Δρ. ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ἀπὸ τὴν «ὕβριν» στήν «τίσιν»
Α΄ ΜΕΡΟΣ: Ἡ ὕβρις
Κάθε χρόνο τιμᾶμε μὲ ποικίλες ἐκδηλώσεις τὴν ἐπέτειο τοῦ ἱστορικοῦ ΟΧΙ καὶ τοῦ Ἔπους τοῦ ’40, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ θυμόμαστε καὶ τὴν Κατοχὴ καὶ τὴν Ἀντίσταση.
Κατὰ παράδοξο τρόπο, ὅμως, ἐλάχιστα πράγματα θυμόμαστε ἢ γνωρίζουμε γιὰ τὴν ἰταλικὴ κατοχή. Καὶ τὸ σημαντικώτερο, αὐτὸ ποὺ ἀγνοοῦμε δὲν εἶναι κάποιες λεπτομέρειες τῆς ὅλης εἰκόνας· ἀλλὰ μᾶλλον τὸ ἀντίστροφο: κι ἂν ἀκόμα δηλαδὴ θυμόμαστε ἢ γνωρίζουμε κάποιες λεπτομέρειες, ἀγνοοῦμε ἐντελῶς… τὴν ὅλη εἰκόνα.
Ἡ πρόκληση τῆς κατοχῆς
Ὁ ἑλληνοϊταλικὸς πόλεμος δὲν στοίχισε στὴν Ἰταλία ἁπλῶς σημαντικὲς ἀπώλειες. Αὐτές, ἀπὸ μία ἄποψη, ἦταν τὸ μικρότερο κακό. Τὸ πιὸ σημαντικὸ ἦταν ὅτι στὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας ἐτρώθη ἀνεπανόρθωτα τὸ ἴδιο τὸ κῦρος καὶ τὸ γόητρο τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας. Ἡ χώρα ποὺ μέχρι πρότινος μόλις προβαλλόταν ὡς μιὰ ἀνερχόμενη αὐτοκρατορία, μιὰ σύγχρονη ὑπερδύναμη ποὺ μποροῦσε νὰ κοιτάξει στὰ μάτια καὶ νὰ προκαλέσει ἀκόμα καὶ τὴ θαλασσοκράτειρα Μεγάλη Βρετανία, εἶχε χλευασθεῖ ὡς χώρα δειλῶν «μακαρονάδων». Καὶ ὁ ἡγέτης της, ὁ «Ντοῦτσε» Μπενῖτο Μουσσολίνι, γιὰ τὸν ὁποῖο μέχρι πρότινος μόλις προσωπικότητες σὰν τὸν Οὐΐνστον Τσῶρτσιλ (πρωθυπουργὸ πλέον τῆς Μεγάλης Βρετανίας) καὶ τὸν σὲρ Σάμιουελ Χόαρ (πρώην ὑπουργὸ τῶν Ἐξωτερικῶν της) δήλωναν ἀνοικτὰ ὅτι ἦταν ὁ μεγαλύτερος πολιτικὸς στὴν Εὐρώπη1, στὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας εἶχε ἀποδειχθεῖ… γυμνός. Καὶ τίποτα δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ κρύψει τὴ γύμνια του.
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τὰ πλήγματα στὸ γόητρο τῶν Ἰταλῶν ἔρχονταν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἐπονείδιστη εἴσοδο τῆς Ἰταλίας στὸν πόλεμο: Ὁ Μουσσολίνι εἶχε ἐπὶ μακρὸν ἀμφιταλαντευθεῖ σχετικά.
Καὶ μόνο ὅταν ἡ γαλλικὴ ἀντίσταση εἶχε καταρρεύσει ἀπὸ τὸν κεραυνοβόλο πόλεμο τῶν Γερμανῶν, εἶχε κηρύξει πανηγυρικὰ τὴν εἴσοδο τῆς Ἰταλίας στὸν πόλεμο καὶ εἶχε στείλει τὶς ἰταλικὲς στρατιὲς νὰ προελάσουν θριαμβευτικὰ στὴ νότιο Γαλλία. Εὔκολα ὅμως ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι αὐτὸ ποὺ προβλήθηκε ὡς «θριάμβος» ἀπὸ τὴ φασιστικὴ προπαγάνδα ἦταν ὄνειδος ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν στοιχειωδῶς σκεπτόμενο Ἰταλό.
Κατόπιν, ὁ Μουσσολίνι εἶχε ἐπιτεθεῖ ἐνάντια στὴν Ἑλλάδα στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1940, ἀνήμερα τὴν ἐπέτειο τῆς δικῆς του ἀνόδου στὴν ἐξουσία μὲ τὴν περίφημη «Πορεία πρὸς τὴ Ρώμη» στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1922. Ἤθελε προφανῶς νὰ ἐντάξει τόν «περίπατο» στὴν Ἑλλάδα στὸ πλαίσιο τῶν λαμπρῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων μὲ τὶς ὁποῖες ὁ φασισμὸς τιμοῦσε κάθε ἔτος τὴ μεγάλη του ἐπέτειο. Δίχως ἄλλο, δὲν φανταζόταν τί θὰ ἐπακολουθοῦσε…
Μέσα σὲ ἕνα μῆνα τὰ πάντα εἶχαν ἀλλάξει. Ὅταν στὶς 3 Δεκεμβρίου 1940 τὸ Τμῆμα Στρατοῦ Δυτικῆς Μακεδονίας κατέλαβε τὸ Πόγραδετς, ὁ ἀρχιστράτηγος Σοντού, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ἀντικαταστήσει τὸν Πράσκα ὡς ἐπικεφαλῆς τῶν ἰταλικῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων στὸ μέτωπο τῆς Ἀλβανίας, ἔστειλε στὸν Μουσσολίνι τὸ ἑξῆς ἀδιανόητο μέχρι πρό τινος τηλεγράφημα: «Ἡ κατάσταση τῶν δύο ἰταλικῶν Στρατιῶν στὴν Ἀλβανία εἶναι τραγική. Ὁποιαδήποτε στρατιωτικὴ ἐνέργεια, μὲ σκοπὸ νὰ ἀντιδράσουμε στὴν κατάσταση ἡ ὁποία ἔχει δημιουργηθεῖ, εἶναι πλέον ἀδύνατη, καὶ ἡ διευθέτηση πρέπει νὰ γίνει μὲ πολιτικὴ παρέμβαση».
Ὁ Τσιάνο, ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας καὶ γαμπρὸς τοῦ Μουσσολίνι, περιγράφει στὸ Ἡμερολόγιό του τὸν πανικὸ ποὺ ἀκολούθησε, ὅταν ἔλαβαν τὸ τηλεγράφημα. Διηγεῖται ὅτι ὁ Μουσσολίνι τὸν κάλεσε στὸ Παλάτσο Βενέτσια καὶ τοῦ εἶπε ἀπελπισμένος: «Δὲν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος. Εἶναι παράδοξο, εἶναι γελοῖο, ἀλλὰ εἶναι γεγονός. Πρέπει νὰ παρακαλέσω τὸν Χίτλερ νὰ γίνει ἀνακωχή».
Ἐνῷ ὅμως ἡ ἐξέλιξη τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου εἶναι γενικὰ γνωστή, αὐτὸ ποὺ συνήθως ἀγνοοῦμε στὴν Ἑλλάδα εἶναι ὅτι, τὴν ἴδια ἀκριβῶς στιγμὴ ποὺ στὰ βουνὰ τῆς Βορείου Ἠπείρου γραφόταν τὸ Ἔπος τοῦ ’40, ἡ αὐτοκρατορία τοῦ Μουσσολίνι ταπεινωνόταν καὶ κατέρρεε καὶ σὲ ἕνα ἀκόμη μέτωπο: στὴ Βόρειο Ἀφρική. Πρὶν ἀκόμη ἐπιτεθεῖ ἐνάντια στὴν Ἑλλάδα, καὶ συγκεκριμένα στὶς 13 Σεπτεμβρίου 1940, ὁ Μουσσολίνι εἶχε ἐξαπολύσει τὶς ἰταλικὲς στρατιὲς ποὺ ἕδρευαν στὴ Λιβύη ἐνάντια στὶς περιορισμένες σὲ ἀριθμὸ βρετανικὲς δυνάμεις τῆς Αἰγύπτου, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν ὕψωση τῆς ἰταλικῆς σημαίας στὶς πετρελαιοπηγὲς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Στὶς ἀρχὲς Δεκεμβρίου 1940, ὅμως, οἱ Βρετανοὶ ἐξαπέλυσαν μιὰ πραγματικὰ σαρωτικὴ ἀντεπίθεση (Ἐπιχείρηση “Compass”), ποὺ σὲ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα διέλυσε κάθε ἰταλικὴ ἀντίσταση καὶ ἔτρεψε τοὺς Ἰταλοὺς σὲ ἄτακτη φυγή.
Καὶ στὴ Βόρειο Ἀφρική, ὅπως καὶ στὴν Ἀλβανία, οἱ Ἰταλοὶ κινδύνευσαν νὰ ριχθοῦν στὴ θάλασσα. Καὶ στὴ Βόρειο Ἀφρική, ὅπως καὶ στὴν Ἀλβανία, τὴ λύση ἔδωσε ἡ γερμανικὴ παρέμβαση (ἐν προκειμένῳ μὲ τὴν ἀποστολὴ στὴ Βόρειο Ἀφρικὴ τοῦ γερμανικοῦ Ἄφρικα Κὸρπς ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ θρυλικοῦ Ρόμμελ).
Καὶ ὅμως, χάρη στὴ γερμανικὴ παρέμβαση, οἱ Ἰταλοὶ βρέθηκαν στὴν Ἑλλάδα ὡς δύναμη κατοχῆς – καὶ μάλιστα ὡς ἡ βασικὴ δύναμη κατοχῆς. Ὁ Χίτλερ, πολὺ λογικά, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ δεσμεύσει σημαντικὲς σὲ ἀριθμὸ γερμανικὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις στὰ ἄχαρα καθήκοντα τῆς κατοχῆς στὴν Ἑλλάδα. Τὸ κύριο βάρος τῆς γερμανικῆς πολεμικῆς προσπάθειας θὰ ἀπορροφοῦσε ἐφεξῆς τὸ ἀνατολικὸ μέτωπο, μὲ τὴν Ἐπιχείρηση «Βαρβαρόσσα» κατὰ τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης. Ἔτσι, ἡ κατεχόμενη Ἑλλάδα διαιρέθηκε σὲ τρεῖς ζῶνες κατοχῆς: γερμανική, βουλγαρικὴ καὶ ἰταλική. Οἱ Γερμανοὶ διατήρησαν ὑπὸ τὸν ἔλεγχό τους τὶς σημαντικώτερες ἀπὸ στρατηγικὴ ἄποψη περιοχές: τὴν Ἀθήνα (ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς Ἰταλούς), τὴν Κεντρικὴ Μακεδονία μὲ τὴ Θεσσαλονίκη, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ νομοῦ Ἕβρου, ὁρισμένα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου (Λῆμνο, Λέσβο, Χίο καὶ Μῆλο) καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Κρήτης. Ἡ Βουλγαρία προσάρτησε τὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία καὶ τὴν ὑπόλοιπη Δυτικὴ Θράκη. Ὅλη ἡ ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ποὺ ἀντιστοιχοῦσε στὰ 2/3 τῶν ἑλληνικῶν ἐδαφῶν, περιῆλθε ὑπὸ ἰταλικὴ κατοχή.
Ἴσως τὸ πιὸ εὔγλωττο καὶ παραστατικὸ σχόλιο ἔγινε τότε ἀπὸ τὸν πρωθυπουργὸ τῆς Μεγάλης Βρετανίας Οὐΐνστον Τσῶρτσιλ, ὁ ὁποῖος, σὲ μήνυμά του στὸν ραδιοφωνικὸ σταθμὸ τοῦ Λονδίνου μετὰ τὴ συνθηκολόγηση τῆς Ἑλλάδας, σχολίασε τοὺς κομπασμοὺς τοῦ Μουσσολίνι ὡς ἑξῆς: «Θὰ διαβάσατε ἴσως στὶς ἐφημερίδες ὅτι ὁ Ἰταλὸς δικτάτορας, μὲ εἰδικὴ διακήρυξη, συνεχάρη τὸν ἰταλικὸ στρατὸ στὴν Ἀλβανία γιὰ τὶς δάφνες τῆς δόξας ποὺ κατέκτησε μὲ τὴ νίκη του κατὰ τῶν Ἑλλήνων. Αὐτὸ ἀναμφισβήτητα ἀποτελεῖ παγκόσμιο ρεκὸρ στὸ πεδίο τοῦ γελοίου καὶ τοῦ ταπεινοῦ. Αὐτὸ τὸ ἀποτυχημένο τσακάλι, ὁ Μουσσολίνι, πού, γιὰ νὰ σώσει τὸ τομάρι του, κατέστησε τὴν Ἰταλία κράτος ὑποτελὲς τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Χίτλερ, ἔρχεται νὰ ἁρπάξει λεία στὸ πλευρὸ τῆς γερμανικῆς τίγρης, μὲ ὑλακὲς ὄχι μόνον ὄρεξης –ποὺ εἶναι κατανοητή–, ἀλλὰ καὶ θριάμβου».
