχές του 5ου μ.Χ. αι. κυκλοφόρησε ένα τέτοιο βιβλίο που παρουσίαζε θαυμαστές διηγήσεις από τον βίο μοναχών της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, της Συρίας, της Ρώμης και της Καμπανίας. Αυτό το σύγγραμμα αγαπήθηκε πολύ και γνώρισε πολυάριθμες εκδόσεις. Γράφτηκε από τον Παλλάδιο, τον επίσκοπο Ελενοπόλεως Βιθυνίας, αφωσιωμένο μαθητή του ιερού Χρυσοστόμου και συγγραφέα του βίου του ίδιου Πατρός. Δεν υπήρξε μοναστήρι, δεν υπήρξε άγιος ασκητής που να μην έφθασε ως εκεί ο Παλλάδιος. Συνεχώς συγκέντρωνε βιογραφικά στοιχεία και πληροφορίες για τους μοναχούς. Προπαντός τους όσιους Γέροντες της Αιγύπτου τους επισκέφθηκε ένα-ένα ξεχωριστά. Μόνο στην περιφέρεια της Αλεξάνδρειας ήρθε σε επικοινωνία με δύο χιλιάδες περίπου Γέροντες, που διέπρεπαν στην πνευματική ζωή.
Το βιβλίο ωνομάσθηκε «Λαυσαϊκόν». Η ονομασία προέρχεται από τον Λαύσο. Αυτός ήταν θαλαμηπόλος του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Β’. Παρεκάλεσε τον Παλλάδιο να συντάξη βιβλίο αναφερόμενο στους οσίους ασκητές και στα κατορθώματά τους. Η αίτησις του Λαύσου πραγματοποιήθηκε, και το ευλογημένο σύγγραμμα συνδέθηκε μόνιμα με το όνομά του, αφού αφιερώθηκε σ’ αυτόν.
Από τις θαυμάσιες διηγήσεις του Λαυσαϊκού διαλέξαμε δύο που σχετίζονται με το θέμα μας. Η πρώτη αφορά τον αββά Θεωνά και η δεύτερη την ασκήτρια Πιαμούν.
❖ ❖❖
Στην Αίγυπτο, στην περιοχή της Θηβαΐδος, υπήρχε μία πόλις και κοντά στην πόλι, σε ερημικό τόπο ασκήτευε ο αββάς Θεωνάς. Ήταν τον περισσότερο καιρό έγκλειστος, Δηλαδή κλεισμένος μέσα σ’ ένα κελλί, από το οποίο σπανίως εξερχόταν. Επί τριάντα χρόνια δεν είδε άνθρωπο.
Τύχαινε να είναι και μορφωμένος. Γνώριζε τρεις γλώσσες, λατινικά, ελληνικά και αιγυπτιακά. Όσον αφορά την δίαιτά του, έτρωγε πάντοτε ωμά όσπρια.
Είχε αποκτήσει έκτακτη πνευματική δύναμι. Κατείχε μεγάλα πνευματικά χαρίσματα. Είχε το κατά θηρίων χάρισμα. Δηλαδή έβγαινε την νύκτα σε ερημικές περιοχές, όπου υπήρχε κάποια πηγή. Εκεί συναθροίζονταν διάφορα άγρια ζώα, για να πιούν νερό. Εκείνος συναναστρεφόταν με τα άγρια θηρία και τα πότιζε από το νερό που και ο ίδιος έπινε. Κάτω στο έδαφος φαίνονταν εκτός από τις δικές του πατημασιές και εκείνες των διαφόρων θηρίων, με τα οποία ο Γέροντας συναναστρεφόταν.
Είχε σε μεγάλο βαθμό και το θαυματουργικό χάρισμα. Επίσης και το ιαματικό. Έτρεχε ο κόσμος προς αυτόν με μεγάλη ευλάβεια. Έφεραν ασθενείς με διάφορες παθήσεις. Αυτός έβγαζε το χέρι του από την θυρίδα και το έθετε επάνω στους ασθενείς, και παρευθύς εύρισκαν την υγεία τους.
