ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ
Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΔΡΑΓΑΤΣΑΝΙ
7 ΙΟΥΝΙΟΥ 1821
Προς τη συμφορά Στις 25 του Μάη τ’ ασκέρι του Χατζή Καρά Αχμέτ εφέντη ξεκινάει από το Βουκουρέστι. Στις 27 η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων έφτασε στο μοναστήρι του Νοτσέτου, τέσσερεις ώρες από το Τιργοβίστι, που το κράταγαν οι δικοί μας. Αντιβγήκαν θαρρετά στους εχθρούς. Ο Γιαννάκης Κολοκοτρώνης ή Ντασκούλας, που ήταν εκεί σιμά στρατοπεδευμένος, σαν άκουσε το βρόντο των ντουφεκιών έτρεξε να βοηθήσει τους κλεισμένους. Οι Τούρκοι, λιγοστοί, πισωδρόμησαν. Προβλέποντας ο Κολοκοτρώνης πως θα ξαναγύριζαν με μεγαλύτερες δυνάμεις, στέλνει αγγελιοφόρο στο Τιργοβίστι γυρεύοντας βοήθεια. Ο Υψηλάντης προστάζει τον Ορφανό, τον πρώην ταγματάρχη του ρωσικού στρατού Δούκα, καθώς και τον γενναίο Σέρβο αρχιμανδρίτη (Η ιστορία δεν έσωσε το όνομά του) που με κάμποσους συμπατριώτες του ήρθε να πολεμήσει τον Τούρκο, να τρέξουν να βοηθήσουν τους κλεισμένους στο μοναστήρι. Ο Δούκας, όταν πήρε τη διαταγή του Υψηλάντη, συγκέντρωσε το σώμα του και θεατρικά φώναξε: — Πάμε, αδέρφια, με τιμή να πεθάνουμε!
Την άλλη μέρα οι Τούρκοι ρίξανε σημαντικό ασκέρι να πατήσει το μοναστήρι. Όσοι το κράταγαν, με κεφαλές τον Σαχίνη και τον Σφήκα, αποφασιστικά αντιβγήκαν. Πολέμησαν όμοια παλικαρίσια και οι απέξω — ο Ορφανός, ο Κολοκοτρώνης κι ο Σέρβος αρχιμανδρίτης. Ξεμπρόστισαν τους Τούρκους κυνηγώντας τους πέρα από το Δομνέστι.
Ένας μονάχα δε φαινόταν πουθενά- ο Δούκας. «Ιδών ούτος», γράφει ο Φιλήμονας, «τα επί του πεδίου τουρκικά σώματα, ωλιγοψύχησε, καίτοι έχων σώμα τετρακοσίων περίπου λογάδων Ελλήνων και Βουλγάρων, των πλείστων Ιππέων, και ουδόλως ενθυμηθείς, όσων των είπε προ ολίγων ωρών περί «του έντιμου θανάτου», ου μόνον απροσβλήτους άφησε τους, ως ανωτέρω, καταδιωκομένους εχθρούς, αλλά και ελιποτάκτησεν εις την Τέρβιδα, ο πρόδρομος γενόμενος άγγελος περί φανταστικών καταστροφών του Νοτσέτου».
Σαν έφθασε ο δειλός αυτός άνθρωπος στο Τιργοβίστι, για να δικαιολογήσει την ανανδρία του είπε πως ήταν ο μόνος που σώθηκε από το στρατό που πολέμησε στο μοναστήρι του Νοτσέτου. Τη νίκη των δικών μας την παράστησε για όλεθρο. Και τότε ξέσπασε στο Τιργοβίστι ο πανικός. Τη νύχτα, 28 με 29 του Μάη, παρατώντας τις αποθήκες γεμάτες τρόφιμα, μπαρούτια, μολύβια και χιλιάδες ζώα φύγανε κατά το Λουτσένι. Πολλοί σκόρπισαν και χάθηκαν μέσα στα δάση, αν και κανείς δεν τους κυνηγούσε. Περνώντας, στην ξέφρενη φυγή τους, το πλημμυρισμένο ποτάμι Δουμποβίστα, χάσανε και τα λίγα εφόδια που είχαν πάρει μαζί τους.
