Σπυρ. Λάμπρος
Επί αιώνας μακρούς αλησμόνητος είχε μείνει παρά τοις αρχαίοις Ρωμαίοις η θλιβερά εκείνη 18 Ιουλίου του 390 π.Χ. καθ’ ην οι Γαλάται υπό τον Βρέννον επόρθησαν και επυρπόλησαν την Ρώμην. Η απαισία εκείνη Αλλιάς ημέρα ετάσσετο μεταξύ των αποφράδων και εν αυτοίς τοις χρόνοις, καθ’ ους η Αιωνία Πόλις, εκπλύνασα παλαιάς ήττας, εκοσμείτο δια των δαφνών των μεγάλων εκείνων νικών, διών η Ρώμη είχεν αναδειχθή κυρία τών ηπείρων. Τα έθνη, όσα ενθυμούνται και σέβονται το παρελθόν αυτών, εκείνα και μόνα είναι άξια να παρασκευάσωσι το μέλλον. Το δε παρελθόν δεν σύγκειται μόνον εκ νικών και δόξης, αλλά και εκ συμφορών, ων η ανάμνησις είναι ακόμη επιβλητικωτέρα. Αν η αίγλη της δόξης λαμπρύνη αλλ’ η αναπόλησις παρελθούσης κακοδαιμονίας διδάσκει τα έθνη· και προς αποτέλεσιν της εθνικής ευτυχίας προαπαιτείται, πλήν αγώνος μακρού και εργασίας ανενδότου, διδασκαλία πολλή και συνεχής.
Τοιαύτας σκέψεις φέρει και οφείλει να φέρη εις τον νουν παντός Έλληνος η σημερινή Αλλιάς ημέρα του Ελληνισμού, καθ’ ην έπεσε προ της πύλης του Αγίου Ρωμανού ο τελευταίος του Βυζαντίου βασιλεύς και επορθήθη των πόλεων η πόλις και η Βασιλίς. Εληξεν αληθώς, την αποφράδα εκείνην Τρίτην, το μαρτύριον της Κωνσταντινουπόλεως, ως τελευτά ο βίος ετοιμοθανάτου φθισιώντος, καθ’ ας ημέρας διανοίγεται η φύσις προς το έαρ και την ζωήν. Η πόλις, ην ο αυτοκράτωρ, ολίγας προ της μοιραίας τελευτής ώρας, προσφωνών τα θύματα της αύριον, απεκάλει βοηθόν και σκέπην της πατρίδος, καταφύγιον των Χριστιανών, ελπίδα και χαράν απάντων των Ελλήνων και καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν, έγινε λεία των βαρβάρων. Οι ολίγοι γενναίοι, οίτινες δεν περιωρίσθησαν εις το να περιφέρουν την εικόνα της Οδηγητρίας περί τα τείχη του Βυζαντίου, αλλ’ ηγωνίσθησαν αγώνα υπεράνθρωπον «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», ως αυτοί εφώνουν, δεν ηδυνήθησαν να σώσουν την Πόλιν από του επικειμένου κινδύνου, ως ήλπισαν μεν αυτοί, ήλπισε δε και ο Αυτοκράτωρ. Ο ναός ο ιερός, όστις είχε παραστή μάρτυς τόσης δόξης και τόσης λαμπρότητος των ευκλεών ημερών της Ελληνικής Αυτοκρατορίας, η μητρόπολις του Βυζαντίου, η μεγάλη εκκλησία του Ελληνισμού, εμολύνθη υπό ποδός βαρβαρικού· και το κονίαμα του βαρβάρου νικητού απέσβεσε τας αγίας εικόνας και μεγάλα μεγαλωστί ηπλώθησαν επί των εσωτερίκών τοίχων τα ρητά του Κορανίου, υψηλότερος δε και αυτού του τρούλλου του Ανθεμίου και του Ισιδώρου ήρθη έξωθεν της Αγίας Σοφίας, εν μέσω παντοίων βαρβαρικών προσαρτημάτων, ο μιναρές του Μωαμεθανού. Τέλος ο ύστατος των Παλαιολόγων έπεσε μάρτυς μετά της πόλεως, ην είχεν εμπιστευθή εις αυτόν ο Ελληνισμός, ως βασιλεύς Ελλην και Χριστιανός.