Είχε ο τρισμακάριος πρόσωπο αγγελικό. Ήταν πάντα χαρούμενος και γεμάτος από την χάρι του Θεού.
Μια νύχτα ήλθαν σ’ αυτόν τον Όσιο κλέφτες, νομίζοντας πως έχει αργύρια. Σκόπευαν να τον φονεύσουν. Αυτός όμως ο μακάριος προσευχόταν και, σαν μπήκαν στην πόρτα οι κλέφτες, συνέβη αυτό που ποτέ δεν φαντάζονταν. Έμειναν ακίνητοι έως το πρωί. Έμοιαζαν σαν καρφωμένοι. Όταν την ημέρα κατέφθασαν επισκέπτες στον Όσιο και κατάλαβαν τον κακό σκοπό που είχαν αυτοί οι άνθρωποι, να φονεύσουν τον Άγιο, ήταν έτοιμοι να τους θανατώσουν ή να τους κάψουν στην φωτιά. Αλλά ο Άγιος είπε στο πλήθος να τους αφήσουν ελεύθερους και αν δεν τους αφήσουν, να ξέρουν πως έχουν να στερηθούν κάθε χάρι και ευλογία από μέρους του.
Υπάκουσαν τότε εκείνοι στον λόγο του Οσίου και τους άφησαν. Αυτοί, βλέποντας το θαύμα που έγινε και την πραότητα του Γέροντος, μετενόησαν με την καρδιά τους, πήγαν σ’ ένα μοναστήρι και έγιναν πολύ σπουδαίοι μοναχοί.
Ερχόμαστε τώρα στην δεύτερη διήγησι, που σχετίζεται με μία οσιακή γυναικεία μορφή, την παρθένο Πιαμούν.
Η Πιαμούν ζούσε και ασκήτευε μαζί με την μητέρα της. Όσον αφορά το πρόγραμμα της ζωής της, συνήθιζε να τρώη μία φορά την ημέρα και ως εργόχειρο είχε το γνέσιμο. Έγνεθε νήμα για να εξοικονομή τα προς το ζην. Η καθαρή της ζωή και η αφοσίωσίς της στην προσευχή την ανέβασαν σε μεγάλα πνευματικά ύψη. Στην περιφέρεια της Αιγύπτου που βρισκόταν, όλοι ήξεραν ότι ο άνθρωπος του Θεού, ο άνθρωπος που είχε παρρησία στον Θεό, ήταν η παρθενεύουσα Πιαμούν. Πολλά είχαν να πουν για την δύναμι της προσευχής της. Το σπουδαιότερο απ’ όλα μας το περιέσωσε ο Παλλάδιος.
Κάποια φορά προέκυψε ανάμεσα σε δύο χώρες οξύτατη φιλονεικία, γύρω από την διανομή του νερού. Η μία χώρα ήταν μεγαλύτερη και η άλλη μικρότερη. Στην μικρότερη ζούσε και η παρθένος Πιαμούν. Κάθε μια από τις δύο περιοχές διεκδικούσε το νερό υπέρ αυτής. Το θέμα πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε να συμβαίνουν βιαιοπραγίες, ακόμη και φόνοι.
Στην μεγάλη χώρα παρουσιάσθηκαν κάποιοι θερμοκέφαλοι και είπαν: «Δεν υποφέρεται η κατάστασις. Εμείς έχουμε περισσότερες ανάγκες. Εμείς χρειαζόμαστε περισσότερο νερό. Δεν μπορεί οι λίγοι να βγαίνουν πάνω από τους πολλούς. Αφού είμαστε περισσότεροι, έχουμε και πιο μεγάλη δύναμι. Λοιπόν ας εξοπλισθούμε με τόξα και κοντάρια και ας ξεκινήσουμε να τους εξοντώσουμε όλους, να λήξη αυτή η υπόθεσις». Όπως ήταν ερεθισμένα τα πνεύματα, η πρότασις έγινε δεκτή και όλος ο λαός της μεγάλης χώρας αρματωμένοι, πάνοπλοι ξεκίνησαν, για να αφανίσουν την μικρή χώρα.