Ὁ ἐρχομὸς τῶν ἡττημένων καὶ ταπεινωμένων τῆς Ἀλβανίας στὴν Ἑλλάδα ὡς δυνάμεων κατοχῆς εἶχε ἀσφαλῶς κάτι τὸ κωμικοτραγικό. Καὶ αὐτὸ τὸ κωμικοτραγικὸ δὲν εἶναι ἴσως πουθενὰ ἀλλοῦ τόσο πασιφανές, ὅσο στὸ ἀκόλουθο, σχετικὰ ἄγνωστο περιστατικό: Στὶς 28 Μαΐου 1941, καὶ ἐνῷ ἡ ἔκβαση τῆς μάχης τῆς Κρήτης εἶχε πλέον κριθεῖ, οἱ Ἰταλοὶ ἐκλήθησαν νὰ ἀποβιβασθοῦν στὴν ἀνατολικὴ Κρήτη, ἡ ὁποία κατὰ τὸν χωρισμὸ ποὺ εἶχε γίνει θὰ ἐντασσόταν στὴν ἰταλικὴ ζώνη κατοχῆς. Ἡ ἀπόβαση ἔγινε στὴν περιοχὴ τῆς Σητείας. Καθὼς εἶχαν ἤδη κυκλοφορήσει εὐρύτατα φῆμες καὶ εἰδήσεις γιὰ τὴν ἀντίσταση ποὺ εἶχαν συναντήσει οἱ Γερμανοὶ στὴν ὑπόλοιπη Κρήτη, οἱ Ἰταλοὶ ἀποβιβάσθηκαν κατατρομαγμένοι. Ἀντὶ ὅμως γιὰ τὴν ἀντίσταση ποὺ ἀνέμεναν, βρῆκαν νὰ ἐπικρατεῖ ἀπόλυτη ἡσυχία. Ὅταν βεβαιώθηκαν ὅτι ἡ ἡσυχία ἦταν πραγματικὴ καὶ δὲν ἐπρόκειτο γιὰ ἐνέδρα, ἐπιδόθηκαν σὲ λαφυραγωγία, γιὰ νὰ βροῦν… τρόφιμα, δεδομένου ὅτι δὲν εἶχε ὑπάρξει ἡ παραμικρὴ πρόνοια γιὰ τὸν ἐφοδιασμό τους. Τέλος, σὲ μιὰ ἄνευ προηγουμένου δονκιχωτικὴ ἐπίδειξη, πῆραν τὸ πολεμόχαρο ὕφος ποὺ ταίριαζε στὴν περίσταση καὶ κινήθηκαν πρὸς τὴν ἐνδοχώρα.
Τὸ κωμικοτραγικὸ εἶναι ὅτι ἡ ἀπόβαση στὴ Σητεία τιμήθηκε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἰταλικῆς κατοχῆς ὅσο λίγα πολεμικὰ κατορθώματα. Ἀφοῦ οἱ Ἰταλοὶ δὲν εἶχαν νὰ ἐπιδείξουν νίκες, τοὺς ἀρκοῦσε νὰ τίς… κατασκευάσουν. Ἔτσι, ἔκπληκτοι οἱ κάτοικοι τῆς Σητείας καὶ οἱ περίοικοι πληροφορήθηκαν ἐκ τῶν ὑστέρων ὅτι λυσσαλέες καὶ παρατεταμένες μάχες εἶχαν γίνει στοὺς λόφους γύρω ἀπὸ τὴν πόλη, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐξουδετερωθεῖ στὴν ἀκτὴ ἡ ἀντίσταση μὴ κατονομαζόμενου ἐχθροῦ. Ἕνας δρόμος τῆς Σητείας ὀνομάσθηκε «Ὁδὸς 28ης Μαΐου» εἰς ἀνάμνησιν τοῦ ἱστορικοῦ κατορθώματος. Γιὰ δύο χρόνια, ἡ… μεγάλη ἐπέτειος ἑορταζόταν μὲ μεγαλοπρέπεια, μὲ παρελάσεις, μὲ φανφάρες καὶ μὲ διανομὴ συσσιτίου.
Ὅλα αὐτὰ βέβαια προκαλοῦσαν τὴ θυμηδία τῶν ντόπιων, ποὺ γνώριζαν πολὺ καλὰ τὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ καὶ τῶν Γερμανῶν. Οἱ τελευταῖοι μάλιστα δὲν δίσταζαν νὰ εἰρωνευθοῦν ἀνοικτὰ τοὺς Ἰταλοὺς γιὰ τήν… «κατάληψη» τῆς Σητείας. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ἀκόλουθο ἐπεισόδιο: Στὸν ἐπιταγμένο ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς κινηματογράφο τῆς πόλης, μιὰ δίγλωσση ἐπιγραφή (στὰ γερμανικὰ καὶ στὰ ἑλληνικά) πληροφοροῦσε ὅτι τὴ βραδινὴ παράσταση μποροῦσαν νὰ παρακολουθήσουν μὲ μικρὸ εἰσιτήριο καὶ Ἕλληνες πολῖτες· ἡ ἀνακοίνωση κατέληγε ὅτι, ἂν ἔμεναν κενὲς θέσεις, αὐτὲς θά «καταλαμβάνονταν» ἀπὸ Ἰταλοὺς στρατιωτικούς…
Μὲ δεδομένα ὅλα τὰ παραπάνω, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβει κανεὶς ὅτι γιὰ τοὺς Ἰταλοὺς ἡ κατοχὴ τῆς Ἑλλάδας (καὶ μάλιστα τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῆς Ἑλλάδας, ποὺ βρισκόταν στὴν ἰταλικὴ ζώνη κατοχῆς) ἀντιπροσώπευε μιὰ πραγματικὴ πρόκληση: τὴν πρόκληση τοῦ νὰ δείξουν «σοβαροὶ κατακτητές» σὲ μιὰ χώρα ὅπου ἐλάχιστοι πλέον τοὺς ἔπαιρναν στὰ σοβαρά· σὲ μιὰ χώρα ὅπου καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἀκόμα μαζεύονταν στὰ κάγκελα τῶν σχολείων καὶ φώναζαν περιπαικτικὰ στὶς ἰταλικὲς περιπόλους ποὺ περνοῦσαν: «Ἀέρα!».
Ἡ σκληρὴ κατοχή
Ἡ γερμανικὴ σημαία εἶχε ὑψωθεῖ στὴν Ἀκρόπολη μὲ τὴν εἴσοδο τῶν Γερμανῶν στὴν Ἀθήνα, ἀπὸ τὶς πρωινὲς ὧρες τῆς Κυριακῆς, 27ης Ἀπριλίου 1941, ἀπὸ ἄγημα ποὺ εἶχε ἀνεβεῖ ἐπὶ τούτῳ στὸν ἱερὸ βράχο. Τὸν Ἰούνιο ἔγινε ἡ ἔπαρση καὶ τῆς ἰταλικῆς σημαίας. Καὶ βεβαίως δὲν ἔλειψαν καὶ ἐδῶ τά… «κωμικοτραγικά». Στὶς 25 Ἰουνίου, ποὺ εἶχε προγραμματισθεῖ ἡ ἔπαρση τῆς ἰταλικῆς σημαίας στὸν ἱερὸ βράχο, ὁ Ἰταλὸς διοικητὴς Πάολο Μπεράντι ἀπαγόρευσε τὴν ὥρα τῆς ὑψώσεως τῆς ἰταλικῆς σημαίας κάθε κυκλοφορία κατοίκων στὶς περιοχὲς ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη μέχρι τὴν πλατεῖα Ρηγίλλης, διέταξε νὰ μείνουν κλειστὲς ὅλες οἱ πόρτες καὶ τὰ παράθυρα τῶν σπιτιῶν καὶ τῶν καταστημάτων ἀπὸ τὶς 5 τὰ ξημερώματα μέχρι τὶς 11 καὶ ἀπαγόρευσε κάθε κίνηση τροχοφόρου ἢ τράμ. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή, ἡ ἑλληνικὴ σημαία βρέθηκε νὰ κυματίζει ἀνάμεσα στὴ γερμανικὴ καὶ τὴν ἰταλική, ἤ, ὅπως ἔλεγε ὁ κόσμος, «ἐν μέσῳ δύο λῃστῶν».
Ὅσον ἀφορᾷ εἰδικώτερα τοὺς Ἰταλούς, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐπέλεξαν νὰ ἀντεπεξέλθουν στὴν πρόκληση γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε παραπάνω, τὴν πρόκληση δηλαδὴ νὰ δείξουν «σοβαροὶ κατακτητές» σὲ μιὰ χώρα ὅπου ἐλάχιστοι τοὺς ἔπαιρναν στὰ σοβαρά, δὲν διεκδικεῖ δάφνες πρωτοτυπίας. Οἱ Ἰταλοὶ ἐπέλεξαν καὶ ἀκολούθησαν μὲ συνέπεια τὴν ὁδὸ τῆς ὠμῆς βίας καὶ τῆς ἐπιδεικτικῆς σκληρότητας.2 Ἤδη ἀπὸ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1941, οἱ Ἰταλοὶ ἄρχισαν τὴν κατασκευὴ τοῦ στρατοπέδου συγκεντρώσεως τῆς Λάρισας, ποὺ προοριζόταν νὰ εἶναι τὸ μεγαλύτερο στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Οἱ συνθῆκες σὲ αὐτὸ ἦταν βεβαίως ἄθλιες. Ἀπὸ τοὺς 1.100 αἰχμαλώτους ἀπὸ τὴν Κρήτη, ποὺ ἦταν ὁ ἀρχικὸς πυρήνας τῶν κρατουμένων, περισσότεροι ἀπὸ τοὺς μισοὺς εἶχαν πεθάνει μέχρι τὰ μέσα τοῦ 1942.
Καὶ ὅμως, ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐγκλείστων συνεχῶς αὐξανόταν. Πέρα ἀπὸ τοὺς καταδικασθέντες ἀπὸ ἰταλικὰ στρατιωτικὰ δικαστήρια, στὸ στρατόπεδο κρατοῦνταν καὶ ὅμηροι πολῖτες, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦνταν ὡς ἀνθρώπινη ἀσπίδα γιὰ τὴν ἀποτροπὴ ἀντιστασιακῶν ἐνεργειῶν καὶ ἐκτελοῦνταν σὲ ἀντίποινα γιὰ τέτοιες ἐνέργειες. Μέχρι τὴ λήξη τῆς ἰταλικῆς κατοχῆς τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1943, ἐντὸς τοῦ στρατοπέδου τῆς Λάρισας εἶχαν ἐκτελεσθεῖ περισσότεροι ἀπὸ 1.000 ὅμηροι.
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1942, σὲ ἀντίποινα γιὰ ἐπιθέσεις ἐναντίον τους στὴν περιοχὴ τῆς Εὐρυτανίας, οἱ Ἰταλοὶ ἔκαψαν τὰ χωριὰ Χρύσω καὶ Μικρὸ Χωριὸ καὶ ἐκτέλεσαν κατοίκους τῆς περιοχῆς.
Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα ποὺ διαπράχθηκαν τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς εἶναι ἡ σφαγὴ στὸ χωριὸ Δομένικο.
Στὶς 16 Φεβρουαρίου 1943, σὲ ἀντίποινα γιὰ ἐπίθεση ἀνταρτῶν ἐναντίον ἰταλικῆς φάλαγγας μὲ ἐννέα θύματα, Ἰταλοὶ στρατιῶτες πυρπόλησαν τὸ χωριὸ καὶ ἐκτέλεσαν 194 κατοίκους του.
Στὶς 6 Μαρτίου 1943 ἰταλικὴ στρατιωτικὴ φάλαγγα ποὺ στρατοπέδευσε στὰ Σέρβια κατέστρεψε ὁλοσχερῶς τὸ χωριό. Ἡ ἰταλικὴ ἐπιχείρηση στὴν περιοχὴ τῶν Σερβίων ὑπῆρξε τόσο σκληρή, ὥστε ἡ γερμανικὴ στρατιωτικὴ διοίκηση ἀπέστειλε στοὺς Ἰταλούς… ὑπόμνημα διαμαρτυρίας!
Στὶς 12 Μαρτίου 1943, στὴν ἴδια περίπου περιοχή, οἱ Ἰταλοὶ ἔκαψαν τὸ χωριὸ Τσαρίτσανη καὶ ἐκτέλεσαν 40 κατοίκους του.
Στὶς 6 Ἰουνίου 1943, σὲ ἀντίποινα γιὰ τὴν ἀνατίναξη ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες τῆς σιδηροδρομικῆς σήραγγας στὴν περιοχὴ Κουρνόβου στὸ Τρίλοφο Φθιώτιδας, οἱ Ἰταλοὶ ἐκτέλεσαν 106 κρατουμένους.
Στὶς 8 Ἰουνίου 1943, στὸ πλαίσιο ἀντιανταρτικῶν ἐπιχειρήσεων, οἱ Ἰταλοὶ εἰσῆλθαν στὸ Μουζάκι, τὸ ὁποῖο βρῆκαν ἐγκαταλελειμμένο ἀπὸ τοὺς κατοίκους του, ποὺ εἶχαν διαφύγει στὰ βουνά. 16 κάτοικοι ποὺ εἶχαν μείνει στὸ χωριὸ ἐκτελέσθηκαν ἐν ψυχρῷ ἢ κάηκαν μέσα στὰ σπίτια τους, ἐνῷ τὸ Μουζάκι ἔγινε παρανάλωμα τοῦ πυρός.
Λίγες μόλις ἡμέρες πρὶν τὴ συνθηκολόγηση τῆς Ἰταλίας, μία ἀκόμη τρομοκρατικὴ ἐπίθεση τῶν Ἰταλῶν κόστισε τὴ ζωὴ σὲ 35 ἀνθρώπους στὸν Ἁλμυρό.
