ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
ΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ «ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ»
ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΣΤΑΥΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ ΠΟΤΕ ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ;
Οι διαφωνίες, ή μάλλον οι παρεξηγήσεις, αγαπητέ αναγνώστα, γύρω απ’ τον ακριβή χρονικό προσδιορισμό της Σταύρωσης τού Χριστού είχαν, φαίνεται, αρχίσει απ’ τα πρώτα -πρώτα κι’ όλας χρόνια τού Χριστιανισμού, διαρκούν δε επί 2. 000 χρόνια τώρα, μέχρι, δηλαδή, και σήμερα, υπό διάφορες και ενίοτε δυσδιάκριτες όψεις.
Έτσι, άλλοτε μεν αυτές εμφανίζονται σαν ένα ζήτημα χρονολογικό, ή ιστορικό, ή και εκκλησιαστικό (π. Χ. έριδες ή σχίσματα, ή και αιρέσεις με αφορμή ένα εσφαλμένο εορτασμό τού Πάσχα), άλλοτε ειδικότερα σαν λειτουργικό ή εορτολογικό, ενίοτε δε μεταμφιέζονται σε ερμηνευτικό φιλολογικό – θεολογικό τοιούτο και κάποτε, τέλος, μετασχηματίζονται σ’ ένα αντί-ιουδαϊσμό, ή δήθεν τοιούτο, είτε ακόμη, αργότερα, και σε αντιπαπισμό, ή πάλιν, σ’ ένα δήθεν τέτοιο.
Εναπόκειται, λοιπόν, σ’ εμάς ν’ αντιλαμβανόμαστε εκάστοτε και να διακρίνουμε τόσο τη μορφή που παίρνει σε κάθε εποχή και περίπτωση το ζήτημα αυτό, όσον και ποιο είναι το αληθινό πρόβλημα, που υποκρύπτεται, κάθε φορά, πίσω από παρόμοιες μεταμφιέσεις και αλλαγές μορφής.
Και σαν πρώτο βήμα μας σε μια τέτοια προσπάθεια, θα πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι μερικοί φθάνουν στο σημείο να ενοχοποιούν την ίδια την Καινή Διαθήκη κατηγορώντας την είτε για παντελή απουσία χρονολογικού προσδιορισμού της Σταύρωσης τού Κυρίου είτε ακόμη και για δήθεν υφιστάμενες ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των τεσσάρων Ευαγγελίων, που αυτοί οι κάποιοι τις εννοούν θα σοβαρές διαφωνίες είτε και ως αντιφάσεις των Ιερών αυτών κειμένων.
Στους τέσσαρες, λοιπόν, Ευαγγελιστές (τους Ματθαίο, Μάρκο, Λουκά – οι τρεις αυτοί, σημειωτέον, ονομάζονται «Συνοπτικοί» – και τέταρτο τον Ιωάννη) φορτώνουν τη γέννηση και την αιωνόβια επιβίωση τού χρονολογικού προβλήματος της Σταύρωσης και, επομένως, και της Ανάστασης εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, όπως ανωτέρω υπαινιχθήκαμε.
Όντως, λοιπόν, διαφωνούν οι Ευαγγελιστές εν προκειμένω; Κι’ αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν κλονίζεται, άραγε, έτσι και δε γκρεμίζεται, οπωσδήποτε, συνθέμελα το Ευαγγελικό κύρος και η ιστορική αξιοπιστία των Ευαγγελίων με αποτέλεσμα την άμεση εξασθένιση της χριστιανικής πίστης και την κατεδάφιση συνόλου τού Χριστιανισμού;
Θα πρέπει, πάντως, να ομολογήσουμε χωρίς φόβο οι Χριστιανοί το γεγονός ότι γενικότερα κι’ όχι μόνο για το ζήτημα της Σταύρωσης οι τρεις «Συνοπτικοί», όπως τους ονόμασαν, Ευαγγελιστές (Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς) παρουσιάζουν πράγματι διαφορές και μεταξύ τους, αλλά και, κάπως περισσότερες, προς τον τέταρτο Ευαγγελιστή Ιωάννη. Αλλ’ οι διαφορές αυτές, όπως θα αντιληφθούμε, δεν αποτελούν διαφωνίες ή αντιφάσεις. Πρόκειται, μάλλον, για ασήμαντες και επουσιώδεις ιδιαιτερότητες τού καθενός απ’ αυτούς, οι οποίες, όπως επιχειρηματολογεί ο διάσημος μαθηματικός, φιλόσοφος και μέγας απολογητής τού Χριστιανισμού Blaise Pascal (1623 -1662) που απεκλήθη «ο άγιος της Επιστήμης», όχι μόνο δε διαταράσσουν την αρμονική συμφωνία των τεσσάρων Ευαγγελίων, ως προς την ουσία των ιστορούμενων γεγονότων, αλλά, αντίθετα, αποδεικνύουν έτσι ότι οι Ευαγγελιστές δεν προμελέτησαν και δε συνεννοήθησαν ούτε εκ των προτέρων, ώστε να παρουσιάσουν την τόσο αρεστή σε μερικούς και αναμενόμενη από άλλους ομοιομορφία, αλλ’ ούτε και εκ των υστέρων προσπάθησαν να εμφανίσουν επίπλαστη και τεχνητή και σκόπιμη ομοιότητα μεταξύ τους, για να γίνουν πιο πιστευτοί, αφού, μάλιστα, ο τελευταίος συγγράψας Ευαγγέλιο, ο Ιωάννης, ο οποίος, ως τελευταίος, είχε βέβαια υπ’ όψει του τα τρία ήδη γραφέντα Ευαγγέλια των τριών «Συνοπτικών» (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά), είναι ακριβώς αυτός, που παρουσιάζει και τις περισσότερες διαφορές προς τα άλλα τρία, προηγηθέντα χρονικά, Ευαγγέλια. Δεν υπήρχε, λοιπόν, συμφωνία προμελετημένη και προσχεδιασμένη, ούτε σκοπιμότητα ή δόλος εκ μέρους των Ευαγγελιστών. Κι’ αυτό είναι, βέβαια, ισχυρότατο επιχείρημα υπέρ τού κύρους και της αξιοπιστίας των Ευαγγελιστών και άρα και της ιστορικής αξίας των Ευαγγελίων.