Και το χειρότερο, ο Σάββας Καμινάρης έβγαλε τη μάσκα που φορούσε και φανέρωσε το αληθινό του πρόσωπο του προδότη. Πήγε στον Κεχαγιάμπεη, προσκύνησε και του έταξε να πιάσει ο ίδιος τον Υψηλάντη. Έχοντας μαζί του τον Αυστριακό πράχτορα Ουντρίσκη, τους χίλιους καβαλάρηδές του, καθώς και τον Ταχήρ αγά από τα Γιάννενα με άλλες δυο χιλιάδες ιππικό, χύμηξε σα δαίμονας πίσω από το στρατό του Υψηλάντη και πρόλαβε την οπισθοφυλακή του την ώρα που πέρναγε το ποτάμι. Εξήντα δικοί μας στη βία τους να διαβούν πνίγηκαν και είκοσι έπιασε ζωντανούς ο καταραμένος. Τους έκοψε τα κεφάλια και «τα κατέθεσεν, ως πρωτόλεια του ζήλου αυτού, υπό τους πόδας του κεχαγιά μπέη».
Όσο για τον Δούκα αυτός προτίμησε να λιποταχτήσει. Πέρασε τα σύνορα και μπήκε στην Αυστρία.
Δραγατσάνι Ο στρατός του Υψηλάντη έφτασε με την ψυχή στο στόμα στο Πιτέστι. Και δίχως να χασομερήσει τράβηξε ακόμα πιο ορεινά, στα Καρπάθια, κι αφού πέρασε τον ποταμό Αλούτα στρατοπέδεψε στο Ρίμνικο της Μικρής Βλαχίας.
Εκεί οι δικοί μας βλέπουν έκπληχτοι να φτάνουν με τα παλικάρια τους ο Κολοκοτρώνης, ο Ορφανός κι ο Σέρβος αρχιμανδρίτης, που τους είχανε ξεγράψει έπειτα απ’ όσα ανιστόρησε ο τρομοκρατημένος Δούκας.
Ο γνωστός μας από τ’ αρχικά F. G. L. Γάλλος χρονογράφος λέει: «Οι δρόμοι του Ρίμνικου αντηχούσαν από τα πατριωτικά τραγούδια τους. Μ’ αυτά τα γενναία μα δυστυχισμένα νειάτα προετοιμάζονταν χαρούμενα για ένα βέβαιο, αλίμονο, θάνατο!» Το θανάσιμο χτύπημα στον επαναστατικό στρατό δε θα δοθεί από τις τούρκικες δυνάμεις της Σιλίστριας, που πήρανε το Βουκουρέστι και κυνήγησαν τον Υψηλάντη πέρα από το Τιργοβίστι, παρά από εκείνες του Ντερβίς πασά του Βιντινιού.
Στις αρχές του Μάη, καθώς είπαμε, τούρκικο ασκέρι από τέσσερεις χιλιάδες πεζούρα και χίλιους πεντακόσιους καβαλάρηδες, με σερασκέρη τον Καρά Φεήζ, πέρα σε το Δούναβη και μπήκε στη Μικρή Βλαχία. Αφού πήρε δίχως μάχη την Κραϊόβα τράβηξε προς τον ποταμό Αλούτα βρίσκοντας τοπικές μονάχα μικροαντιστάσεις. Στα τέλη του Μάη 2.600 πεζοί από το στράτευμα του Καρά Φεήζ πιάσανε, στο μπάσιμο κοιλάδας στους πρόποδες των Καρπαθίων, τέσσερα μοναστήρια, που το ένα από τ’ άλλο βρίσκονταν σ’ απόσταση μισής ώρας δρόμου. Σύγκαιρα οχτακόσιοι καβαλάρηδες μπήκανε σ’ ένα μικρό σιμά στο ποτάμι χωριό, που θα μείνει πασίγνωστο από τότε στις γενεές των Ελλήνων· το Δραγασάνι.
Ο στρατός του Υψηλάντη στο Ρίμνικο ανέβαινε – μαζί με τους Παντούρους του Βλαδιμηρέσκου, που πολλοί απ’ αυτούς υπηρετούσαν τώρα κάτω από τις προσταγές του Γιωργάκη Ολύμπιου — σε πέντε χιλιάδες πεζούς και δυο χιλιάδες πεντακόσιους καβαλάρηδες. Είχανε και τέσσερα μικρά κανόνια, ενώ οι Τούρκοι του Καρά Φεήζ δε σέρνανε κανένα.
Η δύναμη δηλαδή των επαναστατών σημαντικά ξεπέρναγε εκείνη του τούρκικου ασκεριού, που είχε στρατοπεδέψει στο Δραγασάνι. Λογάριασε λοιπόν ο Υψηλάντης πως του δινόταν μια μοναδική ευκαιρία να χτυπήσει τούτο το σχετικά αδύναμο σώμα του εχθρού, πριν έρθει σε σύγκρουση με τον κύριο όγκο του στρατού του.