Γενικά, τὰ ἰταλικὰ στρατεύματα κατοχῆς ἐπέδειξαν ἰδιαίτερα βίαιη συμπεριφορὰ πρὸς τὸν ἄμαχο πληθυσμό, τὴ δὲ βία τῆς ἰταλικῆς κατοχῆς βίωσαν μὲ τραυματικὸ τρόπο ἰδίως ἡ Θεσσαλία καὶ ἡ Δυτικὴ Μακεδονία τὸ 1943. Οἱ ἰταλικὲς μάλιστα ἐπιχειρήσεις στὴν ἑλληνικὴ ὕπαιθρο εἶχαν καὶ μερικὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά: Πρῶτον, τὴ συστηματικὴ λαφυραγώγηση, ἡ ὁποία μὲ μαθηματικὴ σχεδὸν ἀκρίβεια ἐκτρεπόταν σὲ ἐνέργειες ποὺ δὲν ἁρμόζουν καθόλου σὲ τακτικὸ στρατό. Δεύτερον, τοὺς βομβαρδισμοὺς χωριῶν καὶ οἰκισμῶν πρὶν ἢ καὶ μετὰ τὶς ἐπιχειρήσεις τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων.
Τέλος, τὴ συστηματικὴ προσπάθεια τῶν Ἰταλῶν γιὰ καταστροφὴ τῶν ὑποδομῶν καὶ τῆς ἐν γένει οἰκονομικῆς ζωῆς τῆς ὑπαίθρου σημειωτέον ὅτι αὐτὴ ἡ προσπάθεια, ἰδιαίτερα ἀπὸ κάποιο σημεῖο καὶ πέρα, γινόταν ἐντελῶς ἀπροκάλυπτα, βάσει διαταγῆς ποὺ ἐξέδωσε στὶς 3 Φεβρουαρίου 1943 ὁ τότε γενικὸς διοικητὴς τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων κατοχῆς στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα στρατηγὸς Τζελόζο, στὴν ὁποία ἐτίθετο μὲ σαφήνεια τὸ πλαίσιο τῶν ἰταλικῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων κατὰ τῶν ἀντιστασιακῶν ὁμάδων καὶ ἀναφερόταν μεταξὺ ἄλλων ὅτι «ἡ πεῖνα ἀποτελεῖ τὸν χειρότερο ἀντίπαλο τῶν ἀνταρτῶν, καὶ ἑπομένως εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τοὺς στερήσουμε κάθε πηγὴ ἀνεφοδιασμοῦ».
Ἂν κάτι εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὰ παραπάνω, αὐτὸ εἶναι ὅτι ἡ εἰκόνα ποὺ συχνὰ ἔχουμε γιὰ τὸν καλοκάγαθο Ἰταλὸ στρατιώτη, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸν σκληρὸ Γερμανὸ κατακτητή, οὐδαμῶς ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα. Θὰ τολμούσαμε μάλιστα νὰ ποῦμε ὅτι, τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ Ἰταλοὶ καὶ Γερμανοὶ συνυπῆρξαν ὡς δυνάμεις κατοχῆς στὴν Ἑλλάδα, ἡ εἰκόνα ἦταν μᾶλλον ἡ ἐντελῶς ἀντίστροφη: οἱ Ἰταλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἐπεδείκνυαν ὠμὴ βία καὶ ἀπροκάλυπτη σκληρότητα, ἐνῷ οἱ Γερμανοὶ διατηροῦσαν ἕνα γενικὰ πιὸ ἤπιο καί «πολιτισμένο» προφίλ.
Ὅλα αὐτὰ βεβαίως ἰσχύουν μὲ μιὰ σημαντικὴ διευκρίνιση: Οἱ Ἰταλοὶ δὲν ἀγωνίζονταν ἁπλῶς νὰ πείσουν ὅτι ἦταν «σοβαροὶ κατακτητές» σὲ μιὰ χώρα ὅπου ἐλάχιστοι τοὺς ἔπαιρναν στὰ σοβαρά. Τὸ σημαντικώτερο εἶναι ὅτι, μὲ δεδομένο τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχαν στὴν κατοχή τους τὸ συντριπτικὰ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου, αὐτοὶ πρῶτοι κλήθηκαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ διαρκῶς ἐντεινόμενο κίνημα ἐθνικῆς ἀντίστασης· καὶ τὸ ἔπραξαν αὐτὸ μὲ τρομοκρατικὰ ἀντίποινα εἰς βάρος τοῦ ἄμαχου πληθυσμοῦ, ἐξαπολύοντας ἕνα κῦμα ὠμῆς βίας. Ὅταν, μετὰ τὸ τέλος τῆς ἰταλικῆς κατοχῆς τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1943, οἱ Γερμανοὶ ἔμειναν μόνοι νὰ σηκώνουν τὸ βάρος τοῦ ἀντιανταρτικοῦ πολέμου, τὸ ἔκαναν αὐτὸ μὲ μιὰ σκληρότητα καὶ βαρβαρότητα ποὺ ἔχει χαραχθεῖ ἀνεξίτηλα στὴ συλλογικὴ μνήμη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, καὶ ἑπομένως δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε τίποτα περισσότερο ἐπ’ αὐτῆς. Ἐξάλλου, εἰδικὰ στὴν Κρήτη, ὅπου οἱ γερμανικὲς δυνάμεις εἶχαν ἀντιμετωπίσει τὴ θαυμαστὴ ἀντίσταση τῶν Κρητικῶν ἤδη ἀπὸ τὴ μάχη τῆς Κρήτης τὸν Μάιο τοῦ 1941, οἱ Γερμανοὶ εἶχαν ἀφήσει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ στὴν ἄκρη τό «πολιτισμένο» προφὶλ καὶ εἶχαν διαπράξει εἰδεχθέστατα ἐγκλήματα, μὲ τρομοκρατικὲς ἐκτελέσεις καὶ καταστροφὲς χωριῶν.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὅμως, ἡ εἰκόνα τοῦ καλοκάγαθου Ἰταλοῦ στρατιώτη σὲ καμμία περίπτωση δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα. Καὶ αὐτὸ εἶναι μιὰ πρώτη ἐπιβεβαίωση αὐτοῦ ποὺ σημειώσαμε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς: ὅτι δηλαδή, στὴν περίπτωση τῆς ἰταλικῆς κατοχῆς, αὐτὸ ποὺ ἀγνοοῦμε δὲν εἶναι κάποιες λεπτομέρειες τῆς ὅλης εἰκόνας, ἀλλὰ μᾶλλον, κι ἂν ἀκόμα θυμόμαστε ἢ γνωρίζουμε κάποιες λεπτομέρειες, ἀγνοοῦμε ἐντελῶς… τὴν ὅλη εἰκόνα. Τώρα, τὸ πῶς καὶ γιατί ἐπικράτησε ἡ εἰκόνα τοῦ καλοκάγαθου Ἰταλοῦ στρατιώτη εἶναι κάτι ποὺ σαφῶς ἔχει τὴν ἐξήγησή του, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια.
Οἱ ἐδαφικὲς βλέψεις
Κάτι ποὺ σπανίως γίνεται ἀντιληπτὸ εἶναι ὅτι ἡ ἰταλικὴ κατοχὴ τῆς Ἑλλάδας ἦταν ἀπείρως περισσότερο ἐπικίνδυνη ἐθνικὰ ἀπὸ τὴ γερμανικὴ κατοχή. Καὶ τοῦτο, διότι ἀνάμεσα στὴ γερμανικὴ καὶ τὴν ἰταλικὴ κατοχὴ ὑπάρχει μία καίρια εἰδοποιὸς διαφορά, τὴν ὁποία δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παραβλέπουμε: Οἱ Γερμανοὶ εἶχαν ἔλθει στὴν Ἑλλάδα ὡς δύναμη κατοχῆς, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχουν βλέψεις ἐπὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους· μὲ δυὸ λόγια, εἶχαν ἔλθει… γιὰ νὰ φύγουν. Οἱ Ἰταλοί, ἀντίθετα, εἶχαν ἔλθει… γιὰ νὰ μείνουν…
Ὅταν ἄρχισε ἡ ἰταλικὴ κατοχή, οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν ἤδη στὴν κατοχή τους τὰ Δωδεκάνησα, ἀπὸ τὶς 22 Ἀπριλίου 1912.
Ἀπὸ ἐκεῖ εἶχε ἀποπλεύσει τὸ ὑποβρύχιο ποὺ τορπίλισε τήν «Ἕλλη» στὸ λιμάνι τῆς Τήνου. Ἡ ἐνέργεια τῶν Ἰταλῶν νὰ ἀποσπάσουν τὰ Δωδεκάνησα ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία τὸ 1912 εἶχε ἀρχικὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πληθυσμὸ μὲ αἰσθήματα ἀνακούφισης, ὡς ἕνα προσωρινὸ στάδιο στὴν πορεία τῆς ἕνωσης τῶν νησιῶν μὲ τὴν Ἑλλάδα. Πολὺ γρήγορα ὅμως εἶχε γίνει ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ Ἰταλοὶ δὲν εἶχαν καμμία ἀπολύτως πρόθεση νὰ φύγουν. Κατὰ τὴν ἰταλικὴ κατοχὴ τῶν Δωδεκανήσων, ἀπὸ τὸ 1912 μέχρι τὸ 1943, ἐφαρμόσθηκε σαφῶς ἀνθελληνικὴ πολιτική, ποὺ ἀποσκοποῦσε στὸ νὰ σβήσει ὅ,τι θύμιζε Ἑλλάδα. Προσπάθειες τῶν κατοίκων νὰ ἀντιδράσουν δυναμικά, ὅπως τὸ Πάσχα τοῦ 1919, ἀντιμετωπίσθηκαν μὲ βίαια μέτρα καταστολῆς, ποὺ ἄφησαν πίσω τους θύματα. Ἀλλὰ καὶ σήμερα ἀκόμα, ἂν δεῖ κανεὶς τὰ κτήρια καὶ μνημεῖα ποὺ ἔκτισαν ἢ ἀνακαίνισαν ριζικὰ οἱ Ἰταλοὶ στὰ Δωδεκάνησα (κυρίως στὴ Ρόδο καὶ τὴν Κῶ), δὲν δυσκολεύεται νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν ἔλθει στὰ Δωδεκάνησα… γιὰ νὰ μείνουν.
Τὰ σχέδια τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας γιὰ τὸν ἀκρωτηριασμὸ τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας ἐκδηλώθηκαν ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ τῆς ἰταλικῆς κατοχῆς μὲ τὸν πιὸ ἰταμὸ καὶ ἐπίσημο τρόπο: μὲ τὴν προσάρτηση τῶν Ἑπτανήσων –ἐξαιρουμένων τῶν Κυθήρων– στὸ ἰταλικὸ κράτος. Ἐπικεφαλῆς τῆς νέας πολιτικῆς διοίκησης τῶν Ἑπτανήσων ὁρίσθηκε ὁ Πιέρο Παρίνι.
Ἡ κήρυξη τῆς προσάρτησης ἦταν ἡ ἀφετηρία ἑνὸς συστηματικοῦ προγράμματος ἀφελληνισμοῦ, ποὺ ξεκίνησε βεβαίως μὲ τὴν ἀνακήρυξη τῆς ἰταλικῆς σὲ ἐπίσημη γλῶσσα καὶ μὲ τὴν προσπάθεια ἐπιβολῆς τῆς χρήσης της σὲ ὅλες τὶς δημόσιες ἐκδηλώσεις.
Τὸ πρόγραμμα ἀφελληνισμοῦ ποὺ ἐφαρμόσθηκε στὰ Ἑπτάνησα ἦταν κατ’ ἐξοχὴν φανερὸ στὸν χῶρο τῆς Δικαιοσύνης καὶ στὸν χῶρο τῆς Ἐκπαίδευσης. Ὁ Παρίνι ἀπαγόρευσε τὴ χρήση τῆς ἑλληνικῆς νομοθεσίας, ἐπιβάλλοντας τὴν ἄμεση ἀντικατάστασή της ἀπὸ τὴν ἰσχύουσα ἰταλική. Ὅσοι Ἕλληνες δικαστικοὶ καὶ δημόσιοι ὑπάλληλοι ἀρνήθηκαν νὰ συμμορφωθοῦν βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μὲ διώξεις. Στὸν χῶρο τῆς Ἐκπαίδευσης, οἱ Ἕλληνες διευθυντὲς τῶν σχολικῶν μονάδων ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ Ἰταλοὺς ἀξιωματούχους, ἐνῷ καὶ τὸ πρόγραμμα διδασκαλίας ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸ ἰταλικό. Ἡ εὔλογη ἀντίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ὁδήγησε σὲ διώξεις κατὰ ἐκπαιδευτικῶν, μαθητῶν καὶ τῶν οἰκογενειῶν τους. Γενικά, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἰταλικῆς κατοχῆς ὑπολογίζεται ὅτι μόνο στὰ Ἑπτάνησα συνελήφθησαν καὶ μεταφέρθηκαν σὲ στρατόπεδα συγκεντρώσεως περισσότεροι ἀπὸ 3.500 Ἕλληνες πολῖτες.