Εν τω μαρτυρίω του Κωνσταντίνου είναι φανεροί και ευδιάκριτοι οι δύο ούτοι χαρακτήρες, εμφαινόμενοι προδηλότατα κατά τας τελευταίας ώρας της πόλεως και της βασιλείας. Εν τη τελευταία νυκτί τη προ της αλώσεως, ο βασιλεύς, πορευθείς εις τον μέγαν της Αγίας Σοφίας ναόν, έκλινε το γόνυ προσευχόμενος, και εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, οίονεί καθιερώνων εαυτόν εν τη υψίστη εκείνη ώρα εις τον Θεόν των Χρίστιανών. Αλλ’ εν τη αυτή νυκτί, ηκούσθη από των βασιλικών χειλέων του προωρισμένου θύματος εξερχομένη η λέξις «Ελληνες », δι’ ης προσεφώνησεν ο αυτοκράτωρ τους συναγωνιστάς και συμμάρτυρας. Αι δύο αύται πράξεις του Κωνσταντίνου, η κοινωνία εν τη τελευταία εκείνη λειτουργία της Αγίας Σοφίας και το γλυκύ όνομα δί’ ου εκάλεσε τους περί αυτόν, είναι η αλησμόνητος διαθήκη της πιπτούσης Αυτοκρατορίας, ήτις εχαρακτήριζεν εαυτήν ως χριστιανικήν άμα και ελληνικήν. Το Βυζάντιον δεν έσχεν ίσως πάντοτε σαφή, σαφεστάτην, την έννοιαν του Ελληνικού του χαρακτήρος· η βασιλεία του επί μακρόν επωνομάζετο βασιλεία των Ρωμαίων. Αλλά τα χείλη των μελλοθανάτων δεν ψεύδονται· και ο Κωνσταντίνος δια των τελευταίων αυτού πράξεων εκείνων και λόγων, απέπλυνε πάσαν παραγνώρισιν και επέθηκεν επί του βίου του Βυζαντίου την επίσημον σφραγίδα του αψευδούς αυτού χαρακτήρος. Εξήνεγκε την τελευταίαν λέξιν του βυζαντιακού προγράμματος και ανεπέτασε την αληθή σημαίαν του Βυζαντίου, εφ’ ης συνηδελφωμένα αναγνωρίζονται τα ονόματα Ελλάς και Χριστός.
Ζοφερά και καυσώδης ήτο, συμφώνως προ το επ’ εσχάτων ανακαλυφθέν Σλαβονικόν χρονικόν, η εσπέρα της 28ης Μαίου. Οταν δε επροχώρησεν η νυξ, βαρέα και μελανά νέφη ηθροίσθησαν άνω της πόλεως δίκην επιταφίου σαβάνου, επικρεμαμένου από του ουρανού επί την μητρόπολιν των Παλαιολόγων. Άγρυπυος και ανήσυχος ο Μωάμεθ κατελήφθη υπό δέους επισκοπήσας από της σκηνής αυτού τον ουρανόν. Καλέσας δε προς εαυτόν ένα των δοκιμωτάτων του ουλεμάδων, είπερ τινά και άλλον ειδότα τα μυστήρια των ουρανών, ηρώτησεν αν τα πυκνά νέφη τα σωρευόμενα ύπερθεν της πόλεως προεμήνυόν τι.
– Ναί! απεκρίθη ο ουλεμάς. Είναι μέγα προμάντευμα. Προμηνύουν την πτώσιν της Σταμπούλ.
«Και τότε- προσθέτει το χρονικόν- από των συννέφων δεν προήλθεν υετός, αλλά κατέρρευσαν μεγάλαι σταγόνες ύδατος, ων εκάστη είχε μέγεθος σχεδόν οφθαλμού ταύρου». Επειτα δε, ως διηγούντο τινέζ των επιζησάντων εις το τραγικόν τέλος της Κωνσταντινουπόλεως, βροχή αίματος ερράντισε την πόλιν, μικρόν προ της ενάρξεως του τελευταίου κρισίμου αγώνος. Ούτως η παράδοσις των μεταγενεστέρων παρελάμβανεν εις τας διηγήσεις αυτής την ανάμνησιν της καταπλήξεως και των δειμάτων, άτινα είχον καταλάβει την ψυχήν των ατυχών υπερασπιστών της βασιλευούσης.