Πηγή, επομένως, απ’ την οποία, άντλησαν οι Ευαγγελιστές, για να συγγράψουν τα έργα τους, ήταν ο ίδιος ο βίος τού Ιησού, αλλ’ ο καθένας τους είχε «και την ιδιαίτερη εντύπωσή του απ’ αυτά τα γεγονότα τού βίου τού Ιησού και το ιδιαίτερο λεκτικό του και τη δική του προσωπική αντίληψη», και την ατομική του φυσιογνωμία.
Πιο συγκεκριμένα, μάλιστα, κάποιοι αρνητές τού κύρους και της ιστορικής αξιοπιστίας των Ευαγγελίων, επιχειρηματολογούν κατά των συγγραφέων τους ότι, δηλαδή, οι ιεροί αυτοί άνδρες διαφωνούν ακόμη και για τη χρονολογική τοποθέτηση των διάφορων γεγονότων τού βίου τού Ιησού. Αλλ’ ήδη έχει γενικότερα παρατηρηθεί ότι αυτή η χρονολογική σειρά των γεγονότων δεν είναι η μόνη, που ο ιστορικός δύναται ή οφείλει ν’ ακολουθήσει. Ίσως, βέβαια, αυτή μας αρέσει πιο πολύ, ή μας ικανοποιεί διανοητικά περισσότερο, ή και θεωρείται πιο γενικά ότι είναι η καλύτερη. Πράγματι δε, αυτήν ακολούθησαν και ομολογουμένως μεγάλοι ιστορικοί, όπως ο Τάκιτος και ο Θουκυδίδης. Αλλά, εκτός της χρονολογικής υπάρχει και η λογική σειρά των γεγονότων, την οποία και ακολούθησε άλλος επίσης σπουδαίος ιστορικός, ο Πολύβιος, ο οποίος, όσα γεγονότα θεωρούσε ως αιτίες άλλων, τα συνέδεε μ’ αυτά τα γεγονότα, που τα θεωρούσε σαν αποτέλεσμα εκείνων των αιτιών.
Έτσι, μ’ αυτή τη σύνθεση αίτιας -αποτελέσματος, πέτυχε ο Πολύβιος να μη συγγράψει μόνο απλή Ιστορία, αλλά να παραγάγει και Φιλοσοφία της Ιστορίας. Τρίτο, υπάρχει και η ψυχολογική σειρά, που πηγάζει απ’ τη συνείδηση των γεγονότων μέσα στη μνήμη τού ιστορικού (Ε. Duplessy, Apologetique, pp. 159- 160, Paris 1927).
Τα ανωτέρω, αν και κάπως γενικότερο λεχθέντα, δίνουν όμως θαυμάσια εξήγηση και για τις περιβόητες «διαφωνίες» μεταξύ των Ευαγγελιστών τις σχετικές με τη χρονολογική τοποθέτηση των γεγονότων, που αυτοί μας εξιστορούν: διότι, ο μεν Λουκάς, ο πιότερο ιστορικός από τους τέσσαρες Ευαγγελιστές είναι φανερό ότι ακολουθεί τη χρονολογική σειρά, ο Ματθαίος τη λογική και ο Μάρκος την ψυχολογική, αφού ακολουθεί περισσότερο και κατά πόδας τις δικές του προσωπικές αναμνήσεις.
Μετά τις ανωτέρω εισαγωγικές παρατηρήσεις στο ευρύτερο ζήτημα των «διαφωνιών» των τριών «Συνοπτικών» Ευαγγελιστών και μεταξύ τους και προς τον Ιωάννη, μπορούμε να το εξειδικεύσουμε αναφερόμενοι, πλέον, ειδικότερα και πιο συγκεκριμένα στις τυχόν διαφορές των Ευαγγελιστών μεταξύ τους σχετικά με τη Σταύρωση τού Χριστού, η οποία και μας ενδιαφέρει εν προκειμένω. Αφήνοντας έξω απ’ την έρευνά μας τις πλευρές της Επιστήμης της Χρονολογίας και της Ιστορίας δι’ ευθετότερο χρόνο θα περιοριστούμε εδώ μάλλον στην ερμηνευτικό – καινοδιαθηκική πλευρά τού θέματος.