Παράλληλα, οἱ Ἰταλοὶ προώθησαν τὸν περαιτέρω διαμελισμὸ τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας μὲ τὴν ἵδρυση κράτους ποὺ θὰ περιλάμβανε τὸν βλαχόφωνο πληθυσμὸ τῆς Πίνδου καὶ τῆς Θεσσαλίας. Ἐπρόκειτο γιὰ τό «Πριγκιπάτο τῆς Πίνδου», ποὺ προοριζόταν νὰ καλύπτει ὀρεινὲς περιοχὲς τῆς Θεσσαλίας, τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας. Ἐλάχιστοι ὅμως ἦταν οἱ βλαχόφωνοι ποὺ δελεάσθηκαν ἀπὸ τὴν προοπτικὴ μεγαλείων καὶ ὑπουργικῶν θώκων στὸ ὑπὸ ἵδρυση κράτος, ὥστε νὰ συνεργασθοῦν μὲ τὶς ἰταλικὲς δυνάμεις κατοχῆς ἢ ἀκόμα καὶ νὰ ἐνταχθοῦν σὲ αὐτές. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ οἱ ντόπιοι ὀνόμαζαν «λεγεωνάριους», καὶ οἱ ὁποῖοι συχνὰ ὑπερέβαιναν σὲ σκληρότητα ἀκόμη καὶ τοὺς Ἰταλούς. Τελικά, παρὰ τοὺς σχεδιασμοὺς τῶν Ἰταλῶν, τὸ μόρφωμα τοῦ «Πριγκιπάτου τῆς Πίνδου» δὲν κατέστη δυνατὸ νὰ προχωρήσει, ἐπειδὴ ἀπορρίφθηκε καὶ περιφρονήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν βλαχόφωνο πληθυσμὸ τῆς Ἑλλάδας, ὁ ὁποῖος ἦταν πρόθυμος νὰ ἀνεχθεῖ σχεδὸν τὰ πάντα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἑλληνικότητά του.
Ἡ ἰταλικὴ ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητας τῆς Ἑλλάδας δὲν σταματοῦσε ἐκεῖ. Πρόθεση τῶν Ἰταλῶν ἦταν νὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν περιοχὴ τῆς Θεσπρωτίας, παραχωρώντας την στὸ προτεκτοράτο τους, τὴν Ἀλβανία. Μὲ αὐτὴ τὴν προοπτική, ἐνθάρρυναν τὸν ἀλυτρωτισμὸ τῶν Τσάμηδων. Οἱ Τσάμηδες, σημειωτέον, δὲν εἶναι παρὰ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ φύλλο τῶν Θυάμηδων (Θυάμηδες > Τσάμηδες), ποὺ ὤφειλε τὴν ὀνομασία του στὸν πόταμο Θύαμη, τὸν σημερινὸ ποταμὸ Καλαμᾶ.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας3 εἶχαν ἐξισλαμισθεῖ καὶ εἶχαν ἀποκτήσει ἀλβανικὴ ἐθνικὴ συνείδηση, καθὼς αὐτοπροσδιορίζονταν σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνες Ἠπειρῶτες.
Ἡ φασιστικὴ προπαγάνδα ἐνθάρρυνε τοὺς Τσάμηδες νὰ ἐνταχθοῦν στὶς ἰταλικὲς δυνάμεις κατοχῆς, ἐνεργώντας σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἀπὸ κοινοῦ μὲ αὐτὲς σὲ ἐπιχειρήσεις κατὰ τῶν ἑλληνικῶν ἀντιστασιακῶν ὀργανώσεων καὶ τοῦ ἄμαχου ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ καὶ πρωταγωνιστώντας σὲ ἐγκλήματα κατὰ τῶν ἀμάχων Ἑλλήνων.
Τέλος, οἱ Ἰταλοὶ ἐνθάρρυναν καὶ τὸν ἀλυτρωτισμὸ σλαβόφωνων τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, μέχρι τοῦ σημείου μάλιστα νὰ συγκροτήσουν εἰδικὲς μονάδες σλαβοφώνων στὴ μεραρχία «Πινερόλο». Μετὰ τὸ τέλος τῆς ἰταλικῆς κατοχῆς, οἱ σλαβόφωνοι ποὺ εἶχαν ἐνταχθεῖ σὲ αὐτὲς τὶς μονάδες προσανατολίσθηκαν στὴ συνεργασία μὲ ἑλληνικὲς ἀντιστασιακὲς ὀργανώσεις (κατὰ βάσιν μὲ τὸν ΕΛΑΣ).
Ὅπως εἶναι φανερὸ ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω, οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν καταστρώσει καὶ προσπάθησαν νὰ προωθήσουν συστηματικὰ ἕνα πρόγραμμα ἐδαφικοῦ διαμελισμοῦ τῆς Ἑλλάδας, μέσα στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῶν σχεδίων τους γιὰ ἐπαναχάραξη τῶν συνόρων στὰ Βαλκάνια ὑπὸ τὴν ἰταλικὴ ἐποπτεία. Σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας, ἡ ἰταλικὴ κατοχὴ λειτουργοῦσε ὡς φορέας συστηματικῆς ἐθνολογικῆς ἀλλοίωσης. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὅταν τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1943 τὰ ἰταλικὰ σχέδια κατέρρευσαν καὶ οἱ Γερμανοὶ ἀντικατέστησαν τοὺς Ἰταλοὺς στὶς μέχρι τότε ἰταλοκρατούμενες περιοχές, αὐτὸ ὑπῆρξε μακροπρόθεσμα ἐθνικὰ σωτήριο γιὰ τὴν Ἑλλάδα – καὶ τοῦτο παρὰ τὴν ἀπίστευτη σκληρότητα τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, ποὺ ὅλοι ἀσφαλῶς γνωρίζουμε.
1 Στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔβλεπαν οἱ πάντες τὸν Μουσσολίνι καὶ τὴν Ἰταλία του πρὶν τὸν πόλεμο ἔχουμε ἀναφερθεῖ διὰ μακρῶν σὲ παρελθὸν ἄρθρο στὶς Ἀκτῖνες· βλ. Ἀκτῖνες 741 (Σεπτέμβριος-Ὀκτώβριος 2013), σελ. 155-158.
2 Βλ. Ἰωάννη Κωτούλα, Ἐγκλήματα πολέμου τοῦ Ἄξονα, Ἐκδόσεις Περισκόπιο, Ἀθήνα 2007.
3 Τὸ ζήτημα τῶν Τσάμηδων ἔχει τὴν ἀρχή του στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Σουλεϊμὰν τοῦ Μεγαλοπρεποῦς (1494-1556, σουλτ. 1520-1556).
Στὴν ὑπηρεσία τοῦ Σουλεϊμάν, συγκροτοῦσαν σῶμα Ἑλλήνων Ἠπειρωτῶν «σπαχήδων». Ἐπρόκειτο γιὰ τιμαριούχους, δηλαδὴ ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ πολεμοῦν στὸ πλευρὸ τῶν Τούρκων, σὲ ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν παραχώρηση σὲ αὐτοὺς γαιῶν (τιμαρίων). Ἐπὶ Σουλεϊμάν, στὸν πόλεμο τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας κατὰ τῶν Περσῶν, οἱ Ἕλληνες σπαχῆδες συγκροτοῦσαν ξεχωριστὸ σῶμα, ποὺ ἀριθμοῦσε περίπου 30.000 ἄνδρες, καὶ διακρίθηκαν ἰδιαίτερα, πολεμώντας ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ ἐπίσης Ἕλληνα στὴν καταγωγὴ Πάργαλη πασᾶ (1494-1536). Ὁ σουλτάνος, φοβούμενος τὴ δύναμη καὶ τὴν αἴγλη τους, τοὺς ἔθεσε τὸ δίλημμα: εἴτε θά «τούρκευαν» καὶ θὰ διατηροῦσαν τὶς γαῖες καὶ τὰ προνόμιά τους, εἴτε θὰ παρέμεναν χριστιανοί, χάνοντας ὅμως τὶς περιουσίες τους. Δυστυχῶς, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐπέλεξαν νὰ προσχωρήσουν στὸν μουσουλμανισμό, ξεπουλώντας τὴν πίστη καὶ τὴν ἐθνική τους ταὐτότητα, καὶ μάλιστα ἐξελίχθηκαν σὲ ὁρκισμένους ἐχθροὺς τῶν Ἑλλήνων.
B΄ ΜΕΡΟΣ: Ἡ τίσις
Ἡ μεγάλη ἀνατροπή
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1943 ἔλαβε χώρα ἡ μεγάλη ἀνατροπή. Καὶ ἡ ἀνατροπὴ αὐτὴ ὑπῆρξε ἀπόρροια τῶν ραγδαίων ἐξελίξεων ποὺ δρομολόγησε ἡ συμμαχικὴ ἀπόβαση στὴ Σικελία τὸν Ἰούλιο τοῦ 1943.
Ἡ συμμαχικὴ ἀπόβαση ὑπῆρξε μία ἀκόμη πανηγυρικὴ ἀπόδειξη τῆς κενότητας τῆς ἔπαρσης καὶ τῶν καυχησιολογιῶν τοῦ Μουσσολίνι. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι, ὅταν οἱ δυνάμεις τοῦ Ἄξονα ἔχασαν ὁριστικὰ τὴ Βόρειο Ἀφρική, καὶ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ ἀναμενόταν μιὰ συμμαχικὴ ἀπόβαση στὴ νότιο Εὐρώπη, ὁ Μουσσολίνι διεκήρυσσε κομπάζοντας: «Ἂν ὁ ἐχθρὸς ἀποβιβασθεῖ στὴν Ἰταλία, θὰ ἐξοντωθεῖ μέχρι τὸν τελευταῖο στὴ γραμμὴ τῆς ἄμμου, ἐκεῖ ποὺ τελειώνει ἡ θάλασσα καὶ ἀρχίζει ἡ ξηρά. Ἂν καταλάβει μερικὲς σπιθαμὲς γῆς, θὰ βρίσκεται ἐκεῖ σὲ θέση ὁριζόντια, ὄχι κάθετη, γιὰ πάντα».
Δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ κανεὶς περισσότερο πανηγυρικὴ διάψευση αὐτῶν τῶν μεγαλόστομων δηλώσεων στὴν πράξη. Ἡ πρώτη φορὰ ποὺ οἱ Σύμμαχοι πάτησαν σὲ ἰταλικὸ ἔδαφος ἦταν ἀρκετὰ πρὶν τὴν ἀπόβαση στὴ Σικελία, στὰ τέλη τοῦ Μαΐου τοῦ 1943. Τότε, οἱ συμμαχικὲς δυνάμεις ἐπιτέθηκαν ἐνάντια στὴν Παντελλερία, ἕνα μικρὸ ἰταλικὸ νησὶ μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἀφρικῆς. Μετὰ ἀπὸ βομβαρδισμὸ 12 ἡμερῶν, καὶ παρὰ τὶς προσδοκίες τοῦ Μουσσολίνι γιὰ λυσσαλέα ἀντίσταση, ἡ φρουρὰ παραδόθηκε σχεδὸν ἀμαχητὶ στὰ πρῶτα βρετανικὰ τμήματα ποὺ ἀποβιβάσθηκαν στὸ νησί, στὶς 11 Ἰουνίου, μὲ ἀπώλειες 56 νεκροὺς καὶ 112 τραυματίες.
Σὲ αὐτὴ τὴν πρώτη κατάληψη ἰταλικοῦ ἐδάφους ἀπὸ τοὺς Συμμάχους, ἡ μοναδικὴ συμμαχικὴ ἀπώλεια ἦταν ἕνας στρατιώτης ὁ ὁποῖος… δαγκώθηκε ἀπὸ γάιδαρο!
Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, τὸ μικρὸ νησὶ Λαμπεντούζα (ἡ ἀρχαία Λαμπιδοῦσα), στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε ἕνας μικρὸς ἀεροδιάδρομος, παραδόθηκε σὲ ἕναν Ἀμερικανὸ σμηνία, ὁ ὁποῖος… ἐκτέλεσε ἀναγκαστικὴ προσγείωση σὲ αὐτό…
Ἡ συμμαχικὴ ἀπόβαση στὴ Σικελία στὶς 10 Ἰουλίου 1943 (“Operation Husky”) ἀποτέλεσε τὴ χαριστικὴ βολή. Ἡ ἀγγλοαμερικανικὴ ἀπόβαση ἔφερε γιὰ τὰ καλὰ στὸ ἰταλικὸ ἔδαφος τὸν ἐφιάλτη τοῦ πολέμου, τὸν ὁποῖο οἱ Ἰταλοὶ δὲν μποροῦσαν –ἢ ἴσως καὶ δὲν ἤθελαν– νὰ ἀντιμετωπίσουν. Ἔτσι, ἡ δυσμενὴς τροπὴ τῶν ἐπιχειρήσεων στὴ Σικελία, ποὺ ἔγινε φανερὴ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή, πυροδότησε ἕναν καταιγισμὸ ἐξελίξεων.
Στὶς 24 Ἰουλίου 1943, ἐνῷ ἡ Ἰταλία εἶχε περιέλθει σὲ δεινὴ κατάσταση μετὰ τὴ συμμαχικὴ ἀπόβαση στὴ Σικελία, ὁ Μουσσολίνι συγκάλεσε ἐκτάκτως στὴ Ρώμη τὸ Ἀνώτατο Φασιστικὸ Συμβούλιο.
