Γεωργίου Ν. Φιλία
Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Θεματολογία και προβληματική
της σύγχρονης εκκλησιαστικής ρητορικής
- Είδη και περιστάσεις εκφοράς του σύγχρονου θεολογικού ρητορικού λόγου.
Όταν αναφερόμαστε στο είδος του ρητορικού εκκλησιαστικού λόγου, αναφερόμαστε ουσιαστικά στη δυνατότητα προσαρμογής του στις διάφορες περιστάσεις. Η προσαρμοστικότητα αυτή του ρητορικού εκκλησιαστικού λόγου είναι δυνατόν να προβλεφθεί από τον εκκλησιαστικό ρήτορα κατά την προετοιμασία του κειμένου του, είναι πιθανόν, όμως, να ενεργοποιηθεί κατά τρόπο ενστικτώδη κατά την εκφώνηση. Η τελευταία περίπτωση, βεβαίως, προϋποθέτει ικανό ρήτορα. Υπό την έννοια αυτή, κάποια είδη του ρητορικού εκκλησιαστικού λόγου είναι παραδοσιακά (δηλαδή υφίστανται διαχρονικά μέσα στην ιστορία της εκκλησιαστικής ρητορικής), αλλά κάποια άλλα δημιουργούνται μέσα από τις σύγχρονες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες.
Υπάρχει, αναμφισβήτητα, συνάφεια της εκκλησιαστικής ρητορικής με το λειτουργικό έτος. Αυτό αποτελεί ένα από τα βασικά είδη του σύγχρονου ρητορικού θεολογικού λόγου: τον εορτολογικό ρητορικό λόγο. Θα επισημανθούν, παρακάτω, κάποια άλλα είδη και περιστάσεις εκφωνήσεως του εκκλησιαστικού ρητορικού λόγου.
(α) Ο ρητορικός λόγος επί ηθικών και δογματικών θεμάτων
Ο ρητορικός λόγος επί ηθικών θεμάτων είναι ο λόγος που απορρέει από τις αρχές της χριστιανικής ηθικής. Ο λόγος αυτός, επομένως, αναφέρεται σε όλα τα θέματα που αφορούν στην ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου, δηλαδή στις αρετές και στις κακίες του. Η ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου υπεισέρχεται σε όλες τις πτυχές του ατομικού και κοινωνικού του βίου. Αυτό σημαίνει ότι ο περιστατικός εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος επί ηθικών θεμάτων θα πρέπει να παρακολουθεί την ανθρώπινη ηθική συμπεριφορά, ώστε να μπορεί να εξαγάγει χρήσιμες πληροφορίες περί των ηθικών ελλείψεων του ακροατηρίου.
Γι’ αυτό τα ηθικά θέματα είναι πολύ επίκαιρα. Ο εκκλησιαστικός ρήτορας πρέπει να αντιμετωπίζει τα θέματα αυτά όχι σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά σε συνδυασμό της ηθικής με τη χριστιανική πίστη και ζωή. Άλλωστε, όλα τα καινοδιαθηκικά κείμενα παρέχουν αφορμές για ανάπτυξη ηθικών θεμάτων. Τα θέματα αυτά μπορούν να διακριθούν σε μερικά και γενικά. Τα γενικά θέματα αφορούν στην ηθική διδασκαλία περί όλων των θεμάτων, τα δε ειδικά έχουν ως αφορμή κάποια έκτακτα προβλήματα του ακροατηρίου.
Ο εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος, όμως, μπορεί να έχει ως βασικό άξονα και θέματα δογματικής. Ο σύνδεσμος κηρύγματος και δόγματος εμπεριέχει ένα βασικό ερώτημα: εφ’ όσον το δόγμα αποτελεί την αποκεκαλυμμένη αλήθεια, η οποία υπερβαίνει τους όρους του ανθρώπινου λόγου, πως συνιστά το «αντικείμενο» της ευαγγελικής εξαγγελίας, το οποίο θεραπεύει το κήρυγμα; Η απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι ότι το κήρυγμα και το δόγμα αλληλοπεριχωρούνται και φθάνουν σε μία εννοιολογική ταυτότητα. Το δόγμα είναι η ουσία της θεολογίας της Εκκλησίας και έχει αποθησαυριστεί στις πηγές της πίστεως. Υπό την έννοια αυτή, το δόγμα αποτελεί όχι μόνο το περιεχόμενο του κηρύγματος, αλλά και το κριτήριο της αξιοπιστίας του.
Τα δογματικά θέματα απαιτούν ακρίβεια διατυπώσεως από τον εκκλησιαστικό ρήτορα, αλλά και ενδελεχή μελέτη. Δεν ευσταθεί η άποψη ότι πρόκειται περί θεμάτων χωρίς ενδιαφέρον για το ευρύτερο ακροατήριο. Τόσο ο ιεροκήρυκας εντός του ναού, όσο και ο θεολόγος καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα κληθούν να αναπτύξουν δογματικά θέματα, εφ’ όσον τα θέματα αυτά αποτελούν τη βάση της πίστεως, την οποία οφείλει να γνωρίζει επακριβώς κάθε μέλος της Εκκλησίας και η οποία αποτελεί το ασφαλές κριτήριο για την ανάπτυξη των υπολοίπων θεμάτων.
Η ανάπτυξη δογματικών θεμάτων στον εκκλησιαστικό ρητορικό λόγο θα πρέπει να συνοδεύεται και από αναφορές στην αμφισβήτηση των δογμάτων αυτών από την αίρεση. Διότι η αίρεση αποτελεί την αφορμή για να αναφερθούμε στην «ορθή – δόξα» (ορθή πίστη) της Εκκλησίας, αλλά και για να συνειδητοποιήσουμε τις συνέπειες που είχε και έχει η απόκλιση από την αλήθεια της Εκκλησίας. Άλλωστε, το έργο των Οικουμενικών Συνόδων (των ιερών θεσμών, δηλαδή, που αγωνίστηκαν εναντίον των αιρέσεων) συνδέεται άμεσα με το έργο του κηρύγματος. Σε περιόδους έξαρσης των αιρετικών διδασκαλιών το κήρυγμα συνέβαλε όχι μόνο στην αποσαφήνιση του αληθινού περιεχομένου της πίστεως και στη σαφή λεκτική του διατύπωση, άλλα και στη διαμόρφωση του γνήσιου φρονήματος των πιστών, ώστε το δόγμα ως διατύπωση βασικής αλήθειας, να συνιστά λεκτική της βιωματικής εμπειρίας της Εκκλησίας.