Όπως είπαμε, ανάμεσα στους κατοίκους της μικρής χώρας, ήταν και η παρθένος Πιαμούν, δηλαδή ο πιο άγιος άνθρωπος της περιοχής. Αν η μικρή χώρα ήταν κάποιο οικοδόμημα στηριζόμενο σε κολώνες, η πιο γερή κολώνα ήταν η ασκήτρια Πιαμούν. Αυτή από μόνη της μπορούσε να εγγυηθή την ασφάλεια και την στερεότητα ολοκλήρου του οικοδομήματος.
Εκεί λοιπόν που προσευχόταν, της αποκαλύφθηκε από τον Θεό ο κίνδυνος που διέτρεχε η χώρα τους. Εκείνη χωρίς καθυστέρησι έστειλε μήνυμα στους ιερείς να βγουν και να ανακόψουν την ορμή των αγριεμένων ανθρώπων της μεγάλης χώρας. Δηλαδή να τους προϋπαντήσουν και να τους παρακαλέσουν να μη εκτελέσουν τα φονικά τους σχέδια.
Οι ιερείς όμως, που ήξεραν πόσο είχαν οξυνθή και πόσο είχαν αγριέψει τα πράγματα, ένοιωθαν τους εαυτούς των ανίσχυρους στο να ανακόψουν τέτοια ορμή. Εν τω μεταξύ η είδησις σκορπίσθηκε σ’ όλους τους κατοίκους. Εγνώριζαν ότι τα λόγια της Πιαμούν έβγαιναν πάντα αληθινά. Χωρίς αμφιβολία και δισταγμό δέχθηκαν σαν αληθινή την πληροφορία. Επειδή όμως η πληροφορία ήταν φοβερή, άρχισαν όλοι να τρέμουν. Λίγοι αυτοί, που να τα βάλουν με τους πολλούς! Μαθεύθηκε και η πρότασις της ασκήτριας στους ιερείς, καθώς και η άρνησις των ιερέων να την εκτελέσουν.
Σ’ αυτές τις θλιβερές ώρες, σε ώρες που κάθε ανθρώπινη βοήθεια σβήνει, όλοι στρέφονται προς τον Θεό. Εδώ όλοι κατέφυγαν προς τον άνθρωπο του Θεού, στην αγία παρθένο Πιαμούν. Μικροί μεγάλοι κατευθύνθηκαν στο ασκητήριό της και έπεσαν στα πόδια της. Την θερμοπαρακαλούσαν με πόνο και δάκρυα να κάνη ό,τι περνάει από το χέρι της, για να τους σώση.
Η απόστασις μεταξύ των δύο περιοχών δεν ήταν και πολύ μικρή. Χρειάζονταν κάποιες ώρες μέχρι να φθάσουν ως την μικρή χώρα οι υποψήφιοι φονιάδες. Λύτες τις ώρες η Πιαμούν σκέφθηκε να τις εκμεταλλευθή. Αφού καθησύχασε τους ανθρώπους, αφού τους είπε να αποθέσουν την ελπίδα τους στον Θεό, ανέβηκε και κλείσθηκε στο δωμάτιό της. Γονατισμένη, με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσε τον ουρανό να κάνη έλεος.
«Κύριε, έλεγε, εσύ που κρίνεις την γη και την οικουμένη, εσύ που μισείς το άδικο, μη τους αφήσης να πραγματοποιήσουν την κακία τους. Δέξου τις ικεσίες μας και τα δάκρυά μας και σώσε μας από την καταστροφή».
Ολόκληρη τη νύχτα η Πιαμούν σαν άλλος Ιακώβ πάλευε με τον Θεό. Πάλευε με όλες τις ψυχικές της δυνάμεις. Μάλιστα στην προσευχή της συγκεκριμενοποίησε ένα αίτημά της. Ζήτησε από τον Θεό να επέμβη με την θεϊκή του δύναμι και όλο αυτό το μανιασμένο λεφούσι να το ακινητοποιήση στην θέσι του.