Αὐτὸ ὅμως, παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν, … καθαίρεσε τὸν Ντοῦτσε. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ὁ βασιλιὰς Βίκτωρ Ἐμμανουὴλ Γ΄ ὅρισε πρωθυπουργὸ τὸν στρατηγὸ Πιέτρο Μπαντόλιο. Κηρύχθηκε στρατιωτικὸς νόμος, καὶ ὁ Μουσσολίνι συνελήφθη. Ἀρχικά, ἡ νέα ἡγεσία διεκήρυξε ὅτι θὰ συνέχιζε τὸν πόλεμο στὸ πλευρὸ τῆς Γερμανίας. Παράλληλα, ὅμως, φρόντισε νὰ ἀρχίσει μυστικὲς συνομιλίες μὲ τοὺς Συμμάχους.
Οἱ ἐξελίξεις προκάλεσαν ἔντονη ἀνησυχία στοὺς Γερμανούς, οἱ ὁποῖοι διέγνωσαν ἔγκαιρα τὴν ἐπιθυμία τῶν Ἰταλῶν νὰ ἀποσυρθοῦν ἀπὸ τὸν πόλεμο, καὶ προώθησαν στρατιωτικές τους δυνάμεις σὲ ἐδάφη ποὺ ἐλέγχονταν ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο. Οἱ ἀνησυχίες αὐτὲς ἐπιβεβαιώθηκαν, ὅταν στὶς 8 Σεπτεμβρίου ἀνακοινώθηκε ἡ ὑπογραφὴ συνθηκολόγησης τῆς Ἰταλίας μὲ τοὺς Συμμάχους.
Ἡ ἀνακοίνωση τῆς ἰταλικῆς συνθηκολόγησης τὸ βράδυ τῆς 8ης Σεπτεμβρίου βρῆκε 700.000 ἄνδρες τοῦ ἰταλικοῦ στρατοῦ ἐκτὸς τοῦ ἰταλικοῦ ἐδάφους (στὴν Κορσική, τὴ νότιο Γαλλία, τὰ Βαλκάνια καὶ τὴν Ἑλλάδα). Μετὰ τὴν ἀνακοίνωση τῆς συνθηκολόγησης, ἡ Ἰταλία δὲν βρισκόταν πλέον σὲ ἐμπόλεμη κατάσταση μὲ κανέναν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκάλεσε ἔκρηξη ἐνθουσιασμοῦ στὶς ἰταλικὲς στρατιωτικὲς μονάδες, καθὼς ὅλοι σὲ αὐτὲς θεώρησαν πὼς ὁ πόλεμος εἶχε πιὰ τελειώσει γι’ αὐτούς, καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀπέμενε ἦταν νὰ ὀργανωθεῖ ἡ ἐπιστροφή τους στὴν πατρίδα καὶ στὶς οἰκογένειές τους. Καὶ ὅμως, αὐτὴ ἡ ἰδιότυπη κατάσταση ἐγκυμονοῦσε κινδύνους, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ προκαλέσουν μύρια δεινὰ καὶ χιλιάδες ἀνθρώπινες τραγῳδίες Στὴν Ἑλλάδα, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει, οἱ Γερμανοὶ κινήθηκαν ἄμεσα καὶ ἀπαίτησαν τὸν ἀφοπλισμὸ τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων κατοχῆς. Πράγματι, τὴν ἑπομένη τῆς ἀνακοίνωσης τῆς συνθηκολόγησης, στὶς 9 Σεπτεμβρίου, ὁ διοικητὴς τῶν ἰταλικῶν στρατευμάτων στὴν Ἑλλάδα στρατηγὸς Βεκκιαρέλλι, εὑρισκόμενος προφανῶς σὲ δύσκολη θέση, ὑπέγραψε στὴν Ἀθήνα τὴν ὑπαγωγὴ τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων στὴν Ἑλλάδα, ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 233.000 ἄνδρες, ὑπὸ τὶς διαταγὲς τῶν Γερμανῶν. Σὲ τρεῖς ὅμως περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας, οἱ ἰταλικὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις δὲν συμμορφώθηκαν: στὴ Θεσσαλία, στὰ Ἑπτάνησα καὶ στὰ Δωδεκάνησα. Σὲ αὐτὲς τὶς περιοχές, τὸ τέλος τῆς ἰταλικῆς στρατιωτικῆς κατοχῆς ἔμελλε νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ τραγῳδία, γιὰ διαφορετικοὺς λόγους σὲ κάθε περίπτωση.
Ἡ Θεσσαλία καὶ ἡ μεραρχία «Πινερόλο»
Στὴ Θεσσαλία ἕδρευε ἡ μεραρχία «Πινερόλο» (“Pinerolo”), δυναμικοῦ 8.000 ἀνδρῶν, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ εἶναι καὶ ἡ μόνη ἰταλικὴ δύναμη στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ποὺ δὲν παραδόθηκε ποτὲ στοὺς Γερμανούς. Διοικητής της τὴ στιγμὴ τῆς συνθηκολόγησης ἦταν ὁ στρατηγὸς Ἰνφάντε, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴ φήμη ἀγγλόφιλου.
Ὅταν ἔγινε γνωστὴ ἡ συνθηκολόγηση τῆς Ἰταλίας, ὁ Ἰνφάντε ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἐπικεφαλῆς τῆς Συμμαχικῆς Στρατιωτικῆς Ἀποστολῆς στὴν Ἑλλάδα συνταγματάρχη Κρὶς Γκούντχαουζ καὶ τοῦ προσέφερε τὴ συμπαράταξη τῶν ἀνδρῶν τῆς μεραρχίας του στὸν πόλεμο κατὰ τῶν Γερμανῶν.
Καθὼς ὅμως οἱ Ἄγγλοι δὲν εἶχαν στρατιωτικὲς δυνάμεις στὴν Ἑλλάδα, ὥστε οἱ Ἰταλοὶ νὰ παραδοθοῦν σὲ αὐτές, ὁ Γκούντχαουζ ἔφερε σὲ ἐπαφὴ τοὺς Ἰταλοὺς μὲ τὴν ἡγεσία τοῦ ΕΛΑΣ καὶ τοῦ ΕΔΕΣ.
Ἀποτέλεσμα τῶν διαπραγματεύσεων ἦταν ἡ ὑπογραφὴ πρωτοκόλλου συνεργασίας, ποὺ προέβλεπε τὴ συμπαράταξη τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων τῆς μεραρχίας «Πινερόλο» μὲ τὶς ἑλληνικὲς ἀντιστασιακὲς ὀργανώσεις στὸν πόλεμο κατὰ τῶν Γερμανῶν. Σύμφωνα μὲ τὸ πρωτόκολλο, οἱ δυνάμεις τῆς μεραρχίας θὰ περνοῦσαν στὶς γραμμὲς τῶν ἀνταρτῶν καὶ θὰ ἀνασυντάσσονταν ἐκεῖ ὑπὸ τὴν προστασία τῶν δυνάμεων τοῦ ΕΛΑΣ.1 Ὅσοι ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς ἐπιθυμοῦσαν νὰ συνεχίσουν τὸν πόλεμο θὰ κρατοῦσαν τὸν ὁπλισμό τους.
Ὅσοι δὲν ἤθελαν νὰ πολεμήσουν θὰ παρέδιδαν τὸν ὁπλισμό τους καὶ θὰ κλείνονταν σὲ στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Τὴ διατροφή τους θὰ ἀναλάμβαναν οἱ Ἄγγλοι.
Πολὺ γρήγορα ὅμως ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ Ἰταλοὶ δὲν εἶχαν καμμία ἀπολύτως διάθεση νὰ πολεμήσουν. Ἔτσι, μὲ αἰφνιδιαστικὴ ἐπιχείρηση, ποὺ ἔγινε στὶς 14 Ὀκτωβρίου 1943, οἱ δυνάμεις τοῦ ΕΛΑΣ ἀφόπλισαν τὶς ἰταλικὲς μονάδες.
Ἡ ἐξασφάλιση τοῦ ἰταλικοῦ ὁπλισμοῦ ἦταν γιὰ τὶς δυνάμεις τοῦ ΕΛΑΣ ἕνα ἀνέλπιστο δῶρο. Μέχρι τότε, ἡ προσπάθεια ἀντίστασης προσέκρουε σὲ ἕνα σταθερὸ καὶ διαχρονικὸ πρόβλημα κάθε προσπάθειας ἀντίστασης: τὸ πρόβλημα τῆς ἐξεύρεσης τοῦ ὁπλισμοῦ. Καὶ ξαφνικά, χάρη στὴν παράδοση τῆς «Πινερόλο», οἱ δυνάμεις τοῦ ΕΛΑΣ βρέθηκαν νὰ ἔχουν στὰ χέρια τους ὁπλισμὸ ὁλόκληρης μεραρχίας στρατοῦ. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ αὐτὸ τὸ χρονικὸ σημεῖο καὶ πέρα ὁ ΕΛΑΣ ἔπαυσε νὰ εἶναι ἕνα σύνολο ἀνταρτικῶν ὁμάδων καὶ ἔγινε στρατός.
Ἀκόμη ὅμως καὶ χωρὶς ὅπλα, μετὰ τὸν ἀφοπλισμό τους, οἱ Ἰταλοὶ ἀποτελοῦσαν ἕνα μεῖζον πρόβλημα γιὰ τὴν ἡγεσία τῶν ἀνταρτικῶν δυνάμεων, ποὺ καλεῖτο νὰ βρεῖ καταλύματα γιὰ τὴ στέγαση καὶ τροφὴ γιὰ τὴ σίτιση ἑνὸς τόσο μεγάλου ἀριθμοῦ ἀνδρῶν, καὶ μάλιστα σὲ μία ἀπὸ τὶς πιὸ φτωχὲς ὀρεινὲς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας (κατὰ κύριο λόγο στὴν περιοχὴ τῆς Νεράιδας) καὶ ὑπὸ τὴ συνεχῆ πίεση τῶν γερμανικῶν ἐκκαθαριστικῶν ἐπιχειρήσεων. Καὶ τὸ χειρότερο, οἱ Ἄγγλοι, ποὺ εἶχαν ἀναλάβει τὴ σίτιση τῶν Ἰταλῶν αἰχμαλώτων, δήλωσαν ἀδυναμία νὰ ἀντεπεξέλθουν σὲ αὐτή τους τὴν ὑποχρέωση.
Γιὰ τοὺς Ἰταλοὺς τῆς «Πινερόλο» ὁ χειμώνας τοῦ 1943-44 ἦταν ὅ,τι ἦταν γιὰ τοὺς Ἕλληνες κατοίκους τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων ὁ ἐφιαλτικὸς χειμώνας τοῦ 1941- 42. Οἱ Ἰταλοὶ βρέθηκαν νὰ λιμοκτονοῦν, τρεφόμενοι μὲ βελανίδια καὶ χόρτα, σὲ μιὰ περιοχὴ ποὺ πληττόταν ἀπὸ τὸν χειμῶνα, μὲ τὸν ΕΛΑΣ νὰ ἀδυνατεῖ νὰ θρέψει τόσο πολλοὺς ἄνδρες.
Ἡ λύση ποὺ τελικὰ δόθηκε ἦταν ὁ διασκορπισμὸς τῶν Ἰταλῶν στὰ χωριὰ τῶν Ἀγράφων καὶ ἡ φιλοξενία τους ἀπὸ ἑλληνικὲς οἰκογένειες. Γιὰ κάθε Ἰταλὸ στρατιώτη οἱ Βρετανοὶ θὰ ἔδιναν στὴν οἰκογένεια ποὺ τὸν φιλοξενοῦσε μισὴ λίρα τὸν μῆνα, ἐνῷ ὁ Ἰταλὸς θὰ προσέφερε στὴν οἰκογένεια δωρεὰν ἐργασία, ὅπου χρειαζόταν· γιὰ τοὺς Ἰταλοὺς ἀξιωματικοὺς θὰ δινόταν ἀπὸ μία λίρα τὸν μῆνα, χωρὶς ὅμως αὐτοὶ νὰ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ προσφέρουν ἐργασία.
Εἶναι περίεργο σὲ ποιὰ ἀπροσδόκητα μονοπάτια ὁδηγοῦν συχνὰ τὰ γυρίσματα τῆς τύχης. Οἱ Ἰταλοὶ στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὴ στρατιωτικὴ ταπείνωσή τους στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου, εἶχαν ἔλθει στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν ὑπεροψία τοῦ κατακτητῆ καὶ εἶχαν ἀντιμετωπίσει τὸν ἄμαχο ἑλληνικὸ πληθυσμὸ μὲ ὠμὴ βία (ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι μονάδες τῆς μεραρχίας «Πινερόλο» ἐνέχονταν σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ ἐγκλήματα ποὺ εἶχαν διαπράξει οἱ ἰταλικὲς δυνάμεις κατοχῆς εἰς βάρος τοῦ ἄμαχου πληθυσμοῦ στὴν Ἑλλάδα), βρέθηκαν νὰ φιλοξενοῦνται σὲ ἑλληνικὲς οἰκογένειες μέσα στὴν καταιγίδα τοῦ πολέμου, ποὺ ἀκόμα μαινόταν γύρω τους, καὶ νὰ μοιράζονται στὸ ἴδιο τραπέζι τὸ φτωχικὸ γεῦμα τῶν Ἑλλήνων ποὺ τοὺς φιλοξενοῦσαν.