Την ανάγκη, σημασία και επικαιρότητα αναπτύξεως δογματικών θεμάτων αντιλαμβανόμαστε όταν συνειδητοποιήσουμε το εύρος των επιμέρους κλάδων των θεμάτων αυτών: της ανθρωπολογίας, της χριστολογίας, της τριαδολογίας, της εκκλησιολογίας, της σωτηριολογίας και της εσχατολογίας. Οι κλάδοι αυτοί συνοψίζουν την ορθόδοξη διδασκαλία και την διαχωρίζουν από θέσεις των ετεροδόξων περί όλων αυτών των θεμάτων. Επομένως, η ορθή και συνεπής ανάπτυξη του δόγματος της ορθόδοξης Εκκλησίας εισάγει τον ακροατή στην έννοια της ορθοδοξίας, αποσαφηνίζει το πλαίσιο της σωτηρίας του, αλλά και τον διαφυλάσσει από τον εν Ελλάδι ασκούμενο προσηλυτισμό κάποιων ετεροδόξων (κυρίως εκ των προτεσταντικών Ομολογιών).
Η ανάπτυξη δογματικών θεμάτων από τον εκκλησιαστικό ρητορικό λόγο εγκυμονεί τον κίνδυνο να καταστεί το κήρυγμα κουραστικό για τους ακροατές, οι οποίοι (ως επί το πλείστον) δεν είναι εξοικειωμένοι με τη δογματική ορολογία, αλλά και δεν ενδιαφέρονται άμεσα για τα δογματικά θέματα. Ο εκκλησιαστικός ρήτορας θα πρέπει να χρησιμοποιήσει κατά το δυνατόν απλούστερο λόγο, να συνδέσει τα δογματικά θέματα με τη ζωή των ακροατών του και, κυρίως, να αναπτύξει τα θέματα αυτά με κείμενα εκ των Πατέρων της Εκκλησίας, στα οποία το δόγμα επεξηγείται κατά τρόπο άμεσο και παραστατικό.
Το δόγμα, ως μορφή συστηματικής διατυπώσεως θεμελιώδους αρχής πίστεως, είναι η καταληκτική και συνοπτική έκφραση και μαρτυρία μιας μακράς εμπειρίας θείων αληθειών που βιώνουν τα μέλη της Εκκλησίας στο πλαίσιο της μυστηριακής και χαρισματικής αυτής ζωής. Το δόγμα, ως κοινωνία πίστεως, ομολογούμενη και μαρτυρούμενη δια της πολιτείας των Χριστιανών, είναι αποτέλεσμα περίπλοκων διεργασιών, στις οποίες συμμετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος. Κανείς δεν πιστεύει σε μια εξαγγελία, εάν δεν την ακούσει και κανείς δεν αποδέχεται το περιεχόμενό της, εάν δεν πειστεί. Αλλά η πειθώ δεν είναι αποτέλεσμα μιας άκριτης ή συναισθηματικής αντίδρασης· είναι αποτέλεσμα συνειδητής και, επομένως, έλλογης επιλογής. Κατά συνέπεια, είναι εμφανής ο ρόλος του κηρύγματος, όχι μόνο ως μέσου εκφοράς της ευαγγελικής αλήθειας, αλλά και ως μέσου μεταδόσεως αυτής κατά τρόπο που να εκφράζει την απαιτούμενη πειθώ και αποδοχή της.
Κατανοείται, λοιπόν, με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω το γιατί ο δια του κηρύγματος αρθρωμένος θεολογικός λόγος διαμορφώνει μια «κηρυγματική θεολογία», η οποία διαθέτει τη δική της μεθοδολογία και δομή, σαφώς διακρινόμενη από άλλους τομείς επιστημονικής προσεγγίσεως της θεολογικής ύλης, χωρίς όμως τούτο να σημαίνει ότι δεν αξιοποιεί τα ευρήματά τους.
Κατά συνέπεια, εφ’ όσον το δόγμα στο πλαίσιο της δια του κηρύγματος προσφοράς του προβάλλεται και προτείνεται ως τρόπος ζωής, τότε το κήρυγμα αποκαλύπτει και τον ποιμαντικό του χαρακτήρα. Η συνέχεια, λοιπόν, μεταξύ κηρύγματος και δόγματος κατανοείται στο πλαίσιο της δυναμικής της ζωής της Εκκλησίας, όπως αυτή διαμορφώνεται και εκδηλώνεται κατά την ιστορική της πορεία.
(β) Περιστατικοί λόγοι
Ο εκκλησιαστικός ρήτορας, είτε από άμβωνας είτε στη σχολική τάξη, δεν πρέπει να παρουσιάζεται ξένος απέναντι στις ανάγκες και τα έκτακτα γεγονότα της ζωής του ακροατηρίου του. Η διαπίστωση αυτή καθίσταται επιτακτικότερη εάν αναλογιστούμε ότι τα γεγονότα αυτά αποτελούν περιστάσεις, οι οποίες επηρεάζουν την όλη προσωπικότητα του ανθρώπου· επομένως, η παρέμβαση του θεολογικού λόγου κατά τη συγκεκριμένη στιγμή είναι απολύτως επιβεβλημένη.
Η έννοια της «περιστάσεως» στον εκκλησιαστικό ρητορικό λόγο δηλώνει είτε ένα έκτακτο γεγονός, γνωστό ως πιθανότητα αλλά μη αναμενόμενο (όπως, για παράδειγμα οι φυσικές καταστροφές, ένας πόλεμος ή ένας θάνατος), είτε ένα εντελώς αναπάντεχο γεγονός, δηλαδή μη αναμενόμενο με βάση τις υφιστάμενες πιθανότητες (όπως μία περίπτωση ποινικής πράξεως -φόνου, κλοπής κ.λπ.- οι λεπτομέρειες της οποίας την καθιστούν μοναδική μεταξύ των παρομοίων πράξεων). Ο περιστατικός εκκλησιαστικός λόγος, όμως, μπορεί να αφορά και σε έκτακτα εκκλησιαστικά γεγονότα, όπως σε Μυστήρια Βαπτίσεως, Γάμου και Ιερωσύνης, επικηδείου ακολουθίας, αγιασμού για την έναρξη της σχολικής χρονιάς και εγκαινίων ναού.