Στις 3 λοιπόν του Ιούνη ο Ολύμπιος, ο Νικόλαος Υψηλάντης με τον Ιερό Λόχο κι ο Καραβιάς μ’ οχτακόσιους καβαλάρηδες παράτησαν το Ρίμνικο και τραβώντας δίπλα στη δεξιά όχθη του Αλούτα προχώρησαν κατά το Δραγασάνι. Έπειτα από δυο μέρες κίνησε κι ο Υψηλάντης με το υπόλοιπο στράτευμα. Το πεζικό ήταν κάτω από τις προσταγές του Ορφανού και του Κολοκοτρώνη και οι Ουλάνοι και οι Κοζάκοι, του Πολωνού συνταγματάρχη Γαρνόφσκη.
Στ’ αναμεταξύ πιάσανε δυνατές βροχές κι έτσι μονάχα στις 6 του Ιούνη τα διάφορα σώματα άρχισαν, το ένα πίσω από τ’ άλλο, να σιμώνουν το Δραγασάνι. Ο Ολύμπιος στρατοπέδεψε στα ριζά του βουνού κι ο Ιερός Λόχος κι ο Καραβιάς τάχθηκαν μπροστά απ’ αυτόν, στο φρύδι μιας χαράδρας. Ο Υψηλάντης στάθηκε σ’ ένα μικρό χωριό τρεις ώρες δρόμο πίσω από τους πρώτους. Διάταξε, όπως η μάχη θα ήταν κρίσιμη, να μην κινηθεί κανείς ενάντια στον εχθρό πριν δώσει ο ίδιος το σύνθημα.
Ξημέρωσε η Τρίτη 7 του Ιούνη 1821. Ο Καρά Φεήζ, βλέποντας ξάφνου τόσο στράτευμα μπροστά του, αρχίζει με μεγάλη βία να ταμπουρώνεται στο Δραγασάνι. Και για να ξανοίξει «το πεδίο βολής» βάζει και καίνε μερικά σπίτια που τον μπόδιζαν.
Και τότε, ήτανε γύρω στις 10 το πρωί, ακολούθησε το περιστατικό που οδήγησε στη συμφορά. Ο Καραβιάς δε φτάνει που ήταν ελαφρόμυαλος, βρέθηκε κιόλας, καθώς του πολυάρεσε το πιοτό, μεθυσμένος.
Βλέποντας λοιπόν τους Τούρκους να καίνε τα σπίτια του χωριού, λογάριασε πως ετοιμάζονταν να φύγουν. Προστάζει σύναξη της καβαλαρίας του και παίρνει την απόφαση να τους χτυπήσει, μη χάσει την ευκαιρία να δοξαστεί.
Ο Ολύμπιος έλειπε. Είχε πάει πίσω στο πόστο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, να συνεννοηθεί μαζί του για το πως και πότε θα γινόταν η επίθεση. Μάταια ο Νικόλαος Υψηλάντης, βλέποντας το παράτολμο κίνημα του Καραβιά, γυρεύει να τον συγκροτήσει. Του θυμίζει τη διαταγή του αρχηγού να μην κινηθεί κανείς χωρίς την προσταγή του και δείχνοντάς του τη γη, που εξ αιτίας των βροχών είχε λασπώσει, του λέει πως θα στεκόταν δύσκολο στο στρατό να επιτεθεί. Άλλοι πάλι του φωνάζουν να σκεφτεί πως είναι Τρίτη «η αποφράς θεωρουμένη παρά των κοινών ανθρώπων ημέρα». Μα ο Καραβιάς δεν άκουγε τίποτα. Σπιρουνίζει τ’ άλογό του και χύνεται μπροστά να ξεπατώσει τους Τούρκους που κράταγαν το μοναστήρι Σερμπανίστι, ίσαμε τρία τέταρτα δρόμο από το Δραγασάνι.
Σαν έφτασε μπροστά από το μοναστήρι, «αλαλάζων, εξυβρίζων και επαπειλών» προσκαλεί τους Τούρκους να βγούν, αν είναι παλικάρια, να πολεμήσουν. Μα να, σε λίγο φτάνουν οι εχθροί από τ’ αλλά μοναστήρια και ρίχνονται πάνω του, σκοτώνοντας ίσαμε εκατόν σαράντα δικούς του. Ως εκείνη την ώρα οι ιερολοχίτες ξένοιαστοι «εσύλλεγον επί των παρακειμένων κερασιών καρπούς, ίνα καταπαύσωσι την καταπιέζουσαν αυτούς πείναν».