Ἀκόμη καὶ σήμερα, πολλοὶ στὰ χωριὰ τῶν Ἀγράφων θυμοῦνται τοὺς Ἰταλοὺς ποὺ εἶχαν τότε βρεθεῖ στὰ σπίτια τους. Κάποτε μάλιστα μπορεῖ νὰ πετύχει κανεὶς τὰ μεσημέρια μητέρες νὰ φωνάζουν τὰ παιδιά τους γιά «μαντζάρε»…
Ἀκόμη καὶ ἔτσι, ὁ συνολικὸς ἀπολογισμὸς γιὰ τοὺς Ἰταλοὺς ἦταν τραγικός, καθώς, ἰδιαίτερα τὸν ἐφιαλτικὸ χειμῶνα τοῦ 1943-44, ἀμέτρητοι Ἰταλοὶ ἔμειναν γιὰ πάντα στὰ βουνὰ τῶν Ἀγράφων. Μεταπολεμικὰ ἡ ἰταλικὴ κυβέρνηση ἀποφάσισε τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν τῶν νεκρῶν τῆς Νεράιδας καὶ τῆς Σάικας, καὶ ἀνήμερα τὴν ἐπέτειο τῶν δέκα χρόνων ἀπὸ τὴν ἰταλικὴ συνθηκολόγηση, στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1953, ἄρχισαν οἱ ἐργασίες τῆς ἐκταφῆς. Ἡ τραγῳδία τῆς «Πινερόλο» καταγράφηκε σὲ ἕνα βιβλίο ποὺ ἔγραψε ὁ τότε στρατιώτης καὶ μετέπειτα δημοσιογράφος Ρόμολο Γκαλιμπέρτι, τὸ ὁποῖο μάλιστα ἔχει κυκλοφορήσει καὶ στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις Φιλίστωρ τὸ 1999 μὲ τὸν τίτλο Τρύπια ἄρβυλα καὶ τὸν ὑπότιτλο Ἀπὸ τὴ μεραρχία Πινερόλο στοὺς ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ.2 Μόλις πρόσφατα, ἐξάλλου, τὸ 2009, στὴν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ τῆς Νεράιδας στήθηκε ἕνα μνημεῖο γιὰ τὰ ἀθῶα θύματα τῆς ἰταλικῆς μεραρχίας στὰ βουνὰ τῶν Ἀγράφων.
Τὰ Ἑπτάνησα καὶ ἡ τραγῳδία τῆς Κεφαλονιᾶς
Τὸ τέλος τῆς ἰταλικῆς κυριαρχίας στὰ Ἑπτάνησα, καὶ κυρίως στὴν Κεφαλονιά, ἐξελίχθηκε σὲ μιὰ τραγῳδία ἀπὸ τὶς φοβερώτερες τοῦ πολέμου.
Στὴν Κεφαλονιὰ ἡ ἰταλικὴ στρατιωτικὴ παρουσία ἦταν πιὸ ἔντονη ἀπ’ ὅ,τι σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο μέρος τῆς Ἑλλάδας. Τὸ νησὶ ἦταν τὸ πρῶτο σκαλοπάτι γιὰ τὴ μεταφορὰ ἐφοδίων καὶ ἐνισχύσεων στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, καὶ περαιτέρω στὰ ἰταλικὰ στρατεύματα τῆς Βορείου Ἀφρικῆς. Καὶ ὅταν τὸ 1943 ἔλαβε τέλος ἡ παρουσία τῶν δυνάμεων τοῦ Ἄξονα στὴ Βόρειο Ἀφρική, ἡ Κεφαλονιὰ θεωρεῖτο ἀπὸ πολλοὺς ὡς τὸ πιθανώτερο σημεῖο τῆς ἀναμενόμενης ἀπόβασης τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων στὴ νότια Εὐρώπη. Ἔτσι, 12.000 ἄνδρες τῆς μεραρχίας «Ἄκουι» (“Acqui”) εἶχαν μετατρέψει τὴν Κεφαλονιὰ σὲ ἀπόρθητο φρούριο, μὲ τεράστια ἐπάκτια πυροβόλα νὰ φυλάσσουν τὶς ἀκτές της, ἀντιαεροπορικὰ διάσπαρτα σὲ ὅλα τὰ ὑψώματα καὶ ἀποθῆκες μὲ μεγάλες ποσότητες πυρομαχικῶν καὶ τροφίμων.
Ὅταν τὰ νέα τῆς ἰταλικῆς συνθηκολόγησης ἔφθασαν στὴν Κεφαλονιά, ἔγιναν δεκτὰ μὲ χαρὲς καὶ πανηγύρια ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι πίστευσαν ὅτι ὁ πόλεμος εἶχε ἐπιτέλους τελειώσει γι’ αὐτούς, καὶ δὲν ἐπιθυμοῦσαν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν πατρίδα τους καὶ στὶς οἰκογένειές τους. Ὅταν τὴν ἑπομένη τῆς ἀνακοίνωσης τῆς συνθηκολόγησης, στὶς 9 Σεπτεμβρίου, ὁ διοικητὴς τῶν ἰταλικῶν στρατευμάτων στὴν Ἑλλάδα στρατηγὸς Βεκκιαρέλλι ὑπέγραψε στὴν Ἀθήνα τὴν ὑπαγωγὴ τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων στὴν Ἑλλάδα ὑπὸ τὶς διαταγὲς τῶν Γερμανῶν, ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς μεραρχίας «Ἄκουι» στὴν Κεφαλονιὰ στρατηγὸς Ἀντόνιο Γκαντὶν δὲν συμμορφώθηκε ἀμέσως, ἀλλὰ προσπάθησε μὲ διαπραγματεύσεις νὰ ἐπιτύχει, παράλληλα μὲ τὴν παράδοση τῶν ὅπλων στοὺς Γερμανούς, καὶ τὴ μεταφορὰ τῶν ἀνδρῶν του στὴν Ἰταλία.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὅμως, ἡ κάποτε παντοδύναμη ἰταλικὴ μεραρχία βρισκόταν στὰ ὅρια τῆς διάλυσης. Ἡ πειθαρχία ἦταν ἀνύπαρκτη. Ὁ Γκαντὶν δεχόταν ἀντικρουόμενες εἰσηγήσεις, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες κινοῦνταν πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἔνοπλης ἀντίστασης στοὺς Γερμανούς, ἂν αὐτοὶ κινοῦνταν ἐναντίον τῆς Κεφαλονιᾶς.
Στὶς 12 Σεπτεμβρίου, καὶ ἐνῷ ὁ Γκαντὶν ἔκλινε ὑπὲρ τῆς παράδοσης τῶν ὅπλων στοὺς Γερμανούς, κυκλοφόρησαν σὲ ὅλο τὸ νησὶ προκηρύξεις ποὺ καλοῦσαν τοὺς Ἰταλοὺς νὰ πολεμήσουν κατὰ τῶν Γερμανῶν.
Ἡ μοῖρα τῶν Ἰταλῶν τῆς Κεφαλονιᾶς σφραγίσθηκε, ὅταν στὶς ἕξι τὰ ξημερώματα τῆς 13ης Σπετεμβρίου 1943 μιὰ ἰταλικὴ ἐπάκτια πυροβολαρχία, χωρὶς διαταγὴ ἀπὸ τὸν Γκαντίν, ἄνοιξε πῦρ κατὰ δύο γερμανικῶν πλοιαρίων ποὺ πλησίαζαν τὸ νησί, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ βύθιση τοῦ ἑνὸς ἀπὸ αὐτά. Ἦταν φανερὸ ὅτι ὁ Γκαντὶν δὲν διοικοῦσε πλέον πραγματικὰ τὴ μεραρχία. Ὅταν οἱ Γερμανοὶ ἐπανέλαβαν τὶς διαπραγματεύσεις, προέβαλαν τὴ σκληρὴ ἀπαίτηση τῆς ἄνευ ὅρων παραδόσεως ὅλων τῶν ἰταλικῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων τοῦ νησιοῦ, ἐνῷ τὴν ἴδια στιγμὴ ἰσχυρὲς γερμανικὲς δυνάμεις προωθοῦνταν πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς Κεφαλονιᾶς.
Τὸ πρωῒ τῆς 14ης Σεπτεμβρίου, ἕξι ἡμέρες μετὰ τὴν ἀναγγελία τῆς ἀνακωχῆς, ὁ Γκαντὶν ἀποφάσισε τελικὰ νὰ πολεμήσει, μετὰ ἀπὸ ἕνα πρωτοφανὲς γιὰ στρατιωτικὴ μονάδα… δημοψήφισμα, στὸ ὁποῖο οἱ στρατιῶτες, παρασυρμένοι ἀπὸ ἀξιωματικούς τους, ψήφισαν μὲ μεγάλη πλειοψηφία νὰ σηκώσουν τὰ ὅπλα κατὰ τῶν Γερμανῶν. Ἐν τῷ μεταξύ, οἱ ἀποθῆκες τῆς μεραρχίας στὴν Κεφαλονιὰ ἄνοιξαν, καὶ τεράστιες ποσότητες ὅπλων καὶ πυρομαχικῶν πέρασαν στὰ χέρια τῶν ἀντιστασιακῶν.
Τὶς μεσημεριανὲς ὧρες τῆς 15ης Σεπτεμβρίου 1943, ὁ οὐρανὸς τῆς Κεφαλονιᾶς σκοτείνιασε ἀπὸ τὰ γερμανικὰ ἀεροπλάνα, ποὺ ἔβαλαν ἀνηλεῶς κατὰ τῶν ἰταλικῶν θέσεων. Κατόπιν πληροφορίας ὅτι οἱ Ἕλληνες βοηθοῦσαν τοὺς Ἰταλούς, στόχος τῶν γερμανικῶν ἀεροπλάνων ἔγινε καὶ τὸ ἴδιο τὸ Ἀργοστόλι, τὸ ὁποῖο ὑπέστη ἰσοπεδωτικὸ βομβαρδισμό. Οἱ Ἰταλοὶ ἀντιστάθηκαν, ὅσο θὰ ἦταν λογικὸ νὰ ἀντισταθοῦν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι, περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη στιγμὴ σὲ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ἀναρωτιοῦνταν γιατί πολεμοῦσαν. Ἡ πλήρης ὅμως ἀπουσία ἀεροπορικῆς κάλυψης καταδίκασε τὴν ἰταλικὴ μεραρχία καὶ παρέλυσε γρήγορα κάθε ἀντίσταση.
Στὶς 21 Σεπτεμβρίου ὅλα εἶχαν κριθεῖ, καὶ γερμανικὲς δυνάμεις ποὺ εἶχαν ἀποβιβασθεῖ στὸ νησὶ ἄρχισαν νὰ προωθοῦνται πρὸς τὴν ἐνδοχώρα.
Ἡ τύχη ποὺ περίμενε τοὺς ἄνδρες τῆς μεραρχίες «Ἄκουι» ἦταν τραγική. Ὁ στρατηγὸς Γκαντίν, ὁ ὁποῖος παραδόθηκε μαζὶ μὲ τὸ ἐπιτελεῖό του στὸ χωριὸ Κεραμιές, ὁδηγήθηκε σὲ ἄγνωστο σημεῖο καὶ ἐκτελέσθηκε. Οἱ Ἰταλοὶ ποὺ ἔπεφταν στὰ χέρια τῶν Γερμανῶν ὁδηγοῦνταν σὲ χωράφια, ὅπου ἐκτελοῦνταν ἐν ψυχρῷ μὲ ριπὲς πολυβόλων. Περίπου 5.800 Ἰταλοὶ στρατιῶτες καὶ 450 ἀξιωματικοὶ ἔχασαν τὴ ζωή τους μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, κάνοντας τὸ ἔγκλημα τῆς Κεφαλονιᾶς τὴ μεγαλύτερη μαζικὴ ἐν ψυχρῷ ἐκτέλεση ἐνστόλων στὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οἱ κινηματογραφόφιλοι θὰ θυμοῦνται τὴν ταινία «Τὸ μαντολίνο τοῦ λοχαγοῦ Κορέλι»3, ποὺ ἀναφέρεται ἀκριβῶς στὰ γεγονότα τῆς Κεφαλονιᾶς. Καὶ σημειωτέον ὅτι τὸ ἔγκλημα τῆς Κεφαλονιᾶς δὲν διεπράχθη ἀπὸ τὰ Ἒς Ἔς, ἀλλὰ ἀπὸ μονάδες τοῦ τακτικοῦ γερμανικοῦ στρατοῦ, τῆς Βέρμαχτ.
Στὴν Κέρκυρα ἡ τραγῳδία ἐπαναλήφθηκε, σὲ μικρότερη ἔστω κλίμακα. Καὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ στὴν Κεφαλονιά, ἡ ἰταλικὴ φρουρά, τὸ 18ο σύνταγμα τῆς μεραρχίας «Ἄκουι», ἀποφάσισε νὰ μὴν παραδώσει τὰ ὅπλα, καὶ μάλιστα συνέλαβε τοὺς 450 Γερμανοὺς στρατιωτικοὺς ποὺ βρίσκονταν στὸ νησὶ καὶ ἑτοιμάσθηκε νὰ ἀποκρούσει γερμανικὴ ἐπίθεση.