Ανεξάρτητα από το είδος της περιστάσεως, ο εκκλησιαστικός ρήτορας καλείται να αναδείξει πολλά χαρίσματα και ικανότητες, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες του περιστατικού λόγου. Οι ανάγκες αυτές καθίστανται πολυσήμαντες λόγω της ποικιλίας των στόχων του περιστατικού λόγου, όταν παράλληλα καλείται να παρηγορήσει και να εμψυχώσει, να αποτρέψει και να προτρέψει, να λάβει θέση και να αποστασιοποιηθεί, να επαινέσει και να επιτιμήσει. Εάν δε ληφθεί υπόψη ότι, συνήθως, ο περιστατικός λόγος εκφωνείται χωρίς τη δυνατότητα χρόνου προετοιμασίας (διότι η έννοια της «περιστάσεως» συνοδεύεται από την έννοια του αιφνίδιου και επείγοντος), καθίσταται σαφής η περαιτέρω δυσκολία διαμορφώσεως ενός συγκροτημένου ρητορικού εκκλησιαστικού λόγου.
Ιδιαιτέρως τα περιστατικά κηρύγματα με αφορμή κάποιο γεγονός θανάτου, είτε εκφωνούνται στο ναό κατά τη διάρκεια της εξοδίου ακολουθίας, είτε αποτελούν παραμυθητικό λόγο σε μία σχολική τάξη, υποκρύπτουν πάντως αρκετές δυσκολίες. Και τούτο, διότι πρέπει ταυτόχρονα να παρηγορήσουν, να ερμηνεύσουν το γεγονός του θανάτου και να εμπνεύσουν την ελπίδα στους ζώντες. Εάν το συγκεκριμένο περιστατικό κήρυγμα περιοριστεί σε μία μόνο από τις παραπάνω πτυχές, τότε η θεματική του μονομέρεια θα συνεπιφέρει και τη σχετικοποίηση και αποτυχία του. Στην περίσταση του θανάτου η Εκκλησία (είτε από άμβωνος, είτε στη σχολική τάξη) οφείλει να εκφέρει ολοκληρωμένο λόγο και όχι τυποποιημένο επικήδειο λογίδριο. Μέσα στη σχολική τάξη ο συγκεκριμένος λόγος μπορεί να λάβει και άλλες μορφές, όπως μια συλλογική συμμετοχή των μαθητών στο σχολιασμό του γεγονότος του θανάτου και της απουσίας του τεθνεώτος.
Οι περιστατικό λόγοι των Πατέρων της Εκκλησίας διακρίνονται για την τόλμη ερμηνείας των γεγονότων, για την ελπίδα που αποπνέει η πίστη στο Θεό και για το δυναμισμό των προτεινομένων λύσεων απέναντι στα έκτακτα προβλήματα που έχουν αναφυεί. Οι λόγοι αυτοί εκφωνήθηκαν με αφορμή συγκεκριμένα γεγονότα της εποχής, αλλά και σύγχρονές τους πνευματικές αναγκαιότητες.
Παρόμοια παραδείγματα λαμβάνουμε από τους εικοσιένα λόγους του αγ. Ιω. Χρυσοστόμου Εις τους ανδριάντας, οι οποίοι εκφωνήθηκαν με αφορμή τη θραύση των αγαλμάτων του αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου και μελών της οικογένειας του, αλλά επεκτάθηκαν στις σχέσεις Εκκλησίας και πολιτείας, καθώς και σε άλλα θέματα μη θρησκευτικά2. Οι ομιλίες Εν λιμώ και αυχμώ του Μ. Βασιλείου είχαν ως αφετηρία την ξηρασία και, κατά συνέπεια, την πείνα του λαού· γι’ αυτό η Εκκλησία των Καισαραίων αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί3. Οι Πέντε Θεολογικοί Λόγοι του Γρηγορίου του Θεολόγου εκφωνήθηκαν το 380 μ.Χ. στο ναό της αγίας Αναστασίας Κωνσταντινουπόλεως, όταν οι Αρειανοί και οι Απολιναριστές κατέλαβαν σχεδόν όλους τους ορθόδοξους ναούς4. Τα κηρύγματα (με την επωνυμία Κατηχήσεις) του Θεοδώρου Στουδίτου σχολάζουν κάποια βασιλικά ή κρατικά δρώμενα5. Σε όλους αυτούς τους περιστασιακούς εκκλησιαστικούς ρητορικούς λόγους διαφαίνεται ένα σταθερό και σαφές θεολογικό υπόβαθρο.
Περιστατικό! λόγοι στη σύγχρονη πραγματικότητα είναι και οι απευθυνόμενοι σε ειδικά αμιγή ακροατήρια, όπως σε μαθητές, φοιτητές, ασθενείς, φυλακισμένους. Η ομοιογένεια των παραπάνω ακροατηρίων διαφοροποιεί το περιεχόμενο και τη δομή του λόγου, σε σημείο να αναφερόμαστε σε εξειδικευμένες ομιλίες και, ίσως, σε εξειδικευμένους εκκλησιαστικούς ρήτορες. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και δόκιμοι ομιλητές, είναι πιθανόν να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις παραπάνω ειδικές περιστάσεις. Βέβαια, η κατάτμηση του εκκλησιαστικού σώματος σε ομάδες ειδικών και μη ειδικών αναγκών δεν είναι ορθή εκκλησιολογικά. Όμως, οι ειδικές συνθήκες επιβάλλουν εξειδικευμένη αντιμετώπιση.
(γ) Απολογητικός εκκλησιαστικός λόγος
Η έννοια της «απολογίας» στο σύγχρονο θεολογικό λόγο εμπεριέχει δυο επιμέρους πτυχές : την υπεράσπιση της αλήθειας της πίστεως έναντι των αιρέσεων και τη διαλεκτική της ορθόδοξης θεολογίας με τις σύγχρονες μορφές της επιστήμης και της ιδεολογίας.
Η πρώτη πτυχή του σύγχρονου απολογητικού θεολογικού λόγου (η υπεράσπιση της αληθείας έναντι των αιρέσεων) απαιτεί καλή γνώση του περιεχομένου και της μεθόδου δράσεως των αιρέσεων αυτών. Ο ρητορικός απολογητικός λόγος πρέπει να στηρίζεται στην ορθή καταγραφή των αιρετικών θέσεων, ώστε να προβαίνει ακολούθως στην αναίρεσή τους. Η πιθανή λανθασμένη γνώση και παρουσίαση των θέσεων αυτών μπορεί να επιφέρει αποτυχία του απολογητικού λόγου να πείσει τους ακροατές, αλλά μπορεί να επιφέρει και μεγαλύτερη πολεμική εκ μέρους των αιρετικών ομάδων, οι οποίες γνωρίζουν να αμύνονται και να διεκδικούν τα δικαιώματα τους στα πλαίσια των νόμων του κράτους.