Προκαταρκτικά τινά:
Γνωρίζουμε και εκ της Παλαιάς Διαθήκης ότι η ιουδαϊκή γιορτή τού Πάσχα, στα πλαίσια της οποίας, ή σε σχέση προς την οποία τοποθετείται η Σταύρωση και που γιορταζόταν απ’ το εσπέρας της 14η τού μήνα Νισάν (πρώτου μήνα τού εβραϊκού σεληνιακού ημερολογίου) προς τη 15η τού ίδιου μήνα, συμπλεκόταν και συνεορτάζονταν με την άλλη εβραϊκή, επταήμερη αυτή γιορτή, την ονομαζόμενη «εορτή των Αζύμων». Η προετοιμασία της τελευταίας αυτής άρχιζε το εσπέρας της 13ης προς τη 14η Νισάν. Η δε 14η Νισάν ελέγετο ειδικότερα: «η πρώτη των Αζύμων», επειδή απ’ το εσπέρας της άρχιζαν oι Ιουδαίοι να τρώνε τα Άζυμα. Γνωρίζουμε επίσης (Εξόδ. ιβ’, 1) ότι παράλληλα και μάλιστα απ’ το εσπέρας της 14ης προς τη 15η Νισάν (συμπεριλαμβανόμενη μέχρι το εσπέρας της) άρχιζε και τέλειωνε αντίστοιχα το εβραϊκό Πάσχα.
Ειδικότερα, η εσπέρα της 14ης προς τη 15η Νισάν περιελάμβανε τη σφαγή και βρώση τού αμνού, των Αζύμων και των πικρών χόρτων, ό,τι δηλαδή ονομάζουμε «εβραϊκό Πασχάλιο Δείπνο». Επομένως, το εβραϊκό Πάσχα άρχιζε το εσπέρας της 14ης Νισάν μέχρι το εσπέρας της 15ης αυτού τού μήνα, ελέγετο δε αυτή: «η αγία και μεγάλη ημέρα της εορτής» (τού Πάσχα). Σημειωτέον, ότι κατά τον εβραϊκό τρόπο υπολογισμού της ημέρας, αυτή δεν άρχιζε με την ανατολή τού ήλιου, αλλ’ από το εσπέρας της προηγούμενης ημέρας και τέλειωνε το εσπέρας της ίδιας αυτής ημέρας.
Τα δεδομένα των τεσσάρων Ευαγγελίων:
Αλλά, σε ποια ακριβώς σημεία συμφωνούν πανθομολογούμενα οι Ευαγγελιστές στην εξιστόρηση των συμβάντων των ημερών τού εβραϊκού Πάσχα, στην παραμονή τού οποίου σταυρώθηκε, όπως θα δούμε, ο Χριστός μας και σε ποια διαφωνούν, αν, βέβαια, αυτό το τελευταίο είναι ακριβές;
Συμφωνούν, λοιπόν, σαφέστατα και κατά κοινή ομολογία και οι τέσσαρες στο ότι ο Κύριος εκείνη την τελευταία χρονιά της επίγειας ζωής του ετέλεσε με τους μαθητές του το Μυστικό Δείπνο το βράδυ της Πέμπτης ημέρας της εβδομάδας, καθώς και στο ότι σταυρώθηκε και εξέπνευσε στην επόμενη, δηλαδή την Παρασκευή ημέρα της εβδομάδας (Ματθ. κζ’, 62, Μάρκ. ιε’, 42, Λουκ. Κγ’, 54, Ιωάν. Ιθ’, 14), χωρίς όμως να γράφεται ποια μέρα τού εβραϊκού μήνα Νισάν ήταν αυτή η Παρασκευή εκείνη τη χρονιά και χωρίς, επομένως, ούτε να δηλώνεται η θέση της σε σχέση με την ημέρα τού εβραϊκού Πάσχα, της χρονιάς εκείνης.
Όλοι, δηλαδή, οι Ευαγγελιστές συμφωνούν για τις μέρες της εβδομάδας, κατά τις οποίες ο Σωτήρας παρέδωσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και έπαθε (δηλαδή, Πέμπτη και Παρασκευή αντίστοιχα). Δε φαίνεται, λοιπόν, εκ πρώτης όψης το εάν όλοι τους συμφωνούν, ούτε και το ποιες ήσαν ημερομηνιακά αυτές οι μέρες, στα πλαίσια δηλαδή τού εβραϊκού σεληνιακού μήνα Νισάν, ή και ειδικότερο της εβραϊκής γιορτής τού Πάσχα, κατά τις ημέρες της οποίας έλαβαν χώρα αυτά τα γεγονότα (ποια δηλαδή ήταν η παραμονή και ποια η ίδια η ημέρα τού Πάσχα).
Oι ιδιαιτερότητες των τριών «Συνοπτικών» Ευαγγελιστών:
Οι τρεις αυτοί (: Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς) χαρακτηρίζουν τη μεν ημέρα τού Μυστικού Δείπνου (δηλαδή το εσπέρας της Πέμπτης, η οποία εξέπνεε και άρχιζε η Παρασκευή) σαν «την πρώτην των Αζύμων» ή ως την ημέρα «ότε το Πάσχα έθυον», ή σαν την ημέρα «εν η έδει θύεσθαι το Πάσχα» (Ματθ. Κστ’ 17, Μάρκ. Ιδ’, 12, Λουκ. Κβ’, 7). Ποια όμως, κατά τους «Συνοπτικούς» πάντα, ήταν και ημερομηνιακά αυτή η Πέμπτη εσπέρας εκείνο το έτος; Και ποια επομένως ήταν αυτή σε σχέση προς το εβραϊκό Πάσχα εκείνης της χρονιάς;
Διαβάζοντας κανείς κάπως επιπόλαια τους τρεις «Συνοπτικούς» προβληματίζεται νομίζοντας, ότι θα έπρεπε η Πέμπτη εσπέρας του Μυστικού Δείπνου να ήταν ακριβώς η εσπέρα της 14ης Νισάν προς τη 15η (ημέρα Παρασκευή) , καθ’ ην έγινε και η Σταύρωση. Εκ πρώτης, λοιπόν, όψης, θα έπρεπε, κατά τους συνοπτικούς, τη χρονιά εκείνη η 15η Νισάν να έπεφτε ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή, καθ’ ην και εσταυρώθηκε ο Κύριος, η οποία ταυτόχρονα θα ήταν και «η αγία και μεγάλη ημέρα της εορτής» (τού Πάσχα). Άρα, ο Κύριος πρέπει μεν να έχει σταυρωθεί και εκπνεύσει την Παρασκευή, η οποία, όμως, θα ήταν η 15η τού Νισάν και, φυσικά, η ημέρα τού εβραϊκού Πάσχα. (Δηλαδή η εντύπωση απ’ τους Συνοπτικούς είναι ότι εσταυρώθηκε ανημέρα τού εβραϊκού Πάσχα). Άρα, λοιπόν, εκείνη τη χρονιά θα έπρεπε το Πάσχα να έχει πέσει ημέρα Παρασκευή και, βέβαια, 15η τού μήνα Νισάν.