Τι διαβάζουμε στον 114° ψαλμό; «Κύριος θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς». Ο Κύριος θα κάνη το θέλημα των ευσεβών ανθρώπων. Θα ακούση την ικεσία τους. Θα τους σώση από τον κίνδυνο που διατρέχουν.
Πράγματι ο Θεός άκουσε την Πιαμούν και έκανε το θέλημά της. Όπως αυτή τόσα χρόνια συμμορφωνόταν προς το θέλημα του Θεού, έτσι τώρα κι Εκείνος εκπλήρωσε την επιθυμία της. «Η υπακοή αντί υπακοής έστι», λένε οι Πατέρες. Όπως η Πιαμούν υπάκουε στον Θεό, έτσι τώρα και ο Θεός υπακούει σ’ αυτήν.
Η πολυπληθής φονική συμμορία κραδαίνοντας τον οπλισμό της προχωρούσε. Απέμεναν ακόμη τρεις ώρες μέχρι να φθάση στην μικρή χώρα. Και ξαφνικά συνέβη αυτό που κανείς δεν περίμενε. Μία ακατανίκητη αόρατη δύναμι τους ακινητοποίησε στην θέσι τους. Δεν μπορούσαν να πάνε ούτε μπρος ούτε πίσω. Δεν μπορούσαν να σαλέψουν στο παραμικρό, λες κι έγιναν πέτρινα αγάλματα. Κυριεύθηκαν από φόβο. Τέτοιο θαυμαστό πράγμα δεν είχαν ξαναδεί στην ζωή τους. Κατάλαβαν ότι αυτό προερχόταν από τον Θεό. Σε μερικούς αποκαλύφθηκε ότι το εμπόδιο προήλθε από την προσευχή της οσίας Πιαμούν. Κατανόησαν τότε τι μεγάλος πλούτος και τι ισχυρή προστασία για μία περιοχή είναι ένας άγιος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που ο λόγος του περνάει στην ακοή του Θεού.
Έτσι η υπόθεσις πήρε άλλη τροπή. Έστειλαν κάποιους ανθρώπους στην μικρή χώρα και ζήτησαν να διευθετήσουν την διαφορά τους με ειρηνικό τρόπο. Στη συνέχεια, με το μυαλό τους ήρεμο, αισθάνθηκαν ότι έπρεπε να ευχαριστήσουν τον Θεό που μ’ αυτήν του την επέμβασι τους γλύτωσε από μεγάλη αιματοχυσία, να ευχαριστήσουν και την άγια παρθένο Πιαμούν που με τις θεοπειθείς προσευχές της έφερε ένα τόσο ευχάριστο αποτέλεσμα. «Θεέ μου! έλεγαν. Τι κακό Θα γινόταν! Πόσα φονικά! Τι αίμα θα χυνόταν! Σε ευχαριστούμε».
Πιο πολύ ευχαρίστησαν τον Θεό οι κάτοικοι της μικρής χώρας, που γλύτωσαν από βέβαιο αφανισμό. Και από εκείνη την ημέρα ο σεβασμός και η τιμή προς την παρθενεύουσα Πιαμούν έφθασε στα ύψη. Όσο θα βρισκόταν κοντά τους ένας τόσο ισχυρός μεσίτης, αισθάνονταν την πιο μεγάλη ασφάλεια. Οι προσευχές της σαν πύρινο τείχος προστάτευαν την γη τους. «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη».
Μακάρι και σήμερα σε κάθε επαρχία, σε κάθε πόλι να υπάρχη κάποιος άνθρωπος αφωσιωμένος στην ευσέβεια και στην αρετή, φίλος του Θεού, δίκαιος και όσιος για να προστατεύη την περιοχή από κάθε κίνδυνο, από κάθε θλίψι, οργή και ανάγκη. Γένοιτο. Και «γένοιτο, Κύριε, το έλεος σου εφ’ ημάς».
Από το βιβλίο: Η ΕΚΠΛΗΞΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΥ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