Για τον σκοπό αυτό, ο εκκλησιαστικός ρήτορας (είτε από άμβωνος, είτε στα πλαίσια ενός κατηχητικού μαθήματος η ενός μαθήματος Θρησκευτικών) θα πρέπει να είναι εφοδιασμένος με τα κατάλληλα βιβλία τόσο περί των θέσεων των ίδιων των αιρετικών, όσο και περί της αναιρέσεως των θέσεων αυτών. Απαιτείται, δηλαδή, η δημιουργία μιας αντιαιρετική βιβλιοθήκης, η οποία πρέπει συνεχώς να ανανεώνεται, δεδομένης μάλιστα της εμφανίσεως νέων αιρέσεων η της μεταλλαγής παλαιοτέρων. Αλλά και ο αντιαιρετικό λόγος, εκείνος που θα αποκαλύψει και θα στιγματίσει την πλάνη, εκείνος που θα ενισχύσει τους πιστούς στον αγώνα υπέρ της αληθείας της πίστεως, θα πρέπει να είναι νηφάλιος, σταθερός και ελπιδοφόρος. Νηφάλιος πρέπει να είναι υπό την έννοια αποφυγής ακραίων εκφράσεων εναντίον των αιρέσεων, εκφράσεων που δεν οικοδομούν τους πιστούς, αλλά και που δυνατόν να παράσχουν αφορμές στους εκπροσώπους των αιρετικών, ώστε να εμφανιστούν ως αδίκως διωκόμενοι, ή να προβούν σε ένδικα μέτρα εναντίον του εκκλησιαστικού ρήτορα. Άλλωστε, και για την παρούσα περίπτωση ισχύει η αρχή ότι ο ρητορικός εκκλησιαστικός λόγος θα πρέπει να είναι νηφάλιος και με πραότητα να ασκεί κριτική και να νουθετεί τους πλανώμενους.
Η δεύτερη πτυχή της σύγχρονης εκκλησιαστικής ρητορικής απολογίας εμπεριέχει, επίσης, επιμέρους ιδιάζουσες δυσκολίες. Η διαλεκτική της θεολογίας με τη σύγχρονη διανόηση αποτελεί διαχρονικό αίτημα της Εκκλησίας, υπό την έννοια ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι εν γένει εκκλησιαστικοί συγγραφείς ενδιαφέρονταν πάντοτε για τα επιστημονικά και φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής τους, με τα οποία διαλέγονταν αναδεικνύοντας είτε τις συγκλίσεις, είτε τις αποκλίσεις τους.
Η πρωταρχική και βασική δυσκολία του εκκλησιαστικού ρήτορα για τη διαμόρφωση ενός απολογητικού λόγου απέναντι στα επιστημονικά ρεύματα της εποχής του, είναι η ανάγκη να μην υπερβεί τα θεολογικά πλαίσια, σε μια προσπάθεια υποκατάστασης των εκπροσώπων των ρευμάτων αυτών. Για παράδειγμα, δεν μπορεί ο εκκλησιαστικός ρήτορας, κατά τη διαλεκτική του με τη σύγχρονη βιολογία, να προσπαθεί να υποκαταστήσει ένα βιολόγο στα θέματα αυτά. Ο θεολογικός ρητορικός λόγος -του ιεροκήρυκα ή του θεολόγου καθηγητή- πρέπει να αρκείται στη διαλεκτική με τη βιολογία (που αναφέρθηκε σαν παράδειγμα) μέσα στα πλαίσια της θεολογίας και όχι να δημιουργείται ένα κλίμα πολεμικής της βιολογίας, το οποίο θα στηρίζεται σε δήθεν «επιστημονικά» πορίσματα του εκκλησιαστικού ρήτορα.
Η διαλεκτική του εκκλησιαστικού ρήτορα με τα σύγχρονα επιστημονικά ρεύματα δεν πρέπει να θεωρηθεί εξ ορισμού ως πολεμική η ως αντιρρητικός λόγος. Η απολογητική της εκκλησιαστικής ρητορικής δεν θα πρέπει να στηρίζεται σε μία καθολική και αόριστη καχυποψία απέναντι στην επιστήμη της εποχής της, αλλά σε μία ερμηνεία των διακριτών ρόλων επιστήμης και θεολογίας, σε μία προσπάθεια κριτικής με την έννοια της αναπληρώσεως μιας αναμενόμενης ελλείψεως της επιστήμης: της θέασης και μελέτης του ανθρώπου ως δημιουργήματος του Θεού και ως ύπαρξης που πορεύεται προς τη Βασιλεία του Θεού.
(δ) Πολιτικός και θεολογικός λόγος
Ο εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος καλείται να λάβει θέση απέναντι σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής, όχι για να αποκτήσει μια εφήμερη επικαιρότητα, αλλά για να διδάξει στον άνθρωπο τον ορθό, σωτηριολογικό, τρόπο τοποθετήσεως μέσα στις πτυχές αυτές.
Η πολιτική αποτελεί έννοια εξαιρετικά σημαντική για τη ζωή του ανθρώπου. Η ιστορία του ανθρώπου στην αρχαία Ελλάδα ως «πολιτικού όντος» παρέχει το αναγκαίο πλαίσιο κατανοήσεως του όρου «πολιτική». Το πλαίσιο αυτό καθίσταται περισσότερο αναγκαίο στη σημερινή εποχή, κατά την οποία υπάρχει σύγχυση μεταξύ της «πολιτικής» και του «κομματισμού». Κι αν ο εκκλησιαστικός ρήτορας δεν γνωρίζει όλες τις παραμέτρους αυτής της διακρίσεως, κινδυνεύει να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα συγχύσεως στο ακροατήριό του.
Η συνάφεια πολιτικής και θεολογίας, στα πλαίσια ενός κηρύγματος η ενός μαθήματος θρησκευτικών, προϋποθέτει άριστη θεολογική γνώση των παραμέτρων, οι οποίες υπαγορεύονται από την διαπίστωση της Προς Διόγνητον Επιστολής: Οι Χριστιανοί πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ος πάροικοι μετέχουσιν πάντων ος πολίται, και πανθ’ υπομένουσιν ος ξένοι, πάσα ξένη πατρίς έστιν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη6. Ουσιαστικά πρόκειται για επεξεργασία του βασικότερου προβληματισμού, σχετικά με τη διαχρονική παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο: πως θα επιτευχθεί η ταυτόχρονη συνύπαρξη ζωής και δραστηριοποιήσεως στον κόσμο, με την κατάσταση αναζητήσεως «της μέλλουσας πόλεως»7 από τα μέλη της Εκκλησίας. Γι’ αυτό η συγκεκριμένη θεματολογία του ρητορικού εκκλησιαστικού λόγου είναι, στην ουσία, μια «σχοινοβασία» ανάμεσα σε δύο ταυτόχρονες πραγματικότητες.