Η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως συνεκίνησε μεν βεβαίως την Χριστιανικήν Ευρώπην, αλλά και δεν εκίνησεν αυτήν. Εν δε τη αυλή των Παπών, εις μάτην χάριν του έθνους, περιβαλλόμενος την πορφύραν του Καρδιναλίου, ο Τραπεζούντιος Βησσαρίων ηγωνίζετο να μετατρέψη εις όπλα τας ευλογίας των Ποντιφίκων και μεταβάλη εις στρατευομένην υπέρ της χριστιανίκής ιδέας την θεολογούσαν Εκκλησίαν. Ενώ δε, τέλος, η μέλλησις της Δύσεως μετεβάλλετο εις αδιαφορίαν, ο ήδη δουλεύων Ελληνισμός, πληγείς καιρίως και στένων, εθρηνώδει βαρύθυμος την άλωσιν της Πόλεως. «Μακάριοι νυν οι τεθνηκότες, ελεεινοί δε οι ζώντες και θρήνων άξιοι» ανεβόα Ανδρόνικος ο Κάλλιστος. Ο δε ανώνυμος ποιητής του θρήνου της Κωνσταντινουπόλεως εγίνετο εν τοις στίχοις αυτού η ηχώ των πενθίμων σκέψεων, εις ας είχεν εμβάλει το ελληνικόν σύμπαν η αποφράς Τρίτη της 29ης Μαίου 1453: Εκείν’ η μέρα, η σκοτεινή και αστραποκαημένη της Τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης, της θεοκαρβουνόκαυτης, πουμπαρδοχαλασμένης. Αργότερον, εθρήνει την Άλωσιν δια στίχων αρχαϊκών Αντώνιος ο Επαρχος και, εν τη δημώδει, ο Σερραίος Παπα Συναδινός. Αλλά πολύ ανωτέρα των ποιητικών τούτων θρήνων, ους έγραψαν λόγιοι και ημιλόγιοι, υπήρςξεν η οδύνη, ην εξεδήλωσεν ο ελληνικός λαός, όστις εθρήνησεν την Άλωσιν ποιητικώτατα, οιονεί ραντίσας τους αυτομάτους αυτού στίχους δια του ιδίου εκείνου αίματος, όπερ περιέβρεξε την Κωνσταντινούπολιν την τελευταίαν νύκτα, κατά την παράδοσιν, ην διεφύλαξεν εις ημάς ο χρονογράφος του Σλαβονικού χρονικού. Αυτοσχέδιοι ποιηταί, ων το όνομα ελησμονήθη, τέκνα γνήσια του Ελληνικού λαού, υψωθέντος εις ποιητικόν Ιερεμίαν της εθνικής καταστροφής εθρήνησαν συγκινητικώς την μνήμην της βασιλίδος των πόλεων και έρρανον την πορφύραν του τελευταίου αυτοκράτορος.
Ο Ελληνικός λαός, ψάλλων ακόμη εκείνους τους στίχους, ενωτιζόμενος ακόμη εκείνων των θρύλων, οιονεί ακροάταί της απηχήσεως των τελευταίων εν κινδύνω κρουομένων σημάντρων και κωδώνων της Αγίας Σοφίας. Η δημώδης παράδοσις και η ποίησις του λαού περιέβαλον, ως έγραφον και άλλοτε, τον τελευταίον μάρτυρα δια μυστηριώδους τινός αίγλης και την ώραν της πτώστως δια τραγικής τινος περιπαθείας. Τις δεν ενθυμείται την παράδοσιν περί της καλογραίας, ήτις « εμαγείρευε ψαράκια στο τηγάνι»; Παρορμουμένη να παύση το έργον, διότι αλίσκεται η Πόλις, απεκρίθη: Οταν τα ψάρια πεταχτούν και βγούν και ζωντανέψουν, τότε κι ο Τούρνος θέ να μπή κι η Πόλη θα τουρκένη. Αλλ’ εν τούτοις: τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν κι ο αμηράς εισέρηκεν ατός του καβαλάρης.
Περιοδικόν «Εστία», 29 Μαΐου 1894