Μιὰ λησμονημένη πτυχὴ τῆς σύγκρουσης Ἰταλῶν καὶ Γερμανῶν στὴν Κέρκυρα εἶναι καὶ ὁ τρομοκρατικὸς βομβαρδισμὸς τῆς Κέρκυρας μὲ ἐμπρηστικὲς βόμβες ἀπὸ τὴ γερμανικὴ ἀεροπορία τὴ 13η πρὸς 14η Σεπτεμβρίου 1943, ἡ ὁποία μετέτρεψε τὴν πόλη σὲ μιὰ κόλαση φωτιᾶς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνουν τότε παρανάλωμα τοῦ πυρὸς μερικὰ ἀπὸ τὰ ἱστορικώτερα καὶ ὀμορφότερα δημόσια κτήρια τῆς Κέρκυρας. Τότε καταστράφηκε καὶ τὸ περίφημο Δημοτικὸ Θέατρο τῆς Κέρκυρας, μικρογραφία τῆς Σκάλας τοῦ Μιλάνου, ποὺ θεωρεῖτο ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα τῆς Εὐρώπης.
Τελικά, μετὰ τὴν ἐξουδετέρωση τῆς ἀπειλῆς τῆς Κεφαλονιᾶς, οἱ ἴδιες γερμανικὲς δυνάμεις ποὺ ἦταν ὑπεύθυνες γιὰ τὴ σφαγὴ στὴν Κεφαλονιὰ ἀποβιβάσθηκαν στὴν Κέρκυρα, καὶ οἱ Ἰταλοὶ παρέδωσαν τὰ ὅπλα. Ἐδῶ οἱ Ἰταλοὶ στρατιῶτες συνελήφθησαν καὶ ἐστάλησαν σὲ στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ἐνῷ πολλοί –κυρίως οἱ ἀξιωματικοί– ἐκτελέσθηκαν, συμπληρώνοντας ἔτσι τὴν τραγῳδία τῆς Κεφαλονιᾶς.
Σὰν γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ ἔτι περαιτέρω ἡ τραγῳδία τῆς ἰταλικῆς μεραρχίας, ἄλλοι 3.000 περίπου Ἰταλοὶ ἔχασαν τὴ ζωή τους, ὅταν τὸ πλοῖο ποὺ τοὺς μετέφερε στιβαγμένους στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα προσέκρουσε σὲ νάρκη.
Ἡ ἀπίστευτη εἰρωνεία εἶναι ὅτι ἡ μεγάλη σφαγὴ τῆς Κεφαλονιᾶς ἔγινε… μὲ πλήρη νομιμότητα! Ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς συνθηκολόγησης, τὴν 8η Σεπτεμβρίου 1943, ἡ Ἰταλία δὲν βρισκόταν σὲ πόλεμο μὲ κανέναν. Ἄρα, οἱ Ἰταλοὶ ποὺ ἔπεφταν στὰ χέρια τῶν Γερμανῶν δὲν ἦταν αἰχμάλωτοι πολέμου (ἀφοῦ ἡ Ἰταλία δὲν βρισκόταν σὲ πόλεμο μὲ τὴ Γερμανία), καὶ ἑπομένως δὲν ἴσχυαν γι’ αὐτοὺς οἱ σχετικὲς εὐεργετικὲς διατάξεις τῶν διεθνῶν συνθηκῶν!
Σὰν νὰ μὴν ἔφθανε αὐτό, ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων στὴν Ἑλλάδα στρατηγὸς Βεκκιαρέλλι εἶχε ὑπογράψει στὴν Ἀθήνα τὴν ὑπαγωγὴ τῶν Ἰταλῶν ποὺ βρίσκονταν στὴν Ἑλλάδα ὑπὸ τὶς διαταγὲς τῶν Γερμανῶν. Ἄρα, οἱ Ἰταλοὶ ποὺ ἀρνοῦνταν νὰ παραδώσουν τὰ ὅπλα ἦταν στασιαστὲς καί «ἔπρεπε» νὰ ἀντιμετωπισθοῦν ἀνάλογα… Αὐτὸ ἦταν ποὺ σφράγισε καὶ τὴ θανατική τους καταδίκη.
Χρειάστηκε νὰ περάσει περισσότερο ἀπὸ ἕνας μήνας ἀπὸ τὴν ἰταλικὴ συνθηκολόγηση καὶ νὰ φθάσουμε στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1943, γιὰ νά «προνοήσει» ἡ Ἰταλία νὰ κηρύξει τὸν πόλεμο στὴ Γερμανία, ὥστε νὰ ἰσχύουν γιὰ τοὺς Ἰταλοὺς ποὺ ἔπεφταν στὰ χέρια τῶν Γερμανῶν οἱ σχετικὲς εὐεργετικὲς διατάξεις τῶν διεθνῶν συνθηκῶν. Στὸ μεσοδιάστημα, ἀπὸ τὶς 8 Σεπτεμβρίου μέχρι τὶς 13 Ὀκτωβρίου, οἱ Γερμανοὶ μποροῦσαν νὰ ἐκτελοῦν ἐν ψυχρῷ τοὺς Ἰταλοὺς στρατιῶτες ποὺ ἀρνοῦνταν νὰ συμμορφωθοῦν στὶς διαταγές τους, ἔχοντας πλήρη νομικὴ κάλυψη! Βρήκαμε καὶ ἄλλοτε τὴν εὐκαιρία νὰ διαπιστώσουμε πικρὰ πόσο τραγικὰ ἀνεπαρκεῖς εἶναι οἱ νόμοι τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ.4 Καὶ ἡ σφαγὴ τῶν Ἰταλῶν στὴν Κεφαλονιὰ εἶναι μία ἀκόμη εὐκαιρία νὰ διαπιστώσουμε αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια.
Τὰ Δωδεκάνησα καὶ τὸ ναυάγιο τοῦ «Ὄρια»
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μεραρχία «Πινερόλο» στὴ Θεσσαλία καὶ τὴ μεραρχία «Ἄκουι» στὴν Κεφαλονιά, ἀρνήθηκαν νὰ ὑπαχθοῦν ὑπὸ τὶς διαταγὲς τῶν Γερμανῶν καὶ οἱ ἰταλικὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις στὰ Δωδε- κάνησα, καὶ συγκεκριμένα στὰ νησιὰ Ρόδος, Κῶς καὶ Λέρος, ἀλλὰ καὶ στὴ Σάμο.
Οἱ Βρετανοὶ βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπανέλθουν στὸ Αἰγαῖο καὶ σχεδίασαν μιὰ εὐρύτερη ἐπιχείρηση γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῶν ἰταλικῶν φρουρῶν, ὥστε τὰ νησιὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν Γερμανῶν. Οἱ Γερμανοὶ ὅμως κινήθηκαν ἀστραπιαῖα.
Δύο μόλις ἡμέρες μετὰ τὴν ἄρνησή τους νὰ ὑπαχθοῦν ὑπὸ τὶς διαταγὲς τῶν Γερμανῶν, οἱ ἰταλικὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις ποὺ ἕδρευαν στὴ Ρόδο, 35.000 ἄνδρες συνολικά, αἰχμαλωτίσθηκαν ἀπὸ σημαντικὰ μικρότερη δύναμη τῶν πρώην συμμάχων τους.
Στὴν Κῶ, στὶς 3 Ὀκτωβρίου 1943, οἱ Γερμανοὶ ἐξαπέλυσαν ἐπίθεση κατὰ τῶν περιορισμένων ἰταλικῶν δυνάμεων ποὺ ἕδρευαν στὸ νησί. Οἱ ἰταλικὲς δυνάμεις παραδόθηκαν, μὲ τοὺς μὲν στρατιῶτες νὰ συλλαμβάνονται καὶ νὰ φυλακίζονται στὸ κάστρο τῆς Κῶ, τοὺς δὲ ἀξιωματικοὺς νὰ ὁδηγοῦνται στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα ὡς στασιαστές.
Στὴ Λέρο τὸ τέλος τῆς ἰταλικῆς στρατιωτικῆς κατοχῆς ἦταν ἀκόμη πιὸ βίαιο.
Στὸ νησὶ ἀποβιβάσθηκε καὶ βρετανικὴ δύναμη, προκειμένου νὰ ἐνισχύσει τὴν ἰταλικὴ φρουρά. Οἱ Γερμανοὶ προχώρησαν σὲ ἐκτεταμένο βομβαρδισμὸ τοῦ νησιοῦ, καὶ τελικὰ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον του, χρησιμοποιώντας ἀκόμη καὶ ἐπίλεκτες δυνάμεις ἀλεξιπτωτιστῶν. Τελικά, στὶς 16 Νοεμβρίου οἱ ἰταλικὲς καὶ βρετανικὲς δυνάμεις παραδόθηκαν. Τὸ γεγονὸς προβλήθηκε καὶ πανηγυρίσθηκε ὡς μεγάλη νίκη τῶν γερμανικῶν ὅπλων, σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία ὁ πόλεμος εἶχε πάρει σαφῶς δυσμενῆ τροπὴ γιὰ τοὺς Γερμανούς.
Λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Λέρου, οἱ Γερμανοὶ ἐπιτέθηκαν μὲ ἰσχυρὴ ἀεροπορικὴ δύναμη καὶ κατὰ τῆς Σάμου, μὲ ἀποτέλεσμα 8.000 Ἰταλοί, καθὼς καὶ μέλη τοῦ ΕΛΑΣ ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄμαχοι, νὰ ἐκκενώσουν τὸ νησὶ καὶ νὰ καταφύγουν στὰ ἀπέναντι τουρκικὰ παράλια.
Ἀπὸ τότε καὶ ὣς τὸ τέλος τοῦ πολέμου, τὰ Δωδεκάνησα θὰ παραμείνουν ὑπὸ γερμανικὴ κατοχή. Στὴ συνέχεια, γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα θὰ περάσουν ὑπὸ μικτὴ ἑλληνικὴ καὶ ἀγγλικὴ διοίκηση, γιὰ νὰ ἐνσωματωθοῦν τελικὰ στὸ ἑλληνικὸ κράτος στὶς 7 Μαρτίου 1948.
Ἂν καὶ στὰ Δωδεκάνησα δὲν εἴχαμε τὶς μαζικὲς ἐκτελέσεις τῆς Κεφαλονιᾶς, ὡστόσο καὶ ἐδῶ τὸ τέλος τῆς ἰταλικῆς στρατιωτικῆς κατοχῆς ἔμελλε νὰ σημαδευθεῖ ἀπὸ μιὰ ἀνείπωτη τραγῳδία, μὲ τὸ ναυάγιο τοῦ πλοίου «Ὄρια», ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ πολύνεκρα ναυάγια τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, στὶς 12 Φεβρουαρίου 1944, κοντὰ στὴ νησίδα Πάτροκλος (Γαϊδουρονήσι) στὰ ἀνοιχτὰ τῶν Λεγρενῶν στὸν Σαρωνικό.
Τό «Ὄρια» ἦταν νορβηγικὸ φορτηγὸ πλοῖο ἐκτοπίσματος 2.127 τόνων, ναυπηγημένο στὴν Ἀγγλία τὸ 1920, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου εἶχε ἐπιταχθεῖ ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Τὶς πρῶτες βραδινὲς ὧρες τῆς 11ης Φεβρουαρίου 1944, λίγους μῆνες μετὰ τὴ συνθηκολόγηση τῆς Ἰταλίας, τό «Ὄρια» ἀπέπλευσε ἀπὸ τὴ Ρόδο μὲ προορισμὸ τὸν Πειραιᾶ, μεταφέροντας 4.046 Ἰταλοὺς αἰχμαλώτους (43 ἀξιωματικούς, 118 ὑπαξιωματικοὺς καὶ 3.885 στρατιῶτες), οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦσαν στὴ φρουρὰ τῆς Δωδεκανήσου.
Στὸ πλοῖο ἐπέβαιναν ἐπίσης 90 Γερμανοὶ στρατιῶτες καὶ 6 μέλη τοῦ πληρώματος.
Γιὰ ἕνα σχετικὰ μικρὸ πλοῖο, ὅπως ἦταν τό «Ὄρια», ὁ τόσο μεγάλος ἀριθμὸς ἐπιβαινόντων σήμαινε ὅτι τὰ ἀμπάρια τοῦ πλοίου ἦταν γεμάτα ἀπὸ ἀνθρώπους στιβαγμένους σχεδὸν τὸν ἕνα πάνω στὸν ἄλλο, μέσα σὲ ἄθλιες συνθῆκες.
Σὲ ὅλο τὸν πλοῦ, ὁ καιρὸς ἦταν πολὺ ἄσχημος καὶ ἔπνεαν σφοδροὶ ἄνεμοι. Τὶς βραδινὲς ὧρες τῆς ἑπομένης, 12 Φεβρουαρίου 1944, τὸ πλοῖο προσέκρουσε στὸν βράχο Μεδίνα κοντὰ στὴ νησίδα Πάτροκλος, σὲ ἀπόσταση 25 μιλίων ΝΑ τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Πειραιᾶ. Ἔτσι ὅπως τόσοι Ἰταλοὶ ἦταν στιβαγμένοι στὰ ἀμπάρια τοῦ μικροῦ φορτηγοῦ πλοίου, τὸ ναυάγιο ἔγινε ὁ ὑγρὸς τάφος γιὰ χιλιάδες ἀνθρώπους.
Συνολικά, 4.074 ἄνθρωποι ἔχασαν τὴ ζωή τους (4.025 Ἰταλοί, 44 Γερμανοὶ καὶ 5 μέλη τοῦ πληρώματος), ἐνῷ οἱ διασωθέντες ἦταν μόλις 28 (21 Ἰταλοί, 6 Γερμανοὶ καὶ ὁ Ἕλληνας μηχανικὸς τοῦ πλοίου). Τὸ ναυάγιο τοῦ «Ὄρια» εἶναι τὸ πιὸ πολύνεκρο ναυάγιο ποὺ ἔχει λάβει χώρα στὸ Αἰγαῖο.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὰ θύματά του εἶναι πάνω ἀπὸ δυόμιση φορὲς τὰ θύματα τοῦ «Τιτανικοῦ» (1.523 θύματα).