Επομένως και ο Μυστικός Δείπνος θα έπρεπε να είχε αρχίσει το εσπέρας της προηγούμενης, της 14ης Νισάν προς 15η Νισάν και θα διήρκεσε εναρχομένης και της 15ης, δηλαδή της Παρασκευής, η οποία άρχιζε το ίδιο εκείνο βράδυ και πριν ακόμη τελειώσει ο Μυστικός Δείπνος.
Αυτά φαινομενικά, κατά τους «Συνοπτικούς» (: δηλαδή, ότι δήλθε ο μεν Μυστικός Δείπνος έλαβε χώρα το εσπέρας της 14ης Νισάν, ημέρας Πέμπτης, η δε Σταύρωση και ο θάνατος τού Κυρίου δήθεν τη 15η Νισάν, ημέρα Παρασκευή και εορτή τού εβραϊκού Πάσχα). Αυτή δε είναι μάλλον και η επικρατούσα άποψη της παπικής Εκκλησίας.
Δεν συνέβησαν, όμως, ούτε ήσαν έτσι τα πράγματα παρά μόνο κατά τα φαινόμενα, και κατόπιν μιας πρώτης ματιάς, επειδή κάποιοι παρεξήγησαν τους «Συνοπτικούς» από επιπολαιότητα.
Λύση τού προβλήματος η μαρτυρία τού Ευαγγελιστή Ιωάννη:
Έρχεται όμως ο τέταρτος Ευαγγελιστής, ο Ιωάννης, τον οποίο δίκαια ο Harnack ονόμασε και χαρακτήρισε «διασαφηνισμένο Ματθαίο» και με όσα στοιχεία μας δίδει, διαφωνεί ριζικά με τα ανωτέρω αστήρικτα συμπεράσματα τού κάθε επιπόλαιου αναγνώστη των «Συνοπτικών», μας ερμηνεύει και διασαφηνίζει τους «Συνοπτικούς» και μας υποχρεώνει ν’ αποδεχθούμε τη γνωστή σαν «ιωάννεια Παράδοση»:
Δέχεται βέβαια ο Ιωάννης την κοινή βάση, ότι δηλαδή ο Κύριος ετέλεσε το Μυστικό του Δείπνο ημέρα Πέμπτη κι’ ότι εσταυρώθηκε Παρασκευή. Αλλά, για τον Ιωάννη, η μεν Πέμπτη τού Μυστικού Δείπνου σαφώς δεν ήταν η εσπέρα της 14ης τού Νισάν, αλλ’ εκείνη της 13ης Νισάν. Δηλαδή, ο Μυστικός Δείπνος έλαβε χώρα όχι μόνο γενικά πριν από τη εβραϊκής εορτής τού Πάσχα αλλά, πιο συγκεκριμένα, και μια μέρα πριν απ’ τον εβραϊκό Πασχάλιο Δείπνο. Άρα, για τον Ιωάννη, ο Μυστικός Δείπνος δεν έγινε το εσπέρας, που οι Εβραίοι έτρωγαν το εβραϊκό Πασχάλιο Δείπνο και γι’ αυτό επομένως, ο Μυστικός Δείπνος δεν ήταν ένας εβραϊκός Πασχάλιος Δείπνος.
Σ’ αυτό συμφωνεί η όλη περιγραφή τού Δείπνου, που κάνει ο Ιωάννης, καθώς και εκείνη των «Συνοπτικών», αφού και κατ’ αυτούς ο Μυστικός Δείπνος δεν είχε τα γνωρίσματα, τα σημάδια, τα χαρακτηριστικά, δηλαδή τη φύση τού εβραϊκού Πασχάλιου Δείπνου.
Η δε Σταύρωση έγινε, φυσικά, Παρασκευή, η οποία όμως, για τον Ιωάννη, σαφώς ήταν η 14η τού Νισάν, δηλαδή η ημέρα, κατά το εσπέρας της οποίας οι Ιουδαίοι θυσίαζαν τον αμνό και έτρωγαν το Πασχάλιο Δείπνο. Εκείνη δε την ημέρα, κατά το εσπέρας της οποίας ετελείτο ο εβραϊκός Πασχάλιος Δείπνος ήταν η ημέρα που σταυρώθηκε ο Κύριος κι’ όχι εκείνη που έφαγε στο Μυστικό Δείπνο. Η δε αγία και μεγάλη ημέρα της εορτής (τού Πάσχα), δηλαδή η 15η Νισάν, που άρχιζε απ’ το βράδυ της προηγούμενης, της 14ης Νισάν, Παρασκευής, ήταν το Σάββατο.