Ας διατυπώσουμε την όλη προβληματική κατά τρόπο πρακτικό: ο εκκλησιαστικός λόγος δεν μπορεί να προτρέψει τα μέλη της Εκκλησίας ούτε να αδιαφορήσουν για την πολιτική, ούτε (κατά μείζονα λόγο) να αντιτεθούν σε αυτή. Η αίτια είναι προφανής, έφ’ όσον οι ακροατές ζουν μέσα σε μία συγκεκριμένη κοινωνία, για την οποία η πολιτική αποτελεί κεντρικό ρυθμιστικό παράγοντα (πολλές φορές, δε, παράγοντα που μπορεί να αποβεί θετικός ή αρνητικός για την ίδια την Εκκλησία). Ο εκκλησιαστικός λόγος, όμως, δεν μπορεί να απολυτοποιήσει την ενασχόλησή του με την πολιτική, δεν μπορεί δηλαδή να καταστεί ένας «πολιτικός λόγος», αντίστοιχος του πολιτικού λόγου των διαφόρων κομμάτων.
Είναι προφανές από τα παραπάνω, ότι η ενασχόληση του εκκλησιαστικού ρήτορα με την πολιτική θα πρέπει να κινείται εντός αυστηρών ορίων και να διέπεται από τους ακόλουθους κανόνες:
- Ο ρητορικός εκκλησιαστικός λόγος οφείλει να τοποθετείται απέναντι σε θέματα πολιτικής, όταν αυτά άπτονται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ακροατών, αλλά και στην πιθανή περίπτωση που οι ενέργειες της πολιτικής εξουσίας δημιουργούν προβλήματα -έμμεσα ή άμεσα- στο έργο της σωτηρίας των μελών της Εκκλησίας.
- Η ενασχόληση με τα θέματα αυτά πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ήπιο και να μην χρησιμοποιεί κομματικές πρακτικές πλήγματος του κρινομένου. Ο εκκλησιαστικός ρήτορας δεν πρέπει ούτε στο ελάχιστο να θεωρήσει ότι η κριτική του εναντίον της πολιτικής θα μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελος των αντιπάλων του φορέα, τον οποίο εκείνος κρίνει.
- Ο εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος μπορεί να προτρέψει το ακροατήριό του να αναμιχθεί με την πολιτική, αλλά θα πρέπει να τηρήσει ουδέτερη στάση ως προς την ενασχόληση με τον κομματισμό. Το ενδιαφέρον ενός μέλους της Εκκλησίας για την πολιτική είναι επιβεβλημένο σε επίπεδο κριτικής σκέψεως και συμμετοχής σε εκδηλώσεις και δραστηριότητες που προάγουν το κοινό όφελος.
- Ο ίδιος ο εκκλησιαστικός ρήτορας και ο λόγος του πρέπει να μην απορρίπτουν ανθρώπους και τάσεις εντός της πολιτικής, αλλά να επικρίνουν ή να επιδοκιμάζουν ιδέες και πράξεις. Η αντικειμενικότητα της κριτικής ή της επιδοκιμασίας αποτελεί βασικότατο παράγοντα για την ορθότητα ή μη της θεολογικής τοποθετήσεως έναντι της πολιτικής.
- Τέλος, ο θεολογικός λόγος του εκκλησιαστικού ρήτορα περί της πολιτικής θα πρέπει να διαπνέεται από τις έννοιες και τους στόχους του σωτηριώδους έργου της Εκκλησίας. Ο συγκεκριμένος λόγος, δηλαδή, δεν μπορεί να είναι ούτε κοινωνιολογικός, ούτε οικονομολογικός, ούτε φιλοσοφικο-ψυχολογικός. Πρέπει να αναδεικνύει την αλήθεια ότι η πολιτική συμβάλλει ή πρέπει να συμβάλλει (για τον εκκλησιαστικό λόγο) στην επίτευξη του κεφαλαιώδους στόχου του ανθρώπου: τη συνάντησή του με τον ερχόμενο Κύριο.
- Προς ένα συγχρονισμό του εκκλησιαστικού ρητορικού λόγου με τα δεδομένα του πολιτισμού, της επιστήμης και της ζωής του ανθρώπου της εποχής μας.
(α) Η γλώσσα της ελπίδας στο σύγχρονο θεολογικό και κοσμικό λόγο.
Κοινό στοιχείο και στόχος του κάθε σύγχρονου λόγου (θρησκευτικού, πολιτικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού) είναι η διατύπωση μιας ελπίδας για το σύγχρονο άνθρωπο. Λόγος που δεν εμπεριέχει την αναζήτηση της ελπίδας, είναι, εκ των προτέρων, αποτυχημένος και άχρηστος. Αλλά και εάν περιέχει μια ψεύτικη ελπίδα ή εάν αυτή η ελπίδα έχει αποδειχθεί απατηλή και εφήμερη, τότε και πάλι ο σύγχρονος λόγος που εκφέρει αυτή την ελπίδα χάνει την αξιοπιστία του.
Ο εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος, είτε εκφέρεται κατά το κήρυγμα από άμβωνος, είτε στα πλαίσια του μαθήματος των Θρησκευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, είτε διατυπώνεται στα πλαίσια του κατηχητικού έργου της Εκκλησίας ή με αφορμή κάποιες περιστατικές ομιλίες, οφείλει να αποκαλύπτει το δικό του λόγο ελπίδας. Η αναγκαιότητα αυτή δεν πρέπει να υπαγορεύεται από ένα πνεύμα ανταγωνισμού του εκκλησιαστικού λόγου προς τους άλλους συγχρόνους του· πηγάζει, κατά βάση, από την ίδια τη φύση του εκκλησιαστικού λόγου και όχι από μία κοινωνική δεοντολογία. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε φορέας του λόγου αυτού (ιεροκήρυκας, καθηγητής θεολόγος, κατηχητής, ομιλητής) οφείλει να εμβαθύνει στην αλήθεια και όχι να αναζητεί τρόπους εντυπωσιακής προβολής της.
Το τελευταίο αυτό στοιχείο αποτελεί παγίδα για το σύγχρονο εκκλησιαστικό ρήτορα, υπό την έννοια ότι μπορεί να αισθανθεί την ανάγκη οργανωτικής προβολής του εκκλησιαστικού μηνύματος. Το μήνυμα αυτό δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να υπόκειται στη δεοντολογία των σύγχρονων «image makers», εκείνων που κατασκευάζουν το προφίλ των διαφόρων ομιλητών, ώστε να επιτυγχάνουν τη μέγιστη δυνατή αποδοχή των λεγομένων τους. Ο εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος δεν έχει ανάγκη παρόμοιας οργανώσεως· αντίθετα, όταν οργανώνεται με βάση τα σύγχρονα κοσμικά πλαίσια, τότε μεταπίπτει σε μία παραλλαγή του σύγχρονου κοσμικού λόγου (και αυτό φαίνεται στις προσπάθειες των επαγγελματιών-ιεροκηρύκων κυρίως του Προτεσταντικού κόσμου, εκείνων που αποκαλούνται -κυρίως στις Η.Π.Α.- ως «τηλεοπτικοί αστέρες»).