Ο Νικόλαος Υψηλάντης , βλέποντας το τι κακό πάγαινε να πάθει ο Καραβιάς, συνάζει τον Ιερό Λόχο και κινιέται προς το Δραγασάνι. Άρχισε να ψιχαλίζει. Σε λίγο η βροχή δυνάμωσε. Οι Ιερολοχίτες «εβάδιζον μόλον τούτο με βήμα ταχύ σχηματισμένοι εις δύο πτέρυγας». Βλέποντας ο Καραβιάς τον Ιερό Λόχο να φτάνει, αδράχνει την ευκαιρία να γλιτώσει, σπιρουνίζει αντίστροφα τ’ άλογό του και τρέχει να σωθεί στα βουνά.
Τώρα τρακόσιοι Ιερολοχίτες με δυο κανόνια κι άλλοι διακόσιοι καβαλάρηδες βρέθηκαν μόνοι ν’ αντιβγούν στο τούρκικο ασκέρι. Βλέποντας ο Καρά Φεήζ πως από πουθενά δεν ερχόταν βοήθεια στους γκιαούρηδες, ρίχνεται πάνω τους μ’ όλη του την καβαλαρία. Οι Ιερολοχίτες αντικόβουν την πρώτη ορμή των Τούρκων. Μα σε λίγο τους περιτριγυρίζουν ολούθε οι εχθροί.
Οι πιότεροι, νέα παιδιά που ποτέ ως τότε δεν κράτησαν άρματα στα χέρια, καταλαβαίνουν πως είναι χαμένοι. Μα μέσα τους ψηλώνει το Μέγα χρέος· σκοτώνονται μα δεν πισωδρομούν.
Η ύστατη ελπίδα τους είναι τα δυο κανόνια που σύρανε μαζί τους. Ανοίγουν τις κάσες με τις «πυριτοθήκες» και τι να δουν; Λιγοστές μπάλες, 10 ως 20 οκάδες μπαρούτι όλο κι όλο κι αντί φιτίλια άχυρα.
Τέλος τα γεμίζουν και τους δίνουν φωτιά με τις ίσκες τους που άναβαν τσιγάρο η αδειάζοντας στην τρύπα με το μπαρούτι τις πιστόλες τους. Ο Ιερός Λόχος έμοιαζε μ’ αδύναμο φράχτη που μάταια γυρεύει να σταματήσει τα ξεχειλισμένα νερά ποταμού. Ο Καρά Φεήζ ξαναρίχνει την καβαλαρία του σε καινούργιο γιουρούσι.
Λυγάνε οι Ιερολοχίτες και τους κόβουν στα δυο οι εχθροί. Σκοτώνονται ο ένας έπειτα από τον άλλον όλοι οι εκατόνταρχοί τους. Κι ο Δρακούλης, κι ο Σούτσος, κι ο Κρόκας, κι ο Ιωαννίτης. Σε λίγο σωριάζεται κι ο σημαιοφόρος τους Ξενοφών. Και μαζί μ’ αυτόν πέφτει κι ο Ελβετός εθελοντής Βερντιέ, που ξεχώρισε για την αντρεία του. Άλλους απ’ όσοι απόμειναν τους σφάζουν οι Τούρκοι εκεί στον τόπο κι άλλους τους κυνηγάνε ίσαμε μια ξερή ρεματιά. Δεν ήταν πια πιότεροι από εκατόν είκοσι. Πάνω από το ρέμα βρέθηκε ο καπετάν Χόρκας με πενήντα Παντούρους, που πρώτος αντιβγήκε στους εχθρούς κόβοντας την ορμή τους.
Σε λίγο φτάνει κι ο Ολύμπιος μαζί με τον Σέρβο αρχιμανδρίτη, ρίχνονται στους Τούρκους, τους πισωγυρίζουν και δίνουν έτσι τον καιρό στ’ απομεινάρια του Ιερού Λόχου να σωθούν.