Η έξοδος εκ του ερμηνευτικού αδιεξόδου:
Πως συμβαίνει όμως και οι τρεις «Συνοπτικοί» Ευαγγελιστές δίνουν στον αναγνώστη τους τη φαινομενική εντύπωση, που προαναφέραμε και ποια η γνήσια και πραγματική άποψή τους αλλά και πως, με τη σειρά μας, ισχυριζόμαστε ότι ο Ματθαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς δε διαφωνούν προς τον Ιωάννη;
Προ αυτού τού αδιεξόδου, που είναι μόνο φαινομενικό, ο αείμνηστος καθηγητής Ν. Δαμαλάς προτείνει την ακριβή εφαρμογή της εξής αρχής:
Οσάκις μεταξύ αυτόπτων μαρτύρων παρουσιάζεται διαφορά και όλοι τους – λέγει – σαν αυτόπτες, έχουν «βεβαίως υπέρ εαυτών τα πράγματα», ή όπως είναι αυτά, ή όπως αυτοί τα θεωρούν, πρέπει να εξετασθούν ακριβώς τα ίδια τα πράγματα και να γνωσθεί, έτσι, ο αληθινός χαρακτήρας της διήγησης τού καθενός. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να εξηγηθεί η διαφορά «ορθώς και ως δει».
Εφαρμόζοντας την αρχή αυτή στην περίπτωσή μας διαπιστώνουμε ότι και οι τρεις «Συνοπτικοί» αλλά και ο Ιωάννης διηγούνται τα ίδια συμβάντα ως λαβόντα χώρα σ’ αυτές τις δύο ημέρες, Πέμπτη, δηλαδή και Παρασκευή. Τα συμβάντα όμως αυτά, σύμφωνα με τη διήγηση και των τεσσάρων Ευαγγελιστών, είναι τέτοιας φύσης και τοιούτου χαρακτήρα, ώστε καθιστούν απαραίτητη για μας την παραδοχή τού κατά τον Ιωάννη σαφούς χαρακτηρισμού των δύο αυτών ημερών.
Όχι μόνο λοιπόν δικαιούμεθα αλλ’ είμαστε συνάμα και υποχρεωμένοι να προβληματισθούμε και να κάνουμε την εξής παρατήρηση, που πράγμα χτυπάει στο μάτι τού αναγνώστη: Κατά τη διήγηση και των τεσσάρων ιερών συγγραφέων, η εν λόγω Παρασκευή παρουσιάζεται εργάσιμη και όχι εορτάσιμη. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο δεν είναι δυνατόν η Παρασκευή αυτή (με την κατ’ αυτή Σταύρωση) να ήταν η αγία και μεγάλη ημέρα της εορτής (τού Πάσχα), δηλαδή η 15η Νισάν.
Κατά τον εβραϊκό Νόμο και την Παράδοση των Ιουδαίων (Λευϊτ. Κγ’,11,15,17,Άριθμ. Κη’,18) η 15η Νισάν, ή η μεγάλη ημέρα της εορτής (τού Πάσχα) εθεωρείτο αργία και μάλιστα λίαν αυστηρή. Πως λοιπόν είναι δυνατό κατά τη νύκτα της 14ης, την εις τη 15η ανήκουσα (νύκτα Πέμπτης προς Παρασκευή) και κατ’ αυτή την ημέρα της 15ης Νισάν (Παρασκευή) να λάβουν χώρα, όσα γεγονότα έγιναν; Και πως, επομένως, η νύκτα της 14ης προς την 15η Νισάν να ήταν η νύκτα της Πέμπτης προς Παρασκευή, αφού την ημέρα της Παρασκευής συνέβησαν ασυμβίβαστα προς τέτοια ημέρα – εάν δηλαδή η Παρασκευή αυτή ήταν το εβραϊκό Πάσχα – γεγονότα, όπως τα εξής:
1) Η οπλοφορία κατά τη διάρκεια της εορτής απαγορευόταν από το Νόμο. Όμως, και κατά τους τρεις Συνοπτικούς (Ματθ. Κστ’, 51, Μάρκ. Ιδ’, 47, Λουκ. Κβ’, 50) και ο Πέτρος οπλοφορεί και οι λοιποί μαθητές ρωτούν τον Ιησού: «Κύριε, ει πατάξουμε εν μαχαίρα;» (Λουκ. Κβ’, 49).
2) Ήταν απαγορευμένη κατά την εορτή η δίκη ενώπιο τού Αρχιερέα.
3) Απαγορευόταν κατά την εορτή και η αγορά σινδόνας (Μάρκ. Ιε’, 46) και η αγορά αρωμάτων (Λουκ. Κγ’, 56). Κι’ όμως και τα δύο αυτά έγιναν: το πρώτο απ’ τον Ιωσήφ και το δεύτερο από τις Μυροφόρες.
4) Και οι τρεις «Συνοπτικοί» (Μάρκ. Ιε’, 21, Λουκ. Κγ’, 26, Ματθ. κζ’, 32) αναφέρουν το περιστατικό της αγγαρείας, στην οποία υπέβαλαν τον Κυρηναίο, να άρη δηλαδή τον σταυρό τού Ιησού λέγοντες περί τού Κυρηναίου ότι «ήρχετο απ’ αγρού». Πως ήταν δυνατό σε μέρα αργίας αυστηρότατης, όπως αυτή τού Πάσχα να επιστρέφει αυτός απ’ τον αγρό του, πράγμα απόλυτα απαγορευμένο;
Συμπέρασμα: Όλα τα ανωτέρω, τα οποία δίνουν σ’ αυτή την Παρασκευή της Σταύρωσης τον χαρακτήρα εργάσιμης μέρας και όχι εορτάσιμης αργίας, συνηγορούν στο ότι: η ημέρα της Σταύρωσης, δηλαδή, η Παρασκευή, δεν ήταν δυνατό να είναι το εβραϊκό Πάσχα. Η μόνη λύση, που μας μένει, είναι να δεχθούμε ότι το Πάσχα της χρονιάς εκείνης ήταν ημέρα Σάββατο και, βέβαια, η 15η του Νισάν. Μόνο έτσι όλα τα ανωτέρω αναφερθέντα συμβάντα συμβιβάζονται άριστα και με το χαρακτηρισμό της ημέρας αυτής σαν «της Παρασκευής τού Πάσχα», τουτέστιν της 14ης τού μήνα Νισάν, όπως τα τοποθετεί το τέταρτο Ευαγγέλιο τού Ιωάννη.