Ο λόγος του κηρύγματος, του μαθήματος των Θρησκευτικών ή της Ορθόδοξης κατηχήσεως δεν αποτελεί μια πρόταση ελπίδας που συμπληρώνει τις αντίστοιχες των άλλων ειδών λόγου, δεν λειτουργεί δηλαδή κατά τρόπο παραπληρωματικό ως προς τα είδη αυτά του κοσμικού λόγου. Αποτελεί (ή πρέπει να αποτελεί) την μόνη πραγματική ελπίδα του σύγχρονου ανθρώπου, την ελπίδα που εκείνος αρκετές φορές αγνοεί, αν και την επιζητεί ενδόμυχα. Αυτή την ελπίδα καλείται να αναδείξει ο σύγχρονος εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος.
Πως, όμως, θα αναδειχθεί η ελπίδα αυτή, εάν προηγουμένως δεν συνειδητοποιηθεί από τους ίδιους τους εκκλησιαστικούς ρήτορες; Το ερώτημα αυτό θέτει το πρόβλημα στη σωστή του διάσταση: η γλώσσα της ελπίδας του σύγχρονου θεολογικού λόγου δεν είναι άλλη από την εξαγγελία του μηνύματος της Αναστάσεως. Κι αν ο σύγχρονος εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος δεν προβάλλει αυτή την ελπίδα, τότε μεταπίπτει σε ένα τμήμα του σύγχρονου συστήματος μηνυμάτων ελπίδας, δηλαδή των ενδοκοσμικών εξαγγελιών που εξυπηρετούν τα μεγάλα παγκόσμια συμφέροντα, συντηρώντας απατηλά οράματα για τους ακροατές.
Όταν ο εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος εξαγγέλλει την αναστάσιμη ελπίδα και διαπνέεται από αυτή, τότε καθίσταται ο άξονας που νοηματοδοτεί όλες τις επιμέρους ανθρώπινες εφήμερες ελπίδες. Η κοσμική ελπίδα που εκφράζεται στους αντίστοιχους λόγους, για επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της ανθρωπότητας (ασθένειες, φτώχεια, ανεργία, πόλεμοι, κοινωνικές διακρίσεις, προβλήματα των σχέσεων των δύο φύλων, προβλήματα σχετικά με την οικογένεια και την ανατροφή των παιδιών) δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί παρά μόνο μέσα από το πρίσμα της ελπίδας της Αναστάσεως. Αυτή είναι η ελπίδα, για την οποία ο σύγχρονος εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος μπορεί να απευθυνθεί στον σύγχρονο άνθρωπο με τα ίδια εκείνα λόγια, με τα οποία απευθύνθηκε ο απ. Παύλος στους Αθηναίους: «Εκείνο που αγνοείτε, αυτό ήλθα να σας γνωστοποιήσω» (Πράξ. 17, 23).
(β) Σύγχρονη εκκλησιαστική ρητορική και πολιτιστικο-επιστημονική εξέλιξη
Πολλές φορές τονίζεται η ανάγκη συγχρονισμού του εκκλησιαστικού ρητορικού λόγου με τα δεδομένα της σύγχρονης πολιτισμικής και επιστημονικής εξελίξεως. Ποιές, όμως, είναι οι βαθύτερες παράμετροι του θέματος της ανάγκης αυτής;
Είναι σαφές ότι ο ρητορικός εκκλησιαστικός λόγος οφείλει να παρακολουθεί τις σύγχρονες πολιτισμικές εξελίξεις, καθώς και τα επιστημονικά επιτεύγματα. Η ανάγκη αυτή επιβάλλεται εκ των πραγμάτων: είναι αδύνατο να απευθύνεται ο εκκλησιαστικός ρήτορας στο σύγχρονο άνθρωπο, αλλά να αγνοεί το πολιτιστικό του περιβάλλον. Το περιβάλλον αυτό, άλλωστε, δημιουργεί τις συνθήκες ζωής, στις οποίες οφείλει να αναφερθεί ο εκκλησιαστικός λόγος (επομένως, πρέπει να του είναι γνωστές). Αλλά και εάν, επίσης, ο λόγος αυτός αγνοεί τις συγκεκριμένες εξελίξεις και τα επιτεύγματα, θα εμφανιζόταν στις συνειδήσεις των ακροατών ως αφερέγγυος, υπό την έννοια της ασυμβατότητας με τη σύγχρονη ζωή. Ο κάθε εκκλησιαστικό ς ρήτορας δεν μπορεί να διεκδικήσει το κύρος των λεγομένων του, εάν αναφέρεται σε μία παρωχημένη εποχή, αγνοώντας τη σύγχρονη πολιτιστική και επιστημονική πραγματικότητα.
Το ερώτημα, όμως, που αναφύεται μετά από τις παραπάνω διαπιστώσεις είναι διπλό: με ποιούς τρόπους ο εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος θα συγχρονιστεί με τα πολιτιστικά και επιστημονικά επιτεύγματα της εποχής του; Αλλά και ποιο είναι το όριο αυτού του συγχρονισμού;
Ο τρόπος του συγχρονισμού αφορά, κατ’ αρχάς, στη σωστή ενημέρωση σχετικά με τα σύγχρονα επιτεύγματα. Ο εκκλησιαστικός ρήτορας δεν πρέπει να είναι παραπληροφορημένος όταν αναφέρεται στα επιστημονικά επιτεύγματα της εποχής του, καθώς και στην πρόοδο του πολιτισμού. Η σωστή ενημέρωση αφ’ ενός μεν τιμά τον εκκλησιαστικό ρήτορα (διότι τόσο το ακροατήριο, όσο και οι φορείς των επιστημονικών επιτευγμάτων διαπιστώνουν τη σοβαρότητα των λόγων του), αφ’ ετέρου δε του επιτρέπει να αναφερθεί σε αυτά είτε θετικά, είτε αρνητικά, αλλά πάντως με την πρέπουσα σοβαρότητα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι ο εκκλησιαστικός ρήτορας ούτε είναι, ούτε μπορεί να είναι ειδικός στο να αποφανθεί περί της ορθότητας ή μη των επιστημονικών επιτευγμάτων. Η ορθότητα αυτή, άλλωστε, κρίνεται (για τον εκκλησιαστικό ρητορικό λόγο) με βάση το εάν βοηθά τον σύγχρονο άνθρωπο στις πραγματικές του ανάγκες ή εάν τον αποπροσανατολίζει από τους πνευματικούς του στόχους. Η αναφορά, επομένως, του εκκλησιαστικού ρήτορα στα συγκεκριμένα επιτεύγματα πρέπει να γίνεται με τον άξονα αυτό· η συγκεκριμένη διαπίστωση, άλλωστε, απαντά και στο δεύτερο ερώτημα περί των ορίων του εκσυγχρονισμού: ο εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος οφείλει να αποδέχεται τα επιστημονικά επιτεύγματα μέχρι το σημείο συμβολής τους στην πνευματική πρόοδο του ανθρώπου. Πέρα από το σημείο αυτό, όταν δηλαδή τα επιτεύγματα της επιστήμης αποπροσανατολίζουν την πνευματική πορεία του σύγχρονου ανθρώπου, ο εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος οφείλει να είναι κριτικά αρνητικός.