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡ γερμανικὴ λογοκρισία ἀπαγόρευσε τὴν καταγραφὴ τοῦ γεγονότος καὶ τὴ δημοσίευση ὁποιασδήποτε σχετικῆς πληροφορίας. Ἔτσι, τὸ τραγικὸ αὐτὸ ναυάγιο δὲν μνημονεύεται οὔτε στὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὰ συμβάντα τῶν ἑλληνικῶν λιμεναρχείων οὔτε στὸ Ὑπουργεῖο Ἐμπορικῆς Ναυτιλίας. Καὶ τοῦτο, μολονότι οἱ παραλίες ὣς τὸ Λαγονήσι γέμισαν πτώματα, μέχρι τοῦ σημείου, σύμφωνα μὲ μαρτυρία κατοίκου τῆς περιοχῆς, νὰ θυμίζουν «μαρίδα στὸ τηγάνι». Μόλις πρόσφατα, τὸν Φεβρούαριο τοῦ 2014, στήθηκε στὴν περιοχὴ Λεγρενῶν Σουνίου, ἀπέναντι ἀπὸ τὴ νησίδα Πάτροκλος, μνημεῖο γιὰ τὰ θύματα τοῦ ναυαγίου τοῦ «Ὄρια», ἔργο τοῦ γλύπτη Θύμιου Πανουργιᾶ.
Συμπεράσματα
Οἱ Ἰταλοὶ μπῆκαν στὴν Ἑλλάδα, ἀφοῦ πρῶτα εἶχαν ταπεινωθεῖ στρατι- ωτικὰ καὶ γελοιοποιηθεῖ στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου κατὰ τὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο τοῦ 1940-41. Αὐτὸ δὲν τοὺς ἐμπόδισε νὰ ἀναλάβουν τὰ καθήκοντα τῆς κατοχῆς μὲ ἀπίστευτη ἔπαρση καὶ ἀλαζονεία, ἐπιδεικνύοντας πρωτοφανῆ σκληρότητα καὶ ἐξαπολύοντας συχνὰ ἕνα κῦμα ὠμῆς βίας, ποὺ ἔφθανε μέχρι τὴ διάπραξη εἰδεχθῶν ἐγκλημάτων εἰς βάρος τοῦ ἄμαχου πληθυσμοῦ. Ἀκόμη χειρότερα, ὅπως εἴδαμε, ἡ ταπεινωτικὴ ἧττά τους στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου δὲν ἄμβλυνε τὸ θράσος τους, ποὺ ἔφθασε μέχρι τὴν ἐκπόνηση καὶ συστηματικὴ προώθηση ἑνὸς προγράμματος ἐδαφικοῦ διαμελισμοῦ τῆς Ἑλλάδας, μέσα στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῶν σχεδίων τους γιὰ ἐπαναχάραξη τῶν συνόρων στὰ Βαλκάνια ὑπὸ τὴν ἰταλικὴ ἐποπτεία (ἐπίσημη προσάρτηση καὶ τῶν Ἑπτανήσων –μαζὶ μὲ τὰ Δωδεκάνησα– στὸ ἰταλικὸ κράτος καὶ ἐφαρμογὴ σὲ αὐτὰ προγράμματος ἀφελληνισμοῦ, σύσταση τοῦ «Πριγκιπάτου τῆς Ἠπείρου» ὡς ἀνεξάρτητου κράτους μὲ πυρῆνα τὸν βλαχόφωνο πληθυσμὸ σὲ περιοχὲς τῆς ὀρεινῆς Θεσσαλίας, Ἠπείρου καὶ Δυτικῆς Μακεδονίας, παραχώρηση τῆς Θεσπρωτίας στὸ προτεκτοράτο τους, τὴν Ἀλβανία, ἐνθάρρυνση ἢ καὶ ὑποκίνηση τοῦ ἀλυτρωτισμοῦ τῶν Τσάμηδων στὴ Θεσπρωτία καὶ τῶν σλαβόφωνων τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας).
Ἡ ἰταλικὴ συνθηκολόγηση στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1943 σήμανε τὴ μεγάλη ἀνατροπή. Οἱ 233.000 Ἰταλοὶ στρατιῶτες στὴν Ἑλλάδα βρέθηκαν ξαφνικὰ μετέωροι, σὲ μιὰ ξένη χώρα, νὰ μὴν ἐπιθυμοῦν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν πατρίδα καὶ στὶς οἰκογένειές τους. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις, ὅπως εἴδαμε, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ βρέθηκαν «στὸ μάτι τοῦ κυκλῶνα». Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ ἀνέτρεψε καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔβλεπαν οἱ Ἕλληνες τοὺς Ἰταλούς. Οἱ πρώην ἀλαζονικοὶ θῦτες ἔγιναν τὰ ἀθῶα θύματα, ποὺ εἶχαν βρεθεῖ στὴ δίνη ἑνὸς πολέμου τὸν ὁποῖο δὲν ἐπιθυμοῦσαν καὶ ὁ ὁποῖος δὲν τοὺς ἀφοροῦσε. Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἔφθασε νὰ βλέπει τοὺς Ἰταλοὺς μὲ αἰσθήματα συμπαθείας. Κάπως ἔτσι διαμορφώθηκε ἡ εἰκόνα ποὺ συχνὰ ἔχουμε γιὰ τὸν καλοκάγαθο Ἰταλὸ στρατιώτη, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸν σκληρὸ Γερμανὸ κατακτητή.
Δὲν πρέπει ὅμως νὰ κλείσουμε αὐτὴ τὴ μελέτη, χωρὶς νὰ κάνουμε μιὰ τελευταία, σημαντικὴ παρατήρηση σὲ σχέση μὲ τὰ γεγονότα τοῦ 1943. Ἡ ἁγνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ποὺ ἔφθασε νὰ βλέπει τοὺς Ἰταλοὺς μὲ αἰσθήματα συμπαθείας, ἔχει παράλληλα καὶ ἀρκετὴ δόση ἀφελείας, μέσα σὲ ἕνα διεθνὲς σκηνικὸ ποὺ δέν εἶναι… «ὄμορφος κόσμος ἠθικός, ἀγγελικὰ πλασμένος». Ἂν προσέξουμε, δὲν θὰ δυσκολευθοῦμε νὰ διαπιστώσουμε ὅτι δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο σὲ ποιὲς περιοχὲς οἱ ἰταλικὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις ἐπέλεξαν νὰ μὴν παραδοθοῦν στοὺς Γερμανούς. Μὲ τὴν ἐξαίρεση τῆς μεραρχίας «Πινερόλο» στὴ Θεσσαλία, ποὺ εἴδαμε ὅτι ἀποτελεῖ μιὰ ἰδιαίτερη περίπτωση, οἱ περιοχὲς στὶς ὁποῖες οἱ Ἰταλοὶ ἐπέλεξαν νὰ προβάλουν ἀντίσταση στοὺς Γερμανοὺς ἦταν τὰ Ἑπτάνησα καὶ τὰ Δωδεκάνησα. Ἦταν, μὲ ἄλλα λόγια, οἱ δύο περιοχὲς ποὺ εἶχαν προσαρτηθεῖ στὸ ἰταλικὸ κράτος (τὰ Δωδεκάνησα ἀπὸ τὸ 1912, τὰ Ἑπτάνησα τὸ 1941), ἔστω καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουν σὲ αὐτὲς ἰταλικοὶ πληθυσμοί.
Καὶ ἐρωτοῦμε: Χρειάζεται ἆραγε τόσο μεγάλη διεισδυτικότητα σκέψης, γιὰ νὰ καταλάβουμε γιατί οἱ Ἰταλοὶ ἐπέλεξαν νὰ προβάλουν ἀντίσταση στοὺς Γερμανοὺς εἰδικὰ στὰ Ἑπτάνησα καὶ τὰ Δωδεκάνησα, καὶ ὄχι, γιὰ παράδειγα, στὴν Πελοπόννησο ἢ στὴ Στερεά; Προφανῶς, ἐκρίθη ἀπαραίτητο νὰ ἐξακολουθήσουν νὰ βρίσκονται τὰ Ἑπτάνησα καὶ τὰ Δωδεκάνησα ὑπὸ ἰταλικὸ στρατιωτικὸ ἔλεγ- χο, ὥστε ἀργότερα, μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου, ὁπότε ἡ Ἰταλία θὰ βρισκόταν πλέον… στὸ στρατόπεδο τῶν νικητῶν, νὰ ὑπάρχουν στὸ μεταπολεμικὸ τραπέζι τῶν διαπραγματεύσεων ἐπαρκῆ ἐρείσματα γιὰ τὴν ἔγερση ἰταλικῶν ἀξιώσεων ἐπὶ τῶν δύο αὐτῶν περιοχῶν! Εἶναι ἄδηλον βεβαίως ἂν ὑπῆρξε ἐν προκειμένῳ καὶ ὑπόγεια συμμαχικὴ ἐνθάρρυνση τῶν ἰταλικῶν αὐτῶν σχεδίων…
Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ ποῦμε καὶ κάτι ἀκόμα, ὁσοδήποτε τολμηρὸ καὶ ἂν ἀκουσθεῖ αὐτό: ὅτι, παρὰ τὰ εἰλικρινῆ αἰσθήματα συμπαθείας καὶ ἀγάπης μὲ τὰ ὁποία ὁ ἑλληνικὸς λαός, ἐν τῇ ἁγνότητι καὶ ἐν τῇ ἀφελείᾳ του, περιέβαλε τὸν πράγματι ἄτυχο Ἰταλὸ στρατιώτη, ποὺ βρέθηκε τότε «στὸ μάτι τοῦ κυκλῶνα», ἦταν μακροπρόθεσμα εὐεργετικὸ ἐθνικὰ ὅτι τελικά, καὶ στὰ Ἑπτάνησα καὶ στὰ Δωδεκάνησα, οἱ Γερμανοὶ ἐπικράτησαν ἐπὶ τῶν πρώην συμμάχων τους… Ὁ ἱστορικὸς ἐρευνητὴς Γιῶργος Ἀθανάσαινας, σὲ μιὰ ἐκτενῆ μελέτη του γιὰ τὰ γεγονότα τῆς Κέρκυρας τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1943, συμπεραίνει χαρακτηριστικά: «Συμπερασματικά, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τυχὸν ἐπικράτηση τῶν Ἰταλῶν στὴ γερμανοϊταλικὴ ἀντιπαράθεση τοῦ Σεπτέμβρη τοῦ ’43 στὴν Κέρκυρα πιθανὸν νὰ εἶχε ἄσχημες συνέπειες γιὰ τὴν ἐθνική μας ὑπόθεση»5.
Ὅλα τὰ παραπάνω ἐπιβεβαιώνουν αὐτὸ ποὺ σημειώσαμε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς: ὅτι δηλαδή, στὴν περίπτωση τῆς ἰταλικῆς κατοχῆς, αὐτὸ ποὺ ἀγνοοῦμε δὲν εἶναι ἁπλῶς κάποιες λεπτομέρειες τῆς ὅλης εἰκόνας· ἀλλὰ μᾶλλον, κι ἂν ἀκόμα θυμόμαστε ἢ γνωρίζουμε κάποιες λεπτομέρειες, ἀγνοοῦμε ἐντελῶς… τὴν ὅλη εἰκόνα.
1 Ὁ στρατηγὸς Ἰνφάντε προτιμοῦσε σαφῶς νὰ θέσει τὶς δυνάμεις του ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ ΕΔΕΣ, καὶ μάλιστα ἀρχικὰ ἐπέμεινε σὲ αὐτό. Ὅταν ὅμως διεπίστωσε ὅτι ἡ μετάβαση στὶς περιοχὲς ποὺ ἤλεγχε ὁ ΕΔΕΣ περνοῦσε ἀπὸ ὁδοὺς ποὺ ἤλεγχε ὁ ΕΛΑΣ, ὁ ὁποῖος σὲ καμμία περίπτωση δὲν ἐπρόκετο νὰ τὴν ἐπιτρέψει, ἀναγκάσθηκε νὰ ὑπαναχωρήσει.
2 Ἰταλικὴ ἔκδοση: Romolo Galimberti, Scarpe rotte. Storia di un soldato Italiano che divenne partigiano in Grecia, Ediesse, 1998.
3 Ἀγγλικὸς τίτλος “Captain Corelli’s mandolin”, παραγωγῆς 2001, μὲ σκηνοθέτη τὸν John Madden καὶ πρωταγωνιστὲς τοὺς Nicolas Cage καὶ Penélope Cruz.
4 Γιάννης Κ. Τσέντος, «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. 70 χρόνια μετά», Ὁ Κόσμος τῆς Ἑλληνίδος 609 (Ἰούλιος-Αὔγουστος 2015), σελ. 113-114.
5 Γιῶργος Ἀθανάσαινας, Κέρκυρα – Σεπτέμβρης 1943. Ἱστορία ἀπὸ τὰ ἀρχεῖα τῶν ἐμπολέμων, «Μακεδονικὲς Ἐκδόσεις» τοῦ Ἐκδοτικοῦ Οἴκου Ἴων, Ἀθήνα 1996, σελ. 296.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΚΤΙΝΕΣ – ΕΤΟΣ 77ο | ΤΕΥΧΗ 753 | 754
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