Και σύμφωνα με τις πιθανότερες ενδείξεις η κατά τους Ιουδαίους «πρώτη των Αζύμων, κατά την οποία αυτοί έτρωγαν το Πασχάλιο Δείπνο τους, δεν ήταν τη χρονιά εκείνη η Πέμπτη, αλλ’ η Παρασκευή.
Ότι δε ο Μυστικός Δείπνος δεν ήταν ο εβραϊκός Πασχάλιος Δείπνος, πλην της απουσίας Αζύμων, πασχάλιου αμνού και πικρών χόρτων από το Μυστικό Δείπνο, φαίνεται και εκ των εξής ενδείξεων:
1) Όταν, κατά το Μυστικό Δείπνο, ο Κύριος είπε στον Ιούδα να κάνει γρήγορα αυτό που έχει στο νου του να πράξει, οι υπόλοιποι μαθητές δεν κατάλαβαν τι τού είπε και υπέθεσαν ότι τού έλεγε: «αγόρασον ων χρεία έχουμε στην εορτήν» (Ιωάν. Ιγ’, 29). Άρα δεν είχε διεξαχθεί ακόμη η εορτή.
2) Οι Αρχιερείς και οι Πρεσβύτεροι οδηγώντας τον Ιησού την Παρασκευή απ’ τον Καϊάφα στο πραιτώριο δεν μπήκαν μέσα σ’ αυτό, «Ίνα μη μιανθώσιν, αλλ’ ίνα φάγωσι το Πάσχα». (Ιωάν. Ιη’, 28). Άρα δεν είχαν ακόμη τελέσει τον εβραϊκό Πασχάλιο Δείπνο, θα τον τελούσαν το εσπέρας της ίδιας μέρας, της Παρασκευής.
3) Μετά τη Σταύρωση οι Ιουδαίοι βιάζονται να κατεβάσουν απ’ τους σταυρούς και να θάψουν τους κατάδικους, πριν φτάσει το απόγευμα, από το οποίο θα άρχιζε να υπολογίζεται η έναρξη τού Σαββάτου, «ην γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνου τού Σαββάτου» (Ιωάν. Ιθ’, 31).
Το αίνιγμα της Σφιγγός απαιτεί τη λύση του:
Πρόκειται για την εξής δύσκολη να απαντηθεί απορία: εν τοιαύτη περιπτώσει, πως ο Ματθαίος και οι ακολουθούντες αυτόν λοιποί «Συνοπτικοί» χαρακτηρίζουν την Πέμπτη ως την «πρώτη των Αζύμων», εάν, όπως υποστηρίζουμε, η ιουδαϊκή «πρώτη των Αζύμων» ήταν όντως η Παρασκευή; Αυτή η ερώτηση αποτελεί ένα αληθινό πονοκέφαλο για τους ερμηνευτές, εντεύθεν δε και η προκύψασα σύγχυση, που διήρκεσε επί αιώνες μέχρι και σήμερο.
Ας προσεγγίσουμε ξανά τα συμβάντα κατ’ εκείνες τις ημέρες τού εβραϊκού Πάσχα:
Και οι τέσσαρες Ευαγγελιστές χαρακτηρίζουν την Πέμπτη βασικά και κύρια απ’ την κατ’ αυτή τέλεση τού Μυστικού Δείπνου. Ο ίδιος δε ο Κύριος ονόμασε το Μυστικό Δείπνο σαν «το Πάσχα επεθύμησε φαγείν». Κανένας, όμως, απ’ τους τέσσαρες Ευαγγελιστές δεν αναφέρει, ότι την Πέμπτη προς Παρασκευή γιόρταζε ο Κύριος το νομικό, ήτοι εβραϊκό Πάσχα. Η σχετική σύγχυση προήλθε εκ τού ότι μέχρι τη στιγμή, που άρχιζε ο Μυστικός Δείπνος, δεν υπήρχε άλλο Πάσχα πλην τού ιουδαϊκού και, δεύτερο, εκ τού ότι, κατά το Μυστικό Δείπνο, ο Κύριος καθιέρωσε και ετέλεσε ένα άλλο Πάσχα, το «καινό Πάσχα», το Πάσχα της Καινής Διαθήκης, όπως θα δούμε κατωτέρω.
Αναφέρουν, λοιπόν, και οι τέσσαρες Ευαγγελιστές ότι, κατ’ αυτό το Μυστικό Δείπνο, δε χρησιμοποιήθηκαν άζυμα, αλλ’ ένζυμος άρτος και οίνος, πράγμα ακατανόητο, εάν ο Μυστικός αυτός Δείπνος ήταν ένας εβραϊκός Πασχάλιος Δείπνος. Πως, αλήθεια, μπορούσε να λείπουν από ένα εβραϊκό Πασχάλιο Δείπνο τα άζυμα, ο αμνός και τα πικρά χόρτα; (Ιδέ και όσα σημειώνουμε παραπάνω για το Μυστικό Δείπνο).