Ας τονιστεί, τέλος, ότι τον εκκλησιαστικό ρητορικό λόγο δεν πρέπει να αφορούν όλα τα επιστημονικά και πολιτιστικά επιτεύγματα της εποχής του. Υπάρχουν πτυχές της σύγχρονης επιστήμης και του πολιτισμού, οι οποίες είναι ουδέτερες (ούτε θετικές, ούτε αρνητικές) προς την πνευματική πορεία του ανθρώπου. Θα ήταν σφάλμα του εκκλησιαστικού λόγου να υπεισέλθει σε θέματα κριτικής των πτυχών αυτών, διότι θα δημιουργούσε την εντύπωση ότι δεν έχει συγκεκριμένα πνευματικά ενδιαφέροντα, αλλά ότι το έργο του συνίσταται στην συνεχή κριτική της κάθε πτυχής προόδου του πολιτισμού (έργο πολιτιστικού αναχρονισμού).
(γ) Ρητορική και αποφατική θεολογία στον σύγχρονο κόσμο
Η ιστορία της Εκκλησίας ανέδειξε την ύπαρξη και δράση μιας θεολογίας «της σιωπής». Ο αποφατισμός χαρακτηρίστηκε τόσο από την άρνηση της περιγραφής του Θεού και των υπολοίπων θεμάτων της πίστεως, όσο και από την προβολή της εμπειρίας ως της «γλώσσας» εκφράσεως των αληθειών αυτών και η εμπειρία έχει πάντοτε προτεραιότητα έναντι του λόγου.
Θα πρέπει, όμως, να τονιστεί μια σημαντική αλήθεια: ότι ο αποφατισμός δεν οφείλει να συνειδητοποιηθεί στο σύγχρονο έργο της Εκκλησίας ως ένα «άλλοθι» για την αποφυγή του κηρυκτικού της έργου. Η ησυχαστική παράδοση στην Εκκλησία, η παράδοση που ενεργοποίησε την αποφατική θεολογία, συνεχίζει να υπάρχει στη σύγχρονη Εκκλησία και να προσφέρει τους εύχυμους καρπούς της στο έργο της σωτηρίας. Η ρητορική θεολογία όχι μόνο δεν αντιτίθεται στην παράδοση αυτή, αλλά λαμβάνει από αυτή την «πληροφόρηση της πίστεως», δηλαδή το παράδειγμα της σαρκωμένης εμπειρίας της Θεώσεως.
Ο εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος, όμως, καλείται να ενεργήσει ως «προπομπός» της αποφατικής θεολογίας, ως εκείνος που θα προετοιμάσει το σύγχρονο άνθρωπο να εισέλθει στα ενδότερα της πίστεως. Ο εκκλησιαστικός ρήτορας δεν μπορεί να διακρίνεται για τον αποφατισμο της θεολογίας του, εφ’ όσον η ίδια η φύση της ρητορικής και της επιχειρηματολογίας της δεν συνάδουν προς την λειτουργία του αποφατισμού στη θεολογία. Το ίδιο ισχύει- εκ του αντιθέτου- για τον ησυχαστή θεολόγο. Όμως, και οι δύο καλούνται να λειτουργήσουν ως «αλιείς ανθρώπων», αν και το έργο τους αυτό πραγματοποιείται υπό διαφορετικές συνθήκες και σε διαφορετικές χρονικές παραμέτρους.
Έτσι, ο ρητορικός εκκλησιαστικός λόγος καλείται να αφουγκραστεί τον «άηχο λόγο» του ησυχασμού και της αποφατικής θεολογίας· και η αποφατική θεολογία καλείται να μην απαξιώσει τη ρητορική της Εκκλησίας, αλλά να την νοηματοδοτήσει με την βαθειά και εσχατολογική εμπειρία της πίστεως.
Ο εκκλησιαστικός ρητορικός λόγος συνιστά τη διαχρονική έκφραση της εμπειρίας της Εκκλησίας. Όσες φορές ο λόγος αυτός αρθρώνεται, είτε στον άμβωνα, είτε στις αίθουσες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, είτε στην κατήχηση, είτε σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση, η Εκκλησία ασκεί δια του λόγου αυτού το σωτηριώδες έργο της και προετοιμάζει τα μέλη της προς συνάντηση του ερχόμενου Κυρίου.
Στον κάθε διάκονο του λόγου άφορα το βιβλικό «επικατάρατος ο ποιων τα έργα Κυρίου αμελώς»8. Το μήνυμα της σωτηρίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να διακυβεύεται μέσα από την άγνοια ή την αμέλεια τηρήσεως των βασικών κανόνων του εκκλησιαστικού ρητορικού λόγου. Η ανθρώπινη ατέλεια είναι δεδομένη και προσμετρήσιμη· η προσπάθεια, όμως, για κάθε δυνατή βελτίωση του εκκλησιαστικού ρητορικού λόγου είναι εφικτή και επιβεβλημένη.
Η προσφορά αυτή του ιεροκήρυκα, του θεολόγου καθηγητή, του κατηχητή, του οποίου ομιλητή σε θέματα πίστεως και θεολογίας, πρέπει να εμφορείται από τα νοήματα της παραβολής των ταλάντων από την προσπάθεια, δηλαδή, να αυξηθεί και να πολλαπλασιαστεί το χάρισμα που έχει δώσει στον καθένα ο Θεός. Ο εκκλησιαστικός ρήτορας, επομένως, καλείται να αγωνιστεί, οραματιζόμενος τον δίκαιο έπαινο του Κυρίου, όπως διατυπώνεται στη συγκεκριμένη παραβολή: ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου.