Έπεφτε πια το σούρουπο και οι Τούρκοι ξαναγύρισαν στα πόστα τους, απορώντας και οι ίδιοι για την ακαρτέρευτη τούτη νίκη τους. Σέρνανε μαζί τους και τριάντα εφτά Ιερολοχίτες που ζώγρησαν. Τους στείλανε δεμένους με σίδερα στο Βουκουρέστι, αποκεί στη Σιλίστρια κι απ’ αυτή στην Πόλη. Κι εκεί, αφού τράβηξαν τα νέα αυτά παιδιά ανείπωτα μαρτύρια κι εξευτελισμούς, τους κόψαν τα κεφάλια. «Ούτως απωλέσθη εν ολίγη ώρα μία των γλυκυτέρων ελπίδων της Ελλάδος, ο Ιερός λόχος».
Το Δραγασάνι στάθηκε ο τάφος των ελπίδων του Υψηλάντη. Από κείνη την ώρα κι έπειτα δεν υπάρχει πια στρατός. Όλα τέλειωσαν. Στις 8 του Ιούνη βγάζει τούτη δω την τελευταία ημερήσια διαταγή του:
Στρατιώται ! Όχι, δεν μολύνω πλέον το Ιερόν, το τίμιον τούτο όνομα εις τα υποκείμενά σας. Άνανδροι αγέλαι λαών! Αι προδοσίαι σας, αι επιβουλαί σας με βιάζουσι να σας αποχωρισθώ. Εις το εξής κάθε δεσμός μεταξύ υμών και εμού κόπτεται. Βαθυά μόνον θα φέρω εις την ψυχήν μου την εντροπήν, ότι σας εδιοικούσα.
Επατήσατε τους όρκους σας· επροδόσατε Θεόν και πατρίδα· επροδόσατε και εμέ εις την στιγμήν, καθ’ ην ήλπιζα ή να νικήσω, ή να συναποθάνω μαζή σας ενδόξως. Σας αποχωρίζομαι λοιπόν! Τρέξετε εις τους Τούρκους, τους μόνους αξίους φίλους των φρονημάτων σας· εξέλθετε από τα δάση, καταβήτε από τα βουνά, τα άσυλα της ανανδρίας σας, τρέξετε εις τους Τούρκους και καταφιλήσετε τας χείρας των, από τας οποίας ακόμη στάζει το Ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων υπουργών της θρησκείας Πατριάρχων, Αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών σας. Ναι! τρέξετε, αγοράσετε την σκλαβίαν σας με την ζωήν σας και με την τιμήν των γυναικών και παιδιών σας.
Σεις δε σκιαί των γνησίων Ελλήνων εκ του Ιερού Λόχου, όσοι προδοθέντες επέσατε θύματα δια την ευδαιμονίαν της πατρίδος, δεχθήτε δι’ εμού τας ευχαριστίας των ομογενών σας. Ολίγος καιρός, και στήλη θα ανεγερθή να διαιώνιση τα ονόματά σας. Με χαρακτήρας φλογερούς είναι εγκεχαραγμένα εις τα φίλτρα της καρδίας μου τα ονόματα εκείνων, όσοι μέχρι τέλους μ’ έδειξαν πίστιν και ειλικρίνειαν. Η ενθύμησίς των θα είναι πάντοτε το μόνον δροσιστικόν ποτόν της ψυχής μου.
Παραδίδω δε εις την απέχθεια της ανθρωπότητος, εις την δίκην των νόμων και εις την κατάραν των ομογενών τον επίορκον και προδότην Σάββαν, τους λιποτάκτας και πρωταιτίους της κοινής λιποταξίας και φυγής Δούκαν Κωνσταντίνου, Βασίλειον Μπαρλάν, Γεώργιον Μάνον Φαναριώτην, Γρηγόριον Σούτσον Φαναριώτην και τον φαυλόβιον Νικόλαον Σκούφον.
Καθαιρώ δε και τον Βασίλειον Καραβιάν από την τάξιν των συστρατιωτών μου δια την απείθειάν του και το απρεπές πολίτευμά του.
Ρίμνικον τη 8 Ιουνίου 1821.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
Ω πόσο διαφορετικό είναι τούτο το κείμενό από την προκήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος»! Είχανε περάσει 104 μέρες από τότε. Και τώρα;… Τώρα ονόμαζε το στρατό του «άνανδρον αγέλην λαών». Είχε δίκιο; Όχι, δεν είχε. Γιατί θα δούμε να γράφουν τούτοι οι αγωνιστές που παράτησε δυο έξοχες σελίδες αντρείας και λευτεριάς.
Δ.Φωτιάδης (Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ’21 ΤΟΜΟΣ Α’)
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