Βέβαια, αυτό, το οποίο μόνο είπε ο Κύριος ότι επιθυμία επεθύμησε τούτο το Πάσχα να συμφάγει μετά των μαθητών του «προ τού παθείν» αυτόν, δε δύναται προφανώς να ερμηνευθεί ότι ελέχθη περί τού νομικού, ήτοι εβραϊκού Πάσχα, για το οποίο δεν είχε κανένα λόγο να εκφράσει μια τέτοια επιθυμία ο Κύριος· ο λόγος τού Διδασκάλου μόνο περί τού κατά το Μυστικό Δείπνο ιδρυθέντος, εισαχθέντος και θεσμοθετηθέντος χριστιανικού πλέον Πάσχα, τού Πάσχα της Καινής Διαθήκης, μόλις προ ολίγου τελεσθέντος, θα μπορούσε να έχει λεχθεί. Άρα, ο Κύριος σαφώς και διαυγώς χαρακτήρισε το Μυστικό Δείπνο σαν το Πάσχα της Καινής Διαθήκης. Αυτό, λοιπόν, το χαρακτηρισμό τού Ιησού ακολουθώντας ο Ματθαίος απένειμε στην ημέρα της Πέμπτης το παρά τοις Ιουδαίους κοινό και σύνηθες όνομα προς δήλωση της ημέρας, καθ’ ην ετελείτο το Πασχάλιο Δείπνο, ο εστίν «η πρώτη των Αζύμων». Αυτά για το Ματθαίο.
Οι δέ δύο άλλοι «Συνοπτικοί» αυτό, που ο Ματθαίος έγραψε για τους εξ Ιουδαίων χριστιανούς, προς τους οποίους, ως γνωστόν, και απευθυνόταν το Ευαγγέλιό του, το πήραν και το επεξήγησαν, προκειμένου να το δώσουν στους εξ Εθνών Χριστιανούς, για τους οποίους και έγραψαν τα Ευαγγέλιά τους, ώστε εκείνοι να εννοήσουν την άγνωστή τους «πρώτη των Αζύμων» χαρακτηρίζοντας δηλαδή μ’ αυτή την ονομασία, όχι πια την Παρασκευή, αλλ’ αυτή την Πέμπτη ως την ημέρα, κατά την οποία έπρεπε να «τυθή το Πάσχα» (Λουκ. Κβ’, 7), ή ως την ημέρα, κατά την οποία οι Ιουδαίοι «έθυον το Πάσχα» (Μάρκ. Ιδ’, 12).
Ώστε, όλη η αναφερόμενη προετοιμασία τού Πάσχα απ’ τους μαθητές προϋποθέτει μόνο την προσέγγιση της εορτής και τίποτε άλλο. Όταν δηλαδή οι μαθητές βλέποντας να πλησιάζει το Πάσχα ερώτησαν το Διδάσκαλο για την προετοιμασία τού Πάσχα, ο Κύριος, μη επιθυμώντας να δηλώσει από πριν τη θέλησή του για την παράδοση ενός νέου Πάσχα, τού Πάσχα της Καινής Διαθήκης, τους έδωσε εντολή να κάνουν την προετοιμασία.
Έτσι, την εσπέρα της 13ης προς 14η Νισάν, δηλαδή της Πέμπτης προς Παρασκευή κάθησε ο Διδάσκαλος με τους μαθητές τους να φάγουν στο Μυστικό Δείπνο, σ’ ένα, δηλαδή, όχι εβραϊκό Πασχάλιο Δείπνο, αλλά σε απλό Δείπνο με άρτο και οίνο, μία ημέρα πριν οι Εβραίοι φάγουν τον Πασχάλιο Δείπνο τους. Και τότε ήταν, που ο Σωτήρας ετέλεσε και παρέδωσε το αντίτυπο τού Πάσχα της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή όχι πια το «τυπικό», αλλά το αληθινό Πάσχα, το Πάσχα της Καινής Διαθήκης. Το χριστιανικό δε αυτό καινό Πάσχα κατήργησε και αντικατέστησε το εβραϊκό. Αυτό μάλιστα το Πάσχα της Καινής Διαθήκης «αφήρεσε πλέον για τους μαθητές τού Κυρίου πάσαν σημασία εκ τού Ιουδαϊκού» (Ν. Δαμαλάς).
Ο Κύριος, λοιπόν, ιδία εξουσία, μετέθεσε την ιουδαϊκή πρώτη των Αζύμων, εις εορτή τού Πάσχα της Καινής Διαθήκης από της 14ης, δηλαδή, στη 13η τού μήνα Νισάν. Ο δε Ματθαίος, για τον οποίο ο Σωτήρας «ην κύριος τού Σαββάτου» επομένως και τού Πάσχα (Ματθ. Ιβ’, 8), τούτο θεώρησε ως «το αληθές Πάσχα» και γι’ αυτό και εξ αυτού, μετατεθέντος τούτου από της 14ης στη 13η Νισάν, ημέρα Πέμπτη, ονόμασε αυτήν «πρώτη των Αζύμων» (Ν. Δαμαλάς).
Γνωρίζουμε, ποιο ήταν το ακριβές έτος της Σταύρωσης τού Κυρίου;
Ερευνήσαμε, λοιπόν, σ’ αυτή τη μελέτη και συμπεράναμε απ’ αυτή ότι το τελευταίο εβραϊκό Πάσχα της επίγειας ζωής τού Ιησού εκείνη τη χρονιά έπεφτε ημέρα Σάββατο, 15η, φυσικά, Νισάν και ότι η Σταύρωση έγινε την προηγούμενη, ημέρα Παρασκευή, 14η Νισάν, ενώ ο Μυστικός Δείπνος τελέσθηκε την Πέμπτη, 13η Νισάν.