Ως «έπίμετρο» των θέσεων που διατυπώθηκαν παραπάνω, καταγράφουμε τμήμα των απόψεων του αείμνηστου καθηγητή της Λειτουργικής και Ομιλητικής Ιω. Φουντούλη, όπως αυτές εκτίθενται στο άρθρο του με τίτλο «Παράδοση και ανανέωση στο κήρυγμα»9 10:
«Αν η κηρυκτική παράδοσις σήμερον παρουσιάζει πολλάς σκιάς, τούτο οφείλεται όχι εις την ποιότητά της, αλλά εις την ποιότητα των σημερινών διακόνων του λόγου και διαχειριστών της. Με άλλους λόγους· η παράδοσις είναι θησαυρός και μεγάλη κληρονομία, η οποία εις τα χέρια των σημερινών κληρονόμων ή θα αξιοποιηθή και ανανεούμενη θα αποτελέση πηγήν ζωής και εκκλησιαστικής αναγεννήσεως ή θα απονεκρωθή και θα καταστή μουσειακόν είδος. Είναι, πάντως, ουτοπία να επιδιώκωμεν καλήν χρήσιν και αναρρίπισιν της κηρυγματικής παραδόσεως εις μίαν αρτηριοσκληρωτικήν και γηρασμένην εκκλησιαστικήν πραγματικότητα. Η αναγέννησις του κηρύγματος προϋποθέτει Εκκλησίαν ζώσαν, ακμάζουσαν, θεολογούσαν, οδηγούσαν πρωτοποριακώς τον λαόν και όχι ούραγόν άγκομαχούντα ύπό το βάρος των πνευματικών του γηρατείων. Μεγάλοι ιεροκήρυκες εφάνησαν μόνον εις χρόνους εκκλησιαστικής ακμής· αι περίοδοι της παρακμής έδωσαν πάντοτε, κατά το μέτρον των, μικράς αξίας προϊόντα.
»Δεν διερχόμεθα ασφαλώς σήμερον την εποχήν των Χρυσοστόμων, των Βασιλείων, των Γρηγορίων. Δια να είμεθα όμως αληθινοί, δεν διερχόμεθα ούτε και τους σκοτεινούς χρόνους της δουλείας. Αν κρίνωμεν από το μορφωτικόν επίπεδον του κλήρου μας, ίσως ουδέποτε άλλοτε η Ορθόδοξος Εκκλησία διέθετε τόσα επιστημονικώς κατηρτισμένα στελέχη, επισκόπους, ιεροκήρυκας, εφημερίους θεολόγους, λαϊκούς ιεροκήρυκας και διδασκάλους του λόγου του Θεού εις τα δημόσια σχολεία. Ποτέ δεν είχε τόσας θεολογικάς και τόσας Ιερατικάς Σχολάς. Και ποτέ άλλοτε το θεολογικόν και θρησκευτικόν εν γένει έντυπον δεν παρουσίαζεν τόσην άνθησιν. Είναι όμως εξ ίσου αληθές, ότι ο κόσμος και πάλιν προτρέχει της Εκκλησίας. Η πνευματική στάθμη του λαού έχει γενικώς ανέλθει και νέα ή παλαιά κοινωνικά, φιλοσοφικά και ποικίλα άλλα ρεύματα και τάσεις κινούνται με πολλήν ταχύτητα και επιτυχίαν εις τον κόσμον. Ίσως ποτέ άλλοτε η Εκκλησία δεν αντιμετώπισε τόσον μεγάλης εκτάσεως και βάθους πολιτιστικήν και ιδεολογικήν αλλαγήν.
» Το εκκλησιαστικόν κήρυγμα έχω την εντύπωσιν, ότι δεν κατόρθωσε, μέχρι της εποχής μας τουλάχιστον, να υψωθή εις την θέσιν που θα του επέβαλε να ευρίσκεται σήμερον η κρισιμότης των καιρών. Έζησε με την ψευδαίσθησιν μιας αγροτικής μορφής, κατά τεκμήριον χριστιανικής κοινωνίας, και τρόπον τινά τρομοκρατηθέν από τον ήχον των επερχομένων δεινών, προσεπάθησεν να κρύψη την κεφαλήν εις το κέλυφος της παραδόσεως της Τουρκοκρατίας. Το μικρόν βεβαίως ποίμνιον των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών εξακολουθεί ταπεινοφρόνως να τρέφεται από αυτό. Δίδει όμως το κήρυγμα την μαρτυρίαν του Χριστού, ρωμαλέαν και πειστικήν, εις τους μορφωμένους, εις τους άπιστους, εις τους αιρετικούς, εις τους πρακτικώς ή θεωρητικώς αδιαφόρους; Εύχομαι ναι. Αλλά πολύ φοβούμαι, ότι η απάντησις είναι αποθαρρυντικώς αρνητική. Και όμως το ίδιον κήρυγμα εφώτισε παλαιότερον ένα «εν σκότει και σκιά θανάτου» κόσμον, μετέστρεψεν ειδωλολάτρας και φανατικούς ιουδαίους, μετέβαλεν αμαρτωλούς εις αγίους, εγέννησε μάρτυρας της πίστεως και ουρανοπολίτας ασκητάς, έκαμε τους εθνικούς φιλοσόφους χριστιανούς θεολόγους και απολογητάς του Χριστιανισμού. Δεν τα επέτυχεν αυτά η σοφία του κόσμου, αλλ’ η «μωρία του κηρύγματος» (Α’ Κορ 1, 21, 23) και το «σκάνδαλον του σταυρού του Χριστού» (Γαλ. 5, 11/ Α’ Κορ. 1, 23), που έγινε δια τους σωζομένους δύναμις Θεού (“Θεού δύναμις και Θεού σοφία” (Α’ Κορ. 1, 24)».
1 Ο Γεώργιος Ν. Φίλιας είναι Καθηγητης τής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
2 PG 49, 15-222.
3 PG 31, 304-328.
4 PG 36, 12-172.
5 Εκδ. «Ορθόδοξη Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1982.
6 Επιστολή προς Διόγνητον, 5, ΒΕΠΕΣ 2, Σ. 253.
7 Εβρ. 13, 14.
8 Ιερ. 31, 10.
9 Μτ. 25, 21.
10 Ι. Φουντούλη, Λειτουργικά θέματα, Γ’, (11-15), Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 47-52.
Περιοδικόν ΘΕΟΛΟΓΙΑ – Τόμος 89ος
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Προτεσταντισμός και ορθόδοξη λατρεία (σχόλια σε έργο του Ιωνά Κίνγκ)