Δεν αναφέρουν, όμως, τα Ευαγγέλια, ποιο ακριβώς ήταν το έτος εκείνο, ενώ, αντίθετα, μας πληροφορούν ακόμη και για την ακριβή ώρα της ημέρας, καθ’ ην έγινε η Σταύρωση και εξέπνευσε ο Ιησούς. Λόγω αυτής της σιωπής των Ευαγγελίων γύρω απ’ τη χρονολογία (το ακριβές έτος) της Σταύρωσης δε μπορούμε να γνωρίζουμε με σιγουριά, αλλά μόνο καθ’ υπόθεση και με πιθανότητες τη χρονολογία και ημερομηνία της Σταύρωσης και, επομένως, της Ανάστασής του. Μπορούμε, λοιπόν, μόνο να πιθανολογούμε. Τέτοιες δε πιθανολογίες, που, σημειωτέον, κάνουν οι επιστήμονες, είναι και οι εξής:
1) «Εάν δεχτούμε την άποψη των αστρονόμων και μερίδας των ιστορικών, ότι ο Χριστός γεννήθηκε το έτος 7 π. Χ. και ότι έζησε 33 έτη, κατά τα Ευαγγέλια, τότε πιθανά η Σταύρωσή του έγινε το 26 μ. Χ.
2) Εάν, πάλιν, δεχτούμε, ότι ο Χριστός γεννήθηκε γύρω στο 4 π. Χ. , τότε πιθανά η Σταύρωσή του έγινε γύρω στο 29 – 30 μ. Χ.
3) Εξ άλλου, σύμφωνα με μία τρίτη άποψη, πιθανά η Σταύρωση να έγινε το 33 μ. Χ. (Σ. Θεοδοσίου – Μ. Δανέζης).
Τέλος, παραθέτουμε τον επόμενο Πίνακα με τις ημερομηνίες εορτασμού τού εβραϊκού Πάσχα για τη δεκαετία 26 μ. Χ. – 35 μ. Χ. , καθ’ ην και μόνο θα ήταν δυνατό να λάβει χώρα η Σταύρωση. Αυτές δε οι ημερομηνίες δίδονται σύμφωνα με τη χριστιανική χρονολογία μας και κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο.
Εβραϊκό Πάσχα:
Έτος | Ημερομηνία μήνα | Ημέρα εβδομάδας |
26 μ. Χ. | 20 Απρίλη | Σάββατο |
27 μ. Χ. | 10 Απρίλη | Πέμπτη |
28 μ. Χ. | 30 Μάρτη | Τρίτη |
29 μ. Χ. | 17 Απρίλη | Κυριακή |
30 μ. Χ. | 8 Απρίλη | Σάββατο |
31 μ. Χ. | 27 Μάρτη | Τρίτη |
32 μ. Χ. | 15 Απρίλη | Τρίτη |
33 μ. Χ. | 4 Απρίλη | Σάββατο |
34 μ. Χ. | 23 Μάρτη | Τρίτη |
35 μ. Χ. | 12 Απρίλη | Τρίτη |
Παρατήρηση: Θα πρέπει, εις επίρρωση της ιωάννειας Παράδοσης υπέρ τού Σαββάτου σαν ημέρας τού εβραϊκού Πάσχα και όχι υπέρ της Παρασκευής, ημέρας τού θανάτου τού Ιησού, να υπογραμμίσουμε, ότι και ο ανωτέρω Πίνακας για τη δεκαετία 26 μ. Χ. – 35 μ. Χ. δεν παρουσιάζει καμία Παρασκευή σαν ημέρα τού εβραϊκού Πάσχα, αλλ’ εμφανίζει, αντιθέτως, τρία τέτοια πιθανά Σάββατα.
Αφού ήδη, αγαπητέ Αναγνώστα, στη μετά χείρας σύντομη μελέτη εκ της έρευνας των Ευαγγελίων συμπεράναμε ότι τη χρονιά που σταυρώθηκε ο Χριστός το εβραϊκό Πάσχα έπεφτε ημέρα Σάββατο, άρα, κατά τον ανωτέρω Πίνακα, τρία είναι τα πιθανά έτη και, άρα, τρεις οι πιθανές ημερομηνίες της Σταύρωσης και επομένως, της Ανάστασης τού Κυρίου, όπως εμφαίνονται και στον επόμενο λεπτομερέστερο Πίνακα:
Έτος | Σταύρωση | Πάσχα Εβραίων | Ανάσταση |
26 μ. Χ. 30 μ. Χ. 33 μ. Χ. | Παρασκευή 19 Απρίλη Παρασκευή 7 Απρίλη Παρασκευή 3 Απρίλη | Σάββατο 20 Απρίλη Σάββατο 8 Απρίλη Σάββατο 4 Απρίλη | Κυριακή 21 Απρίλη Κυριακή 9 Απρίλη Κυριακή 5 Απρίλη |
Οι ανωτέρω δύο Πίνακες ελήφθησαν τροποποιημένοι πως εκ τού έργου: «Η Οδύσσεια των ημερολογίων» των: Στράτου Θεοδοσίου – Μάνου Δανέζη, επίκουρων καθηγητών Αστροφυσικής Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμ. Β’, σελ. 272 – 273, έκδ. Δίαυλος, Αθήνα 1995.